Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

 

Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗ  ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


του Αναστάση Γκίκα


Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Κομμουνιστική  Επιθεώρηση",  διπλό τεύχος 4-5 του 2006


ΜΕΡΟΣ Α: Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΑΞΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ

Η επικρατούσα εικόνα, αναφορικά με τον Ποντιακό Ελληνισμό της προεπαναστατικής Ρωσίας, η οποία αναπαράγεται ευρέως μέσα από διάφορα σχολικά βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, μελέτες κλπ. είναι αυτή μιας οικονομικά και πολιτιστικά ευδοκιμούσας κοινότητας. Στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, για παράδειγμα, αναγράφεται χαρακτηριστικά πως «Κατά το τέλος του 19ου αιώνα οι Ελληνες είχαν εξέχουσα θέση στην οικονομική ανάπτυξη της νότιας Ρωσίας. Για πολλές δεκαετίες το σιτεμπόριο της περιοχής ήταν στα χέρια των Ελλήνων της Οδησσού και άλλων γειτονικών πόλεων. Οι εισαγωγές και εξαγωγές άλλων προϊόντων ήσαν και αυτές σε ελληνικά χέρια»[1]. Ωστόσο, η ρομαντική αυτή απεικόνιση της νεαρής και ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, καθώς και η αυθαίρετη ταύτισή της με μια ολόκληρη εθνική κοινότητα, εμπεριέχει μια σειρά από προβλήματα μεθοδολογικού και αναλυτικού χαρακτήρα που οφείλουμε να αγγίξουμε πριν προχωρήσουμε παραπέρα.

Η συνήθης πρακτική έως τώρα στη σχετική ιστοριογραφία υπήρξε η απόλυτη ταύτιση της «ιστορίας του ελληνικού κεφαλαίου της διασποράς» με την αντίστοιχη «ιστορία των Ελλήνων της διασποράς» γενικά. Ετσι, οι 25 Ελληνες έμποροι της Οδησσού που αναφέρονται να ελέγχουν το 46% του συνολικού όγκου του εξαγωγικού εμπορίου ενός εκ των σημαντικότερων διακομιστικών κέντρων παγκοσμίως στα τέλη του 19ου αιώνα, με συνδυασμένο κεφάλαιο εκατομμυρίων ρουβλιών, τοποθετούνται ως «εκπρόσωποι» μιας κοινότητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών τους. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά Ελλήνων βιομηχάνων και εφοπλιστών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Πόντου εκμεταλλευόμενοι δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθώς και με ένα αριθμό Ελλήνων που αναδείχθηκαν μέσα από τις γραμμές του Τσαρικού στρατού.[2]

Η ανάλυση όμως αποκλειστικά με βάση εθνολογικά κριτήρια των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας αποσιωπά τις ταξικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του Ελληνα κεφαλαιούχου και του Ελληνα αγρότη, εργαζόμενου ή μικρού εμποράκου - επαγγελματία, ιδίως σε μια κοινωνία όπως αυτή της Τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, όπου οι ταξικές αντιθέσεις ήταν ιδιαίτερα οξυμένες και οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας για την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης) ήταν άθλιες. Ελληνες Πόντιοι εργάζονταν, για παράδειγμα, στα μεταλλεία της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, συμμετείχαν στην κατασκευή του Υπερσηβιρικού σιδηροδρόμου, ενώ οι περισσότεροι (2/3) απασχολούνταν στην ύπαιθρο από την τσαρική φεουδαρχία -αλλά και γαιοκτήμονες ομοεθνείς τους- «συχνά κάτω από συνθήκες δουλοπαροικίας».[3]

Ειδικότερα, βασιζόμενοι στα ευρήματα της πρώτης απογραφής των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (Ιανουάριος 1897), προκύπτει πως το 70,89% εξ αυτών απασχολούνταν στη γεωργία, ενώ το 29,11% στη βιοτεχνία και το μικρεμπόριο. Ως έμποροι καταγράφηκαν 5.000 Ελληνες, ενώ εμφανίζονται και 189 εργαζόμενοι ως δημόσιοι υπάλληλοι.[4]

Η πλειοψηφία των Ποντίων που μετανάστευσαν στη Ρωσία κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα ανήκε στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ πολλοί εντάχθηκαν με την άφιξή τους στις γραμμές της εργατικής τάξης από διάφορα μετερίζια. Η ακόλουθη μαρτυρία από την περιοχή του Καρς στο νότιο Καύκασο είναι χαρακτηριστική: «Οι Πόντιοι που μετανάστευσαν στο Καρς ήταν πολύ φτωχοί. Πολλοί από αυτούς έφτασαν με τις αποσκευές τους στη ράχη. Στην αρχή φρόντισαν να φιλοξενηθούν σε διάφορα χωριά ξένων εθνοτήτων. Κατόπι συγκρότησαν Επιτροπές που έψαξαν να βρουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργεια και χτίσιμο χωριών. Ολοι σχεδόν οι Ελληνες ήταν χτίστες… Ηταν οι μόνοι κατάλληλοι στην περιοχή ως τεχνίτες και ως εργάτες, γιατί οι ντόπιοι ασχολούνταν ανέκαθεν αποκλειστικά με τη γεωργία». Αλλοι απορροφήθηκαν «στα μεταλλεία της Αργυρούπολης με το επώνυμο Γαλτσάντ, που σημαίνει μεταλλωρύχοι».[5]

Η εκπαίδευση -όπως και οι υπόλοιποι τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας- στην προεπαναστατική Ρωσία διεπόταν από έντονες ταξικές διαχωριστικές γραμμές και αποκλεισμούς. Το ίδιο συνέβαινε και ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς, γεγονός που συχνά αποσιωπάται ή ωραιοποιείται από την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ενας Πόντιος, ο οποίος ανήκε στην ντόπια άρχουσα τάξη, ανέφερε με ιδιαίτερη ειλικρίνεια πως «Ανώτατους Ελληνες επιστήμονες η περιοχή Καρς είχε λίγους γιατί τα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης λειτουργούσαν από το 1905-1906 και στην Τιφλίδα δεν υπήρχε Πανεπιστήμιο. Η ανώτατη μόρφωση ήταν κτήμα των πλουσίων που μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στις μεγάλες μακρινές πόλεις της Ρωσίας. Στην περιοχή του Καρς οι Ελληνες απόφοιτοι Πανεπιστημίου δεν ξεπερνούσαν τους 35-37»[6].

Στο χαρακτήρα της παιδείας που «απολάμβαναν» οι Ελληνες Πόντιοι, οι οποίοι ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αναφέρονται συχνά και άλλες μαρτυρίες, κάνοντας λόγο για απολυταρχική και αναχρονιστική λειτουργία των λιγοστών υπαρχόντων ελληνικών σχολείων. Σε αυτά δίδασκαν συνήθως κληρικοί, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αυστηροί (χρήση βέργας κλπ.), ενώ συχνά η εκπαιδευτική διαδικασία περιοριζόταν αποκλειστικά στη μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων.[7]

Ετσι λοιπόν πρέπει να έχουμε υπόψη ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι σχετικές ιστορικές αναλύσεις, όταν αναφέρονται στους «Ελληνες της διασποράς», αναφέρονται σε μια χούφτα ουσιαστικά εχόντων και κατεχόντων και όχι στο σύνολο των μελών μιας παροικίας. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς, στο γεγονός δηλαδή ότι κατά βάση το μόνο τμήμα του πληθυσμού το οποίο είχε την οικονομική δυνατότητα (καθώς και το προνόμιο της ευμάθειας) εκείνη την εποχή να αφήνει πίσω του αρχειακό υλικό και μαρτυρίες για τους μεταγενέστερους μελετητές δεν είναι άλλο από την αστική τάξη. Ο ιστοριογράφος όμως έχει την υποχρέωση να το λαμβάνει (την ταξική προέλευση της πληροφορίας δηλαδή) αυτό πάντοτε υπόψη, προτού προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ή ανάλυση του υλικού που τίθεται στη διάθεσή του.

Ποιοι λόγοι συνηγόρησαν στην μεταναστευτική τάση των Ποντίων στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου Πόντου κατά την προεπαναστατική περίοδο; Σύμφωνα με τον Κ. Αυγητίδη «η πρώτη ομαδική μετανάστευση Ελλήνων στη Ρωσία έγινε το 1778», ενώ κατά κανόνα οι περισσότερες μετοικήσεις ελληνικών πληθυσμών του Πόντου συνδέθηκαν με τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους και τον επαναστατικό αναβρασμό που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη τη Βαλκανική και τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα της παλιννόστησης υπήρξε αίτημα και επιθυμία του ποντιακού ελληνισμού από τα πρώτα χρόνια κιόλας της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, οπότε και πραγματοποιήθηκε το πρώτο μεγάλο κύμα μετεγκατάστασης Ελλήνων της Ρωσίας σε ελληνικό έδαφος.[8]

Αναφορικά με το ακριβές αριθμητικό μέγεθος των ελληνικών κοινοτήτων υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις απέχουν κατά πολύ η μια από την άλλη. Μερικοί συγγραφείς, προκειμένου να μεταφράσουν πολιτικά μια ενδεχόμενη πληθυσμιακή μείωση της μειονότητας, στο πλαίσιο της φιλολογίας περί «εθνοκαθάρσεων», υπερέβαλαν τους αριθμούς, κάνοντας λόγο ακόμα και για ύπαρξη 750.000 ελλήνων στη Ρωσία το έτος της Οκτωβριανής Επανάστασης.[9] Σύμφωνα όμως με τα επίσημα στοιχεία που παρουσιάζονται στην «Πρώτη Γενική Απογραφή του Πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας» (1897), ο ελληνικός πληθυσμός που ζούσε στην Τσαρική Ρωσία ανερχόταν μόλις σε 207.536. Ο αντίστοιχος αριθμός που δίνεται από το Σοβιετικό Υπουργείο Εξωτερικών (1925-1926) είναι περίπου 300.000, μη συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων που είχαν υιοθετήσει στο μεταξύ τη σοβιετική υπηκοότητα. Εκτιμάται πως στο σύνολό τους οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ενωσης με ελληνική ιθαγένεια ή καταγωγή έφταναν τις 400.000-500.000.[10]

ΑΦΟΜΟΙΩΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Η αναφορά στην εθνική συνείδηση των ελληνικών πληθυσμών του Ευξείνου Πόντου είναι κεντρικό θέμα στη συντριπτική πλειοψηφία της σχετικής βιβλιογραφίας και περιστρέφεται βασικά πάνω σε δύο άξονες: α) Σε μια μεταφυσική ευθεία γραμμή σύνδεσης της καταγωγής των Ελλήνων κατοίκων του Πόντου στη Ρωσία του 19ου και 20ού αιώνα με τους αρχαίους Ελληνες αποίκους (που χρονολογείται από το 1000 περίπου π.Χ. και έπειτα), τους Μύριους του Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις, 401 π.Χ.), το Βασίλειο των Μιθριδρατών κλπ. β) Σε μια επίσης μεταφυσική άποψη γύρω από τον προσδιορισμό του έθνους, το οποίο ορίζεται με έννοιες «καταγωγής και πεπρωμένων», «φυσικής κληρονομικότητας» και άλλα φυλετικά κριτήρια, τα οποία συχνά αγγίζουν τα όρια φασιστικών αντιλήψεων περί φυλής και των χαρακτηριστικών αυτής.[11]

Η ύπαρξη ωστόσο των ελληνικών πληθυσμών στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου Πόντου και στην περιοχή του Καυκάσου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις συνέπειες των Ρωσοτουρκικών πολέμων (όπως αναφέραμε και πρωτύτερα), καθώς και στην εθνολογική πολιτική της Ρωσικής Αυτοκρατορίας: «Επί της εποχής της Μεγάλης Αικατερίνης, πολλοί Ελληνες φεύγουν από τα μέρη της Τουρκίας και του Πόντου και εποικίζουν τα νότια τμήματα της Ρωσίας, τη Συμφερούπολη, Μαριούπολη κλπ. Οι περιοχές αυτές ήταν κατοικημένες από Τατάρους και άλλες μογγολικές φυλές. Οι Ρώσοι μειοψηφούσαν. 

Αργότερα το Ρωσικό κράτος διευκολύνει τη μαζική εγκατάσταση Ελλήνων του Πόντου στις νότιες επαρχίες της επικράτειάς του για να πυκνώσει τον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό και να μπορεί έτσι να σιγουρέψει την εξουσία του. Ο Ελληνισμός όμως αυτών των μερών, μέσα σε εκατό χρόνια, εκρωσίστηκε. Μόνο το όνομα Ελληνες τους απόμεινε»[12].

Ενδεικτική ως προς τον τρόπο που διαμορφώθηκε η εθνολογική σύνθεση των περιοχών αυτών είναι η περίπτωση του Καρς, μιας περιοχής του νοτίου Καυκάσου που συνορεύει με τον Τουρκικό Πόντο: «Οι Ρώσοι, μετά την προσάρτηση του Καρς, εποίκησαν τα νεοκατακτημένα εδάφη με Ρώσους, ορθόδοξους, Μαλακάνους (αιρετικούς χριστιανούς) και Ντουχαμπέρ (άλλη αίρεση χριστιανών)…Ταυτόχρονα σχεδόν άρχισε και η ομαδική μετανάστευση των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία, που πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Καρς… Εκτός από τους Ελληνες και τους Ρώσους, ο άλλος πληθυσμός του Καρς ήταν γηγενής, γέννημα και θρέμμα του τόπου από χιλιάδες χρόνια»[13].

Η αφομοίωση των πληθυσμών αυτών υπήρξε εν μέρει αναγκαστική και εν μέρει απόρροια φυσικής εξέλιξης. Ο Γ. Τηλικίδης, τέως πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου, αναφέρει σχετικά πως κατά κανόνα (που ίσχυε για όλες τις μικρές εθνικές μειονότητες, συνεπώς και για τους Ελληνες Ποντίους), μετά από 2-3 γενεές, «επέρχεται κατά φυσιολογικήν σχεδόν ανάγκην η απώλεια της γλώσσης. Αυτό έγινε με τους Ελληνας της Ουκρανίας και της Μαριούπολης»[14]. Οι διάφορες εθνικιστικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα, υπήρξαν περισσότερο αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών και πολύ λιγότερο προϊόν υποσυνείδητων πεποιθήσεων για το «ιστορικό πεπρωμένο» του έθνους. 

Η ενσωμάτωση λοιπόν στην πολυεθνική ρωσική αυτοκρατορία πραγματοποιούνταν με διαφόρους τρόπους. Τα ζητήματα καταγωγής και «εθνικής συνείδησης», με τη μορφή που κυριαρχούν στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, παρουσιάζουν -το λιγότερο- πολλά προβλήματα. Επιστρατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες, βασιζόμενα σε ιστορικοφανείς μυθοπλασίες και όχι στην ιστορική πραγματικότητα.

Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα σημειώθηκε πράγματι έντονη κινητικότητα γύρω από θέματα πολιτικής οργάνωσης. Ο Βλάσης Αγτζίδης υποστηρίζει πως «το 1907 ο Κόσμος [σημ: η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Ρωσίας με έδρα την Οδησσό] έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της οργάνωσης των Ελλήνων της Ρωσίας και της Ενωσης των Ελλήνων του Καυκάσου και του Πόντου». Μαζί με τις εφημερίδες «Φως» και «Εθνική Δράσις» -φιλελεύθερων πεποιθήσεων που συντάχθηκαν αργότερα με το Κόμμα των Βενιζελικών- αποτέλεσαν τους σημαντικότερους εκφραστές του «αιτήματος» για πολιτική οργάνωση των Ελλήνων της περιοχής με εθνολογικά κριτήρια. Ολες οι παραπάνω εκδοτικές προσπάθειες προωθούνταν από το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο της Ρωσίας.[15]

Σύμφωνα και πάλι με τον Γ. Τηλικίδη, σε γενικές γραμμές στην προεπαναστατική Ρωσία υπήρχαν κυρίως δύο τάσεις αναφορικά με το στρατηγικό προσανατολισμό των ιθυνόντων: Η λεγόμενη «ρεαλιστική», που θεωρούσε πως «μόνο δια της πλήρους συμμετοχής εις την κρατικήν και κοινωνικήν ζωήν θα ήτο δυνατόν να εξυπηρετηθούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Ελλήνων» και η λεγόμενη «ιδεαλιστική, εθνική», κατά την οποία «η περιφρούρησις του εθνισμού έπρεπε να είναι το κύριον περιεχόμενον κάθε προγραμματικής σκέψεως». Ωστόσο, γεγονότα όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι «έδωσαν θάρρος εις τους εθνικιστάς».[16]

Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γενικότερο κλίμα εθνολογικών προστριβών που παρουσίασε όξυνση κατά τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή. 

Ενας πρόσφυγας από τον Καύκασο σημειώνει χαρακτηριστικά πως «στην διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και του πατριωτισμού των Ελλήνων του Πόντου και του Καυκάσου συνετέλεσε η αντίθεσή τους με τους Τούρκους… Στην περιοχή της Μαριούπολης όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί Ελληνες, επειδή δεν υπήρχε αυτή η αντίθεση με τους Τούρκους… οι Ρωμιοί εκρωσίστηκαν. Απέκτησαν την γλώσσα και τις συνήθειες των Ρώσων. Μόνο το όνομα Ελληνες τους απόμεινε να λένε για να ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους»[17]. Ωστόσο και μετά από πιέσεις της ελληνικής αστικής τάξης της Ρωσίας, δόθηκε από το Ελληνικό κράτος ελληνική υπηκοότητα σε μερίδα των μειονοτικών πληθυσμών του Καυκάσου, καθώς και στους Ποντίους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην περιοχή.

Μεταξύ των απλών ανθρώπων όμως δε φαίνεται να υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερες προσδοκίες για αυτονομία: «Οι Ελληνες δεν επεδίωξαν να αποκτήσουν αυτονομίαν, ούτε κατά νουν το είχαν, καθ’ όσον ελογάριαζαν ότι υπήρχε ανεξάρτητο ελληνικό Βασίλειον ως εθνική εστία των. Λίγοι δε εκ των συγγενών και γειτόνων των Ελλήνων των ελληνικών κοινοτήτων του νομού Καρς, μετά την ευτυχή έκβασιν του Βαλκανοτουρκικού πολέμου του 1912, μετανάστευσαν και παρέμειναν εις την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι και μερικές οικογένειες γύρισαν πίσω γιατί δεν τους σήκωσε το ελονοσούν τότε κλίμα της Ελλάδος»[18].

Η στάση των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών συγκρούσεων χαρακτηρίστηκε από πολλούς μελετητές ως παθητική και ουδέτερη. Αυτό είναι ανακριβές. Οπως αναφέρει ο Διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου, έκτροπα έγιναν από όλες τις πλευρές (άλλες μαρτυρίες κάνουν λόγω για λεηλασίες, πλιάτσικο κ.ά.[19]). Παράλληλα πραγματοποιούνταν κινήσεις από πλευράς ελληνικής ηγεσίας της Οδησσού που άφηναν εκτεθειμένους τους πληθυσμούς του Πόντου στην Τουρκική επιθετικότητα: «Συναφές μ’ όλη αυτή την θολή κατάσταση ήταν και το εξής γεγονός: Τον Ιούνιο του 1915, την ώρα που οι Αρμενικές σφαγές στην Τουρκία εξακολουθούσαν, έμαθα, από διάβασμα της εφημερίδας «Τιφλίσκυ Λιστόκ», ότι ο συμπατριώτης μου Παυλίδης μιμούμενος τον Αρμένιο Αντρανίκ, ίδρυσε εθελοντικά τάγματα με έδρα το ελληνικό χωριό του Καρς Σλαμσόρ και ετοιμαζόταν ν’ αναχωρήσει για το μέτωπο…

…Η είδηση αυτή μ’ έβαλε σε σκέψεις μελαγχολικές. Απόρησα για την απερισκεψία του Παυλίδη. Η ίδρυση εθελοντικών τμημάτων θα εξέθετε τους Ελληνες της Τουρκίας και θα προκαλούσε σφαγές εις βάρος τους… Ο Μπαράτωφ συνέταξε μια έκθεση προς τον αρχιστράτηγο του μετώπου όπου ανέλυε τους λόγους που του υπαγόρευαν τη γνώμη ότι έπρεπε να διαλυθούν τα εθελοντικά τάγματα. Οι Αρμένιοι της Τουρκίας σφάχτηκαν, έγραφε, με αφορμή τη συγκρότηση εθελοντικών ταγμάτων με αρχηγό τον Αντρανίκ. Τώρα με διαταγή σας ιδρύονται Ελληνικά εθελοντικά τάγματα. Εμείς οι Ρώσοι, προχωρώντας στα τουρκικά εδάφη, για να κρατηθούμε εκεί πρέπει να στηριχθούμε στους Ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας. Συνεπώς η ίδρυση εδώ των ταγμάτων θα είναι επιζήμια για την πολιτική μας, αφού σίγουρα θα προκαλέσει την εξαφάνιση των Ελλήνων της Τουρκίας»[20].

Οι «συμμαχίες» έδεναν και έλυναν αναλόγως με την περίσταση και τα συμφέροντα των κρατούντων. Ετσι παρατηρήθηκε πολλές φορές το εξής «παράδοξο»: Ελληνες και Αρμένιοι να πολεμούν τη μία μαζί εναντίον του Τουρκικού στρατού και την άλλη μεταξύ τους. Ενας πρόσφυγας από το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς ανέφερε χαρακτηριστικά πως εγκαταλείποντας τις εστίες τους μετά από συγκρούσεις με τους Αρμενίους οι Ελληνες της κοινότητας Καρακιλισέ «έφυγαν μαζί με τας άλλας κοινότητας εις το εσωτερικόν της Ρωσίας. Εκεί, επειδή δεν βρήκαν τρόφιμα, πεζοπορούντες έφθασαν εις την κωμόπολιν Σαρικαμίς, ήτις κατελήφθη υπό των Τουρκικών Στρατευμάτων από την προηγουμένην ημέραν της 25.3.1918. Ο επί κεφαλής των Ελλήνων υπολοχαγός κ. Θεόδωρος Μωϋσίδης, παρουσιάσθηκε εις τον αρχιστράτηγον του Τουρκικού στρατού και του διηγήθηκε τα συμβάντα με τους Αρμενίους. Ο δε αρχιστράτηγος των Τούρκων Βεήπ-Πασάς επαίνεσε αυτόν ως και τους οπλίτας του, διέταξε να δώσουν εις όλον τον ελληνικόν πληθυσμόν της ως άνω ελληνικής κοινότητος Καρακκλισιάς κονσέρβες κρεάτων και γαλέτες από τας αποθήκας του Σαρικαμίς…»[21].

