Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Τι απέγιναν οι “Αγανακτισμένοι”;



Share
Την ώρα που έρχονται τα χειρότερα, με το νέο μνημόνιο και το οριστικό ξεπούλημα της χώρας, λείπει η ισχυρή λαϊκή πίεση που θα μπορούσε να τα αποτρέψει και να στριμώξει το πολιτικό σύστημα. Και αυτό είναι εφικτό, διότι η συναίνεση των κομμάτων και η εσωτερική συνοχή τους κρέμεται από μία κλωστή, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες ψηφοφορίες στη Βουλή. Θα αρκούσε μια ισχυρή λαϊκή πίεση για να σπάσει.
Και όμως, αυτή η λαϊκή πίεση απουσιάζει την κρισιμότερη στιγμή. Γιατί άραγε; Μήπως έπαψε ο λαός να είναι αγανακτισμένος και αηδιασμένος; Όχι βέβαια! Αντίθετα, όπως καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ακόμα και στη στροφή των καθεστωτικών ΜΜΕ, που έχουν γίνει  όψιμα και με το αζημίωτο «αντιμνημονιακά», η αντίθεση του λαού έχει γίνει καθολική.
Πρέπει λοιπόν αλλού να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτής της λαϊκής απουσίας, την ώρα που κινδυνεύουμε να μας περάσουν οριστικά τη θηλιά στο λαιμό….
…Οι δυνάμεις, που επί τόσα χρόνια καλλιεργούσαν τον εθνομηδενισμό, την πολυπολιτισμικότητα, τον ευρωπαϊσμό, μαζί με τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, τρόμαξαν μπροστά σε ένα ακηδεμόνευτο μαζικό λαϊκό κίνημα, που εμφανίστηκε με μόνο σύμβολο την ελληνική σημαία. 
Και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να το υπονομεύσουν. Το ΚΚΕ  το συκοφάντησε από την αρχή. Ο Σύριζα στην αρχή το απέρριπτε, ενώ στη συνέχεια προσπάθησε να το αλλοιώσει και να το βάλει στα ακίνδυνα καλούπια της ψευδοαριστερής αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίθεση στην πλατεία Συντάγματος, ανάμεσα στη «επάνω» πλατεία, του λαού, την οποία θεωρούσαν εθνικιστική,  και την «κάτω» πλατεία, όπου ήταν μαζεμένα όλα τα γκρουπούσκουλα. Ας θυμηθούμε τι προσπάθειες έκαναν για να διωχθεί η ελληνική σημαία, σύμβολο της αντίστασης του ενιαίου ελληνικού λαού, από τις πλατείες. Τέλος, επιστρατεύτηκαν και οι «ένοπλες» δυνάμεις του στρατοπέδου. Οι ψευδώνυμοι αντιεξουσιαστές, οι οποίοι στην πραγματικότητα παρασιτούν στη συγκεκριμένη εξουσία, και είχαν ταχθεί από την αρχή ενάντια στο κίνημα. Εξ άλλου συμμερίζονται τα ίδια ιδεολογικά και πολιτισμικά πρότυπα με τους δήθεν αντιπάλους τους – το μίσος της πατρίδας, την ξενομανία, τον άκρατο ατομικισμό και τη λογική του πλιάτσικου. Και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προβοκάρουν και να διαλύσουν το κίνημα.
 Είναι χαρακτηριστική η τελευταία μεγαλειώδης συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος,  στις 20 Οκτωβρίου 2011, όταν κουκουλοφόροι και κνίτες, ο καθένας από την πλευρά του, διέλυσαν –με τη συμβολή της αστυνομίας του Παπουτσή– την τελευταία μεγάλη συγκέντρωση του κινήματος.
Ωστόσο υπάρχει και μια δεύτερη αιτία γι’ αυτήν τη σιγή, οι αδυναμίες του ίδιου του κινήματος το οποίο, απέναντι σε τόσες επιθέσεις, από τους κρανοφόρους  έως τους… κουκουλοφόρους, δεν κατόρθωσε να αντισταθεί αποτελεσματικά. Δεν κατόρθωσε να αποκτήσει μια ενιαία κατεύθυνση και στόχευση. Δεν διατύπωσε ένα συνεκτικό πρόγραμμα, δεν επιχείρησε έστω  να συγκροτήσει ένα ευρύ αντιμνημονιακό μέτωπο. Γι’ αυτό, και παρότι αντιστάθηκε  με νύχια και με δόντια, οδηγήθηκε προσωρινά στη σιγή και μάλιστα τη χειρότερη στιγμή.
Στο επίπεδο της πλατείας, δεν μπόρεσε να αυτοοργανωθεί αποτελεσματικά για να αντιμετωπίσει τα ΜΑΤ και τους κουκουλοφόρους, με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί η μαζική του έκφραση.
Στο επίπεδο της ιδεολογικής συνοχής, απέτυχε να διαμορφώσει ένα ρεαλιστικό και συνεκτικό πρόγραμμα άρνησης του μνημονίου και ταυτόχρονης σωτηρίας της πατρίδας. Αντίθετα, παρασύρθηκε πολύ συχνά από τυχοδιώκτες, εξημμένες κεφαλές, κάποτε και ψυχιατρικές περιπτώσεις, σε δρόμους αδιέξοδους. Και το σύστημα έσπευσε να χρησιμοποιήσει τέτοιες περιπτώσεις, όπως κάνουν οι επιχειρηματίες, οι οποίοι χρησιμοποιούν  τα κανάλια, τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες που ελέγχουν, για να επιταχύνουν τη χρεοκοπία της χώρας, το πέρασμα στη δραχμή σε συνθήκες κατάρρευσης, ώστε να μηδενίσουν τα χρέη και τις ζημιές τους. Γι’ αυτό προβάλλουν τις πιο αδιέξοδες και ακίνδυνες για το σύστημα στρατηγικές.
Το ίδιο, δυστυχώς, συνέβη στο επίπεδο του «αντιμνημονιακού μετώπου». Ένα μέτωπο, σε μίνιμουμ βάση, αποτελούσε αίτημα και ζητούμενο του λαού για να μπορέσει να απαντήσει και σε ένα στοιχειώδες πολιτικό και εκλογικό επίπεδο. Και όμως, ενάμιση χρόνο μετά την έκφραση αυτού του αιτήματος από πολλές δυνάμεις, όχι μόνο δεν συγκροτήθηκε κάτι ανάλογο, αλλά αντίθετα ενισχύθηκαν και πάλι τα κόμματα της ξεπερασμένης αντιπολίτευσης.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο ρόλος του Μίκη Θεοδωράκη και των πρωτοβουλιών του, της «Σπίθας» και της «ΕΛΑΔΑς», που φάνηκαν να σαρκώνουν την ελπίδα για τη συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου. Και όμως, αυτά τα σχήματα απέκλεισαν την πιθανότητα  πολιτικής μετεξέλιξής τους και συμμετοχής στις εκλογές, ώστε να εκφραστεί η λαϊκή αγανάκτηση. Έτσι, με εσωστρέφεια, αποχωρήσεις και διαγραφές, η «Σπίθα» αυτοσυρρικνώθηκε, ενώ η «ΕΛΑΔΑ» κατέληξε, πριν καν γεννηθεί, σε μετωπικό σχήμα του Συνασπισμού, το οποίο διαχειρίζονται διάφοροι αιώνιοι μεταλλαγμένοι Κνίτες.
Εν τέλει, όπως καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, ένα μεγάλο μέρος των «αγανακτισμένων» αναγκάζεται να καταφύγει στα γνωστά κόμματα, υπεύθυνα για την κατάντια της μεταπολίτευσης. Οι οργανωτικές πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν από τον Θεοδωράκη, αντί να δώσουν πολιτική διέξοδο στους αγανακτισμένους, μπλόκαραν στην πράξη –ηθελημένα ή αθέλητα, δεν έχει σημασία– τη δυνατότητα συγκρότησης ενός τέτοιου μετώπου και λειτούργησαν  αρνητικά για την ανάπτυξη του κινήματος…
Οι αγανακτισμένοι πρέπει να μεταβληθούν σε ένα πατριωτικό, κοινωνικό και αντιμνημονιακό κίνημα,  διότι διαφορετικά παραμονεύουν και άλλοι – οι φαιοχίτωνες–  μνηστήρες, που θα επιχειρήσουν να εκτρέψουν και να χρησιμοποιήσουν τη λαϊκή αγανάκτηση. Το σενάριο παίχτηκε και αλλού, στο παρελθόν. Αν αφήσουμε τους τυχοδιώκτες και την εθνομηδενιστική χαβιαροαριστερά να λυμαίνονται το κίνημα των αγανακτισμένων, σε συνθήκες καθολικής και καταλυτικής κρίσης της χώρας, τότε αναπόφευκτα θα προβάλουν και άλλες αυταρχικές, φαιές απαντήσεις στην κρίση.
Και στο μεταξύ ο μεγαλύτερος κίνδυνος, άμεσα, είναι  η διαιώνιση  της κυβέρνησης Παπαδήμου, ή η ακυβερνησία, που θα επιτρέψει στις αντιδημοκρατικές λύσεις να επιβληθούν. Γι’ αυτό εξάλλου πασχίζουν  τα εσχάτως «επαναστατικοποιημένα»  κανάλια και ραδιόφωνα!
Από άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά στη Ρήξη που κυκλοφορεί

Δεν υπάρχουν σχόλια: