Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Η προφορά των Αρχαίων Ελληνικών

του Στ. Αρχοντίδη

  • 1. 1 Πρόλογος Το θέμα της προφοράς της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ταλανίζει τους ερευνητές τους τελευταίους πέντε αιώνες. Ο Έρασμος κατά τον 16 ο αιώνα μ.Χ. έκανε μία εκτίμηση του ζητήματος και πρότεινε μία νέα προφορά, η οποία έγινε αποδεκτή από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Δεν έλειψαν όμως από την πρώτη στιγμή της παρουσίας της οι αντιδράσεις αυτών που αντιτίθεντο σ’ αυτήν, με αποτέλεσμα και οι δύο πλευρές να προβάλουν τα δικά τους επιχειρήματα. Η παρούσα εργασία είναι στηριγμένη πρωτίστως στο βιβλίο «The development of Greek and the New Testament: morphology, syntax, phonology, and textual transmission» του Chrys C. Caragounis, ο οποίος συντάσσεται με τους πολέμιους της ερασμιακής προφοράς και αποπειράται να προσεγγίσει εμπεριστατωμένα τη σύγχυση που προκλήθηκε στην ελληνική γλώσσα από την ερασμιακή προφορά. Αυτό επικυρώνεται με την παράθεση στοιχείων που τεκμηριώνουν το λάθος του Εράσμου και αποδεικνύουν την έναρξη των διαδικασιών αλλαγής της προφοράς της Αρχαίας Ελληνικής ήδη από τα κλασικά χρόνια και τη συγγενική προφορά της Αρχαίας με τη Νέα Ελληνική. Α´ ΜΕΡΟΣ Ο Αντίκτυπος της Ερασμιακής προφοράς
  • 2. 2 1) Διαχωρισμός Ερασμιακής προφοράς από τη σύγχρονη Ελληνική προφορά Οι σημερινοί σπουδαστές της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, των κλασικών κειμένων και των βιβλίων της Αγίας Γραφής σε διεθνές επίπεδο μαθαίνουν να προφέρουν τα Αρχαία Ελληνικά όχι με τον τρόπο που τα προφέρουν οι σύγχρονοι Έλληνες, ο οποίος είναι ο ίδιος με την προφορά της Νέας Ελληνικής και έχει καθιερωθεί ως «σύγχρονη Ελληνική προφορά» ή «ιστορική Ελληνική προφορά», αλλά με τον τρόπο που δίδαξε ο Έρασμος, ο οποίος ονομάζεται «Ερασμιακή προφορά» ή «επιστημονική προφορά». «Αυτή η διχοτόμηση της προφοράς της Αρχαίας από τη Νέα Ελληνική δίνει στους σπουδαστές την εντύπωση ότι η ερασμιακή προφορά της Αρχαίας Ελληνικής είναι πανομοιότυπη με την πραγματική προφορά των χρόνων σύνθεσης των έργων από το Λουκά, τον Παύλο, τον Ιωάννη και σχεδόν ίδια με τον τρόπο που οι μεγάλοι Έλληνες όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Δημοσθένης μιλούσαν κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.χ1. 2) Οι ιστορικές συνθήκες επικράτησης της Ερασμιακής προφοράς Μια πλειάδα Ελλήνων λογίων από το 14ο αιώνα πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μεταλαμπάδευσαν τις πολιτιστικές αξίες της ελληνικής αρχαιότητας στις χώρες της Δύσης, διδάσκοντας τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με τον τρόπο που τα πρόφεραν οι Έλληνες της εποχής τους, δηλαδή με τη «σύγχρονη Ελληνική προφορά» 2 και όχι με την προφορά που καθιερώθηκε μετά τον Έρασμο. Από τους πρώτους Έλληνες λογίους ο Βαρλαάμ Καλαβρός (12901348 μ.Χ.), ύστερα από τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως μετέδωσε τις γνώσεις του για τα αρχαία κείμενα στην Ιταλία έχοντας ως μαθητές του τον Πετράρχη και τον Βοκκάκιο. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Λεόντιος ο Πιλάτος και ο Μανουήλ ο Χρυσολοράς διετέλεσαν ως καθηγητές των Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Με τη σειρά του ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1360-1452 μ.Χ.), παρατηρητής της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439 μ.Χ.) παρουσίασε τη διδασκαλία του Πλάτωνα, γεγονός που εντυπωσίασε τους Μεδίκους, οι οποίοι ίδρυσαν Πλατωνική Ακαδημία στη Φλωρεντία (1459 μ.Χ.). Επίσης ο ίδιος ο Βησσαρίων (1403-1472 μ.Χ.), ρωμαιοκαθολικός καρδινάλιος ίδρυσε με τη βοήθεια του 1.Βλ. Chrys C. Caragounis, The development of Greek and the New Testament : morphology, syntax, phonology, and textual transmission, εκδ. Mohr Siebeck, Τübingen, 2004, σσ. 339. 2 .Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 341.
  • 3. 3 Πάπα Νικολάου του πέμπτου μία Ακαδημία για την ελληνική φιλοσοφία στη Ρώμη. Ακολούθησαν ακόμα πολλοί σημαντικοί Έλληνες λόγιοι που δίδαξαν Αρχαία Ελληνικά σε πόλεις της Ιταλίας, Γαλλίας, Ουγγαρίας, Αγγλίας, όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, ο Ιανός Λάσκαρης. Μάλιστα ο Γεώργιος Ερμώνυμος και ο Μάρκος Μουσούρος υπήρξαν δάσκαλοι του Εράσμου. Εντούτοις όλοι αυτοί χρησιμοποιούσαν τη «σύγχρονη ελληνική προφορά» 3. Στα 1528 ο ουμανιστής λόγιος Έρασμος συνέθεσε το έργο του «Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione», «Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου», το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου μαθητή και δασκάλου. Στο έργο του αυτό ο Έρασμος υποστήριξε ότι τα Ελληνικά και τα Λατινικά προφέρονταν κατά την αρχαιότητα με ένα διαφορετικό τρόπο, απ’ αυτόν που είχε επικρατήσει, παραθέτοντας τα επιχειρήματά του. Η νέα διδασκαλία του ονομάστηκε «Ερασμιακή προφορά» ή εναλλακτικά «ητακιστική προφορά» και καθιερώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 16 ου αιώνα. Αντίπαλος του Εράσμου στάθηκε ο Γερμανός λόγιος Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes Reuchlin, 1455-1522 μ.Χ.)4, o οποίος επέμενε στη διατήρηση της βυζαντινής ή ιωτακιστικής προφοράς της κλασικής γλώσσας, που ονομάστηκε «ροϊχλίνεια» και συνάδει με τη «σύγχρονη ελληνική προφορά». Το κίνητρο για να γράψει ο Έρασμος αυτήν την πραγματεία του γεννήθηκε από μία φάρσα, δημιουργός της οποίας ήταν ο Ελβετός λόγιος Henricus Glareanus. O Glareanus μόλις επέστρεψε από το Παρίσι, συνάντησε τον Έρασμο, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να μάθει τα τελευταία νέα από την πόλη του φωτός. Ο Glareanus τον διαβεβαίωσε ότι ορισμένοι Έλληνες πολυμαθείς λόγιοι πρόφεραν τα αρχαία Ελληνικά με ένα διαφορετικό τρόπο από τον κοινά αποδεκτό στην Ευρώπη. Βέβαια στα λεγόμενα του Glareanus υπήρχε κάποια αληθοφάνεια, γιατί στην Ελληνική γλώσσα ο φθόγγος (i) εκπροσωπείται από αρκετά φωνήεντα και διφθόγγους. Επιπλέον τα Λατινικά μετέγραφαν το γράμμα «η» της δεύτερης συλλαβής της «εκκλησίας» με το e (δηλαδή ecclesia) και όχι με τι i (δηλαδή ekklisia), όπως προφερόταν το «η» από τους Έλληνες5. Ο Έρασμος στη συγγραφή του «Διαλόγου» του παρακινήθηκε από ένα προφανές ενδιαφέρον για την πραγματική αλήθεια και υποστήριζε τη νέα προφορά του θεωρώντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν μ’ αυτόν τον 3. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 343-4. 4. Ο Γιοχάνες Ρόιχλιν υπήρξε ρομαντικός ελληνιστής και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση των κλασικών σπουδών στη Γερμανία, ενώ ο ίδιος είχε διδαχθεί τις κλασικές γλώσσες από Έλληνες λογίους στην Ιταλία, πράγμα που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει την εξελιγμένη υστεροβυζαντινή προφορά τους. Διέπρεψε επίσης στις εβραϊκές σπουδές. 5.Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 341.
  • 4. 4 τρόπο. Αργότερα, όμως, διαπίστωσε ότι η παραπάνω μαρτυρία του Glareanus ήταν μία φάρσα και παραιτήθηκε από τη χρήση της προφοράς που είχε επινοήσει, εφαρμόζοντας πάλι την παραδοσιακή προφορά. Αυτήν την τακτική συνέστησε και στους στενούς του συνεργάτες. Η νέα όμως προφορά είχε διαδοθεί και μετά από χρόνια αντιπαράθεσης με την παραδοσιακή προφορά κατάφερε να αντικαταστήσει την εν ενεργεία προφορά των Ελλήνων και να καθιερωθεί παγκοσμίως εκτός από την Ελλάδα6. 3) Το πρόβλημα της ελληνικής γλώσσας – Συνέπειες καθιέρωσης της ερασμιακής προφοράς Η βασικότερη συνέπεια της επικράτησης της ερασμιακής προφοράς ήταν η διαίρεση της ελληνικής γλώσσας σε δύο μεγάλες περιόδους: την αρχαία και τη σύγχρονη. Με την εφαρμογή της ερασμιακής προφοράς οι ευρωπαίοι λόγιοι επικέντρωσαν τις έρευνές τους μόνο στην κλασική λογοτεχνία και λόγω του θρησκευτικού τους ενδιαφέροντος και στην Καινή Διαθήκη και στο κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο). Η υπόλοιπη ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας θεωρήθηκε ασήμαντη και υποβιβάστηκε 7. Δυστυχώς οι υπέρμαχοι της τεχνητής διαίρεσης παρέλειψαν να συμβουλευτούν τους Έλληνες λογίους, που μέχρι το τέλος της Βυζαντινής περιόδου συνεχώς χρησιμοποιούσαν και σχολίαζαν τα κείμενα των προγόνων τους και ήταν άριστα εξοπλισμένοι, για να μιλήσουν σχετικά με την επίτευξη του διαχωρισμού της ελληνικής γλώσσας σε αρχαία και σύγχρονη. Αυτή η προφορά που υιοθετήθηκε οδήγησε σε απολίθωση της αρχαίας ελληνικής καθιστώντας την να εμφανίζεται ως μία διαφορετική γλώσσα από την ομιλουμένη του παρόντος ελληνικού έθνους. Έτσι η αρχαία ελληνική γλώσσα, αποκομμένη από την παρούσα φάση της ελληνικής γλώσσας 8, θεωρήθηκε ως 6. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 342. 7. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 345-346. 8. Η Ελληνική γλώσσα είναι η αρχαιότερη συνεχώς ομιλούμενη και γραφόμενη γλώσσα της Ευρώπης. Η τεκμηρίωση μέσω γραπτών μνημείων μας οδηγεί πίσω στο 1500 π.Χ., ενώ η προφορική της μορφή είναι πολύ αρχαιότερη. Σε αντίθεση με τη Λατινική, που σήμερα επιβιώνει μέσω των θυγατρικών γλωσσών της, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρουμάνικα, Ισπανικά, Πορτογαλικά, η Ελληνική παραμένει η ίδια γλώσσα, παρ’ όλες τις αλλαγές που επιβλήθηκαν από το χρόνο, τον πολιτισμό, τη θρησκεία, την επιστήμη και τις κοσμοθεωρίες. Γενικώς, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα, η Ελληνική Γλώσσα, διέρχεται την πέμπτη της φάση. Η πρώτη φάση ήταν όταν η Ελληνική διαφοροποιήθηκε από την πρωτο–Άρια, την πρόγονο της Σανσκριτικής. Κατ’ αυτούς τους χρόνους, η Ελληνική ήταν μία κοινή γλώσσα για όλα τα Ελληνικά ή πρωτο–Ελληνικά φύλα που εισήλθαν στην Ελλάδα κατά τα τέλη της τρίτης χιλιετίας π.Χ. Η δεύτερη φάση εγκαινιάσθηκε με την εγκατάσταση των Ελληνικών φύλων στην Ελλάδα, μία εποχή κατά την οποία η Ελληνική χωρίστηκε σε διάφορες διαλέκτους (Ιωνική, Αττική, Αιολική, Δωρική, Θεσσαλική, κ.ά.), που διήρκεσαν μέχρι τους
  • 5. 5 νεκρή γλώσσα και εξαιτίας αυτού του αξιώματος σχηματίστηκε η εντύπωση ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης ελληνικής»9. Ένα παράδειγμα αυτής της στάσης είναι ο Friedrich Blaβ, του οποίου η «Grammatik des neutestamentlichen Griechisch» (Γραμματική της Ελληνικής της Καινής Διαθήκης) έχει γαλουχήσει μελετητές επιστήμονες της Καινής Διαθήκης για περισσότερο από εκατό χρόνια. Ο Blaβ θεωρούσε τους Νεοέλληνες μαζί με τους Βυζαντινούς ως «μιξοβάρβαρους»10 και καταδίκαζε τη Νεοελληνική ως «βαρβαρική», ως κάτι που έχει «διαφθαρεί» και είναι «άνευ αξίας»11, παρά το γεγονός ότι οι τρεις εκδόσεις του βιβλίου του για την προφορά των Ελληνικών, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι δεν είχε καμία ιδέα για τους φωνολογικούς κανόνες που εφαρμόζονται στη Νεοελληνική 12. Ούτε φαίνεται να είχε μεγαλύτερη επιτυχία σχετικά με τις μορφολογικές εξελίξεις. Οι παρατηρήσεις του Χατζιδάκι, του πατέρα της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα, είναι εύστοχες εδώ: «Δια την μεγάλην δε άγνοιαν ταύτης τε της γλωσσικής εξετάσεως από των μεταγενεστέρων χρόνων μέχρι σήμερον και των νόμων καθ’ ούς ετελέσθη, αρκούνται συνήθως οι φιλολογούντες να θεωρώσι την νέαν Ελληνικήν ως νοσηράν παραφυάδα της αρχαίας ή ως διεφθαρμένην και εκβαρβαρωμένην Ελληνικήν, ής η ακριβής εξέτασις και γνώσις δεν είναι, ως λέγεται, ανταξία του κόπου»13. Άλλη μία σημαντική επίπτωση από την καινοφανή προφορά των Ελληνικών και την αστήρικτη δυσφήμιση των Νεοελληνικών από τον Blaβ, ήταν να ζημιωθούν οι σπουδές που σχετίζονται με τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Συγκεκριμένα η εφαρμοζόμενη προφορά συγκάλυψε πολλά γεγονότα και εμπόδισε την επαφή με ενδιαφέρουσες γνώσεις που σχετίζονται με το κείμενο της Καινής Διαθήκης και των σχετικών προβλημάτων με την μετα–κλασικούς χρόνους. Η τρίτη φάση εκπροσωπείται από την Κοινή, όταν η Ελληνική και πάλι έγινε μία ενιαία και κοινή γλώσσα για όλους τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η γλώσσα διαχωρίστηκε και πάλι, αυτή τη φορά σε νέες Ελληνικές διαλέκτους, για να γίνει ενιαία για τρίτη φορά κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου και εικοστού αιώνα, αυτό που αποκαλούμε η Νέα Κοινή ή Νεοελληνική. Αυτή αποτελεί την πέμπτη φάση. Για περισσότερα βλ. Γεώργιο Μπαμπινιώτη, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2002, σελ. 35 και 107. 9. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 3. 10. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 347, ο οποίος παραπέμπει στο F. Blaβ, Über die Aussprache des Griechischen, Berlin, (1η εκδ. 1870, 2η εκδ. 1882, 3η εκδ. 1888). 1η εκδ. σελ.8: «Και όμως, οι Νεοέλληνες όπως και οι Βυζαντινοί ήταν μιξοβάρβαροι». 11. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 347, ο οποίος παραπέμπει στο F. Blaβ, Über die Aussprache, 1η εκδ. σελ.7-8: «Το να μετατρέψεις τη γλώσσα ενός Ομήρου ή ενός Πλάτωνα σύμφωνα με τους διεφθαρμένους Βυζαντινούς θα ήταν απόλυτα βαρβαρώδες, συνεπώς η ιστορική βάση είναι εντελώς άκυρη και άχρηστη». 12. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 347. 13. Χατζιδάκις Γεώργιος, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά (=ΜΝΕ) Τομ. 1, Σακελλαρίου, Αθήνα, 1905-7, σσ 360.
  • 6. 6 κριτική του, αλλά ακόμη περισσότερο στέρησε σημαντικό φως που ρίχνεται επάνω στη μορφολογία και ιδιαίτερα στο συντακτικό της Καινής Διαθήκης από την ύστερη φιλολογία. Το αξιοπερίεργο επιπλέον με την ερασμιακή προφορά είναι ότι οι υποστηρικτές της θεωρούν ότι έχουν ανακαλύψει την «αυθεντική» προφορά της κλασικής αρχαιότητας και προφέρουν τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, τους παπύρους, ακόμη και τους Πατέρες της Εκκλησίας με τον ίδιο τρόπο. Εντούτοις, αν και είναι κοινά αποδεκτό ότι η χρήση της ερασμιακής προφοράς βοηθάει τους ξένους να γράφουν πιο σωστά τα αρχαία ελληνικά 14, γιατί διακρίνουν την ορθογραφία των διαφορετικών γραμμάτων του φθόγγου (i), αυτή η εμμονή οδήγησε στην προφορά της ελληνικής με ένα μηελληνικό τρόπο. Ακόμα η περιφρόνηση του δυναμικού τόνου από τους υποστηρικτές του Εράσμου όχι μόνο παράγει ακατανόητους στα Ελληνικά ήχους, αλλά προκαλεί σύγχυση και σε λέξεις που γράφονται όμοια, όμως τονίζονται σε διαφορετική συλλαβή κι έχουν διαφορετική σημασία. Εν ολίγοις «δεν είναι απόλυτα αληθινό ότι η μη-ελληνική προφορά μας βοηθάει να γράφουμε τα Ελληνικά πιο σωστά»15. 4) Λόγοι επικράτησης της ερασμιακής προφοράς Το γεγονός της καθιέρωσης της ερασμιακής προφοράς δημιουργεί ένα βασικό ερώτημα : «Γιατί οι Έλληνες δεν αντέδρασαν στην υιοθέτηση της νέας προφοράς;». Μετά την άλωση της Πόλης δεν υπήρχε επίσημο ελληνικό κράτος, το οποίο θα ενδιαφερόταν για την τύχη της ελληνικής γλώσσας και την προφορά της. Οι Έλληνες είχαν εμπλακεί σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου με τους Τούρκους και αυτό είχε ως φυσικό επακόλουθο όχι μόνο να μη διαθέτουν τα μέσα, για να αντισταθούν στην ερασμιακή προφορά, αλλά ως επί το πλείστον να μη γνωρίζουν για τις εξελίξεις στην κεντρική Ευρώπη 16. Τα φωτισμένα ευρωπαϊκά κράτη θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατό να ανασυγκροτηθεί το Ελληνικό κράτος, ότι η Ελλάδα δεν θα υπήρχε ξανά και αποκαλούσαν τους εαυτούς τους πλέον ως φυσικούς κληρονόμους του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Έτσι η προτίμησή τους στην ερασμιακή προφορά εξηγείται από το γεγονός ότι τους ήταν πιο εύκολη από την παραδοσιακή ελληνική προφορά, «γιατί συμφωνεί με την προφορά των εθνικών τους γλωσσών»17. Το παράδοξο πάντως είναι ότι η υπάρχουσα 14. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 350. 15. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 393. 16. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 345. 17. Ι. Σταματάκος, Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αθήνα, 1973, 3η έκδ., σελ. 18-9.
  • 7. 7 κατάσταση, δηλαδή η προφορά της αρχαίας ελληνικής με τρόπο ανοίκειο για τους Έλληνες, δεν παρατηρήθηκε σε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα. «Κανείς δεν κατασκεύασε μία τεχνητή προφορά για την Αγγλική ή τη Γαλλική, αλλά σεβάστηκε τον τρόπο με τον οποίο οι φυσικοί τους ομιλητές τις προφέρουν» 18. Το θέμα της ερασμιακής προφοράς έχει και πολιτικές προεκτάσεις. Η επικράτηση της νέας προφοράς συνδέθηκε με την απαξίωση της παραδοσιακής ελληνικής προφοράς και της κατακτημένης Ελλάδας. Την υποτιμητική άποψη του Blaβ για τους Έλληνες την υποστήριζαν πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες, ενώ οι 940 φιλέλληνες που ήρθαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν αποτελούσαν μία φαεινή εξαίρεση. Ο Ισπανός λόγιος Adrados στο έργο του «Geschichte der griechischen Sprache» και συγκεκριμένα στην σελίδα 286 αναφέρει την απόρριψη που δέχθηκε η πρόταση του Βολταίρου από το Φρειδερίκο το Β΄ της Πρωσίας, να βοηθήσει τον εμπόλεμο λαό της Ελλάδας να ελευθερωθεί από τους Τούρκους με την αιτιολόγηση ότι οι Έλληνες ήταν «αναξιοπρεπείς και τεταπεινωμένοι» και η γλώσσα τους «εντελώς διεφθαρμένη» και γι’ αυτό δεν τους άξιζε η ελευθερία. Οι απόψεις του αυτές αντανακλούν απόψεις ευρωπαίων κλασικών μελετητών. Μάλιστα ο ίδιος ο πρίγκιπας Μέτερνιχ της Αυστρίας με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης εξέφρασε τη γνώμη ότι οι Έλληνες εναντιώνονται κατά «νόμιμης» εξουσίας και παρότρυνε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να ενωθούν, για να βοηθήσουν τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων19. Απ’ όλα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες και η μη αποδοχή του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους ως ισότιμου από τα άλλα ευρωπαϊκά, πρωταγωνίστησαν για την διατήρηση της ερασμιακής προφοράς και όχι επιστημονικοί λόγοι20. Β´ ΜΕΡΟΣ Η προφορά της Ελληνικής 1) Χαρακτηριστικά ερασμιακής προφοράς Η ερασμιακή προφορά παρουσιάζει προσαρμογή στις διάφορες τοπικές γλώσσες των χωρών όπου χρησιμοποιείται, αλλά ακολουθούνται συνολικά οι εξής συμβάσεις: 18. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 348. 19.Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 349. 20. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 349.
  • 8. 8 • Τα φ, θ, χ δεν διαβάζονται ως δασέα, αλλά ως [f, t, k]. (στην Αγγλία το θ διαβάζεται όπως και στην Ελλάδα) Τα β, δ, γ διαβάζονται [b, d, g] • Το ζ διαβάζεται [ts], [dz] ή [z] • Τα φωνήεντα δεν διακρίνονται σε μακρά και βραχέα. • Το η διαβάζεται [e] ή [ε]. • Οι δίφθογγοι διαβάζονται με φωνήεν + ημίφωνο εκτός του ου (που διαβάζεται [u]). • 2) Η Ιστορική προφορά της Ελληνικής Α) Γενικές επισημάνσεις Eίναι κοινά αποδεκτό ότι η ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χιλιάδων χρόνων της μακροχρόνιας ιστορίας της δεν προφέρεται πανομοιότυπα. Εξάλλου δεν υπάρχει τρόπος εξακρίβωσης της προφοράς της κατά τη δεύτερη χιλιετία και κατά τις αρχές της πρώτης χιλιετίας προ Χριστού. Οι ιδιωτικές όμως επιγραφές από τον 7 ο αι π.Χ. και οι μεταγενέστεροι πάπυροι αποτελούν τις πιο σημαντικές αποδείξεις όχι για την επίσημη καθιερωμένη προφορά, που συναντούμε στις δημόσιες επιγραφές, αλλά για τη λαϊκή προφορά, για την ορθογραφία των αμόρφωτων ανθρώπων21. Οι επιγραφές και οι πάπυροι, στις μαρτυρίες των οποίων θα στηριχθούν και τα αποδεικτικά στοιχεία της παρούσας εργασίας για την ιστορική προφορά της ελληνικής, είναι ο πιο ασφαλής οδηγός για την παρουσίαση της προφοράς της αρχαιότητας, κάτι που δεν έλαβαν υπόψη τους οι υποστηρικτές του Εράσμου. Μία προσεκτική ενασχόληση με όλες τις μαρτυρίες οδηγεί στις εξής διαπιστώσεις: Η προφορά των γραμμάτων α, ε, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, φ, ψ δεν αμφισβητείται, γιατί αυτά προφέρονται και από τους σύγχρονους Έλληνες και από τους οπαδούς του Εράσμου με το ίδιο τρόπο. Τα αμφισβητούμενα γράμματα είναι τα σύμφωνα β, γ, δ, ζ, θ, χ, τα φωνήεντα η, υ, ω, οι δίφθογγοι αυ, ευ, ηυ, αι, ει, οι, υι, η δασεία και οι τόνοι22. Η μελέτη της ελληνικής προφοράς επικεντρώνεται σε δύο σημαντικά θέματα: α) Την αλλαγή του αλφαβήτου από προ-φοινικικό αλφάβητο (Μυκηναϊκή ή Γραμμική Β´) σε Φοινικικό, το οποίο επικράτησε πριν το 800 21. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 350. 22. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 350-1.
  • 9. 9 π.Χ. και β) Τη σταδιακή υιοθέτηση του Ιωνικού αλφαβήτου (η πιο ολοκληρωμένη μορφή του φοινικικού αλφαβήτου στην Ιωνία) από τους Αθηναίους κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Αυτή η καθιέρωση έγινε με το ψήφισμα του Αρχίνου το 403/2 π.Χ για αντικατάσταση του Αττικού αλφαβήτου από το Ιωνικό επί άρχοντα Ευκλείδη, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα απαράλλακτο. Βέβαια το νέο αλφάβητο δεν παραγκώνισε το παλαιότερο και ακολούθησε μία περίοδος συνύπαρξης και των δύο, η οποία προκάλεσε σύγχυση στην ορθογραφία των λέξεων, δηλαδή διπλή γραφή της ίδιας λέξης με την επίδραση και των δύο αλφαβήτων. Η παλαιά γραφή και ορθογραφία με τη χρήση του Αττικού αλφαβήτου απαντάται πιο συχνά σε κείμενα δημόσιου χαρακτήρα, ενώ η καινούργια, η οποία εξέφραζε καλύτερα τους πραγματικούς ήχους της γλώσσας με τη χρήση του Ιωνικού κυρίως σε επιγραφές και σε παπύρους23. Πριν την υιοθέτηση του Ιωνικού αλφαβήτου (τέλη του 5 ου αιώνα π.Χ.) τα γράμματα και οι ήχοι τους, η προφορά τους δεν είχαν απόλυτη αντιστοιχία. Έτσι το γράμμα Ε απεικονίζει όχι μόνο το δικό του σημερινό ήχο, αλλά και ήχους που αργότερα εκπροσωπούνται με τα γράμματα η και ει24. Επίσης το γράμμα Ο απεικονίζει όχι μόνο το ο, αλλά και το ω και το ου25. Όλα αυτά δείχνουν ότι τα πρώιμα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια τέτοιες λέξεις θα μπορούσαν να διαβαστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: ΒΟΛΕ θα μπορούσε να παριστάνει τα: βολή, βούλει, βουλή26 ΕΡΓΟΝ = ἔργον, ἔργων, εἴργον, εἴργων ΕΡΕΣ = ἐρεῖς, εἴρεις, εἴρῃς ΔΟΛΟΣ = δόλος, δόλους, δοῦλος, δῶλος, δοῦλους ΚΕΛΕΥΕ = κέλευε, κελεύει, κελεύῃ 23.Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 353-4. 24. Βλ. Supplementum Epigraphicum Graecum, Wiesbaden etc. 1923, XLII, 45 (525-500 π.Χ.) : [ΑΡΙΣΤΟΚΛ]ΕΣ για Ἀριστοκλῆς. Επιπλέον η εναλλαγή του ε με το η και το ει και του ο με το ου διακρίνεται στο Inscriptiones Graecae I, 1 510-500 π.Χ. : ΕΣ ΔΕΜΟΣΙΟ[Ν] (ἐς δημόσιον)… ΚΡΙΝ]ΕΝ [ΕΠΙ] ΤΕΣ Β[Ο]ΛΕ[Σ] (κρίνειν ἐπὶ τῆς βουλῆς). 25. Βλ. SEG XLI, 37 (500 π.Χ.) : [Ευε]νορ αντί για Εὐήνωρ, IG I,1, (510-500 π.Χ.): ΤΡΙΑ[Κ]ΟΝΤΑ ΔΡ[ΑΧΜΟΝ] αντί για τριάκοντα δραχμῶν. Για την περίπτωση του ου βλ. Corpus Inscriptionun Atticarum IV, b, 373, 121 (πριν το 480 π.Χ.) ΧΟΡΙΟ αντί για χωρίου και CIA I, 32, A, 9, (435 π.Χ.):E ΒΟΛΕ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡ ΕΣΤΟ (= ἡ βουλὴ αὐτοκράτωρ ἔστω). 26 Βλ. Πλάτωνα, Κρατύλο 420 c3-5 «ὥσπερ γε καὶ ἡ “βουλή” πως τὴν β ο λ ή ν , καὶ τὸ “βούλεσθαι” τὸ ἐφίεσθαι σημαίνει καὶ <τὸ> “βουλεύεσθαι”
  • 10. 10 ΔΕΜΟΝ = δῆμον, δήμων, δημόν, δημῶν, δεμῶν, δέμον, δέμων, δεῖμον. Όσον αφορά τα σύμφωνα27, το γράμμα Φ στα αρχαϊκά χρόνια συμβολιζόταν με το δίψηφο ΠΗ, το γράμμα Χ με το δίψηφο ΚΗ και το Θ με το δίψηφο ΤΗ. Όταν λοιπόν οι αρχαίοι μιλούσαν για τους φθόγγους στους οποίους αντιστοιχούν τα γράμματα Φ, Θ, Χ, έλεγαν ότι «προφέρονταν βαθιά στο στόμα, στο φάρυγγα». Γι’ αυτό τους ονόμαζαν «δασείς» σε αντίθεση με τους φθόγγους π, τ, κ, που τους ονόμαζαν «ψιλούς»28. Επίσης το Ξ αντιπροσωπευόταν με το δίψηφο ΚΣ 29 (αργότερα ΧΣ)30, το Ψ με το δίψηφο ΠΣ (αργότερα με τα ΦΣ) 31. Αυτές οι εναλλακτικές ορθογραφίες συνεχίστηκαν μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. και αργότερα. Το Η αρχικά δεν ήταν γράμμα, αλλά χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει τη δασεία. Αυτό το σύμβολο χωρίστηκε στα δύο και το αριστερό έγινε το δασύ πνεύμα, τη δασεία (῾), ενώ το δεξί έγινε το ψιλό πνεύμα, την ψιλή ( ᾿). Έτσι το σύμβολο Η αρχικά είχε δύο λειτουργίες : η μία ως πνεύμα και η άλλη ως δεύτερο στοιχείο των διψήφων ΠΗ, ΚΗ και ΤΗ. Στην Ιωνία, όπου η δασεία σταμάτησε να χρησιμοποιείται από τον 7ο αιώνα, το Η μετατράπηκε σε γράμμα, ο μακρόχρονος ήχος ΕΕ32. Πάντως μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. η Αττική διάλεκτος είχε μόνο πέντε φωνήεντα: α, ε, ι, ο, υ για τους πέντε βασικούς ήχους της ελληνικής γλώσσας ήδη από τα Μυκηναϊκά χρόνια : a, e, i, o, u. Τα σύμβολα του Η και του Ω δεν είχαν πάρει ακόμα θέση στην ομάδα των φωνηέντων, ούτε αντιπροσώπευαν υπάρχοντες ήχους, αλλά υιοθετήθηκαν αρχικά τον 5ο αιώνα π.Χ. ως τεχνικά σημάδια, για να δηλώνουν τη μακρόχρονη ποσότητα του Ε και του Ο αντίστοιχα33. Στις αττικές επιγραφές από τον 6 ου αιώνα π.Χ. στο γράμμα Ε αντιστοιχούσε εκτός από το Ε και το ΕΙ34 και το Η, ενώ το Ο εκπροσωπούσε 27 Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 350-1. 28.Bλ. Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 115) 29. Βλ. για παράδειγμα Κρήτη, Ελτυνία (αρχές 6ου/τέλη 5ου αι.π.Χ.): αἴ κ’ ἄρκσει αντί για ἄρξει. 30. CIA IV, b, 1, a, 1, 570-560 π.Χ.: ΕΔΟΧΣΕΝ ΤΕΙ ΒΟΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟΙ ΔΕΜΟΙ (= ἔδοξεν τ ῇ βουλῇ καὶ τῷ δημῷ) και IG I, 4, 485/4 π.Χ.: ΕΣ ΠΡΑΧΣΙΝ (= ἐς πρᾶξιν). 31. SEG XXV, 59, 520 π.Χ.: ΟΦΣΙΟΣ (= Ὄψιος), IG I, 460-450 π.Χ.:ΕΦΣΕΦΙΣΜΕΝΑ ΑΝΑ[ΓΡΑΦΣ]ΑΝΤΑΣ (ἐψηφισμένα ἀναγράψαντας), CIA I, 32, A, 4, 435 π.Χ.:ΕΦΣΕΦΙΣΤΟ (=ἐψήφιστο). 32. Ανάμεσα στα πρώιμα παραδείγματα του Η ως ένα γράμμα πριν την επίσημη υιοθέτησή του το 403 π.Χ. είναι: στρατΗγούς (CIA IV, 27, a, 77, 445 π.Χ.), ἄρρΗτοι (CIA I, 23, a, πριν το 444 π.Χ.). 33. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 358. 34. IG II, 16 (394/3 π.Χ.): Γναθίο[ς εἶπε· σύμμαχος εναι (= εἶναι), IG II, 19 (394/3): εναι ἐπειδή ἐστ[ιν και IG II, 24 (387 π.Χ.): Εσιν (= εἰσίν).
  • 11. 11 όχι μόνο το Ο, αλλά και το ΟΥ και αργότερα το Ω 35. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, όταν το Η και το Ω ελήφθησαν ως πραγματικά γράμματα, υπήρχε μία διαρκής σύγχυση του Ε με το Η και του Ο με το Ω. Ανάμεσα στα 450-300 π.Χ. επίσης συγχέονταν το Ε με το ΕΙ, το ΕΙ με το Ε, το Ε με το Η, το Η με το Ε, το ΕΙ με το Η, το ΕΙ με το ΗΙ, το Ο με το ΟΥ36, το Ο με το Ω. Σχετικά με τους διφθόγγους, οι οποίοι αποτελούνται από δύο φωνήεντα, ίσχυαν τα εξής: Αρχικά στα ομηρικά έπη και στα υπόλοιπα αρχαϊκά έργα, στα οποία η συναίρεση ήταν σπάνιο είδος, στους διφθόγγους προφέρονταν και τα δύο φωνήεντα. Στα κλασικά όμως χρόνια, όταν η συναίρεση είχε καθιερωθεί , οι δίφθογγοι προφέρονταν ως ένας φθόγγος, δηλαδή μονοφθογγίστηκαν. Η παραπάνω διαπίστωση αποδεικνύεται από πολλά παραδείγματα στα οποία το Ι αντικαθιστά το ΕΙ, ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ., όπως επίσης και από τους Δελφικούς Ύμνους (μετά το 146 π.Χ.). Η προφορά των διφθόγγων επηρεάστηκε και από τους κανόνες τονισμού της ελληνικής γλώσσας, την τρισυλλαβία 37. Η τρισυλλαβία επηρέασε τον τόνο, που τοποθετούνταν ή στο πρώτο ή στο δεύτερο φωνήεν του διφθόγγου: ά-ι – αί, έ-ι – εί, ό-ι – οί κτλ. Αυτοί οι δίφθογγοι που τονίζονταν στο πρώτο φωνήεν έγιναν νόθοι και το δεύτερο φωνήεν έχασε την προφορά του και περιορίστηκε αρχικά σε ι (προσεγραμμένο γιώτα ή προσγεγραμμένη) (ΤΥΧΗι ΑΓΑΘΗι) και αργότερα σε (υπογεγραμμένο γιώτα ή υπογεγραμμένη) ( τύχ ῃ ἀγαθῇ) 38. Όσες όμως δίφθογγοι τονίζονταν στο δεύτερο φωνήεν μονοφθογγίστηκαν. Έτσι αρχικά το ΑΙ παριστανόταν με το ΑΕ και αργότερα η προφορά του ταυτίστηκε με το Ε, ενώ η προφορά των ΕΙ, ΟΙ και ΥΙ συνέπεσε με αυτή του Ι. Αυτή η διαδικασία των αλλαγών παρουσιάζεται στις επιγραφές, η οποία άρχισε ήδη από τα προκλασικά χρόνια. Οι δύο δίφθογγοι ΑΥ και ΕΥ διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπες διφθόγγους. Τα αρχικά ΑΥ = au και ΕΥ = eu είχαν τον τόνο στο πρώτο φωνήεν άυ και έυ, με τον καιρό όμως το δεύτερο φωνήεν τους (το υ) απέκτησε συμφωνική προφορά39 και τελικά πήρε τον ήχο του V πριν από τα φωνήεντα και τα ηχηρά σύμφωνα και τον ήχο του F πριν από τα άηχα σύμφωνα. Η 35. IG I, 37, 447/6 π.Χ. Ἀθενον (= Ἀθηνῶν), Κολοφονίον (= Κολοφώνιον), ἐπιμελ]Εθέντον (=ἐπιμεληθέντων), λα[μβανέτο] (= λαμβανέτω), IG I, 48 (440-30 π.Χ.): ἔδοξε τΗι βολΗι και τῶι δΗ[μωι και ξανά στα 435 π.Χ.: ἔδοχσεν τε[ι βολει και τοι δέμοι (IG I, 50). 36. SEG XII, 100 (377/6 π.Χ.) Μονοχιῶνος …. ἰσταμένο (αντί για Μουνιχιῶνος …. ἱσταμένου) (παρατηρείται έλλειψη της δασείας), SEG XII, 87,19 (336 π.Χ.) βολεύηι (για βουλεύῃ). 37. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό που αφορά τον τονισμό των λέξεων της ελληνικής, δεν επιτρέπεται να τονίζεται μια λέξη πριν από την προπαραλήγουσα, δηλαδή ο τόνος της λέξης πρέπει να εμφανίζεται σε μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές . Με βάση αυτό το νόμο εξηγείται η μετακίνηση του τόνου στην παραλήγουσα, όταν μια κλιτική κατάληξη προσθέτει στη λέξη μία επιπλέον συλλαβή: π.Χ. μάθημα, γεν. μαθήματος, πληθ. μαθήματα. 38. IG 1, 2: ΓΝΟΣΘΕΙ (=γνωσθῇ). 39.Βλ. Α.-Φ. Χριστίδη, ό.π., σσ. 112.
  • 12. 12 συμφωνοποίηση του Υ αυτών των διφθόγγων και η μετατροπή του στα χειλικά Β και Φ μαρτυρείται ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. Β) Η προφορά των φωνηέντων και των διφθόγγων Για την προφορά του κλειστού ψηλού ήχου (i) του Ι δεν τίθεται ζήτημα. Αυτός ο ήχος είναι το σημείο αναφοράς για τον ορισμό και άλλων φωνηέντων και διφθόγγων40. To γράμμα Υ, το οποίο αρχικά είχε την προφορά του (u), εναλλάσσεται με το Ι ήδη από το 600-550 π.Χ. και προπάντων από τον 5 ο αιώνα π.Χ. και στο εξής. Ενδεχομένως δεν ήταν εντελώς ίδιο με το Ι σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, αλλά ήταν αρκετά κοντά του, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση41. Αυτό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι το Υ εναλλάσσεται με το Η42 και το ΟΙ (το οποίο άρχισε να αποκτά τον ήχο του Ι) ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ.43. Το Υ εναλλάσσεται επίσης με το ΕΙ από τον 5 ο αιώνα π.Χ.44. Η λέπτυνση της προφορά του Υ προς το Ι επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι στα κλασικά χρόνια το Υ έχασε τον αρχικό ήχο του (u), o οποίος τώρα εκφραζόταν από το ΟΥ. Το γράμμα Η εναλλάσσεται με το Ι ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. ακόμα και πριν την επίσημη αποδοχή του από το αθηναϊκό αλφάβητο το 403 π.Χ. Αυτή η εναλλαγή επιβεβαιώνει ότι η λαϊκή προφορά του Η ήταν Ι 45, δηλαδή εκ διαμέτρου αντίθετη από την αρχική πρόθεση των θεωρητικών να υιοθετήσουν το γράμμα Η, για να εκπροσωπήσει δυνητικά το τεχνικά μακρόχρονο Ε. Η συχνότητα της εναλλαγής με το Ι αυξάνει δραματικά από τον 3ο αιώνα π.Χ. στους παπύρους των Πτολεμαίων. Επίσης η εναλλαγή του Η με το ΕΙ, (το οποίο προφερόταν ως Ι ήδη από τον 5 ο αιώνα π.Χ.) γίνεται πιο συχνή γύρω στο 200 π.Χ. και οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα 46. Το Η ακόμη εναλλάσσεται και με το Υ47, το οποίο τείνει προς την ίδια προφορά με τι Ι. 40. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 365. 41. Για παράδειγμα βλ. IGA 492 600-550 π.Χ.: Συκεεῦσιν και Σιγενεῦσιν, 5 ος αι π.Χ.: Διονισιγένης για Διονυσιγένης, Κρισηίς για Κρυσηίς, Κρισεύς για Κρυσεύς, Διονίσια για Διονύσια, Διόνισος αντί για Διόνυσος. 42. SEG XVI, 123, 28, 350 π.Χ. : Κηθήρ για Κυθήρ. 43. IG II2 1635, 81, 374/3 π.Χ. Κοίβων για Κύβων, IG II2 2407, 5, 350 π.Χ. Ποιθικοῦ για Πυθικοῦ, Ποίτιος αντί για Πύτιος. 44. SEG XXI, 126, 9, 430 π.Χ. : Πειθαγόρα για Πυθαγόρας. 45. SEG XIX, 37, 5ος αι. π.Χ.: Διμοσθένης αντί για Δημοσθένης, SEG XIX, 37, 5ος αι. π.Χ.: Ἀθινᾶ για Ἀθηνᾶ, SEG XIX, 37, 5ος αι. π.Χ.: Ἄρις για Ἄρης. 46. CIA II, 38, 7 πριν το 376 π.Χ. :τῇ βουλει αντί για τῇ βουλῇ, CIA II, 61, 7, 13, 357-353 π.Χ.: χαλκοθήκει αντί για χαλκοθήκῃ. 47. SEG, XVI, 123, 28, 350 π.Χ.: Κηθήρ για Κυθήρ.
  • 13. 13 Με τα Ο, ΟΥ, και Ω συμβαίνουν τα εξής: Το γράμμα Ο εναλλάσσεται με το ΟΥ πολύ συχνά από τον 6ο μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ.48. Εντούτοις αξίζει να σημειωθεί ότι το ΟΥ, που προφερόταν σαφώς ως (u), γραφόταν συχνά στη θέση του Ο ή του Ω. Αυτό αποδεικνύει ότι υπήρχε μικρή διάκριση μεταξύ του Ο και του Ω49. Ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. η εναλλαγή του Ο με το Ω απαντάται πολύ συχνά, γεγονός που αποδεικνύει ότι, αν υπήρχε αρχική διάκριση ανάμεσά τους, με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα γράμματα είχαν γίνει ισοδύναμα50. Για την προφορά των υπολοίπων φωνηέντων α, ε και ι, δεν τίθεται θέμα εξέτασης, γιατί η προφορά τους δεν αποτέλεσε σημείο διαφωνίας από καμία ομάδα, αλλά θεωρείται ότι κράτησαν διαχρονικά την ίδια προφορά. Ο δίφθογγος ΕΙ εναλλάσσεται με το Ι από τον 6ο-5ο αιώνα π.Χ. φανερώνοντας ή ότι είχε μονοφθογγιστεί, δηλαδή η προφορά του ήταν όπως του Ι, ή ότι ήταν πολύ όμοιος μ’ αυτό 51. Η εναλλαγή αυτή γίνεται πιο συχνή τον 5ο και τον 4ο αιώνα, όπως μαρτυρείται στους αιγυπτιακούς παπύρους 52. Η σύγχυση ανάμεσα στο Ι και το ΕΙ εμφανίζεται επίσης στην Εύβοια και τη Βοιωτία53. Επίσης το ΕΙ εναλλάσσεται με το Η ήδη από τον 5ο και τον 4ο αιώνα54. Το ότι το ΕΙ είχε ήδη πάρει από τον 5 ο-4ο αιώνα ή έτεινε να πάρει τον ήχο του Ι, αποδεικνύει ότι και το Η βρισκόταν προς την ίδια κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη εναλλαγή γίνεται πιο συχνή γύρω στα 200 π.Χ.55. Ο δίφθογγος ΥΙ με τη σειρά του παρουσίαζε το εξής χαρακτηριστικό: Το Ι αυτού του διφθόγγου από πολύ νωρίς, από τα ομηρικά χρόνια 56 άρχισε να αποβάλλεται ή να κολλά με το Υ, με αποτέλεσμα ο δίφθογγος ΥΙ να 48. CIA IV, 27, a 13, 445 π.Χ.: ἐλθοσαν για ἐλθοῦσαν, CIA I, 301, 31, 378 π.Χ.: ὑποργοῖς για ὑπουργοῖς. 49. SEG X, 48, 433/2 π.Χ. : Σάμων για Σάμον, CIA II, 808 a, 130, 326 π.Χ.: λιπόν για λιπών. 50. Βλέπε τους ακόλουθους παπύρους: Berliner griechische Urkunden (=BGU) 1462 (3ος/2ος αι. π.Χ.): γεομετρίας για γεωμετρίας, BGU 1214 (2ος αι. π.Χ.): κομων για κωμῶν. 51. SEG XXXV, 37, 580-70 π.Χ.: Χίρων για Χείρων, CIA I, 9, 28, 5ος αι. π.Χ.: ἀπόκτινεν αντί για ἀπόκτεινεν, CIA I, 230, 450 π.Χ.: Σταγιρῖται αντί για Σταγειρῖται. 52. Βλέπε για παράδειγμα BGU 1215 (3ος αι. π.Χ. : γείνωσκε για γίνωσκε, PSI 354 (254/3 π.Χ.): παραγείνεσθαι για παραγίνεσθαι, PSI 365 (251/0 π.Χ.) :σείτος για σίτος, PSI 361 (250 π.Χ.) : λιτουργήσουσιν για λειτουργήσουσιν. 53. Για την Εύβοια: IGA 372 (6ος /5ος αι):29, 30, 31: Ἀριστοκλίδης και 28: Ἀριστοκλείδης, 281: Νεοκλείδης και 275: Νεοκλίδης, 359:Τείμαρχος και 365: Τίμαρχος και για Βοιωτία: IGA 223: εὐτέλια αντί για εὐτέλεια, 300: Ἀριστογίτον για Ἀριστογείτων. 54. Μείλιχος, Μήλιχος, Μίλιχος (P. Kretschmer, Die griechischen Vaseninschriften ihrer Sprache nach untersucht, Gütersloh 1894, 133 f, 233), SEG XIV, 64, 21, 271/70 π.Χ.:τύχει ἀγαθει για τύχῃ ἀγαθῇ. 55. Βλ. για παράδειγμα τους ακόλουθους παπύρους: BGU 1502 (3ος αι. π.Χ.) : Αμμωνιηον για Ἀμμωνιεῖον, BGU 1214 (2ος αι π.Χ.): χρηαι για χρείαι, BGU 2381 (176 π.Χ.): ιερηας για ἱερείας. 56. Οδύσσεια, υ 286 «δύη» αντί για «δυίη», τ 248 «δαινύατο» αντί για δαινυίατο» και Ιλιάδα Ο 99 δαίνυται αντί για δαίνυιται.
  • 14. 14 προφέρεται ως απλό Υ, για την προφορά του οποίου και την εναλλαγή του με το Ι από το 5ο αιώνα π.Χ. έγινε λόγος παραπάνω. Αυτό το φαινόμενο απαντάται από τον 5ο αιώνα π.Χ.57. Επίσης το ΥΙ συγχέεται επίσης με το ΟΙ. Το ΟΙ συγχέεται με το Ι μέχρι το 329 π.Χ. 58. Η προφορά του ΟΙ ως Ι επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι στην ίδια επιγραφή, η οποία χρονολογείται το 329 π.Χ., το ΟΙ εναλλάσσεται επίσης και με το ΕΙ, το οποίο από νωρίς είχε αποκτήσει τον ήχο του Ι 59. Επιπλέον από τον 5ο-4ο αιώνα π.Χ. το ΟΙ εναλλάσσεται με το Υ και τελικά το αργότερο μέχρι το 168 π.Χ. εναλλάσσεται επίσης και με το Η60. Γνωρίζουμε βέβαια ότι αυτά και τα δύο (Υ και Η) συγχέονται με το Ι, γεγονός που αποδεικνύει ότι και τα τρία (ΟΙ, Υ και Η) προφέρονταν πλέον ως Ι. Εντούτοις είναι αδύνατο αυτήν την περίοδο να χρησιμοποιούνταν διαλυτικά (¨) και αυτό γίνεται φανερό από τη λέξη Ε ὐαο ῖοι (Βλ. IGA 110, 2, 6ος αιώνα π.Χ.). Αυτή η λέξη, η οποία αποτελείται από επτά φωνήεντα, εάν προφερόταν με την ερασμιακή προφορά θα έδινε τον κωμικό ήχο : «E-u-a-o-i-o-i». Σίγουρα η σωστή προφορά ήταν ανάμεσα στο «Eva-ü- ü» και στο «Eva-ί-i». Η νόθα δίφθογγος ΗΙ εναλλάσσεται με την ορθή δίφθογγο ΕΙ πολύ συχνά από τη στιγμή της υιοθέτησης του Η (5 ο αιώνας π.Χ.) μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ.61. Επειδή η δίφθογγος ΕΙ μονοφθογγίστηκε, ακουγόταν δηλαδή ως απλό Ι και το Η της νόθας διφθόγγου ήταν το μόνο γράμμα που προφερόταν, γίνεται σαφές ότι το Η και το Ι προφέρονταν παρόμοια και γι’ αυτό το λόγο συγχέονταν. Η δίφθογγος ΑΙ εναλλάσσεται με το Ε πριν το 400 π.Χ. Αυτό συναντάται στη Βοιωτία, όπου το ιωνικό Η αντικαθιστά το ΑΙ, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι το ΑΙ μονοφθογγίστηκε και προφερόταν ως Ε62. Η προφορά του ΑΙ ως Ε στην Αθήνα αποδεικνύεται από την προσθήκη του ι μετά τη δίφθογγο ΑΙ 63. Επιπλέον το ΑΙ και το Ε συγχέονται από νωρίς και αυτή η σύγχυση επικρατεί για όλη την περίοδο που εξετάζουμε 64. 57. CIA I, 273, 5ος αι. π.Χ.: ἀπεληλυθυας αντί ἀπεληλυθυίας, CIA II, 678 B, 64, 378-366 π.Χ.):κατεαγυα αντί για κατεαγυῖα. 58. SEG XXXV, 37, 580-70 π.Χ.: Μιραι για Μοῖραι, CIA II, 834, b, I,61, 329 π.Χ.: περιαλιφήν αντί περιαλοιφήν. 59. Δυεῑν κοντά στο δυοῖν, CIA II, 168 (4ος αι. π.Χ.) Φαληρεῖ για Φαληροῖ. 60. Βλ. σε παπύρους για παράδειγμα Louvre Pap. 55, 11-15 (168 π.Χ.): Ἤνου για οἴνου. 61. CIA II, 675, 44, c. 403 π.Χ.: κληις και CIA II, 47, c. 403 π.Χ.: κλεις. 62. Ἀρίστηχμος (IGA 300, 5ος αι. π.Χ.) για Ἀρίσταιχμος (IGΑ 397 398, 5ος αι. π.Χ.), Ἠγοσθενίτης (για Αἰγοσθενίτης), Δηνήνετος (για Δημαίνετος), ταμίη (για ταμίαι), κλήω (για κλαίω). 63. Βλέπε για παράδειγμα Ἐλαιιται ( CIA I, 228, 4, 452 π.Χ.) (προφέρεται Ele-i-te, όχι Εla-ii-ta-i), ἐλαίινος (CIA II, 678, B, 10, 378 π.Χ.) (προφέρεται elé-ϊ-nos, όχι ela-i-i-nos). 64. Πεδίαρχος (SEG XV, 198, 4ος αι. π.Χ.), για Παιδίαρχος, Πέδαρχος (CIA III, 29, 5, 4ος-3ος αι. π.Χ.) για Παίδαρχος, Πλατεεύς (IG II2 10089, 1ος αι π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.) για Πλαταιεύς.
  • 15. 15 Οι δίφθογγοι ΑΥ, ΕΥ και ΗΥ διατηρούν την προφορά και των δύο γραμμάτων αλλά ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ. το Υ ακούγεται ως ένα σύμφωνο: (v) ή (f), av ή af, ev ή ef και iv ή if. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το δίγαμμα F, το οποίο αντιστοιχούσε με το Φοινικικό γράμμα waw και είχε το ήxο του (v), αντικαθιστά το υ65. Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται από τη μεταγραφή αυτών των διφθόγγων στα Λατινικά, στα οποία χρησιμοποιείται το ev για το ευ66. Δεν υπήρχε περίπτωση το ευ να μεταγραφόταν στα Λατινικά με το eu και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι μεταγραφείσες λέξεις γράφονταν επίσης με διπλό vv67. Αντίστροφα το λατινικό όνομα Lavinia στα Ελληνικά αποδίδεται ως Λαύνα και όχι ως Λάουνα, το Paulina ως Παυλίνα. Έτσι τα παραπάνω παραδείγματα επιβεβαιώνουν την προφορά του Παύλου ως Pavlos και όχι ως Paoulos68. Ακόμη το «Lord Byron» δεν προφέρεται στα Ελληνικά ως Λορντ Μπάιρον, αλλά ως Λόρδος Βύρων, έστω κι αν ο καθένας γνωρίζει ότι αυτή δεν είναι η σωστή προφορά του αρχικού ονόματος. Σήμερα η σύγχυση των γραμμάτων και των διφθόγγων ι, η, υ, ει, υι, οι που προφέρονται ως (i) είναι συχνή σε ανθρώπους με στοιχειώδη εκπαίδευση. Έτσι για παράδειγμα αν γράψει κάποιος μία λέξη με η ή οι αντί του σωστού ι, αυτό δε σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος Έλληνας προφέρει αυτήν τη λέξη διαφορετικά, απλά ότι τη γράφει λάθος. Ακριβώς τα ίδια λάθη συνέβαιναν και στην αρχαιότητα και αυτά τα ορθογραφικά λάθη, που μαρτυρούνται στις επιγραφές και στους παπύρους, αποκαλύπτουν σε μας την πραγματική προφορά του ζωντανού λόγου της εποχής. Οι παραπάνω εναλλαγές των φωνηέντων και των διφθόγγων μας φανερώνουν καθαρά ότι η προφορά όλων αυτών ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. είχε αρχίσει να συμπίπτει με τη λεγόμενη σύγχρονη Ελληνική. Βέβαια η νέα προφορά δεν καθιερώθηκε παντού την ίδια στιγμή, η διαδικασία όμως αλλαγής άρχισε τα κλασικά χρόνια ή νωρίτερα και επικράτησε στα περισσότερα μέρη, εκτός από λίγες περιοχές, στις οποίες η αλλαγή ολοκληρώθηκε τα Βυζαντινά χρόνια. Γ) Η προφορά των συμφώνων 65. 6ος -5ος αι. π.Χ.: ΝαϜπακτίων δίπλα στο Ναυπακτίων (IGA 321), ἔFθετος (ΙGA 20, 101) αντί για εὔθετος, ἀριστέ Foντα (IGA 343, 4) αντί για ἀριστεύοντα , ἀFυτοῦ (IGA 409) αντί για αὐτοῦ. 66. Εvenus (Εὔηνος) Corpus Inscriptionum Latinarum (= CIL) V, 1009, Εvanthe (Eὐάνθη, -ία) CIL V, 6107, Εvangelo (Eὐάγγελος) CIL V, 647. 67. Evvenus (CIL II, 4534), Evvangelo (CIL V, 1200), Evvaristus (CIL V, 8110, 80a), Evvodia (CIL V, 2310), Evvantia (CIL V, 6222), Evvodo (CIL III, 2413), Evvagrio (CIL IV, 1198). 68. Όμοια Aulus, Aurelius έγιναν Αὖλος (Αvlos), Αύρήλιος (Avrilios) και όχι Ἄουλους (Aulous), Ἀουρήλιος (Aurelious) και Claudius, Claudia και Αugustus έγιναν Κλαύδιος, Κλαυδία και Αὔγουστος και όχι Κλαούδιος, Κλαουδία, Αούγουστος.
  • 16. 16 Τα αμφισβητούμενα σύμφωνα είναι τα μέσα Β, Γ, Δ, τα δασέα Θ, Φ, Χ και το Ζ. Η εναλλαγή των συμφώνων βέβαια, σε αντίθεση με τα φωνήεντα είναι περιορισμένη. Η προφορά τους συνεπάγεται, όχι απόλυτα, από τις αρχές του συλλαβισμού, κατά τον οποίο τα σύμφωνα δημιουργούν συλλαβές μαζί με τα φωνήεντα που τα ακολουθούν και αυτό το γεγονός καθορίζει και τον ήχο τους. Η σύγχυση στις επιγραφές είναι πολύτιμη, ενώ η μεταγραφή από και προς τα Λατινικά προφανώς αποτελεί σημαντική βοήθεια. Όσον αφορά τα δασέα Θ, Φ και Χ, αυτά αντικαθιστούν τα δίψηφα ΤΗ, ΠΗ και ΚΗ. Ανάλογα τα λατινικά ΤΗ, PH και CH χρησιμοποιούνταν για να μεταγράψουν αυτά τα ελληνικά δίψηφα στην ιστορική ορθογραφία των λέξεων. Όταν οι Έλληνες άρχισαν τα χρησιμοποιούν τα μονά γράμματα Θ, Φ, Χ στη θέση των δίψηφων, οι Ρωμαίοι δεν είχαν ισοδύναμα για όλα αυτά τα γράμματα, παρά μόνο για το Φ, το οποίο αντιστοιχούσε με το λατινικό F. Την παραπάνω προφορά του Φ ως (f) την επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι το Φ συγχεόταν με τον ήχο (f) του δεύτερου γράμματος των διφθόγγων αυ και ευ (προφέρονταν ως af και ef), αλλά όχι με το Π. Τελικά το γεγονός ότι η πρόθεση ἐκ δεν αλλάζει πριν τα κ, π, τ, αλλά πριν τα θ, φ, χ και γίνεται ἐχ ( ἐχ Θετταλίας69, ἐχ θητών70, ἐχ φυλῆς71 ἐχ Χαλκίδος72), όπου το τελευταίο παράδειγμά θα ήταν αδύνατο να προφερόταν ως ek+h K+h-αλκίδος, αποδεικνύει ότι δεν ετίθετο θέμα επιπλέον δάσυνσης και διπλής προφοράς γι’ αυτά τα γράμματα και ότι είχαν μονοφθογγιστεί, δηλαδή το Θ προφερόταν ως (th), όπως το αγγλικό «thin», το Φ ως (f) και το X ως (ch), όπως το γερμανικό «ich». Το Θ και το Φ είχαν λάβει αυτήν την προφορά στην Βοιωτία ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η προφορά λέξεων όπως «συμφθείρω», «ἤρχθην», «ἠλέγχθην», κατά τον ερασμιακό τρόπο, δηλαδή συμ-p+h-t+h-είρω, ήρ-k+h-t+h-ην, ηλέ-γ-k+h-t+h-ην είναι αδύνατη στην κανονική ροή όχι μόνο των Ελληνικών, αλλά οποιασδήποτε γλώσσας73. Ανάλογες εκτιμήσεις σχετικά με τα μέσα σύμφωνα Β, Γ και Δ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτά τα γράμματα ήδη την κλασική περίοδο προφέρονταν το B ως v, το Γ ως gh (ο ήχος αυτός του Γ ακουγόταν και ακούγεται μ’ αυτόν τον τρόπο πριν από τα φωνήεντα α, ο, ω και τον δίφθογγο ου, όπως επίσης και τα σύμφωνα β, λ, μ, ν, ρ, χ, αλλά πριν από τα φωνήεντα ε, η, ι και υ ακούγεται ως y, όπως το αγγλικό yet) και του Δ ως th, 69. CIA II, 222, 5, 9, 322 π.Χ. 70. CIA I, 31, B, 9, 444 π.Χ. 71. CIA I, 31, A, 7, 444 π.Χ. 72. CIA IV, 27, a 5, 17, 445 π.Χ. 73. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 378.
  • 17. 17 όπως την αγγλική λέξη «thin». Σε μερικές περιπτώσεις μετά από ένρινο σύμφωνο αυτά προφέρονται και σήμερα ακόμη, κυρίως από αμόρφωτους Έλληνες ως b, g και d. To διπλό ΓΓ και το ΓΚ στις λέξεις άγγελος (= angelos) και έγκλισις (= eglisis) αποδεικνύουν την παραπάνω διαπίστωση. Η προφορά των Β, Γ, Δ ως v, gh, και th (όπως το αγγλικό “then”) γίνεται πιο κατανοητή από τις παρακάτω διαπιστώσεις: 1. Το κ της πρόθεσης ἐκ πριν από το Β, Γ, Δ, όπως επίσης πριν από το Λ, Μ και Ν κανονικά αλλάζει σε Γ για λόγους ευφωνίας 74. Αυτή η κατάσταση δηλώνει καθαρά ότι ήδη τα κλασικά χρόνια ο ήχος του γ ήταν gh παρά g. 2. H προφορά του β ως v επιβεβαιώνεται από τη σύγχυση με το με το υ των διφθόγγων αυ, ευ, ηυ, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Επιπλέον, το β αντικαθιστά σχεδόν πάντα το δίγαμμα F, το οποίο ακουγόταν ως v. Aκόμη, στη μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο´) το Β αντικαθιστά το εβραϊκό waw: Δαβίδ, Ιεχωβά. Βασικό στοιχείο αποτελεί ότι τα Λατινικά U και V μεταγράφονται στα Ελληνικά με το το Β: Βεργίλιος (Vergilios), Bαλέριος (Valerius), Βενύσια (Venusia), Βαλεντία (Valentia), Bιέννα (Vienna). H μεταγραφή του ελληνικού Β με το λατινικό Β και αντίστροφα οφείλεται στην ιστορική ορθογραφία75. 3. Σχετικά με το Δ αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι τα «μηθείς», «μηθέν», «μηθενός», «οὐθείς», οὐθέν», «οὐθενός», συναντώνται από το 378 π.Χ. πλάι πλάι με τα πρωιμότερα «μηδείς», «μηδέν», «μηδενός», «ο ὐδείς», οὐδέν», «οὐδενός» και μάλιστα από το 300 π.Χ. μέχρι το 60 π.Χ. κυριαρχεί το «μηθείς», αλλά από εκεί κι έπειτα τελικά επικρατεί η παλαιότερη μορφή «μηδείς». Το γεγονός ότι το Δ δεν έγινε Τ φανερώνει ότι ο ήχος του Δ ήταν πιο κοντά στο Θ και δεν προφερόταν ως (d). Το Δ επίσης εναλλάσσεται με το Β, Δελφός – Βελφός, ὀβελός - ὀδελός, όπου κι αυτή η εναλλαγή αποκλείει τον ήχο του d. Eπίσης τα «ἕβδομος» και «ὂγδοος» αποκλείουν τον ήχο του d, 74. Πριν το Β: ἐΓ Βυζαντίου (CIA I, 40, 35, 444 π.Χ.), ἐΓβολῆς (Ἀθήναιον Toμ. 2, σσ. 484, 15, 300 π.Χ.) για ἐκβολῆς. Πριν το Γ: ἔΓγονος (CIA I, 381, 5ος αι. π.Χ.) για ἔκγονος. Πριν το Δ: ἐΓ Διός (CIA IV, b, 53, a, 34, 418 π.Χ.), ἐΓ Διονυσίων ( CIA II, 741, A, a, 7, 16, 334 π.Χ.), ἐΓ δε (CIA II, 836, ab, 11, 320-295 π.Χ.) για το ἐκ δέ, ἐΓ Δελφῶν ( CIA, IV, b, 27, b, 5, 26, 439 π.Χ.) για το ἐκ Δελφῶν. Πριν το Λ: ἐΓ Λίνδου (CIA I, 239, ii, 59, 441 π.Χ.) για ἐκ Λίνδου, ἐγ Λεοντίνων (CIA IV, 33, a, 1, 433, π.Χ.), ἐΓλέξοντες (CIA I, 38, g, 22, 432 π.Χ.), ἐΓ Λέσβου (CIA I, 170, 19, 421 π.Χ.). Πριν το Μ: ἐΓ Μακεδονίας (CIA IV, b, 35, c, 440-432 π.Χ.), ἐΓ Μυρίνης ( CIA I, 443, 430 π.Χ.), ἐΓ Μυρρινούττης ( CIA II, 872, iii, 22, 341 π.Χ.) για ἐκ Μυρρινούττης. Πριν το Ν: ἐΓ νήσων (CIA II, 62, 16, 357 π.Χ.), ἐΓ νεωρίων (CIA II, 834, c, 12, c. 329 π.Χ.). 75. Για παράδειγμα: Βάκχος ˃ Bacchus, Βακχυλίδης ˃Bacchylides, Βάκτρα ˃ Βactra και barbatus ˃ βαρβᾶτος, Barcino (Barcelona) ˃ Βαρκελώνα, Burrus ˃ Βοῦρρος και Βrutus ˃Bρούτος.
  • 18. 18 γιατί φυσιολογικά είναι πιο εύκολο να προφέρουμε evthoμος (ή evdhomos) παρά [h]ebdomos. Με την ίδια λογική μία λέξη όπως η «ἐκγδημία» με τρία συναπτά άφωνα σύμφωνα κ, γ, δ, θα ήταν αδύνατο να προφερόταν ως ekgdemia. Προπάντων μία γλώσσα, όπως η Ελληνική, πολυσύλλαβη με πολλά φωνήεντα, αποφεύγει τη συγκέντρωση δύσκολων στην προφορά συμφώνων όπως συμβαίνει στην Γερμανική με τη λέξη «Nietzsche ή σε άλλες λέξεις με έξι ή επτά συναπτά σύμφωνα76. Τελικά το γεγονός ότι το γράμμα Ζ, το οποίο συχνά αντικαθιστά το Σ πριν από τα Β, Γ, Δ, Μ, μαρτυρά 77 ότι είχε κοντινή προφορά με το σ, και ακουγόταν όπως το αγγλικό s ή ζ στο «rose» και «zebra» και όχι όπως το ερασμιακό dz (ds) ή zd (sd). Αν το Ζ είχε σχηματιστεί από τον συνδυασμό του σ και του δ, θα εμφανιζόταν ως ένα δίψηφο (ΣΔ ή ΔΣ) ακριβώς όπως και τα άλλα δίψηφα (ΚΣ ή ΧΣ=Ξ, ΠΣ=Ψ). Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από τις λανθασμένες ορθογραφίες των λέξεων Σεῦς (=Ζεῦς 340 π.Χ.), Βυσζάντιοι, αντί Βυζάντιοι, ἐπεψήφισζεν και συναγωνισζόμενος αντί έπεψήφιζεν και συναγωνιζόμενος. Στην Ηλεία το Δ συχνά υποκαθίστατο από το Ζ 78. Αυτή η τάση λαμβάνει χώρα και στην Αθήνα, όπως συμπεραίνεται από τον «Κρατύλο»του Πλάτωνα 418c 2-3: «νῦν δὲ ἀντὶ μὲν τοῦ ἰῶτα ἢ εἶ ἢ ἦτα μεταστρέφουσιν, ἀ ντὶ δὲ τοῦ δέλτα ζῆ τα, ὡς δὴ μεγαλοπρεπέστερα ὄντα». H ύπαρξη της προφορά του ζ ως (z) στα κλασικά χρόνια επιβεβαιώνεται από τα «Ἀζειοί», «Ἀζειῆς»79, όπως επίσης και από τα «Βυζάντιοι»80 και «Βυζζάντιοι»81. Εν τέλει το ότι η προφορά του ζ σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν θα μπορούσε να ήταν ως dz ή zd, απορρέει από τους ήχους των παραπάνω λέξεων που προκύπτουν, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να προφέρονταν ως: Α-zd-zd-e-i-oi ή A-dz-dz-e-i-o-i και B-u-zd-zd-a-nti-o-i ή B-u-dz-dz-a-nti-o-i. Δ) Προσωδία και τονισμός 76. Για παράδειγμα: Blitzschlag, Bisamstorchschnabelkraut, Durchschrift. 77. Για παράδειγμα: πρεΖβευτοῦ αντί περεσβευτοῦ, Ζμύρνα αντί Σμύρνα, ἀναβαΖμούς αντί ἀναβασμούς, ΠελαΖγικόν αντί Πελασγικόν (4ος αι. π.Χ.). 78. ΙGA 112 (5ος αι. π.Χ.): ζέ (=δε), ζίκαια (=δίκαια), ζέκα (=δέκα), Ζί (=Διί), Ἑλλανοζίκας (=Ἑλλανοδίκας, ζαμιουργία (=δημιουργία), ζἴφυον (=δίφυον). 79. CIA I, 228, 5, b, 454 π.Χ. 80 CIA I, 231, 22, 449 π.Χ. 81. CIA I, 230, 10 b, 450 π.Χ.
  • 19. 19 Η αρχαία ελληνική ποίηση, όπως είναι γνωστό, βασιζόταν στην προσωδία, δηλαδή στην κανονική εναλλαγή μακρών και βραχείων συλλαβών82. Οι μακρόχρονες συλλαβές είχαν μεγαλύτερη διάρκεια στην προφορά τους, συγκριτικά με τις βραχύχρονες και η διατήρηση αυτής της τάξης γεννούσε το αίσθημα του ρυθμού στην αρχαία ελληνική ποίηση. Οι παρατηρήσεις όμως των Αλεξανδρινών φιλολόγων (Διονύσιος ο Θραξ, Απολλώνιος Δύσκολος και Ηρωδιανός) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η προσωδία, η ποσότητα των φωνηέντων, έπαψε να γίνεται αισθητή ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ.83. Η χρήση της προσωδίας από τους αμέσως μεταγενέστερους στιχουργούς, όπως τον Μένανδρο, τον Καλλίμαχο, τον Θεόκριτο, τον Απολλώνιο Ρόδιο, όπως και από τους Βυζαντινούς, Νόννο, Μουσαίο Γραμματικό, φαίνεται ότι αποτελεί πλέον στάση σεβασμού στην παράδοση. Είναι κοινά αποδεκτό ότι η προσωδία στηριζόταν στο μουσικό τόνο των λέξεων κατά τα ομηρικά και κλασικά χρόνια. Στο μουσικό τόνο η τονισμένη συλλαβή διέφερε από την άτονη ως προς το ύψος, ενώ στο δυναμικό τόνο η τονισμένη συλλαβή διαφέρει από την άτονη ως προς την ένταση με την οποία προφέρεται84. Η εξαφάνιση βέβαια της προσωδίας σήμανε και την εξαφάνιση του μουσικού τόνου και την τελική επικράτηση του δυναμικού. Η έναρξη αυτής της αλλαγής πρωτοεμφανίζεται με το μονοφθογγισμό των διφθόγγων ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. και οριστικά ολοκληρώνεται μέχρι τα χρόνια του Χριστού85. Υπάρχουν ακόμη δύο σημαντικά στοιχεία σχετικά με τον ελληνικό τονισμό, που τον διαφοροποιούν από τον αγγλικό και το γερμανικό. Το πρώτο σημείο αφορά στην ένταση της τονισμένης συλλαβής. Στα Αγγλικά και στα Γερμανικά η τονισμένη συλλαβή ακούγεται πιο δυνατά από την αντίστοιχη τονισμένη ελληνική συλλαβή. Ειδικά στα Αγγλικά η τονισμένη συλλαβή τείνει να επισκιάσει τις άτονες συλλαβές και μερικές απ’ αυτές καταπίνονται στη γρήγορη ροή του λόγου. Αντίθετα στα Ελληνικά όλες οι άτονες συλλαβές ακούγονται ευδιάκριτα με την τονισμένη συλλαβή να ακούγεται απλά λίγο πιο έντονα, χωρίς όμως να επισκιάζει τις άλλες. Το δεύτερο σημείο αφορά στο νόμο της τρισυλλαβίας. Στα Αγγλικά και στα Γερμανικά ο τόνος μπορεί να υποχωρήσει πιο πέρα από την παραλήγουσα (Αγγλικά: des’-ti-tute-ness, des’-spi-ca-ble-ness, Γερμανικά: voll’-au-to-matisch, Be-klei’-dungs-vor-schrif-ten), γι’ αυτό μερικές φορές ένας δεύτερος τόνος γίνεται απαραίτητος, ενώ στα Ελληνικά ο τόνος ποτέ δεν υποχωρεί 82. Βλ. Δημήτρη Λυπουρλή, Αρχαία Ελληνική Μετρική, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993,σσ. 15. 83. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 384-5. 84. Βλ. Δημήτρη Λυπουρλή, ό.π., σσ. 15. 85. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 388.
  • 20. 20 πέρα από την συμπροθυμοποιούμενος86. προπαραλήγουσα: συμπαραπληρωματικός, Ε) Πνεύματα Η δασεία και η ψιλή μαζί με άλλα σημεία στίξης, σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργήθηκαν από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους τον 3 ο αιώνα π.Χ. με τη διάσπαση του Η σε δύο μισά. Οι Αλεξανδρινοί χρησιμοποίησαν τη δασεία σε όσες λέξεις θεωρητικά δασύνονταν κι αυτό εφαρμόστηκε στα χειρόγραφα κατά τον 7 ο αιώνα μ.Χ. και κατά τον 11 ο αιώνα μ.Χ. τα πνεύματα πήραν τα σημερινή τους μορφή. Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι στις κύριες διαλέκτους, την Ιωνική, την Αιολική και το μεγαλύτερο μέρος της Δωρικής οι γνώσεις για την δασεία ήταν ανύπαρκτες. Στην Αττική, η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας για το εξεταζόμενο θέμα, η χρήση του Η μέχρι το 403 π.Χ. απαντάται αρκετά συχνά. Μερικές φορές απουσιάζει87, τις πιο πολλές φορές είναι παρόν, αλλά δεν τοποθετείται πάντα σωστά88. Για παράδειγμα σε μία επιγραφή του 408 π.Χ, που ανήκει στη συλλογή των αττικών επιγραφών (CIA I, 324), το Η είναι μπροστά στα πιο πολλά αρχικά φωνήεντα ανεξάρτητα από το γεγονός εάν δασύνονται ή όχι και σε μία άλλη αττική επιγραφή (CIA IV,B, 53, a, 418 π.Χ.) το Η απουσιάζει από όλα τα αρχικά φωνήεντα που δασύνονται, εκτός από τη λέξη «ἱερός». Επίσης την ίδια λέξη που δασύνεται σε άλλες επιγραφές τη συναντούμε με δασεία και σε άλλες χωρίς δασεία89. Η συχνή εμφάνιση του Η με το ρ, λ, γ και με το δίγαμμα F90, όπου η θέση της δασείας ήταν αδύνατη, δίνει την αίσθηση ότι η δασεία είχε χαθεί. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την ασταθή της χρήση επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η δασεία είχε σταματήσει να εμφανίζεται μέχρι το τέλος της κλασικής περιόδου. Τελικά η χρήση της στα χειρόγραφα αποδεικνύει ότι ήταν παλαιό κατάλοιπο, που καταμαρτυρούσε την ιστορική ορθογραφία των λέξεων και όχι ζωντανό στοιχείο της γλώσσας, το οποίο επέζησε σχεδόν μέχρι σήμερα. 86. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 387. 87. Για παράδειγμα: ἀλιεῦσι (CIA I, 433, 3, 460 π.Χ.) αντί για ἁλιεῦσι. 88. Για παράδειγμα: ΙG I, 22, 450/49 π.Χ. Ηεχον (εἶχον). 89. Η σύγχυση της δασείας απεικονίζεται με τα ακόλουθα παραδείγματα:IG I2 16 (465 π.Χ.) στην 6η σειρά ὄτι αντί για Ηότι και στην σειρά 24 ὀ αντί για Ηο, IG I2 17 (450 π.Χ.) ὀρκόσαι (για Ηορκῶσαι), ὄπος (=Ηόπως) και IG I2 19 (453 π.Χ.) Ηόρκιον, Ηοι, Ηόπος. 90. λΗαβόν λίθον (= λαβών λίθον) (ΙGA 360, 5ος αι. π.Χ.), κΗόρη (CIA IV, b, 373, 97, b, ος ος 7 -6 αι. π.Χ.), μΗεγάλου (CIA IV, b, 373, 208, 6ος π.Χ.).
  • 21. 21 Συμπεράσματα Οι σημαντικές αλλαγές στην προφορά της αρχαίας ελληνικής ήδη είχαν ξεκινήσει από τον 5ο αιώνα π.Χ. Η τελική υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου με τα 24 γράμματα έβαλε τέλος στις λανθασμένες ορθογραφίες των λέξεων και καθιέρωσε τη σωστή τους ιστορική ορθογραφία που παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα. Οι ορθογραφικές αλλαγές συνοδεύτηκαν και από αλλαγές στην προφορά, όπως το μονοφθογγισμό των διφθόγγων, την επικράτηση του δυναμικού τόνου, στοιχείων δηλαδή που χαρακτηρίζουν και τη σύγχρονη ελληνική προφορά. Αυτό σημαίνει ότι η σύγχρονη ελληνική προφορά δεν είναι καινούργια σε όλα τα επίπεδα 91. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι είναι λάθος να μιλάμε για «σύγχρονη ελληνική προφορά» και για «επιστημονική ή ερασμιακή προφορά»των ελληνικών. Το πιο σωστό είναι να μιλάμε για «ιστορική ελληνική προφορά» και για «μη-ελληνική ή τεχνητή ή ερασμιακή προφορά της ελληνικής»92. Οι υποστηρικτές της ερασμιακής προφοράς πέφτουν και σε μία άλλη αντίφαση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους σε κάθε κείμενο πρέπει να εφαρμόζεται η τρέχουσα προφορά της εποχής του. Έτσι τα ομηρικά έπη είναι καλό να διαβάζονται με την προφορά που επικρατούσε την ομηρική εποχή, τα κείμενα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με την αθηναϊκή προφορά του 5ου και του 4ου αιώνα, η οποία υπέστη σημαντικές αλλαγές συγκριτικά με την ομηρική, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης με προφορά αρκετά συγγενική με τη σημερινή και τους Πατέρες της Εκκλησίας με τη σύγχρονη ελληνική, γιατί η προφορά δε διαφοροποιήθηκε από την εποχή τους. Αντί αυτού όμως οι ίδιοι διαβάζουν όλα τα αρχαία κείμενα από τα ομηρικά έπη μέχρι και τους Πατέρες με τον ίδιο τρόπο. Έτσι αποδεικνύεται ότι, παρότι η ακριβής προφορά της ποιότητας των λέξεων και των γραμμάτων της ομηρικής και κλασικής περιόδου είναι για πάντα χαμένη, εξαιτίας της έλλειψης ηχητικών ντοκουμέντων από την αρχαιότητα, ιστορικά και επιστημονικά είναι πιο έντιμο και σωστό να προφέρουμε την ελληνική γλώσσα σύμφωνα με τη φυσική και την ιστορική της ανάπτυξη και όχι με ό,τι της επιβάλλουν με ξένους εισαγόμενους ήχους από συγγενείς γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας93. Εν τέλει προφέροντας τα αρχαία ελληνικά με τη σύγχρονη προφορά της Νέας Ελληνικής διευκολύνεται η επιστημονική επικοινωνία με την Ελλάδα. Επιπλέον ανοίγει ο δρόμος για μία καλύτερη προσέγγιση του κειμένου της Καινής Διαθήκης και ερχόμαστε σε πιο άμεση επαφή με το πλούτο των Βυζαντινών και Νεοελληνικών κειμένων, τα οποία είναι ο άμεσος 91. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 391. 92. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 392. 93. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 395.
  • 22. 22 απόγονος της ελληνιστικής κοινής και της γλώσσας της Καινής Διαθήκης. Με αυτόν τον τρόπο θα φανεί η πολύ μεγάλη ζωντανή συνέχεια και ενότητα της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής διανόησης, της ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό θα έχει και ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό των επιστημονικών γνώσεων της Καινής Διαθήκης, τις οποίες στερηθήκαμε τους τελευταίους αιώνες λόγω της εμμονής στην προφορά του Εράσμου94. BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. Πηγές ΟΜΗΡΟΣ Ιλιάδα T.W. Allen, Homeri Ilias, vols. 2-3. Oxford: Clarendon Press, 1931: 2:1-356; 3:1370. Word Count: 115,477 Οδύσεια P. von der Mühll, Homeri Odyssea. Basel: Helbing & Lichtenhahn, 1962: 1-456. Word Count: 87,765 ΠΛΑΤΩΝ Κρατύλος J. Burnet, Platonis opera, vol. 1. Oxford: Clarendon Press, 1900 (ανατύπ. 1967): St I.383a-440e. B. Επιγραφές CIA = Corpus Inscriptionun Atticarum, έκδοσ. Α. Kirchhoff, U. Koehler, G. Dittenberger, 4 Tόμοι, Berolini 1873-1897 CIL = Corpus Inscriptionum Latinarum, έκδοσ. Τh. Mommsen, Berlin, 18281877 94. Βλ. Chrys C. Caragounis, ό.π., σσ. 396.
  • 23. 23 IG = Ιnscriptiones Graecae, 15 Tόμοι, έκδοσ. Α. Kirchhoff, Berolini, 1877-1939 IGA = Ιnscriptiones Graecae Antiquissimae, έκδοσ. Η. Roehl, Berolini, 1882 SEG = Supplementum Epigraphicum Graecum, 43 τόμοι, έκδοσ. P. Roussel, A. Salac, M. N. Tod, E. Ziebarth, J. J. Hondius και Leyden, 1923 Γ. Πάπυροι BGU = Berliner griechische Urkunden, έκδος. W. Schubart, P. Viereck, F. Zucker, H. Maerler, Berlin, 1895 Δ. Μελετήματα Chrys C. Caragounis, The development of Greek and the New Testament : morphology, syntax, phonology, and textual transmission, εκδ. Mohr Siebeck, Τübingen, 2004 Δημήτρης Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη 1993 Αρχαία Ελληνική Μετρική, Παρατηρητής, Σταματάκος, Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Αθήνα, 1973, 3η έκδοση Χατζιδάκις Γεώργιος, Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά (=ΜΝΕ) Τομ. 1, Σακελλαρίου, Αθήνα, 1905-7 Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: