Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ", ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η ζωή' ναι πόλεμος, η γης είναι στρατόπεδο, η νίκη είναι το μόνο σου χρέος. Μην κοιμάσαι, μη στολίζεσαι, μη γελάς, μη μιλάς, ένας είναι ο σκοπός σου, ο πόλεμος' πολέμα! (σελ.158)
Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ' σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό. Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο΄ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: "Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές...''. Μα προχωρώντας στο στοχασμό ή την πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά, όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν τη ψυχή σου. Θα μπορούσες΄, παίρνοντας μια φορά απο τα γνωστά σύμβολα μιας θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη του Θεού και του Ανθρώπου.
Κορφή δεν υπάρχει' υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει' υπάρχει μόνο αγώνας. (σελ,272)
Μην πάψεις ποτέ να παλεύεις με το Θεό΄ καλύτερη άσκηση δεν υπάρχει. Μα μη θαρρείς πως για να τον παλέψεις με πιο σιγουράδα πρέπει να ξεριζώσεις τις σκοτεινές ρίζες μέσα σου, τα ένστιχτα' βλέπεις μια γυναίκα και σε κυριεύει φόβος' είναι ο Πειρασμός, λες ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. Ναι είναι ο Πειρασμός, μα για να τον νικήσεις ένας μονάχα τρόπος υπάρχει: να τον αγκαλιάσεις, να τον γευτείς, να τον σιχαθείς, να μη σε πειράζει πια' αλλιώς και εκατό χρονών να γίνεις, αν δεν χάρηκες γυναίκα θα' ρχεται στον ύπνο σου και στον ξύπνο σου και θα λερώνει τον ύπνο σου και την ψυχή σου. Το λέω, το ξαναλέω: όποιος ξεριζώνει το ένστιχτό του ξεριζώνει τη δύναμή του' γιατί με τον καιρό, με τον χορτασμό, με την άσκηση μπορεί η σκοτεινή αυτή ύλη να γίνει πνέμα. (σελ. 298)
Ένας Κρητικός μου λεγε: ''Όταν παρουσιαστείς ομπρός στην πόρτα τση Παράδεισος και δεν ανοίξει, μην πιάσεις το κρικέλι της πόρτας να χτυπήσεις. Ξεκρέμασε από τον ώμο σου το τουφέκι, ρίξε μια τουφεκιά- Θαρρείς, είπα εγώ, θα φοβηθεί ο Θεός και θ'ανοίξει; - Οχι, βρε παιδί, δε θα φοβηθεί μα θ'ανοίξει γιατί θα καταλάβει πως γυρίζεις από πόλεμο'' (σελ.302)
Λονταρίσια η τροφή που με τάισε ο Νίτσε στην πιο κρίσιμη, την πιο πεινασμένη στιγμή της νιότης' θράσεψα, δεν μπορούσα πια να χωρέσω στο σημερινό άνθρωπο, όπως τον κατάντησαν.
Α! φώναζα αγαναχτισμένος, η παμπόνηρη θρησκεία που μετατοπίζει τις αμοιβές και τιμωρίες σε μελλούμενη ζωή, για να παρηγορήσει τους σκλαβούς, τους κιότηδες, τους αδικημένους, και να μπορέσουν να βαστάξουν αγόγγυστα τη σίγουρη επίγεια ζωή και να σκύβουν υπομονετικά το σβέρκο στους αφεντάδες!
Τι οβραίικη Αγία Τράπεζα η θρησκεία ετούτη, που δίνεις μια πεντάρα επίγεια ζωή και εισπάττεις αθάνατα εκατομμύρια στην άλλη! Τι απλοϊκότητα, τι πονηριά, τι τοκογλυφία! Όχι, δεν μπορεί να' ναι λεύτερος που ελπίζει Παράδεισο ή που φοβάται την Κόλαση!
Ντροπή πια να μεθάμε στις ταβέρνες της ελπίδας!
