*Αναδημοσιεύουμε ως Αντίλογος Χανίων μια σειρά διάφορων (και αντίθετων μεταξύ τους) απόψεων περί χριστιανισμού και θρησκείας γενικότερα, για αμφίπλευρη πληροφόρηση και προβληματισμό πάνω στα στοιχεία, αναλύσεις και επιχειρήματα των δυο πλευρών.Δείτε και τα προηγούμενα και επόμενα...
όμως δεν είναι δύσκολο να βρεθεί) προβάλλει την υπόθεση, ότι ο Χριστιανισμός είναι εξ ολοκλήρου κατασκεύασμα Ρωμαϊκών εξουσιαστικών ομάδων, το οποίο αργότερα προσκόλλησαν έντεχνα στην Ιουδαϊκή Θρησκεία, ως προερχόμενο δήθεν από αυτήν, για να αποκρύψουν τη Ρωμαϊκή καταγωγή του και τους εξουσιαστικούς στόχους του. Και ειδικότερα, ότι ο Χριστιανισμός αναπτύ- χθηκε ως αντίδραση της Ρωμαϊκής άρχουσας τάξης των γαιοκτημόνων απέναντι στον θεωρούμενο ως λαοφιλή και ως αντίπαλό της, αυτοκράτορα Νέρωνα.Η μεθοδολογία του συνίσταται σε μια συνεχή διατύπωση επιμέρους υποθέσεων σε επιμέρους ζητήματα, οι οποίες συναρμοσμένες καταλήγουν -φαινομενικώς- «φυσιολογικά» στην κεντρική υπόθεση του βιβλίου, που αναφέραμε προηγουμένως. Ωστόσο, αν και συχνά μέσα στο βιβλίο προαναγγέλονται εκπλήξεις προ των οποίων πρόκειται να βρεθεί ο αναγνώστης, αυτές δεν αποδεικνύονται ποτέ τίποτε περισσότερο από νέες επιμέρους υποθέσεις βασισμένες σε συχνά «τραβηγμένες από τα μαλλιά» ερμηνείες των επικαλουμένων ιστορικών στοιχείων. Η δε κεντρική υπόθεση τού συγγραφέα δεν εξάγεται (όπως αναμένει κάποιος σε τέτοιες περιπτώσεις) από κάποιο καλοδεμένο όγκο στοιχειακού υλικού αλλά, από τις υποθέσεις, τις οποίες, συχνά με αυθαίρετο τρόπο, έχει διατυπώσει σε προηγούμενες σελίδες.
Ωστόσο, ούτε η Ρωμαϊκή προέλευση του Χριστιανισμού είναι το υποχρεωτικά μοναδικό ενδεχόμενο, στο οποίο οδηγούμαστε από τα στοιχεία που επικαλείται, αλλά ούτε και η δήθεν μετέπειτα έντεχνη «εβραιοποίηση» του χριστιανισμού αιτιολογείται και περιγράφεται, έστω και στοιχειωδώς. (Μάλιστα εντοπίσαμε και, τουλάχιστον, ένα απαράδεκτο λάθος: στη σελίδα 91, ο Κέλσος, συγγραφέας του γνωστού «Κατά Χριστιανών», ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα, παρουσιάζεται σαν φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, που έζησε τον 4ο αιώνα- πιθανότατα ένας επιστήμονας ιστορικός να εντοπίσει κι άλλα).
Έτσι, παρά το δελεαστικά βολικό τής υπόθεσης αυτής τού συγγραφέα (υπόθεσης, που «εξηγεί» εύκολα και γρήγορα το ιστορικό φαινόμενο «Χριστιανισμός»), μέσα στο βιβλίο δεν βρήκαμε τίποτα, που να την στηρίζει πραγματικά. Αντίθετα, το μόνο που βγαίνει από τα γραφόμενά του είναι η επικρατούσα επιστημονική άποψη: ότι ο Χριστιανισμός ξεκίνησε σαν μια Ιουδαϊκή μεσσιανική αίρεση (από τις τόσες -Ιουδαϊκές και μή- που κυκλοφορούσαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), η οποία, μετά από μια μακρά «ωριμανσιακή» περίοδο εσωτερικών της συγκρούσεων, συγκρητισμού κ.λπ. κατέληξε να πλειοδοτήσει απέναντι στη Ρωμαϊκή Εξουσία ως η επικρατέστερη ιδεολογία παγκοσμιοποίησης τού παγκόσμιου -για τα δεδομένα της εποχής- Ρωμαϊκού κράτους.
Η όλη ανάλυση της δημιουργίας του Χριστιανισμού από τον συγγραφέα γίνεται με το βασικό -και ξεπερασμένο- θεωρητικό εργαλείο του μαρξισμού, δηλαδή παρουσιάζεται σαν η ιδεολογική έκφραση της ταξικής πάλης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μέσα από επανειλημμένες συλλογιστικές ακροβασίες παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ σαν να διεξήχθη με όρους και έννοιες δανεισμένες από... την Εβραϊκή Θεολογία. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας γίνεται αφ' ενός δέσμιος μιας αντιιστορικής και αντιεπιστημονικής «προβολής», όπου τα μαρξιστικά σχήματα περί «προοδευτικών» και «αντιδραστικών» κοινωνικών δυνάμεων του σύγχρονου καπιταλισμού αντιστοιχούνται με προκρούστειο τρόπο στις κοινωνικές συγκρούσεις της Αρχαιότητας (μάλιστα καταντά και αστείο, όταν ο Νέρων παρουσιάζεται «μαρξιστικά» ως έχων ιστορική συνείδηση τού «προοδευτισμού» της δουλοπαροικίας έναντι της «αντιδραστικότητας» των δουλοκτητών: πρόκειται απλώς για μή κατανόηση από τον συγγραφέα της μαρξιστικής διαλεκτικής και του ιστορικού υλισμού, αφού κατά τον Μαρξ η μόνη τάξη που προόρισται να αποκτήσει συνείδηση του ιστορικού της ρόλου είναι το προλεταριάτο).
Αφ' ετέρου γίνεται δέσμιος μιας υφέρπουσας σε όλο το βιβλίο συνωμοσιολογίας: ως γνωστόν ο μαρξισμός με την γνωστή θρησκευτική προσήλωσή του σε «πρωτοπορείες», «καθοδηγητές», και κάθε είδους ιερατεία των κοινωνικών τάξεων και συγκρούσεων, έχει καλλιεργήσει σε μεγάλη μερίδα πιστών του μια ισχυρότατη έξη προς την συνωμοσιολογία.
Η συνωμοσιολογική αυτή αντίληψη του συγγραφέα δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο «σκήνωμα» (και ανεξάντλητο πεδίο «ανάλυσης») από την γιαχβική θρησκεία της ερήμου και τις αιρέσεις της. Μάλιστα η συνωμοσιολογία αυτή ομολογείται ευθέως στη σελίδα 220, όπου διαβάζουμε ότι «ο Χριστιανισμός είναι μια πολιτικοθρησκευτική συνωμοσία που εξυφαίνεται στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας από Ρωμαίους αξιωματούχους». Και παρά τις σεμνές δηλώσεις του, ότι το βιβλίο του δεν είναι «παρά ένα απλό, χρήσιμο ίσως σε κάποιον μελλοντικό ερευνητή, σχεδίασμα», ο συγγραφέας δίνει την εντύπωση, ότι φωνάζει το «εύρηκα» σχεδόν σε κάθε παράγραφο του βιβλίου (σύνηθες χαρακτηριστικό όσων νομίζουν, ότι έλυσαν θριαμβευτικά τον γρίφο κάποιας «παγκόσμιας συνωμοσίας» -ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι η επανειλημμένη εκδήλωση απαξίωσης και ειρωνείας του συγγραφέα απέναντι σε προηγούμενους ερευνητές, που δεν στάθηκαν «ικανοί» να συνδυάσουν επιτυχώς τα στοιχεία του συνωμοσιολογικού «πάζλ», που βρίσκονταν «μπροστά στα μάτια τους»).
Στο προηγούμενο πρέπει να προσθέσουμε και την ιστοριογραφική αγιοποίηση του Νέρωνα σε λαϊκό ήρωα του -εξαχρειωμένου- Ρωμαϊκού όχλου. Αγιοποίηση εντελώς συγκινησιακή και λαϊκίστικη, από αυτές που συνηθίζουν οι χριστιανοί, οι μαρξιστές, οι φασίστες και οι στρατευμένοι κάθε είδους και αντιεπιστημονική, όπως άλλωστε όλες οι αγιοποιήσεις. Το ότι ο Νέρων δεν ήταν ο εμπρηστής της Ρώμης και το ότι δεν είναι ανάγκη να δεχτούμε την κοπριά, που τού έχει πετάξει η χριστιανική προπαγάνδα, δεν σημαίνει ότι νομιμοποιούμαστε να πάμε στο άλλο άκρο και να τον παρουσιάζουμε σαν αντίπαλο δέος σε «πάσα χριστιανική νόσο και μαλακία». Ή ακόμα και σαν... πολιτισμικό και ηθικό ορόσημο του Ρωμαϊκού κόσμου (αν ήταν έτσι, τότε ο Ιουλιανός, ή ο Μάρκος Αυρήλιος τί θα έπρεπε να ήσαν;)
Η συνωμοσιολογική αντίληψη και η συγκινησιακή προσέγγιση των ιστορικών προσώπων, συνδυαζόμενες με κάποια παρωχημένη «ελληνομαρξιστική» χρήση της Ελληνικής Γλώσσας (π.χ. την επίμονη χρήση των φθόγγων «χ» αντί του «κ» και «ντ» αντί του «δ» στις διάφορες λέξεις, όπως «εχτίμηση», «πραχτική», «δουλοχτησία», «επάντρωση» κλπ.) δίνουν στο βιβλίο και μια απόχρωση γραφικότητας.
Με μια φράση το βιβλίο «Νέρων και Χριστός» θα μπορούσε να γίνει η χαρά πολλών συνωμοσιολογούντων και, ειδικότερα, όσων θεωρούν, ότι η σκέψη τους κινείται σε ένα πιο «εκλεπτυσμένο» και επιστημονικο(φανές) επίπεδο.
Ο Χριστιανισμός αποτελεί το σημαντικότερο και εμφανέστερο σύμπτωμα μιας μαζικής ψυχασθένειας. Αποτελεί την τελική έκφραση της νοσηρής κατάστασης και τον εσωτερικών αδιεξόδων του Αρχαίου Κόσμου, ο οποίος, παρά την ανακάλυψη της αθεΐας από του Έλληνες, παρέμεινε δέσμιος της κληρονομικής του Θρησκευτικής Συσσώρευσης και δεν πραγματοποίησε το πολιτισμικό εξελικτικό άλμα τού Ξεπεράσματος της Θρησκείας. Δομήθηκε σαν η κοσμοαντίληψη μιας εποχής αβεβαιότητας και ανασφάλειας, σαν το τελευταίο καταφύγιο των αβέβαιων, των φοβισμένων, των ψυχικά και διανοητικά εξαρτημένων, των παραιτημένων, των άμοιρων και των κακόμοιρων δηλαδή των κάθε είδους δούλων. Αλλά επίσης και μιας αμήχανης απέναντι στο μέλλον εξουσίας. Ο Χριστιανισμός είναι το σημείο αμοιβαιότητας και συνάντησης ενός φοβισμένου κοινωνικού κοπαδιού και μιας εξ ίσου φοβισμένης Εξουσίας, μέσα σε έναν κόσμο, που έχει προσκρούσει στα πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά του κ.λπ. όρια. Το να τον ερμηνεύουμε συνωμοσιολογικά δηλ. σαν ένα εξαρχής καλομελετημένο σχέδιο καθυποταγής (όχι πως στην πορεία του δεν χρησίμευσε κατ' εξοχήν για καθυποταγή της κοινωνίας) μάς φαίνεται μάλλον απλοϊκή αντιμετώπιση.
Θεόδωρος Α. Λαμπρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.