Uncategorized, Κίνηση Πολιτών «Άρδην» — Μαΐου 22, 2013 at 12:50 μμ
Η συζήτηση για την διαμόρφωση ενός αντιστασιακού πολιτικού πόλου προχωράει!
Της Κίνησης Πολιτών Άρδην από τη Ρήξη φ. 93
Βρισκόμαστε πλέον στον τέταρτο χρόνο της σφοδρής ελληνικής κρίσης και όσα έχουν ήδη συμβεί ξεκαθαρίζουν αρκετά την υφή και τον χαρακτήρα της περιόδου που διανύουμε.
1) Η κρίση έτσι όπως εκδηλώθηκε στη χώρα μας από τα τέλη του 2009, ως καθολική πανεθνική κρίση, πυροδότησε τρομακτικά επώδυνες και επικίνδυνες για το μέλλον και την επιβίωση του ελληνικού λαού αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία, υπό τους εκβιασμούς της γερμανικής Ευρώπης και των λοιπών ξένων δανειστών, εξαναγκάστηκε σ’ έναν «μεγάλο μετασχηματισμό» μέσα από οδυνηρά για την πλειοψηφία του λαού μέτρα. Πλέον ο νεοελληνικός παρασιτισμός, έτσι όπως εκδηλώθηκε κατά την ύστερη μεταπολίτευση, με το συναινετικό κοινωνικό του πρόσωπο, την αναπαραγωγή των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων, τον δικομματισμό και τον διάχυτο μηδενισμό και κοσμοπολιτισμό του, τείνει να καταστεί παρελθόν, αφήνοντάς μας όμως ως παρακαταθήκη μια βαθύτατη σήψη και παρακμή.
2) Στη θέση του ορθώνεται μια φτωχοποιημένη και πολλαπλώς εξαρτώμενη αποικία χρέους, με έντονες και σκληρές ανισότητες, την οποία διευθύνει αυταρχικά ένα κράτος-εντολοδόχος των ξένων πολιτικών επικυρίαρχων, των χρηματιστηρίων και των πολυεθνικών. Μέσα σ’ αυτό, κάθε ιδέα-λάβαρο της παλαιάς εποχής αντιστρέφεται, σαν σε φωτογραφικό είδωλο, στο αντίθετό της: Το τοτέμ του κοσμοπολιτισμού και το «ανήκουμεν εις την Δύση» μεταβλήθηκε στο σκιάχτρο-ιανό νεοθωμανισμού και νέας γερμανικής επικυριαρχίας. Η κίβδηλη ευημερία, σε εκτεταμένη εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας, και η ξέφρενη κατανάλωση στα πολυκαταστήματα, στον συνωστισμό και τους καβγάδες των συσσιτίων, για μια σακούλα κρεμμύδια. Ο γαλαντόμος πολυπολιτισμός των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, σε γκέτο και αντιπαράθεση, στο πλαίσιο μιας δημογραφικά παρηκμασμένης χώρας της μεθορίου, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σε μια συγκυρία που πραγματοποιείται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία. Και, βέβαια, η αβάσταχτη ελαφρότητα της εγωκρατίας και της καλοπέρασης έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα και την απελπισία, ενώ ένα μεγάλο μέρος των νέων γενεών ξεριζώνεται και εγκαταλείπει τη χώρα.
3) Όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας παγκόσμιας θύελλας, καθώς το οικονομικό κέντρο βάρους του πλανήτη μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή και τη Λατινική Αμερική, προς στις νέες οικονομικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Νότιο Αφρική). Ο παλαιός κόσμος αναδιπλώνεται, η Ευρώπη δείχνει το σκοτεινό της πρόσωπο, ευρισκόμενη σε πορεία μετάβασης προς την αυταρχική λιτότητα, ενώ οι ΗΠΑ εντείνουν την αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, ως μέσο για να αντιμετωπίσουν διά της γεωπολιτικής το οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα των νεοανερχόμενων παικτών της παγκόσμιας σκακιέρας. Η παλαιά τάξη αποσυντίθεται και η αποσταθεροποίηση γενικεύεται, γεγονός που αφήνει πολλά κενά σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία, να ενδυναμωθούν και να ξεδιπλώσουν ανοιχτά τις δικές τους ηγεμονικές φιλοδοξίες –λέγε με νεοθωμανισμό. Σε αυτό το τοπίο των σαρωτικών ανατροπών, το αμείλικτο γεωπολιτικό ζήτημα που τίθεται για τον λαό μας είναι ότι οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, ενώ εμείς οι ίδιοι βιώνουμε μια πρωτοφανή απώλεια κυριαρχικών κεκτημένων, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και της υπαγωγής μας σε καθεστώς ξένης προστασίας. Το ερώτημα που τίθεται για μας είναι αμείλικτο: Αν στην εποχή της «ισχυρής Ελλάδας στην ισχυρή Ευρώπη» τα εθνικά ζητήματα επέμεναν με τη σφοδρότητα των Ιμίων, του Σχεδίου Ανάν, της συστηματικής τουρκικής παρέμβασης στη Θράκη και των επίμονων διεκδικήσεων στο Αιγαίο, τι θα γίνει τώρα, που οι παγκόσμιες ισορροπίες διαταράσσονται, ισχυροποιείται ο νεοθωμανισμός και η χώρα μας κλυδωνίζεται;
4) Είναι αλήθεια ότι, μέσα σε αυτόν τον πάταγο, ο ελληνικός λαός, αν και επί δεκαετίες εν υπνώσει, αλλοτριωμένος, με τα συλλογικά αντιστασιακά του αντανακλαστικά να ’χουν ατροφήσει από τη χρόνια τηλεδικτατορία, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει την επέλαση της αποικίας χρέους. Σ’ ένα από τα μαζικότερα κινήματα της μεταπολίτευσης, στις πλατείες της αγανάκτησης, προσπάθησε να κόψει δρόμο και αστραπιαία να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάσχεσης της ελεύθερης πτώσης. Κατάφερε να θέσει στο στόχαστρο τους πραγματικούς εχθρούς, κατονομάζοντας ως κύριους υπαίτιους της κρίσης τους ταγούς του σάπιου ελληνικού πολιτικού συστήματος, ενώ συνέλαβε σε βάθος την ουσία του ζητήματος συνδυάζοντας αιτήματα για εθνική απελευθέρωση, δικαιοσύνη, κοινωνική ισότητα και άμεση δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως το πιο προωθημένο, μαζικό κίνημα των δεκαετιών, παρέμεινε πολιτικά ανάδελφο, πως η συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων, είτε μιλάμε για τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς, είτε για τον διεφθαρμένο, γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλισμό, παρέμειναν στο περιθώριο των κινητοποιήσεων. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, καθώς πολύ σωστά, αυθόρμητα, ο κόσμος έκρινε ότι όλοι αυτοί αποτελούν μέρος του προβλήματος και δεν μπορούν να εμφανιστούν ως αρωγοί σε οποιαδήποτε διαδικασία άρσης του αδιεξόδου.
