Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

Η μάχη των "Ποταμών" Ρεθύμνου 11-9-1944

 Δραμιτινός Χαρίδημος — Άγονη Γραμμή


Το κείμενο που ακολουθεί είναι βιωματική εξιστόρηση της «άγνωστης» Μάχης των   Ποταμών στην οποία συμμετείχα ως ομαδάρχης του ΕΛΑΣ.
1. Με το πιστεύω μας σ’ ένα λεύτερο κόσμο
Πάνε από τότε πολλοί χειμώνες κι άλλα τόσα καλοκαίρια. Στις μέρες μας   απομείνανε οι αναμνήσεις με τους πανηγυρικούς λόγους στα ηρώα και τις καταθέσεις   στεφάνων, μαζί μ’ ένα δάκρυ κι’ ένα στεναγμό, για τους ακριβούς μας φίλους. Τους συντρόφους που στάθηκαν αντρίκεια στο πλάι μας και χάθηκαν αφήνοντας τη στερνή τους πνοή για την «πανώρια κόρη», τη λευτεριά, και για την πατρίδα πάνω στα κρητικά βουνά. Τα ματωμένα εκείνα χρόνια σημαδεύτηκαν στο πέρασμα τους όχι μόνο από τους απειλητικούς κινδύνους και την αβεβαιότητα αλλά και από το ψυχικό σθένος και την ελπίδα.
Περάσαμε οι παλαιότεροι μια εποχή που έδωσε το μέτρο, έκρινε συνειδήσεις κι αξιολόγησε την «ποιότητα» του κάθε ανθρώπου. Εποχή σαν εκείνη που μας μιλούσε ο δάσκαλος στο σχολείο και τη συγχέαμε με το θρύλο, τη ζήσαμε κι εμείς αναπάντεχα κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
Η γενιά μας πια ωρίμασε, γέρασε. Τα ιδανικά της ωστόσο αντέχουν ακόμη καθώς και οι ηθικές αξίες. Δεν έχουν όμως τη λάμψη εκείνων των χρόνων. Ο Ηomo concumens (ο καταναλωτικός άνθρωπος της σύγχρονης εποχής), που σκέφτεται και ενεργεί με βάση το οικονομικό του συμφέρον, δε θέλει ν’ ακούσει την ιστορία από τους γερασμένους απομάχους. Οι γενιές που έρχονται κάθε τόσο παίρνουν το δρόμο τους, μας προσπερνούν κι’ αδιαφορούν για το θρύλο που ζήσαμε.
Ευχόμαστε οι νεότερες γενιές κάποτε μέσα από τις γιορτές του χρέους ν’ αφουγκραστούν το μακρινό απόηχο της «Μάχης των Ποταμών», όχι μόνο για να νιώσουν την ίδια τη δικιά μας συγκίνηση, αλλά και γιατί πολλά έχουν να διδαχτούν.
Σήμερα βλέπουμε τα ξανθά νιάτα να κατακλύζουν τις αμμουδιές μας και να χαίρουνται τη θάλασσα, τον ήλιο και τον έρωτα. Τα περισσότερα είναι παιδιά και εγγόνια των ανδρών του Γ’ Ράιχ, που υπηρέτησαν πιστά το Χίτλερ και το Ναζισμό, που ρήμαξαν και μακέλεψαν τα χωριά μας, που έσπειραν τον όλεθρο και τη φωτιά και αφάνιζαν το νησί μας. Μαζί τους καμιά φορά κι’ εκείνοι. Τι σημασία έχει τώρα πια; Δε μας απόμεινε καμιά μνησικακία.  Θέλουμε όμως να ευχηθούμε στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους, να ζήσουνε μαζί με τα δικά μας παιδιά και με τα παιδιά όλου του κόσμου μέσα σε παντοτινή ΕΙΡΗΝΗ κι Ευτυχία.
2. Το ρεθεμνιώτικο Ελασίτιχο αντάρτικο
Στα χρόνια της γερμανοκατοχής κατάλαβα πόσο βαθιά είναι ριζωμένος ο πόθος για τη λευτεριά στα στήθια του κάθε Κρητικού. Ο πόθος αυτός στάθηκε ο λόγος, ώστε κάποια άγια μέρα να πυκνώσει και να στεριώσει το ρεθεμνιώτικο αντάρτικο του ΕΛΑΣ παρά τις όποιες αντίξοες συνθήκες (έλλειψη τροφίμων, ιματισμού, υπόδησης, πυρομαχικών, μέσων επικοινωνίας κ.λπ.).
Υποφέραμε καρτερικά την παγωνιά, αντέξαμε την πείνα και τη γύμνια μέσα στις σπηλιές κι’ αγωνιστήκαμε με το τουφέκι μέχρι θανάτου. Παρ’ όλ’ αυτά ξεπεράσαμε κάθε κακοπάθηση με την πίστη μας σ’ ένα λεύτερο κόσμο και το βάλαμε πείσμα να μη σκύψουμε ποτέ το κεφάλι με κάθε θυσία, όσο ριψοκίνδυνη κι αν ήταν η απόφαση.
Το καλοκαίρι του 1944 η διάταξη της δύναμης του ρεθεμνιώτικου ελασίτικου αντάρτικου του 44 Συντάγματος ήταν η εξής:
Διοικητής του Συντάγματος του ΕΛΑΣ καθώς και διοικητής του 1ου Τάγματος: ο υπολοχαγός του τακτικού στρατού, Γιώργης  Τρουλλινός από τις Μέλαμπες (δολοφονήθηκε μετά την απελευθέρωση).
Καπετάνιοι του Συντάγματος: ο ψυχωμένος Νίκος Παπαδάκης από τις Καρίνες, γνωστός με το παρατσούκλι «Καπετάν Λεμονιάς» (επίσης δολοφονήθηκε μετά την απελευθέρωση) και ο Γιάννης Σπιθουλάκης από την Κοξαρέ.
2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ: Διοικητής Στρατής Βελουδάκης, έφεδρος λοχαγός του τακτικού στρατού και δάσκαλος στο επάγγελμα, ο οποίος μετά την απελευθέρωση διώχτηκε για τα δημοκρατικά του φρονήματα.
Καπετάνιοι 2ου Τάγματος: Αλέκος Μαθιουδάκης, γνωστός με το παρατσούκλι «Μουσάτος», Γιώργης Σειραγάκης, με το παρατσούκλι «Τσιγαράς» (αυτοεξόριστος σε ανατολική χώρα για πολλά χρόνια, απεβίωσε στο χωριό του Μιξόρουμα), Πέτρος Δουλγεράκης(απεβίωσε) και Σήφης Μανωλέσος (δολοφονήθηκε όπως οι προηγούμενοι).