Ή κάτω στα υπόγεια του φόβου.
Πόσα χρόνια και δεν το' χα καταλάβει, κι έπρεπε να'ρθει ο άγριος ετούτος προφήτης να μου ανοίξει τα μάτια!
Ως τώρα, όλη την κυβέρνηση του κόσμου την είχαμε εμπιστευτεί στο Θεό' μπας και ήρθε η σειρά του ανθρώπου ν'αναλάβει την ευθύνη; Να δημιουργήσουμε ένα κόσμο, τον κόσμο μας, με τον ιδρώτα του προσώπου μας; (σελ.327)
Ποιος ξέρει, τέτοια πρέπει να' ναι η προσευκή' τέτοια κι η ψυχή του ανθρώπου. Να επιστρατεύεις τις ανθρώπινες ελπίδες και τρομάρες και να τις ρίχνεις σαν βέλος σε άφταστο υπεράνθρωπο ύψος. Ορμή και περφάνια, κραυγή μέσα στην αβάσταχτη άναντρη σιγή, λόγχη που στέκεται αλύγιστη, όρθια και δεν αφήνει τον ουρανό να πέσει απάνω στα κεφάλια μας...
Όσο κοίταζα το βέλος αυτό να'ανηφορίζει άφοβο στον ουρανό, ένιωθα την ψυχή μου να στερεώνεται, να τεντώνεται και να γίνεται βέλος. (σελ.332)
Ο Νίτσε μ' έμαθε να δυσπιστώ σε κάθε αισόδοξη θεωρία΄ ήξερα πως η θηλυκιά καρδιά του ανθρώπου έχει ανάγκη πάντα από παρηγοριά. κι ο νους, ο τετραπέρατος σοφιστής, είναι πάντα έτοιμος να την εξυπηρετήσει. Κάθε θρησκεία που υπόσχεται στον άνθρωπο ό,τι αυτός επιθυμεί άρχισε να μου φαίνεται καταφύγι για τους φοβητσιάρηδες, ανάξιο του αληθινού ανδρός. Είναι ο δρόμος του Χριστού έλεγα, αυτός που φέρνει στη λευτέρωση του ανθρώπου; Ή μπας κι είναι ένα καλά οργανωμένο παραμύθι, που υπόσχεται τον Παράδεισο και την αθανασία, έξυπνα πολύ, με τέχνη πολλή, ποτέ ο πιστός να μην μπορέσει να μάθει αν δεν είναι ο Παράδεισος ετούτος αντικαθρεφτισμός της δίψας μας΄ γιατί μονάχα μετά το θάνατο μπορείς να το κρίνεις, και κανένας δε γύρισε μήτε θα γυρίσει από τον ΄Αδη να μας το πει. (σελ. 333)
Αν τώρα, μεσοχείμωνα, ανθίσεις, ανέμυαλη μυγδαλιά, θα' ρθει η χιονιά να σε κάψει- Ας με κάψει! αποκρίνεται η μυγδαλιά κάθε άνοιξη.