5) Τι πέτυχε αυτό το κίνημα; Πολλά, αλλά όχι αρκετά. Εξανάγκασε το κατεστημένο σε αναδίπλωση και έριξε στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας πολλούς από τους μέχρι τότε πρωταγωνιστές του. Διέλυσε τον δικομματισμό και τσάκισε στερεωμένες συμμαχίες δεκαετιών που όριζαν τις τύχες αυτής της χώρας. Εντούτοις δεν έφτασε μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη μετάβαση από το πολιτικό σύστημα της παράδοσης και της υποταγής, σ’ ένα νέο αντιστασιακό πολιτικό αστερισμό –και γι’ αυτό σύντομα επικράτησαν οι δυνάμεις της Θερμιδώρ που καιροφυλακτούσαν: Εκφράστηκαν αρχικά μέσω του Παπαδήμου, κι ύστερα από την τρικομματική κυβέρνηση, η οποία ανέλαβε να ολοκληρώσει την μετάβαση από την ύστερη μεταπολίτευση στην αυταρχική αποικία χρέους, όπως είπαμε, φτωχοποιώντας την κοινωνία και υποθηκεύοντας το ίδιο το μέλλον του ελληνισμού.
6) Οι λόγοι της αποτυχίας ήταν πολλοί. Ο κυριότερος, ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις προσέκρουσαν στο σκόπελο των δυνάμεων της ίδιας της υστερομεταπολιτευτικής παρακμής. Στο γεγονός ότι κοινωνία και πολιτική σφαίρα είχαν εξαντληθεί αμετάκλητα και δεν μπόρεσαν να γεννήσουν κανένα συνεκτικό υποκείμενο που θ’ αναλάβει να προχωρήσει την υπόθεση της αντίστασης του λαού ένα βήμα πιο πέρα. Εξάλλου, τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μαζική υποκατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων από τους ξένους μετανάστες, λαθραίους ή μη, πέρα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει στη συνοχή μιας χώρας των συνόρων όπως η δική μας, αλλοίωσε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Η εργατική τάξη και οι εργάτες γης υποκαταστάθηκαν μαζικά από τους μετανάστες, αποσυνθέτοντας τη συνοχή των εργαζομένων και διαφθείροντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που έμαθε να ζει με υπηρέτες, σε ένα καθεστώς οιονεί δουλοκτησίας.
7) Μετά την αποτυχία των άμεσων λαϊκών κινητοποιήσεων, που υπονομεύτηκαν και από τη δράση των επαγγελματιών της βίας (βλέπε Μαρφίν κ.λπ.) ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ο κύριος αποδέκτης της λαϊκής δυσαρέσκειας και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, αξιώνοντας να εκφράσει τη ριζική αντίθεση του ελληνικού λαού προς το μνημόνιο. Αποδείχτηκε όμως ένας νάνος μέσα σε ρούχα γίγαντα, καθώς δεν είναι σε θέση, λόγω της ταξικής του συγκρότησης και της ιδεολογικοπολιτικής του διαμόρφωσης να παίξει τον ρόλο που ο ίδιος διεκδικεί: με μεσοστρωματική και αρκετά εξασφαλισμένη κοινωνικά οργανωτική ραχοκοκαλιά, διαβρωμένος από τον εθνομηδενισμό και την κοσμοπολίτικη αυταπάτη, αρκετά μπλεγμένος στα δίκτυα της εξουσίας κατά το παρελθόν –ιδιαίτερα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα ΜΜΕ και το πανεπιστήμιο– δεν μπορεί να εξελιχθεί στο νέο ΕΑΜ. Τόσο για λόγους κοινωνικού-πολιτισμικού χάσματος με την παλιά και τη νέα φτωχολογιά, όσο και για λόγους ιδεολογικούς, καθώς στο παραπέντε της νέας υποδούλωσής μας στη σύμπραξη γερμανικής Ευρώπης και νεοθωμανισμού, πολλοί ανάμεσά τους συζητούν ακόμα για το αν υπάρχουν… Έλληνες και ελληνικό έθνος!
Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι ότι προσπαθεί να καλύψει το πραγματικό πολιτικό-ιδεολογικό κενό με μακιγιάζ και επικοινωνιακά τερτίπια. Έτσι, ο ίδιος ο πρόεδρός του, αντί να βγει ανοιχτά και να καλέσει σε νέο ΕΑΜ, κηρύσσοντας παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στις δυνάμεις της νέας εθνικής υποδούλωσης, επέλεξε τον δρόμο της ψευδοϋπευθυνότητας, εμφανιζόμενος ως «η αριστερά που προσπαθεί να κυβερνήσει». Οπότε, μετά τις εκλογές ακολούθησε ένα ρεσιτάλ διγλωσσίας και παλινδρομήσεων, που υπαγορευόταν από μια ευκαιριακή τακτική η οποία, ελλείψει μιας στρατηγικής βάθους, πότε έδινε έμφαση στο «αριστερά» και πότε στο «μπορεί να κυβερνήσει». Γι’ αυτό και η πορεία του θυμίζει μια αέναη κίνηση εκκρεμούς, που θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ πότε σε τροχιά (λεκτικής) ριζοσπαστικοποίησης και πότε σε στάση «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», όπως την εννοεί σήμερα ο πολιτικός κόσμος της υποτέλειας, δηλαδή μέσω συναντήσεων με τον Σόιμπλε και τον Φούχτελ, επισκέψεων στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, ομιλιών στο Μπρούκινγκς και στα συνέδρια του Εκόνομιστ.
