Κυριακή, 25 Αυγ 2013 21:24 Συντάκτης: Δημήτρης Κουτάντος
Η μεταφορά στην εικόνα
«Επιτρέψτε μου λίγη φαντασία. Βλέπετε, η λογική, κύριοι, είναι εξαίρετο πράγμα, σύμφωνοι, μα η λογική είναι απλώς λογική, κι ευχαριστεί μονάχα το μυαλό του ανθρώπου, ενώ η θέληση είναι όλη η εκδήλωση της ζωής με τη λογική της μαζί και μ’ όλες τις σπαζοκεφαλιές της. Και μολονότι συχνά δεν είναι περίφημη σ’ αυτή την εκδήλωση της, όπως και αν έχει, είναι η ζωή μου και όχι η εξαγωγή της τετραγωνικής ρίζας. Γιατί εγώ, λόγου χάρη, θέλω φυσικά να ζήσω για να ικανοποιήσω όλη τη ζωική μου δυναμικότητα και όχι μόνο τη δυναμικότητα της λογικής, που είναι περίπου το ένα εικοστό όλης της ζωτικότητας μου. Τι ξέρει η λογική; Η λογική ξέρει μόνο εκείνο που ο χρόνος την άφησε να μάθει∙ (μπορεί να υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν θα τα μάθει ίσως ποτέ∙ δεν είναι παρήγορο μα γιατί να μην το ομολογήσουμε;)∙ ενώ η ανθρώπινη φύση δρα συνολικά με όσες δυνάμεις έχει μέσα της και συνειδητά ή ασυνείδητα ζει ακόμη και όταν ξεγελιέται. Υποψιάζομαι, κύριοι, ότι με κοιτάζετε με οίκτο.
Μου επαναλαμβάνεται ότι ένας άνθρωπος μορφωμένος και εξελιγμένος, δηλαδή ένας άνθρωπος όπως πρέπει να είναι ο άνθρωπος του μέλλοντος, δεν είναι δυνατόν να επιθυμεί ένα πράγμα που θα τον βλάψει, γιατί έτσι του κάπνισε∙ συμφωνώ απόλυτα μαζί σας πως αυτό είναι αξίωμα, είναι πραγματικά αξίωμα. Μα σας το ξαναλέω για εκατοστή φορά, υπάρχει μια περίπτωση, μια μόνο, που ο άνθρωπος μπορεί σκόπιμα, συνειδητά, να επιθυμεί κάτι βλαβερό, παράλογο, ακόμη και εξωφρενικό∙ είναι όταν θέλει να έχει το δικαίωμα να επιθυμεί και το εξωφρενικό ακόμη, και να μην είναι υποχρεωμένος να επιθυμεί μόνο εκείνο που είναι λογικό. Η πιο παράλογη ιδιοτροπία μπορεί, κύριοι, να είναι για τον άνθρωπο το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο σε μερικές περιπτώσεις, και μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλα τα οφέλη, ακόμη και στην περίπτωση που πραγματικά βλάπτει και είναι αντίθετη με τα σωστά συμπεράσματα της λογικής μας, γιατί όπως και αν έχει, κρύβει μέσα της ό,τι μας είναι πιο αγαπητό και πιο σπουδαίο: την προσωπικότητα και την ατομικότητα μας (σελ. 38-39)… Αχ, κύριοι, ποια θέληση λοιπόν θα έχω όταν τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα, αριθμητική και «δύο και δύο κάνουν τέσσερα»; Είτε λοιπόν το θέλω είτε όχι, «δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Είναι θέληση αυτό;» (Ντοστογιέφσκι, 2006, σελ. 41).
Εισαγωγικά
«DIABOLUS IN MUSICA/ Μ’ αυτές τις λέξεις που μου δόθηκαν/ μα δεν τις ζήτησα/ Μ’ αυτές τις λέξεις που μου αναγγέλθηκαν/ μα δεν τις ανήγγειλα/ Θα αποτρέψω τις φωνές των αγγέλων/ Που μιλούν μεσάνυχτα ακαταπαύστως/ Θα ακυρώσω τη δύναμη της προτροπής/ Ευθύς μόλις η αυγή χαράξει/ Και ακουστούν της ημέρας τα πρώτα αινίγματα/ Γιατί στ’ αυτιά μου βουίζουν οι δρόμοι/ Και απαντούν οι ήχοι μεγαλόπρεπα/ διαδρομών ανεξερεύνητων ως τώρα/ Και πάλλεται η πόλις και τα κτίσματα/ Τύχες ανάδρομες διασταυρώνονται/ Εκεί που μεσουρανεί ο ήλιος απρόσιτος/ Και ανοίγεται του ουρανού το καταπέτασμα/ Και κλείνουν των ανθρώπων τα βλέφαρα/ κουρασμένα/ Ξιφίζουν ως λόγχες οι απολήξεις των κραυγών/ τα μεσημέρια/ Την ώρα που αναδύονται οι ναοί/ Και η θάλασσα τυλίγεται στο αμφίβολο φως/ και γέρνει προς την ακτή ανεπαισθήτως/ Μ’ αυτές τις λέξεις ερείπια που δεν οικούνται/ από χρόνια» (Στέφανος Ροζάνης).
Σε προηγούμενη εκτεταμένη μελέτη μας 190 σελίδων μελετήσαμε τις δυνατότητες και τα όρια του Λόγου, την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης από την αρχαιότητα έως σήμερα μέσα από την ανασκόπηση των επιστημών και των τεχνών. Η μελέτη έχει τίτλο «Ο άνθρωπος που μεγαλώνει μέσα μας».
Στην απέναντι όχθη, η παρούσα εργασία διερευνά έννοιες όπως είναι η μεταφορά, το βίωμα, ο μύθος, η φαντασία με παράδειγμα την Έκθεση Φωτογραφίας/βίντεο που παρουσίασα στο διεπιστημονικό συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στις 25, 26 & 27 Νοεμβρίου 2011 με θέμα: «Δυνατότητες και Όρια των Βασισμένων στην Τέχνη Ποιοτικών Μεθοδολογιών: Διευρύνοντας τις Προοπτικές στον Ερευνητικό Σχεδιασμό», το οποίο διοργάνωσε ο καθηγητής Μάριος Πουρκός. Ο Λόγος και η Μεταφορά προσεγγίζονται ως δυνατότητες σε μια διεπιστημονική ερευνητική μέθοδο.
Κριτική στον κυρίαρχο αντικειμενικό επιστημονικό λόγο
Ένα κλασσικό παράδειγμα διεπιστημονικής ερευνητικής μεθ-όδου (η πορεία προς την αλήθεια μετά της οδού, του δρόμου) είναι το Συμπόσιον του Πλάτων (385 π.Χ.), στο οποίο συζητείται το θέμα του έρωτα, ωστόσο «…το περιεχόμενο είναι ο έρως, ενώ το περιέχον είναι ο λόγος» (Ράμφος, 2003, σελ. 28). Στο Συμπόσιον σταδιακά αναπτύσσεται ο μυθολογικός λόγος του Φαίδρου, ο κοινωνιολογικός λόγος του Παυσανία, ο επιστημονικός λόγος του Ερυξίμαχου, ο ποιητικός μύθος του Αριστοφάνη, ο αισθητικός λόγος του Αγάθωνα, ο διαλεκτικός φιλοσοφικός λόγος της Διοτίμας/Σωκράτη και το βίωμα του Αλκιβιάδη. Αυτός ο διεπιστημονικός βιωματικός διάλογος ίσως αφορά, 2.500 χρόνια μετά, και τη σημερινή συζήτηση για τις βασισμένες στην τέχνη ποιοτικές μεθοδολογίες, την επιστημονική κατανόηση, τη μεταφορά και την τέχνη.
Με την έναρξη του έργου ο Σωκράτης συναντιέται στο δρόμο, εν(μ)-πόρο (αυτός που εργάζεται στο δρόμο), είναι ένας φτωχός περιπατητικός που ισχυρίζεται ότι έχει ένα δαιμόνιο μέσα του και ένα από τα ονόματα του δαιμόνιου είναι έρως. Στο τέλος του έργου ο Σωκράτης είναι ο έρως, η δημιουργική συνθήκη που ζει μεταξύ της απόλυτης φτώχειας και του απόλυτου πλούτου. Συμβολικά ο Έρως είχε γεννηθεί από τη συνεύρεση του Πόρου (γιος της Μήτιδος, κόρη του Ωκεανού, πρώτη γυναίκα του Διός, που συνέλαβε την Αθηνά) με την Πενία, όταν η Πενία βρέθηκε να ζητιανεύει στον κήπο του Διός τη νύχτα που οι θεοί γιόρταζαν τη γέννηση της πάνδημου (σαρκικής) Αφροδίτης. Από τότε ο έρως δεσμεύεται με την Αφροδίτη, την ακολουθεί πάντα ανέστιος, βραχύβιος, αιώνια πεινασμένος, στερημένος, καταβλημένος, ανεπαρκής όπως η μάνα του (η Πενία), αλλά ταυτόχρονα θεϊκός, με εύπορη καταβολή, επαρκής από τον πατέρα του (τον Πόρο). Έτσι η έννοια της ομορφιάς της επιτρέπει να μην υπάρχει αυτόνομη αλλά να είναι συνδεμένη με το αγαθό και η σωκρατική φτώχεια του δρόμου, είναι ο τρόπος να υπάρχει το ωραίο ως αγαθό, αυτή η έλλειψη και η στέρηση συνιστά ξεχείλισμα και όρο υπάρξεως του έρωτα (Ράμφος, 2007-2008).
Το «Συμπόσιον» του Πλάτων ήταν μια από τις πρώτες προσπάθειες μετάβασης από τα δεδομένα του πρωτόγονου μύθου στη συλλογιστική και το λόγο. Ταυτόχρονα όμως με το λόγο αναδύεται ο φιλοσοφικός μύθος κοντά στον οποίο στεγάζονται οι δυνατότητες της μεταφοράς. Στην εισαγωγή του Συμπόσιου ο Η. Σπυρόπουλος σημειώνει, ο φιλοσοφικός μύθος προσφέρει «…εκεί όπου η συλλογιστική διαδικασία ή η επιστημονική έρευνα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της και δεν μπορεί να προχωρήσει, αφού η αλήθεια δεν αφήνεται τόσο εύκολα να κλειστεί στη γλώσσα του ορθολογικού συλλογισμού. Είναι οι απροσπέλαστες στη λογική περιοχές του επιστητού ή τουλάχιστον αυτές που με τα όργανα που διέθεταν την εποχή εκείνη δεν ήταν δυνατόν να διερευνηθούν. Πρόκειται προπάντων για, χρονικά, την αρχή του κόσμου, τη δημιουργία του ανθρώπου και την «πρώτη κατάσταση» του, όπως και για τη μετά θάνατο ζωή (ή την ανυπαρξία τέτοιας ζωής). Και, τοπικά, είναι τα όσα βρίσκονται άνω, στο ουράνιο στερέωμα και πάνω απ’ αυτό ή στα έγκατα της γης (οι τόποι που βρίσκουν κατάλυμα οι ψυχές μετά το θάνατο), ακόμα και τα μέρη της οικουμένης που ως τότε δεν είχαν εξερευνηθεί» (Πλάτων, 385 π.Χ.: 90).
Σε μια σειρά δεκαπέντε διαλέξεων για τον «Φαίδων» του Πλάτωνα ο Ράμφος (2007-2008) ερμηνεύει την σχέση του πρωτόγονου μύθου, του λόγου και του φιλοσοφικού μύθου. Για τον μελετητή ο κλασσικός αρχαϊκός μύθος ήταν ο ίδιος ένας κόσμος, ενώ ο φιλοσοφικός μύθος έρχεται να εμπλουτίσει το λόγο. Η ρήξη με τον αρχαϊκό μύθο συνιστά και ρήξη με την αυθεντία που τον διαμορφώνει. Στον πρωτόγονο αρχαϊκό μύθο, αιγυπτιακό, ομηρικό, το ιερατείο γνωρίζει τη μυθική αρχή και το τέλος των πραγμάτων, έχει απόλυτη εξουσία πάνω στον κόσμο, η επιστημονική λογική βήμα βήμα χτίζει από την αρχή. Όμως μαζί με το λόγο εμφανίζεται ο φιλοσοφικός μύθος, μια ιστορία παραδειγματική που δίνει πρότυπα συμπεριφοράς, μια ζωντανή πραγματικότητα που προσδίδει αξία και σημασία. Ο κόσμος γίνεται νοητός, κατά-νοητός αλλά με το μύθο αποκτά σημασία, νόημα η ύπαρξη. Μεταξύ τους γονιμοποιούνται, η λογική θεμελιώνει τον κόσμο (πώς και γιατί), ο φιλοσοφικός μύθος δίνει θεμελίωση αξιακή (καλό, κακό) ανοίγει τον ορίζοντα των αξιών με υπέρβαση του κόσμου. Γίνεται η διαχείριση των πραγμάτων στο επίπεδο της γνώσης και των αξιών. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να δεχτεί την ύπαρξη του αλλά και να την προβάλει παραπέρα συνδέοντας την ύπαρξη με τη σημασία. Ο μύθος της τέχνης μας συγχρονίζει με βαθύτερες και άλλες χρονικότητες, προκαλεί τη βαθύτερη συγκίνησή μας, διαμορφώνει κόσμους και ανακαλύπτει κόσμους μέσα μας, απαντά στο βαθύτερο ερώτημα για την ταυτότητα του ανθρώπου.
Ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποιεί για παράδειγμα το μύθο του Σπηλαίου και αργότερα ο Ιησούς τις παραβολές. Σε αυτό το σημείο υπάρχει κάποια αντιστοιχία με την μεταγενέστερη άποψη του Bruner (1986) που διακρίνει την προτασιακή σκέψη με τα λογικά επιχειρήματα, τα μαθηματικά συστήματα περιγραφής, που αναζητούν τις καθολικές αλήθειες ανεξαρτήτου χωροχρονικού πλαισίου και την αφηγηματική σκέψη της ιδιαίτερης υπαρξιακής ή μεταφορικής αλήθειας με ευαισθησία στην κατανόηση του πλαισίου. Ενώ ο μαθηματικός κλείνει το αντικείμενο στην απόδειξη του, ο καλλιτέχνης το κρατάει ανοιχτό στη βαθύτερη δυνητική του φύση. Τα ζωτικά θέματα δεν μπορούν να κλείσουν, μένουν ανοιχτά σε άλλες δυνατότητες, δεν εξαντλούνται και έτσι δεν εξαντλούμαστε.
Είναι φανερό ότι η επιστήμη, ως μια από τις δυνατότητες του ανθρώπου, αδυνατεί να εκφράσει το πλήρες νόημα της υπάρξεως. Για παράδειγμα έντονη κριτική στον κυρίαρχο αντικειμενικό επιστημονικό λόγο άσκησε ο Καστοριάδης, κριτική την οποία συνοψίζει ο Τάσης (2007) στη μονογραφία του για το φιλόσοφο. Σε αντίθεση με τις κοινωνίες που επικαλούνταν τους θεούς ή την παράδοση, ο τεχνολογικός καπιταλισμός αυτο-αναγορεύεται σε κοινωνία που βασιλεύει η «ορθολογικότητα» η οποία μάλιστα συρρικνώνεται στην «οικονομική ορθολογικότητα» και την «ευημερία». Εγκαθιδρύει το δόγμα των οικονομικών ανθρωπίνων δυνατοτήτων, παραμερίζει την «στενή-ορθολογικότητα» της επιστήμης αλλά και τα σχετιζόμενα προβλήματα όπως τις ανομολόγητες κρατικές παρεμβάσεις, τη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων, τον έλεγχο των πληροφοριών, τη πολύμορφη βία κατά των εργαζομένων, την ανεξέλεγκτη κίνηση των κεφαλαίων, την αποκλειστική άσκηση της νομισματικής πολιτικής από τις τράπεζες και την τεράστια καταστροφή των φυσικών πόρων. Η συνολιστική-ταυτιστική διάσταση της σκέψης όπως «αποδεικνύεται» από τις «ορθολογικές αντικειμενικές επιστήμες» επικράτησε σε βάρος της φαντασιακής. Όμως τονίζει ο Καστοριάδης οι ίδιες οι φυσικές επιστήμες αδυνατούν σύμφωνα με τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Kurt Godel (1931) να ξεπεράσουν τα όρια της τυπικής λογικής και να αποφανθούν για την ορθότητα τους, και υπογραμμίζει: «η μεταγενέστερη εμφάνιση μιας αντίφασης μένει πάντοτε λογικά δυνατή, η συνοχή του συστήματος είναι μόνο μια πολύ πιθανή εικασία» (Τάσης, 2007: 70).
Ένα κλασσικό παράδειγμα διεπιστημονικής ερευνητικής μεθ-όδου (η πορεία προς την αλήθεια μετά της οδού, του δρόμου) είναι το Συμπόσιον του Πλάτων (385 π.Χ.), στο οποίο συζητείται το θέμα του έρωτα, ωστόσο «…το περιεχόμενο είναι ο έρως, ενώ το περιέχον είναι ο λόγος» (Ράμφος, 2003, σελ. 28). Στο Συμπόσιον σταδιακά αναπτύσσεται ο μυθολογικός λόγος του Φαίδρου, ο κοινωνιολογικός λόγος του Παυσανία, ο επιστημονικός λόγος του Ερυξίμαχου, ο ποιητικός μύθος του Αριστοφάνη, ο αισθητικός λόγος του Αγάθωνα, ο διαλεκτικός φιλοσοφικός λόγος της Διοτίμας/Σωκράτη και το βίωμα του Αλκιβιάδη. Αυτός ο διεπιστημονικός βιωματικός διάλογος ίσως αφορά, 2.500 χρόνια μετά, και τη σημερινή συζήτηση για τις βασισμένες στην τέχνη ποιοτικές μεθοδολογίες, την επιστημονική κατανόηση, τη μεταφορά και την τέχνη.
Με την έναρξη του έργου ο Σωκράτης συναντιέται στο δρόμο, εν(μ)-πόρο (αυτός που εργάζεται στο δρόμο), είναι ένας φτωχός περιπατητικός που ισχυρίζεται ότι έχει ένα δαιμόνιο μέσα του και ένα από τα ονόματα του δαιμόνιου είναι έρως. Στο τέλος του έργου ο Σωκράτης είναι ο έρως, η δημιουργική συνθήκη που ζει μεταξύ της απόλυτης φτώχειας και του απόλυτου πλούτου. Συμβολικά ο Έρως είχε γεννηθεί από τη συνεύρεση του Πόρου (γιος της Μήτιδος, κόρη του Ωκεανού, πρώτη γυναίκα του Διός, που συνέλαβε την Αθηνά) με την Πενία, όταν η Πενία βρέθηκε να ζητιανεύει στον κήπο του Διός τη νύχτα που οι θεοί γιόρταζαν τη γέννηση της πάνδημου (σαρκικής) Αφροδίτης. Από τότε ο έρως δεσμεύεται με την Αφροδίτη, την ακολουθεί πάντα ανέστιος, βραχύβιος, αιώνια πεινασμένος, στερημένος, καταβλημένος, ανεπαρκής όπως η μάνα του (η Πενία), αλλά ταυτόχρονα θεϊκός, με εύπορη καταβολή, επαρκής από τον πατέρα του (τον Πόρο). Έτσι η έννοια της ομορφιάς της επιτρέπει να μην υπάρχει αυτόνομη αλλά να είναι συνδεμένη με το αγαθό και η σωκρατική φτώχεια του δρόμου, είναι ο τρόπος να υπάρχει το ωραίο ως αγαθό, αυτή η έλλειψη και η στέρηση συνιστά ξεχείλισμα και όρο υπάρξεως του έρωτα (Ράμφος, 2007-2008).
Το «Συμπόσιον» του Πλάτων ήταν μια από τις πρώτες προσπάθειες μετάβασης από τα δεδομένα του πρωτόγονου μύθου στη συλλογιστική και το λόγο. Ταυτόχρονα όμως με το λόγο αναδύεται ο φιλοσοφικός μύθος κοντά στον οποίο στεγάζονται οι δυνατότητες της μεταφοράς. Στην εισαγωγή του Συμπόσιου ο Η. Σπυρόπουλος σημειώνει, ο φιλοσοφικός μύθος προσφέρει «…εκεί όπου η συλλογιστική διαδικασία ή η επιστημονική έρευνα έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες της και δεν μπορεί να προχωρήσει, αφού η αλήθεια δεν αφήνεται τόσο εύκολα να κλειστεί στη γλώσσα του ορθολογικού συλλογισμού. Είναι οι απροσπέλαστες στη λογική περιοχές του επιστητού ή τουλάχιστον αυτές που με τα όργανα που διέθεταν την εποχή εκείνη δεν ήταν δυνατόν να διερευνηθούν. Πρόκειται προπάντων για, χρονικά, την αρχή του κόσμου, τη δημιουργία του ανθρώπου και την «πρώτη κατάσταση» του, όπως και για τη μετά θάνατο ζωή (ή την ανυπαρξία τέτοιας ζωής). Και, τοπικά, είναι τα όσα βρίσκονται άνω, στο ουράνιο στερέωμα και πάνω απ’ αυτό ή στα έγκατα της γης (οι τόποι που βρίσκουν κατάλυμα οι ψυχές μετά το θάνατο), ακόμα και τα μέρη της οικουμένης που ως τότε δεν είχαν εξερευνηθεί» (Πλάτων, 385 π.Χ.: 90).
Σε μια σειρά δεκαπέντε διαλέξεων για τον «Φαίδων» του Πλάτωνα ο Ράμφος (2007-2008) ερμηνεύει την σχέση του πρωτόγονου μύθου, του λόγου και του φιλοσοφικού μύθου. Για τον μελετητή ο κλασσικός αρχαϊκός μύθος ήταν ο ίδιος ένας κόσμος, ενώ ο φιλοσοφικός μύθος έρχεται να εμπλουτίσει το λόγο. Η ρήξη με τον αρχαϊκό μύθο συνιστά και ρήξη με την αυθεντία που τον διαμορφώνει. Στον πρωτόγονο αρχαϊκό μύθο, αιγυπτιακό, ομηρικό, το ιερατείο γνωρίζει τη μυθική αρχή και το τέλος των πραγμάτων, έχει απόλυτη εξουσία πάνω στον κόσμο, η επιστημονική λογική βήμα βήμα χτίζει από την αρχή. Όμως μαζί με το λόγο εμφανίζεται ο φιλοσοφικός μύθος, μια ιστορία παραδειγματική που δίνει πρότυπα συμπεριφοράς, μια ζωντανή πραγματικότητα που προσδίδει αξία και σημασία. Ο κόσμος γίνεται νοητός, κατά-νοητός αλλά με το μύθο αποκτά σημασία, νόημα η ύπαρξη. Μεταξύ τους γονιμοποιούνται, η λογική θεμελιώνει τον κόσμο (πώς και γιατί), ο φιλοσοφικός μύθος δίνει θεμελίωση αξιακή (καλό, κακό) ανοίγει τον ορίζοντα των αξιών με υπέρβαση του κόσμου. Γίνεται η διαχείριση των πραγμάτων στο επίπεδο της γνώσης και των αξιών. Είναι η ανάγκη του ανθρώπου να δεχτεί την ύπαρξη του αλλά και να την προβάλει παραπέρα συνδέοντας την ύπαρξη με τη σημασία. Ο μύθος της τέχνης μας συγχρονίζει με βαθύτερες και άλλες χρονικότητες, προκαλεί τη βαθύτερη συγκίνησή μας, διαμορφώνει κόσμους και ανακαλύπτει κόσμους μέσα μας, απαντά στο βαθύτερο ερώτημα για την ταυτότητα του ανθρώπου.
Ο ίδιος ο Πλάτων χρησιμοποιεί για παράδειγμα το μύθο του Σπηλαίου και αργότερα ο Ιησούς τις παραβολές. Σε αυτό το σημείο υπάρχει κάποια αντιστοιχία με την μεταγενέστερη άποψη του Bruner (1986) που διακρίνει την προτασιακή σκέψη με τα λογικά επιχειρήματα, τα μαθηματικά συστήματα περιγραφής, που αναζητούν τις καθολικές αλήθειες ανεξαρτήτου χωροχρονικού πλαισίου και την αφηγηματική σκέψη της ιδιαίτερης υπαρξιακής ή μεταφορικής αλήθειας με ευαισθησία στην κατανόηση του πλαισίου. Ενώ ο μαθηματικός κλείνει το αντικείμενο στην απόδειξη του, ο καλλιτέχνης το κρατάει ανοιχτό στη βαθύτερη δυνητική του φύση. Τα ζωτικά θέματα δεν μπορούν να κλείσουν, μένουν ανοιχτά σε άλλες δυνατότητες, δεν εξαντλούνται και έτσι δεν εξαντλούμαστε.
Είναι φανερό ότι η επιστήμη, ως μια από τις δυνατότητες του ανθρώπου, αδυνατεί να εκφράσει το πλήρες νόημα της υπάρξεως. Για παράδειγμα έντονη κριτική στον κυρίαρχο αντικειμενικό επιστημονικό λόγο άσκησε ο Καστοριάδης, κριτική την οποία συνοψίζει ο Τάσης (2007) στη μονογραφία του για το φιλόσοφο. Σε αντίθεση με τις κοινωνίες που επικαλούνταν τους θεούς ή την παράδοση, ο τεχνολογικός καπιταλισμός αυτο-αναγορεύεται σε κοινωνία που βασιλεύει η «ορθολογικότητα» η οποία μάλιστα συρρικνώνεται στην «οικονομική ορθολογικότητα» και την «ευημερία». Εγκαθιδρύει το δόγμα των οικονομικών ανθρωπίνων δυνατοτήτων, παραμερίζει την «στενή-ορθολογικότητα» της επιστήμης αλλά και τα σχετιζόμενα προβλήματα όπως τις ανομολόγητες κρατικές παρεμβάσεις, τη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων, τον έλεγχο των πληροφοριών, τη πολύμορφη βία κατά των εργαζομένων, την ανεξέλεγκτη κίνηση των κεφαλαίων, την αποκλειστική άσκηση της νομισματικής πολιτικής από τις τράπεζες και την τεράστια καταστροφή των φυσικών πόρων. Η συνολιστική-ταυτιστική διάσταση της σκέψης όπως «αποδεικνύεται» από τις «ορθολογικές αντικειμενικές επιστήμες» επικράτησε σε βάρος της φαντασιακής. Όμως τονίζει ο Καστοριάδης οι ίδιες οι φυσικές επιστήμες αδυνατούν σύμφωνα με τα θεωρήματα μη-πληρότητας του Kurt Godel (1931) να ξεπεράσουν τα όρια της τυπικής λογικής και να αποφανθούν για την ορθότητα τους, και υπογραμμίζει: «η μεταγενέστερη εμφάνιση μιας αντίφασης μένει πάντοτε λογικά δυνατή, η συνοχή του συστήματος είναι μόνο μια πολύ πιθανή εικασία» (Τάσης, 2007: 70).
Και ο Παναγιώτης Κονδύλης επισημαίνει «ο Λόγος υφίσταται μόνο στην ερμηνεία των εκάστοτε εκπροσώπων του, και αυτοί ως γνωστόν, όχι μόνον δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πείσουν τους πάντες ότι ο Λόγος είναι το ύψιστο και επιθυμητότερο αγαθό, αλλά δεν έχουν ούτε κάν μεταξύ τους καταλήξει σε συμφωνία για το τι είναι ο Λόγος και τι επιτάσσει κάθε φορά» (Κονδύλης, 1998).
Πέραν όμως του κυριάρχου αντικειμενικού λόγου, ο πολιτισμός, η παιδεία, η τέχνη περιλαμβάνει οτιδήποτε στην κοινωνική θέσμιση που υπερβαίνει τη συνολιστική-ταυτιστική σκέψη:«...τα όνειρα (σεξουαλικά ή μη), οι γλωσσικές παραδρομές, οι απωθήσεις υποδεικνύουν την ύπαρξη της ριζικής φαντασίας, δηλαδή του ανεξάντλητου κοινωνικού πυρήνα της ψυχής που αποτελεί την ανεξάντλητη πηγή του προτάγματος της αυτονομίας, στον οποίο οφείλεται ο πάντοτε και αναγκαστικά μερικώς εκκοινωνισμός της ψυχής» (Τάσης, 2007: 62). Ψυχή για τον Καστοριάδη ορίζεται ως ο «ενιαίος παραστασιακός, αισθηματικός, προθετικός ρους», μια πρωταρχική ικανότητα ανάδυσης παραστάσεων, η πρωταρχική παράσταση μαζί με την ικανότητα του παραστάνειν αναδύονται εκ του μηδενός (ex nihilo) από την ίδια τη ψυχή, αυτή η πρωταρχική φαντασμάτευση ονομάζεται ριζική φαντασία.
Η έκθεση φωτογραφίας/βίντεο που παρουσιάσαμε στο συνέδριο αφορούσε στο παράδειγμα της μεταφοράς «η φάλαινα-γη», όχι απλά ως σχήμα λόγου αλλά ως αντιληπτική και δημιουργική σκέψη και πράξη (Lakoff & Johnson, 2005, Πουρκός & Κατσαρού, 2011). Αλήθεια, υπάρχει ωραιότερος τρόπος να αφηγηθεί κανείς ιδιαίτερα στα παιδιά, την ιστορία του ανθρώπου και της γης, την ενότητα και την ανάγκη για την προστασία του περιβάλλοντος παρά μέσα από ένα μεταφορικό παραμύθι;
Αν παρουσίαζα το όλο εγχείρημα με μια σύντομη εικόνα θα διάλεγα την εξής: Πριν από λίγες μέρες είχαμε πάει με τον πεντάχρονο ανιψιό μου στη θάλασσα. Εκεί μαζί με κάποια άλλα μικρά παιδιά, βρήκαν μια εγκαταλειμμένη σανίδα γουιντσέρφινγκ και προσπαθούσαν, ενώ η σανίδα κινούνταν να ισορροπούν πάνω της. Σκέφτηκα ότι αυτή η σανίδα έμοιαζε με τη ζωή. Τα παιδιά που είχαν μια βερμπαλιστική, εγωκεντρική αγωγή δυσκολεύονταν να ισορροπήσουν πάνω της, αντίθετα τα παιδιά του δρόμου φαίνονταν να το διασκεδάζουν. Δεν αρκεί να δίνουμε στα παιδιά, στους μαθητές μας συνεχώς προφορικές οδηγίες για το τι να κάνουν, χρειάζονται ευκαιρίες ώστε να ασκούν και να ωριμάζουν οι ίδιοι τα αντιληπτικά τους συστήματα. Το «σχολείο-βιβλίο» χρειάζεται να δώσει περισσότερες ευκαιρίες άμεσης άσκησης της αντίληψης. Κάποιος μελετητής παρομοίαζε τη θεωρία με την έννοια ενός δοσμένου θεού, οι ευρύτερες έννοιες θέλουν να περιλάβουν τα πάντα αλλά αδυνατούν να συμπεριλάβουν μια βιωμένη ζωή.
Ο Merleau-Ponty (1977: 21) το είχε θέσει ως εξής: «οι επιστημονικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες αποτελώ μια στιγμή του κόσμου, είναι πάντα αφελείς και υποκριτικές, γιατί υπονοούν, δίχως να την αναφέρουν, αυτή την άλλη άποψη της συνείδησης, με την οποία στην αρχή ένας κόσμος ταξιθετείται γύρω μου κι αρχίζει να υπάρχει για μένα. Το να επιστρέφουμε στα πράγματα τα ίδια πάει να πει να επιστρέφουμε σ’ αυτόν τον πριν από τη γνώση κόσμο για τον οποίο πάντα μιλάει η γνώση και ως προς τον οποίο κάθε επιστημονικός προσδιορισμός είναι αφηρημένος, ενδεικτικός και εξαρτώμενος, όπως η γεωγραφία ως προς το τοπίο, όπου στην αρχή έχουμε μάθει τι είναι ένα δάσος, ένα λιβάδι και ένας ποταμός» (σελ. 21). Μάλιστα προβαίνει στη διάκριση μεταξύ μιλημένου (parle) και σιωπηλού (tacite) cogito: «το πρώτο περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από τη γλώσσα ως αυτοκατάφαση εννοιών, το δεύτερο ως υπόκωφη παρουσία διέπει οριακές καταστάσεις και επαναφέρει τον άνθρωπο σ’ αυτό που είναι» (Δεληβογιατζής, 1989: 77). Είναι ο τρόπος που ορίζουμε τον κόσμο, τον «ίδιο» και τον «άλλο» (Φουκώ, 1966). Μια επιστροφή στα πράγματα μας επιτρέπει να θέτουμε απλά αλλά και ουσιαστικά ερωτήματα (Λινάρδου, 2013).«Για ποιον δυτικό πολιτισμό μιλάμε όταν δεν μπορούμε να σκύψουμε να πιούμε νερό από τα ποτάμια μας;».
Πέραν όμως του κυριάρχου αντικειμενικού λόγου, ο πολιτισμός, η παιδεία, η τέχνη περιλαμβάνει οτιδήποτε στην κοινωνική θέσμιση που υπερβαίνει τη συνολιστική-ταυτιστική σκέψη:«...τα όνειρα (σεξουαλικά ή μη), οι γλωσσικές παραδρομές, οι απωθήσεις υποδεικνύουν την ύπαρξη της ριζικής φαντασίας, δηλαδή του ανεξάντλητου κοινωνικού πυρήνα της ψυχής που αποτελεί την ανεξάντλητη πηγή του προτάγματος της αυτονομίας, στον οποίο οφείλεται ο πάντοτε και αναγκαστικά μερικώς εκκοινωνισμός της ψυχής» (Τάσης, 2007: 62). Ψυχή για τον Καστοριάδη ορίζεται ως ο «ενιαίος παραστασιακός, αισθηματικός, προθετικός ρους», μια πρωταρχική ικανότητα ανάδυσης παραστάσεων, η πρωταρχική παράσταση μαζί με την ικανότητα του παραστάνειν αναδύονται εκ του μηδενός (ex nihilo) από την ίδια τη ψυχή, αυτή η πρωταρχική φαντασμάτευση ονομάζεται ριζική φαντασία.
Η έκθεση φωτογραφίας/βίντεο που παρουσιάσαμε στο συνέδριο αφορούσε στο παράδειγμα της μεταφοράς «η φάλαινα-γη», όχι απλά ως σχήμα λόγου αλλά ως αντιληπτική και δημιουργική σκέψη και πράξη (Lakoff & Johnson, 2005, Πουρκός & Κατσαρού, 2011). Αλήθεια, υπάρχει ωραιότερος τρόπος να αφηγηθεί κανείς ιδιαίτερα στα παιδιά, την ιστορία του ανθρώπου και της γης, την ενότητα και την ανάγκη για την προστασία του περιβάλλοντος παρά μέσα από ένα μεταφορικό παραμύθι;
Αν παρουσίαζα το όλο εγχείρημα με μια σύντομη εικόνα θα διάλεγα την εξής: Πριν από λίγες μέρες είχαμε πάει με τον πεντάχρονο ανιψιό μου στη θάλασσα. Εκεί μαζί με κάποια άλλα μικρά παιδιά, βρήκαν μια εγκαταλειμμένη σανίδα γουιντσέρφινγκ και προσπαθούσαν, ενώ η σανίδα κινούνταν να ισορροπούν πάνω της. Σκέφτηκα ότι αυτή η σανίδα έμοιαζε με τη ζωή. Τα παιδιά που είχαν μια βερμπαλιστική, εγωκεντρική αγωγή δυσκολεύονταν να ισορροπήσουν πάνω της, αντίθετα τα παιδιά του δρόμου φαίνονταν να το διασκεδάζουν. Δεν αρκεί να δίνουμε στα παιδιά, στους μαθητές μας συνεχώς προφορικές οδηγίες για το τι να κάνουν, χρειάζονται ευκαιρίες ώστε να ασκούν και να ωριμάζουν οι ίδιοι τα αντιληπτικά τους συστήματα. Το «σχολείο-βιβλίο» χρειάζεται να δώσει περισσότερες ευκαιρίες άμεσης άσκησης της αντίληψης. Κάποιος μελετητής παρομοίαζε τη θεωρία με την έννοια ενός δοσμένου θεού, οι ευρύτερες έννοιες θέλουν να περιλάβουν τα πάντα αλλά αδυνατούν να συμπεριλάβουν μια βιωμένη ζωή.
Ο Merleau-Ponty (1977: 21) το είχε θέσει ως εξής: «οι επιστημονικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες αποτελώ μια στιγμή του κόσμου, είναι πάντα αφελείς και υποκριτικές, γιατί υπονοούν, δίχως να την αναφέρουν, αυτή την άλλη άποψη της συνείδησης, με την οποία στην αρχή ένας κόσμος ταξιθετείται γύρω μου κι αρχίζει να υπάρχει για μένα. Το να επιστρέφουμε στα πράγματα τα ίδια πάει να πει να επιστρέφουμε σ’ αυτόν τον πριν από τη γνώση κόσμο για τον οποίο πάντα μιλάει η γνώση και ως προς τον οποίο κάθε επιστημονικός προσδιορισμός είναι αφηρημένος, ενδεικτικός και εξαρτώμενος, όπως η γεωγραφία ως προς το τοπίο, όπου στην αρχή έχουμε μάθει τι είναι ένα δάσος, ένα λιβάδι και ένας ποταμός» (σελ. 21). Μάλιστα προβαίνει στη διάκριση μεταξύ μιλημένου (parle) και σιωπηλού (tacite) cogito: «το πρώτο περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από τη γλώσσα ως αυτοκατάφαση εννοιών, το δεύτερο ως υπόκωφη παρουσία διέπει οριακές καταστάσεις και επαναφέρει τον άνθρωπο σ’ αυτό που είναι» (Δεληβογιατζής, 1989: 77). Είναι ο τρόπος που ορίζουμε τον κόσμο, τον «ίδιο» και τον «άλλο» (Φουκώ, 1966). Μια επιστροφή στα πράγματα μας επιτρέπει να θέτουμε απλά αλλά και ουσιαστικά ερωτήματα (Λινάρδου, 2013).«Για ποιον δυτικό πολιτισμό μιλάμε όταν δεν μπορούμε να σκύψουμε να πιούμε νερό από τα ποτάμια μας;».
Η μεταφορά
Λίγους μήνες πριν φτάσω στο Lencois Maranhenses (βόρεια Βραζιλία) από το Σάο Πάολο όπου εργαζόμουν ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός, μετά από μια δεκάωρη νυχτερινή πτήση Sao Paulo-Rio de Janeiro-Recife-Fortaleza για να βρεθώ ξαφνικά μέσα σε μια έρημο με λευκή άμμο και χιλιάδες γαλαζοπράσινες λίμνες, στο τρίγωνο που σχημάτιζε το ποτάμι το οποίο διασχίσαμε για να φτάσουμε στον Ατλαντικό ωκεανό από όπου άρχιζε η λευκή έρημο, είχα δει τις φάλαινες στην Ανταρκτική. Για τον τρόπο όμως που βρέθηκα να περπατάω πάνω στο σώμα της Φάλαινας-Γης δεν μπορώ να προσθέσω τίποτα. «Γιατί η εμπειρική διαδικασία της διανοητικής γνώσης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γεννιέται μια καλλιτεχνική εικόνα – εικόνα μοναδική, αδιαίρετη, επινοημένη, σε διαφορετικό επίπεδο από τη νόηση». (Ταρκόφσκι, 1987).
Και συνεχίζει ο ποιητής της εικόνας Αντρέι Ταρκόφσκι «Στην τέχνη, όπως και στη θρησκεία, η διαίσθηση ισοδυναμεί με πεποίθηση, με πίστη? είναι κατάσταση του νου και όχι τρόπος σκέψης. Η επιστήμη είναι εμπειρική, ενώ τη σύλληψη της εικόνας την καθορίζει η δυναμική της αποκάλυψης. Ποιο συγκριμένα, μιλώ για ξαφνικές εκλάμψεις, σαν να ανοίγουν πρώτη φορά τα μάτια μας, όχι όμως ως προς κάτι επιμέρους, αλλά ως προς το σύνολο, το άπειρο, ό,τι δεν ταιριάζει με την ενσυνείδητη σκέψη» (Γαλούνης & Ζώνας, 1988:42). Μεταγενέστερα της δική μου εμπειρίας, διαβάζοντας κάποιες μελέτες για το έργο του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη αισθάνθηκα μια εγγύτητα, παρακάτω παραθέτω κάποιες σημειώσεις.
Στο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι «Ένας πλανήτης-ζωντανό όν προκαλεί ολόκληρη των ανθρωπότητα με το μυστήριο του…» (σελ. 75). Ο καλλιτέχνης δημιουργεί το δικό του κόσμο δεν αναπαριστά την πραγματικότητα που τον περιβάλει. Στο σύμπαν του Ταρκόφσκι μέσα στην ύλη και τη λάσπη βιώνονται οι πνευματικές του εμπειρίες. Ο ουρανός μπορεί να υπάρχει μόνο σε σχέση με τη γη και αυτό συνδέει την ύλη με το πνεύμα. Απ’ αυτή τη δυαδικότητα, το πολύ κοντινό ή το πανοραμικό βλέμμα, γεννιέται ο κινηματόγραφος τους Ταρκόφσκι. Υπάρχουν δύο τρόποι για να δεις τη γη. Να τη δεις όσο το δυνατόν από πιο κοντά. Σ’ αυτή την περίπτωση κυριαρχεί η μεταλλική, η γήινη όψη όπως σ’ αυτά τα επιβλητικά πλάνα στο Stalker, στη Νοσταλγία, στη Θυσία, όπου η κάμερα κοιτάζει μέσα στο νερό για ν’ ανακαλύψει εκεί μερικά αντικείμενα, σπασμένα σκεύη, πλακάκια που έχουν κάνει στρώμα στο βυθό των τελμάτων και ξανασυνθέτουν στο ίδιο το εσωτερικό της ταινίας, ένα κόσμο απαραίτητα υλικό. Ο άλλος κόσμος κι αυτός επίσης πριν απ’ όλα υλικός, αυτός της αιωνιότητας. Πρόκειται για τους μεγαλοπρεπείς ποταμούς του Αντρέι Ρουμπλιόφ, τα δάση της σημύδας ή του πεύκου του Καθρέπτη.
«Ο ένας με το γκρο-πλαν (ο απείρως μικρός), ο άλλος με το υπέρμετρα πανοραμικό πλάνο (ο απείρως μεγάλος) γύρω απ’ αυτή την αναγκαία αποσύνθεση, δεμένη με τη μορφή του βλέμματος που τα πρόσωπα ρίχνουν στη γη, παίζεται το πεπρωμένο του ήρωα στον Ταρκόφσκι. Ορισμένα πρόσωπα, αντάρτες, θ’ αρνηθούν αυτή την προσφερόμενη συνένωση? άλλα θα τη φοβηθούν, κάποια θα ζήσουν πλήρως αυτή τη συνένωση, μέχρι το σημείο που πολλές φορές θα γίνει δύσκολο να πούμε, για ορισμένα πλάνα, που αρχίζει η γη και που σταματά η ανθρώπινη ύλη. Ο Μπορίς, ο νεαρός χυτής της καμπάνας του τελευταίου επεισόδιου του Αντρέι Ρουμπλιόφ, ανακατεύεται στην κυριολεξία στη λάσπη, όπως ακριβώς και ο Αλεξάντερ που στη Θυσία περπατά ξυπόλυτος μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Εικόνες που την κορύφωση τους βρίσουμε στη θέα της σταύρωσης στον Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ο Χριστός κουβαλά το σταυρό του, αλλά πρέπει και αυτός ακόμα να προχωρήσει σε απόλυτη επικοινωνία με την ύλη, ξυπόλυτος, βυθισμένος μέσα στα χιόνια που καλύπτουν έναν ρωσοποιημένο Γολγοθά. Η ευαισθησία προς τη γη κάνει επίσης τον ήρωα μια εύθραυστη ύπαρξη. Το θέμα του αποκομμένου απ’ τη γη του ανθρώπου, του απονεκρωμένου, ξεριζωμένου ανθρώπου, που εμφανίστηκε με δύναμη στη Νοσταλγία, είναι ένα θέμα παλιό: ας θυμηθούμε τους Ισπανούς φυγάδες του Καθρέπτη ή τον κοσμοναύτη του Solaris που ονειρεύεται με πάθος τη γή του. Έτσι η γη εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν σημείο εκκίνησης (γέννησης) και σαν σημείο κατάληξης (το υλικό όπου εγγράφεται η νοσταλγία ή παίρνει μορφή η τελική καταστροφή στη Θυσία), τόπος γέννησης, όταν από τα έγκατά της ορθώνεται η καμπάνα με τον διαυγή ήχο, που τη σφυρηλάτησε ο Μπορίς στο Αντρέι Ρουμπλιόφ, ή πληγωμένη ύλη στην οποία σκιαγραφείται άδειος ο κόσμος που καταστρέφεται στη Θυσία… Αγαπώ με πάθος τη γη μου», είχε πει ο σκηνοθέτης» (De Baecque, 1989: 37-39).
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο College of the Holy Cross, Π. Μανουσάκης (2012), στο σχόλιο του για τη Θυσία του Ταρκόφσκι σημειώνει, ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση και φανέρωση του κόσμου ως δώρο, μέσα από το αντικείμενο που υπόκεινται στην υλικότητά του (π.χ. σπάσιμο) και την απώλεια (π.χ. την απειλή του πυρηνικού πολέμου) : «τί είναι αυτό που γίνεται εμφανές, που φανερώνεται, που φέρεται στο φώς, την στιγμή της θυσίας; Ποιού πράγματος την συνείδηση αποκτά ο κεντρικός ήρωας (και μαζί του ο θεατής) όταν, το επόμενο πρωί, ξυπνά για να ανακαλύψει πως ο κόσμος βρίσκεται (ακόμα) εδώ; Ακριβώς αυτό: το πλέον δεδομένο και γι’ αυτό ίσως αναντίληπτο, το ότι ο κόσμος υπάρχει. Αυτό είναι το εκπληκτικό θέαμα το οποίο ανοίγεται χάριν της θυσίας: ο κόσμος, ο κόσμος ο ίδιος, η γυμνή ύπαρξη του υλικού κόσμου».
Λίγους μήνες πριν φτάσω στο Lencois Maranhenses (βόρεια Βραζιλία) από το Σάο Πάολο όπου εργαζόμουν ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός, μετά από μια δεκάωρη νυχτερινή πτήση Sao Paulo-Rio de Janeiro-Recife-Fortaleza για να βρεθώ ξαφνικά μέσα σε μια έρημο με λευκή άμμο και χιλιάδες γαλαζοπράσινες λίμνες, στο τρίγωνο που σχημάτιζε το ποτάμι το οποίο διασχίσαμε για να φτάσουμε στον Ατλαντικό ωκεανό από όπου άρχιζε η λευκή έρημο, είχα δει τις φάλαινες στην Ανταρκτική. Για τον τρόπο όμως που βρέθηκα να περπατάω πάνω στο σώμα της Φάλαινας-Γης δεν μπορώ να προσθέσω τίποτα. «Γιατί η εμπειρική διαδικασία της διανοητικής γνώσης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γεννιέται μια καλλιτεχνική εικόνα – εικόνα μοναδική, αδιαίρετη, επινοημένη, σε διαφορετικό επίπεδο από τη νόηση». (Ταρκόφσκι, 1987).
Και συνεχίζει ο ποιητής της εικόνας Αντρέι Ταρκόφσκι «Στην τέχνη, όπως και στη θρησκεία, η διαίσθηση ισοδυναμεί με πεποίθηση, με πίστη? είναι κατάσταση του νου και όχι τρόπος σκέψης. Η επιστήμη είναι εμπειρική, ενώ τη σύλληψη της εικόνας την καθορίζει η δυναμική της αποκάλυψης. Ποιο συγκριμένα, μιλώ για ξαφνικές εκλάμψεις, σαν να ανοίγουν πρώτη φορά τα μάτια μας, όχι όμως ως προς κάτι επιμέρους, αλλά ως προς το σύνολο, το άπειρο, ό,τι δεν ταιριάζει με την ενσυνείδητη σκέψη» (Γαλούνης & Ζώνας, 1988:42). Μεταγενέστερα της δική μου εμπειρίας, διαβάζοντας κάποιες μελέτες για το έργο του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη αισθάνθηκα μια εγγύτητα, παρακάτω παραθέτω κάποιες σημειώσεις.
Στο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι «Ένας πλανήτης-ζωντανό όν προκαλεί ολόκληρη των ανθρωπότητα με το μυστήριο του…» (σελ. 75). Ο καλλιτέχνης δημιουργεί το δικό του κόσμο δεν αναπαριστά την πραγματικότητα που τον περιβάλει. Στο σύμπαν του Ταρκόφσκι μέσα στην ύλη και τη λάσπη βιώνονται οι πνευματικές του εμπειρίες. Ο ουρανός μπορεί να υπάρχει μόνο σε σχέση με τη γη και αυτό συνδέει την ύλη με το πνεύμα. Απ’ αυτή τη δυαδικότητα, το πολύ κοντινό ή το πανοραμικό βλέμμα, γεννιέται ο κινηματόγραφος τους Ταρκόφσκι. Υπάρχουν δύο τρόποι για να δεις τη γη. Να τη δεις όσο το δυνατόν από πιο κοντά. Σ’ αυτή την περίπτωση κυριαρχεί η μεταλλική, η γήινη όψη όπως σ’ αυτά τα επιβλητικά πλάνα στο Stalker, στη Νοσταλγία, στη Θυσία, όπου η κάμερα κοιτάζει μέσα στο νερό για ν’ ανακαλύψει εκεί μερικά αντικείμενα, σπασμένα σκεύη, πλακάκια που έχουν κάνει στρώμα στο βυθό των τελμάτων και ξανασυνθέτουν στο ίδιο το εσωτερικό της ταινίας, ένα κόσμο απαραίτητα υλικό. Ο άλλος κόσμος κι αυτός επίσης πριν απ’ όλα υλικός, αυτός της αιωνιότητας. Πρόκειται για τους μεγαλοπρεπείς ποταμούς του Αντρέι Ρουμπλιόφ, τα δάση της σημύδας ή του πεύκου του Καθρέπτη.
«Ο ένας με το γκρο-πλαν (ο απείρως μικρός), ο άλλος με το υπέρμετρα πανοραμικό πλάνο (ο απείρως μεγάλος) γύρω απ’ αυτή την αναγκαία αποσύνθεση, δεμένη με τη μορφή του βλέμματος που τα πρόσωπα ρίχνουν στη γη, παίζεται το πεπρωμένο του ήρωα στον Ταρκόφσκι. Ορισμένα πρόσωπα, αντάρτες, θ’ αρνηθούν αυτή την προσφερόμενη συνένωση? άλλα θα τη φοβηθούν, κάποια θα ζήσουν πλήρως αυτή τη συνένωση, μέχρι το σημείο που πολλές φορές θα γίνει δύσκολο να πούμε, για ορισμένα πλάνα, που αρχίζει η γη και που σταματά η ανθρώπινη ύλη. Ο Μπορίς, ο νεαρός χυτής της καμπάνας του τελευταίου επεισόδιου του Αντρέι Ρουμπλιόφ, ανακατεύεται στην κυριολεξία στη λάσπη, όπως ακριβώς και ο Αλεξάντερ που στη Θυσία περπατά ξυπόλυτος μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Εικόνες που την κορύφωση τους βρίσουμε στη θέα της σταύρωσης στον Αντρέι Ρουμπλιόφ. Ο Χριστός κουβαλά το σταυρό του, αλλά πρέπει και αυτός ακόμα να προχωρήσει σε απόλυτη επικοινωνία με την ύλη, ξυπόλυτος, βυθισμένος μέσα στα χιόνια που καλύπτουν έναν ρωσοποιημένο Γολγοθά. Η ευαισθησία προς τη γη κάνει επίσης τον ήρωα μια εύθραυστη ύπαρξη. Το θέμα του αποκομμένου απ’ τη γη του ανθρώπου, του απονεκρωμένου, ξεριζωμένου ανθρώπου, που εμφανίστηκε με δύναμη στη Νοσταλγία, είναι ένα θέμα παλιό: ας θυμηθούμε τους Ισπανούς φυγάδες του Καθρέπτη ή τον κοσμοναύτη του Solaris που ονειρεύεται με πάθος τη γή του. Έτσι η γη εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν σημείο εκκίνησης (γέννησης) και σαν σημείο κατάληξης (το υλικό όπου εγγράφεται η νοσταλγία ή παίρνει μορφή η τελική καταστροφή στη Θυσία), τόπος γέννησης, όταν από τα έγκατά της ορθώνεται η καμπάνα με τον διαυγή ήχο, που τη σφυρηλάτησε ο Μπορίς στο Αντρέι Ρουμπλιόφ, ή πληγωμένη ύλη στην οποία σκιαγραφείται άδειος ο κόσμος που καταστρέφεται στη Θυσία… Αγαπώ με πάθος τη γη μου», είχε πει ο σκηνοθέτης» (De Baecque, 1989: 37-39).
Ο καθηγητής Φιλοσοφίας στο College of the Holy Cross, Π. Μανουσάκης (2012), στο σχόλιο του για τη Θυσία του Ταρκόφσκι σημειώνει, ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση και φανέρωση του κόσμου ως δώρο, μέσα από το αντικείμενο που υπόκεινται στην υλικότητά του (π.χ. σπάσιμο) και την απώλεια (π.χ. την απειλή του πυρηνικού πολέμου) : «τί είναι αυτό που γίνεται εμφανές, που φανερώνεται, που φέρεται στο φώς, την στιγμή της θυσίας; Ποιού πράγματος την συνείδηση αποκτά ο κεντρικός ήρωας (και μαζί του ο θεατής) όταν, το επόμενο πρωί, ξυπνά για να ανακαλύψει πως ο κόσμος βρίσκεται (ακόμα) εδώ; Ακριβώς αυτό: το πλέον δεδομένο και γι’ αυτό ίσως αναντίληπτο, το ότι ο κόσμος υπάρχει. Αυτό είναι το εκπληκτικό θέαμα το οποίο ανοίγεται χάριν της θυσίας: ο κόσμος, ο κόσμος ο ίδιος, η γυμνή ύπαρξη του υλικού κόσμου».
Και συνεχίζει ο Μανουσάκης προτείνοντας τα στοιχεία εκείνα για μια εικαστική απόδοση της Θυσίας: «Τί θα μπορούσε να ήταν αυτό; Μα ο,τιδήποτε-κανείς αισθάνεται τον πειρασμό να πεί «άμορφη ύλη», η ύλη καθ’ αυτή -φυσικά άμορφη ύλη είναι ακριβώς το όριο που ανθίσταται στην εμμονή της τέχνης να μορφοποιεί την ύλη. Άλλα ο,τιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνυποδηλώνει την ύλη εν γένει θα εξέφραζε ακριβώς την γεγονότητα των πραγμάτων, όχι αυτού ή εκείνου του πράγματος αλλά της πραγμα-τικότητος στο ανεξάντλητο και απροσδιόριστο σύνολό της. Το έργο θα μπορούσε να ονομαστεί Μάζα θα μπορούσε να συνίσταται ακριβώς απ’ αυτό, μιά μάζα οποιουδήποτε υλικού. Θα πρέπει να καταβάλλει κανείς ιδιαίτερη προσπάθεια να αποδώσει όσο το δυνατόν λιγότερο χαρακτηριστικά σ’ αυτήν την μάζα. Δεν θα πρέπει να μοιάζει με τίποτα προκειμένου να τα εκφράζει όλα. Η αρχέγονη μάζα πριν από την δημιουργία, η δυνατότητα στην δημιουργία, η μάζα αυτή θα απ-εικονίζει όχι τον εν ενεργεία κόσμο (την ειδικοποίηση του κόσμου) αλλά την απειρότητα της δυνατότητας του κόσμου. Σκέψου, για παράδειγμα, το μάρμαρο που ο Μιχαήλ-Άγγελος (σκόπιμα υποστηρίζεται τώρα) άφησε ατελές και ανεπεξέργαστο στην Πιετά του. Οι μορφές της Πιετάς αναδύονται μέσα από την μάζα του άμορφου μαρμάρου όπως ο πρώτος άνθρωπος μέσα από την αρχέγονη ύλη. Τέλος, το πιό σημαντικό σημείο, για μέναν, θα ήταν η κατασκευή αυτή (ό,τι κι αν καταλήξει να είναι) να στηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ώστε να αποτρέπει την θέασή της από τον θεατή σαν να βρισκόταν εκείνος εκτός του θεάματος. Αν θα πρέπει να υπάρχει μια σχέση με τον κόσμο, όπως αναφερθήκαμε σ’ αυτόν παραπάνω, θα πρέπει να τονιστεί η ενθαδικότητα του κόσμου, βρίσκομαι πάντα και ήδη μέσα στον κόσμο, εντός του κόσμου, και όχι «εκτός» αυτού σαν ο κόσμος να ήταν το αντικείμενο ενός θεάματος. Συνεπώς, φαντάζομαι μια κατασκευή που θα περιέβαλλε τον θεατή, εντός της οποίας ο θεατής θα αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως ενυπάρχοντος μαζί με αυτήν, ως μέρος αυτής. Ένας πίνακας, για παράδειγμα, κρεμασμένος στο τοίχο είναι αντι-κείμενο, προσφέρεται στο βλέμμα μου, μεταξύ μας υπάρχει ένα κάποιο διάστημα, μια απόσταση. Αντίθετα, στην περίπτωση ενός γλυπτού ή ακόμη περισσότερο μιας κατασκευής, μπορώ να φανταστώ ένα έργο τέτοιο ώστε να με περικλύει, ώστε να βρίσκομαι συνεχώς εντός του και όχι απέναντι του. Ακόμα καλύτερα, εάν η κατασκευή δεν γινόταν αμέσως αντιληπτή ως τέτοια, εάν ο επισκέπτης της έκθεσης δεν μπορούσε να διακρίνει μεταξύ του «εκθέματος» και του υπόλοιπου κόσμου-αυτό θα σήμανε την επιτυχία του έργου εφ’ όσον το έργο θα είχε πετύχει στο να γίνει ένα ακόμη πράγμα ανάμεσα στα πράγματα».
Τι ενδιαφέρον έχει αυτός ή κάποιος άλλος μύθος, η μεταφορά; «Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός πως η μεταφορά, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να ραγίζει την ειρηνιστική και κανοποιημένη σύλληψη μιας γλώσσας που περιμένει πειθήνια να χρησιμοποιηθεί από τον χρήστη ή να οδηγηθεί με το «φορείο» μιας επιστημονικής μεθοδολογίας στο γλωσσολογικό εργαστήριο, για ν’ αναλυθεί, αναταμεί, δομηθεί, αποδομηθεί και τα τοιαύτα, ήσυχα και αδιατάρακτα, από το επαΐον επιστημονικό υποκείμενο» (Αλεξίου & Καραγιάννη, 2011: 168). Και ο Πουρκός (2011: 147) επισημαίνει «…η ενεργοποίηση και εφαρμογή οικείων λέξεων/εννοιών σε νέες περιοχές της εμπειρίας είναι που αποτελεί την ουσία της μεταφοράς. Μ’ άλλα λόγια, κάθε προσπάθεια κατανόησης μιας καινούργιας εμπειρίας ενεργοποιεί πάντα τη μεταφορική διαδικασία». Έτσι ξαναζωντανεύουν παλιά προβλήματα απαλλαγμένα από τους περιορισμούς του δυνατού και του επιτρεπτού, δίνοντας τους καινούριες διαστάσεις. «Στην μία περίπτωση [επιστήμη, έρευνα, γνώση] η αλήθεια είναι δεδομένη και ζητείται η ορισμένη σημασία της, στην άλλη [τέχνη, φαντασία, μύθος, μεταφορά] δεδομένη είναι η εικόνα και ζητείται η αφανής ουσία της» (Ράμφος, 2003: 64).
Παραμερίζοντας την επιστημονική άποψη περί ανόργανης ύλης, περπατώντας με τα γυμνά μου πέλματα πάνω στην καμπυλωμένη ράχη της αμμουδιάς με το κύμα να τη χαϊδεύει, αισθάνθηκα το ζωντανό σώμα της (φάλαινας) γης, αισθάνθηκα ένα περισσότερο γή-ινο κόσμο, μια σχέση συγ-κίνησης ανάμεσα σε δυο ζωντανά σώματα, το ανθρώπινο και το γήινο. Ολόκληρος ο πλανήτης πάνω στον οποίο διαδραματίζεται η ζωή είναι ένα ζωντανό σώμα που μπορεί να μας συγ-κινήσει. Η γη ως τέτοια, μας καλεί για ένα ελαφρύτερο και ειρηνικότερο περπάτημα ζωής. Ας το πλησιάσουμε ξανά, ας κατανοήσουμε ειρηνικότερα ότι ειρηνικά μας επιτρέπει να κινούμαστε πάνω του. Μπορείτε να παρακολουθήσετε μέρος της Εκθέσεως Φωτογραφίας στο σύνδεσμο: http://youtu.be/ub096NpaSPg
Η μεταφορά είναι ένα πέρασμα από την παράσταση στην βαθύτερη συνείδηση του ίδιου του είναι, πέρα από αυτό που αναπαριστάνει (Δεληβογιατζής, 1989). Θα μπορούσε να είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο μελετητή και τον ποιητή:
- Μ: «Τα «πρόσωπα» ορίζονται από το «ρόλο» τους δηλαδή την τοποθέτηση τους και τη λειτουργία τους σε σχέση με το σύνολο στο οποίο ανήκουν. Αντίθετα τα άτομα μπορούν να αναπτύξουν λειτουργίες άσχετες προς την κοινωνική τους διάσταση, όπως το δείχνει η ανάπτυξη της φαντασίας ή το ένστικτο του θανάτου σ’ αυτά. Η πραγματικά ορθολογική λειτουργία του Λόγου θα αποσκοπούσε στην «ανύψωση της τέχνης του να ζούμε»…. Αν το τελικό αυτό αίτιο υλοποιούνταν και γινόταν πραγματικό, ο Λόγος της τεχνικής θα έφτανε σ’ ένα σύνολο όπου οι σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον άνθρωπο κι ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, θα ήσαν ποιοτικά διαφορετικές» (σελ. 235). «Η φαντασία παραιτείται μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα, τούτη όμως τη φτάνει και την ξεπερνά. Το Άουσβιτς εξακολουθεί να ενοχλεί όχι τη μνήμη αλλά τα επιτεύγματα του ανθρώπου – τα διαστημόπλοια× τις ρουκέτες και τους πυραύλους× το «λαβυρινθώδες υπέδαφος του Σνάκ μπαρ× τα κομψά, καθαρά, υγιεινά και με λούλουδα στα παρτέρια ηλεκτρονικά εργαστήρια× το βλαβερό φωταέριο που είναι πραγματικά επικίνδυνο για τους ανθρώπους× η συνομωσία της σιωπής όπου συμμετέχουμε όλοι» (Marcuse, 1978: 246).
- Ε. «Εθισθείτε στην ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι μια ωραία γυναικά που σας προσφέρεται – και δράσετε. Μη διστάσετε να εκλάβετε τα μαλλιά της για σύννεφα ή τη λύπη της για σιγανόφωνο τραγούδι. Μόνο να ακούτε και να χαϊδεύετε, χαϊδεύετε και ακούτε. Δίνετε τις ιδιότητες που αφορούν τα έμψυχα στα άψυχα ή τα απτά στα νοητά ολοένα, και τ’ ανάπαλιν. Με την ίδια ελευθερία που παρέχει το όνειρο να συνθέτει κομμάτια των καθημερινών σας εντυπώσεων και παλιές, κρυφές σας επιθυμίες. Η πόρτα τότε μπορεί να ανοίξει. Το σύννεφο να περάσει μέσα. Ο Dylan Thomas το ‘βλεπε αυτό το σύννεφο να ‘ρχεται γεμάτο από ένα έαρ χελιδονιών. Γιατί όχι; Ο Μαγιακόφσκι, αντίθετα, το βλέπε να κόβει δρόμο στα δυο το πεπόνι της σελήνης. Δικαίωμα του. Ο Jouve, σαν μέσον για ν’ ασπάζεται μια χώρα τους θεούς της. Είναι μια άποψη. Κι ο Eluard, σαν αυτή καθαυτή τη νεότητα, σε αντίθεση με το γήρας των δρόμων. Σωστά. Νοόταν, βέβαια, θα ρωτήσει ο άλλος: Και το κέρδος; Ποιο είναι; Απάντηση: όλα και τίποτε. …αναπτύσσεις ένα πρίσμα διάφανο, ικανό να σε κάνει να βλέπεις όπως ακούς, ή ν’ ακούς όπως βλέπεις, και ούτω καθεξής, όπως μόνον ήσυχη γίνεται να το επιτρέψει. Ένα ρυάκι δεν είναι απλώς λίγο νερό που κατρακυλάει τον κατήφορο∙ είναι η λαλούσα κι εύχαρις υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων. Λίγη ξερή, τριμμένη στα δάχτυλά σου, μέντα σε πάει ολόισια στη σκέψη των Ιώνων… κάθε φορά που τρως μια συναγρίδα ψητή, να τρως και από λίγο Αιγαίο… μείνετε πολλή ώρα, μέχρις απελπισίας, μόνος, και ρεμβάστε. Αλλά προσοχή: όχι καθόλου αναμασώντας τα αισθήματα σας∙ απλώς, ανατοποθετώντας τα πράγματα γύρω σας» (Ελύτης, 1995: 168-170).
(αγγλ. National Aeronautics and Space Administration) ή ΝΑΣΑ (ελλ. Εθνική Υπηρεσία Αεροναυτικής και Διαστήματος), με τον τίτλο «Earth is Singing Like a Whale», «Η Γη Τραγουδάει όπως η Φάλαινα». Μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα μικρό βίντεο της ΝΑΣΑ: http://www.youtube.com/watch?v=yFAlyJsxSBA .
Βιβλιογραφία
Bruner, J. (1986) Actual Minds, Possible Words. Cambridge: Harvard University Press.
De Baecque, A. (1989) Αντρέι Ταρκόφσκι, μια Ξενάγηση στο Έργο του (μτφρ. Δ. Δημητρούλια, 1991). Αθήνα: Γκοβόστη.
Gombrich, Ε. (1998) Το Χρονικό της Τέχνης. (μτφρ. Λ. Κασδαγλή). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Lakoff, G. & Johnson, M. (2005) Ο Μεταφορικός Λόγος. Ο Ρόλος της Μεταφοράς στην Καθημερινή μας Ζωή (μτφρ. Ο. Καλοεμνίδου). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Marcuse, H. (1978) Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, Β’ Έκδοση. (μτφρ. Μ. Λυκούδη). Αθήνα: Παπαζήση.
Merleau-Ponty, M. (1968) The Visible and the Invisible. Evanston, Il: Northwestern University Press.
Merleau-Ponty, M. (1977) Προοίμιο στη Φαινομενολογία της Αντίληψης. (μτφρ. Φώτη Καλλιά). Αθήνα: Έρασμος.
Αλεξίου, Β. & Καραγιάννη, Π. (2011) Τα όρια της Μεταφοράς και οι Μεταφορές των Ορίων Στους Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Γαλούνης, Μ. & Ζώνας, Χ. (1987) Προσεγγίσεις στη Ζωή και το Έργο του Α. Ταρκόφσκι. Αθήνα: Δομός.
Δεληβογιατζής, Σ. (1989) Προς μια Ερμηνευτική Κριτική: Περίπτωση του Foucault. Αθήνα: Βάνιας.
Ελύτης, Ο. (1995) Εν Λευκώ, Τέταρτη Έκδοση. Αθήνα: Ίκαρος.
Κονδύλης, Π. (1998) Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης. Νεφέλη.
De Baecque, A. (1989) Αντρέι Ταρκόφσκι, μια Ξενάγηση στο Έργο του (μτφρ. Δ. Δημητρούλια, 1991). Αθήνα: Γκοβόστη.
Gombrich, Ε. (1998) Το Χρονικό της Τέχνης. (μτφρ. Λ. Κασδαγλή). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Lakoff, G. & Johnson, M. (2005) Ο Μεταφορικός Λόγος. Ο Ρόλος της Μεταφοράς στην Καθημερινή μας Ζωή (μτφρ. Ο. Καλοεμνίδου). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Marcuse, H. (1978) Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, Β’ Έκδοση. (μτφρ. Μ. Λυκούδη). Αθήνα: Παπαζήση.
Merleau-Ponty, M. (1968) The Visible and the Invisible. Evanston, Il: Northwestern University Press.
Merleau-Ponty, M. (1977) Προοίμιο στη Φαινομενολογία της Αντίληψης. (μτφρ. Φώτη Καλλιά). Αθήνα: Έρασμος.
Αλεξίου, Β. & Καραγιάννη, Π. (2011) Τα όρια της Μεταφοράς και οι Μεταφορές των Ορίων Στους Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Γαλούνης, Μ. & Ζώνας, Χ. (1987) Προσεγγίσεις στη Ζωή και το Έργο του Α. Ταρκόφσκι. Αθήνα: Δομός.
Δεληβογιατζής, Σ. (1989) Προς μια Ερμηνευτική Κριτική: Περίπτωση του Foucault. Αθήνα: Βάνιας.
Ελύτης, Ο. (1995) Εν Λευκώ, Τέταρτη Έκδοση. Αθήνα: Ίκαρος.
Κονδύλης, Π. (1998) Το Αόρατο Χρονολόγιο της Σκέψης. Νεφέλη.
Κουτάντος, Δ. (2011) Ο Άνθρωπος που Μεγαλώνει Μέσα μας, 16 Σεπτεμβρίου 2011.
Λινάρδου, Γ. (2013) Το Ταξίδι Κρύβει μια Παιδικότητα, Συνέντευξη Δ. Κουτάντου, Εφημ. Ελευθεροτυπία.
Μανουσάκης, Π. (2012) Μικρό Σχόλιο στη Θυσία του Ταρκόφσκυ, Ιστοσελίδα Αντίφωνο, Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012.
Ντοστογιέφσκι, Φ. (2006) Το Υπόγειο (μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης). Αθήνα: Ελευθεροτυπία.
Πλάτων (385 π.Χ.) Συμπόσιον, Τόμοι Α’ και Β’. (Επιμέλεια Η. Σπυρόπουλος, 2004). Αθήνα: Ζήτρος.
Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Πουρκός, Μ. (2011) Ο Ρόλος της Μεταφοράς στη Γνώση και τη Μάθηση προς μια Βιωματική, Ευρετική και Διαλογική-Επικοινωνιακή Ψυχοπαιδαγωγική. Στους Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Πουρκός, Μ. (επιμ.) (2006) Κοινωνικο-Ιστορικο-Πολιτισμικές Προσεγγίσεις στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδ. Ατραπός.
Πουρκός, Μ. (επιμ.) (2008) Ενσώματος Νους, Πλαισιοθετημένη Γνώση και Εκπαίδευση: Προσεγγίζοντας την Ποιητική και τον Πολιτισμό του Σκεπτόμενου Σώματος, Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Gutenberg.
Ράμφος, Σ. (2003) Μεταφυσική του Κάλλους. Αφήγησις της Ελληνικής πτήσεως από το Φαίδρο του Πλάτωνος και τις Πραγματείες του Πλωτίνου περί Ωραίου, στο Μυστικό Ύψος της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών. Αθήνα: Αρμός.
Ράμφος, Σ. (2007-2008) Ο Στέλιος Ράμφος ερμήνευσε το κείμενο του Πλάτωνα «Φαίδων» (15 διαλέξεις). Στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, από το Νοέμβριο 2007 έως τον Ιανουάριο του 2008.
Ράμφος, Σ. (2009) Ο Στέλιος Ράμφος Ερμήνευσε τον Πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιο» (1-15), Ίδρυμα Θεοχαράκη
Ντοστογιέφσκι, Φ. (2006) Το Υπόγειο (μτφρ. Γιώργης Σημηριώτης). Αθήνα: Ελευθεροτυπία.
Πλάτων (385 π.Χ.) Συμπόσιον, Τόμοι Α’ και Β’. (Επιμέλεια Η. Σπυρόπουλος, 2004). Αθήνα: Ζήτρος.
Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Πουρκός, Μ. (2011) Ο Ρόλος της Μεταφοράς στη Γνώση και τη Μάθηση προς μια Βιωματική, Ευρετική και Διαλογική-Επικοινωνιακή Ψυχοπαιδαγωγική. Στους Πουρκός, Μ. & Κατσαρού Ε. (επιμ.) (2011) Βίωμα, Μεταφορά και Πολυτροπικότητα. Εφαρμογές στην Επικοινωνία, την Εκπαίδευση, τη Μάθηση και τη Γνώση. Αθήνα: Νησίδες.
Πουρκός, Μ. (επιμ.) (2006) Κοινωνικο-Ιστορικο-Πολιτισμικές Προσεγγίσεις στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδ. Ατραπός.
Πουρκός, Μ. (επιμ.) (2008) Ενσώματος Νους, Πλαισιοθετημένη Γνώση και Εκπαίδευση: Προσεγγίζοντας την Ποιητική και τον Πολιτισμό του Σκεπτόμενου Σώματος, Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Gutenberg.
Ράμφος, Σ. (2003) Μεταφυσική του Κάλλους. Αφήγησις της Ελληνικής πτήσεως από το Φαίδρο του Πλάτωνος και τις Πραγματείες του Πλωτίνου περί Ωραίου, στο Μυστικό Ύψος της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών. Αθήνα: Αρμός.
Ράμφος, Σ. (2007-2008) Ο Στέλιος Ράμφος ερμήνευσε το κείμενο του Πλάτωνα «Φαίδων» (15 διαλέξεις). Στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, από το Νοέμβριο 2007 έως τον Ιανουάριο του 2008.
Ράμφος, Σ. (2009) Ο Στέλιος Ράμφος Ερμήνευσε τον Πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιο» (1-15), Ίδρυμα Θεοχαράκη
Ταρκόφσκι, Α. (1987) Σμιλεύοντας με το Χρόνο. Αθήνα: Νεφέλη.
Τάσης, Θ. (2007) Καστοριάδης: Μια Φιλοσοφία της Αυτονομίας. Αθήνα: Ευρασία.
Φουκώ, Μ. (1966) Οι Λέξεις και τα Πράγματα: Μια Αρχαιολογία των Επιστημών και του Ανθρώπου. (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, 1986). Αθήνα: Γνώση.
Τάσης, Θ. (2007) Καστοριάδης: Μια Φιλοσοφία της Αυτονομίας. Αθήνα: Ευρασία.
Φουκώ, Μ. (1966) Οι Λέξεις και τα Πράγματα: Μια Αρχαιολογία των Επιστημών και του Ανθρώπου. (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, 1986). Αθήνα: Γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.