(Αναδημοσιεύτηκε από τον Δημ. Καζάκη την Τετάρτη 24 Απρ.2013 στο χρονολόγιό του στο f/b)
Κινδυνεύει η πατρίδα! Για το καλό της πατρίδας! Καταστρέφεται η πατρίδα! Πόσες φορές έχουμε ακούσει αυτές τις λέξεις από χείλη πολιτικών και πατριδοκάπηλων, λες και είναι μια αφηρημένη έννοια ή κάτι το μη υπαρκτό, αφού τις χρησιμοποιούν κατά το δοκούν και όπως τους βολεύει. Η πατρίδα, η πατρίδα, συνέχεια αυτή η λέξη, λες και είναι κάτι το αόριστο, κάτι το αόρατο, κάτι το μη υπαρκτό. Πώς όμως χρησιμοποιείται η ίδια λέξη από άλλους ως κατηγόρια γι’ αυτούς που την αγαπούν και την νοιάζονται; Είστε εθνικιστές, είστε φασίστες, είστε οπισθοδρομικοί όσοι μιλάτε για πατρίδα. Εμείς είμαστε προοδευτικοί και ριζοσπάστες και βλέπουμε μπροστά. Πόσο εύκολα χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη χωρίς να έχουν ιδέα για την έννοια της ίδιας της λέξης.
Τι είναι στ’ αλήθεια όμως η πατρίδα; Μην είναι οι κάμποι και τα ψηλά βουνά που έγραφε ο Κώστας Κρυστάλλης ή μήπως ένα φασιστικό κατάλοιπο όπως ισχυρίζονται οι «αριστεριστές»; Καταρχήν η ετυμολογία της λέξης μας περιγράφει ακριβώς την έννοιά της: Πάτρια (εκ του πατρός), Δα (η γη στη Δωρική διάλεκτο). Τη γη των πατέρων μας όριζαν λοιπόν ως πατρίδα οι πρόγονοί μας άσχετα αν σ’ αυτή ζούσαν πλούσιοι ή φτωχοί, αριστεροί ή δεξιοί, προλετάριοι ή αστοί. Και βέβαια οι πραγματικοί προοδευτικοί και θεωρητικοί όλων των τάσεων μιλούσαν με απέραντο σεβασμό για την πατρίδα και το έθνος. «Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το αδιαφιλονίκητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, να ζουν, να σκέφτονται, να θέλουν και να δρουν κατά τον τρόπο τους, που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης. Υποκλίνομαι λοιπόν μπρος στην παράδοση και την ιστορία των λαών, γιατί είναι το αίμα και η σάρκα, η σκέψη και η θέληση κάθε λαού. Γι αυτό, ειλικρινά, είμαι ο πατριώτης όλων των καταπιεσμένων πατρίδων» έγραφε στα 1869 ο Μιχαήλ Μπακούνιν στα «Γράμματα για τον Πατριωτισμό». «Οι προλετάριοι έχουν πατρίδα. Οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αυτή είναι μια φυσική, αληθινή αγάπη. Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός» συμπλήρωνε o ίδιος, ένας εκ των βασικών θεωρητικών του Αναρχισμού.
Η πατρίδα λοιπόν δεν είναι μια απλή λέξη που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, αναλόγως των περιστάσεων και όπως μας βολεύει. Είναι μια έννοια πολύ πιο βαθειά από τις ρητορείες των πολιτικάντηδων και τις άναρθρες κραυγές των ψευτοπροοδευτικών. Είναι μια έννοια που την καταλαβαίνουν μόνο όσοι έχουν αίσθηση της ιστορίας, της παράδοσης, της σκέψης και της αληθινής θέλησης για αυτοδιάθεση και ελευθερία. Την καταλαβαίνουν με τη σωστή της έννοια χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς μικροαστικές αγκυλώσεις, αυτοί που πραγματικά επιζητούν μια δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Είναι αυτοί που χωρίς να ζητήσουν ανταλλάγματα μπαίνουν στη μάχη για τη σωτηρία της, ορμούν ακόμη και στη φωτιά για τη λευτεριά της και δεν φείδονται κόπων για την αναγέννησή της. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους απλούς ανθρώπους, τους ανθρώπους της βιοπάλης, των λαϊκών στρωμάτων, τους ανθρώπους της καθημερινότητας, που όντας αληθινοί αγωνιστές της ζωής γίνονται μπροστάρηδες των αγώνων για τη σωτηρία του έθνους. Άνθρωποι που όπως ο Δημήτρης δε φοβούνται να βάλουν το κεφάλι τους στον «ντορβά» να βγουν μπροστά στη μάχη, αψηφώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν, δίνοντας θάρρος και αφυπνίζοντας το λαό παλεύοντας για μια πραγματικά ελεύθερη Ελλάδα.
Τι μπορεί να πει κανείς γι’ αυτή την πατρίδα που όπου κι αν κοιτάξεις γεμίζεις ήλιο, γεμίζεις θάλασσα, γεμίζεις μυρωδιές, γεμίζεις ομορφιά, γεμίζεις εικόνες, γεμίζεις Ελλάδα. Όπου και αν σκάψεις θα βρεις κάτι από την ιστορία της, θ’ αναβλύσει αίμα από τις θυσίες του λαού της, θα βρεις κάτι που θα σου θυμίσει ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και πού πρέπει να πας.
Τι μπορείς όμως να πεις και γι’ αυτόν το λαό, που μπορεί να μοιάζει υπνωτισμένος, ίσως και ναρκωμένος, που σε τρελαίνει ώρες ώρες με την αναλγησία του και σου θυμίζει την απόγνωση που ένοιωθαν οι πρώτοι ΕΑΜίτες, όπως γράφει ο Δ. Γλυνός, από την απάθεια του κόσμου μπροστά στις κατοχικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα έγραψε το Έπος της Εθνικής Αντίστασης. Από το συμβιβασμό που είχε ως ένα βαθμό με τον Τούρκο κατακτητή, αλλά ταυτόχρονα επαναστάτησε όχι μόνο ενάντια των Τούρκων αλλά και όλης της Ιερής Συμμαχίας που δεν ανεχόταν με τίποτα μερικούς «ξυπόλυτους» και «αγράμματους» να αντιδρούν μπροστά στα θελήματα των μεγάλων δυνάμεων. Αυτόν το λαό που μόνος αντιστάθηκε στις Περσικές ορδές, που μόνος του ελευθέρωσε τρείς φορές την πατρίδα του, που μπορεί να γέννησε Εφιάλτες και Πήλιους Γούσηδες, αλλά έβγαλε Μιλτιάδη, Λεωνίδα, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη και Ανδρούτσο. Που αντιστάθηκε με όλες του τις δυνάμεις στο φασισμό και το ναζισμό, που μπορεί να είχε δοσίλογους αλλά γέννησε τον Άρη και το ΕΑΜ, που μπορεί να αντιμετώπισε σφαγές και καταστροφές, πιο πολλές αναλογικά απ’ οιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά δε λύγισε και κατάφερε μόνος του να λευτερωθεί.
Αυτός ο ίδιος λαός καλείται και τώρα να λευτερώσει την πατρίδα του. Αυτός που μπορεί να βρίσκεται ακόμη κάτω από το φόβο της κατοχής της ευρωζώνης και του ευρώ, αλλά που σιγά σιγά ωριμάζει και σκέφτεται τρόπους ν’ αντιδράσει. Εκεί λοιπόν έρχεται ο ρόλος του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου, εμάς των ΕΠΑΜιτών. Να παίξουμε το ρόλο της Φιλικής Εταιρείας, το ρόλο των μπροστάρηδων, το ρόλο των διαφωτιστών, το ρόλο των αποστόλων. Να βγούμε μπροστά, να αφυπνίσουμε τον κόσμο, να του μιλήσουμε για τα προτάγματά μας, να τον βοηθήσουμε να οργανωθεί, να τον κάνουμε να μην αισθάνεται μόνος. Εύκολο; Καθόλου. Αλλά τι νόημα θα είχε να μετράμε τη δυσκολία και να οπισθοχωρούμε χωρίς να κάνουμε το καθήκον μας. Τι νόημα θα είχε απλώς να λέμε ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει και να τον αφήνουμε στην τύχη του. Δεν θα ήμασταν ΕΠΑΜίτες τότε, αλλά ένα ακόμα κίνημα χωρίς ουσία και υπόβαθρο είτε πολιτικό, είτε ιδεολογικό. Θα ήμασταν σαν τους υπόλοιπους λαλίστατους αλλά χωρίς ουσία «επαναστάτες» που περιμένουν το λαό να ωριμάσει, χωρίς αυτοί να κάνουν τίποτα.
Σκεφτείτε λοιπόν πώς θα ήταν τώρα η πατρίδα μας αν τα παρατούσε ο Κολοκοτρώνης όταν οι ορδές του Ιμπραήμ λεηλατούσαν και έσφαζαν και οι γνωστοί δοσίλογοι πολιτικοί της εποχής διαπραγματεύονταν για το τομάρι τους, αδιαφορώντας για το λαό και την πατρίδα. Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους πρόσταξε ο Γέρος του Μοριά και ρίχτηκε στη μάχη. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν δεν υπήρχε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ και δέχονταν το παραμύθι των Τσολάκογλου, Ράλλη και λοιπόν προδοτών του έθνους και κάθονταν στωικά να βλέπουν την καταστροφή της πατρίδας και την κυριαρχία του Ναζισμού.
Ακόμη και αυτοί που βλέπουν τον αγώνα απλά ταξικό ενάντια στο διεθνές κεφάλαιο και τον καπιταλισμό, έχουν σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή τους αν τα προτάγματα των αγώνων του Μαρίνου Αντύπα, του Άρη Βελουχιώτη, του Γρηγόρη Λαμπράκη, των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, δεν ήταν πάνω απ’ όλα εθνικοαπελευθερωτικά. Καμιά ενότητα και κατά συνέπεια καμία νίκη δε θα είχε επιτευχθεί αν παρέμεναν στα στενά ταξικά όρια. Ακόμη και οι μεγάλες επαναστάσεις του 19ου και 20ου αιώνα δεν είχαν μόνο ταξικό, αλλά πάνω απ’ όλα εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. «Από μαρξιστική άποψη, γενικοί και αφηρημένοι ορισμοί, όπως ο “μη πατριωτισμός”, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Η πατρίδα, το έθνος, είναι ιστορικές κατηγορίες. Αν σε καιρό πολέμου πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή για αγώνα ενάντια στο ζυγό που καταπιέζει ένα έθνος, εγώ δεν είμαι καθόλου ενάντια σ’ ένα τέτοιο πόλεμο και δεν φοβάμαι τις λέξεις “υπεράσπιση της πατρίδας” όταν αναφέρονται σ’ ένα τέτοιου είδους πόλεμο ή εξέγερση. Οι σοσιαλιστές τάσσονται πάντοτε με το μέρος των καταπιεζόμενων και συνεπώς δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των πολέμων που έχουν σκοπό τη δημοκρατική πάλη ενάντια στην καταπίεση» έλεγε ο Λένιν «Γράμμα προς τον Μπορίς Σουβάριν» το 1916.
Έτσι λοιπόν το καθήκον μας είναι πιο επιτακτικό. Πρέπει να παλέψουμε ακόμη περισσότερο και πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε το «εγώ» μας και να μπούμε με περισσότερο πάθος στον αγώνα. Δεν πρέπει το «εγώ» του καθενός μας να μπαίνει πάνω από τον αγώνα. Το ξέρω, είναι δύσκολο να αποβάλεις κάτι με το οποίο έχεις εκπαιδευτεί χρόνια τώρα. Κάτι που θεωρήθηκε ιδανικό, να κοιτάς δηλαδή την πάρτη σου και να ιδιωτεύεις. Μεγάλη ύβρις για τους προγόνους μας το να είσαι ιδιώτης. Μέγιστο όμως το καθήκον να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να γίνεις μέρος του συνόλου. Να μάθεις να δουλεύεις μέσα στην ομάδα κοιτώντας το «εμείς» και βάζοντας τα προσωπικά σου θέλω κάτω από το συλλογικό καλό. Να μάθεις να νοιάζεσαι πρώτα για τον συναγωνιστή σου και μετά για σένα. Να προσφέρεις ανιδιοτελώς στο συνάνθρωπό σου, πέρα από προσωπικά οφέλη και μικρότητες.
Είναι ιστορικό το καθήκον μας, όσο και αν ακούγεται βαρύγδουπο αυτό. Έχουμε ιστορική υποχρέωση απέναντι στα παιδιά μας, στους φίλους μας, στην οικογένειά μας, στους ίδιους μας τους εαυτούς. Όσο κι αν ακούγεται εγωιστικό, είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει, τι πρόκειται να συμβεί, τι πρέπει να κάνουμε για να γλιτώσουμε από την καταστροφή και τι όμορφη θα είναι η πατρίδα που θα παραδώσουμε στα παιδιά μας εάν νικήσουμε.
Αυτό το όνειρο θα ήθελα να είναι η πραγματικότητα που θα ζήσει η γενιά μας και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας. Θα ήθελα οι μεταγενέστερες γενιές να αλλάξουν το τραγούδι του Κηλαϊδόνη από «κολίγα γιός ο παππούς του παππού μου» σε λεύτερος γιός ο παππούς του παππού μου. Αλλά θα ήθελα να έχω και την ευτυχία να δω τα πρόσωπα των συναγωνιστών μου, που τόσα πολλά μου προσφέρουν, ακόμη και αν δεν το καταλαβαίνουν, που με τιμούν με το να μ’ έχουν συναγωνιστή τους, που μου προσφέρουν τόσα όσα ίσως μόνο μ’ αυτά που μου προσφέρουν τα παιδιά μου μπορούν συγκριθούν, που με θεωρούν φίλο τους και αδερφό τους, αυτά τα πρόσωπα θα ήθελα να δω ευτυχισμένα και πραγματικά η σκέψη και μόνο της χαράς στα πρόσωπά τους μου δίνει κουράγιο να συνεχίζω.
Σταύρος Παπαγιάννης
Μέλος ΕΠΑΜ Νέου Κόσμου
ΥΓ. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;
(Από το λόγο του Άρη στη Λαμία)
Κινδυνεύει η πατρίδα! Για το καλό της πατρίδας! Καταστρέφεται η πατρίδα! Πόσες φορές έχουμε ακούσει αυτές τις λέξεις από χείλη πολιτικών και πατριδοκάπηλων, λες και είναι μια αφηρημένη έννοια ή κάτι το μη υπαρκτό, αφού τις χρησιμοποιούν κατά το δοκούν και όπως τους βολεύει. Η πατρίδα, η πατρίδα, συνέχεια αυτή η λέξη, λες και είναι κάτι το αόριστο, κάτι το αόρατο, κάτι το μη υπαρκτό. Πώς όμως χρησιμοποιείται η ίδια λέξη από άλλους ως κατηγόρια γι’ αυτούς που την αγαπούν και την νοιάζονται; Είστε εθνικιστές, είστε φασίστες, είστε οπισθοδρομικοί όσοι μιλάτε για πατρίδα. Εμείς είμαστε προοδευτικοί και ριζοσπάστες και βλέπουμε μπροστά. Πόσο εύκολα χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη χωρίς να έχουν ιδέα για την έννοια της ίδιας της λέξης.
Τι είναι στ’ αλήθεια όμως η πατρίδα; Μην είναι οι κάμποι και τα ψηλά βουνά που έγραφε ο Κώστας Κρυστάλλης ή μήπως ένα φασιστικό κατάλοιπο όπως ισχυρίζονται οι «αριστεριστές»; Καταρχήν η ετυμολογία της λέξης μας περιγράφει ακριβώς την έννοιά της: Πάτρια (εκ του πατρός), Δα (η γη στη Δωρική διάλεκτο). Τη γη των πατέρων μας όριζαν λοιπόν ως πατρίδα οι πρόγονοί μας άσχετα αν σ’ αυτή ζούσαν πλούσιοι ή φτωχοί, αριστεροί ή δεξιοί, προλετάριοι ή αστοί. Και βέβαια οι πραγματικοί προοδευτικοί και θεωρητικοί όλων των τάσεων μιλούσαν με απέραντο σεβασμό για την πατρίδα και το έθνος. «Η πατρίδα αντιπροσωπεύει το αδιαφιλονίκητο και ιερό δικαίωμα κάθε ανθρώπου, ομάδας ανθρώπων, ενώσεων, κοινοτήτων, περιοχών, να ζουν, να σκέφτονται, να θέλουν και να δρουν κατά τον τρόπο τους, που γεννήθηκε ως αποτέλεσμα της μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης. Υποκλίνομαι λοιπόν μπρος στην παράδοση και την ιστορία των λαών, γιατί είναι το αίμα και η σάρκα, η σκέψη και η θέληση κάθε λαού. Γι αυτό, ειλικρινά, είμαι ο πατριώτης όλων των καταπιεσμένων πατρίδων» έγραφε στα 1869 ο Μιχαήλ Μπακούνιν στα «Γράμματα για τον Πατριωτισμό». «Οι προλετάριοι έχουν πατρίδα. Οι λαϊκές μάζες όλων των χωρών αγαπούν βαθιά την πατρίδα τους. Αυτή είναι μια φυσική, αληθινή αγάπη. Ο πατριωτισμός του λαού δεν είναι ιδέα, αλλά γεγονός» συμπλήρωνε o ίδιος, ένας εκ των βασικών θεωρητικών του Αναρχισμού.
Η πατρίδα λοιπόν δεν είναι μια απλή λέξη που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, αναλόγως των περιστάσεων και όπως μας βολεύει. Είναι μια έννοια πολύ πιο βαθειά από τις ρητορείες των πολιτικάντηδων και τις άναρθρες κραυγές των ψευτοπροοδευτικών. Είναι μια έννοια που την καταλαβαίνουν μόνο όσοι έχουν αίσθηση της ιστορίας, της παράδοσης, της σκέψης και της αληθινής θέλησης για αυτοδιάθεση και ελευθερία. Την καταλαβαίνουν με τη σωστή της έννοια χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς μικροαστικές αγκυλώσεις, αυτοί που πραγματικά επιζητούν μια δίκαιη και ελεύθερη ζωή. Είναι αυτοί που χωρίς να ζητήσουν ανταλλάγματα μπαίνουν στη μάχη για τη σωτηρία της, ορμούν ακόμη και στη φωτιά για τη λευτεριά της και δεν φείδονται κόπων για την αναγέννησή της. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους απλούς ανθρώπους, τους ανθρώπους της βιοπάλης, των λαϊκών στρωμάτων, τους ανθρώπους της καθημερινότητας, που όντας αληθινοί αγωνιστές της ζωής γίνονται μπροστάρηδες των αγώνων για τη σωτηρία του έθνους. Άνθρωποι που όπως ο Δημήτρης δε φοβούνται να βάλουν το κεφάλι τους στον «ντορβά» να βγουν μπροστά στη μάχη, αψηφώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν, δίνοντας θάρρος και αφυπνίζοντας το λαό παλεύοντας για μια πραγματικά ελεύθερη Ελλάδα.
Τι μπορεί να πει κανείς γι’ αυτή την πατρίδα που όπου κι αν κοιτάξεις γεμίζεις ήλιο, γεμίζεις θάλασσα, γεμίζεις μυρωδιές, γεμίζεις ομορφιά, γεμίζεις εικόνες, γεμίζεις Ελλάδα. Όπου και αν σκάψεις θα βρεις κάτι από την ιστορία της, θ’ αναβλύσει αίμα από τις θυσίες του λαού της, θα βρεις κάτι που θα σου θυμίσει ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και πού πρέπει να πας.
Τι μπορείς όμως να πεις και γι’ αυτόν το λαό, που μπορεί να μοιάζει υπνωτισμένος, ίσως και ναρκωμένος, που σε τρελαίνει ώρες ώρες με την αναλγησία του και σου θυμίζει την απόγνωση που ένοιωθαν οι πρώτοι ΕΑΜίτες, όπως γράφει ο Δ. Γλυνός, από την απάθεια του κόσμου μπροστά στις κατοχικές δυνάμεις, αλλά ταυτόχρονα έγραψε το Έπος της Εθνικής Αντίστασης. Από το συμβιβασμό που είχε ως ένα βαθμό με τον Τούρκο κατακτητή, αλλά ταυτόχρονα επαναστάτησε όχι μόνο ενάντια των Τούρκων αλλά και όλης της Ιερής Συμμαχίας που δεν ανεχόταν με τίποτα μερικούς «ξυπόλυτους» και «αγράμματους» να αντιδρούν μπροστά στα θελήματα των μεγάλων δυνάμεων. Αυτόν το λαό που μόνος αντιστάθηκε στις Περσικές ορδές, που μόνος του ελευθέρωσε τρείς φορές την πατρίδα του, που μπορεί να γέννησε Εφιάλτες και Πήλιους Γούσηδες, αλλά έβγαλε Μιλτιάδη, Λεωνίδα, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη και Ανδρούτσο. Που αντιστάθηκε με όλες του τις δυνάμεις στο φασισμό και το ναζισμό, που μπορεί να είχε δοσίλογους αλλά γέννησε τον Άρη και το ΕΑΜ, που μπορεί να αντιμετώπισε σφαγές και καταστροφές, πιο πολλές αναλογικά απ’ οιαδήποτε άλλη χώρα, αλλά δε λύγισε και κατάφερε μόνος του να λευτερωθεί.
Αυτός ο ίδιος λαός καλείται και τώρα να λευτερώσει την πατρίδα του. Αυτός που μπορεί να βρίσκεται ακόμη κάτω από το φόβο της κατοχής της ευρωζώνης και του ευρώ, αλλά που σιγά σιγά ωριμάζει και σκέφτεται τρόπους ν’ αντιδράσει. Εκεί λοιπόν έρχεται ο ρόλος του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου, εμάς των ΕΠΑΜιτών. Να παίξουμε το ρόλο της Φιλικής Εταιρείας, το ρόλο των μπροστάρηδων, το ρόλο των διαφωτιστών, το ρόλο των αποστόλων. Να βγούμε μπροστά, να αφυπνίσουμε τον κόσμο, να του μιλήσουμε για τα προτάγματά μας, να τον βοηθήσουμε να οργανωθεί, να τον κάνουμε να μην αισθάνεται μόνος. Εύκολο; Καθόλου. Αλλά τι νόημα θα είχε να μετράμε τη δυσκολία και να οπισθοχωρούμε χωρίς να κάνουμε το καθήκον μας. Τι νόημα θα είχε απλώς να λέμε ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει και να τον αφήνουμε στην τύχη του. Δεν θα ήμασταν ΕΠΑΜίτες τότε, αλλά ένα ακόμα κίνημα χωρίς ουσία και υπόβαθρο είτε πολιτικό, είτε ιδεολογικό. Θα ήμασταν σαν τους υπόλοιπους λαλίστατους αλλά χωρίς ουσία «επαναστάτες» που περιμένουν το λαό να ωριμάσει, χωρίς αυτοί να κάνουν τίποτα.
Σκεφτείτε λοιπόν πώς θα ήταν τώρα η πατρίδα μας αν τα παρατούσε ο Κολοκοτρώνης όταν οι ορδές του Ιμπραήμ λεηλατούσαν και έσφαζαν και οι γνωστοί δοσίλογοι πολιτικοί της εποχής διαπραγματεύονταν για το τομάρι τους, αδιαφορώντας για το λαό και την πατρίδα. Τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους πρόσταξε ο Γέρος του Μοριά και ρίχτηκε στη μάχη. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν δεν υπήρχε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ και δέχονταν το παραμύθι των Τσολάκογλου, Ράλλη και λοιπόν προδοτών του έθνους και κάθονταν στωικά να βλέπουν την καταστροφή της πατρίδας και την κυριαρχία του Ναζισμού.
Ακόμη και αυτοί που βλέπουν τον αγώνα απλά ταξικό ενάντια στο διεθνές κεφάλαιο και τον καπιταλισμό, έχουν σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή τους αν τα προτάγματα των αγώνων του Μαρίνου Αντύπα, του Άρη Βελουχιώτη, του Γρηγόρη Λαμπράκη, των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, δεν ήταν πάνω απ’ όλα εθνικοαπελευθερωτικά. Καμιά ενότητα και κατά συνέπεια καμία νίκη δε θα είχε επιτευχθεί αν παρέμεναν στα στενά ταξικά όρια. Ακόμη και οι μεγάλες επαναστάσεις του 19ου και 20ου αιώνα δεν είχαν μόνο ταξικό, αλλά πάνω απ’ όλα εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. «Από μαρξιστική άποψη, γενικοί και αφηρημένοι ορισμοί, όπως ο “μη πατριωτισμός”, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία. Η πατρίδα, το έθνος, είναι ιστορικές κατηγορίες. Αν σε καιρό πολέμου πρόκειται για την υπεράσπιση της δημοκρατίας ή για αγώνα ενάντια στο ζυγό που καταπιέζει ένα έθνος, εγώ δεν είμαι καθόλου ενάντια σ’ ένα τέτοιο πόλεμο και δεν φοβάμαι τις λέξεις “υπεράσπιση της πατρίδας” όταν αναφέρονται σ’ ένα τέτοιου είδους πόλεμο ή εξέγερση. Οι σοσιαλιστές τάσσονται πάντοτε με το μέρος των καταπιεζόμενων και συνεπώς δεν μπορούν να είναι αντίπαλοι των πολέμων που έχουν σκοπό τη δημοκρατική πάλη ενάντια στην καταπίεση» έλεγε ο Λένιν «Γράμμα προς τον Μπορίς Σουβάριν» το 1916.
Έτσι λοιπόν το καθήκον μας είναι πιο επιτακτικό. Πρέπει να παλέψουμε ακόμη περισσότερο και πρώτα απ’ όλα με τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε το «εγώ» μας και να μπούμε με περισσότερο πάθος στον αγώνα. Δεν πρέπει το «εγώ» του καθενός μας να μπαίνει πάνω από τον αγώνα. Το ξέρω, είναι δύσκολο να αποβάλεις κάτι με το οποίο έχεις εκπαιδευτεί χρόνια τώρα. Κάτι που θεωρήθηκε ιδανικό, να κοιτάς δηλαδή την πάρτη σου και να ιδιωτεύεις. Μεγάλη ύβρις για τους προγόνους μας το να είσαι ιδιώτης. Μέγιστο όμως το καθήκον να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να γίνεις μέρος του συνόλου. Να μάθεις να δουλεύεις μέσα στην ομάδα κοιτώντας το «εμείς» και βάζοντας τα προσωπικά σου θέλω κάτω από το συλλογικό καλό. Να μάθεις να νοιάζεσαι πρώτα για τον συναγωνιστή σου και μετά για σένα. Να προσφέρεις ανιδιοτελώς στο συνάνθρωπό σου, πέρα από προσωπικά οφέλη και μικρότητες.
Είναι ιστορικό το καθήκον μας, όσο και αν ακούγεται βαρύγδουπο αυτό. Έχουμε ιστορική υποχρέωση απέναντι στα παιδιά μας, στους φίλους μας, στην οικογένειά μας, στους ίδιους μας τους εαυτούς. Όσο κι αν ακούγεται εγωιστικό, είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε ακριβώς τι συμβαίνει, τι πρόκειται να συμβεί, τι πρέπει να κάνουμε για να γλιτώσουμε από την καταστροφή και τι όμορφη θα είναι η πατρίδα που θα παραδώσουμε στα παιδιά μας εάν νικήσουμε.
Αυτό το όνειρο θα ήθελα να είναι η πραγματικότητα που θα ζήσει η γενιά μας και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας. Θα ήθελα οι μεταγενέστερες γενιές να αλλάξουν το τραγούδι του Κηλαϊδόνη από «κολίγα γιός ο παππούς του παππού μου» σε λεύτερος γιός ο παππούς του παππού μου. Αλλά θα ήθελα να έχω και την ευτυχία να δω τα πρόσωπα των συναγωνιστών μου, που τόσα πολλά μου προσφέρουν, ακόμη και αν δεν το καταλαβαίνουν, που με τιμούν με το να μ’ έχουν συναγωνιστή τους, που μου προσφέρουν τόσα όσα ίσως μόνο μ’ αυτά που μου προσφέρουν τα παιδιά μου μπορούν συγκριθούν, που με θεωρούν φίλο τους και αδερφό τους, αυτά τα πρόσωπα θα ήθελα να δω ευτυχισμένα και πραγματικά η σκέψη και μόνο της χαράς στα πρόσωπά τους μου δίνει κουράγιο να συνεχίζω.
Σταύρος Παπαγιάννης
Μέλος ΕΠΑΜ Νέου Κόσμου
ΥΓ. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ;
(Από το λόγο του Άρη στη Λαμία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.