Διοικητής λόχου Κρούσεως: Στέλιος Αγγελάκης από τα Ρούστικα, έφεδρος ανθυπολοχαγός του τακτικού στρατού (Σκοτώθηκε το 1981 στην Αθήνα σε τροχαίο).  Διοικητής λόχου:  Σταύρος Νεονάκης από τους  Αποστόλους, έφεδρος ανθυπολοχαγός του τακτικού στρατού.
Η μόνιμη δύναμη του συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ. το καλοκαίρι του 1944 δεν ξεπερνούσε τους εκατόν πενήντα (150) αντάρτες εθελοντές. Ο αριθμός αυτός θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος, αν υπήρχε επάρκεια τροφίμων, καθώς και η αναγκαία ένδυση και υπόδηση.      Παρ’ όλ’ αυτά ο ΕΛΑΣ Ρεθύμνου έχει στο ενεργητικό του πολλές μικρές και μεγάλες συγκρούσεις με το γερμανικό τακτικό στρατό. Οι Γερμανοί είχαν πλήρη οπλισμό με βαριά πολυβόλα και μεγάλα βαριά πυροβόλα όπλα μεγάλου βεληνεκούς, τα οποία εκτόξευαν βλήματα μεγάλου διαμετρήματος. Είχαν ακόμη άφθονα πυρομαχικά, επαρκή σίτιση, κατάλληλες συνθήκες διαμονής, άριστη θεωρητική κατάρτιση και πρακτική εκπαίδευση.
Οι μάχες του ΕΛΑΣ στο Ρέθυμνο συνοπτικά είναι οι εξής:
2 του Φλεβάρη του 1943: Φακουλά σπήλιο. Σε μικρή απόσταση πριν από την Κοξαρέ.
1η του Μάρτη του 1944: Τοποθεσία «Αγριμοχώραφα», πάνω από το κουρταλιώτικοφαράγγι, με τραυματίες δύο ελασίτες. Το δάσκαλο Μανόλη Λίτινα από τα Πλατάνια Αμαρίου και τον Κωστή Μακρυδάκη από το Πάνορμο. Αργότερα, λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης πάνω στο βουνό, υπέκυψαν στα τραύματα τους. Ο αριθμός των Γερμανών που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, τελικά δεν εξακριβώθηκε.
31 Μαρτίου 1944: Στη θέση «Κιουπριά σπηλιά» της περιφέρειας Μέσης σκοτώνονται μετά από προδοσία σε μπλόκο των Γερμανών και κατά την αποφασιστική, θαρραλέα έξοδο τους από τη σπηλιά οι: Γιάννης Μαθιουδάκης, καθηγητής, αδελφός του καπετάν Αλέκου Μαθιουδάκη, Μανόλης Αεράκης, Γιώργης Χατζηνικολάου και Νίκος Τερζιδάκης.
Μάρτης 1944: Σε ενέδρα και μετά από μήνυμα που έστειλε η οργάνωση στις Μαργαρίτες, συλλαμβάνονται τέσσερις Γερμανοί πάνω σε δύο μοτοσυκλέτες. Ήταν αγγελιοφόροι ερχόμενοι από το Ηράκλειο με προορισμό τα Χανιά. Πάνω τους βρέθηκαν απόρρητα έγγραφα μεγάλης σημασίας.
14 Απριλίου 1944: 0 εφεδρικός ΕΛΑΣ Μελάμπων με επικεφαλής της ομάδας το γιατρό Μιχάλη Χριστοφοράκη και το Μανούσο Πορτάλιο, χτυπά τους Γερμανούς στη διακλάδωση Μελάμπων-Σαχτουρίων.
Απρίλης 1944: Μάχη στην Κάνεβο: Ενώ βρίσκονται σε αποστολή οι: Θανάσης Μαρκογιαννάκης, Γιώργης Αγγελιδάκης, γιατρός, και Πέτρος Δουλγεράκης,  πέφτουν σε ενέδρα Γερμανών. Αν και τραυματίας ο Θανάσης Μαρκογιαννάκης συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται με το αυτόματο του, ώσπου από κοντά τον αποτελειώνουν οι Γερμανοί. Γλί-τωσαν οι Αγγελιδάκης και Δουλγεράκης.
13 Αυγούστου 1944: 0 ΕΛΑΣ  Ανωγείων εξοντώνει τον περιβόητο βασανιστή και διοικητή του φυλακίου Γενή – Γκαβέ, Γερμανό λοχία με το παρατσούκλι  «Σήφης» στη θέση «Σφακάκι» (Ανωγείων).
3  Αυγούστου 1944: Μάχη στις Αραβάνες: Αυτή τη μάχη καθώς  και την άλλη στη θέση «Φακουλά Σπήλιο», τις έχει εξιστορήσει λεπτομερειακά ο Αλέκος ο Μαθιουδάκης σε βιβλίο του. Θα ‘θελα να συμπληρώσω τα  ονόματα των αιχμαλώτων-δικών μας. Ήταν οι: Γιώργης Σηφακάκης από τους Αποστόλους, Παντελής Μαμαλάκης από τις Ατσιπάδες, Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Οι δύο πρώτοι εκτελέστηκαν στην Αγιά, ο τρίτος (Κατσανεβάκης) αφέθηκε ελεύθερος στα Χανιά λόγω της μικρής του ηλικίας. Ήταν 14  χρονών.
12 Νοεμβρίου 1944: Μάχη Παναγιάς Χανίων: Βάσταξε από τις 12  μέχρι τις 14 Νοεμβρίου. Σκοπός, να αποτραπεί η διέλευση των Γερμανών από το φαράγγι του Θερίσου (θέση Κλεφτοπέραμα), για να τραβήξουν στα ψηλά χωριά.
3. Οι εκτελέσεις στα χωριά του Κέδρους
Το καλοκαίρι του 1944 τα σοβιετικά τανκς έχουν πάρει φαλάγγι το γερμανικό στρατό σε όλες τις γραμμές του ανατολικού μετώπου. Στη Δύση οι Αγγλοαμερικανοί αποφασίζουν τελικά και αποτολμούν απόβαση στην ιστορική Νορμανδία ανοίγοντας δεύτερο μέτωπο. Στο Νότο η μάχη της Αφρικής έχει τελειώσει και τα στρατεύματα των Συμμάχων προε-λαύνουν μέσα στο ιταλικό έδαφος. Οι γερμανικές στρατιές περισφίγγονται από παντού. Στην Κρήτη ο στρατός κατοχής βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Ξεκομμένος κι’ απομονωμένος, νιώθει ξεγραμμένος κι έχει εξαγριωθεί. Είναι οι τελευταίοι σφαδασμοί του θηρίου! Ο κατακτητής τρέμει το αντάρτικο στην Κρήτη και ξεσπά την οργή του πάνω στον άμαχο πληθυσμό.
