Η αποσιωπούμενη ιστορία του Κρητικού ήρωα της εργατιάς των ΗΠΑ- δολοφονημένου άνανδρα μαζί με 70 απεργούς, οι 10 γυναικόπαιδα, από μπράβους εβραιοαμερικανών ολιγαρχών Ροκφέλερ...
Λούης Τίκας - Ηλίας Σπαντιδάκης
Σας θυμίζει τίποτα το όνομα Λούης Τίκας (Louis Tikas); Αν όχι, μήπως το όνομα Ηλίας Σπαντιδάκης; Προφανώς όχι.
Η διδασκόμενη νεότερη ελληνική ιστορία δεν καταδέχεται ν' ασχοληθεί με ήρωες-μάρτυρες «ρετάλια» που ηγήθηκαν λούστρων και ανθρακωρύχων σαν τον Λούη...
Αντιθέτως, η εικόνα που συγκράτησαν οι Αμερικανοί για τον Τζων Ροκφέλερ, ήταν η ζηλευτή φιγούρα ενός πάμπλουτου ψηλού καλοστεκούμενου γέροντα που φορούσε πάντα παντελόνι τού γκολφ. Όπως έδειχναν τα προπαγανδιστικά πλάνα του πρώιμου κινηματογράφου και των επικαίρων, είχε πάντα τις τσέπες του γεμάτες ψιλά. Κάθε φορά που τον πλησίαζε ένα παιδάκι, τού έδινε πέντε σεντς για να πάρει καραμέλες κι όταν έβρισκε μπροστά του κάποιον φτωχό, του άδειαζε τα λεφτά στη χούφτα για να αγοράσει φαγητό. Τα ελεγχόμενα από αυτόν ΜΜΕ δημιούργησαν την εντύπωση πως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος!...
Η ζωή του - Από την Κρήτη στις ΗΠΑ
Γεννήθηκε στην Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906, σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν.
Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.
Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την ημέρα.
Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Συμπτωματικά, απέναντι απ' το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ' οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη χωρίς μουστάκι - κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα - που δεν θα ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Στις 20 Απριλίου 1914, ο Τίκας έπεσε νεκρός με σπασμένο το κρανίο και με οκτώ σφαίρες στο κορμί του.
Ο θρυλικός ηγέτης των απεργών, γνωστός ως Louis the Greek ή Lio the Cretan, είχε καλέσει τον αρχηγό της πολιτοφυλακής λοχαγό Karl Linterfeld, να συναντηθούν στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου για να διαπραγματευτούν, όταν διαπίστωσε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν έτοιμες να επιτεθούν κατά των απεργών που κρατούσαν για επτά ολόκληρους μήνες τα ορυχεία κλειστά.
Όλοι οι απεργοί είδαν τον λοχαγό να σηκώνει την καραμπίνα του και να τη σπάει στο κεφάλι του Τίκα που κρατούσε λευκή σημαία, ενώ οι πολιτοφύλακες άρχισαν να τον πυροβολούν!
Ο ηγέτης των εργατών πέθανε ακαριαία.
Οι απεργοί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Η πολιτοφυλακή μαζί με μεθυσμένους μπράβους της εταιρείας Colorando Fuel and Iron Company και μισθοφόρους τού περιβόητου πρακτορείου ιδιωτικών αστυνομικών Boldwin Felds που είχε μισθώσει ο Ροκφέλερ, έπεσαν πάνω τους. Πάνω από 69 απεργοί σκοτώθηκαν, 10 απ' αυτούς ήταν γυναίκες και παιδιά των οικογενειών τους, τριπλάσιοι τραυματίστηκαν, 400 συνελήφθησαν και 332 παραπέμφθηκαν για φόνο. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο τώνν ΗΠΑ γνωμοδότησε ότι η εθνοφρουρά ήταν σε νόμιμη άμυνα καθώς τής επετέθησαν με δολοφονική διάθεση οι απεργοί, χωρίς ποτέ να εξηγήσει πως συνέβη να έχουν τόσα θύματα οι «επιτιθέμενοι», ενώ οι «αμυνόμενοι» να μην έχουν ούτε έναν τραυματία.
Μετά τον σάλο για τη σφαγή, σε μια παρωδία δίκης παραπέμφθηκαν 22 πολιτοφύλακες που αθωώθηκαν όλοι, ενώ ο δολοφόνος του Τίκα τιμωρήθηκε με πειθαρχική επίπληξη.
Τα αιτήματα των απεργών ήταν 10% αύξηση στο μεροκάματο που ήταν 2,12 δολάρια, να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα ήθελαν και όχι μόνο από τα μαγαζιά της εταιρείας, να έχουν δικό τους γιατρό και να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους. Επίσης να μην πληρώνουν αυτοί από την τσέπη τους τα ακονιστικά των εργαλείων τους (!), να μην αγοράζουν αυτοί τον δυναμίτη που χρησιμοποιούσαν για την εξόρυξη (!!) και να μην πληρώνουν υποχρεωτικά τον παπά των ορυχείων (!!!), καθώς όλα αυτά τούς κρατούσαν μονίμως χρεωμένους στην εταιρεία κι ας δούλευαν 12 ώρες ημερησίως.
Ο Ροκφέλερ προτίμησε να παραμείνουν κλειστά τα ορυχεία του για επτά ολόκληρους μήνες και στη συνέχεια να σκοτώσει τόσους ανθρώπους, παρά να υποχωρήσει έστω και σε ένα από τα αιτήματα.
Σε όλη του τη ζωή δεν δέχτηκε να συζητήσει ποτέ με απεργό.
Η δολοφονία του Τίκα από τους μισθοφόρους του Ροκφέλερ
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα.
Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Ο απόηχος της θυσίας
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες.
Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο "Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο". Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο "Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο". Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντρο Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε.
Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα - ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί - και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα.
Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή ...πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ' όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας "Masses". Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ' όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.
Η μνήμη του Τίκα
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του '60.
Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: "Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας", όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι».
Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα.
Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλοπρεπές μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.