8) Από την άλλη, τα αυτόνομα υποκείμενα των πλατειών και οι νέες αντιμνημονιακές δυνάμεις έπεσαν θύματα της.. αυθεντικότητάς τους, όντας τέκνα μιας κοινωνίας που τελούσε επί δεκαετίες σε συνθήκες κοινωνικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής καθίζησης. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοντάψουν στα εμπόδια χιλίων δύο μαγγανειών, τσαρλατάνων και ψευδοϊδεολογημάτων. Τα οποία είχαν για κοινό τόπο το ότι αυτοπροτείνονταν ως πανάκεια και υπόσχονταν μια ηρωική, αλλά γρήγορη επιστροφή στη χτεσινή ευκολία. Έτσι, σύντομα εκδηλώθηκαν παθογένειες, που συνοδεύουν μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της δημόσιας συζήτησης: Έναν οικονομισμό, που θεωρεί κάθε πρόσφατη κακοδαιμονία λίγο πολύ ως απότοκο μιας συνωμοσίας του διεθνούς κεφαλαίου και των ευρωκρατών, εύκολης να ανατραπεί με τρικ όπως η γενικευμένη στάση πληρωμών ή η επιστροφή στη δραχμή. Κι όλα αυτά με αρκετή δόση μανίας, όπου, κάθε στιγμή που ανακηρυσσόταν ένα «σχέδιο ανατροπής» έπρεπε ντε και καλά να ήταν η στιγμή του «ή τώρα η ποτέ», η οποία συνοδευόταν με θούριους, καλέσματα για άμεσες ανατροπές και χειμερινές εφόδους στ’ ανάκτορα – σε απίστευτο διαζύγιο με την πραγματικότητα, η οποία πάντοτε επέμενε να είναι γκρίζα, μίζερη και καταθλιπτική. Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας, το γεγονός ότι οι αυτόνομες, «νέες δυνάμεις», εκδηλώθηκαν οργανωτικά ως καρικατούρα, προσπερνώντας ζητήματα πολύ καίρια, όπως είναι η συγκρότηση, η ιδεολογική επεξεργασία, η ύπαρξη στρατηγικής και τακτικής, ο βαθμός συνειδητοποίησης του κόσμου και το επίπεδο της Παιδείας του, αποδεικνύουν εν τέλει πόσο ατροφικές υπήρξαν, πόσο λίγο κατάφεραν να κερδίσουν τη βαθύτερη εμπιστοσύνη του κόσμου –πέρα από το να εκφράσουν τον καημό και το άχτι, τη βαθύτερη επιθυμία για εκτόνωση της καταρρακωμένης μας αξιοπρέπειας.
Η άνοδος και η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής αποτελεί την καλύτερη δυνατή απόδειξη της αποτυχίας των εγχειρημάτων του λεγόμενου αντιμνημονιακού τόξου. Διότι εκφράζει ακριβώς την αρνητική, διεστραμμένη εκδοχή της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Εκείνη που εκφυλίζει το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία σε ναζισμό, που εκτονώνει την αγανάκτηση προς το εμφυλιακό σύνδρομο, που καθηλώνει την οργή σε τυφλό, ανθρωποφάγο χουλιγκανισμό, ενισχύοντας τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε φατριαστική ζούγκλα, τέλειο συμπλήρωμα της αποικίας χρέους, καθώς όλοι θα αναλώνονται σ’ έναν πόλεμο εναντίον όλων, αφήνοντας τον επικυρίαρχο να κάνει ήσυχος τη δουλειά του.
9) Για τους λόγους αυτούς, δεν κατέστη δυνατή η αποτροπή της προδιαγεγραμμένης πορείας της χώρας προς την υποδούλωση και τη φτωχοποίηση. Κοιτώντας γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή έχει επί της ουσίας συντελεστεί –ακόμη κι αν δεν έχουν εκδηλωθεί σε όλη τους την έκταση οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Έτσι, τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικού τύπου καθήκοντα από αυτά που έθετε ο αντιμνημονιακός αγώνας της πρώτης περιόδου: Πλέον το ζήτημα δεν τίθεται στο να αποτρέψουμε τον νέο ζυγό, αλλά να τον αποτινάξουμε την ίδια στιγμή που αυτός έχει πραγματοποιήσει βαθιές τομές εντός της κοινωνίας και ενώ όλες οι παλιές λύσεις τείνουν να εξαντληθούν. Αυτή η συγκυρία αναδεικνύει τέσσερις κύριες προϋποθέσεις, για το μέγιστο πολιτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός λαός.
Πρώτον, η απάντησή του πρέπει να δοθεί στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, από ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα συσπειρώνει το μέγιστο δυνατό των κοινωνικών συμμαχιών, συνθέτοντας τα επί μέρους αιτήματά τους στο κύριο αίτημα, αυτό της εθνικής μας απελευθέρωσης και της υπέρβασης της εθνικής παρακμής. Ειδάλλως, στις συνθήκες της γενικευμένης κρίσης που ζούμε, η μία κοινωνική ομάδα στρέφεται εναντίον της άλλης, ενώ οι προδοτικές άρχουσες τάξεις επιβιώνουν μέσα από την τακτική του διαίρει και βασίλευε. Τον τελευταίο καιρό, τα φαινόμενα του κοινωνικού αυτοματισμού δεν είναι λίγα, ενώ πλέον είναι εμφανής η τακτική της κυβέρνησης να απομονώνει μία, προς μία τις κοινωνικές ομάδες και να τις συνθλίβει με την πυγμή της.