Όπου πάω κι όπου σταθώ, κρατώ, ανάμεσα στα δόντια μου, σαν φύλλο δάφνη, την Ελλάδα. (σελ.337)
Μυστήριο σκοτεινό κι ανυπόταχτο η καρδιά του ανθρώπου..μια στάμνα τρυπημένη, με το στόμα πάντα ανοιχτό, κι όλοι οι ποταμοί της Γης να χυθούν μέσα της απομένει αδειανή και διψασμένη. Η πιο μεγάλη έλπίδα δεν τη γέμισε, θα τη γεμίσει τώρα η πιο μεγάλη απελπισία; (σελ. 340)
Πως μπορεί να' ναι κανείς ευτυχισμένος μέσα στο ελεεινό ετούτο κορμί-κουβάρι αίμα, κόκαλα, μυαλό, κρέας, βλέννες, σπέρμα, ιδρώτα, δάκρυα κι ακαθαρσία; Πως μπορεί να' ναι κανείς ευτυχίσμενος στο σώμα ετούτο που το κυβερνά η ζήλια, το μίσος, η ψευτιά, ο φόβος, η αγωνία, η πείνα, η δίψα, η αρρώστια, τα γερατιά κι ο θάνατος; Όλα τραβούνε στη φθορά, χόρτα, έντομα, ζώα, άνθρωποι.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν πια.. κοίταξε πίσω σου εκείνους που δεν υπάρχουν ακόμα. Οι άνθρωποι ωριμάζουν σαν τ'αστάχυα, πέφτουν σαν τ'αστάχυα, ξαναφυτρώνουν. Οι απέραντοι ωκεανοί ξεραίνουνται, θρύβουνται τα βουνά, το άστρο το πολικό σαλεύει κι οι θεοί εξαφανίζουνται... (σελ.342)
Η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα ελατήριο φοβερό και επικίντυνο΄ μια εκρηκτικιά δύναμη μεγάλη κουβαλούμε, τυλιμένη μέσα στις σάρκες και στα ξίγκια μας, και δεν το ξέρουμε. Και το χειρότερο, δε θέμε να το ξέρουμε' (σελ.351)
Ποιος είναι ο Λυτρωμένος;; Αυτός που εννοεί, αγαπάει και ζει την ολότητα... (σελ.361)
Κάποτε, στις φοβερές στιγμές του έρωτα, του μίσους ή του θανάτου, η πλανερή γοητεία αφανίζεται και βλέπουμε τη τρομαχτική όψη της αλήθειας... (σελ.362)
Τότε μονάχα δύο αγαπιούνται τέλεια, όταν ο ένας φωνάζει τον άλλο: ω εγώ μου! (σελ.380)
Ένας μονάχα τρόπος υπάρχει να σωθείς: να σώσεις.. ή ακόμα και αυτό φτάνει, ν' αγωνιστείς για να σώσεις. Κι ακόμα ετούτο: πως ο κόσμος δεν είναι φάντασμα, είναι αληθινός, κι η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι, όπως μου αρμήνευσε ο Βούδας, ντυμένη με άνεμο, είναι ντυμένη με κρέας.
Μα όταν μοχτούσα να πάρω απόφαση, το μυαλό, θυμούμαι, αντιστέκουνταν πολύ.. ήταν ακόμα τυλιμένο με το κίτρινο ράσο του Βούδα: "Αυτό που σκοπεύεις να κάμεις, έλεγε στην καρδιά μου, είναι μάταιο..ο κόσμος όπως τον λαχταρίζεις, να μην πεινάει, να μην κρυώνει, να μην αδικιέται κανένας, δεν υπάρχει, δε θα υπάρξει ποτέ'' Μα η καρδιά, την άκουγα βαθιά μου να του αποκρίνεται: ''Δεν υπάρχει, μα θα υπάρξει, γιατί το θέλω.. σε κάθε χτυποκάρδι μου το πεθυμώ και το θέλω. Πιστεύω σ' έναν κόσμο που δεν υπάρχει..μα πιστεύοντας τον, τον δημιουργώ..ΑΝΥΠΑΡΧΤΟ ΛΕΜΕ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΠΕΘΥΜΗΣΑΜΕ ΑΡΚΕΤΑ"
Η απόκριση ετούτη της καρδιάς με ανατάραξε.. αν είναι αλήθεια αυτό που λέει, τι φοβερή ευθύνη έχει ο άνθρωπος για όλες τις αδικίες και τις ντροπές του κόσμου! (σελ.381)