Είναι 22 Αυγούστου του 1944. Μόλις πενήντα μερόνυχτα απομένουν ακόμα για να φωτίσει, μέσα στο σκοτάδι της γερμανικής κατοχής, το γλυκοχάραμα της λευτεριάς.
Αυτή η μουντή όσο και ζεστή, αποφράδα μέρα του ’44 είναι συνδεδεμένη μ’ ένα γεγονός, που κανείς πια δε θέλει να θυμάται. Κάτω από το κακοτράχαλο Κέδρος μα κι απ’ το φως ενός θλιμμένου ήλιου, τα γερμανικά αυτόματα ξερνούν φωτιά πάνω στον άμαχο πληθυσμό της Κρήτης. Σε επτά ριζιμιά χωριά του βουνού τα θανατερά τους βόλια χτυπάνε κατάστηθα εκατόν ογδόντα κορμιά, άνδρες, γυναίκες, ιερείς. Όσα παιδιά τρέχουνε να κρυφτούν ουρλιάζοντας τα σκοτώνουν επί τόπου. Μετά από λίγες ώρες τα πάντα έχουν τελειώσει. Ορισμένα από τα θύματα δεν έχουν αφήσει ακόμη την τελευταία τους πνοή. Προσπαθούνε μάταια να μετακινηθούνε και βογγούνε καθώς διηγούνται μάρτυρες, που γλίτωσαν από θαύμα. Ένας αξιωματικός μετά από εξερεύνηση δίδει την χαριστική βολή στους ετοιμοθάνατους. Τώρα απλώνεται νεκρική σιγή!… Οι πλατείες έχουνε γεμίσει πτώματα. Σαν τα λαγωνικά ψάχνουνε οι αξιωματικοί δρόμους, σπίτια, αυλές, σταύλους και αχυρώνες, για να βρούνε κάποιον από τους δυστυχισμένους που τυχόν κρύβεται εκεί.
Θα επακολουθήσει πλιάτσικο. Λεηλατούνται οι αποθήκες  με τα λάδια, τα κρασιά, τις σοδειές. Αρπάζονται και φορτώνονται σε αυτοκίνητα τα οικόσιτα ζώα, οι προίκες των κοριτσιών, όπως τα υφαντά και τα χαλιά καθώς και κάθε πολύτιμο αντικείμενο. Τα κουβαλούνε όλα στη Γεωργική Σχολή και άλλοτε Μονή Ασωμάτων.
Ισχυρίζονται πως στη διάρκεια του πολέμου όλα συγχωρούνται κι’ ας  μην επιτρέπονται. Είναι κι’ αυτός ένας αφορισμός για να καλύπτονται άγρια εγκλήματα, σαν αυτά που διαπράχτηκαν στα χωριά του Κέδρους από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Περί-που εκατόν ογδόντα άμαχοι πλήρωσαν με φριχτό τρόπο την απαγωγή ενός Γερμανού στρατηγού από Άγγλους και Έλληνες κομάντος. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά ως και ιερείς ακόμα έγιναν εύκολη λεία των φονιάδων του Γ’ Ράιχ σε μια «εκκαθαριστική επιχείρηση»,που δεν είχε σαν δικαιολογία ούτε καν την εκδίκηση.
Το δράμα των χωριών του  Κέδρους, ανάλογο με τις εκατοντάδες δολοφονίες του Διστόμου και των Καλαβρύτων, επισημαίνει ως τα σήμερα τη χωρίς όρια απανθρωπιά του πολέμου και τα άδυτα βάθη της ψυχής. Φανερώνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αποκτήνωση και η βαρβαρότητα, όταν στον πόλεμο και σε κάθε πόλεμο, ο άνθρωπος αφήνει τα ένστικτα του έξω από κάθε έλεγχο και καταντά έτσι αδίστακτος δολοφόνος.
Ο κρητικός λαός θα πονέσει βαθιά σαν μάθει για το άγριο μακελειό. Αναλογίζεται τα ανθρώπινα εκείνα κοπάδια, όταν  βάδιζαν στο θάνατο με την ψυχή στο στόμα, την αβάσταχτη θλίψη  των ανδρών, τα ξεφωνητά και τους αλαλαγμούς των γυναικών. Θα φέρει στα μάτια του όλη αυτή τη φρίκη, με αποτέλεσμα τελικά το αντάρτικο να φουντώσει…Στα κρητικά βουνά και στα φαράγγια θ’ αντηχήσει και θα βροντολαλήσει το λεβέντικο τραγούδι: «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα». Εκεί πάνω ο Κρητικός λαός θα πυκνώσει το αντάρτικο, θα σκληρύνει την καρδιά του, για ν’ αντέξει την αβάσταχτη παγωνιά, να υπομείνει την διαβολεμένη πείνα, να  πολεμήσει σε αδυσώπητες  μάχες, ξεγελώντας πολλές φορές και τον ίδιο το θάνατο.
4. Η κατάληψη της Μονής Ασωμάτων
Το αντάρτικο του ΕΛΑΣ καραδοκεί και περιμένει να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να ξεπληρώσει κάποια μέρα το φονικό. Η ηγεσία του Συντάγματος του ΕΛΑΣ μετά από σύσκεψη της, θα αποφασίσει κάποια στιγμή, να δώσει στους γερμανούς που βρίσκονται στη Μονή Ασωμάτων, ένα καίριο χτύπημα, εκτός των άλλων και για ν’ αποδώσει τα κλεμμένα από το πλιάτσικο στους κατόχους των.
Εκείνες τις μέρες τυχαίνει να λημεριάζει εκεί κάπου στην περιφέρεια τ’ Αρκαδίου το πρώτο τάγμα του ΕΛΑΣ με διοικητή του το  Γιώργη τον Τρουλλινό, το αδικοσκοτωμένο όπως είπαμε, παλικάρι (δολοφονήθηκε αργότερα). Το δεύτερο τάγμα είχε λημεριάσει στις πλαγιές του Ψηλορείτη και πάνω από το ρημοκκλησάκι του Αφέντη Χριστού. Στη δύναμη του βρίσκονται ο Νίκος Παπαδάκης ή Καπετάν Λεμονιάς που αναφέρθηκε πιο πάνω κι ο Μανούσος Πορτάλιος, στέλεχος του Ε. Α. Μ. από την Παντάνασσα, που δολοφονήθηκαν όπως κι’ ο Τρουλλινός μετά την απελευθέρωση, το Γενάρη του ’45 κοντά στην Κοξαρέ.
Στελέχη της άλλης τότε νεοσύστατης αντάρτικης οργάνωσης Ε.Ο.Ρ. της επαρχίας Αμαρίου, πληροφορημένα για τις αποφάσεις και τους στόχους του ΕΛΑΣ και θορυβημένα προφανώς, πηγαίνουν να συναντήσουν και να συζητήσουν το θέμα με το διοικητή του τάγματος του ΕΛΑΣ Στρατή Βελουδάκη, καθώς και με τον καπετάν Λεμονιά. Τους πιέζουν και τους εκλιπαρούν να ματαιώσουν τα σχέδια, γιατί οι γερμανοί θα απορφανίσουν κι άλλες οικογένειες σε αντίποινα και θα λεηλατήσουν κι άλλα χωριά της Επαρχίας.
Τα δυο παλικάρια τους απαντούν: «Βγήκαμε στο βουνό για να πολεμήσομε τους Γερμανούς. Ας κοπιάσουν, αν τους βαστά· εμείς θα πιάσουμε τα περάσματα και δε θα μείνει ούτε ρουθούνι».
Τα χαράματα στις 11 του μήνα Σεπτεμβρίου* το αντάρτικο του ΕΛΑΣ επιχειρεί αιφνιδιασμό στη γερμανική φρουρά της Σχολής Ασωμάτων και θα βρει τον αντίπαλο απροετοίμαστο, αφαιρώντας του κάθε πρωτοβουλία. Είναι τέτοια η ταχύτητα της επίθεσης, ώστε Γερμανοί και Ιταλοί πιάνονται στον ύπνο. Επικρατεί σύγχυση, σηκώνουνται με τα εσώρουχα και με ψηλά τα χέρια. Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας ολόκληρη η δύναμη εκεί παραδίδεται, χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά.
Το διοικητή της γερμανικής φρουράς θα ξυπνήσουν ο καπετάν Αλέκος Μαθιουδάκης μαζί με τον εκπρόσωπο του ΕΑΜ της επαρχίας του Αμαρίου Μιχάλη Πατακό. Καθώς ανοίγει τα μάτια του ο αξιωματικός βλέπει πάνω από το κεφάλι του τους δύο αντάρτες, τα χάνει και παραδίδεται, πριν προλάβει να προβάλει την παραμικρή αντίσταση. Το πρώτο και ιερό καθήκον του ΕΛΑΣ είναι να υψωθεί η Ελληνική μας σημαία.
Μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, με πατριωτική έξαρση και ιερή συγκίνηση, γίνεται η έπαρση της στην εκκλησία της Σχολής.  Για πρώτη φορά από την αρχή της κατοχής κυματίζει σε λεύτερο κρητικό έδαφος το  ιερό λάβαρο της ρωμιοσύνης, ενώ όλοι μαζί οι αντάρτες ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.
Με την κατάληψη της Σχολής Ασωμάτων, ολόκληρος ο οπλισμός των εκεί Γερμανών και των Ιταλών με τα λίγα πυρομαχικά κι’ ένα αυτοκίνητο -πολύτιμο λάφυρο για την εποχή- θα περιέλθουν στα χέρια του ΕΛΑΣ. Οι αιχμάλωτοι παραδίδονται από τους αντάρτες με πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής στον εκπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού, γιατρό Ιάκωβο Σταυρουλάκη από το Βυζάρι.
5. Προετοιμασία για την «υποδοχή» των κατακτητών
Μετά την κατάληψη της Σχολής, καταστρέφουμε την τηλεφωνική γραμμή κι αμέσως ο διοικητής του τάγματος Στρατής Βελουδάκης διώχνει σε αποστολή το «Λόχο κρούσεως» με τον ανθυπολοχαγό Στέλιο Αγγελάκη επικεφαλής και με βοηθό του τον γράφοντα, σαν ομαδάρχη. Μας δίνει εντολή να σπεύσουμε σε θέση που θα επιλέξουμε ως κατάλληλη στην μετά τους Αποστόλους περιοχή προς Ρέθυμνο και εκεί, στήνοντας καρτέρι, να περιμένουμε τους Γερμανούς. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ηγεσία των κατακτητών θα ήταν ανάστατη, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς συμβαίνει στο Αμάρι και ότι αναγνωριστικά αποσπάσματα δε θ’ αργούσαν να φανούν, αφού με την αποκοπή της τηλεφωνικής γραμμής και την κατάληψη του ασυρμάτου είχε χαθεί κάθε επαφή με τη Φρουρά της Σχολής Ασωμάτων.
Επιβιβαζόμαστε στο αυτοκίνητο-λάφυρο και με το τραγούδι «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα» ξεκινούμε και φτάνουμε κάτω από την τοποθεσία «Αγυροχαράκα» για να στήσουμε την ενέδρα και να ταμπουρωθούμε. Δε θα προκάνουμε όμως, γιατί στην απέναντι στροφή του δρόμου, φάνηκαν κιόλας δύο γερμανικά καμιόνια με πάνοπλους Γερμανούς να έρχονται προς εμάς.
Κατεβαίνουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα από το αυτοκίνητο. Ο Αγγελάκης μας τοποθετεί ταχύτατα σε καίριες θέσεις, τέτοιες ώστε να υπάρχει οπτικό πεδίο και να γίνονται ορατά όλα τα σημεία, όλη η έκταση του γύρω χώρου και ιδιαίτερα φυσικά του δρόμου. Η δύναμη μας είναι όλη κι’ όλη δεκαπέντε άνδρες και δύο οπλοπολυβόλα, ένα γερμανικό κι’ ένα εγγλέζικο με λιγοστά λιανοντούφεκα. Το γερμανικό μας το εφοδίασε ο Μάρκος ο Πολιουδάκης, ο γνωστός συγγραφέας του βιβλίου « Η μάχη του Ρεθύμνου». Το ένα πολυβόλο θα τοποθετηθεί στην πλαγιά πριν από τη στροφή του δρόμου και το άλλο μετά τη στροφή, ώστε να έχουν τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ορατότητα.  Στο ένα, το εγγλέζικο, θα αναλάβει σκοπευτής ο Χρήστος ο Δρυμής από τον Πλακιά και στο άλλο ο Βαγγέλης ο Σπαντιδάκης από τον Μάριου. Τα λιανοντούφεκα θα ακροβολιστούν εκατέρωθεν των οπλοπολυβόλων.
6. Η Μάχη των Ποταμών
Άξαφνα ξεπροβάλλουν στη στροφή του δρόμου τα δυο καμιόνια φορτωμένα με Γερμανούς και εξοπλισμένους σαν αστακούς, ενώ ο Αγγελάκης βρίσκεται ακόμα κάτω στο δρόμο. Με όλη μου τη δύναμη του φωνάζω: «Καλύψου Στέλιο και δώσε το σύνθημα». Αμέσως πέφτει η πρώτη ριπή από το ένα οπλοπολυβόλο μας και μετά αρχίζουν να ρίχνουν όλα μαζί, τόσο τα οπλοπολυβόλα όσο και τα λιανοντούφεκα. Γίνεται χαλασμός κόσμου. Η συναισθηματική φόρτιση δεν περιγράφεται με λόγια. Η συγκίνηση είναι ανείπωτη. Οι στιγμές συγκλονιστικές. Κάποια στιγμή παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μου οι σκιές με το πλήθος των αδικοσκοτωμένων. Μια κραυγή λες και βγαίνει μόνη της από μέσα μου. Φωνάζω δυνατά: «Σύντροφοι αδέρφια μου, είμαστε λεύτεροι. Κουράγιο!!!…». Το βάρος της ευθύνης που έχομε επωμιστεί είναι μεγάλο. Χρέος τιμής για μας είναι να μην διαβεί πέρα από αυτή τη θέση ούτε ένας γερμανός φαντάρος. Οι Γερμανοί δεν πρέπει να περάσουν και δεν θα περάσουν. Αν το κατόρθωναν θα χτυπούσαν με το βαρύ οπλισμό τους και τα πολλά οπλοπολυβόλα το υπόλοιπο τάγμα στη Σχολή και θα ‘ταν φυσικό στην ανοιχτή πεδιάδα να το αποδεκατίσουν. Ο Αγγελάκης με την πείρα του από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία, καθώς έχει τοποθετήσει τα οπλοπολυβόλα ένθεν και ένθεν της στροφής του δρόμου, εξαναγκάζει τους Γερμανούς να μείνουν καθηλωμένοι και να βρεθούν, θέλοντας και μη, μεταξύ δύο πυρών. Ένας σημαντικός αριθμός Γερμανών σκοτώνονται πάνω στα καμιόνια. Όσοι προφταίνουν να πηδήσουν έξω, ακροβολίζονται και, για να καλυφθούν, πέφτουν πρηνηδόν μέσα στο χαντάκι, ενώ άλλοι, για να προφυλαχτούν από τα πυρά μας, απλώνονται στο πρανές από το άλλο μέρος του δρόμου. Η πεισματική ανελέητη μάχη βρίσκεται στο αποκορύφωμα. Οι Γερμανοί πλεονεκτούν σε ανθρώπινο δυναμικό, έχουν οπλισμό υπέρτερο και υπερσύγχρονο κι ακόμα άνδρες άριστα εκπαιδευμένους στις μάχες σώμα προς σώμα, χωρίς όμως  αυτό να μας αποθαρρύνει. Αντίθετα όλοι νιώθομε πως πολεμάμε για το δίκιο και για τη λευτεριά κι αυτό μας εγκαρδιώνει εκείνες τις εξωπραγματικές ώρες που ζούμε και υπερβαίνουν κάθε περιγραφή.
Θα ‘ταν εννέα με εννιάμιση πρωινή ώρα της ενδέκατης Σεπτεμβρίου του 1944 σαν άρχισε η μεγαλώνυμη μάχη των Ποταμών, που έμεινε πια στην ιστορία. Με τη λαχτάρα που παθαίνουν από τον αιφνιδιασμό μας και τα εύστοχα πυρά μας, με το να βλέπουν να σκοτώνονται δίπλα τους οι σύντροφοι τους -ιδιαίτερα μετά το θάνατο του αξιωματικού διοικητή τους – οι Γερμανοί δεν αργούν να αρχίσουν να κλονίζονται. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν και ανασυντάσσονται, χωρίς να σταματήσουν να πολεμούν. Η μάχη είναι αμφίρροπη και σκληρή. Οι Γερμανοί με πολλά πολυβόλα και άφθονα πυρομαχικά τοποθετούνται τελικά πάνω σ’ ένα ψήλωμα, καίρια θέση πρωταρχικής σημασίας, από το οποίο μας χτυπούν εξακολουθητικά με καταιγιστικά πυρά. Τα δικά μας πυρομαχικά αρχίζουν να λιγοστεύουν και γι’ αυτό το λόγο ο Αγγελάκης δίδει εντολή στα οπλοπολυβόλα να ρίχνουν βολή κατά βολή και μόνο στο ψαχνό. Με τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις τους και την κατοχή του υψώματος, οι Γερμανοί έχουν οπωσδήποτε υπεροχή κι αυτό μας αναγκάζει να συμπτυχθούμε.
Χωρίς να χάσουμε καιρό πιάσαμε το πιο ψηλό ύψωμα που λέγεται «Μιχελάκι», ενώ κατά τη συγκέντρωση μας εκεί πάνω μας καλύπτει ένα από τα δύο οπλοπολυβόλα μας.
Να σημειωθεί ότι, κατά σύμπτωση, όλη αυτή εδώ η έκταση γης πάνω στην οποία διεξάγεται η μάχη, τόσο η καλλιεργήσιμη όσο και η άγονη, τυχαίνει να ‘ναι οικογενειακή ιδιοκτησία, γι’ αυτό το λόγο και τη γνωρίζω βήμα προς βήμα, πράγμα πολύ σημαντικό, γιατί διευκολύνει το πέρασμα μας μέσα από τα δύσβατα, σκοτεινά μονοπάτια.
Επίσης, συμπτωματικά, τις ώρες εκείνες βρισκόταν για αγροτική εργασία εκεί κοντά σε  δικό μας περβόλι η μητέρα μου, χωρίς φυσικά να το γνωρίζω και όπως μου αφηγήθηκε αργότερα, κατόρθωσε να διαφύγει με κίνδυνο έρποντας προς το χωριό.
Στο μεταξύ ο Αγγελάκης στέλνει αγγελιοφόρο στη Μονή Ασωμάτων, ο οποίος σπεύδει τροχάδην, σαν άλλος μαραθωνοδρόμος, για να τους αναγγείλει πως έχουμε εμπλακεί με τους Γερμανούς σε αμφίρροπη μάχη, που δεν έχει κριθεί ακόμα ως προς το τελικό της αποτέλεσμα.
Μόλις μαθαίνουν τα μαντάτα ο Στρατής Βελουδάκης με τον Καπετάν Λεμονιά, μπαίνουν στο αυτοκίνητο-λάφυρο, φεύγουν σαν βολίδα κι έρχονται για να συμπαραταχτούν’ αυτές τις κρίσιμες ώρες της μάχης.
Από ένα αντέρεισμα παίρνει το μάτι μου το αυτοκίνητο με τους άνδρες να ‘ρχεται ολοταχώς. Καθώς σιμώνουν ο ορυμαγδός της μάχης έχει καταλαγιάσει. Οι πυροβολισμοί παύουν ν’ ακούγονται… Μέσα σ’ αυτή τη μικρή εκεχειρία κι ενώ βασιλεύει απόλυτη σιγή, ρίχνομε με το Βασίλη ένα Ρώσο και άλλοτε αιχμάλωτο μια-δυο τουφεκιές, σαν ένα μήνυμα, για να ψυλλιαστούν και να σταματήσουν. Κατά καλή τύχη τις ακούνε και φρενάρουν, ειδάλλως θα ‘χανε πέσει πάνω στους Γερμανούς. Σαλτάρω κάτω στο δρόμο και τους ενημερώνω πώς έχουν τα πράγματα εκείνη τη στιγμή, ώστε να σχεδιάσουν την τακτική και να καθορίσουν την ενδεδειγμένη στρατηγική. Καταλήγουν να σταλεί πάραυτα μια ενισχυμένη ομάδα και με την καθοδήγηση του Αλέκου Μαθιουδάκη, να ανεβεί πάνω στα απέναντι υψώματα. Οι υπόλοιποι τραβούμε και πάλι για το ύψωμα «Μιχελάκι». Με συντονισμένη και επιτυχή κυκλωτική κίνηση περισφίγγουμε  τους Γερμανούς… Σε μια αποφασιστική εξόρμηση κατορθώνουμε και εξουδετερώνουμε  το φονικό πολυβόλο των Γερμανών, εκείνο που μας έβαζε από το ύψωμα που είχαν αγκιστρωθεί. Τώρα πια είμαστε κύριοι της κατάστασης. Όσοι  Γερμανοί γλυτώνουν σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά και παραδίνονται, ενώ λίγοι ξεφεύγουν τρέχοντας μέσα στη ρεματιά.
7. Η μονομαχία μου με το Γερμανό των Ες-Ες
Αργότερα, βαδίζοντας πάνω στον αμαξιτό δρόμο για περισυλλογή αιχμαλώτων, βρέθηκα ξεκομμένος από τη βάση και ενώ συνόδευα ένα Γερμανό αιχμάλωτο, πήρε το μάτι μου άξαφνα έναν άλλο κρυμμένο πίσω από τους θάμνους. Συνέβη τότε ένα συγκλονιστικό γεγονός και να ζήσω τη μοναδική εμπειρία μιας ανελέητης μονομαχίας, σαν ήρθαμε στα χέρια μ’ αυτό το σκληροτράχηλο Γερμανό.
Σιμώνω στην κρυψώνα του με κάθε επιφύλαξη προτείνοντας του το όπλο. Τον αναγκάζω ν’ ανεβεί στο δρόμο και τον αφοπλίζω. Καθώς του κάνω σωματική έρευνα και τον ψαχουλεύω, αγγίζω στην τσέπη του παντελονιού του μια χειροβομβίδα. Πριν προλάβω να του την πάρω, εκείνος μου ξεφεύγει άξαφνα, κάνει λίγα βήματα πίσω και προσπαθεί να τη σύρει απ’ την τσέπη του για να μου τη ρίξει. Ακόμη ως τα σήμερα θυμούμαι εκείνη τη στιγμή, τα δυο του μάτια ν’ αστράφτουν γεμάτα πρωτόγονο μίσος, τα σφιγμένα του χείλια, το κατακόκκινο κι άγριο πρόσωπο του. Στο μυαλό μου πέρασαν σαν αστραπή ο όλεθρος κι οι συμφορές που έσπειρε ο κατακτητής όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Γερμανός είναι ένας άντρας σωστό θεριό, ένας αιμοβόρος πολεμιστής, ξανθός, ψηλός, γεροδεμένος. Καθώς κοιτάζω  το σκληρόψυχο μούτρο του, στέκω απέναντι του με ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία κι’ αποφασισμένος για τη ζωή και για το  θάνατο.  Πριν προκάνει να απασφαλίσει τη χειροβομβίδα και  χωρίς καθόλου να δειλιάσω ή να λογαριάσω τον κίνδυνο, παίρνω την πρωτοβουλία, επιστρατεύω όλη μου τη δύναμη και με ορμή πέφτω επάνω του. Προβάλλει λυσσαλέα αντίσταση σαν μανιακός. Πιανόμαστε στα χέρια. Προσπαθώ να τον ρίξω χάμω και τον ρίχνω ύστερα από αμφίρροπο αγώνα. Καθώς παλεύουμε σκληρά, κουτρουβαλούμε πάνω στο πρανές σαν ένα σώμα, χωρίς ούτε να τον αφήνω, ούτε να μ’ αφήνει.
Σε μια στιγμή κράζει το σύντροφο του αιχμάλωτο για βοήθεια. Ο άλλος όμως τα ‘χει χαμένα. Είναι άοπλος και παιδί το πολύ δεκαοχτώ χρονών, που στέκει αμήχανο και κλαίει χωρίς να σιμώνει, αλλά ούτε και να τολμά να φύγει.
Ωστόσο η πάλη συνεχίζεται, ώσπου ο Γερμανός τα καταφέρνει να μου ξεφύγει από τα χέρια. Σαλτάρει σε κάποια απόσταση πίσω, απασφαλίζει τη χειροβομβίδα και τη ρίχνει κοντά μου. Μόλις προκάνω να πέσω μπρούμυτα στο πρανές για ν’ αποφύγω τα θραύσματα κι ακολουθεί μια εκκωφαντική έκρηξη. Σηκώνουμαι επάνω σβέλτα, αρπάζω τ’   ·όπλο μου και τον πυροβολώ από κάποια απόσταση. Η σφαίρα τον βρίσκει κατάστηθα κι ο θάνατος του είναι ακαριαίος. Πάνω του φέρει τα διακριτικά σήματα των Ες-Ες.
Έτσι τελειώνει αυτή η σκληρή μάχη της Εθνικής Αντίστασης στην Κρήτη με νικητή τον ΕΛΑΣ. Παρόλο ότι η τοποθεσία λέγεται: «Αγυροχάρακας» η ονομασία: «Μάχη των Ποταμών» καθιερώθηκε, παρμένη από την ευρύτερη περιφέρεια της πανέμορφης κοιλάδας.
Κατά τη μια το μεσημέρι ξανάρχεται το αυτοκίνητο -λάφυρο από τη Σχολή Ασωμάτων- με επιβαίνοντες τον αντιπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού Ιάκωβο Σταυρουλάκη και τον καθηγητή από  το Θρόνος Γεώργιο Σταυρουλάκη. Επιβιβάζουμε τους Γερμανούς τραυματίες, τους οποίους παραλαμβάνει ο γιατρός με πρωτόκολλο και τους μεταφέρει σε ιατρείο στο Μοναστηράκι για τις πρώτες βοήθειες.
Οι Γερμανοί έχουν απώλειες δώδεκα τραυματίες, είκοσι ένα νεκρούς και δεκαεπτά αιχμαλώτους.
Εμείς έχουμε χάσει ένα παλικάρι, το Μανόλη το Γαβαλά από την Παντάνασσα και έχομε δυο τραυματίες: Το Σταύρο τον Τζαγκαρούλη από το Μέρωνα και το Μιχάλη το Μελιδονιώτη από τις Μέλαμπες. Τα λάφυρα είναι, τέσσερα πολυβόλα, δέκα ταχυβόλα, είκοσιοκτώ ατομικά όπλα, τρία κιβώτια χειροβομβίδες και χιλιάδες σφαίρες.
8. 2η Μάχη των Ποταμών
Πάνοπλο τώρα το Ελασίτικο αντάρτικο με αναπτερωμένο το ηθικό ανασυντάσσεται, ταμπουρώνεται και πάλι στο ύψωμα «Μιχελάκι» και περιμένει τους Γερμανούς να κοπιάσουν για καινούργια, δεύτερη μάχη.
Η διοίκηση των Γερμανών στο Ρέθυμνο, ύστερα από αυτή την πανωλεθρία, χάνοντας κάθε επαφή με τη φρουρά της στο Αμάρι, καθώς και τα ίχνη της πρώτης φάλαγγας με τα δυο καμιόνια, έχει αναστατωθεί και πανικόβλητη αποφασίζει να στείλει αυτή τη φορά ισχυρή δύναμη κρούσης, αποτελούμενη από τέσσερα καμιόνια και βαρύ οπλισμό.
Από την άλλη, η διοίκηση του ελασίτικου αντάρτικου με αναπτερωμένο και ενισχυμένο το ηθικό των μονίμων ανδρών της δύναμης, δραστηριοποιείται και ενεργοποιεί εθελοντικές εφεδρείες από τα γύρω χωριά. Νέα παιδιά τρέχουν από παντού ανταποκρινόμενα στο κάλεσμα του ΕΛΑΣ και αψηφώντας τον κίνδυνο συντάσσονται και πυκνώνουν τις γραμμές του, πρόθυμα να πολεμήσουν για την πατρίδα και για τη λευτεριά. Από το Ρέθυμνο καταφτάνει γεμάτο ενθουσιασμό και το γελαστό παλικάρι που δολοφονήθηκε αργότερα στο Λασίθι, ο Σήφης ο Μανωλέσος, μαζί με τον Πατραντώνη, για να ριχτεί στη μάχη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας επιτέλους, και κατά τις τέσσερις η ώρα, ακούγονται να σιμώνουν από μακριά τα γερμανικά καμιόνια φορτωμένα με τους οπλισμένους σαν αστακούς στρατιώτες. Τους περιμένουμε αποφασισμένοι να σταθούμε ακλόνητοι σα βράχοι, χωρίς να λογαριάσουμε για μια φορά ακόμα τη ζωή μας, με σκοπό να μην αφήσουμε να περάσει ούτε ένας Γερμανός στην επαρχία.
Μπαίνουμε και πάλι στη μάχη με το ηθικό μας ακμαίο περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επειδή τώρα έχουμε άφθονα πολεμοφόδια, περισσότερους συντρόφους που πολεμούν δίπλα μας και ανάλογα πολυβόλα και λιανοντούφεκα. Οι Γερμανοί πολεμούν και πάλι λυσσασμένα. Σίγουρα οι διαταγές που έχουν πάρει από τη Κομαντατούρα, τη διοίκηση τους, είναι σκληρές και άτεγκτες, αλλά παρ’ όλα αυτά μένουν καθηλωμένοι στις θέσεις τους εκεί, χωρίς να καταφέρουν να κάνουν ούτ’ ένα βήμα μπροστά μέχρι που νυχτώνει. Σκοτωμένοι από αυτούς είναι ένας σημαντικός αριθμός, αν και δεν εξακριβώνεται μέσα  στη νύχτα πόσοι είναι τελικά. Οπωσδήποτε επαληθεύτηκε το γεγονός ότι την επόμενη μέρα έθαψαν πολλούς στο νεκροταφείο τους των Μισιρίων.
Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, σε μια προσπάθεια της να επιτευχθεί εθνική ομοψυχία, καλεί σε σύσκεψη τις εθνικιστικές ομάδες της επαρχίας. Προτείνει μια εθνική συμπαράταξη και όλοι μαζί να κάνουμε μια γενική επίθεση και να στείλουμε τους Γερμανούς από εκεί που ήρθαν. Μετά από ολονύχτιες διαβουλεύσεις, οι ομάδες της ΕΟΚ – ΕΟΡ αρνούνται και πάλι να συμμετάσχουν στην κοινή προσπάθεια για τους  γνωστούς λόγους, εμμένουν στις θέσεις τους και τηρούν την ίδια στάση, παρά τις οποίες αντίθετες διακηρύξεις των οργανώσεων τους.
Το αρχηγείο του ΕΛΑΣ παίρνει για μια φορά ακόμα την ίδια απόφαση. «Θα πολεμήσομε έστω και μόνοι μας» και σύμφωνα με την αρχαία επιγραμματική ρήση «πλην Λακεδαιμονίων». Στις δώδεκα του Σεπτέμβρη και κατά τα ξημερώματα κάνουμε γενική επίθεση και η καινούργια αυτή συμπλοκή συνεχίζεται αδυσώπητη. Γύρω στις τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα παίρνω εντολή από το Επιτελείο του ΕΛΑΣ να συντροφέψω μια ενισχυμένη  ομάδα μαζί με το Σήφη Μανωλέσο. Επειδή γνωρίζω καλά αυτά τα μέρη, πρέπει να την οδηγήσω, για να πάμε να πιάσομε το απέναντι του πεδίου της μάχης ύψωμα «Κορυφή   Δωμάτων», που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της ρεματιάς, ψηλά προς τ’ Αρκαδιώτικα. Στη δύναμη μας έχουμε ένα πολυβόλο (γερμανικό λάφυρο) με αρκετά πυρομαχικά καθώς και χειροβομβίδες και ξεκινούμε.
Σε μια κρίσιμη στιγμή και ενώ ετοιμαζόμαστε να επιτεθούμε στο ύψωμα, οι Γερμανοί ταμπουρωμένοι ήδη εκεί ρίχνουν φωτοβολίδες κι’ έτσι ματαιώνεται η εξουδετέρωση τους και λήγει η προσπάθεια της όλης επιχείρησης.
Την ίδια νύχτα το πυροβολικό του αεροδρομίου της Πηγής βομβαρδίζει άγρια τη Σχολή Ασωμάτων και ήταν μοιραίο να βρει εκεί τραγικό θάνατο ο γιατρός Γενεράλης, ο οποίος πήγαινε για περίθαλψη τραυματιών.
9. Τα θετικά αποτελέσματα της Μάχης
Ο ΕΛΑΣ κατόπιν όλων αυτών των εξελίξεων ανασυντάσσεται και συμπτύσσεται ευρισκόμενος πάντοτε σε επιφυλακή και εγρήγορση. Την επόμενη ημέρα (12 Σεπτεμβρίου) δύο παλικάρια ακόμα σκοτώνονται στο δρόμο καθώς έρχονται να συνταχτούνε εθελοντικά στη δύναμη του Ε.Λ.Α.Σ. πέφτοντας σε γερμανική ενέδρα. Είναι οι Λευτέρης Κουφάκης και Γιάννης Μπουρδελής κι οι δυο από το Φουρφουρά. Από το επόμενο βράδυ οι ραδιοσταθμοί των Συμμάχων αφιερώνουν πολλές εκπομπές με ενθουσιώδη σχόλια για την περίλαμπρη νίκη του ΕΛΑΣ στους Ποταμούς της Επαρχίας Αμαρίου.
Όπως προέταξε τα στήθη ο Λεωνίδας μαζί με τους τρακόσους συντρόφους του στις Θερμοπύλες, έτσι και μια φούχτα λιονταρόψυχα παλικάρια της Κρήτης στάθηκαν ακλόνητοι μαχητές στις θέσεις τους, για να μην περάσει ο Γερμανός κατακτητής και σπείρει για μια ακόμα φορά τον όλεθρο. Πολεμήσανε με ξεσκισμένα παπούτσια, με φθαρμένα                          ρούχα, καταπονημένοι σωματικά, νηστικοί και πεινασμένοι, αλλά με αποφασιστικότητα και ακατάβλητο ηθικό. Αδούλωτες ψυχές που ποθήσανε ένα και μόνο: Να δούνε λεύτερη την πατρίδα κι αυτό τους έδωσε το κουράγιο και τη δύναμη να αντιμετωπίσουν και νακατανικήσουν τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις των Γερμανών. «Τιμή σ’ εκείνους όπου εις την ζωήν των όρισαν να φυλάττουν Θερμοπύλες!!…».
Έχομε χρέος σεβόμενοι τη μνήμη τους να διαφυλάξουμε την ειρήνη ως κόρη οφθαλμού και να εδραιωθεί στον κόσμο μια για πάντα, για να μη ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας τη φρίκη του πολέμου, σαν αυτή που ζήσαμε εμείς.  Είναι δυσκολότερο να διατηρήσεις τα αγαθά παρά να τα αποκτήσεις.
Το ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ που διαβάστηκε την άλλη μέρα στους μαχητές του ήταν το εξής:  «Το πρωί της 11.9.1944 τμήμα ανταρτών του ΕΛΑΣ μετέβη στη Σχολή Ασωμάτων και αφόπλισε τους Γερμανούς φυλακές της, σχημάτισε επιτροπή από πρόσωπα κύρους των γύρω χωριών για τη διαφύλαξη των χιλιάδων οκάδων τροφίμων κ.λπ.  Λάφυρα: Ένα αυτοκίνητο, τρία μεγάλα πολυβόλα, πολλά όπλα, χειροβομβίδες, ένα ραδιόφωνο, πολλά ζεύγη κάλτσες κ.λπ. Την ίδια μέρα μεταφέρθηκαν οι δυνάμεις μας δι’ αυτοκινήτου στις θέσεις Ποταμούς και συγκρούσθηκαν με γερμανικές δυνάμεις που μετεφέροντο με δύο αυτοκίνητα. Η μάχη βαστά πέντε ώρες. Αποτέλεσμα τριάντα Γερμανοί σκοτωμένοι, δώδεκα αιχμάλωτοι και οχτώ τραυματίες που παραδόθηκαν σε αντιπρόσωπο του Ερυθρού Σταυρού και έλαβαν την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Κανείς Γερμανός δεν διέφυγε.
Λάφυρα: Δύο αυτοκίνητα, επτά πολυβόλα, πενήντα όπλα και ταχυβόλα, αρκετά πιστόλια, πενήντα χιλιάδες σφαίρες, αρκετές ποσότητες μακαρόνια, ρύζι, κονσέρβες.
Νέες γερμανικές δυνάμεις έφθασαν προς ενίσχυση. Αρχισε δεύτερη συμπλοκή και οι κύριες δυνάμεις των Γερμανών συντρίφτηκαν. Ήδη τα τμήματα μας μάχονται με τα υπολείμματα τους.
Σ’ αυτές τις μάχες διακρίθηκαν ο Δ/ντής του Τάγματος Στρατής Βελουδάκης, ο δ/της του λόχου Στέλιος Αγγελάκης και ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Λεμονιάς».
Αναδημοσίευση από το περιοδ. ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ του Συνδέσμου Φιλολόγων Ρεθύμνου, Τ. 7 – 8, 2000, σελ.141 – 151

Δεν υπάρχουν σχόλια: