Το πρόβλημα είναι βαθύτερο κι από την απλή σιωπή.
Τα πάντα γύρω από τα lockdown και τα διατάγματα ήταν κατασκευές των ίδιων των διανοούμενων.
Επομένως φέρουν την ευθύνη για όσα ζήσαμε.
Άρθρο του Jeffrey Tucker, που δημοσιεύτηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2022 από το Brownstone Institute.
Χρόνος ανάγνωσης 10'. Απόδοση στα ελληνικά, Νίκος Μαρής.
Ένα κομμάτι της συγκλονιστικής δύναμης του δοκιμίου του Noam Chomsky του 1967, The Responsibility of Intellectuals («Η Ευθύνη των Διανοουμένων», New York Review of Books), οφειλόταν στο θάρρος του να κατονομάσει κορυφαίους διανοούμενους που επιστράτευσαν το κύριο χάρισμά τους, στην υπηρεσία μιας διπρόσωπης άρχουσας τάξης και της κοινωνικής καταστροφής που προκάλεσε τότε το στρατοκρατικό της καθεστώς.
Δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο, αν και πολλοί από εμάς κρατάμε ντοκουμέντα εδώ και δύο χρόνια, που καταγράφουν την στάση των διανοούμενων, οι οποίοι υπήρξαν απολογητές της πιο δραματικής κι εκμεταλλευτικής κατάχρησης εξουσίας που συνέβη στην διάρκεια της ζωή μας, μιας εξουσίας που απείλησε να εκκινήσει έναν νέο μεσαίωνα. Η ώρα να ειπωθούν ονόματα δεν έχει έρθει ακόμα –και ίσως αυτό να μην φανεί απαραίτητο.
Το παράδειγμα του Τσόμσκι
Ωστόσο, ας αναλογιστούμε τη μέθοδο του Τσόμσκι. Εδώ είχαμε πέντ' έξι από τους καλύτερους και λαμπρότερους διανοούμενους της Αμερικής, τους ανθρώπους που έδιναν καθημερινά συνεντεύξεις στην τηλεόραση, τις σκέψεις των οποίων αναπαρήγαγαν τα μέσα ενημέρωσης, τους ανθρώπους που έπαιρναν τις επιχορηγήσεις και τα βραβεία, τις διάσημες διάνοιες της εποχής.
Ο Τσόμσκι απέδειξε ότι όλοι τους ήταν μεταπράτες της άρχουσας τάξης, πρόθυμοι να πουν οποιοδήποτε ψέμα για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και τους φίλους τους. Το δοκίμιο παραμένει ως σήμερα ένα ξεκάθαρο κάλεσμα προς τους διανοούμενους να σταματήσουν τις ανοησίες, τον αριβισμό, τη συγκάλυψη: με λίγα λόγια, είπε, σταματήστε να υπηρετείτε την άρχουσα τάξη με τέτοια δουλοπρεπή υποταγή. Δεν τους έπεισε (ήξερε ότι δεν θα το κατάφερνε), αλλά τουλάχιστον μια γενιά φοιτητών και πολιτών, διαβάζοντας τη σύντομη πραγματεία του, έβγαλε τις παρωπίδες από τα μάτια, ώστε να δει τι πραγματικά έκαναν εκείνοι οι άνθρωποι.
Το ιστορικό πλαίσιο: Ο πόλεμος του Βιετνάμ εξελισσόταν υπό το πρόσχημα της διεξαγωγής κάποιου ιδεολογικού πολέμου κατά της Ρωσίας, αλλά τα θύματα ήταν οι φτωχοί αγρότες στο Βόρειο Βιετνάμ, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε έναν αδυσώπητο καταιγισμό βομβών, ρουκετών, ναπάλμ και κανονιοβολισμών, για να μην αναφέρουμε τους Αμερικανούς στρατιώτες που σύρθηκαν σε αυτή τη φρικτή σύγκρουση με αποτέλεσμα να ακρωτηριαστούν και να σκοτωθούν. Δύο χρόνια μετά την εμφάνιση του δοκιμίου του, ξεκίνησε η πρώτη επιστράτευση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πολεμικό κράτος απήγαγε κανονικότατα τους νεαρούς Αμερικανούς, για να τους στείλει σε έναν ξένο πόλεμο, τον οποίο σχεδίασαν και διεξήγαγαν ειδικοί τεχνοκράτες που είχαν την τάση να μην παραδέχονται ποτέ τα λάθη τους, και που σίγουρα ποτέ δεν ζήτησαν συγγνώμη για τη σφαγή που ενέπνευσαν και συγκάλυψαν.