Αν η πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέμε, εμείς φταίμε.. ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά, αυτό το λέμε ανύπαρχτο.. πεθύμησέ το, πότισέ το με το αίμα σου, με τον ιδρώτα και τα δάκρυα, και θα πάρει κορμί. Η πραγματικότητα τίποτ' άλλο δεν είναι πάρα ή υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα. (σελ. 386)
''Ποιος ο σκοπός; μη ρωτάς, κανένας δεν το ξέρει, μήτε ο Θεός..γιατί κι αυτός προχωράει μαζί μας, ψάχνοντας, κιντυνεύοντας, αγωνιζόμενος. Υπάρχει πείνα, αδικία, σκοτάδι, πολύ στην καρδιά, δεν είναι ετούτα που θωράς φαντάσματα, όσο κι αν φυσήξεις δε θα σκορπίσουν, είναι σάρκα και κόκαλα, άγγιξε τα' υπάρχουν.. δεν ακούς μια κραυγή στον αγέρα; Φωνάζουν. Τι φωνάζουν; Βοήθεια! Ποιον φωνάζουν; Εσένα! Εσένα, τον κάθε άνθρωπο! Σήκω απάνω..το χρέος μας δεν είναι να ρωτούμε παρά να πιαστούμε όλοι χέρι με χέρι και ν'ανηφορίζουμε.'' (σελ.414)
Μεγάλη σημασία δεν έχει τι πρόβλημα σε τυραννάει-μικρό ή μεγάλο-σημασία έχει μονάχα να τυραννιέσαι, να βρεις αφορμή να τυραννιέσαι! Δηλαδή να γυμνάζεις το νου σου, να μη σε αποβλακώνει η βεβαιότητα, να βρίσκεις μπροστά σου μια πόρτα κλειστή και να μάχεσαι να την ανοίξεις. "Δεν μπορώ να ζω χωρίς βεβαιότητα'', λέει ο άνθρωπος που βιάζεται να βολευτεί, να βρεί σίγουρο χώμα να πατήσει, να τρώει και να μη βλέπει πίσω απο το ψωμί που τρώει αρίφνητα στόματα ανοιχτά που πεινούνε.
''Δε θέλω, δε μπορώ να ζω χωρίς αβεβαιότητα'' φωνάζουν άλλοι, δεν τρων με αναπαμένη τη συνείδηση, δεν κοιμούνται χωρις βραχνά, δεν λεν: ''Ο κόσμος ετούτος δεν έχει ψεγάδι,ας μην αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα!''Αυτοί, ας είναι καλά, είναι το αλάτι του Θεού και δεν αφήνουν τη ψυχή να σαπίσει. (σελ.424)
''Τα δάκρυα των ανθρώπων μπορούν να γυρίσουν όλους τους νερόμυλους της γης, μα το νερόμυλο του Θεού δεν τον γυρίζουν''...
Η αγάπη και η συμπόνια είναι θυγατέρες του ανθρώπου, όχι του Θεού!
Μα ας είναι καλά ο καιρός, αυτός μας λυπάται..ένα σφουγγάρι είναι ο καιρός και σβήνει..και γρήγορα το νέο ανοιξιάτικο χορτάρι θα σκεπάσει τις ταφόπετρες, κι η ζωή θα ξαναπάρει, αγκομαχώντας, τον ανήφορο. (σελ.428)
Έρωτας ελευτερίας, να μην καταδέχεσαι, μήτε για τον παράδεισο ακόμα, να σκλαβώνεις τη ψυχή σου.Παιχνίδι παλικαρίσιο απάνω από την αγάπη και τον πόνο, απάνω από το θάνατο να συντρίβεις τα παλιά καλούπια, και τα πιο ιερά, όταν πια δε σε χωρούν..(σελ.436)
Δεν μπορεί ο άνθρωπος, έλεγα, να νικήσει τις κακομοιριές και τις ατέλειες του;
Μπορεί! Ντροπή να δέχουμαι παθητικά ό,τι μού' δωκε η φύση. Θα σηκώσω κεφάλι! (σελ.439)

Δεν υπάρχουν σχόλια: