Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2018

Γερμανία: η 4η πιο διεφθαρμένη χώρα παγκοσμίως!


Γερμανία, η 4η πιο διεφθαρμένη παγκοσμίως!




Δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς την καγκελάριο, όσον αφορά κυρίως την ικανότητα της να παρουσιάζεται ως η πλέον άμεμπτη και ηθική πολιτικός της υφηλίου – ενώ έχει ένα επί πλέον μεγάλο πλεονέκτημα: το να παρουσιάζει επίσης τη Γερμανία ως ηθική, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων της!
.

Επικαιρότητα

Ήδη από το 2014 η γερμανική εφημερίδα DIE WELT έγραφε πως σε θέματα διαφθοράς πιστεύουν πολλοί ότι, προηγούνται χώρες όπως η Κίνα, η Ελλάδα ή η Ρωσία (πηγή) – παραθέτοντας όμως ένα γράφημα, από το οποίο διαπιστώνεται πως η Γερμανία είναι στην 4η θέση παγκοσμίως, μετά την Αίγυπτο, τη Νιγηρία και τη Ναμίμπια (όλες οι άλλες αφρικανικές!)χωρίς να υπάρχει καθόλου η Ελλάδα στις πρώτες θέσεις. Με δεδομένες δε τις συνεχείς απάτες, καθώς επίσης τη διαφθορά που έχει αποκαλυφθεί όσον αφορά τη Deutsche Bank (το πρόσφατο εδώ), ίσως να έχει κατακτήσει πια την πρώτη θέση – επιμένοντας παρόλα αυτά να κατηγορεί την Ελλάδα, προφανώς για να διευκολύνει τη ληστεία της.
Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει βέβαια να αυξάνει τις εξαγωγές της, παραπλανώντας τις άλλες χώρες που πιστεύουν πως οφείλεται στις ικανότητες των Γερμανών και στα προϊόντα τους – κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Ξεπερνάει πάντως κατά πολύ τις Η.Π.Α., τη Ρωσία και την Ιταλία όσον αφορά τη διαφθορά – οπότε εύλογα συμπεραίνει κανείς πως τα βασικά της ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είναι η διαφθορά, η διαπλοκή, η απάτη, το ψέμα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, η παράνομη και η νόμιμη φοροδιαφυγή.
Εμείς έχουμε αναφερθεί βέβαια αναλυτικά σε πολλά από αυτά, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως πρωταθλήτρια της απάτης – μεταξύ άλλων στην τράπεζα των σκανδάλων, στην Deutsche Bank που θεωρείται από την ίδια την αστυνομία της χώρας ως εγκληματική συμμορία. Επίσης στην απάτη της Volkswagen, στη μεγαλύτερη νόμιμη ληστεία όλων των εποχών (άρθρο), στη Διεθνή Διαφάνεια που έχει έδρα το Βερολίνο και μέλη της όλους τους διαφθορείς της χώρας, με πρώτη τη Siemens, στους χρηματισμένους δημοσιογράφους της, στις φορολογικές οάσεις που συντηρεί κοκ.
Εν τούτοις δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς την καγκελάριο, όσον αφορά κυρίως την ικανότητα της να παρουσιάζεται ως η πιο άμεμπτη και ηθική πολιτικός της υφηλίου, ενώ έχει ένα επί πλέον μεγάλο πλεονέκτημα: το να παρουσιάζει επίσης τη Γερμανία ως ηθική, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων της!
Κλείνοντας, αφού μία εικόνα είναι χίλιες λέξεις, όλοι γνωρίζουν πια πως η Γερμανία τρέφεται από την κρίση υπερχρέωσης της Ευρωζώνης – παράγοντας μετά το 2009 τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο της, με τη βοήθεια της ΕΚΤ και του ευρώ. Η σύγκριση της δε με τη Γαλλία, όπου οι μπλε στήλες και η αριστερή κάθετος στο γράφημα που ακολουθεί αφορούν τη Γερμανία, ενώ η διακεκομμένη καμπύλη (δεξιά κάθετος) τη Γαλλία, είναι τρομακτική – αρκεί βέβαια να προσέξει κανείς πως η δεξιά κάθετος παραμένει αρνητική, παρά το ότι ανέκαμψε από το -3% το 2012, στο περίπου -1,5% το 2016 (ενώ η αριστερή, η Γερμανία δηλαδή, έφτασε στο τεράστιο +8,5% του ΑΕΠ, ήτοι πάνω από 250 δις €).
Δυστυχώς όμως, η Γαλλία κυβερνάται από έναν πολιτικό που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πιόνι του Βερολίνου – αφού έχει εκπαιδευθεί εκεί, ενώ η προεκλογική του εκστρατεία στηρίχθηκε από τις γερμανικές εταιρίες με την προτροπή της κυβέρνησης τους. Ως εκ τούτου, οι ελπίδες να υπάρξει κάποια αλλαγή στην Ευρώπη, με ηγέτη τη Γαλλία, είναι μάλλον ουτοπικές – σημειώνοντας την απίστευτη στροφή του δικού μας πρωθυπουργού, ο οποίος έχει μετατραπεί επίσης σε «υποτακτικό» της καγκελαρίου.

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Σύριζα, αντίφα και χρυσαυγίτες έχουν κοινό συμφέρον να εμφανίσουν τις πατριωτικές κινητοποιήσεις ως φασιστικές.