Ας επιστρέψουμε όμως στις ιστορικές εξελίξεις στην επαναστατημένη Ρωσία και το ρόλο των Ελλήνων σε αυτές.

ΜΕΡΟΣ Β: Ο ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ

Η ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

Οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα, μπορεί να εμφανίζονταν ανά περιπτώσεις με μορφή εθνική, αλλά στο περιεχόμενό τους ήταν βαθύτατα ταξικές. Το εθνικό στοιχείο «αξιοποιήθηκε» από τις διάφορες αστικές τάξεις (με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας σε κάθε περίπτωση) ως ιδεολογικό μέσο κινητοποίησης μιας μερίδας των μαζών προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η ελληνική αστική τάξη -η οποία όπως είδαμε και πιο πάνω σημείωνε σημαντική ανάπτυξη- διεκδικούσε πολιτική έκφραση, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τη ρωσική. Η σύγκριση βέβαια εδώ δεν υπονοεί ταύτιση των επιδιώξεων ρωσικής και ελληνικής αστικής τάξης, αλλά επισημαίνει την αυξανόμενη απαίτησή τους για μερίδιο στην πολιτική εξουσία (για τη ρωσική αστική τάξη σε επίπεδο αυτοκρατορίας, για την ελληνική στο επίπεδο των ελληνικών κοινοτήτων). Στον ιδεολογικό τομέα είχε αποκρυσταλλωθεί ως κυρίαρχη αντίληψη της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας της διασποράς η ιδεολογία της αστικής τάξης στη μητροπολιτική Ελλάδα, δηλαδή αυτή του Μεγαλοϊδεατισμού. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου, η ιδεολογία αυτή δε μεταφράστηκε ως αίτημα για ενσωμάτωση περιοχών του Καυκάσου όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί στο Ελληνικό κράτος, αλλά ως ζήτημα αυτονομίας ή ακόμα και ανεξαρτησίας. [22]

Από την άλλη αναπτυσσόταν -έστω και ανομοιόμορφα, αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο- η ταξική συνείδηση στις γραμμές της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Η έκταση της συμμετοχής των Ελλήνων στις επαναστατικές διαδικασίες σίγουρα δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια. Η κυριαρχούσα άποψη στη βιβλιογραφία είναι πως ο εθνικισμός υπερτέρησε της ταξικής συνειδητοποίησης ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς, εκτίμηση που στηρίζεται αποκλειστικά σε υποκειμενικές απόψεις και υπολογισμούς τρίτων και όχι σε αντικειμενική παράθεση των ιστορικών στοιχείων. Παρά την ύπαρξη ισχυρών μηχανισμών ιδεολογικής ενσωμάτωσης των μαζών από την άρχουσα τάξη (εκπαίδευση, εκκλησία, κράτος), Ελληνες προλετάριοι, χωρικοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι συμμετείχαν ενεργά στις επαναστατικές διαδικασίες δίπλα στους αλλοεθνείς -αλλά ομοίους ταξικά- συναγωνιστές τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά.

Ο Π. Τανιμανίδης αναφέρει πως «πολλοί από αυτούς [τους Ελληνες της Ρωσίας, στην πλειοψηφία τους Πόντιοι] πολέμησαν υπέρ της Επανάστασης του 1917». Προσθέτει δε χαρακτηριστικά πως «στις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας στα μνημεία, εκείνων που έπεσαν γι’ αυτήν, αναγράφονται πολλά ονόματα Ελληνοποντίων»[23]. Στη συνέχεια μάλιστα προχωράει σε μια ιδιαίτερα σημαντική διαπίστωση που έρχεται σε άμεση ρήξη με τους ισχυρισμούς περί αποχής των Ελλήνων γενικά από τις επαναστατικές διαδικασίες λόγω της «συστράτευσης» πίσω από την «εθνική υπόθεση». Γράφει λοιπόν πως «μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 οι Ελληνες χωρίσθηκαν σε δύο παρατάξεις. Σ’ εκείνους της αστικής τάξης, που αντιπολιτεύονται τη νέα τάξη των πραγμάτων (έμποροι, βιομήχανοι, μεταλλωρύχοι κ.ά.) και σ’ εκείνους που ενστερνίζονται τις καινούργιες ιδέες (αγρότες, καπνοκαλλιεργητές, εργάτες, υπάλληλοι, βιοτέχνες)»[24]. Ακόμα μη υποστηρικτές της παραπάνω θέσης παραδέχονται πως κατά τις επαναστατικές εξεγέρσεις στο Νότιο Καύκασο (όπως στο Καρς και την Αλεξανδρούπολη - αργότερα Λενίνακαν), οι οποίες κατεστάλησαν σε πρώτη φάση από τις δυνάμεις της αντίδρασης, έλαβαν μέρος πολλοί Ελληνες στο πλευρό των μπολσεβίκων, μεταξύ των οποίων και μέλη του Εθνικού Συμβουλίου.[25]

Ιδιαίτερη απήχηση φαίνεται πως είχαν οι θέσεις των μπολσεβίκων ανάμεσα στους ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς: «Σχετικά ενθαρρυντική για τους μπολσεβίκους ήταν η ανταπόκριση μεταξύ των χιλιάδων Ελλήνων ακτημόνων του Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας, ιδιαίτερα εκείνων που ως την Επανάσταση εργάζονταν σε κτήματα ντόπιων (ή ακόμα και ομοεθνών τους) γαιοκτημόνων, συχνά κάτω από συνθήκες δουλοπαροικίας. Οι διακηρύξεις για διανομή της γης αποτέλεσαν ασφαλώς γι’ αυτούς βασικό κριτήριο επιλογής του τελικού ιδεολογικού τους στρατοπέδου. Ο μπολσεβίκικος πυρήνας, π.χ. της Τσάλκας (τότε Barmaksiz), που σχηματίστηκε στα 1918, αποτελούνταν από Ελληνες κυρίως αγρότες.

Στο επαναστατικό στρατόπεδο επίσης πέρασαν και αρκετοί Ελληνες στρατιώτες του τσαρικού στρατού, ακολουθώντας το ογκούμενο ρεύμα των Ρώσων λιποτακτών και των άλλων εθνοτήτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις στρατιώτες και αγρότες συγκροτούσαν τοπικές επαναστατικές επιτροπές ή και ένοπλες ομάδες, όπως έγινε π.χ. στο ελληνικό χωριό Μερτσάν του Κουμπάν από λιποτάκτες του ανατολικού και του καυκασιανικού μετώπου, οι οποίοι, αφού βοήθησαν τους μπολσεβίκους να επικρατήσουν στην περιοχή τους, πήραν μέρος, από κοινού με άλλες τοπικές δυνάμεις (από το Κριμσκ, την Ανάπα, το Αμπίνσκ κλπ.), στην πολιορκία και την τελική κατάληψη του Αικατερινοντάρ… Ανάλογη υποδοχή είχαν επίσης τα επαναστατικά ιδεώδη στους εργάτες ελληνικών ή ρωσικών επιχειρήσεων, αλλά και σε μερικές ομάδες διανοούμενων, που είχαν ενταχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις αντιτσαρικές και αντικαθεστωτικές κινήσεις ή οργανώσεις της Ρωσίας πολύ πριν από την Οκτωβριανή ή και την Φεβρουριανή Επανάσταση»[26].

Μέσα από τις γραμμές του επαναστατικού προλεταριάτου αναδείχθηκαν πολλοί κομμουνιστές ελληνικής καταγωγής, με επιφανέστερο ίσως παράδειγμα αυτό του Κωνσταντίνου Γ. Σεμερτζίεφ, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της πόλης Γιάγκρα από τους Μπολσεβίκους το 1917, εκλέχθηκε υπεύθυνος διαφώτισης της Επαναστατικής Επιτροπής και το 1920 πρόεδρος της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ στην περιοχή του Σοχούμ. 

Ελληνες βέβαια «διέπρεψαν» και από την άλλη πλευρά της ταξικής σύγκρουσης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, αρχηγού ένοπλης ομάδας, που «συνεργάστηκε με τους μενσεβίκους και ενισχύθηκε από τους εύπορους [αστούς] Ελληνες του Σοχούμι»[27].

Σημαντική επίσης υπήρξε η άρνηση της πλειοψηφίας -όπως αποτυπώνεται από διάφορους αυτόπτες μάρτυρες- των Ελλήνων να συμμετάσχουν στον Εμφύλιο στο πλευρό των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Αναφέρει σχετικά ο Ιωάννης Καλτσίδης, πως ενόψει της προέλασης του Κόκκινου Στρατού «αποφασίστηκε να επιστρατεύσουν εθελοντές. Και επειδή δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν από τους Ελληνες της Τιφλίδας, γιατί κανένας δεν πήγαινε εθελοντής, έστειλαν δύο Ελληνες αξιωματικούς του πρώην τσαρικού στρατού για να επιστρατεύσουν στα ελληνικά χωριά της Τσάλκας. Ευτυχώς όμως δεν πρόλαβαν, γιατί την ώρα που πήγαιναν αυτοί, οι μπολσεβίκοι πλησίαζαν στην Τσάλκα. Ετσι αποσοβήθηκε ο κίνδυνος του σχηματισμού εθελοντικών ελληνικών ταγμάτων».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και η στάση των μπολσεβίκων όταν κατέλαβαν την πόλη: «Μετά από δύο ημέρες, κατά τα μέσα Φεβρουαρίου 1921, ο Ρωσικός στρατός έμπαινε στην Τιφλίδα. Και ενώ ο κόσμος περίμενε σφαγές, λεηλασίες και αρπαγές, συνέβηκε το αντίθετο. Ο Ρωσικός στρατός βάδιζε κατά μήκος των δρόμων σα να είχε γυρίσει από γυμνάσια. Κανένα έκτροπο δεν έγινε…»[28].

Το στοιχείο αυτό έχει ειδική σημασία, αφού δεν είναι λίγες οι φορές όπου γίνεται λόγος για έκτροπα και διώξεις των Ελλήνων από τους μπολσεβίκους. Ενδεικτικά παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο υιοθετείται λίγο-πολύ από το σύνολο της βιβλιογραφίας: «Η αναζωπύρωση του νέου μεταναστατευτικού πυρετού προκλήθηκε από τον φόβο των Ελλήνων ότι με την επικράτηση των μπολσεβίκων θα έχαναν τις περιουσίες τους, τη δυνατότητα να συνεχίσουν με ασφάλεια -και σχετική ελευθερία- τις πατροπαράδοτες τουλάχιστον οικονομικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες, αλλά και όλα τα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά τους δικαιώματα»[29]. Τίποτε δε θα μπορούσε να είναι πιο αναληθές. Οντως ένας βαθμός σύγχυσης και ανησυχίας αναπόφευκτα υπήρχε γύρω από τη γενικότερη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων. Ωστόσο, οι μόνοι εκ των οποίων η «οικονομική» ή «επαγγελματική» ελευθερία βρισκόταν πραγματικά υπό καθεστώς απειλής ήταν της αστικής τάξης, της οποίας τα συμφέροντα -για άλλη μια φορά- ταυτίζονταν αυθαίρετα με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Σε όλες τις μαρτυρίες που εξετάστηκαν δε βρέθηκαν πουθενά καταγεγραμμένα περιστατικά «αντιποίνων» ή «αντεκδίκησης».[30] Μάλιστα, για πηγές στις οποίες αποδίδονταν τέτοια συμβάντα και τις οποίες καταφέραμε να διασταυρώσουμε, αποδείχθηκε πως δεν ανέφεραν τίποτε σχετικό και παραθέτονταν παραπλανητικά. Χαρακτηριστική ως προς τη διαστρέβλωση και κακοδιαχείριση των πηγών αποτελεί η μαρτυρία της Στέλλας Μαρμαροπούλου. Οι Αγτζίδης και Χασιώτης παραθέτουν τη συγκεκριμένη μαρτυρία, προκειμένου να στηρίξουν την άποψη ότι «χιλιάδες Ελληνες συνωστίζονταν επί αρκετά χρόνια στις παραλιακές πόλεις, αναζητώντας μέσο για να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα και να ξεφύγουν από τις πράξεις βίας είτε κατά τις προσπάθειες των μπολσεβίκων να επιβληθούν στα επαρχιακά κέντρα - όπως π.χ. συνέβη στις πρώιμες κομμουνιστικές εξεγέρσεις στο Σοχούμ και το Βατούμ…»[31]. Και όμως, η μοναδική αναφορά της Στέλλας Μαρμαροπούλου στη Ρωσία ήταν η εξής: «Στα 1918 φύγαμε στο Βατούμ και τον Απρίλιο του 1919 απ’ τη Σεβαστούπολη ήρθαμε στον Βόλο»[32]. Από αυτό βέβαια και μόνο δε συνεπάγονται οι λόγοι που διατυπώνονται πιο πάνω για τα αίτια των μετακινήσεων, τα οποία επιρρίπτονται σε αντίποινα των μπολσεβίκων.

Η συντριπτική πλειοψηφία της σχετικής βιβλιογραφίας στρέφεται προς τις χιλιάδες των προσφύγων που κατέκλυσαν τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου (από τον Μάιο του 1919 και έπειτα), προκειμένου να «αποδείξει» τις διώξεις που «υπέφεραν» οι ελληνικοί πληθυσμοί από τους μπολσεβίκους ή να στοιχειοθετήσει την «αντίθεσή» τους στη νέα σοβιετική εξουσία. Μάλιστα αντιμετώπισαν με ειρωνεία τις προσπάθειες των ελληνικών τμημάτων του Κομμουνιστικού Κόμματος να προστατέψουν τους ομογενείς τους, ενημερώνοντας και αποθαρρύνοντάς τους από το να παρατούν τις εργασίες τους και να συνωστίζονται στα λιμάνια της χώρας μετά από κάθε φήμη που διέρρεε για τη δήθεν άφιξη πλοίων που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα.

Αλλη όμως εξήγηση προσφέρει ένας ηγετικός στρατιωτικός και πολιτικός παράγοντας της περιοχής που, αν και αστός, δεν έκρυψε την αγανάκτησή του για τη στάση της υπόλοιπης ελληνοποντιακής ηγεσίας: «Το δράμα της προσφυγιάς άρχιζε. Πείνα και αρρώστιες πλάκωσαν τον πληθυσμό. Η κατάσταση μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Μέσα στον Οκτώβριο και Νοέμβριο πέθαναν πάνω από τέσσερις χιλιάδες. Ο λιμός ανάγκασε μερικές γυναίκες και κορίτσια να πουλιούνται στους Τατάρους για ένα κομμάτι ψωμί. Ο κόσμος βρισκόταν σε τρομερή απόγνωση… Στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των Καρσιωτών [η Ελληνική αποστολή] απαντούσε: «Ποιος σας είπε να φύγετε»;

Στο μεταξύ το Εθνικό Συμβούλιο συνέχιζε την αποστολή και άλλων, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τα μαρτύρια των ανθρώπων. Συνάμα πολλοί από τους ιθύνοντες έκαναν εμπόριο αγοράζοντας χαλιά και άλλα πράγματα… Οι Ελληνες έμποροι συγχρόνως δούλευαν καλά γιατί τους επέτρεψαν να κινούνται ελεύθερα όχι μόνο μέσα στην Αρμενία, αλλά και έξω, ως την Τιφλίδα και το Βατούμ…».

«Τον Ιανουάριο του 1920, μετά τον θάνατο του Σταυριδάκη, έφτασε στο Καρς ο γενικός ελεγκτής της Ελληνικής αποστολής κ. Αγγελάκης που φιλοξενήθηκε στο σπίτι μου. Ηταν όμως και αυτός προκατειλημμένος κι αντί να κάνει έλεγχο στην διαχείριση, άρχισε να μιλάει για μετανάστευση των Ελλήνων της Αρμενίας και κατηγορούσε εμένα που δεν αφήνω τους Ελληνες που υποφέρουν να φύγουν. Του απάντησα με θυμό:

Πού θα πάνε οι χιλιάδες των προσφύγων; Γινήκατε εσείς αίτιοι να φύγουν 10.000 Ελληνες που πεινούσαν και καταφέρατε να φτάσουν μόνο οι μισοί στο Βατούμ, όπου εξακολουθούν να πεινούν και στερούνται τα πάντα. Για όλον αυτόν τον κόσμο τι μέτρα πήρατε; Τι κάνατε;..».

«Ολη αυτή η ιστορία της μετανάστευσης ήταν ένα αληθινό έγκλημα γιατί έγινε χωρίς καμιά προετοιμασία και μελέτη, χωρίς τη στοιχειώδη περίθαλψη του κόσμου, χωρίς να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα από τους υπεύθυνους…Η εθνική αποστολή του Πόντου και ο αρχηγός της Ελληνικής αποστολής κ. Πολεμαρχάκης συνεργάστηκαν σ’ αυτό το έγκλημα με ελαφριά τη καρδία…».

«Τον Μάη του 1920, μέλη του Εθνικού Συμβουλίου του Πόντου, ξεσήκωσαν με διαδόσεις από τις εστίες τους Ελληνες του Σοχούμ (περί τους 5.000), οι οποίοι κατέβαλαν ως προς αυτό 2.000 ρούβλια έκαστος. Στη διαδρομή προς τα λιμάνια «διαφυγής» πέθαναν 500 από πείνα και αρρώστιες, για να φτάσουν τελικά στον προορισμό τους όπου δεν υπήρχε κανένα πλοίο να τους επιβιβάσει. Εκεί πολλοί αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν -όσοι είχαν τη δυνατότητα- διάφορους Ελληνες αξιωματούχους προκειμένου να μπουν σε σειρά προτεραιότητας και να επιβιβαστούν να φύγουν…».

Η προσφυγοποίηση μεγάλης μερίδας των ελληνοποντιακών πληθυσμών απεδείχθη πρώτης τάξεως ευκαιρία για να κάνουν ορισμένοι «χρυσές δουλιές»: «Στα παρασκήνια όμως δρούσαν μερικοί ανεύθυνοι που έγραφαν στους Ελληνες του Καυκάσου και τους παρακινούσαν να έρθουν στην Τιφλίδα για να τους αποστείλουν στην Ελλάδα. Σκοπός τους ήταν να κερδίσουν χρήματα από τους πρόσφυγες αυτούς παίρνοντάς τους αμοιβή για την διεκπεραίωση της υπόθεσής τους. Αυτοί οι ίδιοι φρόντιζαν να ξεσηκώσουν και τα χωριά της Τσάλκας…»[33].

Τα ελληνικά τμήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος κινητοποιήθηκαν άμεσα διενεργώντας εράνους υπέρ των προσφύγων και οργανώνοντας ειδικές επιτροπές προκειμένου να τους βοηθήσουν. Παράλληλα καταδίκαζαν τις ενέργειες της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «οργανωμένη σπείρα ομογενών (που) καταπίνει και την τελευταίαν σταλαγματιά του αίματος των ταλαίπωρων τούτων προσφύγων». Την ίδια στιγμή, έθετε ως «έργο και καθήκον της ελληνικής κομμουνιστικής σέξιας» να «συντρίψη τας κεφαλάς των κακοποιών αυτών στοιχείων και να γλυτώσει τους δυστυχείς από τα σαρκοφάγα αυτά όρνεα… να πατάξη αμειλίκτως τα διεφθαρμένα, ιδιοτελή και έκφυλα αυτά όντα, τα οποία προκαλούν την δυστυχίαν και αποσύνθεσιν του κόσμου». Οι διάφοροι εκμεταλλευτές της αγωνίας των προσφύγων, που εμφανίστηκαν ως μεσάζοντες για την υποτιθέμενη διακόμισή τους στην Ελλάδα, απαιτούσαν μέχρι και 5.000 ρούβλια για τη διεκπεραίωση της υπόθεσής τους.[34]

Αυτές οι ενέργειες και εκκλήσεις των Ελλήνων κομμουνιστών της Ρωσίας χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μελετητές ως «μπολσεβίκικη προπαγάνδα», η οποία όχι μόνο -φυσικά- δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αλλά είχε ως σκοπό την απαξίωση της πολιτικής ηγεσίας των ομογενών στη συνείδηση των ελληνικών πληθυσμών. Είναι όμως πλέον οφθαλμοφανές ποιοι επεδίωκαν την εκμετάλλευση (πολιτική και οικονομική) των προσφύγων και ποιοι ενδιαφέρθηκαν πραγματικά και ανιδιοτελώς για την υπεράσπιση και διάσωσή τους.

Να σημειωθεί τέλος, ότι τα λιγοστά -παρά το μεγάλο μέγεθος του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου- πλοία που τελικά κατέφθασαν στα λιμάνια της Ρωσίας για να παραλάβουν τους πρόσφυγες όχι μόνο δεν επαρκούσαν για τη μεταφορά τους, αλλά ήταν και στην πλειοψηφία τους ακατάλληλα. Στοιβαγμένοι όπως-όπως και υπό άθλιες συνθήκες πολλοί από αυτούς ξεψύχησαν στη διαδρομή. Αν και το μαρτύριο αυτών που κατέφθασαν τελικά στις ελληνικές ακτές δεν τελείωσε εκεί: Η θνησιμότητα στους προσφυγικούς καταυλισμούς που τους «υποδέχτηκαν» άγγιξε «σύμφωνα με μερικούς υπολογισμούς στο 13% του συνόλου των προσφύγων»[35].

ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥΗ ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Η ιδεολογία του «μεγαλοϊδεατισμού», απόρροια της διαδικασίας της εθνικής - ταξικής αφύπνισης της ελληνικής αστικής τάξης, δεν αποτελούσε εξαίρεση, αλλά τον κανόνα ανάμεσα στις διάφορες εθνικές άρχουσες τάξεις που συνυπήρχαν στα όρια της κλυδωνιζόμενης τσαρικής αυτοκρατορίας. Η καλλιέργεια του εθνικισμού στις καταπιεζόμενες μάζες, βασιζόμενη σε υπαρκτά -ή τεχνητά- δεδομένα, επιστρατεύτηκε από την πρώτη στιγμή για την υπεράσπιση των συμφερόντων των αστών ενάντια στην κοινωνικοπολιτική επανάσταση που τους απειλούσε όλους το ίδιο, ανεξαρτήτως εθνότητας.

Σε γαλλόφωνη έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών «για την κατάσταση στη Ρωσία» (30 Νοεμβρίου 1918) τονίζεται χαρακτηριστικά πως «το μόνο αντίδοτο στον μπολσεβικισμό είναι ο εθνικισμός».[36] Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ (Γαλλία, Αγγλία, κ.ά.) συνέδραμαν υλικά και στρατιωτικά αστικές κυβερνήσεις, οι οποίες, εκμεταλλευόμενες την αστάθεια που επήλθε έπειτα από την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, επιχείρησαν να εγκαθιδρύσουν κρατικές οντότητες που θα διασφάλιζαν τα ταξικά τους συμφέροντα.

Υπό το πρίσμα αυτών των εξελίξεων οι λαοί καλούνταν να επιλέξουν στρατόπεδο: «είτε με τη Ρωσία και τότε οι εργαζόμενες μάζες των ακρινών περιοχών απελευθερώνονται από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό, είτε μαζί με την Αντάντ, και τότε είναι αναπόφευκτος ο ιμπεριαλιστικός ζυγός. Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει»[37].

Και όντως η πλειοψηφία των εθνοτήτων στα σύνορα της Ρωσίας (και ιδίως οι εργαζόμενοι, οι μάζες των αστικών κέντρων) τάχθηκαν υπέρ της σοβιετικής εξουσίας, με αποτέλεσμα οι βραχύβιες αστικές κυβερνήσεις του Νότου να συντηρούνται μέχρι τα τέλη του 1919 σχεδόν αποκλειστικά από την παρουσία των ξένων ιμπεριαλιστικών επεμβατικών δυνάμεων και των απομειναριών του τσαρικού στρατού. Ακόμα και στη σχετική έκθεση του Γενικού Επιτελείου Στρατού αναφέρεται πως «η Ουκρανική [εθνικιστική] Κυβέρνησις εθεωρείτο υπό του πλείστου μέρους του λαού ως όργανον των Γερμανών [σημ. οι οποίοι επενέβησαν στην περιοχή και μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόβσκ], η δε ιδέα της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας ως τελείως αντιφυσιολογική»[38].

Πρέπει να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως τα διάφορα εθνικιστικά στερεότυπα και οι αντιπαλότητες υπέκρυπταν συχνά (αν όχι σχεδόν πάντα) ζητήματα ταξικού περιεχομένου. Ετσι μια εθνότητα κρατούσε εχθρική στάση έναντι μιας άλλης, πολλές φορές λόγω της ιδιαίτερης θέσης που κατείχε μερίδα της δεύτερης στα μέσα παραγωγής. Για παράδειγμα, ο Βρετανός ιστορικός David Lane σημειώνει ότι στην ιδιαίτερα πολυπληθυσμική περιοχή του Καυκάσου «η αγροτιά των Γεωργιανών στεκόταν εχθρικά στους Αρμένιους εμπόρους, οι Ρώσοι βιομήχανοι καταπίεζαν τους εργάτες Περσικής καταγωγής»[39] και ούτω καθεξής.

Εύλογα βγαίνει λοιπόν το συμπέρασμα πως η όποια εχθρική στάση των ντόπιων πληθυσμών εναντίον μιας μερίδας των Ελλήνων της Νοτίου Ρωσίας είχε να κάνει, σε ένα μεγάλο βαθμό, με τη θέση των τελευταίων στο εκμεταλλευτικό ρωσικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Ο Ε. Παυλίδης, πρόεδρος του «Σωματείου εκ Ρωσίας Ελλήνων», αναφέρει σχετικά: «ουδείς εδιώχθη δια την ελληνικήν του συνείδησιν, άλλα και πολλάκις ετύγχανον οι Ελληνες ειδικής μεταχειρίσεως». Από την άλλη όμως, «ήτο άλλωστε φυσικόν να ζημιωθούν οι Ελληνες, αφού ούτοι ανήκον ως επί το πλείστον εις την εύπορον μεσαίαν τάξιν, την οποίαν είχον ως στόχον οι Μπολσεβίκοι».[40]

Ο Πλαστήρας, ο οποίος ήταν ένας από τους επικεφαλής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία (1919)[41], περιέγραψε με ειλικρίνεια και ευστοχία (από τη σκοπιά του αστού στρατιωτικού βέβαια) το ταξικό περιεχόμενο της σύγκρουσης στο πλαίσιο του ρωσικού Εμφυλίου, καθώς και ποια ήταν πραγματικά τα θύματα αυτής: «Τες ημέρες αυτές εξετυλίχθη μπροστά στα μάτια μας το τραγικότερο δράμα του αιώνα μας, η ρωσσική συμφορά με την ανατροπήν του υπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος, με τον αποδεκατισμόν της ρωσσικής αριστοκρατίας, με την τραγικήν και θλιβεράν αποδημίαν των λειψάνων μιας τάξεως μεγιστάνων τους οποίους η σκληρά μοίρα την στιγμήν εκείνην τους είχε ρίψει ανοικτιρμόνως εις την φρικωδεστέραν αθλιότητα. Στην Οδησσό είχε καταφύγει μέγας αριθμός της ρωσικής αριστοκρατίας, ως και όσοι αξιωματικοί του παλαιού καθεστώτος κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα χέρια των Μπολσεβίκων»[42].

Η εργατική τάξη και τα φτωχά στρώματα, η συντριπτική πλειοψηφία των λαών της Ρωσίας, δεν είχε τίποτε να φοβηθεί από το επαναστατικό κίνημα που εξαπλώνονταν παντού. Ακόμα και η ίδια η Ελληνική Κοινότητα της Οδησσού παραδεχόταν σε ανακοίνωσή της στους ελληνικούς πληθυσμούς της πόλης εν όψει της εγκατάλειψης αυτής από τα στρατεύματα της Αντάντ πως «όσοι των Ελλήνων αδυνατούν να αναχωρήσουν δεν πρέπει να φοβούνται. Διότι η Κυβέρνησις των Σοβιέτ προστατεύει αδιακρίτως εθνικότητος πάντα τιμίως εργαζόμενον, ανεξαρτήτως της ιδιαιτέρας ευνοίας, με την οποίαν πάντοτε περιέβαλε τους Ελληνας»[43]

Οι οποιεσδήποτε κυρώσεις ή διώξεις που αναφέρθηκαν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και είχαν σχέση με Ελληνες αφορούσαν αποκλειστικά μέλη της αστικής τάξης (εφοπλιστές, τραπεζίτες κλπ.).

Στις προκηρύξεις που μοιράστηκαν στον ελληνικό στρατό στην Ουκρανία από τους μπολσεβίκους εκδηλωνόταν τόσο ο θαυμασμός για τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία όσο και η απορία ως προς τους λόγους της συμμετοχής τους στο πλευρό των ιμπεριαλιστών: «Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες! Δεν γνωρίζομεν να εγένετο καμιά εχθρική πράξις εκ μέρους του ρωσικού λαού εναντίον της χώρας σας. Γνωρίζομεν όμως ότι η Ελλάδα είναι κοιτίς της δημοκρατίας… Ο ρωσικός λαός εδιδάχθη από τας δημοκρατικάς ιδέας της αρχαίας Ελλάδος, εξηγήρθη κατά των τυράννων του και όχι μόνον ανέτρεψε το δεσποτικόν μοναρχικόν καθεστώς του τσάρου, άλλα και ίδρυσε νέαν πολιτείαν στηριζόμενην όχι μόνον στην πολιτικήν ισότητα, άλλα και την κοινωνικήν και οικονομικήν… Σας καλούμε να μην προδώσετε τας παραδόσεις σας και σας προειδοποιούμεν ότι εάν πολεμήσετε εναντίον μας, θα είναι σκληρή η τιμωρίας σας»[44].

Σχετικά με το κατά πόσο οι Ελληνες φαντάροι ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις των μπολσεβίκων, η πιο ευρέως αναπαραγόμενη εκδοχή είναι αυτή που μεταφέρει ο στρατηγός Νίδερ, ο οποίος αναφέρει πως ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία αντίθετοι. Και όμως, αναφορά του υποστράτηγου Μπούριους προς το διοικητή των ελληνικών στρατευμάτων προειδοποιούσε πως «οι Ελληνες στρατιώται έχουν έλθει εις συμφωνίαν με τους Μπολσεβίκους και όχι μόνον δεν θα πολεμήσουν εναντίων των, όταν αυτοί επιτεθούν, άλλα και θα ενωθούν μετ’ αυτών»[45], ζητώντας την άμεση λήψη κατασταλτικών μέτρων.

Ο Κ. Αυγητίδης στη μελέτη του «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920)» πραγματοποίησε μια πλήρως στοιχειοθετημένη καταγραφή της στάσης των φαντάρων του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία, από την οποία αξίζει να παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα: 

«Δύο τμήματα του ελληνικού στρατού, που στρατοπέδευσαν στην Οδησσό, αρνήθηκαν να εκτελέσουν διαταγή της διοίκησής τους, να επιτεθούν ενάντια στους μπολσεβίκους. Υστερα από τα γεγονότα αυτά αφοπλίστηκαν, έγιναν συλλήψεις στρατιωτών, τους οποίους επιβίβασαν σε πλοία και με συνοδεία τους έστειλαν στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 1919 μεγάλες ταραχές εκδηλώθηκαν στις γραμμές των ελληνικών στρατευμάτων, που βρίσκονταν στην Οδησσό. Η φυλακή της Οδησσού κυριολεκτικά ήταν κατάμεστη από Ελληνες στρατιώτες που αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στον Κόκκινο Στρατό […]

[…] Η δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργήθηκε στις γραμμές του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος πήρε τέτοιες διαστάσεις, που οι αυτομολήσεις πήραν ομαδικό χαρακτήρα. Ο υπαξιωματικός του 9ου λόχου Παπαδόπουλος μαζί με 70 στρατιώτες πέρασαν στον Κόκκινο Στρατό. Σε αφήγησή του, ο Παπαδόπουλος ανέφερε ότι στον ελληνικό στρατό επικρατεί ολοκληρωτική αποσύνθεση. Οι λιποταξίες, αυτομολήσεις κλιμακώνονταν, γίνονταν καθημερινό φαινόμενο με τεράστιες διαστάσεις. Χαρακτηριστικές της κατάστασης που επικρατούσε ανάμεσα στους Ελληνες είναι οι γνώμες πολλών Ελλήνων που αυτομόλησαν. Ο στρατιώτης του Πρώτου Συντάγματος, της Πρώτης Μεραρχίας Ακίμονας Χρήστος του Θεοδώρου αναφέρει ότι ύστερα από ό,τι έχει μάθει για το τι είναι οι μπολσεβίκοι, αποφάσισε να αυτομολήσει…»[46].

Ενδεικτικό επίσης του αντίκτυπου που είχε η εμπειρία των Ελλήνων φαντάρων στη νεαρή σοβιετική Ρωσία είναι το γεγονός πως μια μεγάλη μερίδα των ανωτέρων αξιωματικών που στελέχωσαν αργότερα το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (όπως ο Στέφανος Σαράφης κ.ά.) προερχόταν από ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα που έλαβε μέρος στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Ουκρανία.[47]

Στη διαμόρφωση ενεργούς αντιμπεριαλιστικής στάσης εκ μέρους των Ελλήνων φαντάρων συνέδραμαν και οι Ελληνες κομμουνιστές που μάχονταν στην «αντίπερα όχθη» με τον Κόκκινο Στρατό (αντίπερα σε ταξική, αντιιμπεριαλιστική και όχι εθνολογική βάση). Πολλές από τις προκηρύξεις που απευθύνονταν στους Ελληνες στρατιώτες συντάσσονταν από ομοεθνείς τους, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει την Ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα Οδησσού. Για το συντονισμό μάλιστα της διαφωτιστικής δουλιάς είχε σταλεί από τη νεοσύστατη τότε Κομμουνιστική Διεθνή μια από τις σημαντικότερες μορφές μεταξύ των Ελλήνων κομμουνιστών εκείνης της περιόδου, ο Ωρίωνας Αλεξάκης[48]. 

Μετά τη νίκη του κόκκινου στρατού επί των στρατευμάτων της Αντάντ, «οι Ελληνες της Ομάδας Οδησσού μπήκαν από τους πρώτους στην πόλη».[49]

Τα παραδείγματα είναι πολλά και καταρρίπτουν από τα θεμέλιά του το μύθο περί «εθνικοφροσύνης» και «αντικομμουνισμού» των Ελλήνων στρατιωτών του Ουκρανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Παρόμοια εικόνα επιχειρείται να διαμορφωθεί και αναφορικά με τη στάση των Ρώσων (που στη συντριπτική τους πλειοψηφία τάσσονταν με τους μπολσεβίκους) έναντι των Ελλήνων. Ετσι πολύς λόγος γίνεται για «αντίποινα» και «σφαγές» Ελλήνων, προσφύγων και γηγενών, από Ρώσους πολίτες ή από τον Κόκκινο Στρατό στην περιοχή της Χερσώνας, στη Σεβαστούπολη και αλλού, συνεπεία των πολεμικών επιχειρήσεων του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος στην Ουκρανία.[50] Και όμως, μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων διαψεύδουν για ακόμα μια φορά αυτούς τους ισχυρισμούς.

Ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος ήταν Πόντιος πρόσφυγας από την περιοχή της Τρίπολης και είχε καταφύγει στην Σεβαστούπολη από το 1918. Η μαρτυρία του είναι πράγματι αφοπλιστική: «Καλά δουλεύαμε. Μα από τη στιγμή που ήρθαν οι δικοί μας να κτυπήσουν τους μπολσεβίκους, δεν είχαμε πια θέση εκεί. Οταν οι στρατιώτες μας γυρίζουν από τη γραμμή Περικόπ που τους έστειλαν οι Αγγλογάλλοι να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους, οι Ρωσίδες τους έριχναν ζεστά νερά από τα παράθυρα και τους έλεγαν “Ανόητοι Γραικοί, σας έφεραν εδώ μέσα για να μας πολεμήσετε; Δεν πάτε καλύτερα να πολεμήσετε στην πατρίδα σας; Δεν σας σκοτώνουμε, ενώ μπορούμε, γιατί ξέρουμε ποιοι σας έστειλαν”»[51].

Η Ουκρανική Εκστρατεία είχε βέβαια και τις συνέπειές της, αφού «αναντιρρήτως συντέλεσε τα μέγιστα» στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετέπειτα για μια μερίδα των Ελλήνων της Ρωσίας και παρά τις εκκλήσεις των τοπικών συλλόγων προς την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της, τίποτε δεν έγινε.[52]

ΟΙ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ - ΑΥΤΟΝΟΜΙΣΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΠΟΝΤΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣΟΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ

Ο Ανδρέας Ζαπάντης αναφέρει πως: 

«Το καλοκαίρι του 1917, συνεπεία των αυτονομιστικών κινημάτων τα οποία προκάλεσε η αλλαγή καθεστώτος στην Ρωσία, οι ελληνικές κοινότητες της νοτίου Ρωσίας συγκρότησαν το Πρώτο Πανελλήνιο Κογκρέσο στο Ταγκανρόντ και συνεζήτησαν σχέδια για τοπική αυτονομία. Ταυτόχρονα οι Ελληνες της Υπερκαυκασίας συγκρότησαν Κογκρέσο στην Τιφλίδα προς τον σκοπό να επιτύχουν την ανεξαρτησία της περιοχής του Πόντου. Ενα δεύτερο Πανελλήνιο Κογκρέσο συνήλθε τον Οκτώβριο του 1919 στο Αικατερινοντάρ. Και τον Δεκέμβριο του 1919, οι Ελληνες της Υπερκαυκασίας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήσαν από την περιοχή του Πόντου, εσχημάτισαν μιαν Εθνική Συνέλευση η οποία άρχισε διαπραγματεύσεις με τη Δημοκρατία της Γεωργίας για την ανεξαρτησία του Πόντου.»[53] Τα θέματα που απασχόλησαν τους αντιπροσώπους των διαφόρων Ελληνικών Κοινοτήτων (ως επί το πλείστον μέλη της αστικής τάξης και των ανωτέρων βαθμίδων του κλήρου) συμπεριλάμβαναν μεταξύ άλλων: Δημιουργία κεντρικού οργάνου εκπροσώπησης, αυτονομία της Ελληνικής Εκκλησίας, εθνικοποίηση των Ελληνικών σχολείων, ίδρυση Ελληνικής Τράπεζας, προξενείων κλπ.[54]

Στο θέμα της αυτονόμησης κατεγράφησαν διάφορες γνώμες και «τάσεις», αφού άλλοι υποστήριζαν την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, είτε Ποντοτουρκικού είτε Ποντοαρμένικου είτε με μορφή ομοσπονδίας είτε απλά με διευρυμένη αυτονομία κλπ. Σημαντικό ρόλο στις διαφωνίες έπαιζαν τα «εμπορικά συμφέροντα» διαφορετικών κύκλων της άρχουσας τάξης των Ποντίων, οι οποίοι και αναλόγως υποστήριζαν το ένα ή το άλλο σενάριο.[55] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι προτάσεις Σταυριδάκη (πολιτικού εκπροσώπου της Ελληνικής Κυβέρνησης στον Πόντο και τον Καύκασο), ο οποίος προωθούσε το σενάριο στρατιωτικής επέμβασης της Ελλάδας στον Καύκασο με σκοπό τη δημιουργία ελληνικού κράτους που θα περιελάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Υπερκαυκασίας. Το εγχείρημα αυτό θα βασιζόταν στο γεγονός, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, ότι «δεν υπήρχε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και η Ρωσία ήταν εξασθενημένη από τον εμφύλιο πόλεμο», ενώ σημαντικό ρόλο στην υλοποίησή του θα έπαιζε και εξοπλισμένο τμήμα των Ελλήνων της Ρωσίας.[56]

Το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου συνδέθηκε άμεσα τόσο με τις εξελίξεις στη Ρωσία το 1917 και έπειτα, όσο και με τις επιδιώξεις του ελληνικού κεφαλαίου στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου. Ο Διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου αναφέρει στη μαρτυρία του: «Στην Τραπεζούντα, με την προοπτική της υποχώρησης του Ρωσικού στρατού, έγιναν κάτι σπασμωδικές κινήσεις των προυχόντων και της πνευματικής ηγεσίας: Συμβούλια, συσκέψεις, συνεννοήσεις κλπ. με πρόεδρο τον Μητροπολίτη Χρύσανθο και με σκοπό την αναχαίτιση της προέλασης του Τουρκικού στρατού, μέχρι που να οργανωθεί στον Καύκασο από Αρμενίους, Γεωργιανούς και Ελληνες αξιόμαχος στρατός […]

[…] Με την υποχώρηση των Ρώσων ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο Ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Οταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί […]

[…] Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ’ όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή όμως οι Ελληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν ν’ αποτελέσουν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, την Τιφλίδα, κλπ οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα Αρμένικα, Γεωργιανά και Κοζάκικα στρατεύματα κλπ. Με τις διαδόσεις αυτές ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται…Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου […]

[…] Αλλά και τα βιαστικά αυτά μέτρα των Ποντίων, η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια απ’ τον Καύκασο, κλπ έμειναν απραγματοποίητες…Οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών…».

Ο συγγραφέας δεν παρέλειψε ακόμα να καταγγείλει και τη στάση των συμπατριωτών του στη Ρωσία, καθώς και τις επιπτώσεις που είχε αυτή στις τύχες του ποντιακού ελληνισμού στην Τουρκία. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε με την Ελληνική Αποστολή (Σταυριδάκης) και αντιπροσώπους ελληνικών χωριών είπε αγανακτισμένος στους Ελληνες του Πόντου της Ρωσίας που έκαναν λόγο για «Ελεύθερο Πόντο»: 

«Εσείς από την ελεύθερη Γεωργία φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δεν βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους…Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δεν χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Εθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω τον λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας»[57].

Και δεν ήταν βέβαια η μόνη περίπτωση που αποφάσιζαν άλλοι για τις τύχες των Ποντίων της περιοχής χωρίς να τους ρωτήσουν. Στο Παμποντιακό Συνέδριο που συγκλήθηκε στη Μασσαλία στις 22 Ιανουαρίου του 1918 για παράδειγμα, συμμετείχαν «εκπρόσωποι» (σε εισαγωγικά γιατί βέβαια δεν εκπροσωπούσαν τον ποντιακό λαό αλλά τα συμφέροντα της τάξης τους) των Ποντίων της Ευρώπης και της Αμερικής, «όχι όμως Πόντιοι που ζούσαν στη Ρωσία και τον Πόντο»! Η Εκτελεστική Επιτροπή που προέκυψε μάλιστα έλαβε και μια σειρά «πρωτοβουλιών» στο όνομα του Πόντου, η αποτελεσματικότητα των οποίων αμφισβητείται ακόμα και από την αστική ιστοριογραφία.[58]

Ομως και μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων του Πόντου υπήρχαν διαφωνίες, οι οποίες ανταποκρίνονταν σε αντικρουόμενα συμφέροντα. Ο Κωνσταντίνος Κυνηγόπουλος που συμμετείχε στη συνέλευση των αντιπροσώπων των ελληνικών κοινοτήτων του Καρς (τέλη Δεκεμβρίου 1917 - αρχές Ιανουαρίου 1918) αναφέρει πως, παρότι διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες για το τι μέλλει γενέσθαι, η συνέλευση διαλύθηκε χωρίς να βγει κάποιο αποτέλεσμα, εξαιτίας της «ιδιοτέλειας» των αντιμαχόμενων πλευρών, οι οποίες διαγωνίζονταν για τα «πρωτεία μεταξύ των Ελλήνων».[59]

Καθ’ όλη την περίοδο αυτή πραγματοποιούνταν παράλληλα αλλεπάλληλες ενέργειες από πλευράς της Ποντιακής ηγεσίας για ανάθεση της περιοχής υπό Βρετανική ή Αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών -οι σχεδιασμοί των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή είχαν πλέον αλλάξει- ο Μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Ελληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα… ο Ελληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς»[60].

Ο προσανατολισμός της ποντιακής ηγεσίας προς μία διευθέτηση του Ποντιακού ζητήματος με ξενική παρέμβαση προκάλεσε αντιδράσεις που αξίζει να αναφερθούν. Ετσι, όταν το Δεκέμβριο του 1919 στην Τιφλίδα πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην οποία μετείχαν ο Σταυριδάκης, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος και άλλοι ιθύνοντες για να συζητήσουν το ζήτημα του Πόντου, ένας από τους παρευρισκόμενους τόνισε με αφορμή το θέμα ανεύρεσης ξένων εγγυητών της ανεξαρτησίας ή απελευθερωτών του Πόντου, πως «χωρίς επανάσταση και χωρίς να χυθεί αίμα, ελευθερία δεν εξασφαλίζεται

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο Μητροπολίτης σηκώθηκε και είπε: «Εσύ μιλάς σαν μπολσεβίκος!» Και πήρε την απάντηση:

«Εγώ είμαι πατριώτης… Εσείς με την στάση σας επισωρεύσατε πλείστα δεινά στους Ποντίους, καταστρέφετε τον Ελληνισμό του Πόντου, κι αν κάποτε τον ελευθερώσετε, δεν θα βρεθούν Πόντιοι να τον κατοικήσουν».
 Τα λόγια του απέβησαν -δυστυχώς για τον Ποντιακό λαό- προφητικά
.[61]

Η τάση της ποντιακής ηγεσίας να στηριχθεί για τη διαμόρφωση του status quo στην περιοχή περισσότερο σε εξωτερική επέμβαση και λιγότερο στις εγχώριες δυνάμεις (δηλαδή στο λαό) έχει ενδεχομένως να κάνει και με το εξής. Μετά τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας στο Μούδρο το 1918 άρχισαν να επιστρέφουν στον Πόντο οι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει προσωρινά στη Ρωσία. Ομως οι επαναστατικές διαδικασίες που εκτυλίσσονταν εκεί δεν τους είχαν αφήσει ανεπηρέαστους, γεγονός που σημειώθηκε και από το στρατιωτικό εκπρόσωπο του Βενιζέλου στον Πόντο και την Υπερκαυκασία. 

«Διαποτισμένοι οι πρόσφυγες με τα κηρύγματα της λαϊκής και κοσμικής εξουσίας, δεν αποδέχονταν το ιδιόμορφο καθεστώς της διοίκησης των ελληνικών κοινοτήτων της περιοχής από τα παραδοσιακά κληρικο-λαϊκά συμβούλια που είχαν καθιερωθεί στα μέσα του 19ου αιώνα και στα οποία ηγεμόνευαν οι κατά τόπους μητροπολίτες και εύποροι δημογέροντες. Σύντομα οι αντιδράσεις πήραν στην πόλη της Τραπεζούντας οξύ ταξικό χαρακτήρα, με ποικίλες εκδηλώσεις και επαναστατικά συνθήματα εναντίον των «κρατούντων». Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι αναμετρήσεις ανάμεσα στις αντιτιθέμενες ομάδες εξελίχθησαν σε δυναμικές ή και ένοπλες συγκρούσεις»[62].

Οι ποντιακοί πληθυσμοί, ωστόσο, εντάχθηκαν στους σχεδιασμούς της ντόπιας και ελληνικής αστικής τάξης. Αυτό πιστοποιήθηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την περίοδο όπου μια μεγάλη μερίδα Ποντίων της Ρωσίας, «ανερχόμενη εις υπέρ 100.000» και «ευρισκόμενοι μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων φυλών» ζητούσε άμεση παλιννόστηση στην Ελλάδα.[63] Η διαδικασία της παλιννόστησης που είχε ξεκινήσει με αργούς ρυθμούς σταμάτησε σύντομα, έπειτα από σύσταση του Βρετανού Αρμοστή και συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Οι προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν άλλες. Σε έκθεση του Α. Α. Πάλλη αναφέρεται σχετικά με τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου πως «πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι απαιτούν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους κρατήσουμε εκεί… Η ύπαρξη ενός ελληνικού Πόντου με κάποια αυτονομία και με κοινό σύνορο με μια ανεξάρτητη Αρμενία είναι απαραίτητη προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του Τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης»[64].

Καθ’ όλη την ταραγμένη αυτή περίοδο, οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις σε Πόντο και Ελλάδα πάσχιζαν να μην αποσταλούν οι προσφυγικοί πληθυσμοί του Πόντου στην Ελλάδα γιατί ήθελαν να συνεχίσουν να τους χρησιμοποιούν ως διαπραγματευτικό χαρτί στις επιδιώξεις τους, τόσο στον Πόντο όσο και στη Ρωσία. Δε δίσταζαν μάλιστα να ζητούν την επιστροφή τους στην περιοχή του Πόντου, την οποία είχαν μόλις εγκαταλείψει για να γλιτώσουν από τις σφαγές, ώστε να ενισχυθούν τα εκεί «εθνικά συμφέροντα» που διακυβεύονταν: 

«Η Επιτροπή Περιθάλψεως ήταν αποδέκτης υπομνημάτων των Ελλήνων του Καυκάσου και της Ρωσίας, με τα οποία ζητούσαν την παλιννόστησή τους [σημ: των προσφύγων που είχαν συγκεντρωθεί στα παράλια της Νότιας Ρωσίας] στο Μικρασιατικό Πόντο. Στα υπομνήματα αναπτυσσόταν η άποψη ότι με την επανεγκατάστασή τους εκεί «δύναται να στερεωθεί η εθνική ανεξαρτησία του Πόντου». Διαφωνούσαν με τη μετανάστευση στην Ελλάδα γιατί έτσι εξασθενούσε το εθνικό ζήτημα του Πόντου και δημιουργούσε ασυγκράτητο ρεύμα μετοικεσίας στην Ελλάδα, όλων των Ποντίων που βρίσκονταν στη Ρωσία»[65].

Σε αυτό όμως το σημείο έχει ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε και μια άλλη παράμετρο που έχει να κάνει με την προστασία και φυγάδευση του δοκιμαζόμενου ποντιακού λαού. 

Οταν λοιπόν οι αδιέξοδες ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης (σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες των διεθνών Συμμάχων της) οδήγησαν στην καταστροφή του Ποντιακού ελληνισμού, δεν ήταν οι ελληνικές ή «συμμαχικές» δυνάμεις που ανέλαβαν το έργο της διάσωσης των δοκιμαζόμενων πληθυσμών, άλλα οι σοβιετικές. 

Οπως αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά στις βιογραφικές του καταγραφές ο Αρχιεπίσκοπος της Τραπεζούντας Χρύσανθος:

«Κι όμως τελικά δεν έγινε εκείνο που έγινε αργότερα στη Σμύρνη από τους «μεγάλους μας Συμμάχους» [σημ. εννοεί τη μη εκκένωση των εκεί πληθυσμών, παρά την ύπαρξη μεγάλου αριθμού συμμαχικών πλοίων που θα μπορούσαν να είχαν σώσει χιλιάδες]. Οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους «χριστιανούς» Αγγλογάλλους. Τον φόρτωσαν [τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου] σε καράβια και μας τον φέραν στην Τραπεζούντα»[66]

Στη στάση των σοβιετικών αρχών έναντι των δοκιμαζόμενων Ελλήνων του Πόντου έχουν αναφερθεί και άλλοι συγγραφείς. Ο Σκουλούδης, για παράδειγμα, αναφέρει πως

 «εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς. Εκτός αυτού έθετον εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια»[67].

Παρά λοιπόν τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε αναφορές του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων είναι τραγική λόγω των εθνικιστικών συγκρούσεων που είχαν ξεσπάσει στην ευρύτερη περιοχή (και που ευνοούσε η Αντάντ, όπως είδαμε παραπάνω, για τους δικούς της λόγους), η ελληνική πλευρά προτίμησε να τους κρατήσει εκεί ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. 

Ως γνωστόν ο Βενιζέλος είχε τοποθετηθεί αντίθετα στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου, ή το έθετε σε δεύτερη προτεραιότητα.[68] Ταυτόχρονα η πολιτική ηγεσία και η αστική τάξη των Ποντίων φαινόταν διασπασμένη, αφού τα διαφορετικά τους συμφέροντα τους ωθούσαν προς διαφορετικούς σχεδιασμούς αναφορικά με το μέλλον της περιοχής

Οταν πλέον η Ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να επέμβει στρατιωτικά, δεν το κάνει στις περιοχές που ζει η μάζα των Ελλήνων και που χρειάζονταν προστασία εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων, αλλά στην Οδησσό, έδρα του ελληνικού κεφαλαίου στην περιοχή και τελευταίο καταφύγιο της τσαρικής αριστοκρατίας (διαθέτοντας μάλιστα τη σημαντικότατη για τα ελληνικά δεδομένα στρατιωτική δύναμη 23.351 ανδρών ή δύο ολόκληρων μεραρχιών!). Ετσι έλαβε μέρος σε μια σύγκρουση ξένη προς τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνισμού του Πόντου, μια σύγκρουση ταξική, εκθέτοντας ταυτόχρονα και τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής που ως ένα βαθμό ταυτίστηκε με τις εθνικιστικές επιδιώξεις της «Μητέρας πατρίδας».[69]

Ο κατευνασμός της εθνικιστικής όξυνσης, που άφησαν πίσω οι πολιτικές τόσο των εθνικιστικών αστικών κυβερνήσεων στην περιοχή όσο και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, θα τεθεί ως πρώτη προτεραιότητα της νέας σοβιετικής εξουσίας (αν και ομολογουμένως δε θα εξαφανιστούν εν μια νυκτί).[70]

Αξίζει να σημειωθεί τέλος, ότι οι Πόντιοι που επαναπατρίστηκαν εν τέλει, εγκαταστάθηκαν από τις Ελληνικές αρχές κυρίως σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας που σε πολλές περιπτώσεις ήταν οικονομικά ακατάλληλες για τη συντήρησή τους. Τα κριτήρια όμως δεν ήταν οικονομικά, αλλά πολιτικά, αφού εστάλησαν σε μέρη όπου κρίθηκε αναγκαίο ώστε «να πυκνώσουν τον εκεί αραιόν ελληνικόν πληθυσμόν»[71]. Οι συνέπειες του τρόπου που μεταχειρίστηκαν οι αστικές κυβερνήσεις τις προσφυγικές μάζες άφησαν πίσω τους χρόνια προβλήματα, πολλά από τα οποία διαιωνίζονται ως και τις μέρες μας.

Το ζήτημα του επαναπατρισμού βέβαια δεν έκλεισε με την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Οδησσό. Η ελληνική κυβέρνηση όμως συνέχισε να το αντιμετωπίζει με την ίδια αδιαφορία: «Στις 28 Ιουνίου 1921, το πρώτο κογκρέσο Ελλήνων εργατών του Κουμπάν και της Μαύρης Θάλασσας, έκανε έκκληση προς την ελληνική κυβέρνηση και τον Φ. Νάνσεν -μέσω του Σοβιετικού Υπουργείου Εξωτερικών- να λάβουν μέτρα για τη μετανάστευση των Ελλήνων υπηκόων στην Ελλάδα [γίνεται αναφορά για 15.000 περίπου]. Στην έκκληση του κογκρέσου προς την ελληνική κυβέρνηση αναφερόταν: 

«Γιατί έως σήμερα δεν ακούστηκε η φωνή μας… δεν χάνουμε την ελπίδα ότι τελικά η ελληνική κυβέρνηση θα εννοήσει την ανάγκη να μας δεχτεί και επιμένουμε κατηγορηματικά στο ζήτημα αυτό».

Η σοβιετική κυβέρνηση μεταβίβασε επανειλημμένα το αίτημα αυτό στις ελληνικές αρχές, υποσχόμενη κάθε δυνατή διευκόλυνση από την πλευρά της. «Αλλά εκείνη την εποχή η ελληνική κυβέρνηση δεν δέχτηκε την πρόταση». Φοβόταν πως με τον επαναπατρισμό τους οι παλιννοστούντες θα μετέφεραν στην Ελλάδα και τον “ιό του κομμουνισμού”».[72]

ΜΕΡΟΣ Γ: ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΠΟΝΤΙΑΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Η ΝΕΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ: ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΙΜΝΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΟΤΗΤΩΝΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΘΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

Η νεαρή σοβιετική εξουσία έδωσε δείγματα γραφής από τις πρώτες κιόλας μέρες από την εγκαθίδρυσή της, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τη γενικότερη καταστροφή που είχαν αφήσει πίσω τους ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μερίμνησε άμεσα για την επανεγκατάσταση όσων είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών συγκρούσεων, ενώ για όσους ήταν είτε πρόσφυγες από τον Πόντο (τους οποίους δε φρόντισε η ελληνική κυβέρνηση να τους μεταφέρει στην Ελλάδα) είτε άστεγοι λόγω ολοκληρωτικής καταστροφής των χωριών τους, η σοβιετική εξουσία τούς διέθεσε γη, προκειμένου να εξασφαλίσουν τους όρους επιβίωσής τους. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί, για παράδειγμα, το χωριό «Σπάρτα», το οποίο ιδρύθηκε μετά από απαλλοτρίωση των εδαφών ενός φεουδάρχη στο Βόρειο Καύκασο, του Salamatin.[73]

Χαρακτηριστική είναι επίσης η στάση των νέων τοπικών αρχών, οι οποίες όχι μόνο δεν εμπόδισαν αλλά ενθάρρυναν ενεργά τη σύσταση ελληνικών συλλόγων, πολιτιστικών κέντρων κλπ. Μάλιστα στην Τιφλίδα της Γεωργίας η σοβιετική δημοτική αρχή ήταν που πήρε την πρωτοβουλία και πρότεινε στους ελληνικούς πληθυσμούς τη σύσταση ελληνικού σχολείου.[74]

Η ιδιαίτερη σημασία που προσέδιδε η νέα σοβιετική εξουσία στο εθνικό ζήτημα εκφράστηκε στην πράξη από τις πρώτες κιόλας ημέρες μετά την εγκαθίδρυσή της με τη δημοσίευση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων των Λαών της Ρωσίας στις 15 Νοεμβρίου 1917. Σε έκθεση του Γραφείου Πληροφοριών της Ουάσινγκτον για την ΕΣΣΔ (1929) αναφέρεται σχετικά πως ο διοικητικός διαχωρισμός εντός των διαφόρων Δημοκρατιών της Ενωσης «ανταποκρίνεται σε εθνολογικά ή γεωγραφικά όρια. Οι αυτόνομες δημοκρατίες και περιοχές απολαμβάνουν το μέγιστο βαθμό αυτοδιοίκησης στα τοπικά θέματα. Η κάθε μια έχει τον έλεγχο του δικού της εκπαιδευτικού συστήματος. Η κάθε μια από τις πολλαπλές εθνικότητες στη Σοβιετική Ενωση είναι απόλυτα ελεύθερη να χρησιμοποιεί τη δική της γλώσσα σε γραπτή ή προφορική μορφή, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης της σε δικαστήρια και εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και να αναπτύξει τις δικές της ιδιαίτερες κοινωνικές χρήσεις»[75].

Στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας το 1932, για παράδειγμα, υπήρχαν 25 αυτοδιοικούμενες εθνοτικές περιοχές, οι οποίες λειτουργούσαν με τον παραπάνω τρόπο και εκ των οποίων οι τρεις ήταν Ελληνικές. Η γη, που άλλοτε ανήκε σε φεουδάρχες, απαλλοτριώθηκε από τις σοβιετικές αρχές, προκειμένου να οικοδομηθούν οικισμοί και να στεγαστούν οι πρόσφυγες του Πόντου.[76] Με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκε ένας μεγάλος αριθμός τοπικών Σοβιέτ, τα οποία ήταν είτε αμιγώς ελληνικά ή και μεικτά, ανάλογα με την εθνολογική σύνθεση στο δοσμένο χωριό ή πόλη. Στην περιοχή της Αμπχαζίας, το 1926, υπήρχαν περισσότερα ελληνόφωνα από ό,τι ρωσόφωνα σχολεία (41 και 27 αντίστοιχα). Στην ίδια περιοχή είχαν εκλεγεί 3 Ελληνες Υπουργοί.[77] Οι εθνοτικές περιοχές εξέλεγαν τους δικούς τους αντιπροσώπους, οι οποίοι αναλάμβαναν και χρέη «πρεσβευτών» των θεμάτων των μειονοτήτων στα διοικητικά κέντρα της χώρας, καθώς και στο Λαϊκό Επιτροπάτο για τις Υποθέσεις των Εθνοτήτων(Nar.kom.nats)[78].

Η προστασία και καλλιέργεια της εθνολογικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας συμπληρωνόταν παράλληλα από μια πετυχημένη πολιτική ενθάρρυνσης των διαφόρων μειονοτήτων, ώστε να συμβάλλουν ενεργά στη διαδικασία της πολιτικής και οικονομικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ενδεικτική της αποτελεσματικότητας αυτής της πολιτικής είναι οι αναφορές της εποχής στη συμμετοχή των Ελλήνων στις λεγόμενες «εργατικές ομάδες κρούσης», πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης σε εργοστάσια, κατασκευές κλπ., με εξέχον παράδειγμα τη γνωστή σταχανοβίτισα Pasha Angelina, «περήφανο μέλος της “Ελληνικής Μπριγάδας”»[79].

Η σοβιετική κυβέρνηση διατήρησε την πολιτική της έναντι του ζητήματος των εθνοτήτων παρά το γεγονός ότι το κράτος επιβαρυνόταν με τεράστιο κόστος, τόσο σε υλικούς πόρους όσο και σε διοικητική και εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα. Ο σεβασμός των γλωσσικών διαφοροποιήσεων (192 το σύνολο) σήμαινε πως πολλοί διοικητικοί υπάλληλοι βρίσκονταν σχεδόν μόνιμα με ένα λεξικό στο χέρι, ενώ ταυτόχρονα οι εκδόσεις (το 1928) γίνονταν σε 66 γλώσσες και οι εφημερίδες σε 47.[80] Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ιδρύθηκε Ελληνικό Τυπογραφείο, εκδόθηκαν πολλές εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία στα ελληνικά, αναδείχθηκαν σημαντικές μορφές της σοβιετικής ποίησης και λογοτεχνίας, μεταφράστηκαν έργα τόσο της κλασσικής όσο και της μοντέρνας ελληνικής φιλολογίας (από τον Ομηρο μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τον Παλαμά), δημιουργήθηκε η Ελληνική Παιδαγωγική Σχολή, οργανώθηκε Ελληνικό Δραματικό Τμήμα στο Κρατικό Θέατρο της Αμπχαζίας, καθώς και Ελληνικά Θέατρα, εργατικές, επαγγελματικές και ανώτερες σχολές, μορφωτικοί όμιλοι, ελληνικές παιδαγωγικές ακαδημίες κλπ. Δικαιολογημένα λοιπόν μπορούμε να πούμε πως «η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης ήταν… από τις προτεραιότητες του νέου συστήματος»[81].

Ακολούθως, αποτελεί πλέον ελάχιστα αμφισβητούμενο γεγονός, ακόμα και μεταξύ μη-κομμουνιστών μελετητών, πως με την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας «για πρώτη φορά, σε καταπιεσμένους λαούς και έθνη, ανεξάρτητα από την αριθμητική τους δύναμη, δόθηκε από τους μπολσεβίκους η δυνατότητα να μαθαίνουν, αλλά και να μιλούν ελεύθερα τις γλώσσες τους. Οι ελληνικές κοινότητες, εκμεταλλευόμενες τις αλλαγές αυτές, κατόρθωσαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ν’ αναπτυχθούν πολιτιστικά, να καλλιεργήσουν τα ήθη και έθιμά τους και να ξεχωρίσουν με τη μορφωτική παρουσία τους σ’ όλους τους τομείς»[82].

Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως «το μορφωτικό επίπεδο του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών ήταν γενικά χαμηλό με υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού ανάμεσα στους Πόντιους και τους Μαριουπολίτες». Στα σχολεία καθιερώθηκε η δημοτική ως κύρια γλώσσα διδασκαλίας. «Ταυτόχρονα όμως, θεωρήθηκε αναγκαίο να μορφώνονται οι ενήλικες αναλφάβητοι στη μητρική τους γλώσσα, δηλ. στα ποντιακά ή στα μαριουπολίτικα. Ετσι συντελέστηκε ακόμη μια καινοτομία με την έκδοση για πρώτη φορά βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών στα ποντιακά και στα μαριουπολίτικα»[83].

Είναι ενδεικτικό πως ως «πρώτιστο ζήτημα» για το Α΄ Ελληνικό Εργατοχωρικό Συνέδριο (Κρασνοντάρ, 10 Μαΐου 1921) τέθηκε η «παντελής εξαφάνιση της αμάθειας». Παράλληλα, οι Ελληνες κομμουνιστές ρίχτηκαν στην υπόθεση της λαϊκής μόρφωσης, τονίζοντας την αναγκαιότητα για τα ελληνόπουλα να καταστούν άνθρωποι «κοινωνικοί, μορφωμένοι εγκυκλοπαιδικά, επιστήμονες ειδικοποιημένοι», ώστε, «να ωφελήσουν την κοινωνία ως μέλη και τον εαυτό τους ως άτομα»[84].

Περιοχές με συγκεντρωμένους ελληνικούς πληθυσμούς αναδείχθηκαν σε σημαντικές εστίες πολιτιστικής δραστηριότητας. Πόλεις όπως το Βατούμ, το Σοχούμ, η Τιφλίδα, η Μαριούπολη, το Μπακού, το Νοβορωσίσκ κ.ά. μετατράπηκαν σε μεγάλα κέντρα του Ποντιακού Θεάτρου, με σπουδαία συγγραφική παραγωγή, τόσο στην ποντιακή όσο και στην ελληνική δημοτική γλώσσα (καθώς επίσης και μεικτά). Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα συστάθηκαν δεκάδες πολιτιστικοί σύλλογοι και θεατρικοί θίασοι, όπως ο «Ελληνικός Εργατικός Ομιλος» και ο «Ελληνικός Δραματικός Ομιλος Ορφεύς» στο Νοβορωσίσκ, το «Ελληνικό Κρατικό Θέατρο Μαριούπολης» κ.ά., χωρίς να υπολογίζονται οι αναρίθμητες πολιτιστικές ομάδες των σχολείων (κάθε σχολείο διέθετε θεατρική αίθουσα). Η αναπαραγωγή έργων περιελάμβανε τόσο αρχαίους, όσο και σύγχρονους Ελληνες συγγραφείς και δραματουργούς.[85]

Την ίδια περίοδο, οι δύο μεγαλύτεροι ελληνόγλωσσοι εκδοτικοί οίκοι στην ΕΣΣΔ, ο «Κομμουνιστής» και ο «Κολεκτιβιστής», εκτός από τον καθημερινό και περιοδικό τύπο, εξέδωσαν και εκατοντάδες βιβλία πολιτικοοικονομικού περιεχομένου, αγροτικής οικονομίας και υγιεινής, λογοτεχνικά, σχολικά κ.ά.

Για πρώτη φορά η τέχνη έπαιξε συνειδητό, ενεργό και ουσιαστικό ρόλο στη διαπαιδαγωγητική διαμόρφωση ενός νέου ανθρώπου, στη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνίας. Τα έργα των συγγραφέων και καλλιτεχνών έπρεπε να έχουν «παιδαγωγικό χαρακτήρα και να υπηρετούν την προσπάθεια μόρφωσης των εργατών και των αγροτών», να προβάλλουν τα ιδανικά της εργατικής τάξης και να συνδράμουν στην καταπολέμηση των υπολειμμάτων των αστικών αξιών που τους κληρονόμησε το παρελθόν. Ο γενικότερος προσανατολισμός της τέχνης προσδιορίστηκε θεωρητικά ως «εθνική στη μορφή, σοσιαλιστική στο περιεχόμενο». Ο θεατρικός συγγραφέας Ανέστης Ερυθριάδης (Α. Κόκκινος) σε άρθρο του σε φιλολογική συλλογή που εκδόθηκε το 1932 τόνισε σχετικά: «Η προλεταριακή λογοτεχνία είναι ένας από τους τρόπους που βοηθάει στο χτίσιμο του σοσιαλισμού, ξυπνάει τη συνείδηση του λαού, πολεμάει στις πρώτες γραμμές τον αλύπητο ταξικό αγώνα, πολεμάει για να γίνει δυνατό και ανίκητο το κράτος του σοσιαλισμού. Για μας η λογοτεχνία είναι ένα από τα πιο ενεργητικά μέσα που χρησιμοποιεί το προλεταριάτο, ένα από τα πιο στιβαρά όπλα του αγώνα του, ένας τρόπος που βοηθάει το γρήγορο χτίσιμο, τη δημιουργία του νέου κόσμου»[86].

Εχει σημασία τέλος να τονίσουμε ορισμένες πλευρές σχετικά με τη στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των θρησκειών, μιας και ανακύπτει συχνά στη βιβλιογραφία.

Το 1918 πραγματοποιήθηκε ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, όπου κάθε πολίτης ή ομάδα πολιτών διατηρούσε το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ενώ απαγορευόταν κάθε μορφή θρησκευτικής προπαγάνδας. Ορισμένοι ιστοριογράφοι, στα πλαίσια ενός γενικότερου αντικομμουνισμού, πρόβαλαν την πολιτική πλήρους διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας και ανεξιθρησκίας ως επίθεση κατά των θρησκευτικών ελευθεριών και των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των εθνοτήτων και ειδικότερα των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Η μάχη «Κατά των προλήψεων» που ξεκίνησε ο «Σπάρτακος», εφημερίδα των Ελλήνων κομμουνιστών, στιγματίστηκε, ενώ καυτηριάστηκε ο χαρακτηρισμός της παπαδοκρατίας ως «οι μαύροι αυτοί χωροφύλακες του δεσποτισμού».[87]

Το γεγονός ότι σήμερα μπορεί να μη βρισκόμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε πλήρως τον οπισθοδρομικό και αντιδραστικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο τσαρικό καθεστώς, δεν αναιρεί την τιτάνια προοδευτική προσπάθεια του νέου σοβιετικού καθεστώτος να απελευθερώσει τους πολίτες της ΕΣΣΔ από τις μεσαιωνικές προλήψεις που τους κρατούσαν «σκλάβους» σε ένα θεοκρατικό απολυταρχικό καθεστώς για αιώνες. Η διαπίστωση του Β. Αγτζίδη πως οι μισοί γάμοι που πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα τον Αύγουστο του 1921 ήταν θρησκευτικοί αποτελεί την πιο αδιάψευστη απόδειξη πως οι λαοί της ΕΣΣΔ «αντιστέκονταν» στην προοδευτική προσπάθεια, δε θα μπορούσε να ήταν πιο λανθασμένη. Ισα-ίσα, το γεγονός ότι σε μόλις 3,5 χρόνια σοβιετικής εξουσίας καταγράφηκε τόση μεγάλη εξέλιξη υπό το βάρος αιώνων σκοταδισμού συνηγορεί κατηγορηματικά σε ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα.[88]

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ, ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΤΑΞΙΚΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Οι κοινωνικές τάξεις και αντιθέσεις δεν εξαλείφθηκαν βέβαια από τη μία μέρα στην άλλη. Αναφορικά με το ελληνικό στοιχείο, έκθεση του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων προς την ελληνική κυβέρνηση (1922) αναφέρει πως «εγκλείει όλα τα κοινωνικά στρώματα» και πως δεν τίθεται ζήτημα «περί ομαδικής μεταναστεύσεως», αφού εκτός των άλλων ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν «συμφέρει εθνικώς». Γίνεται λόγος μόνο για έναν αριθμό Ελλήνων «περί τας 7-10 χιλιάδας εκ της αστικής τάξεως… οι οποίοι υπό τας δημιουργηθείσας συνθήκας είναι αδύνατον να ζήσουν εκεί».

Ενα επιπλέον σημαντικό στοιχείο που παρατίθεται στην ίδια έκθεση είναι το γεγονός πως οι Ελληνες έμποροι (εν μέρει λόγω και της πολιτικής της ΝΕΠ) «κατορθώνουν να συγκεντρώνουν εις τας χείρας των τα 9/10 του διεξαγόμενου μετά της Νοτίου Ρωσίας εμπορίου». Γι’ αυτό το λόγο θα υπάρξουν και αλλεπάλληλες συστάσεις τόσο για αναγνώριση της ΕΣΣΔ από το ελληνικό κράτος, όσο και για αύξηση του όγκου των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, ώστε να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η θέση του ελληνικού εμπορίου στην περιοχή.[89]

Η αναγκαιότητα της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (NEP) έδωσε λοιπόν την ευκαιρία στο ελληνικό κεφάλαιο να επαναδραστηριοποιηθεί, ενώ πολλοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν σημαντικές ποσότητες ξένου συναλλάγματος. Η μαρτυρία της Β. Μουρατίδου είναι ξεκάθαρη: «με το νόμο για τη ΝΕΠ… είχε αφεθεί ελεύθερο το εμπόριο. Στο Βατούμ έρχονταν πλοία απ’ όλο τον κόσμο, το χρήμα έρεε άφθονο και συνεπώς προνοητικοί πολίτες είχαν αποταμιεύσει και κρύψει αρκετό συνάλλαγμα»[90]. Αυτή η «προνοητικότητά» τους θα αποβεί και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οδήγησαν αργότερα στις συλλήψεις πολλών Ελλήνων, αφού η κατοχή συναλλάγματος στην ΕΣΣΔ ήταν παράνομη.

Η περίοδος 1921-1926 εμφανίζεται γενικά ως περίοδος ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου, το οποίο κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις ιδιόμορφες συνθήκες της ΝΕΠ και να ανακτήσει κάποιο από το χαμένο έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και με την τάξη των μεγάλων ελλήνων γαιοκτημόνων.[91]

ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗ

Οι τελευταίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 προς τις αρχές τις δεκαετίας του 1930 ξεκίνησε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης και ο αγώνας εναντίον των κουλάκων (της εκμεταλλεύτριας τάξης της ρωσικής υπαίθρου). Ανάμεσα στους πρωτοπόρους εργάτες που στάλθηκαν στην ύπαιθρο προκειμένου να βοηθήσουν τη μικρομεσαία αγροτιά βρίσκονταν και πολλοί Ελληνες. Πολλοί αγρότες και γαιοκτήμονες ελληνικής καταγωγής, που ήθελαν να αποφύγουν την κολεκτιβοποίηση, έσπευσαν τότε να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα, αφού «οι έχοντες ξένη υπηκοότητα δεν υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν στα κολχόζ και διατηρούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο τα κτήματά τους»[92]. Αλλοι προχώρησαν σε ανοιχτό σαμποτάζ υπονομεύοντας τη λειτουργία των νεοϊδρυθέντων κολχόζ, σκοτώνοντας ζώα, διαπράττοντας κλοπές και άλλες πράξεις βίας. Στο θέμα όμως των αντιδράσεων θα επανέλθουμε και στη συνέχεια.

Στη δημιουργία ελληνικών κολχόζ πρωτοστάτησαν τα κομματικά μέλη της υπαίθρου, οι οποίοι άρχισαν να σχηματίζουν συλλογικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες από το 1925 κιόλας. Το ελληνικό κολχόζνικο κίνημα σημείωσε αξιοσημείωτες επιτυχίες: το κολχόζ «Βοροσίλοφ» υπό την πολιτική καθοδήγηση του Χ. Ε. Λαβασσά (Ελληνα εργάτη και κομματικού μέλους που στάλθηκε για να βοηθήσει στη διαδικασία) κατέκτησε μια από τις δύο πρώτες θέσεις ανάμεσα στα καλύτερα κολχόζ σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ![93]

Οι μαρτυρίες πολλών από αυτούς που συνέδραμαν στη δημιουργία των κολχόζ συνθέτουν μια ενδεικτική εικόνα της συμμετοχής των ελληνικών πληθυσμών γενικά στο κίνημα υπέρ της κολεκτιβοποίησης: «Ως ένα από τα περισσότερο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα μιας τέτοιες συγκροτημένης αγροτικής οργάνωσης θεωρούνταν το κολχόζ “Krasnoe Znamiia” (Κόκκινη Σημαία) ενός χωριού με αρκετούς Ελληνες κατοίκους, του Μερτσάν. Στο κολχόζ του Μερτσάν, που οργανώθηκε το 1930 με πρωτοβουλία των κομμουνιστών του χωριού και των «κόκκινων στρατιωτών», εντάχθηκαν 150 οικογένειες που είχαν στην ιδιοκτησία τους 200 εκτάρια γης, 50 βόδια, 40 αλέτρια και 8 αλωνιστικές μηχανές. Η χωρίς κλυδωνισμούς ένταξη των αγροτών του Μερτσάν στο κολχόζ “Krasnoe Znamiia” οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στην πρόεδρο της κοινότητας και «πρώτη κομμουνίστρια του χωριού» Αννα Τσιμιάνοβα»[94].

«Τα μέλη του κολχόζ, που μάζευαν μεγάλη ποσότητα βλαστών… τα βράβευαν, διότι τα θεωρούσαν ήρωες και ηρωίδες. Στη Γεωργία βραβεύτηκαν πρωτοπόροι, που κρίθηκαν άξιοι Ηρωες της Σοσιαλιστικής Δουλειάς, δίνοντάς τους το παράσημο του Χρυσού άστρου… Αυτής της τιμής αξιώθηκε η μαυρομάτα νεαρή κολχόζνιτσα Μαρίκα Παρασκευοπούλου, από το χωριό Αχαλσσένι. Οι συγχωριανοί με υπερηφάνεια μιλούσαν για την ηρωίδα τους. Μαζί με τη Μαρίκα και την αδερφή της, την Ιφιγένεια, μάζευε τσάι και η κόρη του Αλέξη, η Αραβέλα. Επικεφαλής αυτού του συνεργείου των συλλεκτών του τσαγιού και εσπεριδοειδών του κολχόζ ήταν ο ισχυρός και εργατικός νεαρός Πολυχρόνης Ισχανίδης. Για τον υψηλό δείκτη παραγωγικότητας η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ενωσης τον βράβευσε με το παράσημο του Λένιν και του έδωσε τον τίτλο “Διακεκριμένος αγρότης της Δημοκρατίας της Γεωργίας”»[95]. Τα παραδείγματα είναι πολλά και φανερώνουν τα νέα ήθη και αξίες που καλλιεργούσε η νεαρή σοβιετική δημοκρατία στην πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Στη σοσιαλιστική άμιλλα που γενικεύθηκε τη δεκαετία του 1930 μεταξύ των κολχόζ των Περιοχών διακρίθηκαν και πολλά ελληνικά. Η Ελληνική Περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική άνθηση, η οποία συνοδεύτηκε με υπερτριπλασιασμό του προϋπολογισμού για τις κοινωνικές παροχές του αγροτικού πληθυσμού, ποσό που έφτανε το 60% των συνολικών εξόδων (1930-1931). «Η αύξηση επίσης των διαθέσιμων για την παιδεία πόρων οδήγησε και στη θεαματική αύξηση του αριθμού των σχολείων και φυσικά και των μαθητών». Παράλληλα ισχυροποιήθηκαν, ποιοτικά και ποσοτικά, οι δεσμοί του Κόμματος με το λαό: Μόνο οι οργανώσεις της Κομσομόλ (της Κομμουνιστικής Νεολαίας) επταπλασιάστηκαν σε διάστημα μόλις 1,5 χρόνου.[96]

Βεβαίως, όπως σημειώσαμε και στην αρχή, οι διεργασίες αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν χωρίς αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τους Ελληνες που κατείχαν μεγάλες ιδιοκτησίες γης (κουλάκοι) και οι οποίοι είχαν πολλά να χάσουν από την κολεκτιβοποίηση. Στις περιοχές Γόρισνι και Προχλάτι, για παράδειγμα, οι Ελληνες κουλάκοι ξεσήκωναν τους κατοίκους σε πράξεις εναντίον της σοβιετικής κυβέρνησης (1932), ενώ με συνθήματα όπως «δεν θέλουμε αυτονομία» και «να διαλυθούν τα ελληνικά σοβιέτ» επιχείρησαν να σαμποτάρουν τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή, διασπώντας τις ελληνικές οργανώσεις. Υπήρχαν παράλληλα καταγγελίες στον ελληνικό τύπο για φαινόμενα συνειδητής αποχής από τη δουλιά (όπως στο κολχόζ Νέα Ζωή, όπου έβγαιναν για δουλιά μόλις το 1/3 των αγροτών που ήταν ενταγμένοι σε αυτό, ζώντας ουσιαστικά εις βάρος των υπολοίπων που εργάζονταν) ή και για ενεργό σαμποτάζ (καταστροφές περιουσίας των κολχόζ κ.ά.).[97]

ΜΕΡΟΣ Δ: ΟΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1930-1940 ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΠΙ ΣΤΑΛΙΝ

Η πάλη ενάντια στις εθνικιστικές αποκλίσεις, δηλαδή το Μεγαλορωσικό σωβινισμό από τη μία και τον τοπικό αστικό εθνικισμό από την άλλη, υπήρξε ένας από τους κυριότερους άξονες της σοβιετικής πολιτικής απέναντι στο εθνικό ζήτημα. Ας μην ξεχνάμε πως η ΕΣΣΔ κληρονόμησε την πολυεθνική της σύνθεση από την Τσαρική Αυτοκρατορία και ως σοσιαλιστικό πολυεθνικό κράτος, από τη γέννησή του ακόμα, είχε να αντιμετωπίσει σωρεία συσσωρευμένων προβλημάτων των εθνοτήτων που την απάρτιζαν, μίση και πάθη ριζωμένα στις συνειδήσεις των λαών αυτών εδώ και αιώνες. Τη δεκαετία του 1920, τη σοβιετική πολιτική στο ζήτημα αυτό συνόδευε και η πεποίθηση πως οι διάφορες εθνικές ταυτότητες και πολιτισμοί, όχι μόνο δεν έρχονταν σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπλήρωναν δημιουργικά τη σοσιαλιστική κουλτούρα. Αυτό σήμαινε, σύμφωνα με τον Αμερικανό ερευνητή Terry Martin, πως «όλα τα αρνητικά εθνικά χαρακτηριστικά μπορούσαν να αντιμετωπισθούν μέσω της εκπαίδευσης αντί μιας πολιτικής διώξεων σε εθνικό επίπεδο, ανάλογης με αυτή της αποκουλακοποίησης»[98].

Αυτή η πολιτική ομολογουμένως υπέστη αλλαγές τη δεκαετία του 1930, και κυρίως μετά το 1933-1934. Τι είχε μεσολαβήσει; α) Η άνοδος του φασισμού στη Γερμανία και η διαπίστωση ότι ένας δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. β) Η αποκάλυψη της δράσης εθνικιστικών - φασιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (UVO) και της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN), οι οποίες αποτέλεσαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου τη μαγιά της ουκρανικής «πέμπτης φάλαγγας» που συνεργάστηκε με τους φασίστες εισβολείς.[99] Δεδομένης της εμπειρίας της περιόδου 1918-1920, κατά την οποία τα διάφορα εθνικιστικά πάθη και επιδιώξεις καλλιεργήθηκαν και αξιοποιήθηκαν από τους ιμπεριαλιστές για ιδίους σκοπούς, η σοβιετική κυβέρνηση προέβη σε μια σειρά μέτρα ώστε να αποφύγει επανάληψη παρόμοιων εξελίξεων. Ετσι, στις αρχές του 1938, το ΠΓ της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) ανέθεσε στο Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών την εξουδετέρωση «των κατασκοπευτικών - σαμποταριστικών εφεδρικών σωμάτων» που είχαν εντοπισθεί να δρουν σε μια σειρά εθνότητες, ανάμεσα στους οποίους και Ελληνες.[100]

Η οδηγία αυτή, που φαίνεται ότι έδωσε ο ίδιος ο Στάλιν στο Γιεζόφ, αναφέρει συγκεκριμένα: «Να επιτραπεί στη Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων να συνεχίσει μέχρι 15.4.38 την επιχείρηση συντριβής ομάδων σαμποτέρ Πολωνών, Λετονών, Γερμανών, Εσθονών, Φινλανδών, Ελλήνων, και ξένων και σοβιετικών υπηκόων σύμφωνα με τις υπάρχουσες εντολές της Λαϊκής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων»[101]. Το ντοκουμέντο αυτό, το οποίο προσκομίζεται προς «απόδειξη» ενός υποτιθέμενου σχεδίου της σοβιετικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις των εθνικών μειονοτήτων, καταρρίπτει από μόνο του τους εν λόγω ισχυρισμούς, αφού δε μιλάει για συντριβή εθνικών μειονοτήτων γενικά, αλλά πολύ συγκεκριμένα για ομάδες σαμποτέρ που δραστηριοποιούνταν μέσα στη Σοβιετική Ενωση, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Η διαστρέβλωση της παραπάνω οδηγίας είναι οφθαλμοφανής, καθώς και οι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτή η εσκεμμένη -και το λιγότερο κακότεχνη- παράφρασή της και έχουν να κάνουν με πολιτικές σκοπιμότητες και όχι βέβαια με εθνικές ανησυχίες.

Σε αυτό το σημείο λοιπόν «πάτησε» και αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία περί «εθνικών εκκαθαρίσεων» (σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται λόγος ακόμα και για «γενοκτονία»[102]), ξεκομμένη τόσο από το γενικότερο πλαίσιο της ιστορικής πραγματικότητας υπό την οποία τα συγκεκριμένα μέτρα πραγματοποιήθηκαν όσο και από το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών των μέτρων. Ετσι, αν κάποιος διαβάσει για παράδειγμα την «έρευνα» στον «Ταχυδρόμο», στις 18 Ιουνίου 2005, με τίτλο «Οι διωγμοί των Ελλήνων επί Στάλιν»[103] θα σχηματίσει την εικόνα (και δικαίως ίσως από τον τρόπο που παρουσιάζεται το θέμα) πως μια νύκτα, ως κεραυνός εν αιθρία, κάποιοι ιθύνοντες ενός παράλογου και αστυνομοκρατούμενου κράτους αποφάσισαν να εξαφανίσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τους Ελληνες της ΕΣΣΔ.

Το εν λόγω άρθρο, παρά το γεγονός ότι στην πρώτη σελίδα τονίζεται πως «για πρώτη φορά, έπειτα από 68 χρόνια, μια έρευνα ρίχνει φως σ’ αυτή τη σκοτεινή σελίδα της ιστορίας του ελληνισμού», δεν αποτελεί βέβαια κάτι καινούργιο. Τουναντίον, αναπαράγεται μια «κλασσική» πλέον αντικομμουνιστική προπαγάνδα που έχει τις ρίζες της στις ψυχροπολεμικές «μελέτες» της δεκαετίας του 1950 και 1960 και φτάνει ως τις μέρες μας, με πολυάριθμα σχετικά άρθρα και βιβλία που εμφανίστηκαν μετά το 1991.[104]

Τι περιλάμβαναν λοιπόν τα μέτρα αυτά; Πρώτα και κύρια πρόβλεπαν τη μετεγκατάσταση κάποιων πληθυσμών, οι οποίοι βρίσκονταν σε ευαίσθητες στρατηγικές περιοχές (Βόλγας, Καύκασος κλπ.), που είτε είχαν εθνολογικούς δεσμούς με εχθρικά κράτη είτε είχαν χαρακτηριστεί στο παρελθόν από εθνικιστικές, αποσχιστικές τάσεις. Για τους λόγους αυτούς λοιπόν, ο κύριος όγκος των πληθυσμών που μετεγκατεστάθησαν αφορούσε τα γερμανικά φύλα του Βόλγα (που ανήκαν στην πρώτη κατηγορία στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω). Παρόμοια μέτρα λήφθηκαν για τους τουρκογενείς πληθυσμούς του Νοτίου Καυκάσου, εν όψει της προσέγγισης της Τουρκίας από τις δυνάμεις του Αξονα με «δέλεαρ» την προσάρτηση περιοχών της σοβιετικής Υπερκαυκασίας. Η διαδικασία αυτή έγινε με την υλική υποστήριξη του Κράτους, ενώ τη δεκαετία του 1950 επετράπη σε όσους το επιθυμούσαν να επανεγκατασταθούν στους τόπους καταγωγής τους.[105]

Εν όψει λοιπόν του επερχόμενου πολέμου οι σοβιετικές αρχές προέβησαν σε δραστικές ενέργειες αναφορικά με μερίδα των πληθυσμών που κατοικούσαν σε γεωγραφικά ευαίσθητες περιοχές και στις οποίες ο επιτιθέμενος θα μπορούσε ενδεχομένως να βρει έρεισμα και υποστήριξη (λόγω εθνικής συγγένειας). Ως πρώτο παράδειγμα ο Β. Αγτζίδης παραθέτει την περίπτωση των Κορεατών της Απω Ανατολής. Ειδικότερα αναφέρει πως «την περίοδο αυτή είχαν αρχίσει να επικρατούν και εθνικά κριτήρια στις διώξεις. Η αρχή έγινε με τους Κορεάτες της Απω Ανατολής, που εκτοπίστηκαν από το Ντάλνι Βοστόκ στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας. Η επίσημη κατηγορία ήταν ότι ολόκληρη η κορεατική εθνότητα της ΕΣΣΔ ήταν κατάσκοπος των Γιαπωνέζων. Ολόκληρος πληθυσμός, ακόμα και τα μέλη του κόμματος, εκτοπίστηκαν»[106]. Η περιγραφή αυτή βέβαια αποτελεί τη μισή αλήθεια, ενώ παραπέμπει σκοπίμως τον αναγνώστη σε συνειρμούς που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Ενας άλλος αμερικανός μελετητής ιστορικός, ο Terry Martin, επίσης έντονα αντικομμουνιστής (ο οποίος μάλιστα αναφέρεται στην ΕΣΣΔ ως αυτοκρατορία), παρουσιάζει τουλάχιστον μια πιο ψύχραιμη και ειλικρινή καταγραφή της κατάστασης, βάσει και πλούσιου πρωτογενούς υλικού από τα σοβιετικά κρατικά αρχεία. Η μετεγκατάσταση (και όχι εκτόπιση όπως θα δούμε στη συνέχεια) προέκυψε μετά από αίτημα της τοπικής περιοχής (Kraikom) στο Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Sovnarkom) τον Ιούλιο του 1936 για την άμεση λήψη μέτρων, ώστε να αντιμετωπιστούν «οι επιθετικές τακτικές των τοπικών αρχών της Manchuria και των Ιαπώνων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται κάθε πέρασμα των συνόρων στη μεριά μας, είτε για να στρατολογήσουν κατασκόπους και δολιοφθορείς, είτε για να συκοφαντήσουν την Σοβιετική Ενωση»[107]. Οι σοβιετικές αρχές, που περίμεναν επίθεση από την Ιαπωνία αρκετά χρόνια πριν την απειλή της φασιστικής Γερμανίας, αποφάσισαν τελικά τη λήψη δραστικών μέτρων: Τη μετεγκατάσταση όλου του κορεατικού πληθυσμού σε περιοχές του Καζακστάν και του Ουζμπεκιστάν.

Γιατί μετεγκατάσταση και όχι εκτόπιση; Η εκτόπιση είναι ένας περιγραφικός όρος που δε χρησιμοποιείται τυχαία στη βιβλιογραφία, αφού παραπέμπει στην εξορία, σε συνθήκες διαβίωσης δύσκολες, σχεδόν απάνθρωπες. Ομως τίποτε τέτοιο δεν ίσχυε για τους κορεατικούς πληθυσμούς, οι οποίοι αποκαταστάθηκαν βιοποριστικά σε συλλογικά αγροκτήματα, διέθεταν αυτονομία στη διαχείριση των υποθέσεών τους, ενώ η σοβιετική κυβέρνηση φρόντισε ακόμα και για τη δημιουργία ειδικών σχολείων, όπου τα μαθήματα διδάσκονταν στη μητρική τους γλώσσα κλπ. Ο T. Martin αναφέρει επίσης πως ο ίδιος ο Γιεζόφ, μόνο για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του πληθυσμού, εξουσιοδότησε προσωπικά τη μεταφορά μιας ολόκληρης κορεατικής παιδαγωγικής σχολής, έναν κορεατικό εκδοτικό οίκο, καθώς και τις εγκαταστάσεις μιας κορεατικής εφημερίδας, στην Κεντρική Ασία.[108]

Οσον αφορά τους Ελληνικούς πληθυσμούς βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάστηκαν στον ίδιο βαθμό από τις διεθνείς εξελίξεις και την απειλή πολέμου, αλλά περισσότερο από την ταξική πάλη στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Ακόμα όμως και ανάμεσα σε αυτούς που κάποιος γνωστός ή συγγενής συνελήφθη ή εκτοπίστηκε, αναγνωρίστηκε η άμεση σύνδεση αυτών των μέτρων (συλλήψεις κλπ.) με τη φασιστική απειλή. «Τα σύννεφα της ανησυχίας», αναφέρει η Β. Μουρατίδου, «φάνηκαν στον ορίζοντα πολύ ενωρίτερα. Η δημιουργία φασιστικών καθεστώτων στη Γερμανία, την Ιταλία κ.α. έθεσε σε μεγάλη ανησυχία την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας, όπως και η ενίσχυση της Γερμανίας (με σκοπό την επίθεση της τελευταίας ενάντια στην ΕΣΣΔ, η οποία δεν ήταν ακόμη έτοιμη για πόλεμο)»[109]. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, μεταξύ αυτών και ελληνικών, στα ενδότερα κατά την περίοδο 1941-1942 πραγματοποιήθηκε και στα πλαίσια της προστασίας τους από την προέλαση της φασιστικής πολεμικής μηχανής (χωρίς αυτό να σημαίνει πως πολλοί δε συγκαταλέγουν ακόμα και αυτό στην αναγκαστική μετατόπιση των πληθυσμών της περιοχής από το «σταλινικό καθεστώς»).

Ποια ήταν τα αρχικά εναύσματα που οδήγησαν στην απόφαση της σοβιετικής κυβέρνησης στη λήψη δραστικών μέτρων; Η αρχή έγινε με τους γερμανικούς πληθυσμούς. Ο T. Martin την προσδιορίζει χρονολογικά το 1933-1934, όταν στη ναζιστική Γερμανία εγκαινιάστηκε μια καμπάνια με τίτλο «Αδέρφια σε Ανάγκη» και είχε διακηρυγμένο σκοπό την ενίσχυση των γερμανικών πληθυσμών της ΕΣΣΔ (και ιδιαίτερα της Ουκρανίας) σε είδος και σε συνάλλαγμα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ίδιο, την πιο αδιάψευστη απόδειξη του πώς μια εθνική διασπορά μπορεί «να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης». Παραπέμπει δε σε σχετικό κρατικό έγγραφο στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Από τη στιγμή που ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, παρατηρήθηκε αυξανόμενη κινητικότητα στις δραστηριότητες των Γερμανικών εθνικών σοβιέτ και μεταξύ των Γερμανικών συμβουλίων στην Ουκρανία… Η Χιτλερική κυβέρνηση μέσω των παγγερμανικών της οργανώσεων εκτόξευσε μέσα από το φασιστικό τύπο μια εκτεταμένη αντισοβιετική καμπάνια περί λιμού στην Ουκρανία, οργάνωσε εκθέσεις φωτογραφιών λιμοκτονούντων Ουκρανών και δημοσίευσε προβοκατόρικες δηλώσεις του Γερμανικού πληθυσμού της Ουκρανίας που ζητούσε βοήθεια»[110].

Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν να προστεθούν στη διαπίστωση των σοβιετικών αρχών στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πως οι εθνικές οργανώσεις και θεσμοί (όπως οι αυτόνομες εθνικές περιοχές, τα εθνικά σχολεία κλπ.), αντί για να αφοπλίσουν τις εθνικιστικές τάσεις στις περιοχές αυτές, μετατράπηκαν σε εφαλτήρια για την ενίσχυσή τους.

Το μέτρο της μετεγκατάστασης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ήταν ομολογουμένως μια δύσκολη απόφαση (αν και σε καμιά περίπτωση δε στοιχειοθετούν «εθνοκάθαρση», όπως ισχυρίζονται ορισμένοι), όμως θα πρέπει να εκτιμηθεί στο πρίσμα των συνθηκών που διαμόρφωναν τα γεγονότα της εποχής: Αραγε πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί οι επιχειρήσεις στις όχθες του Βόλγα στο Στάλινγκραντ -που σφράγισαν την τροπή ολόκληρου του πολέμου- αν υπήρχαν ακόμα πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα γερμανικής καταγωγής στην περιοχή; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Ομως θέτοντας τις επιλογές αυτές της σοβιετικής κυβέρνησης στην πραγματική ιστορική τους βάση, μπορεί ίσως να κατανοήσει τη λογική και την αναγκαιότητά τους.

Αξίζει να σημειωθεί πως, ειδικότερα στην περίπτωση των ελληνικών πληθυσμών, παράλληλα με τη διαδικασία της μετεγκατάστασης, δόθηκε και η εναλλακτική λύση της παλιννόστησης, την οποία φαίνεται να επέλεξαν 20.000 περίπου Ελληνες. Και εδώ βέβαια οι ελληνικές αρχές δε στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων: «η ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα είχε λάβει οδηγίες να χορηγεί θεωρήσεις σε όποιον Ελληνα επιθυμούσε να επαναπατρισθεί, αλλά [υπόμνημα του Σωματείου των εκ Ρωσίας Ελλήνων] πρόσθετε ότι η πρεσβεία δεν είχε κυκλοφορήσει εγκύκλιο για να πληροφορήσει τους Ελληνες της Ρωσίας ότι μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα χωρίς κανένα περιορισμό»[111]. Σε αντίθεση, άλλες κυβερνήσεις (όπως η γερμανική και η πολωνική) προέβησαν άμεσα σε μέτρα γι’ αυτούς που επιθυμούσαν να εγκατασταθούν μόνιμα εκτός συνόρων της ΕΣΣΔ.

Πώς συμπεριλήφθησαν οι Ελληνες της Νότιας Ρωσίας στα παραπάνω μέτρα; Ο ερευνητής Ιβάν Τσούχα, τον οποίο επικαλείται το άρθρο του «Ταχυδρόμου», αναφέρει πως «μια εκδοχή είναι… η πληροφορία από την Αθήνα [η οποία έγινε και η αιτία για την εφαρμογή των μέτρων στους Ελληνες] να μιλούσε για ενδεχόμενη αυτονομιστική κίνηση Ελλήνων που έμεναν στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και δημιουργία ακόμη και ανεξάρτητου κράτους στο Νότο της ΕΣΣΔ. Πίσω από την κίνηση αυτή, σύμφωνα πάντοτε με τις ίδιες πηγές, βρίσκονταν Ελληνες που διατηρούσαν στενές σχέσεις με το φασιστικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά… Είχε προηγηθεί η άρνηση του μεταξικού καθεστώτος να δεχτεί τον επαναπατρισμό αρκετών χιλιάδων Ελλήνων που ζούσαν στη Σοβιετική Ενωση, δίχως ωστόσο να έχουν πάρει σοβιετικά διαβατήρια»[112].

Αυτή η εκδοχή φαίνεται να επιβεβαιώνεται ακόμα και από το αντι-κομμουνιστικό βιβλίο των Beck και Godin (ψευδώνυμα δύο Σοβιετικών συγγραφέων που ήταν στη φυλακή την εποχή εκείνη στην ΕΣΣΔ) που δημοσιεύτηκε (για ευνόητους λόγους) στις ΗΠΑ το 1951: «Ετυχε να είμαστε πολύ καλά πληροφορημένοι για τους Ελληνες αυτούς επειδή ένας από μας μοιραζόταν το κελί με έναν άνθρωπο που, σύμφωνα με δική του ομολογία, επρόκειτο να γίνει Υπουργός Παιδείας στη σχεδιαζόμενη Μεγάλη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία επρόκειτο να ιδρυθεί με ξένη -και ειδικά ελληνική- βοήθεια στη Νότια Ρωσία»[113]. Το ότι υπήρχαν στην Ελλάδα σύλλογοι Ελλήνων από τη Ρωσία (κυρίως πρώην κεφαλαιούχοι που είχαν χάσει τις περιουσίες τους από την αλλαγή του καθεστώτος) που διατηρούσαν καλές σχέσεις και ιδεολογική συμπάθεια - συγγένεια με το καθεστώς Μεταξά είναι γεγονός. Σε υπόμνημα του «Σωματείου Ελλήνων εκ Ρωσίας» αναφέρεται πως ο εκτοπισμός Ελλήνων έγινε με κριτήριο τις εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές τους πεποιθήσεις.[114]

Βέβαια αυτονομιστικές κινήσεις είχαν πραγματοποιηθεί και νωρίτερα. Ο Π. Τανιμανίδης ισχυρίζεται πως «η σύγκρουση των Ελλήνων με το σοβιετικό κράτος είχε αρχίσει ήδη από το 1931-32, γιατί επιθυμούσαν αυτοί να ιδρύσουν μέσα στη Σοβιετική Ενωση αυτόνομες ελληνικές περιοχές»[115]. Την κατάσταση χειροτέρευαν και οι αναβιώσες φήμες περί πλοίων που έρχονταν από την Ελλάδα για να μεταφέρουν τους ομογενείς πληθυσμούς στην πατρίδα, τις οποίες καλλιεργούσαν διάφοροι αντιδραστικοί κύκλοι με σκοπό τη δημιουργία ψεύτικων ελπίδων και αναταραχών (επαναλαμβάνοντας την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο 1917-1921).[116]

Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται πως η ύπαρξη υπονομευτικών ομάδων ανάμεσα στους Ελληνες -και γενικότερα- δεν ήταν τίποτε άλλο από χαλκευμένες κατηγορίες των αρχών. Και όμως η ύπαρξή τους επιβεβαιώνεται και μέσα από τα επίσημα στοιχεία του Ελληνικού Κράτους. Ετσι, στην αίτηση του Αλεξίου Ελευθεριάδη προς τις προξενικές αρχές (22 Σεπτεμβρίου 1935) αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Πλην εάν εγώ απηλλάγην εκ των δεινών της Κομμουνιστικής Ρωσίας υπάρχουν εκεί οικογένειαι υποφέρουσι τα πάνδεινα διότι είναι εχθροί του Κομμουνιστικού καθεστώτος. Οι άνθρωποι ούτοι υπό την ηγεσία μου κατ’ επανάληψιν εξεγερθέντες κατά τα έτη 1929 και ιδίως κατά τα έτη 1931-1932 έστρεψαν τα όπλα εναντίον των κομμουνιστών, πλην όμως δεν είχον την τύχην να ιδούν τας προσπάθειας των ευδοκιμούσας, βραδύτερον δε συνελαμβάνοντο μεθ’ εμού και εξορίζοντο εις την Σιβηρίαν υποφέροντες τα μέγιστα υπό των κομμουνιστών»[117].

Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, σε «πρώτη προτεραιότητα» τέθηκαν οι Ελληνες οι οποίοι «είχαν κρατήσει την ελληνική υπηκοότητα και ασκούσαν επικερδή επαγγέλματα ή επαγγέλματα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στον καθημερινό βίο…»[118]. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για άτομα τα οποία: α) Είχαν ταξικό συμφέρον σε μια πιθανή αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος. β) Δεν είχαν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και ούτε θα στρατεύονταν σε περίπτωση πολέμου. γ) Σε περίπτωση εμπόλεμης κατάστασης θα ήταν σε θέση λόγω της επαγγελματικής τους κατάστασης να προκαλέσουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Εξ άλλου, όπως είδαμε και πιο πάνω, η ελληνική υπηκοότητα αποκτήθηκε είτε την περίοδο 1917-1920 (εποχή της εθνικιστικής - αυτονομιστικής έξαρσης) είτε την περίοδο 1927-1931 από γαιοκτήμονες που ήθελαν να αποφύγουν την κολεκτιβοποίηση.

Ο ταξικός προσανατολισμός των ενεργειών των σοβιετικών αρχών κατά την περίοδο 1936-1939 υποστηρίζεται από πληθώρα στοιχείων. Οπως ήδη αναφέραμε, πολλοί Ελληνες, κατά την κρίσιμη περίοδο της ΝΕΠ, βρήκαν την ευκαιρία να συγκεντρώσουν σημαντικές ποσότητες συναλλάγματος, τις οποίες και έκρυβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τη δεκαετία του 1930 πραγματοποιήθηκαν εκτενείς έρευνες και συλλήψεις με την κατηγορία αυτή. Η συντριπτική πλειοψηφία μάλιστα των περιπτώσεων σύλληψης Ελλήνων υπηκόων που αναφέρθηκαν στην Πρεσβεία της Ελλάδας στη Μόσχα και στο Υπουργείο Εξωτερικών αφορούν περιπτώσεις παράνομης κατοχής και διακίνησης συναλλάγματος. Απόδειξη του ότι οι σοβιετικές αρχές είχαν στόχο την καταπολέμηση της λαθραίας εμπορίας συναλλάγματος και όχι τις εθνικές μειονότητες ή τις περιουσίες τους αποτελεί η αφήγηση του παρακάτω σχετικού περιστατικού: «Κατά την επίσκεψή τους στο σπίτι μας, οι άνδρες της ασφάλειας πήραν μαζί τους και όλα τα χρυσαφικά της μάνας μου. Αυτά της τα επέστρεψαν μετά την αποφυλάκισή της, αφού κράτησαν τα δολάρια [πρόκειται για το ποσό των 2.500 δολαρίων, διόλου ευκαταφρόνητο για εκείνη την εποχή]»[119].

Τα στοιχεία που ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη θέση ότι ο προσανατολισμός των ενεργειών της σοβιετικής κυβέρνησης βασιζόταν σε ταξικά και όχι σε εθνικά κριτήρια, έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι επικεντρώθηκαν σε όσους «ασκούσαν διάφορα επικερδή επαγγέλματα και ήταν ευκατάστατοι… άρχισαν πρώτα απ’ αυτούς που είχαν διάφορα επαγγέλματα στα παλαιότερα χρόνια ή και την εποχή εκείνη και όχι από τους εργάτες και τους αγρότες».

Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, στον προσδιορισμό των ατόμων εκείνων που περιλήφθηκαν στις διώξεις, συνέβαλαν αποφασιστικά «οι συμπατριώτες μας οι Ελληνες, που ήταν στο κόμμα - είχαν εξέχουσες ή διοικητικές θέσεις»[120]. Από τους Ελληνες που συνελήφθηκαν από την Ελληνική περιοχή, το 32% προερχόταν από τα κολχόζ (κατηγορούμενοι για σαμποτάζ), το 27% βρισκόταν σε εξειδικευμένες θέσεις, το 13% κατείχε διευθυντικές θέσεις, το 10% ήταν υπάλληλοι, το 6% εκπαιδευτικοί, ενώ μόλις το 3% ήταν εργάτες.[121] Το ταξικό υπόβαθρο των ενεργειών των σοβιετικών αρχών δε θα μπορούσε να ήταν πιο σαφές.

Ενα επιπλέον πολύ σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα του Ιβάν Τσούχα, καθώς και από τις μαρτυρίες που χρησιμοποιούνται στο άρθρο του «Ταχυδρόμου», είναι ότι η επιλογή ατόμων που κρίνονταν ύποπτοι γινόταν κατά κύριο λόγο, όχι από τις σοβιετικές αρχές, αλλά από τα τοπικά εθνικά συμβούλια των ίδιων των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Και σημειώνει ειδικότερα ο Ιβάν Τσούχα «που δεν μπορεί να κρύψει την απορία του», πως «σχεδόν κανένας από τους επιζώντες των γκουλάγκ αλλά και από τους συγγενείς των θυμάτων εκείνης της περιόδου δεν εκφράστηκε αρνητικά για τον Στάλιν… Αντίθετα, όλοι κατηγορούν τον Γιεζόφ, που ως διευθυντής της NKVD, είχε την ευθύνη για το σχεδιασμό των διώξεων, αλλά και τους Ελληνες που κατέδωσαν τους ομοεθνείς τους…»[122]!

Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις ανθρώπων που συνελήφθησαν μετά από κατηγορίες συντοπιτών τους, οι οποίοι -σύμφωνα πάντα με τους κατηγορούμενους- τους σύναψαν διάφορα αδικήματα εξαιτίας προσωπικών διαφορών, αντιδικιών κλπ. Πολλοί από αυτούς στη συνέχεια αθωώθηκαν και κατάφεραν να αποκαταστήσουν την υπόληψή τους, λαμβάνοντας ακόμα και υπεύθυνες θέσεις στο σοβιετικό κράτος.[123]

Ενα σημαντικό στοιχείο, ωστόσο, που δεν αναφέρεται πουθενά στη σχετική βιβλιογραφία είναι το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός εξ αυτών που συνελήφθησαν την περίοδο 1937-1939 αφέθησαν ελεύθεροι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, μόνο κατά το έτος 1938-1939 αποφυλακίστηκαν πάνω από 755 άτομα: αριθμός που εκτιμάται πολύ μεγαλύτερος από την ίδια την Πρεσβεία λόγω έλλειψης συνολικής εικόνας.[124]

Οσον αφορά τέλος τα νούμερα που παρατίθενται (15.000 εκτελεσμένοι και 20.000 φυλακισμένοι στα γκουλάγκ) δεν αναφέρεται συγκεκριμένη πηγή, ώστε να καταστεί δυνατή η διασταύρωσή τους (τα νούμερα τα δίνει ο Ιβάν Τσούχα, αλλά δεν αναγράφεται η πρωτογενής πηγή). Αλλοι κάνουν λόγο ακόμα και για 200.000 εκτοπισμένων.[125] Η μόνη διασταύρωση που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι με τα στοιχεία που παρατίθενται από μια παρόμοια έρευνα με βάση τα επίσημα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ και κάνουν λόγο για 2.610 έλληνες εκτοπισμένους το 1942 (αριθμός που έπεσε στους 1.247 το 1947).[126] Από την άλλη μεριά, ο συνολικός αριθμός των μετεγκατεστημένων σύμφωνα με τα αρχεία της KGB (αναφέρονται ως «ειδικοί μέτοικοι») μέχρι το 1953 ανερχόταν σε 14.760. Η γεωγραφική κατανομή τους επίσης δείχνει ότι ελάχιστος αριθμός εξ αυτών εγκαταστάθηκε σε περιοχές της Σιβηρίας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία τοποθετήθηκε σε προάστια μεγάλων αστικών κέντρων (στις πόλεις Molotov, Sverdlovsk, ακόμα και στη Μόσχα).[127] Ενδεικτικό του «μαγειρέματος» των στοιχείων από διαφόρους μελετητές είναι το γεγονός ότι στον υπολογισμό των εκτοπισμένων επί Στάλιν συμπεριλάμβαναν ακόμα και τους πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφυγαν από την Ελλάδα στη Σοβιετική Ενωση μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ.[128] Τέλος η αφερεγγυότητα του ιδεολογήματος περί «μαζικών διώξεων» και «γενοκτονίας» αποδεικνύεται και από τη συνεχόμενη αυξητική πορεία του συνολικού αριθμού των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ, η οποία σε καμιά απολύτως περίοδο δεν παρουσιάζει μείωση ή στασιμότητα.[129]

Οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς σοβιετικού κράτους είχαν συγκεκριμένα αίτια και σκοπούς που καθορίζονταν από το χαρακτήρα της ταξικής πάλης στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες. Εν τέλει αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων στην ΕΣΣΔ. Η πλειοψηφία του ελληνισμού στη Σοβιετική Ενωση απέδειξε έμπρακτα την εκτίμηση και αφοσίωσή του στο νέο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χιλιάδες Ελληνες πολέμησαν στην πρώτη γραμμή ενάντια στη φασιστική επίθεση και έδωσαν τη ζωή τους για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας. Ακόμα και σε περιοχές κατεχόμενες από τους Ναζί, δεν ήταν λίγοι οι Ελληνες που έσπευσαν μαζικά να ενισχύσουν τις γραμμές των παρτιζάνων που δρούσαν στα μετόπισθεν. Σύμφωνα μάλιστα με τη μαρτυρία ενός Ελληνα από την Κριμαία «κάθε δεύτερη ελληνική οικογένεια είχε έναν αντάρτη»[130].

Ωστόσο υπήρχαν και εξαιρέσεις. Τις εξαιρέσεις αυτές αφορούσαν και οι ενέργειες των σοβιετικών αρχών έναντι μιας μερίδας Ελλήνων την περίοδο 1946-1949. Οι διώξεις μερίδας ανθρώπων που ανήκαν σε μια σειρά μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο μετά τον πόλεμο είχαν πολύ διαφορετικά κριτήρια, τα οποία παραθέτονται σε σχετικά έγγραφα του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών Υποθέσεων: «Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής σημαντικό μέρος του βουλγαρικού πληθυσμού συμμετείχε ενεργά στην εφαρμογή μέτρων για τη συγκέντρωση σιτηρών και τροφίμων για το γερμανικό στρατό… Σημαντικό μέρος των Ελλήνων, ιδιαίτερα στις παραλιακές πόλεις με την εισβολή των κατακτητών ασχολούνταν με το εμπόριο και την ελαφριά βιομηχανία… οι Εθνικές επιτροπές των Αρμενίων… έκαναν προπαγανδιστική δουλειά για “Ανεξάρτητη Αρμενία”». Ο συγγραφέας που παραθέτει και το παραπάνω ντοκουμέντο επιχειρεί στη συνέχεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, λέγοντας πως ήταν απόλυτα φυσιολογικό για μια μερίδα των Ελλήνων «αντί να πεθάνουν από την πείνα» να προτιμήσουν «να ασχοληθούν με το εμπόριο και την ελαφριά βιομηχανία»[131].

Ξεχνάει ίσως ότι τους αντίστοιχους ανθρώπους στην Ελλάδα τους καταδικάζανε ως συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων και τους εκτελούσαν επί τόπου (συγκριτικά οι σοβιετικές αρχές υπήρξαν ομολογουμένως πολύ πιο μεγαλόψυχες περιοριζόμενες στη μετεγκατάσταση μακριά από τις συνοριακές περιοχές ή τον εκτοπισμό τους). Για να μην αναλογιστούμε καν τι θα συνέβαινε αν ο καθένας την εποχή αυτή λογάριαζε μόνο την επιβίωσή του και δεν έκανε θυσίες για την απελευθέρωση του συνόλου. Ευτυχώς η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού, όπως και άλλων λαών, δε θεώρησε εκείνη τη στιγμή αυτή τη στάση δικαιολογημένη…

ΜΕΡΟΣ Ε: Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

Η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας για τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) Το χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκτασή τους. Μια πρόσφατη έρευνα Αμερικανών ιστορικών στα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε στο American Historical Review, προσφέρει μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλιά τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ. Η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας» (αναφέρονται στην περίοδο 1936-1940) «στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές». Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα αποδεικνύουν πως «αντιπροσωπεύονταν σε μικρότερο ποσοστό στο σύστημα GULAG από ότι τους αναλογούσε στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας: Ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938». Ακόμα ειδικότερα για τους ελληνικούς πληθυσμούς να σημειώσουμε πως δε συγκαταλέγονται ούτε καν στη λίστα με τις 14 εθνικότητες που «αντιπροσωπεύτηκαν» στα GULAG με τα μεγαλύτερα ποσοστά (με τελευταίους τους Φινλανδούς με ανώτατο αριθμό εγκλείστων 2.750 άτομα).

Στο σύνολό τους τα δεδομένα που προέκυψαν από την εξέταση των κρατικών αρχείων της ΕΣΣΔ φαίνεται να υποστηρίζουν «την υπόθεση» που είχε ήδη αρχίσει να υποστηρίζεται από μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας «ενός προοδευτικά αντι-ελίτ προσανατολισμού της ποινικής πολιτικής» κατά τη δεκαετία του 1930 και έπειτα. Παράλληλα οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη-Ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των έγκλειστων τη δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν «πολιτικοί» επίσης φαίνεται αναληθής. Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν την Σοβιετική ελίτ»[132].

Αναφορικά με την έκταση των διώξεων, μια τυπική προσέγγιση του ζητήματος αποτελεί η παρακάτω, φερόμενη ως δεδομένη, κατάσταση: «Οι αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες, έκαναν κατάσχεση των ελληνικών διαβατηρίων, των φωτογραφιών και των γραμμάτων από την Ελλάδα και συλλάμβαναν όλους σχεδόν τους Ελληνες (ηλικίας 16 ετών και άνω) της Ελληνικής Περιοχής. Τελικά δεν απέμεινε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα αυτών των συλλήψεων».

Πηγή αυτής της ισοπεδωτικής περιγραφής που χρησιμοποιείται στη συνέχεια ως βάση για την περαιτέρω επέκταση και ανάπτυξη της υπόθεσης: Δύο προφορικές μαρτυρίες «αυτόπτων μαρτύρων» που κατεγράφησαν το 1990![133] Η αξιοπιστία των πηγών αυτών προσβάλλεται από την ίδια την οφθαλμοφανή υπερβολή των περιγραφών τους. Ορισμένες μάλιστα, φτάνουν να μιλούν για 20 εκατομμύρια φυλακισμένους, μόνο για την περίοδο 1937-1938![134]

Αλλοι δε διστάζουν να κάνουν λόγο για ολοκληρωτικό ξεριζωμό των ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου και για συστηματικό σχέδιο εξόντωσης των αυτοχθόνων εθνοτήτων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και των Ελληνοποντίων. Γεγονός που διαψεύδεται κατηγορηματικά από όλες τις πληθυσμιακές απογραφές των μετέπειτα χρόνων.[135]

Για άλλη μια φορά η έρευνα των Getty, Rittersporn και Zemskov στα σοβιετικά κρατικά αρχεία που δημοσιεύτηκε στο American History Review θα μας βοηθήσει να επαναφέρουμε τη συζήτηση στην πραγματική της βάση. Συνολικά το διάστημα 1937-1939, μια περίοδο έντονης ταξικής πάλης, ο αριθμός των σοβιετικών πολιτών που βρίσκονταν κρατούμενοι σε διάφορες εγκαταστάσεις έφτανε τα 2,5 εκατομμύρια ή το 2,4% του συνόλου του πληθυσμού. Ο αριθμός μπορεί με μια πρώτη ματιά να φανεί μεγάλος, παρά τις συνθήκες κοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Ωστόσο, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως στις ΗΠΑ το 1996, ο αντίστοιχος αριθμός κρατουμένων ήταν 5,5 εκατομμύρια (ή το 2,8% επί του συνόλου του πληθυσμού της χώρας) για να κατανοήσει την υποκρισία των «ιστορικών» των «μαζικών διώξεων» και της «γενοκτονίας».

Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι αυτό της διάρκειας των ποινών. Τη φερόμενη ως «χειρότερη» χρονιά από άποψη συλλήψεων (και αναφορικά με τους Ελληνες), το 1937, το 44,4% των καταδικασθέντων στα GULAG απελευθερώθηκε σε διάστημα λιγότερο του ενός χρόνου μετά την καταδίκη του. Το 1939, κατά τα τέλη δηλαδή της περιόδου του λεγόμενου «μεγάλου τρόμου», στο σύνολο των ποινών, μόλις το 0,1% των περιπτώσεων αφορούσαν κάθειρξη άνω των 10 ετών (το 4% αφορούσε κάθειρξη από 5 ως 10 έτη και το 95,9% μέχρι 5 έτη). Οπως είδαμε, τα στοιχεία που παρουσίασε τότε η Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας στο Υπουργείο των Εξωτερικών, επιβεβαιώνουν τα παραπάνω ευρήματα.[136]

Γιατί και σε ποια πλαίσια πραγματοποιείται ή μάλλον επαναλαμβάνεται αυτή η παραποίηση της ιστορίας; Η ανάδειξη του ζητήματος της «αποκατάστασης» των λεγόμενων «διωχθέντων λαών» και η παραγωγή ανάλογων μελετών εντός της ΕΣΣΔ δεν είναι άσχετη με το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο και τη χρονική συγκυρία που έλαβε σάρκα και οστά. Ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε από το Ανώτατο Σοβιέτ της Σοβιετικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Ρωσίας στις 26 Απριλίου του 1991 και είχε την υπογραφή του Μπόρις Γιέλτσιν.[137] Να σημειωθεί πως η συντριπτική πλειοψηφία της σχετικής βιβλιοπαραγωγής, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον ως πηγή από τους διάφορους «ποντιολόγους», σύγχρονους υποστηρικτές της θεωρίας περί «γενοκτονίας των Ποντίων της ΕΣΣΔ επί Στάλιν», προέρχεται από την περίοδο 1989-1991.

Γιατί έχει σημασία ο χρονικός προσδιορισμός της βιβλιογραφικής παραγωγής; Μα γιατί εντάσσεται στα πλαίσια της γενικότερης καλλιέργειας του εθνικιστικού μίσους ανάμεσα στις εθνότητες της ΕΣΣΔ, που προωθήθηκε σκοπίμως από τη μερίδα εκείνη της σοβιετικής ηγεσίας που επιθυμούσε τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά, αφού η περιοχή του Καυκάσου αποτελεί ακόμα και σήμερα εστία εθνικιστικών συγκρούσεων, όπου οι λαοί στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου στα πλαίσια της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του διεθνούς και ντόπιου ιμπεριαλισμού.

Αλλες «πηγές» που χρησιμοποιούνται αβίαστα από τους ντόπιους εργολάβους της διεθνούς εκστρατείας αναθεώρησης (ή μάλλον διαστρέβλωσης) της ιστορίας και κατασυκοφάντησης της Σοβιετικής Ενωσης, περιλαμβάνουν μια σειρά «ακαδημαϊκών» που εξειδικεύτηκαν στα ζητήματα «εθνοκαθάρσεων», με πιο χαρακτηριστικό τον Robert Conquest. Ο Robert Conquest αποτελεί έναν από τους ευρύτερα «αναπαραγόμενους» συγγραφείς στη σχετική βιβλιογραφία. Εχει γράψει βιβλία όπως «Soviet Nationalities Policy in Practice» (Σοβιετική Εθνοτική Πολιτική στην Πράξη), «The Last Empire: Nationality and the Soviet Future» (Η Τελευταία Αυτοκρατορία: Εθνικότητα και το Σοβιετικό Μέλλον), «Killer Nations» (Δολοφόνοι Εθνών), κ.ά.

Ωστόσο, άρθρο της γνωστής Βρετανικής εφημερίδας Guardian αποκάλυψε στις 27 Ιανουαρίου του 1978, ότι ο Robert Conquest εργαζόταν στην πραγματικότητα για όφελος του τμήματος παραπληροφόρησης των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών (IRD), με σκοπό να «συμβάλει» βιβλιογραφικά στη λεγόμενη «μαύρη ιστορία» της Σοβιετικής Ενωσης. Παρά το γεγονός αυτό (συν τις διασυνδέσεις που αποκαλύφθηκε πως διατηρούσε με φασιστικούς κύκλους και ακροδεξιές οργανώσεις στην Ουκρανία και αλλού) τα «ερευνητικά δεδομένα» του Robert Conquest συνεχίζουν να αποτελούν τη βάση για πολλές παρόμοιες μελέτες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εν κατακλείδι, οι υπάρχουσες μελέτες γύρω από τον Ποντιακό Ελληνισμό στην ΕΣΣΔ για την περίοδο μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν κατά κύριο λόγο προσανατολισμένες -ιδεολογικοπολιτικά όσο και μεθοδολογικά- στην αναπαραγωγή ενός αντικομμουνιστικού μοτίβου, το οποίο γνώρισε σημαντική ακμή μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και φαίνεται να αναβιώνει με αυξανόμενη επιθετικότητα στις μέρες μας. Στο πλαίσιο αυτό, κυριολεκτικά «πάσχισαν» να «αποδείξουν» ότι το σοβιετικό καθεστώς επέδειξε πολιτική διώξεων εναντίον των ελληνικών πληθυσμών της χώρας. Για να το πετύχουν αυτό, αφαίρεσαν σχεδόν ολοκληρωτικά το γενικότερο στοιχείο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων που λάμβαναν χώρα στην ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο, το στοιχείο της έντονης ταξικής πάλης που αναπτύχθηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση ως τον Εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση, από την κολεκτιβοποίηση ως την αυγή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Υποτίμησαν ή ακόμα και αποσιώπησαν το γεγονός πως μια μεγάλη μερίδα του Ποντιακού Ελληνισμού που φυγαδεύτηκε στις ακτές της ΕΣΣΔ όφειλε την ίδια της την επιβίωση στις σοβιετικές αρχές που ανέλαβαν την μεταφορά τους (την εξαγορά πολλών αιχμαλώτων κλπ.) και την εγκατάστασή τους σε ασφαλές περιβάλλον - την ίδια στιγμή που η Ελληνική Κυβέρνηση έστελνε στρατεύματα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας της Οδησσού. Εξίσωσαν τον Ελληνα κεφαλαιοκράτη με τον Ελληνα χωρικό και εργαζόμενο λες και τα συμφέροντά τους ήταν τα ίδια, λες και «έπλεαν στην ίδια βάρκα», ισχυρισμός που αποτελεί μέγιστο ψέμα. Ταύτισαν τις απόψεις και επιθυμίες μιας ολόκληρης εθνικής μειονότητας με τις τύχες των ολίγων εχόντων και κατεχόντων που όντως ζημιώθηκαν από την αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος.

Υποβάθμισαν το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων συμμετείχε ενεργά στις επαναστατικές διαδικασίες, ενώ σαν εθνική μειονότητα οι Ελληνες της ΕΣΣΔ γνώρισαν πρωτόγνωρη πολιτιστική ανάπτυξη επί σοβιετικής εξουσίας. Και αυτό, την ίδια στιγμή που οι συμπατριώτες τους που μεταφέρθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα ζούσαν στην εξαθλίωση και τον κατατρεγμό, οι οποίοι, στοιβαγμένοι σε άθλιους συνοικισμούς-γκέτο, είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός από την κρατική αδιαφορία, τη φυσική και ψυχολογική βία των εντόπιων «εθνικώς καθαρών» που τους χαρακτήριζαν «τουρκόσπορους» και ζητούσαν τον «εξαγνισμό» των πόλεων από την παρουσία τους.[138]

Ο αντικομμουνισμός στην ιστοριογραφία αποτελεί πηγή σοβαρών κινδύνων για τους αγώνες των λαών, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Η αναθεώρηση της ιστορίας και η «ανακατασκευή» της ιστορικής μνήμης μέσω της ταύτισης του κομμουνισμού με το φασισμό και την τρομοκρατία στοχεύει στη «χρεοκοπία» στη συνείδηση των εργαζομένων -καθώς και όλων των καταπιεσμένων στρωμάτων και λαών του κόσμου- της προσφοράς του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε. Μιας Σοβιετικής Ενωσης που, παρά τα λάθη και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, αποτέλεσε έμπνευση και οδηγό στον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα εκατομμυρίων ανθρώπων απ’ άκρη σ’ άκρη της υφηλίου στον 20ό αιώνα. Ενός σοσιαλισμού που ενέπνευσε εκατομμύρια εργαζομένων στον αγώνα τους για καλύτερες συνθήκες εργασίας, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ειρήνη. Οσο τα αιτήματα αυτά παραμένουν επίκαιρα, τόσο θα παραμένει επίκαιρη και η ανάγκη του σοσιαλισμού. Εκείνοι που τον αντιπαλεύουν το γνωρίζουν και οξύνουν την ιδεολογική επίθεση. Είναι στο χέρι της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων να μην τα καταφέρουν.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Αναστάσης Γκίκας είναι Δρ. Πολιτικών Επιστημών, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (1959), τόμος 10ος, σελ. 851.

[2] Για περισσότερα στοιχεία αναφορικά με το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο στην Οδησσό βλέπε Αυγητίδης Κ. Γ. (1998): «Ο Ελληνικός εμπορικός κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα», σελ. 74 και 97-140, Αθήνα, εκδόσεις «Δωδώνη» και Αγτζίδη Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 107, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής.

[3] Βλέπε Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 235-236, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press». Αγτζίδη Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 107 και Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 38. Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[4] Διαμαντόπουλος Α. (2001): «Η Ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς», σελ. 22, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς.

[5] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 24-25 και 28, Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ).

[6] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 48-49. Αρχείο ΚΜΣ. (Η έμφαση δική μας).

[7] Βλέπε ενδεικτικά: Χειρόγραφο 9, Περιοχή Καυκάσου: Σαμουιλίδη Στυλιανού (1960): «Το χωριό Βεζινκιόι του Καρς», Αρχείο ΚΜΣ κ.ά.

[8] Αυγητίδης Κ. Γ. (1998): «Ο Ελληνικός εμπορικός κόσμος της Οδησσού και η Ελλάδα», σελ. 74. Αθήνα, εκδόσεις «Δωδώνη».

[9] Βλέπε: Kalamvrezos D. «Greek communities outlive empire and USSR», στην εφημερίδα «Καθημερινή», (English Edition) 1.7.2005.

[10] Τα επίσημα στοιχεία, αυτά του Ρωσικού Κράτους και της ΕΣΣΔ, παρατίθενται στο: Ζαπαντή Α. (1989): «Ελληνο-Σοβιετικές Σχέσεις, 1917-1941», σελ. 24-26, Αθήνα, εκδόσεις «Εστία». Για μια εκτενέστερη καταγραφή των διαφόρων σχετικών εκτιμήσεων βλέπε: Αγτζίδη Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 141, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής.

[11] Βλέπε αντίστοιχα: Φωτιάδης Κ. (2004): «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», σελ. 19-24, Αθήνα, «Ιδρυμα της Βουλής των Ελήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία» και Κεσσίδης Θ. Χ. (1996): «Η ιστορική πορεία των Ελληνοποντίων: Το εθνικό ζήτημα και το μέλλον των μικρών εθνών στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 22, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[12] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 8, Αρχείο ΚΜΣ.

[13] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 23, Αρχείο ΚΜΣ.

[14] Τηλικίδης Γ. (1937): «Ο εν Καυκάσω Ελληνισμός» στο: «Ποντιακά Φύλλα», τ. 21. σελ.358-361, Νοέμβρης 1937, Αρχείο ΕΛΙΑ.

[15] Αγτζίδης Β.: «Οι Ελληνες του Καυκάσου» στο: Διαμαντόπουλος Α. (2001): «Η ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς», σελ. 21-22, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς.

[16] Τηλικίδης Γ.: «Ο εν Καυκάσω Ελληνισμός» στο: «Ποντιακά Φύλλα», τ. 21, σελ.358-361, Νοέμβρης 1937, «Ιστορικό Λογοτεχνικό Αρχείο Ελλάδας».

[17] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 53, Αρχείο ΚΜΣ.

[18] Χειρόγραφο 16, Περιοχή Καυκάσου: Κυνηγόπουλος Κωνσταντίνος: «Το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς», σελ. 49-50, Αρχείο ΚΜΣ.

[19] Οπως για παράδειγμα στην περίπτωση των στρατιωτών του Ελληνικού Συντάγματος της Καουπβάχτας Καρά-νταγ και των Λουτρών, οι οποίοι επιδόθηκαν σε πλιάτσικο στα καταστήματα που εγκατέλειψαν οι Αρμένιοι ενόψει της κατάληψης της πόλης Καρς από τους Τούρκους: «με έναν πυροβολισμό στην κλειδαριά, η κλειδαριά σκορπούσε σε κομμάτια και το κατάστημα ήταν έτοιμο ανοιχτό εις την διάθεσιν του πυροβολήσαντος.» Βλέπε Χειρόγραφο 16, Περιοχή Καυκάσου: Κυνηγόπουλος Κωνσταντίνος: «Το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς», σελ. 78, Αρχείο ΚΜΣ.

[20] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 70-71, Αρχείο ΚΜΣ.

[21] Χειρόγραφο 16, Περιοχή Καυκάσου: Κυνηγόπουλος Κωνσταντίνος: «Το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς», σελ. 71-72, Αρχείο ΚΜΣ.

[22] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 63-68, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[23] Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 23, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά».

[24] Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 57, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά».

[25] Αγτζίδης Β.: «Οι Ελληνες του Καυκάσου» στο Διαμαντόπουλος Α. (2001): «Η ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς», σελ. 49, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς.

[26] Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 233-234, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[27] Αγτζίδης Β. (2001): «Οι Ελληνες του Καυκάσου», σελ. 133 και Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 235, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[28] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 217, Αρχείο ΚΜΣ.

[29] Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 306, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[30] Πρόκειται για τα χειρόγραφα της Περιοχής Καυκάσου Νο. 2, 5, 8, 9, 12, 16, 17 και 18, καθώς και τους Φακέλους 524 και 642 από τις Περιφέρειες Τραπεζούντας και Τρίπολης αντίστοιχα, Αρχείο ΚΜΣ.

[31] Χασιώτης Ι. Κ. και Αγτζίδης Β. (1997): «Η Επανάσταση και οι Ελληνες της Ρωσίας: “Ανταπόκριση” και πρώτες αντιδράσεις» στο: Χασιώτης Ι. Κ. (επ.) «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 232, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[32] Φάκελος 524, Περιφέρεια Τραπεζούντας, Στέλλα Μαρμαροπούλου, σελ. 2, Αρχείο ΚΜΣ.

[33] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 166, 173-175, 182, 200-201, 220, Αρχείο ΚΜΣ.

[34] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 54. Βλέπε επίσης, «Σπάρτακος», 16 Απριλίου 1921, όπως παρατίθεται στο Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 307, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[35] Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 313, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[36] «Note sur la situation en Russie», 30.11.1918, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/15), Μουσείο Μπενάκη.

[37] Στάλιν Ι. Β. (1952): Απαντα, τόμος 4ος, σελ. 400.

[38] Γενικό Επιτελείο Στρατού (1955): «Το Ελληνικό Εκστρατευτικόν Σώμα εις την Μεσημβρινήν Ρωσίαν», σελ. 20, Αθήνα, Δ.Ι.Σ. Η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της νεαρής τότε σοβιετικής εξουσίας και της Γερμανίας, σηματοδοτώντας την έξοδο της Ρωσίας από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι όροι της Συνθήκης ήταν ληστρικοί εις όφελος των Γερμανών και ακυρώθηκαν από τη σοβιετική πλευρά το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου.

[39] Lane D. (1970): «Politics and Society in the USSR», σελ. 433, London: «Weidenfeld and Nicolson».

[40] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 52. Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[41] Σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης αποφάσισαν να επέμβουν στρατιωτικά προκειμένου να προστατεύσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή και να εμποδίσουν τη διογκούμενη διάδοση των επαναστατικών ιδεών στις ίδιες τους τις χώρες. Το Νοέμβριο του 1918 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις στο Παρίσι μεταξύ των Συμμάχων και της Κυβέρνησης Βενιζέλου, προκειμένου να συμφωνηθεί η συμμετοχή της Ελλάδας και στις αρχές του 1919 ξεκίνησε η απόβαση των πρώτων ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων. Βλέπε Κορδάτου Γ. (1955): «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος ΧΙΙΙ, σελ. 520-124. Αθήνα, εκδόσεις «20ός αιώνας» και Γενικό Επιτελείο Στρατού (1955): «Το Ελληνικό Εκστρατευτικόν Σώμα εις την Μεσημβρινήν Ρωσίαν», σελ. 26-27, Αθήνα, Δ.Ι.Σ.

[42] Αρχείο Π. Σ. Δέλτα Β΄: Νικόλαος Πλαστήρας: «Αναμνήσεις από την Εκστρατείαν της Ουκρανίας, 1919», σελ. 46-47, Μουσείο Μπενάκη.

[43] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 72 και έπειτα. Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[44] Κορδάτου Γ. (1955): «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», σελ. 521-522, τόμος ΧΙΙΙ, Αθήνα, εκδόσεις «20ός αιώνας».

[45] Νίδερ Κ. (1927): «Η Εκστρατεία της Ουκρανίας». Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, σελ. 254, τόμος πρώτος. Οικονομίδης Ο. (1979): «Ο Μεγάλος Οκτώβρης και η Ελλάδα», σελ. 156, Αθήνα, εκδόσεις «Κάκτος». Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 157, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[46] Αυγητίδης Κ. (1999): «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920)», σελ. 177-178, Αθήνα, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

[47] Βλέπε Οικονομίδης Ο. (1977): «Η ουκρανική εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι» στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 11, σελ. 61. Αλλες επιφανείς περιπτώσεις αποτελούν: Ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, ο οποίος υπήρξε διοικητής του 2ου Συντάγματος του Εκστρατευτικού Σώματος στην Κριμαία, ενώ μετέπειτα διετέλεσε διοικητής του 1ου Σώματος του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Κορυσχάδων, ο Δημήτριος Φλούλης, ο Ευάγγελος Καλαμπαλίκης, κ.ά.

[48] Ο Ωρίων Αλεξάκης (1897-1920) υπήρξε μέλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και ένα από τα πρώτα στελέχη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, καθώς και στέλεχος του Κόκκινου Στρατού την περίοδο του Εμφυλίου. Δολοφονήθηκε το 1920, μαζί με το Δημοσθένη Λιγδόπουλο όντας εν πλω καθοδόν για την Ελλάδα. Βλέπε Οικονομίδης Ο. (1979): «Ο Μεγάλος Οκτώβρης και η Ελλάδα», σελ. 150, Αθήνα, εκδόσεις «Κάκτος».

[49] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ.161-162. Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη») και Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 236, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[50] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 160-161, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοί Κυριακίδη».

[51] Φάκελος 642, Περιφέρεια Τρίπολης, Αναστάσιος Παπαδόπουλος, σελ. 12-13, Αρχείο ΚΜΣ.

[52] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 82, Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[53] Ζαπάντης Α. (1989): «Ελληνο-Σοβιετικές Σχέσεις, 1917-1941», σελ. 26, Αθήνα, εκδόσεις «Εστία».

[54] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 97-98, Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[55] Κρυπτογράφημα Κανελλόπουλου στον Πολίτη, Κωνσταντινούπολη 19 Ιουλίου 1919, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/21), Μουσείο Μπενάκη.

[56] Βλέπε Αγτζίδη Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 209-211, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής.

[57] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 73-76, 163-164, Αρχείο ΚΜΣ.

[58] Βλέπε Κασαπίδης Μ. Λ. (2004): «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας-Εθνάρχης των Ποντίων», σελ. 74-75, ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη.

[59] Χειρόγραφο 16, Περιοχή Καυκάσου: Κυνηγόπουλος Κωνσταντίνος «Το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς», σελ. 54-55, Αρχείο ΚΜΣ.

[60] Κασαπίδης Μ. Λ. (2004): «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας-Εθνάρχης των Ποντίων», σελ. 93, ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη.

[61] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 170-171, Αρχείο ΚΜΣ.

[62] Βλέπε Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 238-239, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[63] Κρυπτογράφημα Κανελλόπουλου στο Βενιζέλο, Κωνσταντινούπολη 25.8.1919, στο Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/22), Μουσείο Μπενάκη.

[64] Α. Α. Πάλλη: «Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920», (Κωνσταντινούπολη, 1920), σελ. 10, Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/27), Μουσείο Μπενάκη.

[65] Αγτζίδης Β.: «Οι Ελληνες του Καυκάσου» στο: Διαμαντόπουλος Α, (2001): «Η ιστορία των Ελλήνων του Καυκάσου στο Καρς και στο Κιλκίς», σελ. 47, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κιλκίς.

[66] «Νέα» 1.9.1972. Ο μητροπολίτης Χρύσανθος συμμετείχε και στο τοπικό Σοβιέτ της Τραπεζούντας. Ο Αγτζίδης αναφέρει μεταξύ άλλων πως η άμυνα της πόλης πραγματοποιήθηκε ως επί το πλείστον με οπλισμό που παρείχε στους Ποντίους το Ρωσικό Κομιτάτο. Αγτζίδης Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 180, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής.

[67] Παρατίθεται στο Φωτιάδης Κ. (2004): «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», σελ. 209, Αθήνα, «Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και την Δημοκρατία».

[68] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη στάση του Βενιζέλου και του Ελληνικού Κράτους γενικότερα, βλέπε Αγτζίδης Β. (2005): «Ελληνες του Πόντου: Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό», σελ. 203-209, Αθήνα, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής.

[69] Από άλλη σκοπιά ο Φωτιάδης αναφέρει: «Αν το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα των 23.000 αξιόμαχων στρατιωτών που αποβιβάστηκε στην Οδησσό και σε άλλα μέρη της Ουκρανίας και της Κριμαίας, για να προστατέψει τις αγγλογαλλικές επενδύσεις στη Νότια Ρωσία, σε βάρος των μεγάλων και πολλαπλών τοπικών ελληνικών συμφερόντων… αν αυτό το σώμα αποβιβαζόταν στον Πόντο…δεν θα υπήρχε πλέον κεμαλικό ζήτημα». Φωτιάδης Κ. (2004): «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», σελ. 282, Αθήνα, εκδόσεις «Ηρόδοτος».

[70] Βλέπε: «Τα Αμεσα Καθήκοντα του Κομμουνισμού στη Γεωργία και την Υπερκαυκασία» στο: Στάλιν Ι. Β. (1952): Απαντα, τόμος 5ος, σελ. 98-111. Στην καταπολέμηση του εθνικισμού συμπεριλαμβάνονταν και ο λεγόμενος «μεγαλορωσικός» εθνικισμός, ο οποίος θέτονταν ως πρώτος στη λίστα, ιδίως όσον αφορά τον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Στάλιν Ι. Β. (1952): Απαντα, τόμος 5ος, σελ. 330.

[71] Κρυπτογράφημα Κανελλόπουλου στο Βενιζέλο, Κωνσταντινούπολη 25.8.1919, στο Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών 173/22, Μουσείο Μπενάκη.

[72] «Dokumenty SSSR», τόμος 4ος, σελ. 769-770, όπως παρατίθενται στο Ζαπάντης Α. (1989): «Ελληνο-σοβιετικές σχέσεις, 1917-1941», σελ. 82-83, Αθήνα, εκδόσεις «Εστία».

[73] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 58. Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη» και Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 314, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[74] Χειρόγραφο 2, Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963): «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ. 218. Αρχείο ΚΜΣ.

[75] Soviet Union Information Bureau (1929): «The Soviet Union: Facts, Descriptions, Statistics». (Washington, D.C.) κεφάλαιο πρώτο.

[76] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 222, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[77] Βλέπε Perchik L. (1932): «How the Soviet Government Solves the National Question», (Moscow), σελ. 27 και Slezkine Y. (2000): «The Soviet Union as a communal apartment, or how a socialist state promoted ethnic particularism» στο: Fitzpatrick Sc. «Stalinism: New Directions», σελ. 323, London, «Routledge». Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 424, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[78] Conquest R. (1967): «Soviet Nationalities Policy in Practice», σελ. 32-33, London, «Bodley Head Ltd».

[79] Παρατίθεται στο Slezkine Y. (2000): «The Soviet Union as a communal apartment, or how a socialist state promoted ethnic particularism» στο: Fitzpatrick Sc. «Stalinism: New Directions», σελ. 329, London, «Routledge».

[80] Webb S. & B. (1935): «Soviet Communism: A New Civilization?», σελ. 145. London, «Longmans, Green and CO., Ltd» και Simon G. (1991): «Nationalism and Policy toward the Nationalities in the Soviet Union», σελ. 46, Boulder, «Westview Press».

[81] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 263-367, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[82] Φωτιάδης Κ. (1999): «Ο ελληνισμός της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 120, Αθήνα, εκδόσεις «Ηρόδοτος».

[83] Καπροζήλου Α. και Καρποζήλου Μ. (1988-1989): «Ελληνοποντιακά βιβλία στην Σοβιετική Ενωση» στο: «Αρχείον του Πόντου», τόμος 42ος, σελ. 60-61, Αθήνα, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών.

[84] «Σπάρτακος», 10.6.1922, όπως παρατίθεται στο Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 368, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[85] Βλέπε Μουρατίδης Ε. (2000): «Το Ποντιακό Θέατρο», σελ. 98-99, Θεσσαλονίκη.

[86] Παρατίθεται στο Μουρατίδης Ε. (2000): «Το Ποντιακό Θέατρο», σελ. 32, Θεσσαλονίκη.

[87] Αγτζίδης Β. στο: Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 350, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[88] Αγτζίδης Β. στο: Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 351, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[89] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 325-331. Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[90] Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια», σελ. 173, Θεσσαλονίκη.

[91] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 228-229, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[92] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 406-462, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[93] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 460-462, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[94] Βασισμένο σε διάφορες μαρτυρίες, όπως παρατίθενται στο: Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 389, Θεσσαλονίκη «University Studio Press».

[95] Μυστακόπουλος Β. (2003): «Ανθρωποι, Χρόνια, Γεγονότα», σελ. 52-53, Θεσσαλονίκη.

[96] Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 411-412, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[97] Βλέπε Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 464-467, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη» και Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 409, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[98] Martin T. (2000): «Modernization or Neotraditionalism?» στο: Fitzpatrick Sc. «Stalinism: New Directions», σελ. 357, London, «Routledge».

[99] Conquest R. (1967): «Soviet Nationalities Policy in Practice» σελ. 95, London, «Bodley Head Ltd». Η προδοτική στάση των Ουκρανών εθνικιστών είχε επαναληφθεί και στα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οπως αναφέρει το Γενικό Επιτελείο Στρατού: «το μίσος των φανατικών οπαδών της Ουκρανικής ανεξαρτησίας κατά των Μπολσεβίκων ήτο τοσούτον, ώστε επροτίμησαν να εξαγοράσωσι την ανεξαρτησίαν των ταύτην, παρέχοντες οιονδήποτε τίμημα προς τους Γερμανούς». Γενικό Επιτελείο Στρατού (1955): «Το Ελληνικό Εκστρατευτικόν Σώμα εις την Μεσημβρινήν Ρωσίαν», σελ. 20, Αθήνα, Δ.Ι.Σ.

[100] Πογκόσοβα Γ. (2002): «Οι Ελληνες στο σύστημα των εθνικών σχέσεων της ΕΣΣΔ», σελ. 122, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[101] Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση» σελ. 79, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά». Για το περιεχόμενο της οδηγίας βλέπε και Martin T. (2001): «The affirmative action empire», σελ. 337. London, «Cornel University Press».

[102] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ.523, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη»).

[103] Πρόκειται για το άρθρο του Βραδέλη Στ. (2005): «Οι διωγμοί των Ελλήνων επί Στάλιν», στον «Ταχυδρόμο», σελ. 38-45, 18.6.2005.

[104] Μερικά μόνο από τα έργα αυτά: Beck F. και Godin W. (1951): «Russian Purge and the Extraction of Confession» (NY and London), Conquest R. (1970): «The Nation Killers» (NY), και ένα πιο πρόσφατο: Pohl J. O. (1999): «Ethnic Cleansing in the USSR, 1937-1949», Westport, «Greenwood Press».

[105] Conquest R. (1967): «Soviet Nationalities Policy in Practice», London, «Bodley Head Ltd», σελ. 102-108 και Pohl J. O. (1999): «Ethnic Cleansing in the USSR, 1937-1949», Westport, «Greenwood Press», σελ. 139. Βλέπε επίσης Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 333, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[106] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 470, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[107] Παρατίθεται στο: Martin T. (2001): «The Affirmative Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1939», σελ. 333, London, «Cornell University Press».

[108] Martin T. (2001): «The Affirmative Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1939», σελ. 335, London, «Cornell University Press».

[109] Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια», σελ. 208, Θεσσαλονίκη. Για το 1941-1942 βλέπε επίσης Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 52, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά».

[110] Martin T. (2001): «The Affirmative Empire: Nation and Natiolalism in the Soviet Union, 1923-1939», σελ. 328-329, London, «Cornell University Press».

[111] Ζαπάντης Α. (1989): «Ελληνο-Σοβιετικές Σχέσεις, 1917-1941», σελ. 340, Αθήνα, εκδόσεις «Εστία».

[112] Βραδέλη Στ. (2005): «Οι διωγμοί των Ελλήνων επί Στάλιν», στον «Ταχυδρόμο», σελ. 40, 18.6.2005.

[113] Beck F. και Godin W. (1951): «Russian Purge and the Extraction of Confession», σελ. 140. (NY and London).

[114] Παυλίδη Ε. (1953): «Ο Ελληνισμός της Ρωσίας», σελ. 400 και 407, Αθήνα, Σωματείο εκ Ρωσίας Ελλήνων.

[115]Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 25, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά».

[116] Ioannidi, όπως παρατίθεται στο Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 418-419, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[117] «Περί χορηγήσεως αδείας καθόδου εν Ελλάδι υπηκόων Ελλήνων διαμενόντων εν Ρωσία», Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 45.5.

[118] Βραδέλη Στ. (2005): «Οι διωγμοί των Ελλήνων επί Στάλιν», στον Ταχυδρόμο, σελ. 44, 18.6.2005.

[119] Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια», σελ. 173, Θεσσαλονίκη.

[120] Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια», σελ. 209 και 214, Θεσσαλονίκη.

[121] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 480, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[122] Βραδέλη Στ. (2005): «Οι διωγμοί των Ελλήνων επί Στάλιν», στον Ταχυδρόμο, σελ. 45, 18.6.2005. (Η έμφαση δική μας).

[123] Βλέπε Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδυσσεια», σελ. 210 και Μυστακόπουλος Β. (2003): «Ανθρωποι, Χρόνια, Γεγονότα», σελ. 59, Θεσσαλονίκη.

[124] Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος 43 (1940).

[125] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 518, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[126] Pohl J. O. (1999): «Ethnic Cleansing in the USSR, 1937-1949», σελ. 123, Westport, «Greenwood Press».

[127] Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 570, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[128] Βλέπε για παράδειγμα Πογκόσοβα Γ. (2002): «Οι Ελληνες στο σύστημα των εθνικών σχέσεων της ΕΣΣΔ», σελ. 135, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[129] Βλέπε διάγραμμα που παραθέτει ο ίδιος ο Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 502, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[130] Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά», σελ. 499-501, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[131] Κεσσίδης Θ. Χ. (1996): «Η ιστορική πορεία των Ελληνοποντίων», σελ. 47-48, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοί Κυριακίδη».

[132] Getty J. A, Rittersporn G.T., Zemskov V. N. (1993): «Victims of the Soviet Penal System in the pre-war Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence» στο: «American Historical Review», τόμος 98, σελ. 1028-1029 και 1043, τεύχος 4 Οκτωβρίου. Βλέπε επίσης Fitzpatrick S. (2000).

[133] Παρατίθενται στο: Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης», σελ. 425, Θεσσαλονίκη, «University Studio Press».

[134] Μουρατίδου Β. (2001): «Εκατοντάχρονη Οδύσσεια», σελ. 86, Θεσσαλονίκη. Η μαρτυρία αυτή παρατίθεται ως πηγή και από άλλους, όπως ο Αγτζίδης Β. (2001): «Παρευξείνιος Διασπορά» και ο Χασιώτης Ι. Κ. (1997): «Οι Ελληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ενωσης». Να σημειωθεί πως η ηλικία της Β. Μουρατίδου κατά την περίοδο των συμβάντων ήταν 15-16 ετών.

[135] Τανιμανίδης Π. Γ. (1994): «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 26, Θεσσαλονίκη, Σωματείο «Παναγία Σουμελά». Ο ίδιος υπολογίζει τους εξόριστους ελληνοπόντιους σε 350.000, (δηλαδή όλους) και τους θανάτους ως αποτέλεσμα της «σταλινικής γενοκτονίας» σε 50.000. Οπως πριν, «Ποντιακοί Οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 58, Θεσσαλονίκη, Σωματείων «Παναγία Σουμελά».

[136] Getty J. A., Rittersporn G.T., Zemskov V. N. (1993): «Victims of the Soviet Penal System in the pre-war Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence» στο: «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτωβρίου.

[137] Βλέπε Κεσσίδης Θ. Χ. (1996): «Η ιστορική πορεία των Εκλληνοποντίων: Το εθνικό ζήτημα και το μέλλον των μικρών εθνών στην πρώην Σοβιετική Ενωση», σελ. 110-111, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Αφοι Κυριακίδη».

[138] «Καθημερινή», 16.7.1928 και 19.7.1928.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.