Η σφαγή των κρητών από τον Νικηφόρο Φωκά !

Οι άραβες πήραν τον έλεγχο της Κρήτης από τους βυζαντινούς το 824.
Ήταν άραβες σαρακηνοί από την Κόρδοβα της Ισπανίας με ηγέτη τους τον ανδαλουσιανό εμίρη Άμπου Χαφς Ουμάρ. Αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ισπανία από τους μουσουλμάνους κυβερνήτες της Ανδαλουσίας περίπου το 813 επειδή στασίασαν εναντίον τους.
Αφού επιδίωξαν μια καινούρια πατρίδα στην Αίγυπτο,κατάβαλαν την Αλεξάνδρεια το 818,αλλά εκδιώχθηκαν πάλι από εκεί και αναγκάστηκαν να επιδιώξουν ξανά να βρούν καταφύγειο,και έτσι έφθασαν τελικά στην Κρήτη. 
Άρχικά ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες , αλλά λόγω της πτώσης της βυζαντινής στρατιωτικής παρουσίας στην Κρήτη, κατόρθωσαν τελικά να πάρουν τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού αν και αυτή η κατάκτηση διάρκησε μια κάποια χρονική περίοδο.Οικοδόμησαν σύντομα μια πόλη φρούριο που περιβλήθηκε από μια βαθιά τάφρο (Χαντάκι) και την ονόμασαν Χαντάκ.(Χάνδακας στα ελληνικά).
Ο Χάνδακας έγινε η πρωτεύουσα του νέου αραβικού κράτους γνωστού ως Εμιράτο της Κρήτης,και είναι το σημερινό Ηρακλείο.Ήταν από εδώ που η κατάκτηση ολόκληρου του νησιού έγινε κατορθωτή. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από συνεχείς επιδρομές και το νησί έχει γίνει το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο στην ανατολή.Ο Άμπου Χάφς εργάσθηκε με φανατισμό για την εξαφάνιση του χριστιανισμού και τον πλήρη εξισλαμισμό του νησιού. Γεγονός που το πέτυχε εν πολλοίς αν υπολογισθεί ότι ενάμιση αιώνα μετά όταν οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τη Κρήτη ελάχιστα ίχνη της χριστιανικής θρησκείας σώζονταν.
Εντούτοις, αντίθετα από όσα έχουν γραφτεί από πολλούς έλληνες ιστορικούς,οι άραβες που ήρθαν στην Κρήτη, δεν ήταν όλοι πειρατές. Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς ήταν πολύ μορφωμένοι και έφεραν μαζί τους από την αραβική Ισπανία,τον προηγμένο πολιτισμός τους. Υπολογίζεται ότι περίπου 40.000 άραβες μετανάστευσαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στο νησί που κράτησε περίπου 138 χρόνια.Αυτοί οι μετανάστες με την πάροδο του χρόνου έσμιξαν με τον ντόπιο πληθυσμό.
Κατά τη διάρκεια του αραβοκρατίας στην Κρήτη, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού του νησιού, αραβοποίηθηκε,και υιοθέτησε τη μουσουλμανική θρησκεία καθώς επίσης και την αραβική γλώσσα.
(Σημ. Αντίλογου: Ανακριβέστατο, αφενός είναι αδύνατο να μάθει μα και να υιοθετήσει άλλη γλώσσα (μα, ακόμα και άλλη θρησκεία) το σύνολο ή η πλειοψηφία του λαού, ειδικά της υπαίθρου, που ήταν και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού! Εξάλλου Άραβες (ανάμεικτοι με Έλληνες Κρήτες, κατοίκησαν μόνο σε μια πόλη, τον Χάνδακα, και σε μερικά πειρατικά ορμητήρια, Γραμβούσα κυρίως..)
Εντούτοις οι άραβες δεν κατόρθωσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία και τον πολιτισμό τους στους κρητικούς που ζούσαν στα ορεινά μέρει του νησιού, τα οποία ήταν απομονωμένα και απρόσιτα όπως τα ορεινά Σφακιά. Σε εκείνες τις περιοχές, οι κρητικοί αφέθηκαν μόνοι τους, και συνέχισαν να ασκούν τη χριστιανική τους λατρεία, και να μιλούν την εγγενή ελληνική κρητική διάλεκτό τους.’Ομως αυτοί ήταν μόνο μερικές χιλιάδες.
(*σημ Αντίλογου: Και πώς είχε επιβληθεί η εβραιο"χριστιανική" -αυτοκρατορικής, νεοφαρισαϊκής  παραποίησης του αρχικού χριστιανισμού)  θρησκεία στους ορεσίβιους έναντι της επί χιλιετηρίδες ελληνικής  προγονικής;  Μήπως οι κάτοικοι αυτοί, και όχι μόνο αυτοί λόγω και της τότε απουσίας των Ρωμαίων "χριστιανών" κατακτητών, διατήρησαν την ελληνική θρησκεία;...) 
  
Ο Νικηφόρος Φωκάς, ο αρμένιος ανώτατος διοικητής του βυζαντινού στρατού και ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας του βυζαντινού κράτους, θέλησε να πάρει το νησί από τους άραβες και να φέρει την Κρήτη πίσω στη βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς επίσης και να φέρει τους κρητικούς πίσω στο χριστιανισμό.Στις 7 Μαίου του 961,αφού συγκρότησε μια μεγάλη αρμάδα,έβαλε πλώρη για να απελευθερώσει την Κρήτη και από την αραβική κυριαρχία. Μετά από αρκετούς μήνες πολιορκίας, ο βυζαντινός στρατάρχης, πήρε τον εμίρη της Κρήτης ως όμηρο και κατάφερε να νικήσει τους άραβες.Η Κρήτη για άλλη μια φορά ήταν σε βυζαντινά χέρια.