Δεύτερον, η απάντησή του πρέπει να διαθέτει υψηλή ιδεολογική επεξεργασία. Αφού η κρίση αποτελεί κοινή συνισταμένη εθνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων, τέτοιου τύπου θα πρέπει να είναι και η απάντηση σε αυτή. Μέχρι σήμερα, κάθε απόπειρα του ελληνικού λαού να αντισταθεί είχε ως κύρια αδυναμία της την ιδεολογική ένδεια. Κι όμως, μόνο το οραματικό στοιχείο είναι ικανό να ενεργοποιήσει πλήρως τα αντιστασιακά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Σε αυτό το σημείο, η σύνθεση μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικής χειραφέτησης, άμεσης δημοκρατίας και οικολογίας –σε συνδυασμό με την πολιτιστική και παιδευτική αναγέννηση του ελληνικού λαού, τίθεται ως επιτακτική ανάγκη. Αυτή είναι η πρώτη ύλη που θα συσπειρώσει στο μέγιστο τις λαϊκές δυνάμεις. Η ενότητα του λαού θα πρέπει να έχει ιδεολογική-οραματική βάση, ειδάλλως αποτελεί άλλοθι για ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες, παιχνίδια παραγόντων και πολιτικές απάτες αλά ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, από τις οποίες έχουμε ταλαιπωρηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Τρίτον, η απάντησή του θα πρέπει να δοθεί έξω από τους κύριους παράγοντες του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Διότι όλοι έχουν αποδειχθεί φθαρμένοι, εξαντλημένοι και ανίκανοι όχι να προκαλέσουν, αλλά έστω και να συμβάλουν στην πολυπόθητη αναγέννηση: Ο κόσμος της μεταπολίτευσης έχει σαπίσει ολοκληρωτικά και κάθε προσπάθεια που ξεκινάει από αυτόν, ακόμα κι αν έχει καλές προθέσεις, είναι καταδικασμένη να υποστεί τη μετάσταση της παρακμής του. Έτσι, το κύριο βάρος πέφτει σε δυνάμεις που καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν είχαν ενσωματωθεί στο καθεστώς, στην ιδεολογία του και στον πολιτικό κόσμο που είχε κατασκευάσει.
Αυτές οι τρεις κύριες προϋποθέσεις είναι που ενεργοποιούν τη δυνατότητα του δικού μας πολιτικού-ιδεολογικού χώρου να αναλάβει για πρώτη φορά μια κεντρική πολιτική πρωτοβουλία. Διότι, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, υπήρξαμε οι θανάσιμοι εχθροί του εκσυγχρονισμού, του εθνομηδενισμού, του παρασιτισμού, όλου του δικτύου της εξουσίας που ξεκινάει από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και καταλήγει στην κοσμοπολίτικη αριστερά. Έχουμε δε, εδώ και δεκαετίες προβεί σε μια συστηματική ιδεολογική δουλειά, στη βάση της κοινωνίας με έντυπα όπως το Άρδην, η Ρήξη, ο Αντιφωνητής κ.λπ. και πραγματοποιώντας εκατοντάδες εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ενώ, όπου ήταν δυνατό, υπήρξε και εκλογική παρουσία σε συνδικάτα ή αυτοδιοικητικές δομές. Η δουλειά αυτή έχει διαμορφώσει την κατάλληλη ιδεολογική βάση πάνω στην οποία μπορούμε να πατήσουμε για να ξεκινήσουμε μια ευρύτερη πολιτική απόπειρα.
10) Αυτή, πρέπει να γίνει με όρους μεθοδικότητας και συστηματικότητας, βήμα το βήμα. Μέχρι τώρα, κι εμείς οι ίδιοι, πιεσμένοι από την τροπή και την ταχύτητα των εξελίξεων, δοκιμάσαμε αμέτρητες φορές να κόψουμε δρόμο μέσα από διάφορες συμμαχίες. Η απόπειρα, η εξέλιξη και η κατάληξη της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστική, γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε περαιτέρω. Μέσα σε όλα τα άλλα, απέδειξε ότι ο μετασχηματισμός ενός ιδεολογικού πλεονεκτήματος σε πολιτικό σχήμα δεν είναι μια ευθύγραμμη και εύκολη διαδικασία. Άρα θα πρέπει να κινηθούμε με σύνεση και προσοχή.
Γι’ αυτό και επιλέξαμε να ξεκινήσουμε μια συζήτηση με την προοπτική των διπλών εκλογών, δημοτικών και ευρωεκλογών, που θα πραγματοποιηθούν τον Μάιο του 2014. Διότι η φύση της εκλογικής διαδικασίας, που δεν απαιτεί τις δυνάμεις των εθνικών εκλογών, και λειτουργεί επί της ουσίας ως πειραματικό εργαστήριο, μας δίνει τη δυνατότητα να οργανωθούμε, να δικτυωθούμε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, αξιοποιώντας όλη την προηγούμενη δουλειά μας, ώστε να εμφανιστούμε αξιοπρεπώς. Ανοίγουμε επομένως αυτήν τη συζήτηση σήμερα, τον Μάιο του 2013, προκειμένου να διερευνήσουμε τους όρους και τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος. Στόχος μας, να διαμορφώσουμε έναν οδικό χάρτη που θα μας οδηγήσει κατά τα τέλη αυτού του χρόνου σ’ ένα κεντρικό οργανωτικό συνέδριο.
1) Η κρίση έτσι όπως εκδηλώθηκε στη χώρα μας από τα τέλη του 2009, ως καθολική πανεθνική κρίση, πυροδότησε τρομακτικά επώδυνες και επικίνδυνες για το μέλλον και την επιβίωση του ελληνικού λαού αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία, υπό τους εκβιασμούς της γερμανικής Ευρώπης και των λοιπών ξένων δανειστών, εξαναγκάστηκε σ’ έναν «μεγάλο μετασχηματισμό» μέσα από οδυνηρά για την πλειοψηφία του λαού μέτρα. Πλέον ο νεοελληνικός παρασιτισμός, έτσι όπως εκδηλώθηκε κατά την ύστερη μεταπολίτευση, με το συναινετικό κοινωνικό του πρόσωπο, την αναπαραγωγή των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων, τον δικομματισμό και τον διάχυτο μηδενισμό και κοσμοπολιτισμό του, τείνει να καταστεί παρελθόν, αφήνοντάς μας όμως ως παρακαταθήκη μια βαθύτατη σήψη και παρακμή.
2) Στη θέση του ορθώνεται μια φτωχοποιημένη και πολλαπλώς εξαρτώμενη αποικία χρέους, με έντονες και σκληρές ανισότητες, την οποία διευθύνει αυταρχικά ένα κράτος-εντολοδόχος των ξένων πολιτικών επικυρίαρχων, των χρηματιστηρίων και των πολυεθνικών. Μέσα σ’ αυτό, κάθε ιδέα-λάβαρο της παλαιάς εποχής αντιστρέφεται, σαν σε φωτογραφικό είδωλο, στο αντίθετό της: Το τοτέμ του κοσμοπολιτισμού και το «ανήκουμεν εις την Δύση» μεταβλήθηκε στο σκιάχτρο-ιανό νεοθωμανισμού και νέας γερμανικής επικυριαρχίας. Η κίβδηλη ευημερία, σε εκτεταμένη εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας, και η ξέφρενη κατανάλωση στα πολυκαταστήματα, στον συνωστισμό και τους καβγάδες των συσσιτίων, για μια σακούλα κρεμμύδια. Ο γαλαντόμος πολυπολιτισμός των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, σε γκέτο και αντιπαράθεση, στο πλαίσιο μιας δημογραφικά παρηκμασμένης χώρας της μεθορίου, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σε μια συγκυρία που πραγματοποιείται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία. Και, βέβαια, η αβάσταχτη ελαφρότητα της εγωκρατίας και της καλοπέρασης έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα και την απελπισία, ενώ ένα μεγάλο μέρος των νέων γενεών ξεριζώνεται και εγκαταλείπει τη χώρα.
3) Όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας παγκόσμιας θύελλας, καθώς το οικονομικό κέντρο βάρους του πλανήτη μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή και τη Λατινική Αμερική, προς στις νέες οικονομικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Νότιο Αφρική). Ο παλαιός κόσμος αναδιπλώνεται, η Ευρώπη δείχνει το σκοτεινό της πρόσωπο, ευρισκόμενη σε πορεία μετάβασης προς την αυταρχική λιτότητα, ενώ οι ΗΠΑ εντείνουν την αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, ως μέσο για να αντιμετωπίσουν διά της γεωπολιτικής το οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα των νεοανερχόμενων παικτών της παγκόσμιας σκακιέρας. Η παλαιά τάξη αποσυντίθεται και η αποσταθεροποίηση γενικεύεται, γεγονός που αφήνει πολλά κενά σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία, να ενδυναμωθούν και να ξεδιπλώσουν ανοιχτά τις δικές τους ηγεμονικές φιλοδοξίες –λέγε με νεοθωμανισμό. Σε αυτό το τοπίο των σαρωτικών ανατροπών, το αμείλικτο γεωπολιτικό ζήτημα που τίθεται για τον λαό μας είναι ότι οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, ενώ εμείς οι ίδιοι βιώνουμε μια πρωτοφανή απώλεια κυριαρχικών κεκτημένων, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και της υπαγωγής μας σε καθεστώς ξένης προστασίας. Το ερώτημα που τίθεται για μας είναι αμείλικτο: Αν στην εποχή της «ισχυρής Ελλάδας στην ισχυρή Ευρώπη» τα εθνικά ζητήματα επέμεναν με τη σφοδρότητα των Ιμίων, του Σχεδίου Ανάν, της συστηματικής τουρκικής παρέμβασης στη Θράκη και των επίμονων διεκδικήσεων στο Αιγαίο, τι θα γίνει τώρα, που οι παγκόσμιες ισορροπίες διαταράσσονται, ισχυροποιείται ο νεοθωμανισμός και η χώρα μας κλυδωνίζεται;
4) Είναι αλήθεια ότι, μέσα σε αυτόν τον πάταγο, ο ελληνικός λαός, αν και επί δεκαετίες εν υπνώσει, αλλοτριωμένος, με τα συλλογικά αντιστασιακά του αντανακλαστικά να ’χουν ατροφήσει από τη χρόνια τηλεδικτατορία, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει την επέλαση της αποικίας χρέους. Σ’ ένα από τα μαζικότερα κινήματα της μεταπολίτευσης, στις πλατείες της αγανάκτησης, προσπάθησε να κόψει δρόμο και αστραπιαία να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάσχεσης της ελεύθερης πτώσης. Κατάφερε να θέσει στο στόχαστρο τους πραγματικούς εχθρούς, κατονομάζοντας ως κύριους υπαίτιους της κρίσης τους ταγούς του σάπιου ελληνικού πολιτικού συστήματος, ενώ συνέλαβε σε βάθος την ουσία του ζητήματος συνδυάζοντας αιτήματα για εθνική απελευθέρωση, δικαιοσύνη, κοινωνική ισότητα και άμεση δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως το πιο προωθημένο, μαζικό κίνημα των δεκαετιών, παρέμεινε πολιτικά ανάδελφο, πως η συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων, είτε μιλάμε για τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς, είτε για τον διεφθαρμένο, γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλισμό, παρέμειναν στο περιθώριο των κινητοποιήσεων. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, καθώς πολύ σωστά, αυθόρμητα, ο κόσμος έκρινε ότι όλοι αυτοί αποτελούν μέρος του προβλήματος και δεν μπορούν να εμφανιστούν ως αρωγοί σε οποιαδήποτε διαδικασία άρσης του αδιεξόδου.
5) Τι πέτυχε αυτό το κίνημα; Πολλά, αλλά όχι αρκετά. Εξανάγκασε το κατεστημένο σε αναδίπλωση και έριξε στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας πολλούς από τους μέχρι τότε πρωταγωνιστές του. Διέλυσε τον δικομματισμό και τσάκισε στερεωμένες συμμαχίες δεκαετιών που όριζαν τις τύχες αυτής της χώρας. Εντούτοις δεν έφτασε μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη μετάβαση από το πολιτικό σύστημα της παράδοσης και της υποταγής, σ’ ένα νέο αντιστασιακό πολιτικό αστερισμό –και γι’ αυτό σύντομα επικράτησαν οι δυνάμεις της Θερμιδώρ που καιροφυλακτούσαν: Εκφράστηκαν αρχικά μέσω του Παπαδήμου, κι ύστερα από την τρικομματική κυβέρνηση, η οποία ανέλαβε να ολοκληρώσει την μετάβαση από την ύστερη μεταπολίτευση στην αυταρχική αποικία χρέους, όπως είπαμε, φτωχοποιώντας την κοινωνία και υποθηκεύοντας το ίδιο το μέλλον του ελληνισμού.
6) Οι λόγοι της αποτυχίας ήταν πολλοί. Ο κυριότερος, ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις προσέκρουσαν στο σκόπελο των δυνάμεων της ίδιας της υστερομεταπολιτευτικής παρακμής. Στο γεγονός ότι κοινωνία και πολιτική σφαίρα είχαν εξαντληθεί αμετάκλητα και δεν μπόρεσαν να γεννήσουν κανένα συνεκτικό υποκείμενο που θ’ αναλάβει να προχωρήσει την υπόθεση της αντίστασης του λαού ένα βήμα πιο πέρα. Εξάλλου, τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μαζική υποκατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων από τους ξένους μετανάστες, λαθραίους ή μη, πέρα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει στη συνοχή μιας χώρας των συνόρων όπως η δική μας, αλλοίωσε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Η εργατική τάξη και οι εργάτες γης υποκαταστάθηκαν μαζικά από τους μετανάστες, αποσυνθέτοντας τη συνοχή των εργαζομένων και διαφθείροντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που έμαθε να ζει με υπηρέτες, σε ένα καθεστώς οιονεί δουλοκτησίας.
7) Μετά την αποτυχία των άμεσων λαϊκών κινητοποιήσεων, που υπονομεύτηκαν και από τη δράση των επαγγελματιών της βίας (βλέπε Μαρφίν κ.λπ.) ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ο κύριος αποδέκτης της λαϊκής δυσαρέσκειας και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, αξιώνοντας να εκφράσει τη ριζική αντίθεση του ελληνικού λαού προς το μνημόνιο. Αποδείχτηκε όμως ένας νάνος μέσα σε ρούχα γίγαντα, καθώς δεν είναι σε θέση, λόγω της ταξικής του συγκρότησης και της ιδεολογικοπολιτικής του διαμόρφωσης να παίξει τον ρόλο που ο ίδιος διεκδικεί: με μεσοστρωματική και αρκετά εξασφαλισμένη κοινωνικά οργανωτική ραχοκοκαλιά, διαβρωμένος από τον εθνομηδενισμό και την κοσμοπολίτικη αυταπάτη, αρκετά μπλεγμένος στα δίκτυα της εξουσίας κατά το παρελθόν –ιδιαίτερα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα ΜΜΕ και το πανεπιστήμιο– δεν μπορεί να εξελιχθεί στο νέο ΕΑΜ. Τόσο για λόγους κοινωνικού-πολιτισμικού χάσματος με την παλιά και τη νέα φτωχολογιά, όσο και για λόγους ιδεολογικούς, καθώς στο παραπέντε της νέας υποδούλωσής μας στη σύμπραξη γερμανικής Ευρώπης και νεοθωμανισμού, πολλοί ανάμεσά τους συζητούν ακόμα για το αν υπάρχουν… Έλληνες και ελληνικό έθνος!
Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι ότι προσπαθεί να καλύψει το πραγματικό πολιτικό-ιδεολογικό κενό με μακιγιάζ και επικοινωνιακά τερτίπια. Έτσι, ο ίδιος ο πρόεδρός του, αντί να βγει ανοιχτά και να καλέσει σε νέο ΕΑΜ, κηρύσσοντας παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στις δυνάμεις της νέας εθνικής υποδούλωσης, επέλεξε τον δρόμο της ψευδοϋπευθυνότητας, εμφανιζόμενος ως «η αριστερά που προσπαθεί να κυβερνήσει». Οπότε, μετά τις εκλογές ακολούθησε ένα ρεσιτάλ διγλωσσίας και παλινδρομήσεων, που υπαγορευόταν από μια ευκαιριακή τακτική η οποία, ελλείψει μιας στρατηγικής βάθους, πότε έδινε έμφαση στο «αριστερά» και πότε στο «μπορεί να κυβερνήσει». Γι’ αυτό και η πορεία του θυμίζει μια αέναη κίνηση εκκρεμούς, που θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ πότε σε τροχιά (λεκτικής) ριζοσπαστικοποίησης και πότε σε στάση «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», όπως την εννοεί σήμερα ο πολιτικός κόσμος της υποτέλειας, δηλαδή μέσω συναντήσεων με τον Σόιμπλε και τον Φούχτελ, επισκέψεων στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, ομιλιών στο Μπρούκινγκς και στα συνέδρια του Εκόνομιστ.
8) Από την άλλη, τα αυτόνομα υποκείμενα των πλατειών και οι νέες αντιμνημονιακές δυνάμεις έπεσαν θύματα της.. αυθεντικότητάς τους, όντας τέκνα μιας κοινωνίας που τελούσε επί δεκαετίες σε συνθήκες κοινωνικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής καθίζησης. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοντάψουν στα εμπόδια χιλίων δύο μαγγανειών, τσαρλατάνων και ψευδοϊδεολογημάτων. Τα οποία είχαν για κοινό τόπο το ότι αυτοπροτείνονταν ως πανάκεια και υπόσχονταν μια ηρωική, αλλά γρήγορη επιστροφή στη χτεσινή ευκολία. Έτσι, σύντομα εκδηλώθηκαν παθογένειες, που συνοδεύουν μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της δημόσιας συζήτησης: Έναν οικονομισμό, που θεωρεί κάθε πρόσφατη κακοδαιμονία λίγο πολύ ως απότοκο μιας συνωμοσίας του διεθνούς κεφαλαίου και των ευρωκρατών, εύκολης να ανατραπεί με τρικ όπως η γενικευμένη στάση πληρωμών ή η επιστροφή στη δραχμή. Κι όλα αυτά με αρκετή δόση μανίας, όπου, κάθε στιγμή που ανακηρυσσόταν ένα «σχέδιο ανατροπής» έπρεπε ντε και καλά να ήταν η στιγμή του «ή τώρα η ποτέ», η οποία συνοδευόταν με θούριους, καλέσματα για άμεσες ανατροπές και χειμερινές εφόδους στ’ ανάκτορα – σε απίστευτο διαζύγιο με την πραγματικότητα, η οποία πάντοτε επέμενε να είναι γκρίζα, μίζερη και καταθλιπτική. Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας, το γεγονός ότι οι αυτόνομες, «νέες δυνάμεις», εκδηλώθηκαν οργανωτικά ως καρικατούρα, προσπερνώντας ζητήματα πολύ καίρια, όπως είναι η συγκρότηση, η ιδεολογική επεξεργασία, η ύπαρξη στρατηγικής και τακτικής, ο βαθμός συνειδητοποίησης του κόσμου και το επίπεδο της Παιδείας του, αποδεικνύουν εν τέλει πόσο ατροφικές υπήρξαν, πόσο λίγο κατάφεραν να κερδίσουν τη βαθύτερη εμπιστοσύνη του κόσμου –πέρα από το να εκφράσουν τον καημό και το άχτι, τη βαθύτερη επιθυμία για εκτόνωση της καταρρακωμένης μας αξιοπρέπειας.
Η άνοδος και η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής αποτελεί την καλύτερη δυνατή απόδειξη της αποτυχίας των εγχειρημάτων του λεγόμενου αντιμνημονιακού τόξου. Διότι εκφράζει ακριβώς την αρνητική, διεστραμμένη εκδοχή της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Εκείνη που εκφυλίζει το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία σε ναζισμό, που εκτονώνει την αγανάκτηση προς το εμφυλιακό σύνδρομο, που καθηλώνει την οργή σε τυφλό, ανθρωποφάγο χουλιγκανισμό, ενισχύοντας τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε φατριαστική ζούγκλα, τέλειο συμπλήρωμα της αποικίας χρέους, καθώς όλοι θα αναλώνονται σ’ έναν πόλεμο εναντίον όλων, αφήνοντας τον επικυρίαρχο να κάνει ήσυχος τη δουλειά του.
9) Για τους λόγους αυτούς, δεν κατέστη δυνατή η αποτροπή της προδιαγεγραμμένης πορείας της χώρας προς την υποδούλωση και τη φτωχοποίηση. Κοιτώντας γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή έχει επί της ουσίας συντελεστεί –ακόμη κι αν δεν έχουν εκδηλωθεί σε όλη τους την έκταση οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Έτσι, τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικού τύπου καθήκοντα από αυτά που έθετε ο αντιμνημονιακός αγώνας της πρώτης περιόδου: Πλέον το ζήτημα δεν τίθεται στο να αποτρέψουμε τον νέο ζυγό, αλλά να τον αποτινάξουμε την ίδια στιγμή που αυτός έχει πραγματοποιήσει βαθιές τομές εντός της κοινωνίας και ενώ όλες οι παλιές λύσεις τείνουν να εξαντληθούν. Αυτή η συγκυρία αναδεικνύει τέσσερις κύριες προϋποθέσεις, για το μέγιστο πολιτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός λαός.
Πρώτον, η απάντησή του πρέπει να δοθεί στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, από ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα συσπειρώνει το μέγιστο δυνατό των κοινωνικών συμμαχιών, συνθέτοντας τα επί μέρους αιτήματά τους στο κύριο αίτημα, αυτό της εθνικής μας απελευθέρωσης και της υπέρβασης της εθνικής παρακμής. Ειδάλλως, στις συνθήκες της γενικευμένης κρίσης που ζούμε, η μία κοινωνική ομάδα στρέφεται εναντίον της άλλης, ενώ οι προδοτικές άρχουσες τάξεις επιβιώνουν μέσα από την τακτική του διαίρει και βασίλευε. Τον τελευταίο καιρό, τα φαινόμενα του κοινωνικού αυτοματισμού δεν είναι λίγα, ενώ πλέον είναι εμφανής η τακτική της κυβέρνησης να απομονώνει μία, προς μία τις κοινωνικές ομάδες και να τις συνθλίβει με την πυγμή της.
Δεύτερον, η απάντησή του πρέπει να διαθέτει υψηλή ιδεολογική επεξεργασία. Αφού η κρίση αποτελεί κοινή συνισταμένη εθνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων, τέτοιου τύπου θα πρέπει να είναι και η απάντηση σε αυτή. Μέχρι σήμερα, κάθε απόπειρα του ελληνικού λαού να αντισταθεί είχε ως κύρια αδυναμία της την ιδεολογική ένδεια. Κι όμως, μόνο το οραματικό στοιχείο είναι ικανό να ενεργοποιήσει πλήρως τα αντιστασιακά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Σε αυτό το σημείο, η σύνθεση μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικής χειραφέτησης, άμεσης δημοκρατίας και οικολογίας –σε συνδυασμό με την πολιτιστική και παιδευτική αναγέννηση του ελληνικού λαού, τίθεται ως επιτακτική ανάγκη. Αυτή είναι η πρώτη ύλη που θα συσπειρώσει στο μέγιστο τις λαϊκές δυνάμεις. Η ενότητα του λαού θα πρέπει να έχει ιδεολογική-οραματική βάση, ειδάλλως αποτελεί άλλοθι για ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες, παιχνίδια παραγόντων και πολιτικές απάτες αλά ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, από τις οποίες έχουμε ταλαιπωρηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Τρίτον, η απάντησή του θα πρέπει να δοθεί έξω από τους κύριους παράγοντες του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Διότι όλοι έχουν αποδειχθεί φθαρμένοι, εξαντλημένοι και ανίκανοι όχι να προκαλέσουν, αλλά έστω και να συμβάλουν στην πολυπόθητη αναγέννηση: Ο κόσμος της μεταπολίτευσης έχει σαπίσει ολοκληρωτικά και κάθε προσπάθεια που ξεκινάει από αυτόν, ακόμα κι αν έχει καλές προθέσεις, είναι καταδικασμένη να υποστεί τη μετάσταση της παρακμής του. Έτσι, το κύριο βάρος πέφτει σε δυνάμεις που καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν είχαν ενσωματωθεί στο καθεστώς, στην ιδεολογία του και στον πολιτικό κόσμο που είχε κατασκευάσει.
Αυτές οι τρεις κύριες προϋποθέσεις είναι που ενεργοποιούν τη δυνατότητα του δικού μας πολιτικού-ιδεολογικού χώρου να αναλάβει για πρώτη φορά μια κεντρική πολιτική πρωτοβουλία. Διότι, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, υπήρξαμε οι θανάσιμοι εχθροί του εκσυγχρονισμού, του εθνομηδενισμού, του παρασιτισμού, όλου του δικτύου της εξουσίας που ξεκινάει από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και καταλήγει στην κοσμοπολίτικη αριστερά. Έχουμε δε, εδώ και δεκαετίες προβεί σε μια συστηματική ιδεολογική δουλειά, στη βάση της κοινωνίας με έντυπα όπως το Άρδην, η Ρήξη, ο Αντιφωνητής κ.λπ. και πραγματοποιώντας εκατοντάδες εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ενώ, όπου ήταν δυνατό, υπήρξε και εκλογική παρουσία σε συνδικάτα ή αυτοδιοικητικές δομές. Η δουλειά αυτή έχει διαμορφώσει την κατάλληλη ιδεολογική βάση πάνω στην οποία μπορούμε να πατήσουμε για να ξεκινήσουμε μια ευρύτερη πολιτική απόπειρα.
10) Αυτή, πρέπει να γίνει με όρους μεθοδικότητας και συστηματικότητας, βήμα το βήμα. Μέχρι τώρα, κι εμείς οι ίδιοι, πιεσμένοι από την τροπή και την ταχύτητα των εξελίξεων, δοκιμάσαμε αμέτρητες φορές να κόψουμε δρόμο μέσα από διάφορες συμμαχίες. Η απόπειρα, η εξέλιξη και η κατάληξη της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστική, γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε περαιτέρω. Μέσα σε όλα τα άλλα, απέδειξε ότι ο μετασχηματισμός ενός ιδεολογικού πλεονεκτήματος σε πολιτικό σχήμα δεν είναι μια ευθύγραμμη και εύκολη διαδικασία. Άρα θα πρέπει να κινηθούμε με σύνεση και προσοχή.
Γι’ αυτό και επιλέξαμε να ξεκινήσουμε μια συζήτηση με την προοπτική των διπλών εκλογών, δημοτικών και ευρωεκλογών, που θα πραγματοποιηθούν τον Μάιο του 2014. Διότι η φύση της εκλογικής διαδικασίας, που δεν απαιτεί τις δυνάμεις των εθνικών εκλογών, και λειτουργεί επί της ουσίας ως πειραματικό εργαστήριο, μας δίνει τη δυνατότητα να οργανωθούμε, να δικτυωθούμε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, αξιοποιώντας όλη την προηγούμενη δουλειά μας, ώστε να εμφανιστούμε αξιοπρεπώς. Ανοίγουμε επομένως αυτήν τη συζήτηση σήμερα, τον Μάιο του 2013, προκειμένου να διερευνήσουμε τους όρους και τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος. Στόχος μας, να διαμορφώσουμε έναν οδικό χάρτη που θα μας οδηγήσει κατά τα τέλη αυτού του χρόνου σ’ ένα κεντρικό οργανωτικό συνέδριο.
ΑπάντησηΔιαγραφή(Από Μανώλη Μπιζά το σχόλιο αυτό, με το οποίο συμφωνέί απόλυτα ο "Αντιλογος"):Δε διαφωνώ με τις γενικές τοποθετήσεις και επισημάνσεις του κειμένου, καθώς και με το πλαίσιο αντίληψης της παρούσας κατάστασης. Οι δε θέσεις του περί εθνομηδενισμού και μετανάστευσης είναι προωθημένες.
Όμως:
Γράφει σχετικά με την προσπάθεια που πρέπει να γίνει: "Αυτή, πρέπει να γίνει με όρους μεθοδικότητας και συστηματικότητας, βήμα το βήμα". Αυτό σα γενική θέση δε θα έβρισκε αντίθετο κανένα κόμμα ή κίνημα, ούτε καν τα καθεστωτικά. Είναι όμως λεπτομέρεια να ρωτήσουμε πως είναι δυνατό να μιλάμε για προσπάθεια βήμα το βήμα χωρίς να καταδεικνύουμε από που θα αρχίσει το ξήλωμα του σάπιου συστήματος; Χαρακτηρίζει οικονομίστικη την αντίληψη που θεωρεί την ουσιαστική πολιτική εξουσία άμεσα συναρτημένη με την οικονομική εξουσία. Συνεπώς, δε βλέπει κανένα πρόβλημα στον έλεγχο κρίσιμων οικονομικών εργαλείων από υπερεθνικά κέντρα εξουσίας (νόμισμα).
Γράφει επίσης: "Το ερώτημα που τίθεται για μας είναι αμείλικτο: Αν στην εποχή της «ισχυρής Ελλάδας στην ισχυρή Ευρώπη» τα εθνικά ζητήματα επέμεναν με τη σφοδρότητα των Ιμίων, του Σχεδίου Ανάν, της συστηματικής τουρκικής παρέμβασης στη Θράκη και των επίμονων διεκδικήσεων στο Αιγαίο, τι θα γίνει τώρα, που οι παγκόσμιες ισορροπίες διαταράσσονται, ισχυροποιείται ο νεοθωμανισμός και η χώρα μας κλυδωνίζεται;"
Και εγώ ρωτώ: Ποιός ο λόγος να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους; Είναι ή δεν είναι ο ζουρλομανδύας της ΕΕ που έχει παραλύσει τη δυνατότητα της χώρας να ασκεί αυτόνομη εθνική πολιτική και συνεπώς την έχει απομονώσει από κάθε δυνατότητα διερεύνησης διμερών σχέσεων σε αμοιβαία επωφελή βάση; Συνεπώς δε μπορούμε παρά να ρωτήσουμε ευθέως: Είναι δυνατόν μέσα στο πλέγμα των επαχθών συνθηκών της ευρωζώνης και των μνημνονίων να συζητάμε για γεωπολιτική σταθεροποίηση; Ούτε κατά διάνοια.
Γράφει αλλού: "...ορθώνεται μια φτωχοποιημένη και πολλαπλώς εξαρτώμενη αποικία χρέους..". Πολύ σωστά. Αλλά ποιός ο λόγος να επιστρέψουμε στην εποχή των διαπιστώσεων όπου δεν ξέραμε τι ακριβώς πρέπει να κάνει ο γάϊδαρος που τον έχουν φορτώσει με ένα επαχθές χρέος αν όχι να το αποτινάξει μια για πάντα;
Το κίνημα της αγανάκτησης, και αυτό είναι το βασικό, απέτυχε επειδή μετέτρεψε την απουσία πολιτικών προταγμάτων σε πολιτικό πρόταγμα καθεαυτό. Όποιος έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους και μιλούσε με όρους συγκεκριμένης πολιτικής στόχευσης, χαρακτηρίζονταν κομματικός. Αυτό λοιπόν που με τόσο κόπο κατακτήθηκε, έστω και ημιτελώς, δεν υπάρχει λόγος να το πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων και να αρχίσουμε - παριστάνοντας τους αφελείς - να επιστρέφουμε στην εποχή των ωραίων διαπιστώσεων αποφεύγοντας την εποχή των αναγκαίων ενωτικών προταγμάτων, αναβαθμίζοντάς τα αν χρειαστεί με αναγκαία πολιτική διαβούλευση.