"...Οι ασυνέπειες και η ανθενωτική στάση σοσιαλιστών και αναρχοσυνδικαλιστών, ο σχεδιασμός των φασιστών για ανακατάληψη της εξουσίας καθώς και η βοήθεια του γερμανικού και ιταλικού φασισμού στον ισπανικό φασισμό, οδήγησαν τελικά στην ήττα. Για παράδειγμα οι αναρχοκομουνιστές προχωρούσαν πέρα από την εποχή τους και τη συνείδηση των λαϊκών μαζών. Στην Καταλωνία όπου κατείχαν νευραλγικές θέσεις κοινωνικοποιούσαν τα πάντα: όχι μόνο τη μεγάλη βιομηχανία, αλλά και τα κουρεία, τα εστιατόρια, τα καφενεία κ.λπ. Στα χωριά προχωρούσαν σε βίαιη κολεκτιβοποίηση, σπάζοντας έτσι τις κοινωνικές συμμαχίες. Παράλληλα το τροτσκιστικό POUM μαχόταν για τη διάσπαση του Λαϊκού Μετώπου (όπως έκαναν και οι τροτσκιστές με το ΕΑΜ στην Ελλάδα). Αυτά είναι τα δεδομένα σε γενικές γραμμές για την ισπανική περίπτωση. Όταν, λοιπόν, κάποιος συμπεραίνει πως η τακτική των κομμουνιστών απέτυχε κλείνει τα μάτια του στην υπονομευτική δράση των τροτσκιστών, των σοσιαλιστών και των αναρχικών καθώς και στην αντεπανάσταση όπως αυτή εκδηλώθηκε στο εσωτερικό της Ισπανίας με τη διεθνή βοήθεια του φασισμού. Ο άλλος δρόμος ήταν ο δρόμος της «καθαρότητας» από την πλευρά των κομμουνιστών. Ένας δρόμος που είναι επιτυχημένος, αλλά μόνο σε σχέδια επί χάρτου και σε δογματικά μυαλά..."
Τρίτη, 5 Αυγούστου 2014
Ο ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ, ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ Η ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ
Α΄ΜΕΡΟΣ
Σε μια πρόσφατη δημοσίευση της Εφημερίδας των Συντακτών (20/7/2014) παρουσιάστηκε ένα άγνωστο κείμενο του Πουλαντζά. Το εν λόγω κείμενο είχε δημοσιευτεί την περίοδο της χούντας στο περιοδικόΑγώνας που εκδιδόταν από την οργάνωση του Παρισιού του ΚΚΕ εσωτερικού και απαντούσε σε κείμενο ενός στελέχους επίσης του ΚΚΕ «Εσωτερικού» (Ελευθερίου) με θέμα την πολιτική εκπροσώπηση των τάξεων. Δε θα σταθούμε ιδιαίτερα στην ιδεολογική διαμάχη μεταξύ των δύο ανδρών για τη σχέση τάξης-κόμματος[1], αλλά κυρίως σε ορισμένα ζητήματα που ξεδιπλώνονται από τον Πουλαντζά και που αφορούν στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Ο Πουλαντζάς φαίνεται πως πρεσβεύει μια διαλεκτική προσέγγιση για τη σχέση τάξης-κόμματος, αφού θεωρεί πως ένα κόμμα μπορεί να εκπροσωπεί ευθέως και πραγματικά τα συμφέροντα μιας τάξης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η εκπροσώπηση είναι στο επίπεδο του φαίνεσθαι. Αν αναλογιστούμε το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας ο Πουλαντζάς έχει δίκιο. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μίλαγαν στο όνομα της εργατικής τάξης και είχαν αναφορές στο σοσιαλισμό ενώ επί της ουσίας αποτελούσαν βασικό πυλώνα, αν όχι το βασικότερο, της κεφαλαιοκρατίας. Ωστόσο, ο Πουλαντζάς δεν κάνει μια ακαδημαϊκή παρατήρηση, αλλά μια παρατήρηση με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις. Η σωστή θεώρηση του Πουλαντζά οδηγεί αναγκαστικά σε ορισμένα καίρια ερωτήματα. Ας δούμε ποια.