 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ

ΑΡΔΗΝ

ΓΙΑ ΤΙΣ

ΜΑΘΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ



http://ardin-rixi.gr/wp-content/uploads/2018/11/katerinh.jpg
Eδώ και μερικές βδομάδες έχουν ξεκινήσει καταλήψεις διαμαρτυρίας των μαθητών  υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας, και ενάντια στην Συνθήκη των Πρεσπών. Το κίνημα αυτό αποτελεί εξέλιξη της γενικής κινητοποίησης που ξεκίνησε από τα συλλαλητήρια σε όλες σχεδόν της πόλεις της Ελλάδας και εκφράστηκε και στις συμβολικές πράξεις διαμαρτυρίας κατά τις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου.
Η κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την ενδοτικότητά της απέναντι σε Σκοπιανούς και Αλβανούς και την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών, βάζει μπροστά την εμφυλιοπολεμική συκοφαντία  και καταδικάζει τις κινητοποιήσεις ως υποκινούμενες από τους φασίστες. Στην πραγματικότητα είναι αυθόρμητες, γιατί ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας, ιδίως στη Μακεδονία, αντιδρά απέναντι στο ξεπούλημα και τον εθνομηδενισμό που διοχετεύει η κυβέρνηση στα σχολεία, θέλοντας να καταργήσει τις εθνικές γιορτές και την ιστορική μνήμη του ελληνισμού.
Σε αυτό το κίνημα  υπάρχει μια κρυμμένη δυναμική. Η αναγέννηση του πατριωτικού αισθήματος μέσα στην νεολαία ωθεί κομμάτια της να θέσουν σε πρώτη προτεραιότητα το «εμείς», μιλώντας για λογαριασμό της κοινωνίας ως συνόλου, με τρόπο που έχει να συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Ουσιαστικά από την περίοδο των κινητοποιήσεων για την Κύπρο στη δεκαετία του 1960 και του 1970.
Εμφανίζεται, δηλαδή, μια προοπτική υπέρβασης των ψευδοκινημάτων, του «σπάω-καίω-καταστρέφω», τα οποία εξουδετέρωσαν κατά το άμεσο παρελθόν τις αντιστασιακές διαθέσεις της νεολαίας, καθιστώντας τις εν τέλει αυτοκαταστροφικές και στρέφοντάς τες σε  μηδενιστική κατεύθυνση. Σε αντίθεση με τον μηδενισμό, ο πατριωτισμός της νεολαίας μπορεί μάλιστα να αποκτήσει και «κοινωνικό βάθος», δηλαδή να θέσει αιτήματα ανασυγκρότησης του υποβαθμισμένου σχολείου, του μισοδιαλυμένου πανεπιστημίου, ακόμα και του ίδιου του μαθητικού και φοιτητικού κινήματος, τα οποία στενάζουν κάτω από τον πραξικοπηματισμό των όποιων μειοψηφιών. Έτσι, οι μαθητές στην Κατερίνη, δίπλα στις ελληνικές σημαίες και τα συνθήματα για τον Παύλο Μελά έχουν και ένα πανώ με το σύνθημα: «Οι μαθητές δεν σκύβουν το κεφάλι / Παλεύουνε για μόρφωση και κοινωνία άλλη». Ίσως, μέσα στη γενική παρακμή που μας έχουν βυθίσει οι Συριζανέλ και οι κοσμοπολίτικες και αγράμματες πνευματικές ηγεσίες της χώρας, αυτή η πατριωτική αφύπνιση της νεολαίας να αποτελεί  μια αχτίδα φωτός και ελπίδας.
Στην καταστολή αυτής ακριβώς της ελπίδας και της προοπτικής στοχεύει η «εμφυλιακή μηχανική» της κυβέρνησης που θέλει να στρέψει το κίνημα προς τον χρυσαυγητισμό, που είναι εξάλλου και ο καλύτερος σύμμαχός της. Κάλλιο το πατριωτικό δυναμικό, σκέφτεται, να εκτραπεί προς τον μπαμπούλα της ακροδεξιάς, παρά να απελευθερωθεί ανατρέποντας τις ιδεολογικές ισορροπίες του ετοιμοθάνατου πολιτικού σκηνικού. Εξ ου και το κρεσέντο του «ψευδο-αντιφασισμού με τα κοστούμια» των τελευταίων ημερών, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να σπονσοράρει την ακροδεξιά, μέσα από την τεχνητή υπερδιόγκωση μειοψηφικών περιστατικών. Και αυτή την κυβερνητική στρατηγική στηρίζουν μεγάλες μερίδες της άκρας αριστεράς, και του αντιεξουσιαστικού χώρου, σε μια νέα εκδοχή «συριζο-τραμπουκισμού», όπου οι αγανακτισμένοι «πολίτες»-παρακρατικοί  των διαδηλώσεων του 1960, έχουν δώσει την θέση τους στους εθνομηδενιστές πραιτωριανούς της κυβέρνησης του  2018.
Στην πραγματικότητα τα ανοικτά ανθελληνικά φιλοτουρκικά και φιλοσκοπιανά συνθήματα των «αντίφα», οι εκβιασμοί και οι απειλές των διευθυντάδων των σχολείων και των περιφερειών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι ύβρεις των υπουργών θέλουν ακριβώς να στρέψουν κάθε πατριωτική αμφισβήτηση προς την κατεύθυνση των φασιστών, για να μπορούν να εμφανίζουν ως «αντιφασιστικό» τον ενδοτισμό και τον εθνομηδενισμό τους. Σύριζα, αντίφα και χρυσαυγίτες έχουν κοινό συμφέρον να εμφανίσουν τις πατριωτικές κινητοποιήσεις ως φασιστικές. Το «εμφυλιοπολεμικό κλίμα» συμφέρει και τους δυο, γιατί έτσι επιτυγχάνεται η διαίρεση της χώρας σ’ ένα «αριστερό έθνος» και σ’ ένα «δεξιό έθνος», αντί για ένα ενιαίο και ενωμένο ελληνικό έθνος, έτοιμο να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή και να ανοίξει νέους δρόμους για την παρακμάζουσα πατρίδα.
Απέναντι σε αυτό το θανάσιμο  δίπολο, υπάρχει μόνο μια προοπτική: Ο δημοκρατικός πατριωτισμός. Οι μαθητές, όταν ξεπουλιέται ένα κομμάτι της πατρίδας και της ιστορίας μας, έχουν όχι μόνο δικαίωμα αλλά και πατριωτικό καθήκον να κάνουν επιτέλους συμβολικές καταλήψεις για τη Μακεδονία, και όχι βέβαια για  τις  τυρόπιτες στα κυλικεία ή για τις εκδρομές, όπως συνέβαινε μέχρι χθες.
Άμποτες να αρχίσει αυτή η τόσο αναμενόμενη αφύπνιση της νεολαίας μας από τον δημοκρατικό πατριωτισμό.

ΚΙΝΗΜΑ ΑΡΔΗΝ    27 Νοεμβρίου 2018

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ... ΤΟΣΟ ΓΝΩΣΤΗ-ΤΟΣΟ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΧΝΑ...