Το τι επακολούθησε είναι ένα μέρος της ιστορίας που πολλοί δεν θέλουν να θυμούνται, και άλλοι να μην γίνεται γνωστό στο κόσμο.Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέσφαξε ουσιαστικά σχεδόν όλο τον κρητικό πληθυσμό που υπολογίζεται ότι ήταν 200.000(άλλοι τους βάζουν στις 270,00), μουσουλμάνους κρητικούς και άραβες μαζί.
Ιστορικές πηγές εκείνης της εποχής αξιώνουν ότι δεν έμεινε ούτε ένας σαρακινός ζωντανός στο νησί μέχρι ο Φωκάς αποτελειώσει τις σφαγές του.Μόλις πήρε τον έλεγχο του νησιού έκανε άλλη εκστρατεία,αυτή τη φορά πολιτισμική.Δεν άφησε ούτε ίχνος της αραβικής παρουσίας στην Κρήτη.Τα χάλασε και τα κατάστρεψε όλα.
(*Σημ Αντίλογου: Μα,  πώς σώζονται άφθονα ερείπια αρχαιοελληνικών ναών και αγαλμάτων, κατεστραμμένων από αυτόν και προηγούμενους ρωμαιο"χριστιανούς"; Γιατί δεν σώζεται ούτε ίχνος -πολύ πιο πρόσφατου άλλωστε- αραβικού πολιτισμικού ή θρησκευτικού ερειπίου; Μα ακριβώς επειδή οι Σαρακηνοί της Κρήτης ήταν ελάχιστοι, αρχικά 3.500 στρατιώτες και 8.000 γυναικόπαιδα, που ποτέ δεν ξεπέρασαν τους 30-40.000 σε σύνολο πληθυσμού άνω των 500.000 της Κρήτης τότε. Και επειδή σε μεγάλο βαθμό μάλλον αφομοιώθηκαν, άλλωστε Εμιράτο που έγινε η Κρήτη, σήμαινε μόνο πολιτική όχι θρησκευτική εξουσία!)
 Τα μουσουλμανικά τεμένη χαλάστηκαν και στη θέση τους έκτισε εκκλησίες, και μετά άρχισε μια άλλη εκστρατεία ιεραποστολική για να φέρει τους λίγους κρητικούς που επέζησαν τη σφαγή πίσω στο χριστιανισμό.
Μετά από τη νίκη του "εναντίον των αράβων" στην Κρήτη, ο Νικηφόρος Φωκάς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, για να διαπιστώσει ότι λόγω των αποτρόπαιων πράξεων του στην Κρήτη δεν του δόθηκε η συνηθισμένη θριαμβευτική τιμή ενός νικητή και επιτράπηκε μόνο μια επευφημία στον ιππόδρομο.Δύο χρόνια μετά από την κατάκτηση της Κρήτης το 963, με δόλια μέσα έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Με τον Φωκά ως αυτοκράτορα του βυζαντινού κράτους, μια νέα αναγέννηση του χριστιανισμού πήρε το δρόμο της για την Κρήτη.Έστειλε στο νησί μεγάλο αριθμό ιεραποστόλων, ιερέων και μοναχών για να διαδώσουν τον λόγον του χριστιανισμού σε όλο νησί. Μεταξί άλλων, οι πιό γνωστοί σε μας είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος και Νίκων ο Μετανοείτε πού πήρε αυτό το επώνυμο γιατί έλεγε συνεχώς στους κρητικούς και επιστρέψετε στον Χριστιανισμό».Επιπλέον εκατοντάδες εκκλησιών είχαν κτιστεί σε όλο το νησί.
Όμως η Κρήτη έμεινε με πολύ λίγο πληθυσμό μετά από την κατασφαγή των κρητικών και των αράβων.Το βυζάντιο διαίρεσε το νησί σε Φέουδα και εγκαθιστά στην Κρήτη (Σημ Αντιλόγου*: Τα "12 αρχοντόπουλα", ως άρχοντες-φεουδάρχες  περιοχών-τιμαρίων) διαλεχτές οικογένειες της Κωνσταντινουπόλεως, Φωκάδες, Μελισσηνούς, Μουσούρους, Χορτάτζηδες, Σκορδίληδες, Γαβαλάδες, κλπ.Πολλές από εκείνες τις οικογένειες υπάρχουν στην Κρήτη μέχρι και σημέρα.Μαζί με αυτούς έστειλε χιλιάδες αποίκους από όλη τη βυζαντινή αυτοκρατορία για να κατοικήσουν στην Κρήτη.Κατά συνέπεια αρμένιοι,σλάβοι και άλλες εθνικότητες βρήκαν μια νέα πατρίδα στην Κρήτη. Άφησαν τα τοπωνύμια τους στο νησί: Αρμένοι (στις επαρχίες Ρεθύμνης,Αποκορώνου και Σητείας), Αρμενοχώρι, (σημ Αντ*: Βουλγάρο, Τοπόλια=Λεύκες στα Σλαβικά επίσης) (στην επαρχία Κισσάμου), Αρμενιανά (στην επαρχία Αμαρίου) Σκλάβοι και Σκλαβεδιάκου στη Σητεία, Σκλαβοπούλα στο Σέλινο, Ρουσοχώρια στην (επαρχία Πεδιάδος),Τσακώνων (στην επαρχία Σελίνου) κτλ.
Είναι παραδεκτό από τους ιστορικούς ότι εάν ο Νικηφόρος Φωκάς, δεν απελευθέρωνε την Κρήτη από τους άραβες, οι κρητικοί σήμερα θα είχαν γίνει οπωσδήποτε άραβες, όπως τόσα πολλά άλλα έθνη στην περιοχή, και δεν θα ήταν σήμερα ούτε έλληνες αλλά ούτε και θα μιλούσαν ελληνικά. (*Σημ Αντίλογου: Υποκειμενική, μη στοιχειοθετούμενη  άποψη αφού καμιά ισλαμοποίηση ούτε μέρους καν κατοίκων δεν αποδεικνύεται από αξιόπιτες ιστορικές πηγές και προπαντός από ερε'ιπια έστω ισλαμικών μνημείων στο νησί, άποψη σεβαστή όμως στον απαραίτητο ιστορικό διάλογο-αντίλογο ...)
NOCTOC

Γ΄ Η ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά -961 μ.Χ.-








 

Τετάρτη, 19 Ιουνίου 2013

Η ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά -961 μ.Χ.-

Η ανακατάληψη της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά 961 μ.Χ.

        Η απώλεια της Κρήτης αλλά και της Σικελίας ήταν οδυνηρή για το  Βυζάντιο. Η Μεσόγειος είχε πάψει να θεωρείται βυζαντινή λίμνη, η κυριαρχία στη θάλασσα ήταν δείγμα ισχύος κι αυτή η διασάλευση  της θαλασσοκρατίας  απειλούσε τη παγκοσμιότητα της αυτοκρατορίας.
         Οι Άραβες εδραίωσαν τη παρουσία τους στο νησί και με τον εποικισμό και με την οργάνωση του νέου εμιράτου. Οχύρωσαν και επέκτειναν την περιοχή κοντά στη αρχαία Κνωσό, τον ονομαζόμενο Χάνδακα, που είχε σπουδαία γεωγραφική θέση προσφέροντας διέξοδο προς το Αιγαίο πέλαγος και τις υπόλοιπες περιοχές που αποτελούσαν στόχο των Αράβων. Μαζί με τις πειρατικές τους επιδρομές που τους απέφεραν πολλά πλούτη, αναπτύχτηκαν οικονομικά, εμπορικά  αλλά αποτέλεσαν και ένα σημαντικό πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ευρύτερου αραβικού κόσμου.
        Οι Βυζαντινοί διεξήγαγαν απανωτές επιχειρήσεις για να ανακαταλάβουν το νησί, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα. Το 949 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ έστειλε μα ικανή ναυτική δύναμη στο νησί, αλλά η επιχείρηση απέτυχε και το στράτευμα συνετρίβη  από τους Άραβες. Πέρα από τις πολεμικές λύσεις, προσπάθησαν και μέσω της διπλωματική; οδού, όπως συνήθιζε η βυζαντινή εξουσία, να συνδιαλαγούν με του Άραβες και φαίνεται ότι μεταξύ των δύο μερών υπήρχε επικοινωνία και επαφή.
         Το 960 επί αυτοκράτορος Ρωμανού του Β΄, ετοιμάστηκε και στάλθηκε στο Αιγαίο ένας ισχυρός στόλος με επικεφαλής  ένα ικανό και έμπειρο στρατηγό, το Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά, απόγονο μιας φημισμένης οικογένειας, μέλη της οποίας είχαν καταλάβει υψηλά αξιώματα και είχαν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
      Ο βυζαντινός στόλος, κατά προσέγγιση πάντα, όπως αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής, ήταν 50.000 περίπου στρατιώτες και 3.500 πλοία.
(*Σημ Αντίλογου:  Πρωτοφανής αντίφαση ο ισχυρισμός ότι σε 3.500 ποντοπόρα πλοία μετεφέροντο μόλις 50.000, δηλαδή 12-15 άνδρες σε καθένα!  τα πλοία εκείνα μετέφεραν καθένα 100 ως 200  στρατιώτες και ναύτες, που και αυτοί ήταν ένοπλοι άρα σύνολο, αν ήταν πράγματι 3.500 τα πλοία, ...400-500.000 στρατού!!!  Κατά άλλες, πιο αξιόπιστες ιστορικές πηγές τα πλοία ήταν περί τα 2.200 συνολικά και μετέφεραν περίπου 200.000 στρατιώτες και ναύτες. Ο τεράστιος αυτός αριθμός μισθοφόρων που μάζεψε ο Ρωμανός για κατάληψη ενός νησιού στο οποίο  οι ίδιοι οι βυζαντινοί ιστορικοί συμφωνούν ότι οι άραβες μαζί με τα γυναικόπαιδα και τος γέρους τους ήταν το πολύ 40.000, άρα ήταν κάτω από 10.000  οι ηλικίας 17ως 60 ετών, δηλαδή οι  άραβες πολεμιστές! Αυτό και μόνο βοά ότι  εκείνο το τεράστιο στράτευμα και στόλος, δύναμη ουδέποτε άλλοτε στην ιστορία του ανατολικού ρωμαϊκού "βυζαντινού" κράτους συγκεντρωθείσα ούτε κατά το ήμισι κατά οιουδήποτε αντιπάλου, δεν συγκεντρώθηκε για τους 10.000 σαρακηνούς πολεμιστές κυρίως, αλλά ήταν μια ασύλληπτου όγκου και ισχύος πανστρατιά κατά όλου του δυνάμενου να φέρει όπλα ανδρικού πληθυσμού της Κρήτης! 
Που και πάλι, αυτός θα ήταν  το πολύ 100.000 άνδρες...)
 Στον αριθμό  αυτόν περιλαμβάνονταν 2000 χελάνδια (πολεμικά πλοία με σίφωνες υγρού πυρός), 1000 δρόμωνες  και 500 μεταγωγικά που μετέφεραν πολεμικό εξοπλισμό και πολιορκητικές μηχανές. Συμμετείχαν  στρατιώτες από όλα τα βυζαντινά Θέματα, λαοί όπως Αρμένιοι, Σλάβοι και Ρώσοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους. Γεγονός επίσης είναι, ότι ο Φωκάς διέθετε ιππικό και υγρό πυρ. Όπως γίνεται αντιληπτό, επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ναυτική δύναμη που αποτύπωνε την ισχυρή απόφαση των βυζαντινών να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ξανά στη θάλασσα.
        Ο βυζαντινός στόλος αναχώρησε για την Κρήτη τον Ιούνιο του 960 και στις 13 του Ιούλη αντίκρισε τη βόρεια ακτή της μεγαλονήσου. Η προσέγγιση έγινε απρόσκοπτα και χωρίς καμιά αντίσταση από τον αντίστοιχο αραβικό στόλο, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Άραβες προτίμησαν να αποσύρουν τα πλοία τους, εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του βυζαντινού στόλου. Με τη αποβίβαση άρχισαν σκληρές μάχες στις περιοχές που ήταν γύρω από την πόλη. Η αντίσταση των Αράβων κάμφθηκε, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο στρατόπεδο και όλος ο στρατός ετοιμάστηκε για τη μεγάλη πολιορκία.
       Η καλά οχυρωμένη πόλη φάνταζε σαν ένας δύσκολος στόχος. Η πόλη δεν διέθετε φυσικό λιμάνι και γι αυτό οι Βυζαντινοί δε μπορούσαν να επιβάλλουν φυσικό αποκλεισμό που είναι απαραίτητος σε μια πολιορκία. Τρόφιμα και εφόδια μπορούσαν να μπουν στην πόλη για την ενίσχυση των πολιορκημένων. Σταλθήκαν αγγελιοφόροι στην Αίγυπτο και στη Σικελία, για να ζητηθεί αραβική βοήθεια, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
      Στα στρατεύματα του Φωκά είναι βέβαιο ότι εντάχθηκαν ντόπιοι Χριστιανοί, προφανώς Λευκορείτες.  «Καθημερινώς αυτομολούσαν στο στρατόπεδο του Νικηφόρου Φωκά και του έδιναν βοήθεια και πολυτιμες πληροφορίες» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ, σ. 162): «Έκτοτε δε πολλοί καθ’ εκάστη ηυτομόλουν προς τον μάγιστρον» Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn, σ. 476, 10-11. «Κρητικοί πήραν μέρος και συμπολεμήσανε μαζί με τους άνδρες του Νικηφόρου Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα» (Βασ. Ι. Καλαϊτζάκη, Η Κρήτη και οι Σαρακηνοί, εκδ. ΡΩΝΤΑ) (Συνέχεια Θεοφάνους, Bonn). Μάλιστα, Κρητικοί ειδοποίησαν και οδήγησαν τον Νικηφόρο Φωκά κατά την πολιορκία του Χάνδακα, κατά των Σαρακηνών της ενδοχώρας οι οποίοι κατείχαν έναν σημαντικό γήλοφο και είχαν συνεννοηθεί με τους πολιορκούμενους Σαρακηνούς να ενεργήσουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Νικηφόρου Φωκά απ’ έξω και από μέσα από την πόλη, για να τον εξαναγκάσουν να λύσει την πολιορκία (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 1, 7, όπου γράφει «Ιθαγενείς Άνδρας»).
         Καθώς περνούσε ο καιρός και έμπαινε ο χειμώνας, οι συνθήκες και για τα δυο μέρη έγιναν ιδιαίτερα σκληρές. Οι Βυζαντινοί ήταν εκτεθειμένοι στους ανέμους και στις αιφνίδιες αλλαγές του καιρού, τα τρόφιμα και οι προμήθειες ήταν λιγοστά, η σωματική και ψυχολογική κόπωση μεγάλη, και τα κρούσματα απειθαρχίας στο πολυφυλετικό στρατό του Αρμένιου Φωκά αρκετά.
         Ο ίδιος ο στρατηγός χρειάστηκε να επέμβει για να επιβάλλει την πειθαρχία, ενώ προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η αποστολή πρόσθετης βοήθειας από την Πόλη, το Φλεβάρη του 961.