Τα δεδομένα είναι τα εξής: στον καπιταλισμό οι τάξεις εκπροσωπούνται από τα κόμματα. Κάποια κόμματα μιλάνε στο όνομα των καταπιεσμένων ενώ στην πραγματικότητα παίζουν το παιχνίδι της αστικής τάξης. Οι μικροαστοί δεν μπορούν να έχουν κόμματα όπως τουλάχιστον τα έχουν η εργατική και η αστική τάξη. Αν, λοιπόν, τα πράγματα είναι έτσι, τότε έχει άραγε νόημα ένα κομμουνιστικό κόμμα να απευθύνεται σε άλλα κόμματα μη κομμουνιστικά για τη σύναψη συμμαχιών;
Κατ’ αρχάς σωστά σημειώνει ο Πουλαντζάς, επικαλούμενος τους κλασικούς, ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξουν κόμματα των μικροαστών, παρά για μικρές χρονικές περιόδους. Πράγματι οι μικροαστοί δεν αποτελούν τάξη αλλά κοινωνικό στρώμα. Κατά τη γνώμη μας κακώς ο Πουλαντζάς τους χαρακτηρίζει τάξη. Βρίσκονται ανάμεσα στην αστική και εργατική τάξη και φέρουν χαρακτηριστικά και από τις δυο. Το εισόδημά τους, όσον αφορά στο ύψος, είναι ανάμεσα στο εισόδημα των εργατών και των αστών. Κάποιων βέβαια προσεγγίζει αυτό της αστικής τάξης και κάποιων της εργατικής. Μπορεί να έχουν στην κατοχή τους μέσα παραγωγής, αλλά αναγκάζονται να εργάζονται και οι ίδιοι, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Μπορεί να εκμεταλλεύονται μισθωτή εργασία, αλλά πιέζονται αφόρητα από μεγαλύτερα κεφάλαια και από τα μονοπώλια. Όλα αυτά τους τοποθετούν σε μια ενδιάμεση θέση κι έτσι παλαντζάρουν τόσο συνειδησιακά, όσο και ταξικά ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις. Αυτή η ρευστότητα, δεν τους επιτρέπει και το σχηματισμό πολιτικών φορέων που θα είχαν διάρκεια και σταθερότητα. Για αυτό ό,τι δημιουργείται είτε είναι θνησιγενές, είτε αφομοιώνεται από την αστική τάξη ή σπανιότερα και δυσκολότερα, είναι η αλήθεια, από την εργατική. Αυτές οι διαπιστώσεις, όμως, δε σημαίνουν από την πλευρά της εργατικής τάξης εχθρότητα απέναντι στους μικροαστούς. Εντός τους υπάρχουν στρώματα που προσεγγίζουν την αστική τάξη. Αυτά τα στρώματα μάλλον δεν ενδιαφέρουν την εργατική τάξη για τη σύναψη πολιτικών η κοινωνικών συμμαχιών. Αλλά τι γίνεται αν μικροαστικά μορφώματα εκφράζουν τα πιο καταπιεσμένα στρώματα τους, αυτά δηλαδή που προσεγγίζουν ταξικά την εργατική τάξη; Επιπλέον, πώς η εργατική τάξη και το κόμμα της πρέπει να αντιμετωπίσει μικροαστικούς σχηματισμούς εντός των οποίων υπάρχουν αντιθέσεις και διεξάγεται ιδεολογική και πολιτική διαμάχη για το αν θα επικρατήσει το ρεύμα με τα μικροαστικά χαρακτηριστικά ή το ρεύμα με τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά; Σε αυτά τα ερωτήματα υπάρχουν δυο δρόμοι. Ή όλες αυτές οι περιπτώσεις αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο ρεύμα και ως απότοκα της αστικής ιδεολογίας ή ως δυνατότητες να διανοιχτούν ρήγματα και να αξιοποιηθούν οι αντιθέσεις προς όφελος της εργατικής τάξης και της κοινωνικής προόδου. Η πρώτη εκδοχή είναι η σεχταριστική, η δεύτερη η επαναστατική.
Όλα τα παραπάνω σχετίζονται και με τις αποφάσεις και τον προσανατολισμό των διαφόρων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς καθώς και με τους σχετικούς προβληματισμούς που έθεσε ο Πουλαντζάς στο κείμενο για το οποίο μιλάμε.
Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ
Θεωρούμε πως στη σκέψη του Πουλαντζά ότι υπάρχει τουλάχιστον μια αντίφαση. Ενώ η θεώρησή του για τα κόμματα, όπως την παραθέσαμε παραπάνω, αν και κατά βάση σωστή, υποκρύπτει κατά τη γνώμη μας σεχταριστική άποψη, στη συνέχεια κάνοντας κριτική στο 6ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς γράφει: «Το 6ο Συνέδριο: α) Παραμελούσε το πρόβλημα των ταξικών συμμαχιών της εργατικής τάξης με τη φτωχή και μεσαία αγροτιά και τη μικροαστική τάξη. Ήταν η περίοδος που ο Στάλιν διασπούσε στη Σοβιετική Ένωση τη συμμαχία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς χτυπώντας το σύνολο της αγροτιάς. Η τακτική αυτή της Διεθνούς ονομάστηκε τακτική “τάξης εναντίον τάξης”, β) Το “ενιαίο μέτωπο” μέσα στην ίδια την εργατική τάξη έπρεπε να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο από τα κάτω, από τη βάση. Ο κύριος εχθρός ήταν όχι το αστικό καθεστώς, αλλά πρώτα τα αριστερά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που αποκαλέστηκαν “σοσιαλ-φασιστικά”».
Ο Πουλαντζάς έχει απόλυτα δίκιο στην κριτική που κάνει στον προσανατολισμό, το πνεύμα και τις αποφάσεις του 6ου συνεδρίου. Το 6ο συνέδριο ήταν ένα συνέδριο με αριστερίστικο προσανατολισμό. Όμως αναφύεται το εξής ερώτημα: πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πολιτική συμμαχία όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής αλλά και σε επίπεδο βάσης με δεδομένο ότι όλα τα κόμματα πλην κομμουνιστικού, εκπροσωπούν πάνω κάτω τα συμφέροντα των αστών;
Ο ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΝΤΕΚ
Ο Πουλαντζάς, όμως, δε μένει στο 6ο συνέδριο και επιτίθεται και στο 7ο γράφοντας τα εξής: «Μετά το 4ο Συνέδριο (1922-23) και την αχρήστευση, λόγω ασθενείας, του Λένιν, είχε αναφανεί μια εντελώς οπορτουνιστική τάση, εκπροσωπευόμενη κυρίως από τον Ράντεκ, αλλά υιοθετημένη από την Ολομέλεια της Διεθνούς τον Iούνη του 1923 και η οποία είχε δώσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Σύμφωνα με την τάση αυτή υπήρχαν “κόμματα-ετικέτες” για τη μικροαστική κυρίως τάξη. Στη Γερμανία τέτοιο αυτοτελές κόμμα θεωρήθηκε από τον Ράντεκ η αποκαλούμενη “εθνικο-μπολσεβίκικη” παράταξη, πτέρυγα ανεξάρτητη ακόμα του ναζιστικού κόμματος. Κατά τον Ράντεκ η παράταξη αυτή ήταν αυτοτελής εκπρόσωπος της εθνικιστικής μικροαστικής τάξης και έγινε δεκτή από τη Διεθνή γραμμή συμμαχίας κορυφής, και εκ των “άνω” του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας με τους “εθνικο-μπολσεβίκους”. Ήταν η περίφημη γραμμή Σλαγκέτερ».
Πρώτα από όλα να σημειώσουμε, δικαιώνοντας τον Πουλαντζά, πως ο Ράντεκ όντως είχε μια δεξιά ανάγνωση των πραγμάτων. Για παράδειγμα ο τρόπος που έβλεπε την πρόταση του 4ουσυνεδρίου για την Εργατική Κυβέρνηση είναι χαρακτηριστικός[2].
ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΕ ΤΟ 7Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ;
Όμως, ο Πουλαντζάς τραβάει τη συλλογιστική του στα άκρα: «Η γραμμή Δημητρώφ χρεοκόπησε στην πρακτική της εφαρμογή πέρα για πέρα. Πουθενά δεν κατάφερε ν’ αποφύγει ή να γκρεμίσει τους ήδη εγκατεστημένους φασισμούς. Πρώτο παράδειγμα η Ισπανία, δεύτερο η Γερμανία και Ιταλία. Το θέμα της Γαλλίας είναι μεν πιο περίπλοκο, χωρίς όμως να δικαιώνει τον Δημητρώφ […]».
Ασφαλώς ο χώρος για να κάνουμε αναλυτική αναφορά στις τέσσερις προαναφερόμενες χώρες είναι περιορισμένος. Θα κάνουμε μια προσπάθεια όσο το δυνατό πιο λιτή για να δείξουμε πως ο Πουλαντζάς σε αυτή του τη διαπίστωση δεν έχει δίκιο. Ο Πουλαντζάς θα είχε ίσως δίκιο, αν μιλούσαμε για κομμουνιστικά κόμματα που με συνέπεια και χωρίς ταλαντεύσεις θα υιοθετούσαν τη λογική του 7ου συνεδρίου από νωρίς κι έχοντας ευαισθητοποιηθεί στο ζήτημα του φασισμού από τις απαρχές εμφάνισης του φαινομένου κι όχι όταν τα πράγματα ήταν πλέον οριακά. Ωστόσο, θα πρέπει να πούμε πως το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα έδειξε σχεδόν εγκληματική ολιγωρία στο ζήτημα της αντιμετώπισης του φασισμού. Ενώ το φασιστικό ρεύμα έχει εμφανιστεί, το 3ο συνέδριο έχει ελάχιστες αναφορές, στο 4ο συνέδριο γίνεται συζήτηση, αλλά αδυνατεί να δει στις πραγματικές του διαστάσεις το φαινόμενο, ενώ στο 5ο και το 6ο, κυριαρχεί η λογική του σοσιαλφασισμού με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα. Μόλις στη 13η Ολομέλεια δίνεται ο γνωστός ορισμός περί φασισμού (που αργότερα υιοθετείται και από το 7ο συνέδριο), αλλά το πνεύμα του σοσιαλφασισμού είναι ακόμη παρόν. Επομένως, η σεχταριστική αντίληψη των πραγμάτων ήταν αυτή που δε βοήθησε σε καμία περίπτωση να αντιμετωπιστεί ο φασισμός κι όχι το 7ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1935, μόλις πέντε χρόνια πριν την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Ας ξεκινήσουμε από την Ιταλία. Τη δεκαετία του 1920 για ένα διάστημα ηγέτης του ιταλικού κόμματος ήταν ο Μπορντίγκα. Πατριάρχη του σεχταρισμού, θα τον χαρακτηρίζαμε. Ο Μπορντίγκα θεωρούσε πως ο φασισμός ήταν μια ακόμη αλλαγή στο αστικό πολιτικό σκηνικό, δίχως ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά που έχριζαν επισταμένης μελέτης και αντιμετώπισης. Είναι μάλλον αυτονόητο πως μια τέτοια αντίληψη, αφήνει στο φασισμό έδαφος για να δράσει και να αναπτυχθεί ανενόχλητος. Όταν την ηγεσία του ιταλικού κόμματος ανέλαβε ο Γκράμσι, μπορεί η άποψή του να μην ήταν ίδια με αυτή του Μπορντίγκα, ωστόσο, υπήρχαν αντιφάσεις. Τόσο ο σεχταρισμός του πρώτου, όσο και οι αντιφάσεις του δεύτερου καθυστέρησαν την ανάπτυξη ενός αντιφασιστικού κινήματος που θα μπορούσε να βάλει φραγμό ή να περιορίσει την επίδραση των Ιταλών φασιστών[3]. Αλλά ας μην ξεχνάμε και τα αντικειμενικά προβλήματα, ειδάλλως ρέπουμε στο βολονταρισμό. Το 1928 το κόμμα δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα, αφού τα ηγετικά του στελέχη συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολυετή φυλάκιση ενώ το κόμμα εισέρχεται σε περίοδο παρανομίας. Ο ίδιος ο Γκράμσι πέθανε στη φυλακή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση διαφόρων οπορτουνιστικών στοιχείων, συνθηκολόγων ή και προδοτών στην ηγεσία του κόμματος[4]. Το πρόβλημα λοιπόν δεν ήταν πως εφαρμόστηκε η γραμμή του 7ου και στη συνέχεια αυτή οδήγησε στην ήττα ή σε μηδενικά αποτελέσματα, αλλά ότι δεν εφαρμόστηκε έγκαιρα και με συνέπεια. Εκτός κι αν υποθέσουμε ότι τις περιόδους που το ιταλικό κόμμα καλούσε άλλες πολιτικές δυνάμεις σε οργανωμένη αντίσταση κατά των φασιστών και εργαζόταν μέσα στα συνδικάτα για να πάρει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτή η αντίσταση, έπραττε λάθος. Αλλά αν αυτό ήταν λάθος, ποια στα αλήθεια ήταν η ενδεδειγμένη τακτική; Μήπως να καλεί άλλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στη βάση της επανάστασης και να αναπαράγει το σχήμα του σοσιαλφασισμού, όπως έγινε σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα;
Η Γαλλία είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις, αν όχι η χαρακτηριστικότερη που δείχνει πώς ένα αντιφασιστικό μέτωπο εμποδίζει την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες. Στις 6 Φλεβάρη του 1934 περισσότεροι από 20 χιλιάδες φασίστες προσπάθησαν να διεισδύσουν στη βουλή και σε άλλα κυβερνητικά κτήρια. Αλλά ο γαλλικός λαός υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού κόμματος έφραξε το δρόμο στους φασίστες. Στους δρόμους του Παρισιού κατέβηκαν 25 χιλιάδες εργαζόμενοι προκειμένου να εμποδίσουν την αρπαγή της κυβερνητικής εξουσίας από τους φασίστες. Υπό την πίεση των μαζών δόθηκε εντολή από την κυβέρνηση Νταλαντιέ στην αστυνομία να δράσει. Έτσι, με την παρέμβαση των μαζών και της αστυνομίας οι φασίστες διαλύθηκαν και ακυρώθηκε το σχέδιό τους[5].
Όσον αφορά στην Ισπανία πρόκειται σαφώς για μια από τις πιο σύνθετες περιπτώσεις, αλλά θα παραθέσουμε ορισμένα δεδομένα που δε δικαιώνουν το συμπέρασμα του Πουλαντζά. Τα συνθήματα των κομμουνιστών για τη συγκρότηση ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου είχαν ευρύτατη απήχηση στις μάζες. Χιλιάδες σοσιαλιστές και αναρχοσυνδικαλιστές πέρναγαν στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος. Η γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου δημιούργησε εξελίξεις στο σοσιαλιστικό κόμμα, στο οποίο η αριστερή πτέρυγα ζητούσε ενότητα δράσης με τους κομμουνιστές. Στις 12 Ιουνίου του 1934 η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος προτείνει στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος τη συγκρότηση Ενιαίου Μετώπου. Το Δεκέμβριο του 1935 η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας που την καθοδηγούσαν οι κομμουνιστές ενώθηκε με τη Γενική Ένωση Εργαζομένων. Στις αρχές του 1936 ύστερα από αλλεπάλληλες προτάσεις του κομμουνιστικού κόμματος για τη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου η σοσιαλιστική ηγεσία και οι αστοί δημοκράτες συμφώνησαν να ξεκινήσουν συνομιλίες. Οι συνομιλίες έχουν θετική κατάληξη με τη συμφωνία για τη συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου. Εντός του Λαϊκού Μετώπου διεξάγεται ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση όπως είναι λογικό, αφού οι δυνάμεις που το απάρτιζαν είχαν διαφορετικές πολιτικές στοχεύσεις όπως επίσης είναι λογικό. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1936 το Λαϊκό Μέτωπο κερδίζει. Μετά την εκλογική νίκη λαμβάνονται μια σειρά μέτρων αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, όχι όμως στο βαθμό που θα έπρεπε, ενώ οι κομμουνιστές αγωνίζονται για το βάθεμά τους. Οι ασυνέπειες και η ανθενωτική στάση σοσιαλιστών και αναρχοσυνδικαλιστών, ο σχεδιασμός των φασιστών για ανακατάληψη της εξουσίας καθώς και η βοήθεια του γερμανικού και ιταλικού φασισμού στον ισπανικό φασισμό, οδήγησαν τελικά στην ήττα. Για παράδειγμα οι αναρχοκομουνιστές προχωρούσαν πέρα από την εποχή τους και τη συνείδηση των λαϊκών μαζών. Στην Καταλωνία όπου κατείχαν νευραλγικές θέσεις κοινωνικοποιούσαν τα πάντα: όχι μόνο τη μεγάλη βιομηχανία, αλλά και τα κουρεία, τα εστιατόρια, τα καφενεία κ.λπ. Στα χωριά προχωρούσαν σε βίαιη κολεκτιβοποίηση, σπάζοντας έτσι τις κοινωνικές συμμαχίες. Παράλληλα το τροτσκιστικό POUM μαχόταν για τη διάσπαση του Λαϊκού Μετώπου (όπως έκαναν και οι τροτσκιστές με το ΕΑΜ στην Ελλάδα). Αυτά είναι τα δεδομένα σε γενικές γραμμές για την ισπανική περίπτωση. Όταν, λοιπόν, κάποιος συμπεραίνει πως η τακτική των κομμουνιστών απέτυχε κλείνει τα μάτια του στην υπονομευτική δράση των τροτσκιστών, των σοσιαλιστών και των αναρχικών καθώς και στην αντεπανάσταση όπως αυτή εκδηλώθηκε στο εσωτερικό της Ισπανίας με τη διεθνή βοήθεια του φασισμού. Ο άλλος δρόμος ήταν ο δρόμος της «καθαρότητας» από την πλευρά των κομμουνιστών. Ένας δρόμος που είναι επιτυχημένος, αλλά μόνο σε σχέδια επί χάρτου και σε δογματικά μυαλά[6].
Ούτε, όμως, η περίπτωση της Γερμανίας δικαιώνει τη σκέψη του Πουλαντζά. Ας δούμε το γιατί. Το 1923 υπήρξαν λανθασμένες εκτιμήσεις από την ηγεσία (Μπράντλερ) για την κατάσταση της χώρας και το συσχετισμό δυνάμεων καθώς και υπερεκτίμηση για την ετοιμότητα και την ικανότητα του κόμματος. Οι θεωρητικές και πολιτικές προσεγγίσεις ήταν με άλλα λόγια ως ένα βαθμό αριστερίστικου χαρακτήρα. Επιπλέον η «αριστερή» αντιπολίτευση (Φίσερ-Μασλόφ) εντός του κόμματος αντιπρότεινε στη θέση της εργατοαγροτικής κυβέρνησης, τη δικτατορία του προλεταριάτου ως άμεσο στόχο. Από τη μία λοιπόν, υπήρχε η ηγεσία με ένα μείγμα δεξιών και αριστερίστικων απόψεων, από την άλλη η αντιπολίτευση με αριστερίστικο προσανατολισμό.
Όταν εκδηλώνεται το πραξικόπημα του Καπ το Μάρτιο του 1920, ενώ υπάρχει σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που στην πράξη αδρανεί, η εργατική τάξη απαντά με απεργία, αυτοοργανώνεται και αντιδρά ένοπλα. Δριμύτατες συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα στα οδοφράγματα. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως την πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή της απεργίας τη λαμβάνει ο Λίγκεν, δεξιός σοσιαλδημοκράτης και επικεφαλής των συνδικάτων. Η ηγεσία του KPD παίρνει απόφαση να μη συμμετάσχει στην απεργία, διότι, όπως αποφαίνεται, το πραξικόπημα και η απεργία αποτελούν μια σύγκρουση «ανάμεσα σε δυο αντεπαναστατικές μερίδες»[7]. Στην εφημερίδα «Rote Fahne» (Κόκκινη Σημαία) που ήταν όργανο του KPD αναφέρεται πως «Πρέπει οι εργάτες να κατέβουν σε γενική απεργία με μια τέτοια κατάσταση: Η εργατική τάξη, που μόλις χτες δεχόταν τις επιθέσεις των Έμπερτ-Νόσκε, είναι άοπλη, στη χειρότερη κατάσταση και ανέτοιμη για δράση. Είναι καθήκον μας να μιλήσουμε ανοικτά. Το εργατικό κίνημα θα μπει στην πάλη ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία την κατάλληλη στιγμή με τα κατάλληλα μέσα. Αυτή η στιγμή δεν έχει φτάσει ακόμα»[8]. Όμως, λίγο αργότερα η θέση του κόμματος αλλάζει και το κόμμα υποστηρίζει τη γενική απεργία. Αιτία είναι το εύρος της επιτυχίας της απεργίας.
Στη 12η ολομέλεια (Αύγουστος του 1932) της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έγιναν προκειμένου η ΚΔ να απεγκλωβιστεί από μια δογματική θεώρηση των πραγμάτων, υπήρξαν και πάλι αντιφάσεις και προβλήματα. Για παράδειγμα, υπερεκτιμήθηκαν οι ρυθμοί ωρίμασης της επαναστατικής ανόδου, ενώ συστήθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας να αντιπαραθέσει στο σύνθημα της φασιστικής δικτατορίας, το σύνθημα της σοβιετικής σοσιαλιστικής Γερμανίας. Παράλληλα, τονίστηκε πως είναι αναγκαίο να κατευθυνθεί το καίριο χτύπημα ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία που θεωρήθηκε ως το βασικό στήριγμα της αστικής τάξης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας πορεύτηκε, κατόπιν αυτής της κατεύθυνσης, με το σύνθημα «κομμουνισμός ή εθνικοσοσιαλισμός», το οποίο δεν απέδωσε καρπούς.
Το 1934 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας βρισκόταν σε συνθήκες βαριάς παρανομίας. Η τακτική του εμπεριείχε την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου που είχε χαραχτεί από την Κομμουνιστική Διεθνή. Ωστόσο στην καθοδήγηση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος η ομάδα Σούμπερτ-Σούλτε, σαμποτάριζε την τακτική του Ενιαίου Μετώπου και μέσω του κομματικού τύπου δημιουργούσε αρνητικό κλίμα για την αριστερή σοσιαλδημοκρατία. Άσκησαν αυστηρή κριτική σε όποια ενωτική προσπάθεια και πρωτοβουλία έγινε ανάμεσα στις παράνομες οργανώσεις του κόμματος και των σοσιαλδημοκρατών.
Το τελευταίο εξάμηνο πριν την άνοδο των χιτλερικών στην εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας έκανε περίπου δέκα προτάσεις στους σοσιαλδημοκράτες προκειμένου να οργανωθεί μια γενική απεργία ενάντια στο φασισμό, αλλά κάθε φορά η απάντηση από την πλευρά των δεύτερων ήταν αρνητική.
Ποιο είναι τελικά το συμπέρασμα από αυτή την κάπως αλλοπρόσαλλη διαδρομή; Ότι ουδέποτε η τακτική του αντιφασιστικού μετώπου εφαρμόστηκε με συνέπεια κι επιμονή από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Όταν πάλι εφαρμόστηκε, οι σοσιαλδημοκράτες αρνούνταν πεισματικά να συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός αντιφασιστικού μετώπου, ενώ αυτό δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες τους τις εκάστοτε ηγεσίες των κομμουνιστών, αφού οι προσπάθειες έγιναν και σποραδικά και αργοπορημένα. Το ΚΚΓ όφειλε να κάνει την προσπάθειά του για πολλούς λόγους: όλα έδειχναν ότι το γερμανικό κεφάλαιο θα πάει σε ένα νέο αιματοκύλισμα την ανθρωπότητα, πράγμα που έκανε. Κατά δεύτερο οι μάζες δεν ήταν έτοιμες να ακούσουν και να ακολουθήσουν μια «καθαρή» κομμουνιστική προπαγάνδα, οπότε οι κομμουνιστές όφειλαν να βρουν τους καλύτερους δρόμους για τη ριζοσπαστικοποίηση του γερμανικού λαού. Τρίτον, θα ήταν εγκληματικό να παραβλεφτεί το γεγονός ότι το συντριπτικά μεγάλο τμήμα της γερμανικής εργατικής τάξης ακολουθούσε τους σοσιαλδημοκράτες, ενώ τους κομμουνιστές τους ακολούθησαν κατά κύριο λόγο οι μάζες των ανέργων. Προφανώς, αν δεν έχεις μαζί σου την εργατική τάξη και μάλιστα την καρδιά της, δηλαδή το βιομηχανικό προλεταριάτο, οποιεσδήποτε επαναστατικές διακηρύξεις καταντάνε βερμπαλισμοί.
------------------------------------------------------------
[1].«Τι είναι όμως ένα κόμμα για τον Θαλασσινό;» αναρωτιέται ο Πουλαντζάς. Και παρατηρεί: «Θα έλεγε κανείς ότι για τον σύντροφο αυτόν κάθε τάξη γεννιέται μ’ ένα κόμμα κολλημένο στην πλάτη της σαν ταυτότητά της, που σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπεύει “συνειδητά” τα αποκλειστικά της συμφέροντα. Μ’ αυτή τη μικρή λέξη “συνειδητά” λύνεται διά μαγείας το θέμα της σχέσης τάξης και κόμματος. Κάθε τάξη και το κόμμα της, όπως κάθε παιδάκι στο θρανίο του στο σχολείο κι έτσι ξέρουμε σε κάθε στιγμή ποιο κόμμα αντιπροσωπεύει την κάθε τάξη και μερίδα τάξης και, ανάλογα με την εκτίμηση στις ταξικές συμμαχίες, κάνουμε συμφωνίες με τα υποτιθέμενα κόμματά τους, προσθέτουμε βέβαια ότι το μέτωπο δεν πρέπει να γίνεται μόνο από τα κάτω και λύθηκε το θέμα. Φυσικά δεν λύθηκε τίποτε. Γιατί, έχει μεν δίκιο ο Θαλασσινός στη γενική αρχή ότι οι συμμαχίες δεν γίνονται μόνο εκ των κάτω. Αλλά αγνοεί τις βασικές μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές όσον αφορά τη σχέση τάξεων και κομμάτων. Δηλαδή: Η “αντιπροσωπευτική σχέση” τάξης και κόμματος, που τόσο απασχόλησε τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Γκράμσι, είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Κι αυτό, γιατί ή σχέση “αντιπροσώπευσης” τάξης και κόμματος εμπεριέχει, ας πούμε σχηματικά, ένα πραγματικό κι ένα ιδεολογικό στοιχείο, που παίζει στη σχέση αυτή βασικό ρόλο: ένα κόμμα μπορεί να αντιπροσωπεύει μια τάξη και μερίδα τάξης, υπό την έννοια ότι εξυπηρετεί τα πραγματικά της συμφέροντα. Ένα κόμμα μπορεί όμως επίσης να αντιπροσωπεύει μια τάξη, υπό την έννοια ότι η τάξη αυτή “αναγνωρίζεται” μαζικά σ’ αυτό και το ακολουθεί, αν και εξυπηρετεί στην πραγματικότητα άλλα συμφέροντα. Συγκεκριμένα, η πρόταση του Θαλασσινού ότι τα κόμματα είναι “συνειδητοί” εκπρόσωποι των διαφόρων τάξεων είναι ακριβολόγος μόνο όσον αφορά τις τάξεις που έχουν, μέσα σ’ έναν κοινωνικό σχηματισμό, ταξική συνείδηση, με τη δυνατή έννοια ιδιαίτερης και αυτοτελούς ταξικής ιδεολογίας. Εκεί και μόνο συμπίπτουν τα στοιχεία της έννοιας “αντιπροσώπευση”. Τέτοια ταξική ιδεολογία, με την κυριολεξία του όρου, σχετικά συγκροτημένης και ολοκληρωμένης ιδιάζουσας κοσμοθεώρησης έχουν γενικά μόνο οι δύο βασικές δυνάμεις μιας κοινωνίας, στην καπιταλιστική κοινωνία η εργατική τάξη και η αστική τάξη με τις διάφορες μερίδες της. Για έναν απλό λόγο: γιατί στις κοινωνίες αυτές δεν υπάρχουν παρά δύο δρόμοι, ο αστικός ή ο σοσιαλιστικός. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι πάντα άμεσος στόχος.
»Κι εδώ το θέμα της σχέσης τάξεις-κόμματα περιπλέκεται. Η φτωχή και μεσαία αγροτιά και η μικροαστική τάξη δεν μπορούν να έχουν σ’ αυτές τις κοινωνίες αυτόνομη ταξική ιδεολογία με την κυριολεξία του όρου. Αυτό που αποκαλείται γενικά “αγροτική ιδεολογία” ή “μικροαστική ιδεολογία” δεν είναι παρά η φεουδαρχική ή η αστική ιδεολογία, προσαρμοσμένες στα συμφέροντα και τις συνθήκες της ζωής των τάξεων αυτών. Μη έχοντας δυνατότητες αυτοτελούς ιδεολογίας οι τάξεις αυτές υπόκεινται περισσότερο από την εργατική τάξη στην άρχουσα ιδεολογία, δηλαδή στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Γκράμσι επιμένουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι τάξεις αυτές δεν έχουν αυτοτελή κόμματα που να “αντιπροσωπεύουν” συνειδητά τα αποκλειστικά τους συμφέροντα. Εκτός από τελείως έκτακτες περιπτώσεις, οι τάξεις αυτές “εκπροσωπούνται” στην καπιταλιστική κοινωνία από τα κόμματα που βασικά εξυπηρετούν τα πραγματικά συμφέροντα μερίδων της άρχουσας τάξης».
[2]. Βλέπε χαρακτηριστικά Λιόσης Βασίλης, Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, Θέσεις και αντιπαραθέσεις στη Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή για το Ενιαίο Μέτωπο, την Εργατική Κυβέρνηση, τα Συνδικάτα, τον Πόλεμο και το Φασισμό, σελ. 69-70, εκδ. ΚΨΜ, 2014.
[3]. Βλέπε αναλυτικότερα Λιόσης Βασίλης, Τα κοινωνικοπολιτικά μέτωπα στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, Θέσεις και αντιπαραθέσεις στη Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή για το Ενιαίο Μέτωπο, την Εργατική Κυβέρνηση, τα Συνδικάτα, τον Πόλεμο και το Φασισμό, σελ. 86-87, 118 και 275-295, εκδ. ΚΨΜ, 2014.
[4]. Βλέπε αναλυτικότερα Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 104 και σελ. 292, εκδ. Μέλισσα, 1963.
[5]. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 494, εκδ. Μέλισσα, 1963.
[6]. Βλέπε χαρακτηριστικά για όλα τα παραπάνω Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια ιστορία,σελ. 463-491, τ. Θ1-Θ2, εκδ. Μέλισσα, 1963.
[7]. Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 297, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2008.
[8]. Αναφέρεται στο: Χάρμαν Κρις, Η χαμένη επανάσταση, Γερμανία 1918-1923, σελ. 298, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2008.
Αναδημοσίευση από: Σύλλογο Μαρξιστικής Σκέψης "Γ.Κορδάτος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.