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ... ΤΟΣΟ ΓΝΩΣΤΗ-ΤΟΣΟ ΑΓΝΩΣΤΗ ΣΥΧΝΑ...
.
"Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω..
Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς..
ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια..
Μια γλώσσα όπως η ελληνική..
όπου...
Αλλο πράγμα είναι η Αγάπη και άλλο πράγμα ο Ερωτας..
Άλλο η Επιθυμία και άλλο η Λαχτάρα..
Άλλο η Πίκρα και άλλο το Μαράζι..
Άλλο τα Σπλάχνα κι άλλο τα Σωθικά..."
(Οδυσσέας Ελύτης)
Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις. είναι από την Ελληνική γλώσσα. (βιβλίο Γκίνες). Κατ΄ άλλους πολύ περισσότερες.
Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)
Η Ελληνική και η Κινέζικη. είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).
Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.
Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.
Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ
Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια).
Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.
Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι' αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει:
«Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».
Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα δηλαδή γη + έχων). Αρχοντες ήταν οι της τάξεως των γαιο-κτημόνων, κτητόρων γης, αυτών που είχαν αρκετή ιδιό-κτητη γη.
«Βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό
(α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.
Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει ως ανθρώπους - και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας.
Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην φθίνει-τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».
Έχουμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.
Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε (σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.
Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο Όργουελ στο «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. (Κάτι που κάνει δυστυχώς με ιδεοληπτικά και αποπροσανατολιστικά προσχήματα τα τελευταία χρόνια η πλανητική επιβολή του λεγόμενου political correct, αλλά αυτό είναι μια ξεχωριστή συζήτηση...)
«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού.
Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».
Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:
«Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα - μητέρα των εννοιών μας - μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».
Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιωάννης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.
Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες»,
όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».
Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας, του οποίους συχνά κοροϊδεύουν πολλοί για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ό,τι οι άνθρωποι της πόλης.
Μα και στο λεξιλόγιο. Δεινοπαθώ συχνά σε συζητήσεις να προσπαθώ να καταλάβουν Αθηναίοι μα και Χανιώτες γέννημα θρέμμα της ξεκομμένης από τα χωριά πόλης, γνωστοί και φίλοι μου πως αίγα (γίδα από το αίγα-αιγίδα που σωστά επίσης λένε σε Ρούμελη-Μοριά) και ρίφι (ερίφιον αρχαία) που λέμε στα χωριά της Κρήτης είναι οι ελληνικές λέξεις και όχι οι τούρκικες κατσίκα-κατσικάκι. Πως πυρομάχι (πυρ-μάχη) και παρασιά ή πυροστιά (πυρ και εστία) είναι ελληνικά το "τζάκι" (από την τουρκική λέξη ocak) και η φωτιά του. Πως δώμα όπως λέμε στα χωριά και έγραφε και ο Όμηρος είναι το σωστό και όχι ταράτσα, πως καπνοδόχος ή (ο) ανηφοράς που λέμε στα χωριά μας είναι η ελληνική λέξη (από αυτόν ανηφορίζει ο καπνός...) και όχι η ιταλική - αν και προερχόμενη από ελληνική ρίζα καμινάδα (από την βενετική caminada < λατινική caminata, ρήμα camino < caminus-αντιδάνειο "καμίνι" από το καίω, καμ-ένο...κλπκλπ κλπ....
Κ.Ντ.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

"Πολιτική ορθότητα": ο ανοιχτόμυαλος μακαρθισμός της "Αριστεράς"


An accelerated vision towards sunlessness (2016).
νέα μόδα που ήρθε για να ανανεώσει το λεξιλόγιο, την αισθητική και τους τρόπους συμπεριφοράς των φιλελεύθερων κοινωνιών ακούει στο όνομα «πολιτική ορθότητα». Από τις μεσοαστικές γειτονιές των Βρυξελλών, τις φοιτητικές συνοικίες της Βαρκελώνης, το Καρτιέ Λατέν των Παρισίων, τα ακαδημαϊκά campus των Ηνωμένων Πολιτειών, τα Εξάρχεια ως και το Kreuzberg, η πολιτική ορθότητα είναι το νέο must στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. 
Εκ πρώτης όψεως, τούτη η ρυθμιστική αρχή φαντάζει ιδιαίτερα γοητευτική εφόσον και δημιουργεί προσδοκίες υπεράσπισης των αδυνάμων και όσων δεν χαίρουν μιας σειράς τυπικών δικαιωμάτων. Όμως, στην πραγματικότητα έχει καταλήξει να δημιουργήσει ένα αποπνικτικό περιβάλλον γραφειοκρατικών ελέγχων και μαζικής υστερίας προς οποιαδήποτε κριτική σ’ αυτό το fair-play της ανεκτικής αδιαφορίας.
Στην πλέον γνήσια και πολιτικά προχωρημένη του μορφή, το κίνημα της πολιτικής ορθότητας έχει προετοιμάσει τις τελευταίες δεκαετίες μια εξέγερση όλων των θυμάτων, εφάμιλλη των κατά καιρούς σπαρτακισμών που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από τις απαρχές της.
 Και όντως, η ζωή στο «παγκόσμιο χωριό» που οικοδομήθηκε πάνω στο "τέλος της Ιστορίας", η επανάσταση των διεκδικήσεων που παίρνει σάρκα και οστά ενώπιόν μας, έχει αποδώσει τους πλέον παραγωγικούς καρπούς: με απερχόμενο μαύρο πλανητάρχη, σιδηρές κυρίες να διευθύνουν παγκόσμιους οργανισμούς και παγκόσμιες υπερδυνάμεις, ΑμεΑ υπουργούς οικονομικών να διαχειρίζονται ολόκληρο τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μουσουλμάνους δημάρχους στις πιο ισχυρές πρωτεύουσες, gay πρωθυπουργούς σε μικρές ή μεγάλες χώρες, διεμφυλικούς και castrati να αναδεικνύονται νικητές σε φεστιβαλικούς διαγωνισμούς, ό,τι ξεκίνησε πριν αρκετές δεκαετίες ως αίτημα για πολιτική αμνηστία των καταπιεσμένων μειονοτήτων σήμερα έχει εξελιχτεί σε αισθητική αναβάθμιση της εξουσίας. Αποτέλεσμα αυτής της μετακύλισης θα μπορούσε να θεωρηθεί πως, σήμερα, η παγκοσμιοποιημένη εντατικοποίηση των ηθικο-πολιτικών και ταξικών διαιρέσεων δεν γνωρίζει από σύνορα, χρώμα, φυλή, φύλο, σωματικές ικανότητες και σεξουαλικό προσανατολισμό. Η ενσωμάτωση στην καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι από ‘δω και στο εξής προνόμιο των ετεροκανονικών vanilla boys και ο αποκλεισμός από αυτήν δεν είναι προνόμιο της γης των κολασμένων.
Ιδού λοιπόν η πρόοδος του υπαρκτού καπιταλισμού: ο ιστορικός εκτοπισμός των οραμάτων μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και απαλλοτρίωσης της εξουσίας από τους πολλούς προς την αφομοίωση και «κατοικιδιοποίηση» των επικίνδυνων τάξεων μαζί με το επακόλουθο κίνημα για τη μέριμνα του εαυτού, προσδίδουν μια νέα ποιότητα στην οργανωτική δομή της εξουσίας και στους τρόπους με τους οποίους ασκείται. 
Στα παρασκήνια του πολυπολιτισμικού καρναβαλιού όπου δήθεν γιορτάζονται η ελευθερία, η διαφορετικότητα και η αυτοέκφραση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με κατασταλτικούς μηχανισμούς αστυνόμευσης της σκέψης και μια πρωτόγνωρη, ψυχωτικών εμμονών δικομανία.
Ολοένα και διογκώνονται οι επιτροπές διαφάνειας, η κρατική νομοθεσία, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι ψευτο-δεοντολογικοί κώδικες ομιλίας και γραφής από administrators σε ιστοσελίδεςοι νομικοί σύμβουλοι, η σίγαση επιθετικών λέξεων σε τραγούδια, τα «safe spaces», οι ομάδες πίεσης, τα βιωματικά σεμινάρια, τα ακαδημαϊκά ελεγκτικά όργανα για την εγκυρότητα μιας έρευνας, οι ομάδες καταγραφής περιστατικών και μια σειρά ακόμα από θεσμούς κηδεμόνευσης της πρέπουσας συμπεριφοράς. Η κατάσταση δείχνει να πηγαίνει πολύ πιο μακριά από την πρόληψη και αντιμετώπιση ρατσιστικών ή σεξιστικών περιστατικών. Δείχνει να πηγαίνει ακόμη περισσότερο μακριά από την κατανάλωση ethnic κουζίνας και αντιρατσιστικών φαλάφελ στα φεστιβάλ της φιλελευθερο-ελευθεριακής Αριστεράς. 
Στην σημερινή τροπή των πραγμάτων, η κουλτούρα του political correct λειτουργεί σαν ηθικό πλυντήριο της κοινωνικής αδικίας και σαν συνεργείο εξευγενισμού της εκμετάλλευσης, θυμίζοντας το βικτωριανό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης όπου η πιο σκληρή και αποτρόπαιη καταπίεση θεμελιώνεται πάνω σε μια υποκριτική ευγένεια αριστοκρατικού καθωσπρεπισμού.
Το νομικό οπλοστάσιο που έχει αναπτύξει το κίνημα της πολιτικής ορθότητας, η απεριόριστη συσσώρευση υπαλληλο-διοικητικού Λόγου, προδιαγράφει ένα σκηνικό βγαλμένο απ’ τις πιο σκοτεινές σελίδες μιας καφκικής δίκης. Στα ερείπια των «liberté, égalité, fraternité» αναβιώνει εκ νέου μια «πολιτισμένη» προσομοίωση της εποχής του Τρόμου, εκεί που όλοι είμαστε δυνάμει κατηγορούμενοι, αν όχι και a priori ένοχοι. 
Πλέον, και αυτό είναι το ανησυχητικό, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το τεκμήριο της αθωότητας υπονομεύεται και η γενίκευση του κατηγορητηρίου που αποδίδεται εις το όνομα της ορθότητας αντανακλά όχι τον κόσμο των πράξεων αλλά των αφηρημένων ιδεών