         Με ανανεωμένες δυνάμεις οι βυζαντινοί σφυροκόπησαν τα τείχη του Χάνδακα. Το βυζαντινό μηχανικό κατάφερε σε ένα σημείο να ανοίξει ένα ρήγμα στα τείχη, από όπου εισήλθε ο στρατός στις 7 Μαρτίου του 961. Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή του αραβικού πληθυσμού για αρκετές ημέρες. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά έσφαξε ή πούλησε δούλους 200.000  άνδρες και γυναικόπαιδα. Ο ίδιος ο στρατηγός  Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα (...) Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (Λέοντα Διάκονου, Ιστορία, 2, 7).
             Στη θέση της ισοπεδωμένης πόλης ιδρύθηκε νέα, με το όνομα Τέμενος. Ο Νικηφόρος Φωκάς έδωσε εντολές να επισκευαστούν τα τείχη, να επιδιορθωθούν οι ζημιές, τοποθέτησε μόνιμη φρουρά με αυτοκρατορικό διοικητή. Στα 963, ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς βρέθηκε αυτοκράτορας. Έχοντας προσωπική εμπειρία από την κατάσταση στην Κρήτη, έστειλε πάμπολλους ιερείς, διέταξε και μετέτρεψαν τα τζαμιά σε εκκλησίες και ξεκίνησε τεράστιο πρόγραμμα εποίκισης του νησιού. Λείπουν οι γραπτές μαρτυρίες για την προέλευση των νέων κατοίκων. 
Ο καθηγητής Ν. Β. Τωμαδάκης όμως πιστεύει ότι τα τοπωνύμια μιλούν γι’ αυτήν: Αρμένοι στις επαρχίες Αποκορώνου, Ρεθύμνης και Σητείας. Αρμενοχώρι στην επαρχία Κισάμου. Αρμενιανά στην επαρχία Αμορίου. Σκλάβοι και Σκλαβεδιάκου στην επαρχία Σητείας. Σκλαβοχώρι στην επαρχία Πεδιάδας. Σκλαβοπούλα και Τσακώνω(ν) στην επαρχία Σελίνου. Βαρβάροι, Βαρβάρω και Ρουσοχώρια στην επαρχία Πεδιάδας.
          Η Κρήτη αποτέλεσε ξεχωριστό θέμα με διοικητή στρατηγό που έδρευε στον Χάνδακα. Αργότερα, στο νησί, με κίνητρα που τους δόθηκαν, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα και αρκετοί βυζαντινοί από την Πόλη.
         Όπως είναι φυσικό η είδηση της πτώσης της Κρήτης και της συντριβής των Αράβων σκόρπισε μεγάλο ενθουσιασμό στην Πόλη. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία που οδήγησε στα ύψη το κύρος και το γόητρο του μεγάλου στρατηγού ο οποίος για την επιτυχία του αυτή έμεινε στην ιστορία ως <<ο Λευκός Θάνατος των Σαρακηνών>>. Δικαιολογημένα οι πανηγυρισμοί στην Πόλη ήταν μεγάλοι και όλοι περίμεναν την άφιξη του νικητή Νικηφόρου, για να τον επευφημήσουν και να τον αποθεώσουν.      
         Η νίκη δεν άρεσε στους συμβούλους του αυτοκράτορα Ρωμανού που του επισήμαναν τον κίνδυνο ο ισχυρός και λαοπρόβλητος πια στρατηγός να προβάλει αξιώσεις επί του θρόνου. Έτσι δεν επετράπη να γίνει αυτοκρατορικός θρίαμβος, αλλά έγινε μια απλή υποδοχή με τελικό προορισμό τον Ιππόδρομο, δεν τον άφησαν να ανέβει σε τέθριππο άρμα και ούτε συμμετείχε στην  στρατιωτική παρέλαση και επίδειξη των λαφύρων και αιχμαλώτων. Αμέσως μετά, ο Νικηφόρος Φωκάς, με απόφαση του ευνούχου Βρίγγα,  εστάλη επειγόντως στην Συρία.
        Δυο χρόνια αργότερα,  θα επανέλθει ως αυτοκράτορας...


Δ΄ 
Περίοδος Αραβοκρατίας στην Κρήτη
(Από την ιστοσελίδα Περιήγηση)
       Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός, μνεία του οποίου βρίσκεται, με περισσότερες ή λιγότερες λεπτομέρειες, τόσο σε βυζαντινές όσο και σε αραβικές πηγές.      
Ο τόπος προέλευσης των κατακτητών και η χρονολογία της κατάκτησης είναι δύο απ' τα βασικά σημεία της διαφωνίας. Οι Άραβες που κατέλαβαν την Κρήτη προέρχονταν από την Ισπανία, συγκεκριμένα την Ανδαλουσία. Στην Κόρδοβα είχε ξεσπάσει ανταρσία εναντίον του Εμίρη Hakam η οποία όμως καταπνίγηκε στο αίμα. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να αναζητήσουν καταφύγιο σε άλλες μουσουλμανικές χώρες. Οι αριθμοί που παραδίδονται ανέρχονται περίπου σε 15000 ψυχές που έφτασαν στην Αλεξάνδρεια το 814-5. Εκεί εκμεταλλευόμενοι την εσωτερική αναταραχή στην Αίγυπτο, κατέλαβαν την πόλη γύρω στο 818 και αργότερα εξέλεξαν τον Abu Hafs Omar ως αρχηγό. Ο Χαλίφης al Mamun (813 - 833) δεν κατάφερε να αντιδράσει παρά μόνο το 825. Τότε βάδισε εναντίον της Αλεξάνδρειας, όπου αφού νίκησε τους Ανδαλουσιανούς, τους επέτρεψε να εγκαταλείψουν την πόλη με τον όρο να εγκατασταθούν σε μη μουσουλμανική χώρα. Έτσι οι Ανδαλουσιανοί Άραβες μπήκαν σε πλοία και κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη, που τη γνώριζαν από προηγούμενες επιδρομές. Στις βυζαντινές πηγές τα γεγονότα παραδίδονται κάπως διαφορετικά. Δηλαδή δηλώνεται ότι οι Άραβες της Κρήτης προέρχονται κατευθείαν απ' την Ισπανία και ότι εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, όπου «έρεε μέλι και γάλα» λόγω της φτώχειας της πατρίδας τους. Η διήγηση αυτή είναι φανταστική και περιέχει διάφορα μυθολογικά στοιχεία.
       Οι βυζαντινές πηγές τοποθετούν την απόβαση των Αράβων στην Κρήτη, στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β' (820-29), ο οποίος, σύμφωνα πάντα μ' αυτές έστειλε διαδοχικά τον στρατηγό Φωτεινό και λίγο αργότερα τον «κόμητα του βασιλικού Ιπποστασίου» Δαμιανό. Μετά την αποτυχία και των δύο, έστειλε τον Κρατερό, ο οποίος επίσης κατατροπώθηκε. Έπειτα οργάνωσε εκστρατεία με αρχηγό τον Ωορύφα, στρατιωτικό με μεγάλη πείρα, ο οποίος παρά το ότι απάλλαξε τα νησιά του Αιγαίου από τις Αραβικές επιδρομές, δεν πέτυχε κάτι ουσιαστικό εναντίον των Αράβων της Κρήτης.       Η επιτυχημένη απόβαση των Αράβων πρέπει μάλλον να σχετίζεται με την διοικητική οργάνωση του νησιού, το οποίο λόγω του ότι δεν είχε ακόμα αναχθεί σε Θέμα, δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις πεζικού και ναυτικού προς απόκρουση των εισβολέων. Πάνω στο ζήτημα αυτό, όμως, έχουν διατυπωθεί και διαφορετικές απόψεις. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι η Κρήτη είχε γίνει Θέμα ήδη απ' την εποχή του Λέοντα Γ' (717-41).       Το βέβαιο πάντως είναι ότι η κατάληψη της Κρήτης δεν θα έγινε αυτόματα και ταυτόχρονα. Θα πρέπει να ολοκληρώθηκε σε μακρύ χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν αμφισβητείται. Για την ακρίβεια οι Βυζαντινοί ποτέ δεν παραιτήθηκαν απ' τη διεκδίκησή τους, πράγμα που φαίνεται απ' τις συνεχείς απόπειρες ανάκτησης της περιοχής.
       Η πτώση της Κρήτης στους Άραβες ήταν γεγονός υψίστης σημασίας αφού άλλαξε ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η αλλαγή αυτή είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ασφάλεια, την κυριαρχία και στην ίδια την βυζαντινή παρουσία στα νησιά και τις ακτές του Αιγαίου. Ο κίνδυνος έγινε φανερός ευθύς εξ αρχής αφού οι Άραβες άρχισαν τις επιδρομές τους στο Αιγαίο πολύ νωρίς, πριν ολοκληρώσουν την κατάκτηση της Κρήτης. Με την πάροδο του χρόνου οι επιδρομές γίνονταν όλο και συχνότερες καθώς και πιο επικίνδυνες προκαλώντας σοβαρές αναστατώσεις ή και πλήρης διακοπή στις θαλάσσιες επικοινωνίες. Λόγω των καταστροφών αυτών, το νησί, ως έδρα των Αράβων επιδρομέων, ονομάστηκε απ' τους Βυζαντινούς «Θεόλεστος Κρήτης».
       Η γεωγραφική θέση της Κρήτης και η σοβαρότητα των αραβικών επιδρομών που ξεκινούσαν από εκεί, εξηγούν τις ακατάπαυστες προσπάθειες για την ανακατάληψη της νήσου απ' τους Βυζαντινούς. Μετά τις αποτυχημένες εκστρατείες των Δαμιανού, Φωτεινού και Κρατερού και του Ωορύφα, άλλη μια μεγάλη εκστρατεία οργανώθηκε το 843 στην αρχή της βασιλείας του Μιχαήλ Γ΄ και της Θεοδώρας. Αρχηγός ήταν ο λογοθέτης Θεόκτιστος ενώ συμμετείχε και ο μάγιστρος Σέργιος Νικητιάτης. Το εκστρατευτικό σώμα φαίνεται ότι αποβιβάστηκε σε περιοχή που ήλεγχαν ακόμα οι Βυζαντινοί γι' αυτό και δεν αναφέρεται προσπάθεια των Αράβων να εμποδίσουν της απόβαση. Η επιχείρηση απέτυχε εξαιτίας κάποιων ψευδών ειδήσεων που διαδώθηκαν στο βυζαντινό στρατόπεδο, περί δήθεν πραξικοπήματος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόκτιστος έφυγε με τμήμα του στρατού για την Κωνσταντινούπολη ενώ το υπόλοιπο σώμα που έμεινε καταστράφηκε απ' τους Άραβες. Έτσι εικάζεται ότι όποιο τμήμα του νησιού είχε μείνει σε βυζαντινά χέρια, πέρασε και αυτό σε αραβική κυριαρχία.
       Παρά την αποτυχία, αυτή οι Βυζαντινοί επέμειναν και έτσι το 866, επί Μιχαήλ Γ' (843-67), προετοιμάστηκε μια νέα μεγάλη εκστρατεία, κυρίως απ' τον καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Θεοδώρας και ουσιαστικό κυβερνήτη του κράτους. Και τούτη η εκστρατεία απέτυχε αφού καν δεν ξεκίνησε εξαιτίας της δολοφονίας του Καίσαρα Βάρδα, ένα χρόνο πριν την δολοφονία του ίδιου του Μιχαήλ Γ΄...
       Ύστερα όμως από μια επιτυχημένη επιχείρηση εναντίον τους στον Κορινθιακό Κόλπο, με επικεφαλής τον Νικήτα Ωορύφα, οι Αραβοκρήτες ησύχασαν για ένα διάστημα και τα παράλια της Μ. Ασίας καθώς και τα νησιά του Αιγαίου ανέπνευσαν για λίγο.
       Μετά την καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 904 από τον Λέοντα Τριπολίτη, οι βυζαντινοί αντεπιτέθηκαν. Έτσι ο ναύαρχος Ιμέριος κατέλαβε την μέχρι τότε ουδέτερη Κύπρο και το 910 κατέστρεψε τη Λαοδίκεια. Τότε ήταν η εποχή που αποφάσισαν οι Βυζαντινοί να εξαλείψουν και τον κίνδυνο απ' τους Άραβες της Κρήτης. Το 911-912 οργανώθηκε νέα εκστρατεία με αρχηγό τον Ιμέριο με ισχυρές δυνάμεις ναυτικού και πεζικού. Και αυτή τη φορά όμως η αυτοκρατορία απέτυχε να ανακτήσει την Κρήτη.
       Μόλις το 949 ο Κωνσταντίνος Ζ΄ αποφάσισε να οργανώσει καινούργια επιχείρηση κατά των Αράβων της Κρήτης, οι επιδρομές των οποίων είχαν προξενήσει τεράστιες ζημιές στο κράτος. Όμως και αυτή τη φορά το τέλος ήταν άδοξο λόγω κυρίως της ανικανότητας του πατρικίου Κωνσταντίνου Γογγύλη που τέθηκε επικεφαλής.
       Μετά και αυτή την αποτυχία, λίγοι ήταν εκείνοι που θα διατύπωναν την ιδέα μιας νέας εκστρατείας εναντίον της Κρήτης. Τ
ο 960 όμως, επί βασιλείας του Ρωμανού Β΄, ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας έπεισε τον νεαρό αυτοκράτορα και τη Σύγκλητο για το εγχείρημα αυτό. Αξιοσημείωτη είναι και μια φράση του Ιωσήφ Βρίγγα, που δηλώνει την πολιτική σκέψη της εποχής «και πρέπον εστίν υπέρ των Χριστιανών και ομοφύλων αγωνίζεσθαι». Η άποψη του Βρίγγα που τελικά επικράτησε, ήταν να δοθεί η αρχηγία στον δομέστικο των Σχολών της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά. Στις μεγάλες δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν περιλαμβάνονταν σώματα από όλα τα Θέματα, κυρίως τα ανατολικά, και επιπλέον Ρώσοι, Σλάβοι και Αρμένιοι στρατιώτες που υπηρετούσαν στο βυζαντινό στράτευμα. Παρά τους υπερβολικούς αριθμούς που δίνουν οι βυζαντινές πηγές για τις δυνάμεις του Φωκά, επρόκειτο για μια επιχείρηση πράγματι μεγάλης κλίμακας. Υπολογισμοί, κάπως πιο μετριασμένοι, αποδίδουν περίπου ένα αριθμό 200-250 πλοίων και συνολικά 70000 - 75000 ανδρών από τους οποίους οι 5000 ήταν ιππείς. Για τους αριθμούς αυτούς δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μεγάλη βεβαιότητα αν και είναι πιο ρεαλιστικοί απ' αυτούς που παραδίδουν οι πηγές, δηλ. 2000 πυρφόρα πλοία, 1000 δρόμωνες και 307 φορτηγά πλοία ενώ οι μάχιμοι, σύμφωνα πάντα με αυτές ανέρχονται σε 300.000 άνδρες.
       Αυτή τη φορά ο στόχος των Βυζαντινών επετεύχθη. Τα στρατεύματα του Φωκά κυριάρχησαν στην ύπαιθρο του νησιού, παρά την αρχική αντίσταση των Αράβων, και κατόπιν, έπειτα από εννεάμηνη σκληρή πολιορκία, κατέλαβαν και τον Χάνδακα, την πρωτεύουσα του κράτους τους, στις 7 Μαρτίου του 961.
       Με τα γεγονότα αυτά κλείνει για την Κρήτη η περίοδος της Αραβοκρατίας. Πρόκειται για περίοδο για την οποία η ιστορική έρευνα έχει αρκετά κενά. Είναι γεγονός ότι οι γνώσεις μας για την Κρήτη της εν λόγω εποχής είναι ελλιπείς και οι όποιες διαθέσιμες αντλούνται από διάφορους Βυζαντινούς και Άραβες ιστορικούς καθώς και από βίους Αγίων. Οι περιγραφές όμως αυτές αφορούν κυρίως τα πολεμικά γεγονότα ή τις επιδρομές εκατέρωθεν. Λεπτομερείς πληροφορίες για την εσωτερική οργάνωση του νησιού ή την κατάσταση του πληθυσμού της υπαίθρου δεν διαθέτουμε σε επάρκεια.
       Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν είναι πια ήταν η σύσταση του πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή. Ο προβληματισμός αυτός ενισχύθηκε και από διάφορες αντιφατικές συχνά πληροφορίες που παραδίδουν οι πηγές.
       Οι παλαιότερες απόψεις περί της πλήρους αραβοποίησης της Κρήτης έχουν ανατραπεί σχεδόν από διάφορους σύγχρονους μελετητές.
 Άραβες περιηγητές όπως ο Ιστραχύ ή ο Ιμπν Χάουκαλ, στις περιγραφές τους για τις διάφορες μουσουλμανικές χώρες περιλαμβάνουν και την Κρήτη των αρχών του 10ου αιώνα. Ο μεν Ιστραχύ αναφέρει ότι όλοι οι κάτοικοι  της είναι μουσουλμάνοι επιδρομείς μεταξύ των οποίων υπάρχουν και τμήματα χριστιανικού πληθυσμού όπως συμβαίνει σ' όλες τις μουσουλμανικές χώρες. Ο δε Ιμπν Χάουκαλ είναι περισσότερο σαφής λέγοντας ότι οι Μουσουλμάνοι είχαν επιβληθεί στους χριστιανούς με τη δύναμη των όπλων του «Ιερού Πολέμου» γεγονός που εξασφάλιζε ενός είδους εκεχειρία. Σ' αυτές τις συνθήκες ο μουσουλμανισμός ζούσε προστατευμένος με πλήθος αμοιβαίων συμβάσεων των οποίων οι όροι εξασφάλιζαν την υπεροχή στους μουσουλμάνους επειδή είχαν υπαγορευθεί απ' τη βία και την πλεονεκτική θέση τους.
       Αυτό σχεδόν αποδεικνύει την άποψη ότι ο χριστιανικός πληθυσμός συνέχισε να υπάρχει στην Κρήτη, άποψη την οποία υποστηρίζει ο Ν. Τωμαδάκης.
       Τεκμηριώνεται δηλαδή ότι οι Άραβες κάτοχοι του νησιού δεν θα φέρθηκαν διαφορετικά από τους μεταγενέστερους κατακτητές, Ενετούς και Τούρκους. Ο πληθυσμός της υπαίθρου θα συνέχισε καλλιεργεί τη γη, η οποία ίσως θα ήταν υπό φεουδαρχικό καθεστώς μοιρασμένη στους νέους κυρίαρχους. Άλλωστε στις διάφορες πηγές αναφέρεται ότι ο Abu Hafs αιχμαλώτισε 29 πόλεις της Κρήτης ενώ μια μόνο έμεινε ελεύθερη. Το όνομα της πόλης αυτής είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Αλλού η πόλη αυτή ταυτίζεται με την Ελεύθερνα ενώ ο Σφραντζής αναφέρει την Γόρτυνα προσθέτοντας όμως και την Κυδωνία στις αδούλωτες πόλεις. Είναι πολύ πιθανό όμως αυτές οι αναφορές να δημιουργήθηκαν μετά την ανάκτηση του νησιού περνώντας έτσι στη σφαίρα του θρύλου. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι οι Άραβες, όπως και οι μετέπειτα κάτοχοι της Κρήτης να μην είχαν την δυνατότητα να επιβληθούν απόλυτα στους ορεινούς όγκους του νησιού.
Οι Άραβες της Κρήτης ήταν μάλλον θρησκευτικά αδιάφοροι, και η μανία με την οποία λαφυραγωγούσαν τα μοναστικά ιδρύματα του όρους Λάτρος και των νησιών, οφείλονταν όχι τόσο σε θρησκευτικό μένος αλλά στις πληροφορίες που υπήρχαν, για τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει οι μοναχοί. Οι Ανδαλουσιανοί Άραβες που κατέλαβαν την Κρήτη, όπως παρατηρείται από μελετητές, ήταν κυρίως αστοί που έφυγαν απ' την Κόρδοβα. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και εργάζονταν ως ειδικευμένοι τεχνίτες. Το ότι έγιναν γρήγορα ικανοί ναυτικοί, φαίνεται ότι τους επιβλήθηκε απ' τις καταστάσεις. Οι Ανδαλουσιανοί λοιπόν δεν εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη ως αγρότες. Ίδρυσαν ένα κράτος που βρισκόταν σε συνεχή πολεμική ετοιμότητα. Γι' αυτό το λόγο το ενδιαφέρον τους θα στράφηκε κύρια προς τη θάλασσα από την οποία θα αποκόμιζαν τα εισοδήματά τους. Εξάλλου ο έλεγχος των ορεινών όγκων της Κρήτης και γενικά της ενδοχώρας της ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση για κάθε κατακτητή ακόμα και μέχρι τη γερμανική κατοχή. Έτσι λοιπόν, όσον αφορά το εντόπιο πληθυσμό, οι επιδρομείς θα επηρέασαν με διάφορους τρόπους ή θα εξάρθρωσαν το κοινωνικό σύστημα των παράλιων περιοχών. Το εσωτερικό όμως κατά πάσα πιθανότητα θα συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής.