Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Ονομασίες ελληνικών πόλεων και περιοχών

4. Ονομασίες ελληνικών πόλεων και περιοχών

Όνομα/λέξηΕτυμολογία







Ελλάς<Εν - λάας [λάος ή λάας = ανόργανο σώμα, πέτρα  εξ ου λατομείο, γενικότερα γη] = εσωτερική γη, δική μας χώρα
Έλλην<εν + λάας [=λίθος, χώρα] + ην [παρατ. του ειμί] = αυτός που ήταν μέσα στην πέτρα, άνθρωπος από τη δική μας χώρα
ΠαλλάςΠαν - λαός = που ανήκει σε όλο το λαό, παλλαϊκή
Γραικός<άγρα, αγρός > αγραϊκός >Γραία, γραϊκός {= από την περιοχή Τανα - Γραία (Ωρωπός-Αυλίδα)}
Πελασγός<πελάζω <πέλας+άγω [=πλησιάζω] = πλησίον, ο πλησίον λαός, ο γείτονας
Λέλεγες<λέλεξ <λάσκω, παρκμ. λέλακα ή λέληκα = κράζω, Λέλεξ ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Σπάρτης το 1500 π.Χ., Λέλεγες οι Πελασγοί κάτοικοι στην Πελοποννήσου και αλλού (Έφεσος, Λοκρίδα, Βοιωτία, Εύβοια, Ακαρνανία, Θεσσαλία, Λευκάδα, Κυκλάδες)
Ξούθος<εξανθέω [<εκ + άνθος] > ξανθός και ξούθος = χρυσοκίτρινος όπως τα πρώτα φύλλα [μεταφορικά = αυτός που βγαίνει πρώτος, ευκίνητος, ταχύς]
Αχαιός<α [επιτατ,] + γαία [γ>χ] = γηγενής
Δωριεύς< δώρον > έχων δώρα = χαρισματικός
Ίωνας, Ίων<ίω (υποτακ. του είμι =  έρχομαι ή πηγαίνω). {Το ίημι κυρίως επί ζώων και αψύχων, ενώ το είμι επί της κίνησης των ανθρώπων (πορεύομαι). Υποτακ. ίω -  έρχομαι ή πηγαίνω}
Αίολεύς< α (επιτατ.) + ιάλλω (μέλλ. ιαλώ, α>ο) - ο κινούμενος ταχέως, ευκίνητος, ορμητικός, 
Άβυδος (και στην Αίγυπτο)<α [= ευ] + βάδος [α>υ {<βάω = πάω] = το στενώτερο του Ελλησπόντου και στην Αίγυπτο στις όχθες του Νείλου
Αιτωλία<αιτώ + λαός = χώρα που ζητάει ο λαός
Αθήναι<α [επιτατ.] + τανύω, ταναός [= εκτεταμένος], επειδή περιλάμβανε πολλούς οικισμούς > Ατάναι > Αθάναι [τ>θ] > Αθήναι [α>η]
Αϊβαλί<αεί βάλλει [=καταβάλλει] = πάντα νικηφόρο 
Αιγαίον<αΐσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα + έχω [>εχεύς >-ευς >-έας >-αίος] = θάλασσα που έχει ορμητικά κύματα 
Αίγινα<αΐσσω, άϊξ > αίγες = υψηλά ορμητικά κύματα + έχω [>εχεύς >-ευς >-έας >-αίος] = θάλασσα που έχει ορμητικά κύματα 
Αϊδίνιο<αεί + δίνει = περιοχή που πάντα τροφοδοτεί με αγαθά
Ακαρνανία<α [επιτατικό] + κάρνος [=κριάρι {<κείρω=κουρεύω}] = χώρα με πολλά κριάρια
ΑλμωπίαΑριδαία
Αλόννησος<αλς + νήσος = νησί καταμεσής της θάλασσας
Αμαρούσιον (Μαρούσι)<Αμαρυσία Άρτεμις = πολιούχος της ευβοϊκής Αμαρύνθου, της οποίας η εορτή Αμαρύσια μεταφέρθηκε και στο αρχαίο Άθμονον, το σημερινό Μαρούσι {<αμαρύσσω = λάμπω, ακτινοβολώ εκ του μη μαραίνεσθαι τον τόπον}
Αμάρυνθος<αμαρύσσω = λάμπω, ακτινοβολώ εκ του μη μαραίνεσθαι τον τόπον
Αμόριον<ανόρειος {και ανόριος}= χωρίς βουνά >αμόριος {ν>μ}
Αμοργός<αμόργη, ένα φυτό από το οποίο οι αρχαίοι έφτιαχναν ένα εξαιρετικό λινάρι, ένα διάφανο λινό ύφασμα [<α + μερίς + άγω = αφαιρώ το περιεχόμενο >αρμέγω > μούργος = στερημένος από ομορφιά]
Ανάφη<αναφαίνω {= κάτι που φαίνεται, ανάλογο του Φανερωμένη}
Άνδρος<Ανδρέας = ήταν περίφημος μάντης, τόσο σπουδαίος που του χάρισε το νησί ο Ραδάμανθης, αδελφός του Μίνωα
Άργοςαγρός, γρ>ργ και την Θεσσαλία έτσι αποκαλεί ο Όμηρος
Αρκαδία<άρκτος = αρκούδα <άρσις + κτας (κτείνω) επειδή σκοτώνει όρθια τα θύματά της
Αρόηαρόω < αείρω, αίρω,διότι  κατά το όργωμα ανασηκώνεται το χώμα = οργώνω, αλετρίζω, καλλιεργώ, σπείρω, τίκτω, καρπούμαι, απολαύω
Αστυπάλαια<από τα παλαιότερα άστεα, δηλαδή πόλεις του Αιγαίου
Αττική<ακτική <ακτή [από το ακκίς {=αιχμή, μύτη, άκρο} + τίθημι]
Αχαρναία (επιτατ.) + χάρμη ( = η χαρά του πολέμου, μ>ν), ήσαν φιλοπόλεμοι
Βαβυλωνία<βαβυλωνία [= θορυβώδης συζήτηση πολλών] <βαβύζω [= φλυαρώ, βομβώ] <βαβαί [επιφώνημα έκπληξης ή θαυμασμού]
Βάρη [ιταλικά Bari]<βάρις = βάρκα [<βάρος <φέρω] {μεταγενέστερες έννοιες βάρις = πλοιάριο, τείχος, στοά, πύργος, οικία και συνοικία}
Βατούμείναι το αρχαίο Βατόν = μέρος από το οποίο πρέπει να περάσεις για να πας στα πέραν του Εύξεινου Πόντου μέρη
ΒισαλτίαΝιγρίτα {Αμφίπολη}
Βλάχος, Βλαχία<Βαλάχος <αρχαία Γερμανικά wallach <βάλλω [=καταβάλλω, νικώ] + έχω = αυτός που νικώντας διατηρεί τη θέση του
Βόλος<βώλος και σβώλος [<βά-ω + αρό-ω (ρ>λ) > βαάλος > βώλος (αα>ω)] = όγκος γης σχηματιζόμενος κατά το όργωμα
Βοιβηίς<Φοιβηίς < Φοίβος
Βοιωτία<βοίδιον + ουδαίος (χθόνιος), ονομάσθηκε έτσι από τα βοσκοτόπια που είχε για βόσκηση βοών
Βόσπορος<βοός + πόρος (πέρασμα), διότι διέπλευσε αυτόν η Ιώ
ΒοττιαίαΓιαννιτσά
Βούβαστις (στην Αίγυπτο)<βους + βαστώ [=φέρω, σηκώνω {<βάσις + τάσσω}] = τόπος που έχει βόδια 
Βυζάντιο<βους + άνδη, άνδος [=τόπος] = τόπος με βόδια 
Γαλάτσι (και στη Ρουμανία)<Γαλάτιον <Γαλάτες [με παχιά προφορά του "τ"  ως "τσ"]
Γρεβενά<Γραία [<Αγραία] Αιανά > Γραιανά > Γρεβενά
Δήλος<δηλώ = έγινε ορατή, ανυψώθηκε από τα βάθη [όμοιο με το Φανερωμένη]
Δολίχη, Δολιχία<δόλιχος <δρό-μος > δρο- > δορ- (ρο>ορ) > δολ- (ρ>λ) + ίκω (κ>χ) = μακρύς δρόμος στη σταδιοδρομία, είδος επιμήκους οσπρίου
Δρύοπες<δρυς = βελανιδιά + όψη = έχοντες εμφάνιση βελανιδιάς
Εγνατίαάγω (α>ε) + νάτωρ {νάτωρ από το νάω < νάσσω = ρέω, γεμίζω, ξεχειλίζω}
Ελευσίνα<έλευσις < ελαύνω [= έρχομαι, μέλλων ελεύσομαι {= ελευθερώνω}] = απελευθέρωση μέσα από τη μύηση
ΕλιμειώτιςΚοζάνη {Αντίγονος}
ΕλλήσποντοςΈλλης + πόντος
ΕορδαίαΠτολεμαίδα {Λαγίδες}
Εύβοια<ευ + βοίδιον = περιοχή καλή για τα βόδια διότι έχει άφθονα βοσκοτόπια
Εύριπος<ευ + ριπή [<ρίπτω]= καλή ροή νερού στο στενό
Ευρυτανία<ευρύς + τανύω = μεγάλη έκταση γης
Ζάτουνα<Διάτονα <δια + τόνος [=προεξοχή] = ανάμεσα σε δύο τόνους [=βουνά]
Ζαγορά<Διαγορά <δια + όρος = ανάμεσα σε δύο βουνά [ή πίσω από ένα βουνό]
Ζάλογγο<Διάλογγο <δια + λόγγος [=πυκνό δάσος] = ανάμεσα σε δύο λόγγους
Ζαπάντι<Διαπάντιο <δια + πάντα <πίσω από όλα τα βουνά 
Ζητούνι (Λαμία)<Διατόνιον <δια + τόνος [=προεξοχή] = ανάμεσα σε δύο τόνους [=βουνά]
ΗδωνίςΔράμα {Δραβίσκος, Κρηνίδες. Φίλιπποι}
Ηλύσια<ηλυσίη, ήλυσις [=έλευσις] <ήλυθον [αόρ. του έρχομαι] = τόπος όπου καταλήγει κάποιος
Ημαθία<άμαθος  [ = αμμώδες έδαφος, άμμος {<αμάω (= κατακόβω, συνάγω στο ίδιο μέρος, διότι είναι κομμένη από λίθους και συναγμένη σωρηδόν] {Βέρροια]
Ήπειρος<άπειρος < α [στερ.] + πείραρ [= πέρας, άκρον] = άνευ πέρατος, απέραντος, αχανής, χωρίς τέλος, ξηρά.  
Θεσπρωτία<θέσις + πρώτη
Θεσσαλία<θέσις + αλία = περιοχή με νερά ποταμών, λιμνών, θαλασσών
Θήβαι (και στην Αίγυπτο)<θήβη <θάμβος <τέθηπα [πρκμ. με σημασία ενεστωτ. = μένω έκθαμβος, θαυμάζω, εκπλήσσομαι (πλήττομαι), αόρ. έ-ταφ-ον
Θήρα<θήρα = κυνήγι [>Θήρας ο πρώτος οικιστής]
Θίνις (στην Αίγυπτο)<θις-θινός = παραλία, ακρογιάλι
Θράκη<θρέομαι [= ταράσσω, ξεφωνίζω {>θρόος, θρύλος, θρησκεία}] >τράσσω >θράσσω > θράξαι, απαρέμφ. του θράσσω {διότι ξεφώνιζαν άγρια στις θρησκευτικές τελετές τους}
Θριάσιο Πεδίο<Θρίαι [=Παρνασσίδες νύμφες του Απόλλωνα] <θραύω [α>ι] >θρίω [διότι μάντευαν με ψήφους {=θραύσματα}]
Ιδαία<ιδείν [= βλέπω {< οίδα = γνωρίζω}] = χώρα που φαίνεται από μακριά
Ιθάκη<Ίθακος <ιθύω=ορμώ προς εμπρός >ιθύνω = κατευθύνω, κυβερνώ {<ιθύς = ευθύς, ίσιος}
Ικαρία<Ίκαρος <ίκω [=έρχομαι] + άρω [<αίρω=υψώνω] = θρασύς, τολμηρός, βιαστικός, ορμητικός
Ιόνιονη Ιώ κολύμπησε όλο το πέλαγος, δυτικά της Ηπείρου, το οποίο εξ αυτής ονομάσθηκε έτσι
Ιστιαία<εστία [=μέρος όπου ανάβει φωτιά, κατοικία] = κατοικήσιμη περιοχή
Καβάλα<καταβάλλω >κατβάλω # κάββαλε <κατέβαλε
Καβειρώ, Κάβειρος<καίω {ρίζα καF- (F>β)} + είρω {=αρμόζω} = αυτή που λιώνει μέταλλα και φτιάχνει πράγματα
Καισαριανή<Παναγιά η Καισαριανή {διότι η εικόνα της Παναγίας ήρθε στην τοπική μονή από την Καισάρεια της Καππαδοκίας [<Καίσαρ <καίνυμαι  πρκμ. κέ-κασ-μαι (τ>σ) = ο  υπερέχων]}
Κάλυμνος<Καλύδνες <Κάλυδνος <καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι} = αυτός που φέρνει πολλή τροφή
Καπνικαρέα<καπνός + κάρα [=κεφάλι] = διότι το 1689, όταν πυρπολήθηκε η Αθήνα από τους Τούρκους, κάηκε μόνο το γύρω ξύλο της εικόνας και το πρόσωπο της Παναγίας καπνίστηκε} 
Κάρπαθος<Κράπαθος <από την ρίζα κρα- που σημαίνει σκληρός, πετρώδης [>κρατύνω, κραταιός, κραναός] + πάθος [<πάσχω] = κάτι που έγινε πετρώδες
Κάρυστος<κάρυον + ιστώ [υποτακτική του ίστημι] = μέρος όπου εγκαταστάθηκαν καρυδιές
Κάσος<κας [=δέρμα {>κάσα = καλύβα με τοίχους από δέρμα, οικία >λατ. casa}] = οικισμός
Κατερίνη<κατά + εαρινή = πολύ ανοιξιάτικη
Καραγκούνης<κάρα [=κεφάλι] + γούνα [<γενειάς <γένος] = με γούνινο σκούφο στο κεφάλι
Καρακατσάνος,Σαρακατσάνος<κάρα [=κεφάλι, επικεφαλής] + καυκί {[<καύσις + κάρα =κρανίο, κεφάλι >καύκαλο] >κατσί με τσιτακισμό του κ} + άνω = σκληροκέφαλος
Κερασούς, Κερασούντα<κέρας + έχοντα = έχει κερατοειδές ακρωτήριο
Κέρκυρα<κέρκος [=κυρτός] + ουρά = με καμπύλη ουρά [από το κυρτό σχήμα του νησιού]
Κηφισιά<Κηφισός <καφήν, κηφήν [<χάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)- χάφτω, καταπίνω} + αΐσσω [=κινούμαι ορμητικά] = κυλάει ορμητικά και παρασέρνει πράγματα 
Κίμωλος<χειμών (χ>κ, ει>ι), είχε ορυκτά ψυγεία
Κλινδιά Ηλείας<Κλινίδια [<κλινίδιον <κλίνη = κρεβάτι ή γερμένο έδαφος] ασφαλώς λόγω του επικλινούς εδάφους της πλαγιάς όπου χτίστηκε το χωριό.
Κνωσσός<κνώσσω [<υπνώσσω = κοιμάμαι] = μέρος κατάλληλο για ύπνο
Κόμνη<κώμη >κώμος [=όμιλος ευθυμούντων] > κούμος {= σωρός ανθρώπων} + άνω = όμιλος ανθρώπων σε ορεινή τοποθεσία
Κόρινθος<κόρος + ανθός = γεμάτη λουλούδια
Κορυτσά<κορυφίτσα >κορυφτσά
Κούμανη<Κόμανα <κώμη >κώμος [=όμιλος ευθυμούντων] > κούμος {= σωρός ανθρώπων} + άνω = όμιλος ανθρώπων σε ορεινή τοποθεσία
ΚρηστωνίαΚιλκίς
Κρήτη<από την ρίζα κρα- που σημαίνει σκληρός, πετρώδης [>κρατύνω, κραταιός, κραναός] > κρητίς [=πέτρωμα] =φτιαγμένη από σκληρή πέτρα {>κράτ-ος (α>η), ισχυρή ναυτική δύναμη κατά την αρχαία εποχή}
Κριεζά (κωμόπολη της Εύβοιας)<κριεζός <κριός [<κέρας = αυτός που έχει κέρατα = αρσενικό πρόβατο αλλά και κεφάλι, διότι τα κέρατα είναι στο κεφάλι] + ζόφος [=σκοτεινός] = μαυροκέφαλος
Κύθηρα<κεύθω =κρύβω, επομένως Κύθηρα = τα καλά κρυμμένα {σε αυτά γεννήθηκε εν κρυπτώ η Αφροδίτη}
Κύθνος<κεύθω [{=κρύβω} <κύω {=διογκώνω, κυοφορώ, >κύτος=εξόγκωμα}] + νοώ = αυτή που εννοεί να είναι κρυμμένη
Κυκλάδες<κατά το ένα ήμισυ κυρτός (κύ-ω), κατά δε το άλλο κοίλος, δηλαδή κύ-κοιλος > κύκλος
Κύπρος<Κάβειροι [<καίω {ρίζα καF- (F>β)} + είρω {=αρμόζω}]> Κάβρος > Κύπρος = η χώρα αυτών που καίνε [μέταλλα] και φτιάχνουν πράγματα
Κως, Κώος<κεάζω  κεδάω > κεάδω > κεάδιω > κεάζω (δι>ζ) - σχίζω, κόβω, 
Λακεδαίμωνλας = που σημαίνει λίθος, πέτρα + κώνος + δαίμων = θεός, σεβαστός, το θείον. Δηλαδή «ο θείος κωνικός λίθος». 
Λακωνίαλας = που σημαίνει λίθος, πέτρα + κώνος = Δηλαδή «ο κωνικός λίθος». 
Λαπίθες<λαπιστής [= αλαζών] και το ρήμα λαπίζω [= συρίζω], από την ίδια ρίζα λαπ επίσης και το ρήμα αλαπάζω [=καταστρέφω, διαρπάζω] αλλά και το ουσιαστικό λαίλαπα (λαίλαψ). Η ρίζα λαπ είναι σχετική με τη ραπ = αρπ 
Λάριμνα<λάριμνος < λαρός <λα (επιτατ.) + έρος ( = όρεξις, επιθυμία, έρωτας) = ευχάριστος στη γεύση, ευάρεστος στην οσμή, στην όψη, εράσμιος, ηδύς, γλυκός.
Λάρισαλα (τόπος) + άρσις = τοποθεσία που βρίσκεται ψηλά, ύψωμα
Λαύριο<λαύρα <<λάας [=λίθος, γη, χώρα] + αυλή [λ>ρ} = στενή οδός μεταξύ αυλής και οικίας, διάδρομος [διότι είχε πολλές στοές και διαδρόμους των μεταλλείων]
Λέπουρα (χωριό στην Εύβοια)<λέπυρον [=περίβλημα καρπού, φλούδα], πληθυντ. λέπυρα <λέπος [=κάλυμμα, φλούδα, κέλυφος] <λέπω = αποφλοιώ [>λέπι, αλεπού γιατί έχει γούνα ως κάλυμμα του σώματος {λώπη<λέπος]
Λέρος<λερός [<θολερός] = πυκνός, λασπώδης
Λέσβοςλάσιος > λάσμος > λέσβος (α>ε, μ>β), ήταν πυκνόδενδρη
Λευκάς<λευκόγαια <λευκός
Λήμνος<λήιον πεδίον = χωράφι πλούσιο σε λεία (σπαρμένο) [<λήμμα <εί-λημμαι (βμ>μμ), πρκμ. του λαμβάνω = κάθε τι το λαμβανόμενο] + μήλον [=πρόβατο] >λήμηλον >λήμηνον [λ>ν] = νησί με χωράφια γεμάτα πρόβατα
Λιόπεσι<ηλιοπέδιον <ηλίου + πεδίον > λιοπέδι >λιόπεδι
ΛυγκιστίςΦλώρινα {Βακχιάδες}
Λυκία<λύκη [=φως] = φωτεινή χώρα
Μαγναύρα<μέγας {>μάγας >μάγνος} + αυλή {λ>ρ} = μεγάλη αίθουσα ανάμεσα στο ανάκτορο και την Αγία Σοφία όπου ο αυτοκράτορας υποδεχόταν τις ξένες πρεσβείες και όπου τον 9ο αιώνα μεταφέρθηκε το Πανεπιστήμιο ή Πανδιδακτήριο 
Μαγνησία<μήχος [{<μάω {=επιθυμώ} + άκος (θεραπεία)} = μέσο θεραπείας] + νους = αυτός που εφευρίσκει μέσα θεραπείας [οι κάτοικοι της Μαγνησίας γνώριζαν τις θεραπευτικές ιδιότητες πολλών φυτών του Πηλίου]
Μαγούλα <μέγας >μάγας + γυλός [<γυρός = στρογγυλός] = στρογγυλευμένο ύψωμα γης, λόφος
Μαιονία<μαία [>γαία] + νοώ = χώρα που γίνεται αντιληπτή
Μακ.Παιονία<παίω [= πατάσσω] + νοώ {επειδή πολεμώντας προκαλούσαν θόρυβο χτυπώντας τα όπλα στις ασπίδες τους} {Γευγελή}
Μακεδονία<Μακ (μακρύς, μακρινός) + έδος = μακρινή χώρα ή χώρα ψηλών ανθρώπων 
Μάνη<μανός [=χαλαρός, απαλός, αραιός, άδενδρος] >μανός, μανή μανόν >Μάνη {άλλη εκδοχή <μάνις >μανία {για τα σκληρά και εκδικητικά ήθη των κατοίκων}
Μασσαλία<μάσσων + αλία = μακρινή παραθαλάσσια χώρα {μακρός - μάσσων - μάκιστος}
Μέγαρα<Μέγαρο=μεγάλο κτήριο {Υπήρχαν εκεί μέγαρα προς τιμήν της Δήμητρας}
Μεσόγεια<μέση + γαία [=γη] = στη μέση εκτεταμένης πεδιάδας 
Μεσόγειος<μέση + γαία [=γη] = στη μέση της γης 
Μεσολόγγι<μέση + λόγγος [=πυκνό θαμνώδες δάσος] = στη μέση του λόγγου
Μεσοποταμία<μέση + ποταμός = ανάμεσα σε δύο ποταμούς [Τίγρης και Ευφράτης]
Μήλος<Μήλος = ο πρώτος διδάξας της κουράς των προβάτων, ο πρώτος κτηνοτρόφος {Ο Μήλος κάποτε πήγε στην Κύπρο, όπου γνώρισε τον Άδωνι και οι δυο νέοι έγιναν φίλοι με παροιμιώδη φιλία}
Μινύες<μένω > μένος = παραμένω σταθερός, αντέχω, διαρκώ, παραμένω, περιμένω κάτι,
Μολοσσία<μολγός [=προϊόν αρμέγματος] + άδην [=κατά κόρον] > μολαδσία > μολοσσία (α>ο, δσ>σσ), έχουσα πολλούς βοσκούς (κοπάδια)
Μοριάς<αμόριος, αμορία <ανόρειος {ή ανόριος} = χωρίς βουνά {η βορειοδυτική Πελοπόννησος είναι πεδινή)
Μουνιχία<από τη ρίζα "μούνος" (αντί μόνος) με τη προσθήκη της κατάληξης -ίχος, που και γίνεται Μουνιχία = σημερινή Καστέλα με το Μικρολίμανο 
Μπουρνόβας (προάστειο της Σμύρνης)<βυζαντινό Πρινόβαρις < προ [=μπροστά] + ρίνα [=μύτη] + βάρις [=βάρκα, οικία και συνοικία] = περιοχή στη μύτη ακρωτηρίου
Μυγδονία<μαγμός [=μάζεμα {<μάσσω} >μαγδός > μυγδός] = περιοχή με πολλή συγκομιδή 
Μυκήναι<μυχός + άνω (α>η), διότι ήσαν κεκλεισμένες εντός ισχυρού τείχους και σε ύψωμα (άνω)
Μύκονος<μυχός + άνω (α>η), διότι ήσαν κεκλεισμένες εντός ισχυρού τείχους και σε ύψωμα (άνω)
Μυρμηδόνες<μυριάδες + μέδω [= συμβουλεύω, φροντίζω, κυβερνώ] = αυτοί που εξουσιάζουν μυριάδες
Μυρτώο<μύρτος < μύρω < μύω=κλείνω + ρέω = ρέω εκ των έσω = ρέω εσωτερικά (μεταξύ Πελοποννήσου και Κυκλάδων)
Μυσία<μύσσομαι [=απεχθάνομαι] >μύσος [=απέχθεια] = χώρα απεχθών ανθρώπων
Μυστράς<Μυζηθράς <μυζήθρα <μυζώ [=στραγγίζω] + τυρός = στραγγιστό τυρί
Μυτιλήνη<μύ-ω + τίλλω, διότι και εντός μυχού κόλπου θαλασσίου ευρίσκεται και κομμένη από διώρυγα ετύγχανε{τίλλω < σ-τερέω, σ-τείρος, τείρω (ει>ι, ρ>λ) - μαδώ, αποσπώ τρίχες}
Νάξος <νάω [=γεμίζω, ξεχειλίζω, ρέω] + άξω [μέλλων του άγω=οδηγώ] =  δέχεται τα νερά του Αιγαίου από βορρά και τα οδηγεί προς νότο
Νάουσα<ναίω [κατοικώ] >ναύω >ναός, ναέτης = περιοχή για κατοίκηση
Ναύπακτος<ναυς+ πακτώ = κατασκευάζω πλοία, διότι εκεί το 1104 οι Δωριείς (Τήμενος, Κρεσφόντης, Αριστόδημος) ναυπήγησαν πλοία και πέρασαν στην Πελοπόννησο
Νιμπορειό (στην Ν.Εύβοια)<νέον εμπορείον 
Οδομαντική <οδός + μαντική = περιοχή όπου μπορείς να βρεις το δρόμο
Οζολία<όζω [=μυρίζω, {<οσμή <οδμή <έδω = εσθίω] = περιοχή με ευχάριστες μυρωδιές
Όλυνθοςολός (όλλυμι, ο>υ) + ανθός ( = καρπός) - σύκο που φύεται τον χειμώνα αλλά δεν ωριμάζει
ΟρεστίςΚαστοριά {Σέλευκος, Κάσσανδρος}
Ορτυγία<νησί με ορτύκια {Δήλος = έγινε ορατή, ανυψώθηκε από τα βάθη}
Ορχομενός<έρχομαι  μέλλ. ελεύ-σομαι. Από το ελαύ-νω (α>ε). Μετοχή αορ. ελ-θών > ερ-θών (λ>ρ) > ερχ-ών (θ>χ) > έρχομαι
Παγασαί<πάγος <πήγνυμι
Πάρος<επί + άρω = υπερυψωμένη γη, νησί
Παξοί<πάθος [τόπος έρωτα του Ποσειδώνα για την Αμφιτρίτη] 
Πάτρα<Πατρεύς < πατήρ <πάππας
Πειραιεύς<περάω [επί + ελάω{= πελάω} = διαβαίνω, περνώ] =θαλάσσιο πέρασμα {> Περαία, Πέραμα, Πόρος}
ΠελαγονίαΜοναστήρι {Αλαλκομεναί, Στόβοι}
Πέλλα<φελλεύς <φέρω + λεύς (= λίθος), ρλ>λλ = πετρώδες έδαφος.
Πελοπόννησοςπελός, πελλός + οψ = φαιός, φαιόχρωμος, μολυβδόχρωμος
Πέργαμοςυ-πέρ + γα, γη + -μος
Πήλιον< Πιερείη > Πηρείη (ιε>η) > Πηλείη > Πήλιον (ρ>λ)
Πιερία<Πιερείη, πίειρα [= παχιά, ει>ι {πίαρ  ό-πι-ον, ο-πί-ζω = πάχος}] = εύφορη χώρα
ΠιερίαΚατερίνη
Πιερία ΠαγγαίουΚαβάλα {Απολλωνία, Γαληψός}
Πόρος<περάω [επί + ελάω{= πελάω} = διαβαίνω, περνώ] =θαλάσσιο πέρασμα {> Περαία, Πέραμα, Πόρος}
Πρέβεζα<preverse, preversa =πέρασμα, διάβαση, διάπλους
Προύσα<προέχουσα >προέ'ουσα >προύσα = πόλη με εξέχουσα θέση στην περιοχή της
Πύλος<πύλη <πόρος, ο>υ, ρ>λ = πέρασμα
Πύργος<υ-πέρ + γα, γη {>Τύρσις, Τύρρις > γαλ. Τουρ, Τορίνο}
Ρόδος<ρόδο = τριαντάφυλλο
Ρούμελη<ρωμυλία < ρώμη {ρώομαι > ρέω, ρόος, ρους, οο>ω = κινούμαι με ταχύτητα ή ορμή, ορμώ, τινάσσομαι, πηδώ, εφορμώ, μάλιστα επί πολεμιστών.}
Σαλαμίνα<αλς [>σαλ-] + μινύς [= μικρός] = έχουσα μικρή θαλάσσια περιοχή μέχρι την απέναντι ξηρά
Κούλουρη (Σαλαμίνα)<αρχαίο Κόλουρις [<κολούω και κολάζω = περικόπτω, κολοβώνω] > κουλούρι {διότι το σχήμα της είναι κολοβό σαν κουλούρι} 
Σάμος<σά-ος [=σωτηρία {<σάω =σώζω}] διότι σώζονταν εκεί οι ναυτικοί μετά από ναυάγια
Σαμψούς, Σαμψούντα<Αμισός [εις Αμισόν] < αμάω = μαζεύω σιτάρι [<μάσσω, μάζα, α επιτατικό] = περιοχή πλούσια σε συγκομιδή σιταριού
Σαντορίνη<Σάντα Ειρήνη [υπήρχε στο νησί ναός της Αγίας Ειρήνης)
Σέριφος<σερ > σέριφον = θαλάσσιο φυτό {νήσος πλούσια σε ιαματική χλωρίδα, με πλούσιο υπέδαφος}
Σιθωνία<σίτος + ώνιος [=χρήσιμος {<ωνέομαι = χρησιμεύω] = περιοχή με χρήσιμο σιτάρι
Σικυών<σικύα < σάγη, σάξις <εισάγω = παραγέμισμα  (α>ε>ι, ω>ου>υ) # είδος κολοκυθιού και αγγουριού.
ΣιντικήΣιδηρόκαστρο {Γαρίσκος}
Σκιάθος<σκιά >σκιάς, σκιάδος [=σκίαστρο] επειδή είναι σκιερή νήσος με πολλά δέντρα. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει ότι το όνομα προκύπτει από τη σκιά του Άθου, η οποία «πέφτει» πάνω στο νησί.
Σκόπελος<σκόπελος = βράχος που εξέχει μέσα στη θάλασσα
Σκύρος<σκύρον = σκληρή πέτρα > σκύρα = θρύμματα πέτρας (χαλίκια, >σκυρόδεμα = μπετόν) 
Σμύρνη<μύρον <μύω {=κλείνω} + ρέω + νοεί = ροή από μέσα, αρωματικό έλαιο, περιοχή που παρήγαγε μύρο
ΣούδαΤάφρος που περιέχει κάθε είδους γνώση
Σπάρτησπάω, σπαρ-άσσω, σπαρ-τός, σπαίρω ( = διασκορπίζω, αι >ει)
ΣπέτσεςΠιτυούσες < πίτυς=πεύκο
Σύβαριςσοβαρός = αλαζονευόμενος, πομπώδης, ο>υ -  πόλη στην Μεγάλη Ελλάδα, διάσημη για την φιληδονία και αβρότητα των κατοίκων της
Συμπληγάδεςσυν + πάλλω, πάλ-η + άγω > παλάγω > πλάγω > ε-πλάγ-ην αόρ. του πλήσσω (α>η), επέ-πλ-ηγον (αόρ. β΄) - κτυπώ
Σύρος<σύρω, ο υιός του Απόλλωνα Σύρος έσυρε το άρμα του (λέγεται και Σείριος)
Τανάγρατανύω + αγρός, άγρα
Τεγέα<τέγος [=στέγη] = μέρος που εξασφαλίζει στέγη
Τέμπη<τέμνω + ποιώ = διαχωρίζω, κόβω, τέμνω.
Τήνος<«ταν» > τανύω > «ταναός» = μακρύς, λόγω του σχήματός του νησιού (από αυτή τη λέξη προκύπτει η «ταινία»)
ΤίρυνςΤύρσις, Τύρρις > γαλ. Τουρ, Τορίνο = πύργος
Τοκάτι (στον Πόντο)η βυζαντινή Ευδοκιάς >Ευδοκιάδα >Βντοκιάντ >Ντοκιάτ > Τοκάτ μετά από τουρκική παραφθορά [ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Αθηναΐδα - Ευδοκία (401-460) σύζυγο του Θεοδοσίου Β]
Τούμπα Θεσσαλονίκης<τύμβος = στρογγυλόσχημος όγκος χώματος, που μπορεί να χρησιμεύσει για κάλυψη νεκρών, όπως στον Μαραθώνα
Τραπεζούς, Τραπεζούντα<τράπεζα + έχοντα <[τετράς + πέζα ( = πόδι) > τετράπεζα > τράπεζα = είχε τέσσερα μικρά ακρωτήρια σαν πόδια στη θάλασσα
Τρίκκη< τρις + ακίς = άκρο # με τρεις κορυφές βουνών
Τροία<τηρέω [> τρέω > Τροία (ε>ο>οι)] = κειμένη επί λόφου, ήταν καλώς οχυρωμένη 
Τροιζήν<τηρέω > τρέω > Τροία (ε>ο>οι), + ζην = ζάω, βρισκόταν επί λόφου
ΤσάκωνεςΤσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στην Πελοπόννησο τον 8ο αιώνα. 
Τυλισσός<τυλίσσω <κυλίω + αΐσσω [= κινούμαι ορμητικά] = απλωμένο αμφιθεατρικά ελικοειδώς
ΤυμφαίαΓρεβενά {Πολυσπέρχων}
ΤύροςΤύρσις, Τύρρις > γαλ. Τουρ, Τορίνο = πύργος
ΤυρρηνοίΤύρσις, Τύρρις > γαλ. Τουρ, Τορίνο = πύργος
Φαιστός<φάος >φαίνω [=φέρω στο φως, φανερώνω] = φωτεινός
Φάληρο<φάος , φάρος, φάριο, φαρικός, λαιφός (λαι, επιτατικ.) >φάλαρος
Φερές< φέρω = φέρω, βαστώ, σηκώνω, υποφέρω, υπομένω, πάσχω, προσάγω, έχω, προσφέρω, δίδω, παράγω, προξενώ, επιφέρω,
Φθιώτιδα, Φθία<φθίω, φθίνω, φθινάω [<φθείρω, ει>ι, με αποβολή του ρ] = ελαττώνομαι, παρέρχομαι, χάνομαι, μαραίνομαι,
Φλεγύες< φλέγω < φελάγω < φαίνω + άγω = άναβαν δάδες και προχωρούσαν
Φλιάσιον<φλιάσιος < φλέω [φύω + λέγω ( = γεμίζω, συλλέγω) > φυλέγω > φλέγω > φλέω = είμαι κατάμεστος + άσιος [ = πλήρης ιλύος (άσις, άσεως) = πλουτοφόρος >Φλιάσιο Πεδίο έξω από την Κόρινθο προς Νεμέα
Φολέγανδρος<Πολύκανδρος = με μεγάλο πληθυσμό
Φώκαια, Φωκίδα<φως+καίω > focus=εστία φωτός
Χαιρώνεια<χαίρω + νους, νοώ = αυτή που φέρνει χαρά στο νου
Χαλάνδριχαλάω [χαλαίνω  χαίρω, χαρά (ρ>λ) = χαλαρώνω] + άνδρες = προσφέρει ευθυμία στους ανθρώπους 
ΧαλκιδικήΧαλκιδική {Όλυνθος, Ποτίδαια}
Χάνδαξχανδόν  έ-χαν-ον, αόρ, του χαίνω και χάσκω - με ανοικτό στόμα
ΧανιάΚυδωνία > Καδωνία > Χαδωνία > Χαδνία > Χανία > Χανιά
Χάονες<χάος <χαίνω [=χάσκω] = από εκτεταμένη περιοχή
Χειμάρρα<χείμαρρος <χείμα, χειμών + ρέω = ορμητικός ποταμός
Χίος<Χιόνη [κόρη του Ποσειδώνα] <χιών <χέω
Χολαργός<χολή [=υποπράσινο <χλόος] + αργός [=φωτεινός >εναργής] = περιοχή με λαμπρό φρέσκο πράσινο
Ώλενος, Ωλένη<ωλένη [=το κάτω μέρος του βραχίονα] <όλισθος, ο>ω, διότι είναι λεία και ολισθαίνει (εξαρθρώνεται) # κειμένη επί της ωλένης ή κλιτύος όρους.




6. Ονομασίες ποταμών και βουνών

Όνομα/λέξηΕτυμολογίαΕρμηνείαΠαραλλαγή 1Παραλλαγή 2

Αλιάκμων< αλς, αλός, άλιος = θαλάσσιος + άκμων < κάμνων < κάμνω = εργάζομαι, καλλιεργώ κοπιωδώς # καλλιεργεί τη γη κοντά στη θάλασσα
Αλφειός<αλφός = λευκός < α + φλοιός < άφλοιτος < άλφοιτος (φλ>λφ) = ξεφλουδισμένος αποκαλύπτοντας τη λευκωπή εσωτερική επιφάνεια 
Αξιόςάξ-ω, μέλλ. του άγω + ίω υποτακτ. του ίημι = έρχομαι, πηγαίνω = ερχόμενος οδηγεί το περιβάλλον 
Άραχθος< συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο + άχθος = βάρος, φορτίο = βαρυφορτωμένος 
Ασωπός< α (στερητικό) + σιωπώ = ασώπαστος # δεν σταματάει να κελαρύζει
Αχελώος< α (επιτατ.) + γέ-α (γ>χ) + λούω (ου>ω
Δούναβηςδούναι + βίοςκαι Δανούβιος
Έβρος< Εύρος < εύω = καίω + ροή ευ +  ρόος  (οο>ω)
Ευρώταςευ +  ρόος  (οο>ω)
Ηριδανόςη (εξ α ευφων.) + ρέ-ω (ε>ι) + δηναίος (= αρχαίος)
Θύαμις< θύω=θυσιάζω + μις=φονέας # διότι εκεί γίνονταν θυσίες για λατρευτικούς, θρησκευτικούς λόγους<θύω=σπεύδω εμπρός (εξου θύελλα) + μις=φονέας
Ιλισσός< ιλύς + αίσσωιλιώδηςκινείται ορμητικά γεμάτος λάσπη
Ιορδάνηςίω + άρδω = πηγαίνω και αρδεύω
Κηφισόςχάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)- χάφτω, καταπίνωκαφήν, κηφήν + αίσσω
Λάδωνας < λαδώνω < ελαία < ελεαίρω ( = οικτείρω) > ελαίρω > ελαίω
Λούροςπεύκη  πυκνός, πύκα ( = πυκνώς), διότι τα δάση της είναι πυκνά, δηλαδή πύκα > πεύκη (όπως τα λυγρός - λευγαλέος, πυνθάνομαι - πεύσις, κ.ά.)
Μαίανδροςμαία + τορνόω ( = κυκλοτερώς διαγράφω, ότι άγεται κυκλοτερώς επί της γης) > μαιαντορνος > μαίαντρος > μαίανδρος (τ>δ)
Νείλοςνάω (γεμίζω, ξεχειλίζω) + είλω = τυλίγομαι, περιφέρομαι
Νέστοςνάω, νέω < από το νά-σσω = γεμίζω εντελώς, πληρώ (και μετά ξεχειλίζω), νέ-ναγ-μαι, πρκμ. του νάσσω (ναγ-, με αποβολή του  γ, όπως φαγί - φαΐ) - ξεχειλίζω, ρέω
ΠηνειόςΠηρείη > Πηλείη (λ>ν)Πιερείη  πίειρα = παχιά, ει>ι - χώρα στη Θεσσαλία (εύφορη χώρα) < πίαρ  ό-πι-ον, ο-πί-ας, ο-πί-ζω - πάχος
Ροδανόςαπό τη Ρόδο, κτίσμα των Ροδίων επί του ποταμού
Σπερχειός< σπέρχω = ορμώ + χείω = χύνω = χύνεται ορμητικά
χείμαρρος<χείμα, χειμών + ρέω = ορμητικός
όροςαείρω, ρίζα ερ-, ε>ο > όρνυμι = σηκώνω
βουνόβά-ω + άνω > βαανός > βουνός, αα>ου
Αθαμανικά< Αθάμας βασιλιάς του Ορχομενού, πατέρας του Φρίξου από τη Νεφέλη <α (επιτατικό) + θαμά, θαμάκις = συχνά πυκνά
Άθωςα (επιτατ.) + θοός ( = οξύς)]- το όρος στο ανατολικό πόδι της Χαλκιδικής, έχει οξεία κορυφήθέω  ί-θι, προστ. του είμι (ι>ε) - τρέχω
Αιγάλεωαίγα + λεώςλαός με κατσίκες
Άλπειςάλβος, εκ του αλφός (φ,β>π)αλφός = υπόλευκος
Αροάνια< αρόω=οργώνω + άνω
Βόραςβορράς < βοή + ρέω
Βριλησσόςβρι + λη +σσόςβρι = ισχυρός (βριάω, βρίθω, βριαρός, Βριάρεω)λη = λάας = λίθος   -σσός (αίσσω = κινούμαι ορμητικά)
ΓεράνειαΙερά Αίάνααιανής = αιώνιος < αηνής < αεί < α+ είω υποτακτ. Του ειμί
Γκιώνα< αγιώνυμος
Γράμμος<γράφω < χραύω, χράω <ονοματοποιία, εκ του ήχου του ξυσίματος χράφ, γράτς, χρατς, χραβ = επιξύω
Δίκτη< δε + είκω = παραδίδω < δείκνυμι = κάνω φανερό < δεικνύω < δείκτης
Ίδη< Ίδας Αφαρέως ήρωας της Αιτωλίας < οίδα = γνωρίζω
Καύκασοςκά-ω (Αττ.), αόρ. έ-κα-ον, μέλλ. καύ-σω (καF- >καυ-, εκ του φυσήματος, φου-φου, Κάβ-ροι)
Κυλλήνη< κύω = εξογκώνω > κυρ-τός > κυρ-λός > κυλλός (ρλ>λλ) = με καμπύλα (στραβά) πόδια 
Λυκαβηττόςλύκη + βαίνωλύκη  βλ. λάμπω, δηλαδή λα + άπ-τω > λαπ- > λυπ- (α>υ) > λυκ- (π>κ, βλ. λύκος, οπή) - λέξη ριζική που σημαίνει φως
Οίτηόϊς  ο (αθροιστικό) + είμι (ρίζα ι-), διότι πορεύονται όλα μαζί - το πρόβατο # περιοχή με πρόβατα
Όλυμποςευ (από α, επιτατ.) + λάμπω (α>υ, από τα χιόνια)λάμπω  λα (επιτατ.) + άπτω ( = ανάπτω), το μ προτίθεται των π, β, φ 
Όσσαοξύς > όκ-σα > όσσα (κσ>σσ), έχει οξεία κορυφή
Παρνασόςπαρά + νήσοςκοντά στην Πελοπόννησο
Πάρνηςπαρά + νήσοςπρηνής>πρανής>παρνής (προ+άνω)
Πίνδος< πιδάω = αναβλύζω > πίδαξ< Πίνδος = γιος του Μακεδόναε-πί + δα ( = γη) + άγω = φέρνω στην επιφάνεια της γης, αναβλύζω = πηγή
Ταΰγετοςταΰς < τανύω = τεντώνω, απλώνω + άγω > αγέτης > ηγέτης
Τύμφη (< τύμβος < τάφος > τάβος (φ>β) > τύβος (α>υ) > τύμβος, (β>φ) 
Τυμφρηστός(< τύμβος < τάφος > τάβος (φ>β) > τύβος (α>υ) > τύμβος, (β>φ) + χρηστός = ωφέλιμος
Υμηττόςα (επιτατ., α>υ) + μήκος > Υμηκ-τός > Υμηττός (κτ>ττ), είναι μακρόστενο όρος

Αλιάκμων< αλς, αλός, άλιος = θαλάσσιος + άκμων < κάμνων < κάμνω = εργάζομαι, καλλιεργώ κοπιωδώς # καλλιεργεί τη γη κοντά στη θάλασσα
Αλφειός<αλφός = λευκός < α + φλοιός < άφλοιτος < άλφοιτος (φλ>λφ) = ξεφλουδισμένος αποκαλύπτοντας τη λευκωπή εσωτερική επιφάνεια 
Αξιόςάξ-ω, μέλλ. του άγω + ίω υποτακτ. του ίημι = έρχομαι, πηγαίνω = ερχόμενος οδηγεί το περιβάλλον 
Άραχθος< συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο + άχθος = βάρος, φορτίο = βαρυφορτωμένος 
Ασωπός< α (στερητικό) + σιωπώ = ασώπαστος # δεν σταματάει να κελαρύζει
Αχελώος< α (επιτατ.) + γέ-α (γ>χ) + λούω (ου>ω
Δούναβηςδούναι + βίοςκαι Δανούβιος
Έβρος< Εύρος < εύω = καίω + ροή ευ +  ρόος  (οο>ω)
Ευρώταςευ +  ρόος  (οο>ω)
Ηριδανόςη (εξ α ευφων.) + ρέ-ω (ε>ι) + δηναίος (= αρχαίος)
Θύαμις< θύω=θυσιάζω + μις=φονέας # διότι εκεί γίνονταν θυσίες για λατρευτικούς, θρησκευτικούς λόγους<θύω=σπεύδω εμπρός (εξου θύελλα) + μις=φονέας
Ιλισσός< ιλύς + αίσσωιλιώδηςκινείται ορμητικά γεμάτος λάσπη
Ιορδάνηςίω + άρδω = πηγαίνω και αρδεύω
Κηφισόςχάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)- χάφτω, καταπίνωκαφήν, κηφήν + αίσσω
Λάδωνας < λαδώνω < ελαία < ελεαίρω ( = οικτείρω) > ελαίρω > ελαίω
Λούροςπεύκη  πυκνός, πύκα ( = πυκνώς), διότι τα δάση της είναι πυκνά, δηλαδή πύκα > πεύκη (όπως τα λυγρός - λευγαλέος, πυνθάνομαι - πεύσις, κ.ά.)
Μαίανδροςμαία + τορνόω ( = κυκλοτερώς διαγράφω, ότι άγεται κυκλοτερώς επί της γης) > μαιαντορνος > μαίαντρος > μαίανδρος (τ>δ)
Νείλοςνάω (γεμίζω, ξεχειλίζω) + είλω = τυλίγομαι, περιφέρομαι
Νέστοςνάω, νέω < από το νά-σσω = γεμίζω εντελώς, πληρώ (και μετά ξεχειλίζω), νέ-ναγ-μαι, πρκμ. του νάσσω (ναγ-, με αποβολή του  γ, όπως φαγί - φαΐ) - ξεχειλίζω, ρέω
ΠηνειόςΠηρείη > Πηλείη (λ>ν)Πιερείη  πίειρα = παχιά, ει>ι - χώρα στη Θεσσαλία (εύφορη χώρα) < πίαρ  ό-πι-ον, ο-πί-ας, ο-πί-ζω - πάχος
Ροδανόςαπό τη Ρόδο, κτίσμα των Ροδίων επί του ποταμού
Σπερχειός< σπέρχω = ορμώ + χείω = χύνω = χύνεται ορμητικά
χείμαρρος<χείμα, χειμών + ρέω = ορμητικός
όροςαείρω, ρίζα ερ-, ε>ο > όρνυμι = σηκώνω
βουνόβά-ω + άνω > βαανός > βουνός, αα>ου
Αθαμανικά< Αθάμας βασιλιάς του Ορχομενού, πατέρας του Φρίξου από τη Νεφέλη <α (επιτατικό) + θαμά, θαμάκις = συχνά πυκνά
Άθωςα (επιτατ.) + θοός ( = οξύς)]- το όρος στο ανατολικό πόδι της Χαλκιδικής, έχει οξεία κορυφήθέω  ί-θι, προστ. του είμι (ι>ε) - τρέχω
Αιγάλεωαίγα + λεώςλαός με κατσίκες
Άλπειςάλβος, εκ του αλφός (φ,β>π)αλφός = υπόλευκος
Αροάνια< αρόω=οργώνω + άνω
Βόραςβορράς < βοή + ρέω
Βριλησσόςβρι + λη +σσόςβρι = ισχυρός (βριάω, βρίθω, βριαρός, Βριάρεω)λη = λάας = λίθος   -σσός (αίσσω = κινούμαι ορμητικά)
ΓεράνειαΙερά Αίάνααιανής = αιώνιος < αηνής < αεί < α+ είω υποτακτ. Του ειμί
Γκιώνα< αγιώνυμος
Γράμμος<γράφω < χραύω, χράω <ονοματοποιία, εκ του ήχου του ξυσίματος χράφ, γράτς, χρατς, χραβ = επιξύω
Δίκτη< δε + είκω = παραδίδω < δείκνυμι = κάνω φανερό < δεικνύω < δείκτης
Ίδη< Ίδας Αφαρέως ήρωας της Αιτωλίας < οίδα = γνωρίζω
Καύκασοςκά-ω (Αττ.), αόρ. έ-κα-ον, μέλλ. καύ-σω (καF- >καυ-, εκ του φυσήματος, φου-φου, Κάβ-ροι)
Κυλλήνη< κύω = εξογκώνω > κυρ-τός > κυρ-λός > κυλλός (ρλ>λλ) = με καμπύλα (στραβά) πόδια 
Λυκαβηττόςλύκη + βαίνωλύκη  βλ. λάμπω, δηλαδή λα + άπ-τω > λαπ- > λυπ- (α>υ) > λυκ- (π>κ, βλ. λύκος, οπή) - λέξη ριζική που σημαίνει φως
Οίτηόϊς  ο (αθροιστικό) + είμι (ρίζα ι-), διότι πορεύονται όλα μαζί - το πρόβατο # περιοχή με πρόβατα
Όλυμποςευ (από α, επιτατ.) + λάμπω (α>υ, από τα χιόνια)λάμπω  λα (επιτατ.) + άπτω ( = ανάπτω), το μ προτίθεται των π, β, φ 
Όσσαοξύς > όκ-σα > όσσα (κσ>σσ), έχει οξεία κορυφή
Παρνασόςπαρά + νήσοςκοντά στην Πελοπόννησο
Πάρνηςπαρά + νήσοςπρηνής>πρανής>παρνής (προ+άνω)
Πίνδος< πιδάω = αναβλύζω > πίδαξ< Πίνδος = γιος του Μακεδόναε-πί + δα ( = γη) + άγω = φέρνω στην επιφάνεια της γης, αναβλύζω = πηγή
Ταΰγετοςταΰς < τανύω = τεντώνω, απλώνω + άγω > αγέτης > ηγέτης
Τύμφη (< τύμβος < τάφος > τάβος (φ>β) > τύβος (α>υ) > τύμβος, (β>φ) 
Τυμφρηστός(< τύμβος < τάφος > τάβος (φ>β) > τύβος (α>υ) > τύμβος, (β>φ) + χρηστός = ωφέλιμος
Υμηττόςα (επιτατ., α>υ) + μήκος > Υμηκ-τός > Υμηττός (κτ>ττ), είναι μακρόστενο όρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.