Τα άτομα δεν κρίνονται τόσο για τις πράξεις τους όσο για τον ασυνείδητο καθρέφτη που εκπροσωπούν επί της γης. Μας ενδιαφέρει κατά πολύ περισσότερο η δικαίωση ενός ιδεολογικού αγώνα που επιβάλλεται από τον άτεγκτο χαρακτήρα του κρατικού λεβιάθαν παρά το ίδιο το ενδεχόμενο ενοχής ή αθωότητας ενός συγκεκριμένου προσώπου. Φαίνεται πως τόσες δεκαετίες εκπαίδευσης στον επικοινωνιακό πόλεμο και τον βομβαρδισμό βίαιων εικόνων από τα media να μας έχει εξοικειώσει σε τέτοιο βαθμό με την κτηνωδία, ώστε το αποτρόπαιο μιας πράξης να μην μας συγκινεί τόσο όσο μια ομολογία ψυχο-ιδεολογικών κινήτρων προκειμένου αυτή να στατιστικοποιηθεί και να αποτελέσει το εμπειρικό υπόστρωμα μιας νέας μικρο-θεωρίας «φοβισμού».
Ομοφοβία, ξενοφοβία, τρανσοφοβία, χοντροφοβία, τεχνοφοβία: μια κοινωνία σε μόνιμη κατάσταση λιβιδινικής ενδοσκόπησης, μια κοινωνία που παραγκωνίζει και καταστέλλει όλες τις ανησυχίες με το πρόσχημα αποφυγής συναισθηματικών επιπλοκών. Οι βάσεις του μεταμοντέρνου μακαρθισμού είναι ψυχολογικές. 
Εδώ δεν πολεμούμε τον Μεγάλο Άλλο που έρχεται να ξηλώσει όλο το πολιτικο-οικονομικό status quo, αλλά τον οποιονδήποτε έρχεται να ραγίσει την εικόνα μιας ανοιχτής, πληθυντικής, πολύχρωμης και θυματολογικής κοινωνίας. Κατάσταση που δημιουργεί το εξής παράδοξο: 
όσο το political correct ενισχύεται θεσμικά και του αποδίδονται ολοένα και περισσότερες τιμές και εξουσίες, τόσο εξαπλώνεται σε όλες τις χώρες, ελλείψει ενός επαναστατικού κινήματος, μια γεμάτη αυτοπεποίθηση Δεξιά η οποία, παρά τον μετριοπαθή πολιτικό της ορίζοντα (πουθενά δεν προκύπτουν αντικαπιταλιστικά ή αντικοινοβουλευτικά ψήγματα), υιοθετεί έναν επιθετικό πολιτικό λόγο που απορροφά όλον τον πολιτικό χρόνο στην αντιπαράθεσή της με τις φιλελεύθερες ελίτ καταφέρνοντας να ραγίσει συνειδητά όλο αυτό το νεοσυγκινησιακό κέλυφος ορθότητας.
Σαν τελικά αυτή η εδραίωση του ησυχασμού να ματαιώνει τις προσδοκίες της ακριβώς τη στιγμή που επιβάλλεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του δυτικο-ευρωπαϊκού κόσμου ή, ακόμα χειρότερα, σαν να προαπαιτεί τέτοιες μορφές οργανωμένης αντίδρασης προκειμένου να επιβεβαιώσει τον λόγο ύπαρξής της.
Από στρατηγικής σκοπιάς, η φιλελεύθερη εξουσία δείχνει να αναβάλλει τη μεγάλη κατάρρευση και να επιλύει μέχρι νεωτέρας τις αντινομίες της απλώς εφιστώντας την προσοχή μας σε όλα εκείνα τα επιμέρους σημεία που όντως ο σύγχρονος πολιτισμός δέχεται σοβαρές απειλές, καλώντας μας έτσι σε συμβιβασμό «για να μην ανέβει η ακροδεξιά», για ένα «δημοκρατικό τόξο ενάντια στον λαϊκισμό», για ένα «αντιφασιστικό μέτωπο». 
Μ’ αυτόν όμως τον συμβιβασμό όλων των ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων όχι μόνο διατηρείται στο ακέραιο ο πυρήνας των φιλελεύθερων αξιών και οι εγγενείς τους αντιφάσεις παραμένουν άθικτες, αλλά τελικά και οποιαδήποτε προτροπή για έναν άλλον προσανατολισμό της συλλογικής ζωής προσκρούει στο παγόβουνο του political correct και αντιμετωπίζεται με την ίδια καχυποψία. 
Η δημόσια καταδίκη του ρατσισμού και του σεξισμού πηγαίνει χέρι-χέρι με τον αφανισμό του αντικαπιταλισμού και του κομμουνισμού από το πολιτικό προσκήνιο ή ακόμη και με την επίρριψη νομικών ευθυνών για συζητήσεις που αφορούν τη διαγραφή του δημοσίου χρέους και την εθνικοποίηση της νομισματικής πολιτικής. 
Τον παραδοσιακό εμφύλιο μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών, πληβείων και πατρικίων, αστών και προλετάριων διαδέχεται η γενικευμενη βολιδοσκόπηση για την εύρυθμη λειτουργία ενός savoir vivre. Τα αποτελέσματα της πολιτικής ορθότητας, όπως αποδεικνύει η ίδια η εμπειρία μέχρι στιγμής, είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά διότι τελικά αυτοί που πληρώνουν την περιστολή της ελευθερίας λόγου και έκφρασης είναι άνθρωποι που ίσως υπό άλλες συνθήκες να είχαν κάτι να πουν.
Με την απαγόρευση οποιασδήποτε συζήτησης ενδέχεται να προκαλέσει δυσφορία προκύπτει μια ατμόσφαιρα ψυχολογισμού η οποία, αν και ομολογουμένως απέχει αρκετά απ’ το να εδραιώσει τη βασιλεία του ριζικού Κακού, καταφέρνει να μας υπνωτίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταστήσει αόρατα όλα εκείνα τα σημάδια που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ενώπιον αυτής της συνειδητοποίησης ότι η γραφειοκρατική κηδεμονία και ο κρατικός πατερναλισμός είναι ανεπαρκείς στην επιβολή των φιλελεύθερων αξιών, οι διαφημιστές της ανοιχτής κοινωνίας –απ’ τους ψυχολόγους, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τα τάγματα των απανταχού νεο-θρησκόληπτων γκουρού μέχρι τους αρθρογράφους γνώμης, τους επιστήμονες και τα δημόσια πρόσωπα– ζητούν, στα πλαίσια της ατομικιστικής διαπαιδαγώγησης, την ανάληψη πρωτοβουλιών από τα ίδια τα άτομα για τη συμμόρφωσή τους, την εθελούσια καταπίεσή τους και την εσωτερίκευση όλων των κοινωνικών αντιφάσεων που απορρέουν από την «κουλτούρα της ανοχής».
