Η ζωή έχει τους κανόνες της, ο πόλεμος τα κανόνια του, όλα κανονίζονται!
Οι άνθρωποι το πιο συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους.
Τα δίνουν -τάχα χαιρετώντας- σ’ άλλους.
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
ή -το χειρότερο- τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε.
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα,
ένα σωρό ποιήματα άγραφα.
-Ι-
Ο καθένας χωριστά ένας κόκκος άμμου.
Όλοι μαζί κινούμενη άμμος.
Όπου βουλιάζει, πνίγεται η ελπίδα.
Ποιος να τη βοηθήσει ποιος να την τραβήξει,
Μόνη της πιάνεται από τα μαλλιά της
Πασχίζοντας να δικαιολογήσει τ’ όνομά της.
-ΙΙ-
Ο καθένας χωριστά ένας μια βίδα ένα γρανάζι.
Όλοι μαζί έν’ άσκοπο ρολόι,
Για να βλέπει την ώρα ο καθένας
-V-
Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν,
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε.
-VΙΙ-
Διανύουμε την εποχή της ερήμου.
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει πιο σωστά
Θα ’ναι μουγκός.
-VΙΙ-
Η ποίηση είναι ελεημοσύνη στην παλάμη ενός κουλού κόσμου.
-IX-
Μια τρύπια τσέπη η ψυχή σας,
Όλο για χαμένα αισθήματα μιλάτε
-XΙ-
Τα χαμόγελά σας με τρομάζουν
Μου θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας
-XΙΙ-
Το αίμα σας χρωματιστό νερό
Το δέρμα σας μια πλαστική σακούλα
Το πνεύμα σας κοπανιστός αέρας
Μέσα σας ένα μηχανάκι κουρδισμένο επιμένει,
Είμαστε άνθρωποι είμαστε άνθρωποι.
-XΙΙΙ-
Φωτογραφικές μηχανές είσαστε.
Θάλαμος σκοτεινός τα μέσα σας
Όπου προβάλλεται ανάποδα ο κόσμος
-XΙV-
Είσαστε το παραβάν του εαυτού σας
Πίσω σας γυμνή συμβαίνει η ζωή σας.
-XV-
Σκύψε-σκύψε πάνω από βιβλία
Η ψυχή μου έχει λιώσει στους αγκώνες
-XVI-
Έχω έναν τέτοιο πονοκέφαλο απόψε
Που μόνο η σελήνη αν ήταν ασπιρίνη
Θα μ’ ανακούφιζε
-XVIII-
Τα πολλά τα λόγια τα βαριέμαι
Μα και τα λίγα επίσης
ακόμα και τα ελάχιστα ναι και όχι με κουράζουν
Προτιμώ με το κεφάλι μου να νεύω πάνω κάτω
ηχεί τουλάχιστον ωραία σαν κουδουνίστρα
-IXΙ-
Οι λέξεις είναι βδέλλες που μου πιπιλάνε το μυαλό
Η Ποίηση είναι η στάχτη που με βοηθάει να τις ξεκολλάω
Αν δεν είχα τούτα τα λεξοσκούληκα -τις αντιφάσεις- πώς θα μπορούσα να ψαρεύω μέσα στην ψυχή μου,
αν δεν είχα τη λέξη σκύλος πώς θα 'μουν αφέντης του σκύλου μου...
Οι λέξεις/ σκέψεις/ αντιφάσεις είναι σκαλοπάτια που οδηγούν από το σκοτεινό υπόγειο στο φως.
Πριν όμως τους εμπιστευθείς το βάρος σου, πρέπει να δοκιμάσεις αν μπορούν να το σηκώσουν.
Αλλιώς αν είναι σάπια ή φαγωμένα, σε ξαναστέλνουν κουτρουβάλα στο σκοτάδι".
Το χαρτί άσπρο σαν χιόνι, οι λέξεις το κοιτούν διστακτικές.
(Από τη συλλογή "Λεκτικά Τοπία" του Αργύρη Χιόνη, 1983)
Ο καθένας χωριστά ένας κόκκος άμμου.
Όλοι μαζί κινούμενη άμμος.
Όπου βουλιάζει, πνίγεται η ελπίδα.
Ποιος να τη βοηθήσει ποιος να την τραβήξει,
Μόνη της πιάνεται από τα μαλλιά της
Πασχίζοντας να δικαιολογήσει τ’ όνομά της.
-ΙΙ-
Ο καθένας χωριστά ένας μια βίδα ένα γρανάζι.
Όλοι μαζί έν’ άσκοπο ρολόι,
Για να βλέπει την ώρα ο καθένας
-V-
Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν,
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε.
-VΙΙ-
Διανύουμε την εποχή της ερήμου.
Ο μεγαλύτερος ποιητής της
Αυτός που θα την τραγουδήσει πιο σωστά
Θα ’ναι μουγκός.
-VΙΙ-
Η ποίηση είναι ελεημοσύνη στην παλάμη ενός κουλού κόσμου.
-IX-
Μια τρύπια τσέπη η ψυχή σας,
Όλο για χαμένα αισθήματα μιλάτε
-XΙ-
Τα χαμόγελά σας με τρομάζουν
Μου θυμίζουν πόσο κοφτερά είναι τα δόντια σας
-XΙΙ-
Το αίμα σας χρωματιστό νερό
Το δέρμα σας μια πλαστική σακούλα
Το πνεύμα σας κοπανιστός αέρας
Μέσα σας ένα μηχανάκι κουρδισμένο επιμένει,
Είμαστε άνθρωποι είμαστε άνθρωποι.
-XΙΙΙ-
Φωτογραφικές μηχανές είσαστε.
Θάλαμος σκοτεινός τα μέσα σας
Όπου προβάλλεται ανάποδα ο κόσμος
-XΙV-
Είσαστε το παραβάν του εαυτού σας
Πίσω σας γυμνή συμβαίνει η ζωή σας.
-XV-
Σκύψε-σκύψε πάνω από βιβλία
Η ψυχή μου έχει λιώσει στους αγκώνες
-XVI-
Έχω έναν τέτοιο πονοκέφαλο απόψε
Που μόνο η σελήνη αν ήταν ασπιρίνη
Θα μ’ ανακούφιζε
-XVIII-
Τα πολλά τα λόγια τα βαριέμαι
Μα και τα λίγα επίσης
ακόμα και τα ελάχιστα ναι και όχι με κουράζουν
Προτιμώ με το κεφάλι μου να νεύω πάνω κάτω
ηχεί τουλάχιστον ωραία σαν κουδουνίστρα
-IXΙ-
Οι λέξεις είναι βδέλλες που μου πιπιλάνε το μυαλό
Η Ποίηση είναι η στάχτη που με βοηθάει να τις ξεκολλάω
Αν δεν είχα τούτα τα λεξοσκούληκα -τις αντιφάσεις- πώς θα μπορούσα να ψαρεύω μέσα στην ψυχή μου,
αν δεν είχα τη λέξη σκύλος πώς θα 'μουν αφέντης του σκύλου μου...
Οι λέξεις/ σκέψεις/ αντιφάσεις είναι σκαλοπάτια που οδηγούν από το σκοτεινό υπόγειο στο φως.
Πριν όμως τους εμπιστευθείς το βάρος σου, πρέπει να δοκιμάσεις αν μπορούν να το σηκώσουν.
Αλλιώς αν είναι σάπια ή φαγωμένα, σε ξαναστέλνουν κουτρουβάλα στο σκοτάδι".
Το χαρτί άσπρο σαν χιόνι, οι λέξεις το κοιτούν διστακτικές.
(Από τη συλλογή "Λεκτικά Τοπία" του Αργύρη Χιόνη, 1983)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.