Σημ. Αντίλογου: Το αναρτούμε ως χρήσιμο για παράθεση απόψεων, αν και διαφωνούμε σε πολλά, όπως τα περί "ινδοευρωπαϊμού" και στις κατά πολλές χιλιάδες χρόνια εγγύτερες στο σήμερα απ΄ό,τι η κοινή λογική δείχνει, χρονολογήσεις γλωσσικής εξέλιξης.
Λέξεις και Μύθοι
ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
1. Ιστορικό περίγραμμα Όπως είναι γνωστό οι λαοί της Γης κατατάσσονται σε τρεις φυλετικές διαιρέσεις και ισάριθμες αντίστοιχες γλωσσικές οικογένειες. Η Καυκάσια (ή Λευκή) διαίρεση περιλαμβάνει τρεις ομοφυλίες: Στην Ιαπετική (Ινδοευρωπαϊκή) ομοφυλία υπάγονται οι Τεύτονες (Γότθοι), οι Κέλτες, οι Σλάβοι οι Ινδοϊρανοί (Άριοι), οι Αρμένιοι, οι Ιλλυριοί οι Λατίνοι, οι αρχαίες μικρασιατικές φυλές (Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες) και, κατά την κρατούσα άποψη, οι Έλληνες (Αχαιοί, Δωριείς, Ίωνες και Αιολείς). Στην Χαμιτική (Μεσογειακή) ομοφυλία υπάγονται οι Πρωτοέλληνες (ή Πελασγοί), οι Ετεοκρήτες (πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης), οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Ίβηρες, οι Τυρρηνοί (Ετρούσκοι) και οι Πρωτοευφρατικοί (Σουμέριοι). Στην Σημιτική ομοφυλία υπάγονται οι Ακκάδιοι (Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι), οι Χαναανίτες (Φοίνικες, Φιλισταίοι/Παλαιστίνιοι και Εβραίοι) και οι Άραβες. Σε πολύ αδρές γραμμές και με επίγνωση του βαθμού συμβατικότητας που έχουν τέτοιες ταξινομήσεις, μπορούν να εντοπιστούν οι εξής περίοδοι εξέλιξης της Ελληνικής από την άποψη της σχέσης της με άλλες γλώσσες, (με την προϋπόθεση ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των Ελλήνων):
Όπως δείχνει ο πίνακας, η Πρωτόγλωσσα της Παλαιολιθικής Εποχής (μέχρι το 8000 π.Χ), κοινή για όλους τους ανθρώπους της εποχής, άρχισε να αναπτύσσεται από το 70.000 π.Χ. όταν ισχυρή έκρηξη ηφαιστείου στη λίμνη Τόμπα της Σουμάτρας προκάλεσε μεγάλη μείωση του πληθυσμού σε περίπου 10.000 - 20.000 ανθρώπους και, όπως φαίνεται, έγινε αιτία για τον σχηματισμό μιας ενιαίας αρχέγονης γλώσσας. Είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι περιλάμβανε στοιχειώδεις φθόγγους που σχηματίστηκαν κυρίως με ονοματοποιία (όπως α>άγω, βε>βαίνω, δα>νταντά, ε>εσμί=είμαι, ι>ίω=έρχομαι, λα>λαλώ, μα>μαμά, πα>μπαμπά, πρ> φωτιά, σι>σιγή, χα>χαίρω, χυ>χύνω κλπ). Στα χρόνια 8000 – 4000 π.Χ., μετά τον επιμερισμό των ανθρώπων σε λευκούς, νέγρους και μογγολοειδείς, εικάζεται ότι υπήρχε μία κοινή Πρωτοκαυκασική γλώσσα που μιλιόταν από τους λαούς στην περιοχή περί τον Καύκασο, που θεωρείται κοιτίδα της Λευκής (ή Καυκάσιας) Φυλής. Για την γλώσσα αυτή δεν μπορούν να συναχθούν με βεβαιότητα στοιχεία και επομένως, στα όρια της εύλογης υπόθεσης, μπορούμε να εικάσουμε ότι περιελάμβανε μονοσύλλαβες στοιχειώδεις λέξεις, που αποτελούσαν εξέλιξη των στοιχειωδών φθόγγων της Πρωτόγλωσσας. Στα χρόνια 4000 – 2000 π.Χ. μετά τον επιμερισμό των Καυκάσιων λαών σε Ιαπετικούς (Ινδοευρωπαίους), Σημίτες και Χαμίτες, σχηματίστηκε μια Πρωτοϊαπετική γλώσσα, που μιλιόταν από τους λαούς της διαχωρισμένης πλέον Ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας, που ζούσαν ως ξεχωριστό σύνολο πατριών στα μέρη του Καυκάσου, πριν από την έναρξη της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής μετακίνησης προς νοτιοδυτικές κατευθύνσεις. Η γλώσσα αυτή περιελάμβανε κυρίως δισύλλαβες λέξεις που κάλυπταν τις ανάγκες της ημινομαδικής καθημερινής ζωής της εποχής εκείνης, που είχαν σχέση με το κυνήγι, την καλλιέργεια της γης και τις κτηνοτροφικές ασχολίες. Οι λέξεις αυτές προήλθαν από παραλλαγή, μετεξέλιξη ή σύνθεση των μονοσύλλαβων στοιχειωδών λέξεων της πρωτοκαυκασικής γλώσσας, αλλά είχαν μορφή προδρομική εκείνης που απέκτησαν στα επόμενα χρόνια στη γλώσσα των επιμέρους ινδοευρωπαϊκών λαών. Η μορφή αυτή καταβάλλεται προσπάθεια να ανασχηματιστεί με τις μεθόδους της συγκριτικής γλωσσολογίας, βάσει συγκεκριμένων κανόνων μετασχηματισμού, που προέκυψαν από την μελέτη επιμέρους ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως η ελληνική, η σανσκριτική, η λατινική και η πρωτογερμανική, από τους οποίους κυριότερος είναι ο κανόνας των ηχητικών μεταλλάξεων των λεκτικών φθόγγων Από το 2.000 π.Χ. στα ελληνικά εδάφη, όπου κατοικούσαν οι χαμιτικοί Πρωτοέλληνες (ή Πελασγοί) και Ετεοκρήτες, άρχισαν να εισέρχονται ινδοευρωπαϊκοί πληθυσμοί: Αχαιοί στην Πελοπόννησο, Κρήτη και Ρόδο, Αιολείς στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβο και στα απέναντι μέρη της Μ. Ασίας, Ίωνες στην Αττική, Μεγαρίδα, Κορινθία, Εύβοια και Κυκλάδες, Δωριείς στη Δυτική Μακεδονία, ανατολική Ήπειρο, Ευρυτανία, Αιτωλοακαρνανία και Φωκίδα. Η εγκατάσταση αυτή έγινε στα πλαίσια της γενικότερης μετακίνησης ομόφυλων λαών, οι οποίοι, την ίδια περίπου εποχή, εγκαταστάθηκαν ως εξής: Οι Ινδοί στη σημερινή Ινδία (πρόγονοι των σημερινών Ινδών), οι Ιρανοί στην τότε Αριανή (Κούρδοι και Πέρσες), οι Χετταίοι (ή Χιττίτες) στη Βόρεια Μικρά Ασία (πιθανόν σχετιζόμενοι με προγόνους των σημερινών Αρμενίων), οι Φρύγες, Λύδιοι, Μυσοί, Κίλικες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και εσωτερικότερα (μεταξύ αυτών και οι πρόγονοι των Τρώων), οι Λατίνοι στην Ιταλία (πρόγονοι των Αρχαίων Ρωμαίων), οι Γερμανικοί λαοί (πρόγονοι των Κελτών, Τευτόνων/Γότθων, Σλάβων και Βαλτοσλάβων) στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, οι Ιλλυριοί στη σημερινή Αλβανία. Στα χρόνια 2000-1100 π.Χ. οι ελληνικοί πληθυσμοί με προεξάρχοντες αρχικά τους χαμιτικούς Ετεοκρήτες και μετά το 1500 π.Χ. τους ιαπετικούς Αχαιούς, ανάπτυξαν ιδιαίτερο πολιτισμό (Μινωϊκό και Μυκηναϊκό), εφάμιλλο του προϋπάρχοντος Αιγυπτιακού (από το 4000 π.Χ.) και του Ασσυροβαβυλωνιακού (διάδοχου του Σουμερικού που προϋπήρχε από το 5000 π.Χ.), στα πλαίσια του οποίου η Ελληνική πλέον γλώσσα, άρχισε να διαφοροποιείται από την Πρωτοϊαπετική, με σχηματισμό πολυσύνθετων λέξεων, όπως οικοδόμος, ιατρός, υφαντής, διδάσκαλος, για την απεικόνιση της τότε καθημερινής ζωής (θρησκεία, μονογαμική οικογένεια, γεωργία, κτηνοτροφία, κυνήγι, πολεμικές επιχειρήσεις). Πολλές λέξεις, που χρησιμοποιούνται και σήμερα, έχουν προέλευση πελασγική από την εποχή πριν από το 2.000 (όπως κυπαρίσσι, μέλισσα, ρόδο, σιτάρι, κολοκύθι, σουσάμι, ρεβίθι, ελιά και έλαιον, σύκο, δάφνη --- θάλασσα, νησί, ζέφυρος, σπόγγος --- χαλκός, κασσίτερος, σίδηρος --- λαβύρινθος, θάλαμος, βασιλεύς, λαός, θίασος, παιάνας, θρίαμβος, σφήκα, σάκος, λέβης, σφενδόνη, ξίφος, κυβερνώ, κιθάρα). Πελασγικά είναι επίσης αρκετά τοπωνύμια όπως Ιλισός, Βριλισσός, Κηφισός, Κνωσός, Παρνασσός, Αρδηττός, Υμηττός, Λυκαβηττός, Μύκονος, Μυκήνες, Λάρισα, Άμφισσα, Ήπειρος, Θεσσαλία, Αττική, Κύθηρα, Μήθυμνα, Ραφήνα, Ζάκυνθος, Κόρινθος, Αμάρυνθος, Πίνδος, Πάρνηθα, Πάρνωνας). Οι λέξεις αυτές ενταγμένες στους γραμματικούς κανόνες της κοινής ελληνικής γλώσσας που προέκυψε μετά το 2000 έχουν πλέον ελληνικό ήθος και βάρος και δεν διαχωρίζονται από τις ινδοευρωπαϊκές λέξεις που έφεραν μαζί τους οι επήλυδες Ινδοευρωπαίοι, όπως τα ουσιαστικά πατέρας, μητέρα, υιός, θυγατέρα, κόρη, άντρας, γυναίκα, αγελάδα, βόδι, μύγα, δέντρο, έλατο, ουρανός, μέρα, νύχτα, φως, χειμώνας, όνομα, --- τα επίθετα καλός, μεγάλος, πολύς, μακρύς, ξερός, γλυκός, νέος --- τα αριθμητικά ένα, δύο, δέκα, εκατό κλπ --- οι αντωνυμίες εγώ, εκείνος κλπ --- τα ρήματα είμαι, μένω λείπω, δένω κάθομαι κλπ --- και τα επιρρήματα / σύνδεσμοι / προθέσεις σήμερα, εμπρός, και, από, κλπ. Στα χρόνια 1100-500 π.Χ. οι ελληνικοί πληθυσμοί, μετά την εξόντωση, σύμφωνα με βάσιμες εικασίες και με τον Τρωικό Πόλεμο, των ηγεμονευόντων της Μ.Ασίας Χετταίων, με προεξάρχοντες πλέον τους ιαπετικούς Δωριείς και Ίωνες, πραγματοποίησαν δύο μεγάλα κύματα μεταναστεύσεων, στη Μικρά Ασία (1100-800 π.Χ.) και στη Δυτική Ευρώπη μέχρι την Ισπανία (800-600 π.Χ.), μέσω των οποίων ήρθαν σε στενή επαφή με τους τοπικούς λαούς (Ιταλούς, Κέλτες-Γαλάτες, Βρετανούς, Ίβηρες, Φρύγες, Λυδούς, Κάρες), με τους οποίους ανάπτυξαν εμπορικές σχέσεις, υποσκελίζοντας σταδιακά τους επίσης αναπτυγμένους στις ίδιες περιοχές Φοίνικες, οι οποίοι από το 800 π.Χ. άρχισαν να παρακμάζουν και τελικά υποτάχθηκαν στους Πέρσες. Στα χρόνια αυτά η ελληνική γλώσσα πραγματοποίησε δημιουργικά άλματα εγκαινιάζοντας τη λογοτεχνική παραγωγή στην Ευρώπη με τα μεγάλα ποιητικά έργα του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών (Αρχίλοχος, Τέρπανδρος, Τυρταίος, Αλκμάν, Μίμνερμος, Αλκαίος, Σαπφώ, Στησίχορος, Σιμωνίδης, Ανακρέων), αλλά και με τους πρώτους στοχαστές της κοσμολογικής σχολής (Θαλής, Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Πυθαγόρας, Ξενοφάνης, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας). Στα χρόνια 500 π.Χ. – 180 μ.Χ. ο ελληνικός κόσμος, μετά την εξουδετέρωση και στη συνέχεια υποταγή των Περσών, που κυριαρχούσαν από το 550 π.Χ., βρέθηκε σε δεσπόζουσα πολιτική, οικονομική και πολιτιστική θέση στον διεθνή χώρο, την οποία διατήρησε ουσιαστικά αμείωτη επί σχεδόν 2000 χρόνια (μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης), παρά την φαινομενική απώλεια της πολιτικής ισχύος στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που δεν μείωσε την αίγλη του ελληνικού πολιτισμού, καθώς η ρωμαϊκή κρατική οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί συνέχειά του στο διοικητικό επίπεδο. Η ελληνική γλώσσα στα χρόνια αυτά πλουτίστηκε σε εκθαμβωτικό βαθμό με τα διανοήματα στοχαστών (Σωκράτης, Ζήνων Ελεάτης, Πρωταγόρας, Δημόκριτος, Πλάτων, Αρίστιππος, Αντισθένης, Επίκουρος, Διογένης, Κλεάνθης, Ζήνων Κιτιεύς, Αριστοτέλης, Θεόφραστος, Πύρρων, Μένιππος, Αρκεσίλαος, Χρύσιππος, Καρνεάδης, Παναίτιος, Ποσειδώνιος, Αινεσίδημος, Επίκτητος, Λουκιανός), τον λεκτικό διάκοσμο ποιητών και δραματουργών (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Μένανδρος, Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Καλλίμαχος, Θεόκριτος, Ηρώνδας, Μένιππος, Απολλώνιος, Λουκίλλιος, Μελέαγρος, Ρουφίνος), την εμβριθή παρατήρηση ιστορικών και γεωγράφων (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πολύβιος, Πλούταρχος, Παυσανίας, Στράβων), την υφολογική ακρίβεια και ευστροφία ρητόρων (Λυσίας, Ισοκράτης, Ισαίος, Αισχίνης, Δημοσθένης, Υπερείδης), την αναλυτική ικανότητα μαθηματικών, ιατρών και επιστημόνων (Ιπποκράτης, Εύδοξος, Ευκλείδης, Ερατοσθένης, Αρχιμήδης, Αρίσταρχος, Ίππαρχος, Ήρων, Σωσιγένης, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Γαληνός). Στα χρόνια 180 – 1453 μ.Χ. ο ελληνικός κόσμος συνέχισε την ιστορική πορεία του με αδιάλειπτο πνευματικό σφρίγος, που αισθητοποιήθηκε ιδιαίτερα στον τομέα της χριστιανικής θεολογίας, με ιδιαίτερα λεπτά ιδεολογήματα και απαστράπτουσα καλλιέπεια σε ποιητικά και υμνογραφικά έργα (Παλλαδάς, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Νόννος Πανοπολίτης, Μουσαίος Γραμματικός, Ρωμανός Μελωδός, Παύλος Σιλεντάριος, πατριάρχης Σέργιος, Σωφρόνιος, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κασσιανή), πεζογραφήματα (Ηλιόδωρος, Φιλόστρατος, Λόγγος, Αχιλλεύς Τάτιος,), ιστοριογραφικά και λογογραφικά έργα (Προκόπιος, Μαλάλας, πατριάρχης Φώτιος, Κεδρηνός, Άννα Κομνηνή, Σουίδας, Μάξιμος Πλανούδης, Γρηγόριος Παλαμάς, Φραντζής, Χαλκοκονδύλης) και φιλοσοφικά έργα (Κλήμης, Ωριγένης, Πλωτίνος, Αθανάσιος, Ιάμβλιχος, Βασίλειος, Ευσέβιος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Πρόκλος, Βοήθιος, Μιχαήλ Ψελλός, Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων). Καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε την αίγλη της πλουσιότερης και ελκυστικότερης «πρωτεύουσας του κόσμου», η επίδραση της ελληνικής γλώσσας στον δυτικό κόσμο την εποχή αυτή, με τις ποικίλες εμπορικές, πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές, είχε δυναμική ισχυρότερη από όση ομολογείται από δυτικούς ιστοριογράφους. Όχι μόνο τα ονόματα ηγεμόνων και λογίων, εφευρίσκονταν ή διαμορφώνονταν «επί το ελληνικότερον» για να είναι περισσότερο επιβλητικά, αλλά και η ελληνική γλώσσα ήταν απαραίτητο εφόδιο στα εύπορα σπίτια και τις βασιλικές αυλές της Δύσης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο Καρλομάγνος (771-814 μ.Χ.), πρώτος αυτοκράτορας του ενιαίου βασιλείου των Φράγκων, αν και δεν ήξερε καθόλου να γράφει, μιλούσε ελληνικά εξίσου καλά με τη φράγκικη μητρική του γλώσσα. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μ.Χ. ο ελληνικός πολιτισμός, στερούμενος ζωτικού χώρου αυτόνομης άσκησης και εκδήλωσης, οδηγήθηκε σε απότομη παρακμή, χάνοντας την ικανότητα να παράγει νέες επιστημονικές και φιλοσοφικές έννοιες, καλλιτεχνήματα και ιδεολογήματα. Η ελληνική γλώσσα όμως, χάρη στο θαυμαστό παρελθόν της, διατήρησε τη λάμψη της και την επιρροή της στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον μέχρι το 1900 μ.Χ. Στο διάστημα αυτό, και ιδιαίτερα κατά την νεοκλασική και ακαδημαϊκή περίοδο (τον 17ο και 18ο αιώνα), οι δυτικοευρωπαίοι λόγιοι και επιστήμονες, όχι μόνο μιλούσαν και σκέπτονταν ελληνικά εξίσου καλά με ην μητρική γλώσσα τους, αλλά και θεωρούσαν ότι στην ελληνική γλώσσα ήταν δυνατό να διατυπώνονται πληρέστερα και ακριβέστερα οι επιστημονικές παρατηρήσεις και τα φιλοσοφικά συμπεράσματά τους. Αυτό εξηγεί γιατί την εποχή αυτή δόθηκαν ελληνικά ονόματα (με νεολογισμούς που έπλασαν οι ίδιοι με ελληνικές ρίζες) στις περισσότερες νέες ιδέες, διεργασίες και εφευρέσεις της εποχής (όπως ενέργεια, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, άτομο, ιόν, ηλεκτρόνιο, ραδιενέργεια, παλαιοντολογία, φωτογραφία, τηλέγραφος, τηλέφωνο, κινηματογράφος, βαγόνι κλπ). Στα χρόνια μετά το 1900 μ.Χ. η ελληνική γλώσσα έχει ολοένα και μικρότερη απήχηση στον διεθνή λόγιο και επιστημονικό κόσμο, και μάλιστα στην εποχή του Διαδικτύου ήδη εξελίσσεται, με ολοένα και εντονότερο ρυθμό, η αντίστροφη κίνηση της μεταλαμπάδευσης αυτούσιων δυτικοευρωπαϊκών λέξεων στα ελληνικά, όπως οι νεότερες αγγλογενείς τρανζίστορ, λέιζερ, νάιλον, κομπιούτερ, σοκάρω, σοκαριστικό, τεστάρω κλπ. Δεν είναι άσκοπο να θυμηθεί πάντως κανείς ότι, ακόμη και σ’ αυτές τις αντίξοες συνθήκες, λέξεις της σύγχρονης τεχνολογίας όπως airplane, airport (<αεροπορθμείο), petrol (<πετρέλαιο), stereophonic, αλλά και της ηλεκτρονικής και πληροφορικής επιστήμης, όπως Analysis, Code, Diode, Phrase, Programme, Symbol, System, Character, Graphic, Hierarchy, Index, Burn (<πύρινο), Disc, Domain, Mouse, Serial κλπ είναι ελληνικής προέλευσης. 2. Χαρακτηριστικά της Ελληνικής γλώσσας Κατά τα προαναφερθέντα, που βασίζονται σε ανθρωπολογικές, ιστορικές, γλωσσολογικές και καλλιτεχνικές παρατηρήσεις οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου μετά το 1700 π.Χ. προήλθαν από την επιμιξία πληθυσμών της Χαμιτικής και της Ινδοευρωπαϊκής (ή Ιαπετικής) ομοφυλίας της Καυκάσιας (ή Λευκής) φυλετικής διαίρεσης. Παρουσιάζουν επομένως συγγένεια με άλλους λαούς των δύο αυτών ομοφυλιών, με τους οποίους για αρκετό χρονικό διάστημα συνυπήρξαν, στο στάδιο της νομαδικής, τροφοσυλλεκτικής και πρώιμης γεωργοκτηνοτροφικής ζωής, μέχρι το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με άλλη άποψη, που δεν είναι καθολικά αποδεκτή, οι Έλληνες ανήκουν στον συγγενέστερο με τους Ινδοευρωπαίους κλάδο της Χαμιτικής (Μεσογειακής) ομοφυλίας και η σχέση τους με τους Ινδοευρωπαίους ήταν συμπτωματική. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορεί η διαπίστωση ότι σημαντικός αριθμός ελληνικών λέξεων δεν ετυμολογούνται ως ινδοευρωπαϊκές, καθώς και ανθρωπολογικές έρευνες και μελέτες των γενετικών δεικτών του DNA, που δείχνουν αδιάλειπτη βιολογική συνέχεια των Ελλήνων από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Οποιαδήποτε εκδοχή φυλετικής καταγωγής και αν ισχύει, η ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιώντας λεκτικές ρίζες προερχόμενες από την χαμιτική ή ιαπετική πρωτόγλωσσα, είναι δομημένη, με ιεραρχία ανάπτυξης, που από απλούς φθόγγους οδηγεί στη δημιουργία σύνθετων λέξεων, με τρόπο που φαίνεται να παρουσιάζει αυτάρκεια (π.χ. από το φθόγγο "α" που δηλώνει "επίθεση" προκύπτουν οι λέξεις άγω, άγημα, καθηγητής, Αγησίλαος, αγώνας, αγωνία κλπ). Μπορούν να εντοπιστούν 22 τέτοιοι βασικοί φθόγγοι, από τους οποίους με γλωσσοπλαστικούς μηχανισμούς παραλλαγής και σύνθεσης παράγονται όλες οι ελληνικές λέξεις. Δεν υπάρχουν (σε ουσιώδη βαθμό) στην αρχαία ελληνική γλώσσα εμφανώς εξωγενείς λέξεις, οι οποίες έχουν ληφθεί αυτούσιες από άλλη γλώσσα για αυθαίρετη ονομασία κάποιου αντικειμένου (χωρίς αιτιώδη σχέση με το σημαινόμενο). Άλλα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας, που την κατατάσσουν στις εξελιγμένες από άποψη γλωσσολογικής διάπλασης, είναι ότι: -Περιλαμβάνει τους λεγόμενους "λιγυρούς" (=εύηχους, «ευγενείς») φθόγγους "γ, δ, θ, χ" που άλλοι λαοί δεν μπορούν να προφέρουν -Χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό πολυσύλλαβες λέξεις σε αντίθεση με τις βόρειες γλώσσες (π.χ. αγγλική) όπου, ίσως για οικονομία θερμικής ενέργειας, υπερτερούν οι μονοσύλλαβες (π.χ. sun, tree, street, hand, foot, chin, cheek,eat, drink,sleep κλπ) -Έχει απεριόριστη δυνατότητα για δημιουργία νέων πολυσύνθετων λέξεων (π.χ. υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος) - Παρουσιάζει όλα τα γνωστά φαινόμενα γλωσσολογικής ανέλιξης, όπως ονοματοποιία (μίμηση εξωτερικών ήχων), αφομοίωση (ένας φθόγγος γίνεται όμοιος με άλλον), εναλλαγή (χρησιμοποίηση άλλου φθόγγου αντί άλλου), συγχώνευση (ενοποίηση πολλών φθόγγων), ανομοίωση (αποβολή του ενός από δύο όμοιους φθόγγους της ίδιας λέξης), ανταλλαγή (αμοιβαία αλλαγή φθόγγων), υπερπήδηση (μετακίνηση από μία θέση σε άλλη με υπερκέραση άλλου φθόγγου), μετάθεση (αλλαγή θέσης), απλολογία (κατάργηση συλλαβής που εμφανίζεται δύο φορές). 3. Κανόνες σχηματισμού νεοελληνικών λέξεων Αν αληθεύουν οι προαναφερόμενες θεωρήσεις, η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει κάποιες ρίζες προερχόμενες από την γλώσσα των Πρωτοελλήνων (Πελασγών και Ετεοκρητών), κάποιες ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική (Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή) γλώσσα, και λέξεις που μετεξελίχτηκαν ή διαπλάστηκαν, με τους προαναφερόμενους κανόνες, στους 22 αιώνες που ακολούθησαν την (υποτιθέμενη) εγκατάσταση Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, κατά την Κρητοαχαϊκή, Δωροϊωνική και Κλασική περίοδο. Η νέα ελληνική γλώσσα σχηματίστηκε, ως εξέλιξη της ελληνιστικής «κοινής», που μιλιόταν στα χρόνια 100 π.Χ. έως 100 μ.Χ. κατά την μεσαιωνική και ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο (μετά το 1000 μ.Χ.). Σημαντική επίδραση στη διαμόρφωσή της είχε η προφορική τριβή, κατά την χρήση της στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, σε τόπους αρκετά απομακρυσμένους μεταξύ τους, όπου οι τοπικοί πληθυσμοί (ορεσίβιοι, πεδινοί ή θαλασσινοί) απέκτησαν, με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα γνωρίσματα εκφοράς του λόγου. Από τους συνηθέστερους μηχανισμούς μετεξέλιξης των παλαιότερων στις νεότερες ελληνικές λέξεις θα μπορούσαν να επισημανθούν οι εξής: - Αν ληφθεί υπόψη ότι η μετάδοση αυτούσιων λέξεων μεταξύ αλλoγενών πληθυσμών κατά κανόνα συμβαίνει από τους περισσότερο στους λιγότερο προηγμένους λαούς και σε πολύ μικρότερο βαθμό κατά την αντίθετη κατεύθυνση, επειδή ο ελληνικός κόσμος είχε, όπως προαναφέρθηκε, το προβάδισμα (από πολιτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη) επί μακρά σειρά αιώνων (τουλάχιστον από το 500 π.Χ. μέχρι το 1453 μ.Χ.), η εισδοχή αλλογενών λέξεων στην ελληνική γλώσσα ήταν στο διάστημα αυτό ανεπαίσθητη. - Η χρήση στα νεότερα χρόνια των θαμιστικών τύπων των ρημάτων (με καταλήξεις σε ίζω, -άζω, -άσκω, -ώνω, -εύω, -αίνω) έναντι των αρχικών καταλήξεων σε –ώ, ήταν από τους βασικούς κανόνες μετασχηματισμού των ρημάτων στην νεοελληνική. Παραδείγματα: νομώ-νομίζω, ετοιμώ-ετοιμάζω, δάω-δάσκω-διδάσκω, τελειώ-τελειώνω, στερώ-στερεύω, βαθώ-βαθαίνω. - Η προτίμηση στους υποκοριστικούς τύπους των ουσιαστικών, με καταλήξεις σε –ίον (-ί), -ίδιον (-ίδι), -ις (-ίδα), -ώπον, -άκιος (-άκης και -άκος), -άκιον (-άκι), άριος (-άρης), -άριο (-άρι), -ίδης (-ίζης, -ίτσης), -ώδης (-ούδης), -ώλης (-ούλης, -ούλιας), -πωλος (-πουλος), -ίσκος (-ίτσος -ίτσα) ήταν ένας εξίσου σημαντικός νόμος μετάπλασης των παλιότερων ουσιαστικών. Παραδείγματα: χειρ-χέρα-χέριον-χέρι, χοίρος-χοιρίδιον, κάρφος-καρφίς-καρφίδα, δάσκαλος-δασκαλάκιος-δασκαλάκης-δασκαλάκος- δρόμος-δρομάκιον-δρομάκι-δρομάκος, λέων-λέοντα-λεοντάριον-λεοντάρι, οίκος-οικίσκος, λύκος-λυκούδης, κότα-κοτόπουλο, πέτρα-πετρίτσα, σκύλος-σκυλίτσης, χιτών-χιτωνίσκος. -Οι φθόγγοι "τσ" και "τζ" προέρχονται: # από την παραφθορά του "ξ" σε "τσ" (ιδιαίτερα στην πρόθεση "εξ") π.χ. εξατίζω>τσατίζω # από την παραφθορά του "δ" σε "ζ" και "τσ" π.χ. καρφίς >καρφίδα >καρφίζα >καρφίτσα # από σύνθεση λέξεων που περιέχουν "τ" και "σ" π.χ. ούτως+ει >ουτωσί >έτσι # από την παχιά προφορά του "κ" (όπως στη διάλεκτο της Κρήτης) π.χ. σκέπη >στσέπη >τσέπη # από την παχιά προφορά του "τ" (όπως στα αγγλικά το "motor" ακούγεται σαν "μότσορ" ) π.χ. κατοικίδιο >κατσοικίδιο >κατσίκι - Ο φθόγγος "μπ" προέρχεται: # από τη συμπροφορά του "π" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. τον παπά> το μπαμπά # από την παραφθορά του "β" σε "π" και "μπ" π.χ. βορράς> μπόρα - Ο φθόγγος "ντ" προέρχεται: # από τη συμπροφορά του "τ" με το "ν" στην αιτιατική π.χ. την τολύπη> τη ντουλάπα # από την παραφθορά του "δ" σε "ντ" π.χ. δαής> νταής -Καταλήξεις όπως -άκι, -ίκι, -έτι, -άνι, -άρι είναι τα ελληνικά υποκοριστικά -άκιον,-ίκιον, -άριον και παρόμοια -Καταλήξεις ιδιότητας όπως -ας, -τζης, ιτζής είναι οι ελληνικές καταλήξεις -εύς>-έας>άς και -ιδεύς>ιζεύς>ιζής>ιτζής -Η κατάληξη των ονομάτων "-ογλου" προέκυψε από τη μετεξελιγμένη προφορά του "-όπουλου" > όπλου > όγλου (π.χ. Μητρόπουλου>Μητρόπλου>Μητρόγλου) -Τα συνηθέστερα πάθη φθόγγων που δημιουργούν μετεξελίξεις προφοράς είναι: # πάθη συμφώνων ξ>τσ>τζ, δ>ζ.τζ, δ>ντ, θ>ζ>τζ, χ>κ, χ>γ, β>μπ, π>μπ, γ>γκ, γ>τζ, στ>τσ>τζ, φ>π>μπ, ψ>τσ # πάθη φωνηέντων ω>ου, ω>αυ, υ>ου, α>ε (στην αιολική διάλεκτο το «υ» προφερόταν σαν «ου» -- αυτός=αούτος και αβούτος). 4. Ελληνικές ρίζες στις ευρωπαϊκές γλώσσες Οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν κάποιες ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική (Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του κελτικού πολιτισμού (Hallstatt 500 π.Χ., La Tene 300 π.Χ.), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που εισχώρησαν μέσω της λατινικής από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα (55 π.Χ.), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που έγιναν γνωστές μέσω της λατινικής, στην οποία μεταδόθηκαν στα χρόνια ης μεγάλης επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους (ουσιαστικά την περίοδο 776 π.Χ. – 476 μ.Χ), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που εισχώρησαν απευθείας από την ελληνική στα χρόνια μετά το 476 μ.Χ., ρίζες ή λέξεις γερμανικές/τευτονικές, γοτθικές και νορμανδικές προερχόμενες από αντίστοιχες εγκαταστάσεις πληθυσμών στα ευρωπαϊκά εδάφη, λέξεις με ελληνικές ρίζες που έπλασαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι μετά τον 17ο αιώνα. Είναι εμφανές και στον πιο απλοϊκό μελετητή των ευρωπαϊκών γλωσσών, ότι τελικά με το σύνολο των πολιτικοκοινωνικών επιδράσεων και πολιτιστικών διεργασιών που προαναφέρθηκαν, οι γλώσσες αυτές περιέχουν σημαντικό αριθμό ριζών ή λέξεων, που με κάποιο τρόπο (σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο) σχετίζονται με αντίστοιχες ελληνικές. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα γνωστά ετυμολογικά λεξικά σταματούν την ετυμολογία της λέξης στην λατινική ρίζα παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η πλειονότητα των ίδιων των λατινικών λέξεων σχετίζονται με ελληνικές ρίζες. Επιπλέον οι ετυμολογήσεις τέτοιου είδους λεξικών, αναζητώντας το αρχαιότερο γνωστό κείμενο στο οποίο απαντώνται οι λέξεις, χαρακτηρίζουν απατηλά αρκετές από αυτές λατινικές, βενετικές, ιταλικές ή τούρκικες, ενώ, αν γινόταν διεξοδική αναζήτηση της βαθύτερης ετυμολογίας, θα μπορούσε να καταδειχτεί η ελληνικότητα της προέλευσής της. Παράδειγμα: Η λέξη «καπετάνιος» στα περισσότερα λεξικά ετυμολογείται από το λατινικό «capita» (=κεφάλι), παραγνωρίζοντας ότι η λέξη capita προέρχεται από τα ελληνικά συστατικά «κατ’ επάνω» (κατεπάνος >καπετάνος) από τα οποία προέρχεται και η αρχαιότατη ελληνική λέξη «κεφαλή» (κατεπανή >κατπανή >κατφαλή >καφαλή). Παρόμοια ελληνικές λαϊκές λέξεις (όπως χουνέρι (χέω+νερό), νταβαντούρι (<ένθα+βαν+τηρώ), ασκέρι (<ασκέρα <σακέρα <σάκος<σάω+ακή), χούι (<όιον) κλπ) που πλάστηκαν πιθανώς στα καταγώγια της Κωνσταντινούπολης με νόημα σκωπτικό ή περιπαικτικό, δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαιολάτρες Βυζαντινούς λογίους, που είχαν πρότυπο την καλλιέπεια του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα, αλλά, αφού οι λέξεις αυτές πέρασαν και στα τούρκικα, πιθανώς από Τούρκους συγγαρφείς που δεν δεσμεύονται από το βάρος μακραίωνης καλαίσθητης λογοτεχνικής κληρονομιάς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι οι λέξεις είναι πράγματι τούρκικες. 5. Ετυμολογίες ελληνικών, αγγλικών και τούρκικων λέξεων Με επίγνωση της πολυπλοκότητας των ζητημάτων που εκτέθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, στο λεκτικό ευρετήριο των τριών παρατιθέμενων πινάκων, με ύστατη προσδοκία την βαθύτερη κατανόηση των νοημάτων, των ορίων, αλλά και των λειτουργιών της ελληνικής γλώσσας, επιχειρείται η ανεύρεση της τελικής ετυμολογίας: (α) Ονομάτων, τοπωνυμίων και άλλων λέξεων της ελληνικής γλώσσας, πολλές από τις οποίες θεωρούνται τόσο αυτονόητα γνωστές και συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή, που η ετυμολογία τους συνήθως διαλανθάνει. (β) Λέξεων της αγγλικής γλώσσας (ως περισσότερο διαδεδομένης από τις ευρωπαϊκές γλώσσες) που, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους, περιέχουν ρίζες που υπάρχουν και σε ελληνικές λέξεις. Η γενική εκτίμηση είναι ότι τέτοιου είδους λέξεις, συνυπολογιζομένων και των σύνθετων με ελληνικά προθέματα, όπως syn-drome (σύν-δρομο), pro-gnostics (προ-γνωστικά), αποτελούν ποσοστό της τάξεως του 60% του συνόλου των αγγλικών λέξεων. (γ) Λέξεων της ελληνικής γλώσσας που άκριτα εκλαμβάνονται ή και παρουσιάζονται από ορισμένους (σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα) ως τούρκικες. Στο αμέσως επόμενο κείμενο θα καταβληθεί προσπάθεια να μελετηθούν περιπτώσεις λέξεων που δείχνουν σε ποια έκταση και ποιο βάθος η γλώσσα, ως κύριος εκφραστής του ήθους του ελληνικού πολιτισμού, μπόρεσε να διαμορφώσει δίαυλους παιδείας και επικοινωνίας με τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης. 1. Η λέξη Βρετανία [αγγλικά Britain, λατινικά Britannia] ετυμολογείται από την ελληνική λέξη πρυτανεία [πρώτη στην ιεραρχία] που προέρχεται από τα συνθετικά πρώτος + άνω [=η πρώτη χώρα που βρίσκεται πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη]. Η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή και θαλασσοπόρο Πυθέα τον Μασσαλιώτη, που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ. Σημειωτέον ότι αρχικά οι Βρετανικές Νήσοι ονομάζονταν «Κασσιτερίδες Νήσοι» (εξαιτίας των κοιτασμάτων κασσιτέρου που υπήρχαν στην Κορνουάλη), ενώ για την Βρετανία υπήρχε στην αρχαιότητα και το όνομα «Αλβιών». Και οι δύο αυτές λέξεις είναι ελληνικής προέλευσης: Η λέξη Κασσίτερος ετυμολογείται από τα συνθετικά κατά + σίδηρος [>κατασίδηρος >κατσίδερος >κασσίτερος], ενώ η λέξη Αλβιών ετυμολογείται από το αλφός [=υπόλευκος, λευκός], ενώ ως προσδιορισμός της Αγγλίας αναφέρεται στο υπόλευκο χρώμα των βράχων της (που περιέχουν κιμωλία) όπως φαίνονται από την ακτογραμμή του Dover. Περαιτέρω η λέξη σίδηρος προέρχεται από τα συνθετικά σίζω [=σφυρίζω] + δηρός [=ανθεκτικός], που σημαίνουν ότι το μέταλλο σιρίζει όταν ψύχεται με νερό και γίνεται σκληρό. Εξάλλου η λέξη αλφός προέρχεται από τα συνθετικά α [στερητικό] + φλοιός [=φλούδα] >αφλοιός >αλφειός, που δηλώνουν ότι το ξεφλουδισμένο κλαδί αφήνει να φαίνεται η λευκωπή εσωτερική επιφάνειά του. Από τη λέξη αλφός, εκτός από Αλβιών, προέκυψαν ονόματα όπως Αλφειός, Άλπεις, Αλβανία. 2. Η λέξη Αγγλία [αγγλικά Anglia, λατινικά Anglia] είναι ελληνικής προέλευσης και ετυμολογείται από τα συνθετικά Άνω + Γαλλία [>Ανγαλία >Αγγλία = χώρα πάνω από τη Γαλλία]. Η λέξη Γαλλία είναι επίσης Ελληνική, προέρχεται από τη λέξη Γαλάτης (>Γαλατία >Γαλτία >Γαλλία), η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της λέξης Κελέτης (>Καλάτης >Γαλάτης), από την οποία προήλθε και το όνομα Κέλτης. Η λέξη Κελέτης έτυμολογείται από τα συνθετικά κέλης [=ίππος] + έχω [>εχεύς, έτωρ, έτης] και σημαίνει "άνθρωπος που χρησιμοποιεί άλογα". 3. Η λέξη Σκοτία [αγγλικά Scotland] είναι ελληνική, σχετίζεται με τη λέξη "σκότος" και σημαίνει "χώρα του σκοταδιού", εξαιτίας της μεγαλύτερης διάρκειας της νύχτας σε εκείνο το γεωγραφικό πλάτος. Σημειωτέον ότι αρχαιότερο όνομα της Σκοτίας ήταν το Καλυδονία, που είναι επίσης ελληνικής προέλευσης, ετυμολογούμενο από τα συστατικά καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι}] που σημαίνουν "αυτός που φέρνει πολλή τροφή". Το όνομα εξάλλου Ουαλία [αγγλικά Wales] της τρίτης βρετανικής χώρας είναι επίσης ελληνικό, σχετίζεται με το ρήμα "βάλλω" [="πλήττω καταβάλλω"], το οποίο στην εκλατινισμένη Δυτική Ευρώπη προφερόταν και ως "ουάλλω", και επομένως σημαίνει "χώρα ανθρώπων που μπορούν να καταβάλλουν" [=να νικάνε]. 4. Η λέξη land [= γη, χώρα] είναι ελληνικής προέλευσης, προερχόμενη από με λέξη "λάνδη" [= γη, χώρα] και χρησιμοποιείται ως κατάληξη σε πολλές ονομασίες χωρών (Ζηλανδία, Φινλανδία, Ολλανδία, Ιρλανδία κλπ). Η λέξη λάνδη είναι επίσης ελληνική, ετυμολογούμενη από τα συστατικά λάας [=λίθος, γη, χώρα] + άνω [=πάνω] + δη [=γη, τόπος]. 5. Η λέξη burg και burgh [= πόλη], χρησιμοποιούμενη ως κατάληξη σε ονόματα πόλεων (όπως Edinburgh, Peterburg, Hamburg κλπ) είναι ελληνικής προλέυσης, προερχόμενη από με τη λέξη "πύργος" [ετυμολογούμενη από το υπέρ + γη, λόγω του μεγάλου ύψους της κατασκευής τους], διότι τα αρχαία πολίσματα για προστασία ήταν συγκεντρωμένα γύρω από φρούρια ή περιβάλλονταν από τείχη. Η λέξη χρησιμοποιείται και με τη μορφή burry η οποία κατάγεται ακριβέστερα από το πυργία, που σημαίνει περιοχή γύρω από πύργο (π.χ. Canterburry < Καταπυργία). 6. Ανάλογη με τη λέξη burg είναι η λέξη tour [= πόλη με πύργο], χρησιμοποιούμενη ως κατάληξη ή ως όνομα πόλεων (όπως Tour, Torino κλπ), η οποία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις Τύρσις, Τύρρις, Τύρος που σημαίνουν "πύργος", από τις οποίες προέρχονται ονόματα όπως Τίρυνς, Τυρρηνοί (Ετρούσκοι) και η αρχαία πόλη Τύρος της Φοινίκης. 7. Παρόμοια είναι η περίπτωση των λέξεων chester και castle [= κάστρο, πόλη με κάστρο], που χρησιμοποιούνται ως κατάληξη σε ονόματα πόλεων (όπως Manchester, Newcastle κλπ). Και οι δύο λέξεις προέρχονται από την ελληνική λέξη κάστρο, που σημαίνει "πύργος", η οποία προέρχεται από τα συνθετικά κάσα [=οίκημα] + τηρώ [=επιτηρώ, παρατηρώ, φυλάσσω], που σημαίνουν "οίκημα για επιτήρηση". Σημειωτέον ότι η λέξη "κάσα" (από την οποία προέρχεται η ιταλική casa [= σπίτι], αλλά και οι νεοελληνικές "κάσα", "κασόνι" [=κουτί για αποθήκευση πραγμάτων") κατάγεται από την λέξη "κας" που σημαίνει "δέρμα ζώων", από την οποία η λέξη κάσα αρχικά σήμαινε "καλύβα κατασκευασμένη από δέρμα ζώων". 8. Η λέξη town [=πόλη], η οποία, ως κατάληξη ονομάτων πόλεων, απλοποιείται σε -ton (π.χ. Bromton, Farington), είναι ελληνικής προέλευσης, προερχόμενη από με τη λέξη "χθων", που σημαίνει "γη, χώρα, τόπος". Ανάλογα η κατάληξη ονομάτων πόλεων σε -ham (π.χ. Birmingham, Nottingham κλπ) προέρχεται από την ελληνική λέξη "χαμαί", που σημαίνει "κάτω στη γη, τόπος". Με παρόμοιο τρόπο η κατάληξη ονομάτων πόλεων σε -dam (π.χ. Amsteldam <Αμστελόδαμον) προέρχεται από την ελληνική λέξη δάμος (που σημαίνει "δήμος, πόλη"). 9. Δεν είναι άτοπο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι ονομασίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών και λαών (και της ίδιας της Ευρώπης) είναι ελληνικής προέλευσης ως εξής: Ευρώπη < ευρύς + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι {=βλέπω}] = μεγαλομάτα, η αδελφή του επαναπατρισθέντος Κάδμου απόγονου της Ιούς. Γερμανία <εγείρω=σηκώνω >έγερμα=ανύψωση >εγερμανός >γερμανός {με τις συνεχείς εξεγέρσεις τους προκαλούσαν ταραχές} Ιταλία < Fίταλος = μόσχος, αιολικός τύπος > Λατινικό vitulus = μόσχος (ταύρος) Ιρλανδία < Ιέρνη + λάνδη [Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις] Αυστρία <αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία >Αυσγρία> Αυστρία Ουγγαρία <Ούγγρος <Ούγουρος <ουχ [=όχι] + ώρα {>ούχωρος >ούχουρος} = όχι ώριμος, άγριος Δανία < τανύω > ταν > δαν=επί μακρόν >δηναιός ( = αρχαίος, η>α) > δαναιός > δανός Φινλανδία <φαιός (από το φάος=φως)=έχων το χρώμα του λυκόφωτος, σκοτεινός >φαίνη >φήνη=σκοτεινή >Φηνλανδία = σκοτεινή χώρα Σουηδία <Σουηδός <σου-σοι {δικός σου-δικοί σου {προφερόμενα ως σοου-σουι}+ βίος [=ζωή, β>δ] = ο δικός μας λαός Ρωσία <ρουσίζω ροδίζω, ο>ου, δ>σ = είμαι κοκκινωπός Ουκρανία <Ουκρανός <ου [=όχι] + κράνος [=περικεφαλαία] = πολεμούσαν χωρίς περικεφαλαία Ρουμανία <Ρωμανία <Ρώμη + άνω <βόρεια ρωμαϊκή χώρα <Ρώμη = δύναμη Βουλγαρία <Βόλγαρ [<βώλος + γαία + ρόος [=ροή <ρέω] >Βόλγας = ποτάμι που ρέει μέσα από όγκους γης ] διότι αρχικά εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Βόλγα Μάλτα < Μελίτη = αυτή που έχει μέλι (γλυκειά σα μέλι) Αλβανία < άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π), #αλφός = υπόλευκος Σικελία < σίτος + τανύω=απλώνω > σιτανία = έκταση γης φυτεμένη με σιτάρι > σικανία (τ>κ) > Σικελία Σαρδηνία < Σαρδώ < σαλ [<αλς=θάλασσα] + άρδην [=συλλήβδην, πολλές μαζί] = περιοχή με πολλές παραλίες Κριμαία < κρίμα (κρίνω), διότι εξ αυτής κρίνονταν η πρόσβαση και το εμπόριο προς την Ρωσία Σλάβοι <σάλος (αλ>λα) + βάω ( = βαίνω), επέφεραν μεγάλη ταραχή με τον ερχομό τους Σαρακηνοί <σύρω + σκηνή # νομάδες που μετακινούνταν σέρνοντας τις σκηνές τους Άραβες < αραβέω=βροντώ <άραβος=κτύπος # επειδή έχουν βροντώδη φωνή Πέρσες < πέρθω (κατακτώ, πορθώ), πέρσις = κατάκτηση, Πέρσες = κατακτητές Ινδοί < ις-ινός [=δύναμη}] + βία [=ζωτικότητα<βίος] >ινβία =χώρα δυνατών ανθρώπων {αναφερόταν κυρίως στους οδηγούς ελεφάντων}. 10. Να υπενθυμίσουμε ακόμη ότι η κατάληξη -τανία σε ονόματα χωρών (όπως Μαυριτανία, Ευρυτανία κλπ), που μετεξελίχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις σε -ταν ή -σταν (π.χ. Πακιστάν, Κουρδιστάν, Καζακστάν κλπ) είναι ελληνικής προέλευσης προερχόμενη από το ρήμα τανύω [=απλώνω, εκτείνω] και σημαίνει "έκταση γης, εκτεταμένη χώρα". 11. Το αγγλικό ρήμα am εμφανώς έχει σχέση με το ελληνικό ειμί, είμαι. Η αντωνυμία Ι έχει σχέση με την ελληνική εγώ, που (με απαλοιφή του "γ", όπως στο "λέγω>λέω") μετεξελίχθηκε σε έω για να γίνει στα ιταλικά Io και στα αγγλικά Ι, I am. Αντίστοιχα το απαρέμφατο be έχει σχέση με το ελληνικό βει (υποτακτική του βαίνω > βω, βεις, βει), πιο γνωστού στα νέα ελληνικά ως συμβώ, συμβεί, το οποίο σημαίνει συμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω, είμαι. 12. Το αγγλικό ρήμα will εμφανώς έχει σχέση με το ελληνικό θέλω (και βούλω) από τα οποία προέρχονται και τα ουσιαστικά will < βουλή [=θέληση]. Το will χρησιμοποιείται και στο σχηματισμό του μέλοντος στα αγγλικά, π.χ. will be, κατά ένα τρόπο που είναι απόλυτα αντίστοιχος με τον σχηματισμό του μέλλοντος στα ελληνικά με το ρήμα θέλω, π.χ. θέλει γίνει (και "ήθελε γίνει", "ήθελον γίνει", "θέλουσιν γίνει" κλπ) το οποίο μετεξελίχτηκε σε θε' να γίνει και κατέληξε σε θα γίνει, με μετατροπή του "θέλει" στο μελλοντικό μόριο "θα". Έτσι η έκφραση will be, προέρχεται άμεσα και σε εμφανή αντιστοιχία από την ελληνική θέλει βει. 13. Η πολυθρύλητη αγγλική λέξη love [= αγάπη] είναι ελληνικής προέλευσης. Ετυμολογείται από τα συνθετικά ίλεος, ίλεως [=πράος, αγαθός] και βίος [=ζωή], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση ιλεόβιος, που σημαίνει " ζωή με καλή διάθεση, αγάπη", το οποίο εξελίχθηκε "λιούβιος" και στα γοτθικά σε Liuva και Liuba, από τα οποία πρήλθε η πρωτοαγγλική liuve, liuv και από αυτήν η σημερινή λέξη love. Σημειωτέον ότι Liuba λεγόταν ένας Βησιγότθος ηγεμόνας που βασίλεψε στη σημερινή νότια Γαλλία στα χρόνια 567-573, όνομα, που κατά τα ανωτέρω σημαίνει "άνθρωπος που συνυπάρχει ειρηνικά". Η ίδια ρίζα Liub- συναντιέται και σε σλαβικές γλώσσες (π.χ. στα ρωσικά) και σημαίνει επίσης αγάπη. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η λέξη "ίλεος" ή "ίλεως",που αναφέρεται και σε γνωστό τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου, προέρχεται από τη λέξη "φίλος" με απαλοιφή του "φ" και είναι συγγενής με τη λέξη "ιλαρός" που σημαίνει "χαρούμενος". Να υπενθυμίσουμε ότι η ελληνική λέξη "αγάπη" (από το ρήμα "αγαπάω") προήλθε από τα συνθετικά άγω [=πηγαίνω] + άπτω [=εγγίζω] και υποδηλώνει την κίνηση που κάνουμε για να αγκαλιάσουμε κάποιον ως εκδήλωση αγάπης. 14. Η λέξη μαγαζί [= κατάστημα πώλησης] από αρκετούς ίσως θεωρείται ξενικής προέλευσης (ιταλική ή τουρκική). Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά ομού [=μαζί] και αγάζω [=ερευνώ λεπτομερώς], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση ομαγαζείον, που σημαίνει "τόπος συνάθροισης ανθρώπων ή/και πραγμάτων για συναλλαγές". Σημειωτέον ότι το ρήμα "αγάζω" είναι θαμιστικός τύπος του ρήματος "άγω" [=οδηγώ, πηγαίνω]. Οι θαμιστικοί τύποι αναφέρονται σε ενέργειες που επαναλαμβάνονται συχνά (από τη λέξη "θαμά" που σημαίνει συχνά, πυκνά (εξ ου και θαμών), η οποία προέρχεται από τα συνθετικά δα [=και] + άμα [=μαζί]. Υπενθυμίζεται ότι οι θαμιστικοί τύποι των ρημάτων σχηματίζονται με την προσθήκη της κατάληξης -άζω ή -άσκω, π.χ. εξετώ > εξετάζω, ομοιώ > ομοιάζω, δίδω > διδάσκω. Από τη λέξη Μαγαζί προήλθε η αγγλική λέξη "magazine" που σημαίνει αποθήκη (ως τόπος συσσώρεσης αγαθών), αλλά και περιοδικό (ως έκδοση που συγκεντρώνει πολλά θέματα σε ένα τεύχος). 15. Η λέξη μπαρούφα [= ανοησία] από αρκετούς ίσως θεωρείται ξενικής προέλευσης (ιταλική ή τουρκική). Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική (μεσαιωνικής βυζαντινής προέλευσης). Ετυμολογείται από τα συνθετικά βαρύ [=βαρυσήμαντο] και ύφος [=τρόπος], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση βαρούφα, που σημαίνει "αερολογία που λέγεται με βαρυσήμαντο ύφος". Από τη λέξη "βαρούφα" προήλθε το επώνυμο Βαρουφάκης (ο σημερινός υπουργός Οικονομικών). 16. Μια και μιλάμε για ονόματα πολιτικών, η λέξη σαμαράς [= κατασκευαστής ιπποσκευής (σαγμάτων)] από αρκετούς ίσως θεωρείται τουρκικής προέλευσης. Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά σάγμα [=κάθισμα αναβάτη αλόγων] και άρω [=αρμόζω], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση σαμαρεύς >σαμαρέας >σαμαράς . Χρησιμοποιείται και η παραλλαγή "σαμαριδεύς" από την οποία προκύπτει "σαμαριζεύς" >σαμαριριτζής >σαμαρτζής. Σημειωτέον ότι η λέξη σάγμα προέκυψε από το τη λέξη είσαγμα [=δοχείο αποσκευών], η οποία προέκυψε από το ρήμα εισάγω [=φέρνω μέσα] προερχόμενο από τα συνθετικά "εις" και "άγω" [=οδηγώ]. 17. Επειδή όμως ο πρώην πρωθυπουργός σκωπτικά αποκαλείται (από τους αντιπάλους του) και σα-χλα-μαράς [= άνθρωπος που λέει ή κάνει ανοησίες] ας θυμηθούμε ότι και αυτή η λέξη είναι ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά σάχλα [=ανοησία] και άρω [=αρμόζω]. Η λέξη "σάχλα" προέκυψε από τη ξέξη σαχλός που προήλθε από παραφθορά του σαθρός [=υπερώριμος, σάπιος] με μετατροπή του "ρ" σε "λ" και του "θ" σε "χ". Σημειωτέον ότι η λέξη "σαθρός" προήλθε από τη λέξη αδρός [= πυκνός, άφθονος, ώριμος] που ετυμολογείται από τα {αδήν+ρέω} διότι από τους αδένες ρέει παχύ και άφθονο υγρό. 18. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η λέξη τσίπρα είναι παραλλαγή της μεσαιωνικής λέξης τσίπα [= σεμνότητα, ντροπή, συστολή] που προήλθε από τον υπερθετικό τύπο "τσιπάρα" > "τσίπρα". Η λέξη "τσίπα" είναι ελληνική. Προήλθε από μετεξέλιξη της λέξης ξιπασιά η οποία ετυμολογείται από τα συνθετικά ξε [<εκ, επιτατικό] + πτοασιά, και σημαίνει περηφάνεια, αλαζονεία. Η λέξη "πτοασιά" είναι ταυτόσημη με την λέξη πτόησις {κατάπτωση λόγω φόβου}που προέρχεται από το ρήμα πτοάζω {=θαμιστικός τύπος του πτοώ}] που σημαίνει φοβίζω, καταβάλλω. Σημειωτέον ότι η λέξη "τσίπα" μεταφορικά στα βυζαντινά χρόνια (με αντικειμενοποίηση της έννοιάς της) σήμαινε και πέπλος (με την έννοια ότι ο πέπλος κρύβει το πρόσωπο και συντελεί στη διατήρηση της σεμνοτυφίας του φέροντος). Από αυτήν προήλθε και το επίθετο "ξετσίπωτος" = άνθρωπος χωρίς τσίπα (χωρίς περηφάνεια, άρα χωρίς ντροπή). 19. Η λέξη Βαρδάρης, άλλη ονομασία του ποταμού Αξιού στη Μακεδονία, προβάλλεται από κάποιους ως σλαβικής προέλευσης. Είναι όμως λέξη ελληνική, που ετυμολογείται από τα συνθετικά βάω [=πάω], άρδω [=ποτίζω, αρδεύω] και ροή [από το ρήμα ρέω=κυλάω] και σημαίνει "ποτάμι που διαβαίνει και με τη ροή του ποτίζει τη γη". Το όνομα Αξιός είναι βέβαια επίσης ελληνικό και ετυμολογείται από τα συνθετικά άξω [μέλλων του ρήματος άγω=οδηγώ] και ίω [υποτακτική του ρήματος είμι (ίημι) = έρχομαι] και σημαίνει "ποτάμι που ερχόμενο οδηγεί το περιβάλλον". Σημειωτέον ότι από τα ίδια συνθετικά ετυμολογούνται και τα ονόματα στρατηγών του Βυζαντίου, όπως Βάρδας (συναυτοκράτορας του Μιχαήλ Γ ;;;-866), Βαρδάνης Φιλιππικός (αυτοκράτορας 711-713), Βάρδας Φωκάς (στασιαστής 987-989) και Βάρδας Σκληρός (στασιαστής 987), τα οποία από ορισμένους παρουσιάζονται ως αρμενικής προέλευσης. Οι συγκεκριμένοι στρατηγοί κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή του (ελληνικού από το 800 π.Χ.) "Πόντου" και συγκεριμένα από τα "Θέματα" της Παφλαγονίας και των Αρμενιακών (ή Καππαδοκίας), το οποίο συνόρευε με την Αρμενία, αλλά εθνολογικά δεν ταυτιζόταν με αυτήν, και οι ίδιοι, όπως δείχνουν και τα επίθετά τους, ήταν ελληνικής καταγωγής, όπως και οι καταγόμενοι από την ίδια περιοχή Βυζαντινοί αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το (καθόλα ελληνικό) όνομα "Φωκάς" δεν προέρχεται ετυμολογικά από τις "φώκιες" (<βους + όψη, -ωπός = θαλασσινός βόδι), αλλά από τα συνθετικά φως + καίω και σημείνει "λαμπρός σαν φως". Από τα ίδια συνθετικά προέρχεται και η αγγλική λέξη "focus" που σημαίνει "εστία φωτός". 20. Η αγγλική λέξη rich [= πλούσιος] προέρχεται από την ελληνική λέξη ρηξ - ρηγός [=βασιλιάς], από την οποία προήλθε και το πασίγνωστο ελληνικό όνομα Ρήγας. Η λέξη "ρηξ" καταγόμενη από το ρήμα "ρήγνυμι" [=σπάζω >ρήξις, ρηξικέλευθος = αυτός που πάει μπροστά ανοίγοντας το δρόμο], δημιούργησε και τη λέξη "ρηγίνα" και "ρήγισσα" [κατά το γιατρίνα και γιάτρισσα], οι οποίες στα λατινικά έδωσαν τις λέξεις "rex" και "regina" [=βασιλιάς και βασίλισσα]. Στη γοτθική γλώσσα οι λέξεις αυτές μετεξελίχθηκαν σε rich (από την οποία reich=βασίλειο) και απετέλεσαν συνθετικά δυτικοευρωπαϊκών ονομάτων του μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων, όπως τα παρακάτω:
Από αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προδρομικές μορφές σύγχρονων ονομάτων, που είναι πολύ συνηθισμένα στις δυτικές χώρες, όπως Εράριχος >Ερρίκος >Henry, Ρεκκάρεδος >Ριχάρδος >Richard, Φρειδερίκος >Frederic, Ροδερίκος >Rodrigo και Θεοδώριχος >Thierry (γνωστό ιδιαίτερα από τον Γάλλο ποδοσφαιριστή Thierry Henry). Αξιοσημείωτα είναι και τα πρώτα συνθετικά των ονομάτων αυτών που είναι επίσης ελληνικά, όπως αθάνατος, αλς-αλός, βιοτή, γενηίς, ερι-, ευ, θεός, σιγή, φερτός, καρδιά, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται και σε άλλα ευρωπαϊκά ονόματα, όπως Σιγιβέρτος (σιγή+φερτός) >Sigebert >Siegfried. Σημειωτέον ότι η λέξη "φερτός" (φέρτερος, φέρτατος) εδώ έχει την έννοια του "φερόμενου (=υποστηριζόμενου) από τον θεό", που επομένως είναι ισχυρός και άριστος σε όλα. Εξάλλου το συνθετικό ερι- (γνωστό στα νεότερα χρόνια από τις λέξεις "ερίτιμος" και "έριδες") είναι ταυτόσημο με τα αρι- και βρι- από τα τα οποία προέρχεται σειρά άλλων γνωστών λέξεων, όπως Άρης, άριος, Αριανή (σύγχρονο Ιράν), βρίθω, ύβρις, βρισιά, Βριλήσσια, Βριτόμαρτις, Βριάρεως. 21. Είναι εντυπωσιακά αξιοσημείωτο ότι σημαντικός αριθμός βασικών ρημάτων της αγγλικής γλώσσας έχουν ελληνική ρίζα. Και πρώτα η κατάληξη του ενεστώτα διαρκείας -ing προέρχεται από τα ελληνικά συνθετικά εν + γη [>έγγειος, εγγύς] με την έννοια "εδώ που βρισκόμαστε" π.χ. "being <βει εν γη" = να συμβεί εδώ που βρισκόμαστε. Ο τρόπος αυτός σχηματισμού της κατάληξης του αγγλικού ενεστώτα διαρκείας παρουσιάζει άμεση αναλογία με τη χρήση του μορίου δα στα ελληνικά, που σημαίνει ακριβώς γη (γη, γαία, δη >Δήμητρα=μητέρα γη), σε εκφράσεις όπως τώρα δα, όχι δα, δεν είναι δα και για πέταμα κλπ όπου το "δα" σημαίνει "αληθινά", "στη γη που βρισκόμαστε". Η λέξη "δα, δη = γη" ως δηλωτική κάπου βέβαιου ή φανερού γεγονότος (με το δεδομένο ότι η γη που πατάμε είναι το πιο σίγουρο στοιχείο της ζωής μας) υπάρχει και σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις όπως δηλαδή, Δήλος (=φανερωμένη), δήλωση, δαύτος (<δα+αυτός), δήμος, Δάμων (=άνθρωπος του δήμου), Δαμασκός, νταμάρι (<δαμάριον, υποκοριστικό του δήμος, δάμος). 21. Η σειρά των στοιχειωδών αγγλικών ρημάτων με ελληνική ρίζα έχει ως εξής:
22. Να προσθέσουμε ότι στοιχειώδεις λέξεις που δίνουν στον γερμανικό λαό τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζεται (εκτός από τις πασίγνωστες και πασιφανείς όπως δημοκρατία, μαθηματικά, μουσική, θέατρο, μέτρο, πρόγραμμα και πολλές άλλες) είναι ελληνικής προέλευσης, όπως (για να περιοριστούμε μόνο σε όσα αφορούν την Γερμανία): - Ευρώπη: <ευρύς + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι {=βλέπω}] = μεγαλομάτα. - Γερμανία: <εγείρω [=σηκώνω, εξεγείρω] >έγερμα [=ανύψωση] >εγερμανός >γερμανός {= εξεγερμένοι, επειδή προκαλούσαν διαρκώς ταραχές} - Αυστρία: <αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία > Αυστρία {>Ostria} - Γότθοι: <Γεώθοοι <γέοθεν [<γη, γαία, γέα {από τη γη}]+ θόοι [θέω = τρέχω] = γρήγοροι σε χερσαίες πορείες . - Φράγκοι: <Φράγγος (υποκοριστικό -ίσκος) < Φερέγγειος <φέρω + εν +γη [>γαία, -γειος] = από τη γη αντλώ δύναμη και εξουσία, άρχοντας γαιοκτήτης. - Κέλτες: <κέλης + έχω [>έτης] {<κελεύω και κέλλω] = ικανοί αναβάτες ίππων. - Ολλανδία: <χολή {=χλωροπράσινη} + λάνδη [<λα{=λίθος, χώρα} = χλωροπράσινη χώρα. - Πρωσία: <προ + Ρωσία [<ρουσίζω ροδίζω, ο>ου, δ>σ - είμαι κοκκινωπός] = η χώρα που βρίσκεται πριν από τη Ρωσία. - Μόναχο: <μόνοικος [δια το «μονήρη οικείν» του Ηρακλέους του οποίου υπήρχε και ηρώο εκεί] - Αμβούργο: <Χαμόπυργος <χαμαί + πύργος = κάτω πύργος - Κολωνία: <κολώνα [υπήρχε εκεί ελληνορωμαϊκή αποικία, χαρακτηριστική για τις κολώνες των ναών της] - Λειψία: <Λειψοί < λείπω = δεν φαίνομαι - Βρέμη: <βρέμω (βουίζω, αντηχώ) - Ρήνος: <ρέω + νοώ = ποτάμι αφοσιωμένο στη ροή, που ρέει συνεχώς. - Δούναβης: <δούναι + βίος =ποτάμι που δίνει ζωή - Άλπεις: <άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π) [αλφός = υπόλευκος] |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.