Οι κορυφαίοι δημόσιοι διανοούμενοι της εποχής διέπρεψαν στην επιχειρηματολογία που αντικατόπτριζε τις προτεραιότητες κατά τη διάρκεια μιας εμπόλεμης περιόδου, συμβάλλοντας έτσι όλοι τους στην επίτευξη της δημόσιας συναίνεσης. Ο Τσόμσκι εκείνη την εποχή ανήκε σε μια σπάνια «ράτσα», ήταν μια ιδιοφυΐα και ένας πρωτοπόρος στην επιστήμη του, που χρησιμοποίησε το κύρος και τα προνόμιά του για να πει την αλήθεια. Πίστευε ότι αυτό ήταν το ηθικό του καθήκον. Τι άλλο έχει νόημα, αν όχι το ηθικό μας καθήκον; ρωτούσε συχνά. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι γενικά έχουν την ευθύνη να αντιστέκονται στην τραγική ανηθικότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται από τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις, τους ίδιους τους εξουσιαστές τους, στους οποίους είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρους, αλλά οι διανοούμενοι έχουν μια ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη:
«Οι διανοούμενοι είναι σε θέση να αποκαλύπτουν τα ψέματα των κυβερνήσεων, να αναλύουν τις ενέργειές τους σύμφωνα με τα αίτια και τα κίνητρά τους, και συχνά τις κρυφές προθέσεις τους. Στον δυτικό κόσμο, υποτίθεται, έχουν τη δύναμη που προέρχεται από την πολιτική ελευθερία, την πρόσβαση στην πληροφόρηση, και την ελευθερία της έκφρασης. Σε μια προνομιούχα μειοψηφία, η δυτικού τύπου δημοκρατία παρέχει τον ελεύθερο χρόνο, τις διευκολύνσεις και την εκπαίδευση για την αναζήτηση της αλήθειας που κρύβεται πίσω από το πέπλο της διαστρέβλωσης, της παραποίησης, της ιδεολογίας και του ταξικού συμφέροντος, διαμέσου των οποίων παρουσιάζονται σε μας τα γεγονότα της τρέχουσας ιστορίας. Οι ευθύνες των διανοουμένων, λοιπόν, είναι πολύ βαθύτερες από αυτό που ο Macdonald αποκαλεί «η ευθύνη του λαού», δεδομένων των ιδιαίτερων προνομίων που απολαμβάνουν οι διανοούμενοι.»
Οπότε μίλησε ανοιχτά. Και δεν σταμάτησε να μιλάει, παρ' όλες τις επιθέσεις εναντίον του. Η άποψή του δεν ήταν απλώς ότι οι διανοούμενοι έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Αντίθετα, η άποψή του ήταν ότι οι διανοούμενοι ήταν στην πραγματικότητα υπεύθυνοι για την καταστροφή. (Σκοπεύω να αγνοήσω πλήρως την πρόσφατη, άκρως τραγική και πλανημένη υιοθέτηση των πιστοποιητικών εμβολιασμού εκ μέρους του. Ένας διανοούμενος με καριέρα 60 ετών θα κάνει λάθη, και μερικές φορές μεγάλα λάθη.)
Η κατάσταση τα δύο τελευταία χρόνια
Επέστρεψα σε εκείνο το δοκίμιο του 1967, επειδή διάβασα πρόσφατα μια σειρά από ενοχλητικά δοκίμια, συνεντεύξεις, αφιερώματα, και podcast διανοουμένων, οι οποίοι γνωρίζω με βεβαιότητα ότι είναι πιο έξυπνοι από ό,τι είναι πρόθυμοι να δείξουν δημοσίως. Συγκεκριμένα, πολλοί από αυτούς είναι φίλοι μου. Βλεπόμαστε σε εκδηλώσεις, δίνουμε τα χέρια, μιλάμε παθιασμένα, επιβεβαιώνουμε τις ίδιες γενικές αξίες, κ.λπ. Είμαστε ευγενικοί μεταξύ μας. Μερικοί από αυτούς - πολλοί από αυτούς - ισχυρίζονται ότι είναι αφοσιωμένοι στην ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όντως είναι καλά διαβασμένοι στο συγκεκριμένο θέμα. Κι όμως, αλλάζουν το μήνυμα που εκπέμπουν, όταν μιλούν δημοσίως.
Τα ιδανικά τους εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από προβλέψιμα επιχειρήματα, κομμένα και ραμμένα για τα μέσα ενημέρωσης.
Δεν πρόκειται για κάτι πρόσφατο. Αυτό το φαινόμενο διαδραματίζεται εδώ και δύο χρόνια. Υπάρχουν διάφορες στάσεις που υιοθετούν. Μερικοί απλώς προσποιούνται ότι δεν συμβαίνει τίποτα το σημαντικό, παρ’ όλο που γνωρίζουν ότι ισχύει το αντίθετο.
Κάποιοι απλώς υποβαθμίζουν την πρόδηλη πραγματικότητα, αποκαλώντας τον κατ' οίκον εγκλεισμό και το βάναυσο κλείσιμο των επιχειρήσεων «μέτρα αναχαίτισης της νόσου» ή περιγράφοντας τις υποχρεωτικές ενέσεις σαν μια φυσιολογική πρακτική της δημόσιας (sic) υγείας.
Κάποιοι φτάνουν μέχρι το σημείο να παπαγαλίζουν τη εκάστοτε καθεστωτική «γραμμή» της ημέρας, όποια κι αν είναι αυτή, ενώ ταυτόχρονα αποδοκιμάζουν τους αγανακτισμένους πολίτες που διαμαρτύρονται έντονα, χαρακτηρίζοντάς τους πρωτόγονους και αδαείς.
Όλοι τους έχουν τελειοποιήσει την τέχνη να διακρίνουν και να αρθρώνουν το πνεύμα της εποχής, όπως το ορίζουν οι προτεραιότητες της άρχουσας τάξης.
Αριστεροί, δεξιοί και φιλελεύθεροι: Η μεγάλη απογοήτευση
Κάποιοι είναι στην Αριστερά. Κατά παράδοση, οι αξίες τους αφορούσαν τα δικαιώματα και τη δημοκρατία, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, και την κατάργηση των διακρίσεων.
Και όμως σε αυτή την περίπτωση, συμπορεύτηκαν με πολιτικές που παραβιάζουν όλες αυτές τις αξίες, και που θεσμοθετούν ένα σύστημα από κάστες που επιβάλλεται από τις μεγάλες επιχειρήσεις και από την εταιρική ελίτ, τις οποίες μέχρι πρότινος κατήγγειλαν. Και κοιτάζουν από την άλλη πλευρά, ή ακόμη και πανηγυρίζουν, καθώς οι φωνές των αντιφρονούντων λογοκρίνονται και υφίστανται «ακύρωση».
Άλλοι είναι στη Δεξιά: ήταν πάντα υπέρ της παράδοσης και του νόμου, της δημοκρατικής τάξης και του σεβασμού σε καθιερωμένες μεθόδους, κι ωστόσο έκλεισαν τα μάτια τους μπροστά στον άγριο εξτρεμισμό ενός πρωτοφανούς παγκόσμιου πειράματος. Και το έκαναν αυτό από φόβο, αλλά κι επειδή όλο αυτό το συγκλονιστικό χάος ξεκίνησε επί Τραμπ. Φοβήθηκαν πως το να το αμφισβητήσουν θα περιόριζε την πρόσβασή τους σε δημόσιους χώρους, πάρτι, και κοινωνικούς κύκλους, συν ότι θα έδινε μια μεγάλη ικανοποίηση στους εχθρούς του Τραμπ, που είναι και δικοί τους εχθροί. Αυτή η «φυλή» καθυστέρησε πολύ να βγει μπροστά και να πει την αλήθεια.
Το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης όμως, το επωμίζονται εκείνοι που θεωρούν ότι βρίσκονται πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, οι άνθρωποι που κάποτε αποκαλούσαμε φιλελεύθερους. Αυτοί ήταν που κρατούσαν ψηλά την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα ως πρώτιστες αρχές της δημόσιας ζωής. Σε αυτούς βασιζόμασταν για να ξεχωρίσουν από το πλήθος και να μιλήσουν χωρίς περιστροφές. Μείναμε όμως εμβρόντητοι, καθώς πολλοί ανάμεσά τους ανέπτυσσαν εκπληκτικές διανοητικές ακροβασίες, σχεδιασμένες για να δικαιολογούν και να υπερασπίζονται τα lockdown και τα διατάγματα, χρησιμοποιώντας μια «υψηλή θεωρία» με τρόπο που μπορούν να περιγραφεί μόνο ως σοφιστεία. Αναλογιστείτε το εξής:
οι διανοούμενοι που άφησαν το στίγμα τους ως επικριτές του κράτους, να μετατρέπονται σε μαριονέτες αυτού ακριβώς του θεσμού, τον οποίο για καιρό ισχυρίζονταν ότι πολεμούσαν.
Τι θα μπορούσε να είχε γίνει
Γιατί όμως να έχει σημασία οτιδήποτε απ' όλα αυτά; Επειδή οι διανοούμενοι μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί μια εναλλακτική πορεία της ιστορίας, στην οποία οι φωνές από τον αριστερό, τον δεξιό και τον φιλελεύθερο κόσμο ενώθηκαν από νωρίς, ίσως από την πρώτη νύξη περί λοκντάουν, τον Ιανουάριο του 2020, και είπαν: Aυτό δεν θα περάσει. Παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έρχεται σε αντίθεση με όλη την ιστορία της δημόσιας υγείας. Είναι αντιδημοκρατικό. Έρχεται σε αντίθεση με την ισότητα, την παράδοση, το συνταγματικό δίκαιο, την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, την ελευθερία του συνέρχεσθαι, και κάθε άλλη αρχή πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο σύγχρονος κόσμος. Όποιες και αν είναι οι διαφωνίες μας, μπορούμε σίγουρα να συμφωνήσουμε ότι ακόμη και για να διεξαχθούν απλά συζητήσεις για την πολιτική ή την φιλοσοφική πτυχή του θέματος, χρειαζόμαστε μια λειτουργική κοινωνία και οικονομία, ώστε αυτές να μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Αν συνέβαινε αυτό, τα lockdown και το καθεστώς των διαταγμάτων ενδέχεται να μην είχαν μια τόσο εύκολη πορεία. Η σαφής και θαρραλέα αντιπολίτευση από πολλές πλευρές, μπορεί να είχε προειδοποιήσει τόσους πολλούς μπερδεμένους ανθρώπους, για το ότι όλο αυτό δεν ήταν ούτε φυσιολογικό, ούτε ανεκτό. Μια ειλικρινής και ευρεία αντιπολίτευση από τη μεριά των διανοουμένων μπορεί να είχε αφαιρέσει από το καθεστώς κάθε πρόσχημα νομιμότητας και να ενέπνεε πολλούς ανθρώπους που είχαν την διαίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, να υψώσουν το ανάστημά τους και να μιλήσουν.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις –κι αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν όλα τα εύσημα – αυτό που εισπράξαμε ήταν η σιωπή. Μπορείτε να πείτε ότι κάτι τέτοιο ήταν κατανοητό τις πρώτες εβδομάδες, όταν φαινόταν πραγματικά σαν να μας πλησίαζε ένα τρομακτικό μικρόβιο χωρίς ιστορικό προηγούμενο για να μας σκοτώσει όλους, όπως στις ταινίες, και έτσι έπρεπε να απελευθερωθούν οι κυβερνήσεις από περιορισμούς, απλά για να το αντιμετωπίσουν προσωρινά. Καθώς όμως οι μήνες περνούσαν και οι αποτυχίες αυτών των πολιτικών μέτρων άρχισαν να αυξάνονται, εξακολουθούσε να επικρατεί μια εκκωφαντική αφωνία. Το κόστος του να είναι κανείς σιωπηλός είχε πια μειωθεί, κι όμως η σιωπή συνεχίστηκε και ξεκίνησε να χτίζεται το καθεστώς της λογοκρισίας. Οι διανοούμενοι που αποφάσισαν εξ αρχής να κάνουν πως δεν βλέπουν, συνέχισαν να το κάνουν. Άλλοι αποφάσισαν να προσφέρουν την γραφίδα τους στην υπεράσπιση μιας πολιτικής, που ήταν φανερό πως δεν λειτουργούσε.
Η αθέατη ευθύνη των διανοουμένων
Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο από την απλή σιωπή.
Τα πάντα γύρω από τα lockdown και τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς ήταν κατασκευές των ίδιων των διανοούμενων.
Επομένως φέρουν πράγματι την ευθύνη, για να ανατρέξουμε στην φράση του Τσόμσκι.
Οι δημιουργοί των προγνωστικών μοντέλων και οι αυταρχικοί ελεγκτές της κοινωνίας είχαν επινοήσει τα σενάρια τους ήδη από το 2005, και οι τάξεις τους αυξάνονταν χρόνο με το χρόνο: σε ερευνητικά εργαστήρια, κυβερνητικά γραφεία, πανεπιστήμια και δεξαμενές σκέψης.
Απορροφήθηκαν τόσο πολύ από τον φανταστικό κόσμο που δημιούργησαν στις οθόνες των φορητών τους υπολογιστών, που η φαντασία τους υποσκέλισε κάθε επίγνωση της ιστορίας, της κυτταρικής βιολογίας, της δημόσιας (sic) υγείας, πόσο μάλλον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαίου.
Διοργάνωναν ατελείωτα συνέδρια και συνεδρίες για 15 χρόνια(*), καταστρώνοντας το σχέδιό τους για τα μελλοντικά lockdown . Μπορεί κανείς να φανταστεί πως είναι παρών σε αυτά, και πως παρακολουθεί τη πνευματική ελίτ να ενθουσιάζεται με την προοπτική της διαχείρισης ενός παθογόνου οργανισμού, αποκλειστικά από αυτούς τους ελάχιστους διαπιστευμένους. Πόσοι από τους παρευρισκόμενους στις αίθουσες αναρωτήθηκαν αν αυτό είναι σωστό, εάν αυτό είναι εφικτό, εάν αυτό συνάδει με τα φιλελεύθερα ιδανικά;
Μίλησε κανείς; Έθεσε κανείς τα θεμελιώδη ζητήματα της ελευθερίας εναντίον της τυραννίας; Ή μήπως όλοι παρατήρησαν την αύξηση της ροής των επιχορηγήσεων στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, τις τάξεις τους να αυξάνονται, την άνοδό τους στον νέο αυτό επαγγελματικό κλάδο, τις επευφημίες από τους υπαλληλίσκους του επιτελικού κράτους, και τελικά μπέρδεψαν όλα αυτά τα γνωρίσματα της επαγγελματικής επιτυχίας με το διανοητικό σφρίγος και την αλήθεια;
(*Δείτε το άρθρο The 2006 Origins of the Lockdown Idea που μιλά για την πραγματικά αδιανόητη προέλευση αυτής της ιδέας.)
Οι φωτεινές εξαιρέσεις
Υπό το πρίσμα της πρόκλησης που αποτόλμησε ο Τσόμσκι, θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη εκείνους που ξεχώρισαν σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, διαχώρισαν τη θέση τους από τους συναδέλφους τους, διαφώνησαν με το κυρίαρχο αφήγημα, και τόλμησαν να τα ρισκάρουν όλα για να πουν την αλήθεια.
Θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε τους συντάκτες της Διακήρυξης του Great Barington. Αυτοί είναι που έδειξαν το δρόμο και έδωσαν σε πολλούς άλλους το κουράγιο να βγουν μπροστά και να μιλήσουν. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έχασαν τη δουλειά τους. Τους απευθύνθηκαν με απαίσιους χαρακτηρισμούς. Αντιμετώπισαν χλεύη, δολοφονίες χαρακτήρα, καταγγελίες, συκοφαντίες και πολύ χειρότερα.
Όλοι τους αξίζουν την αναγνώριση για αυτό που έκαναν. Όσο για εκείνους που παρέμειναν σιωπηλοί, που στρατεύτηκαν στην υποστήριξη εξωφρενικών πολιτικών μέτρων, που συνέπλευσαν με τον όχλο των ομοϊδεατών τους αντί να μιλήσουν ανοιχτά, ο Thomas Harrington, αν και καθηγητής ανθρωπιστικών επιστημών κύρους και ο ίδιος, είχε μερικά προσεκτικά επιλεγμένα λόγια να πει :
«Είστε άραγε, ως μέλη της καλλιεργημένης ελίτ, προετοιμασμένοι να διερευνήσετε την πιθανότητα τα μέλη της κοινωνιολογικής ομάδας στην οποία ανήκετε να είναι ικανά για μια άψογα ενορχηστρωμένη δολιότητα και εξαπάτηση, βασισμένοι σε μια βαθιά περιφρόνηση για τον πυρήνα της ανθρωπιάς και της εγγενούς αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων;
Είστε ανοιχτοί στο να φανταστείτε ότι κάποιοι άνθρωποι - για να δανειστώ μια φράση που αγαπάτε πολύ σε ορισμένους κύκλους - «που μοιάζουν σαν κι εσάς», που ζουν σε «σικ» γειτονιές όπως εσείς, και επιθυμούν όλα τα γνωρίσματα της καλής ζωής για τα παιδιά τους όπως εσείς, μπορεί να είναι επίσης ικανοί για τερατώδεις πράξεις και για τη διάδοση αδιανόητα επιζήμιων ανοησιών, εκπορευόμενων από την οχλοκρατία;
Σκεφτήκατε ποτέ να χρησιμοποιήσετε τις ιστορικές σας γνώσεις που μπορεί να σας πρόσφερε η υψηλού πρεστίζ εκπαίδευσή σας, για κάτι άλλο εκτός από τη δημιουργία ευνοϊκών συγκρίσεων με το παρελθόν, οι οποίες υποστηρίζουν την άποψη της θριαμβευτικής πορείας του δυτικού ανθρώπου προς την πρόοδο και, φυσικά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της κοινωνιολογικής σας ομάδας σε αυτήν;»
Αυτό που σχεδιάστηκε από τους διανοούμενους, πρέπει να απομυθοποιηθεί και να εξαρθρωθεί επίσης από τους διανοούμενους, διαφορετικά κινδυνεύουν να απαξιώσουν για πάντα ολόκληρη την πνευματική μας ζωή.
Όπως λέει ο Χάρινγκτον, το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό:
«Ο τρόπος με τον οποίο οι περισσότεροι από εμάς θα επιλέξουμε να ανταποκριθούμε σε αυτό που συμβαίνει, θα βαρύνει πολύ στον καθορισμό της μορφής του κόσμου που θα κληρονομήσουν από εμάς τα παιδιά και τα εγγόνια μας».
Επίλογος
Προηγείται όμως ένα άλλο βήμα.
«Η ειρήνη, αν υπάρξει ποτέ», έγραψε ο Julien Benda (1867-1956), «δεν θα βασίζεται στον φόβο του πολέμου, αλλά στην αγάπη για την ειρήνη».
Το ίδιο ισχύει και για μια κοινωνία χωρίς εξουσίες «έκτακτης ανάγκης», χωρίς lockdown, χωρίς διατάγματα υποχρεωτικού εμβολιασμού, χωρίς τη δυνατότητα επιβολής καθολικής καραντίνας, κλεισίματος επιχειρήσεων, και εξαναγκαστικού διαχωρισμού βάσει εμβολιαστικού στάτους.
Αυτά είναι πράγματα που οφείλουμε να φοβόμαστε, και ενάντια στα οποία πρέπει να παλέψουμε όλοι, με τους διανοούμενους να αντιστρέφουν πορεία και να καθοδηγούν την κοινωνία μακριά από την άβυσσο.
Η ανοικοδόμηση θα απαιτήσει επίσης κάτι που αυτή τη στιγμή φαίνεται σαν το πιο απίθανο από όλα: μια νέα γενιά διανοουμένων που θα ερωτευτούν την ελευθερία, και μετά θα έχουν το σθένος να την υπερασπιστούν.
***
Ο Jeffrey A. Tucker είναι Ιδρυτής και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Brownstone και συγγραφέας πολλών χιλιάδων άρθρων στον επιστημονικό και καθημερινό Tύπο, καθώς και δέκα βιβλίων μεταφρασμένων σε 5 γλώσσες, με πιο πρόσφατο το Liberty or Lockdown. Είναι επίσης ο αρχισυντάκτης του The Best of Mises. Μιλάει δημοσίως για θέματα οικονομίας, τεχνολογίας, κοινωνικής φιλοσοφίας και πολιτισμού.
από liberty-express
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.