Είναι σημαντικό επομένως να καλλιεργούμε εμείς οι ίδιοι την ασημαντότητά μας εφόσον, μέχρι στιγμής, αυτός είναι ο μοναδικός παράγοντας αποτροπής ενός απολυταρχισμού. 
Σαν όλη αυτή η πανταχού παρουσία της «ορθότητας» να επιπλέει πάνω στο ναυάγιο ενός κακόγουστου αστείου. Είμαστε όντως ακόμη ελεύθεροι, αλλά εντελώς κατά τύχη ή επειδή μπορεί αυτό να ευνοείται από τις οικονομικές και εισοδηματικές συγκυρίες. Ακριβώς επειδή ο καθένας μας περιορίζεται στο να κοιτάει τη δουλειά του μάς παραχωρούνται μια σειρά από τυπικές και αρνητικές ελευθερίες σε μια σκηνοθετημένη ιλαροτραγωδία.
Η φοβία μην τυχόν και η σκέψη στραβοπατήσει έξω απ’ τον σωστό δρόμο των οριοθετημένων προτύπων περιορίζει τον δημόσιο διάλογο σε ζητήματα τα οποία εκ των προτέρων γνωρίζουμε ότι δεν θα προκαλέσουν εκνευρισμό, που με ευκολία θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε ή να ρίξουμε στον κάδο ανακύκλωσης. Οι επιπτώσεις είναι αποκαρδιωτικές: πρώτον, η σύγχρονη Αριστερά  υιοθετεί όλο και περισσότερο τα όπλα του αντιπάλου για την επιβολή των σκοπών της και δεν διστάζει να προωθεί πρακτικές λογοκρισίας, να στηρίζει αγώνες να βγουν εκτός νόμου οι πολιτικοί της εχθροί ή ακόμη και να πιθηκίζει στο καθημερινό της λεξιλόγιο την κουλτούρα της πιο ακραίας υπεροψίας με αποτέλεσμα η εναντίωσή της να μην ξεπερνά τον κόσμο των φαινομένων, ενώ επί της ουσίας νομιμοποιεί τη λογική του εχθρού παίζοντας στο γήπεδό του· 
δεύτερον, γινόμαστε μάρτυρες μιας ιστορικών διαστάσεων εξέλιξης, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως σε μια παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα όπου, κατά τα λεγόμενα του Paul Virilio, πλέον δεν αρκεί μονάχα η βιομηχανική τυποποίηση της γνώμης μέχρι του σημείου να γίνει «κοινή» αλλά και ο παγκόσμιος συγχρονισμός των συγκινήσεων ώστε να εξαλειφθεί οποιοδήποτε ενδεχόμενο αντίστασης.
Ο διευθυντικός στρατός των υπερευαισθητοποιημένων, ακριβώς επειδή δεν κατέχει ουδεμία κυριαρχία πάνω στη συναισθηματική του κατάσταση, προτιμά να ελέγχει τη συμπεριφορά των άλλων ώστε να αποφύγει την ψυχική αναστάτωση που μπορεί να φέρει ο αυθορμητισμός μιας προσωπικής σκέψης. Για την καταπολέμηση μιας τέτοιας εξέλιξης είναι αναγκαία η μεταγλώττιση της ομιλίας, αφενός ο υγειονομικός έλεγχος της γλώσσας που μπορεί να φτάσει τελικά μέχρι την απαγόρευση λέξεων που μπορεί να έχουν έμφυλη, εθνική, πολιτική, σεξουαλική και συναισθηματική φόρτιση και αφετέρου ένα ξεχείλωμα των εννοιών μέχρι να χάσουν οποιοδήποτε σφρίγος και δυνατότητα να αποδώσουν την εξωτερική πραγματικότητα
Σ’ αυτόν τον μεταμοντέρνο αχταρμά όπου όλα είναι σεξισμός, ρατσισμός και φασισμός και όπου το μόνο που μας χρειάζεται είναι οι έννοιες του σεξισμού, του ρατσισμού και του φασισμού για να δώσουμε ένα νόημα στον κόσμο, τελικά, στον βαθμό που οι λέξεις έχουν χάσει κάθε ιδιαιτερότητα να ερμηνεύσουν τα φαινόμενα, κερδισμένη βγαίνει μόνο η μη-συναινετική επιτρεπτικότητα: ακριβώς επειδή όλες οι πράξεις ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο, δεν τίθεται λόγος να τις ιεραρχήσουμε ηθικά και να αξιολογήσουμε κάποιες θετικά έναντι άλλων. Εμάς άλλωστε μας αρκεί να μην γρατζουνιστούν οι χορδές της ευαισθησίας μας, είναι προτιμότερο όλα να συμβαίνουν μέσα στην απόλυτη απάθεια και την παράκρουση της ολικής κατάρρευσης.
Εκεί που κανείς δεν παίρνει κανέναν πια στα σοβαρά εύλογο είναι οι προλετάριοι, οι παραδουλεύτρες, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, οι online ψηφοφορίες, το κατούρημα πάνω σε έναν καμβά να βαφτίζονται «απασχολούμενοι», «οικιακές βοηθοί», «κοινωνικοί εταίροι», «συμμετοχή στα κοινά», «τέχνη». 
Η οργουελική newspeak της πολιτικής ορθότητας επεκτείνεται σε πολλά περισσότερα πεδία απ’ τις οφθαλμοφανείς περιπτώσεις που συνήθως μας παρουσιάζονται στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα και στα καφενεία των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων. Μάλιστα αυτό ίσως να αναδεικνύει και πιο βαθιές ψυχικές διεργασίες, μιας ασυνείδητης μαζικής αδιαφορίας για τον κόσμο σε τέτοιο σημείο ώστε να πρέπει να είναι κανείς «πολιτικώς ορθός» αν θέλει να δηλώσει την απέχθειά του για τον ρατσισμό των λευκών, την αποικιοκρατία, τον φασισμό, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την κακομεταχείριση και τη βία κατά των γυναικών. Μα επιτέλους,
 η πολιτική ορθότητα είναι η εύκολη λύση, το εμπόρευμα για όλες τις δουλειές, το τέλειο άλλοθι για να μας αφήσουν στην ησυχία μας, η διάθεση να διατυμπανίσουμε ότι θα σεβαστούμε το δικαίωμα του άλλου να μην τον ενοχλήσουμε ζητώντας απλά να σεβαστεί κι αυτός το δικαίωμά μας για κάτι τέτοιο.
Σε μια περιόδο όπου, μεταξύ άλλων, ο Martin Luther King θεωρείται «not all-inclusive», o Shakespeare και ο Mark Twain ρατσιστές, η Mary Poppins πρωτόπλασμα του σεξισμού, ο Ευρυπίδης μισογύνης, κάθε εφηβικός πειραματισμός τείνει να ερμηνεύεται με όρους bullying και οι stand-up κωμικοί καλούνται κάθε λίγο και λιγάκι να απολογούνται για την πολιτική ορθότητα των παραστάσεών τους, γίνεται ευκόλως εννοούμενο πως το πλήγμα στην ελευθερία είναι ανεπανόρθωτο. 
Τί κι αν Οι περιπέτειες του Χακ Φιν είναι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Hernest Hemingway, το θεμέλιο όλης της μοντέρνας αμερικανικής λογοτεχνίας; Αυτό δεν έχει αποτρέψει τις προσπάθειες των πεφωτισμένων ακαδημαϊκών απ’ το να το μετατρέψουν σε ένα απ’ τα πιο λογοκριμένα βιβλία είτε μέσω της ολικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας του, είτε μέσω του «εξευγενισμού» λέξεων με φορτισμένο περιεχόμενο όπως η λέξη niggerΤο Index Librorum Prohibitorum είναι εδώ, σε συμπαγή και αυστηρή μορφή, με τη μόνη διαφορά ότι η παπική εξουσία έδωσε τη σκυτάλη στην πανεπιστημιακή γραφειοκρατία. 
Οι εξισωτικοί υπαινιγμοί που νομιμοποιούν πρακτικές λογοκρισίας δείχνουν τελικά να αγωνίζονται για την αντικατάσταση της ανθρωπότητας από μια τεχνολογικά προηγμένη, «ουδετερόφιλη» κοινωνία χωρίς σώμα, φύλο, σεξουαλικότητα, προγονική καταγωγή, συναισθήματα, πολιτικές στάσεις, ηθική ευπρέπεια.
Δεν είναι μόνο που η απαγόρευση λέξεων και το ρετουσάρισμα της ομιλίας πλήττει το σκέπτεσθαι και το συλλογίζεσθαι. Δεν είναι μόνο που η στρουχτουραλιστική προσέγγιση της γλώσσας επιβάλλει μια άκαμπτη μονοσημαντότητα στις λέξεις αναιρώντας κάθε υποκειμενικό και διαπροσωπικό στοιχείο που δύναται να καθορίσει τις προθέσεις και το πλαίσιο των προτάσεων. Δεν είναι μόνο που γίνονται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ρητορικής του μίσους και χιουμοριστικού κώδικα, πολιτικής αντιπαράθεσης ή καλλιτεχνικής υπερβολής. Είναι η ίδια η ανθρώπινη επικοινωνία που απαξιώνεται από την τεχνο-επιστημονική ουδετεροποίηση του πραγματικού κόσμου, καθιστώντας ολοένα και πιο απαραίτητο ένα σύνολο εργαστηριακών εξετάσεων πάνω στον Λόγο και μια ενοχική αλληλοεπιτήρηση όσων λέγονται, θυμίζοντας αρκετά το 1984 όταν η γλώσσα έγινε αντικείμενο ολοκληρωτικού ελέγχου και μέσω ενός κεντρικού σχεδιασμού του λεξιλογίου, της γραμματικής και της προτασιακής λογικής κατάφερε να πολυπλοκοποιηθεί και να αλλοτριωθεί τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να ειπωθεί τίποτε που να απειλεί τον Μεγάλο Αδερφό και το Κόμμα.
Κομβικό ρόλο σε αυτήν την εκπτώχυνση του ομιλείν και του συλλογίζεσθαι έπαιξε η μετάβαση από τον τύπο του διανοούμενου ως δημόσιου λειτουργού στην ανάδυση μιας ακαδημαϊκής ιντελιγκέντσιας. Η προδοσία των ανθρώπων του πνεύματος και η αποχώρησή τους από τα κοινά οφείλεται, τις τελευταίες δεκαετίες, ακριβώς στο φαινόμενο της επαγγελματικοποίησης της δημόσιας κουλτούρας και στο ότι όλο και περισσότεροι πανεπιστημιακοί βρίσκονται έγκλειστοι και αυτοεξόριστοι στα campus, τις αίθουσες διαλέξεων και τα συνέδρια με αποτέλεσμα να έχουν χάσει κάθε επαφή με την καθομιλουμένη γλώσσα.
Καθώς αρνούνται να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως συμπύκνωση μιας συλλογικής φωνής κατά της κοινωνικής αδικίας και να αφουγκραστούν τις αγωνίες και τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων, επιβάλλουν τη δική τους ατζέντα, συγκροτούνται ως «ομιλούσα τάξη» και γίνονται σύμβουλοι και αυλικοί του καθεστώτος συμβάλλοντας κι αυτοί από το πόστο τους στην παρακμάζουσα αναπαραγωγή του. 
Ακολουθούμενοι από ένα προλεταριάτο αποφοίτων και πρώην φοιτητών καταφέρνουν να γίνουν, σύμφωνα με την ορολογία του Pierre Bourdieu, «κυρίαρχοι κυριαρχούμενοι», μεταξύ των ρετιρέ της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας αφενός και των μικρομεσαίων και λαϊκών τάξεων αφετέρου. Αποκτώντας μια συνείδηση του εαυτού τους ως «ημι-ελίτ» και εκμεταλλευόμενοι την επικοινωνιακή επανάσταση των sixties αναβίωσαν μιαν  αντίληψη περί «πρωτοπορίας» και δήλωσαν έτοιμοι να αναλάβουν τη μεταρρύθμιση της σύγχρονης φιλελεύθερης κοινωνίας από όλα τα παρωχημένα, συντηρητικά, προνεωτερικά χαρακτηριστικά της. Καλωσορίσατε στις υπηρεσίες της Νέας Αριστεράς! 
Ο διορισμός σε πολιτικά γραφεία, η συμμετοχή σε δημόσια projects, η σύσταση διαφόρων κρατικών υπηρεσιών έφερε την ακαδημαϊκοποίηση της διανόησης και τη συνεπακόλουθη επιστημονική και εργαστηριακή παρένδυση του δημόσιου λόγου.
Ο καριερισμός και η στελέχωση του καπιταλιστικού μηχανισμού βρίσκουν γερό πάτημα σε ένα σύνθημα το οποίο ταλανίζει τα δημόσια πράγματα και την πολιτική σύγκρουση σχεδόν μισό αιώνα: «το προσωπικό είναι πολιτικό». Η κονιορτοποίηση της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας, η ενασχόληση του καθενός με τα προσωπικά του ζητήματα, η «διαδικασία προσωποποίησης» της πολιτικής ζωής έφερε την εισβολή της ωφελιμιστικής ιδιώτευσης στους τόπους της δημόσιας αρετής. 
Ο πολιτικός λόγος έπαψε να είναι υπολογίσιμος και η διείσδυση ατομικών διεκδικήσεων στη δημόσια σφαίρα οδήγησε σε μια επιδερμική ενασχόληση με την πολιτική, εφάμιλλη με το ευχάριστο διάλειμμα που βιώνει ο τουρίστας κατά τη διάρκεια ενός weekend.
 Εύλογο είναι όλες αυτές οι ιδιαίτερες ομάδες που κάνανε την εμφάνισή τους μέσω των νέων κοινωνικών κινημάτων να ενδιαφέρονται πρωτίστως τελικά για τη διευθέτηση του προσωπικού τους βίου μέσω της ικανοποίησης εξατομικευμένων αιτημάτων αντί να προτάξουν ένα συλλογικό όραμα για μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, μακράν του να ενισχύσουν την ηθική κρίση πάνω σε μια σειρά από προσωπικής φύσης ζητήματα, αυτά τα νέα κινήματα προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τα δημόσια ήθη με τον εμπλουτισμό γραφειοκρατικών ελέγχων και συμβουλευτικών υπηρεσιών του θεραπευτικού κράτους. 
Η πολιτική ορθότητα, επομένως, αντί να απελευθερώνει και να μετουσιώνει με δημιουργικό τρόπο τα συλλογικά πάθη, υπολογίζει σε μια δικονομικού τύπου καταπίεσή τους. 
Όμως, η αρετολογική απόκλιση του προσώπου απ’ τον ιστό των κυρίαρχων αξιών δεν τίθεται, και δεν μπορεί να τίθεται, με όρους μη-συμμόρφωσης στην τυπική λογική του νόμου ακριβώς επειδή έχει προηγηθεί ο ηθικός αναβαπτισμός του προσώπου σε ένα άλλο κοσμογονικό σύμπαν που υπόσχεται την ενότητα του καθημερινού ανταπεξέρχεσθαι με το μάγμα των αυτών των ηθικών επιταγών. Και ομολογουμένως η αναζήτηση της αρετής απέχει παρασάγγας από τη στατιστική σύγκλιση των συμπεριφορών που επιδιώκει το κηδεμονικό σύμπλεγμα των κρατικών δρώντων στην προσπάθεια να γεμίσει με ηθικο-πολιτικό συμπεριφορισμό ένα σύνολο άδειων υπάρξεων.
Αντιφασισμός, αντισεξισμός, αντιρατσισμός: εδώ, όταν δεν μιλούμε για μια άμεση επιβολή του νόμου την ώρα που η έξις της δημόσιας αρετής και το εθιμικό δίκαιο καταρρέουν, τότε πρόκειται απλώς για τις ελάχιστες διαφορές στα σημεία, τις λεπτές νότες που τελικά θα καταφέρουν μέσα σε ένα σύμπαν ομοιομορφοποίησης να μας κάνουν ξεχωριστούς απ’ τους άλλους. 
Από την οικουμενικότητα του ανθρώπινου όντος, το φαντασιακό του homo universalis, μετακινούμαστε προς τη μοναδικότητά του ατόμου, σε όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που θα το καταστήσουν διαφορετικό απ’ τους άλλους ώστε να γίνει ορατό μέσα στον χυλό της μάζας. 
Παράδοξο κι όμως αληθινό είναι ότι αυτή η μέθοδος εξάπλωσης της «διαφορετικότητας» ως αξίας μοιάζει με ασφυκτικός κλοιός ομογενοποίησης κάθε πραγματικά προσωπικού στοιχείου ώστε τελικά οι μόνοι που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως διαφορετικοί να είναι όσοι αρνούνται τη διαφορετικότητα. Επομένως, όσο κι αν οι επαγγελματίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπαθούν να μας πείσουν για έναν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, μπρος σε όλους τους αγώνες για την ισότητα των ευκαιριών τελικά υποκρύπτεται περισσότερο μια κοινωνική δημογραφία αναζήτησης νέων lifestyle ταυτοτήτων που είναι ικανές να τονώσουν τις δυνατότητες της Αγοράς, παρά κάποιος προθάλαμος για ένα σοσιαλιστικό και δημοκρατικό μέλλον. 
Δεν θα ήταν άκαιρο λοιπόν να υποθέσουμε ότι η επένδυση που επιδεικνύει ο σύγχρονος –μεταμοντέρνος, ατομικίστικος και μηδενιστικός, παρά τις όποιες διακηρύξεις του– αναρχισμός στη διαδικασία της «αποδόμησης» των ταυτοτήτων τον καθιστά αυτομάτως λαγωνικό του φιλελευθερισμού. 
Η θεσμοθέτηση των queer studies δεν εγγυάται σε κανένα σημείο έναν καλύτερο κόσμο. Ίσα-ίσα, αν λάβουμε υπόψη την τάση που επικρατεί σήμερα, 
η διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών είναι αντιστρόφως ανάλογη της συλλογικής ελευθερίας  και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί μια αυξημένη ευαισθησία σε μια τρανσέξουαλ δικαστή να μην βγάλει στο σφυρί πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας ή σε έναν μπάτσο μετανάστη να φερθεί καλύτερα από τους ντόπιους ματατζήδες σε μια διαδήλωση ή σε έναν μουσουλμάνο επιχειρηματία να μην εκμεταλλεύεται τους εργαζομένους του. Στους ναούς που λιβανίζεται νυχθημερόν το ευαγγέλιο της ισότητας, ξημερώνει μια πρωτόγνωρη κομφορμιστική δικτατορία.
Επιδιώκεται ένας δεσποτισμός που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας ευέλικτης, ευκίνητης, καταναλωτικής και τεχνολογικής κοινωνίας αντί της εύτακτης, συμπαγούς, παραγωγικής και βιομηχανικής κοινωνίας. Μια αντι-ουτοπία όπου ό,τι δεν θα ευνοεί την αποβλάκωση, την απάτη, την πλάνη, την κατανάλωση, τον ηδονισμό και το θέαμα, θα υποκύπτει σε όλο και περισσότερα τεστ. Θα περνά αυστηρούς σωματικούς ελέγχους. Το σκέπτεσθαι θα σκανάρεται για να εξακριβωθεί η ασηπτική ουδετερότητά του. Η φυσική και πνευματική ενέργεια θα χρησιμοποιούνται με αποδοτικά οικονομικά τρόπο. Καθείς θα πρέπει να προσέχει τι λέει. Ει δυνατόν θα αυτολογοκρίνεται. Ειδάλλως, θα σέρνεται στα δικαστήρια. Θα καταδικάζεται σε κατ’ οίκον περιορισμό. Με βραχιολάκι. Αποσυρμένος στην αφάνεια.