Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ENA ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

του  Κώστα  Χατζηαργύρη*

Ένας παλιός θρύλος λέει ότι στα χρόνια των κουρσάρων  ο Κωνσταντής, που είχε πλουτίσει από την πειρατεία, μετανιωμένος για την κουρσάρικη ζωή του, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί στη στεριά. Με δυο συντρόφους του λοιπόν και δυο μπαούλα  γεμάτα χρυσά νομίσματα ανέβηκαν σ’ ένα ορεινό χωριό και παρουσιάστηκαν στο καφενείο σαν διώκτες των κουρσάρων, που ο βασιλιάς της Ισπανίας τους είχε ανταμείψει για τις υπηρεσίες τους. Για να καλοπιάσουν μάλιστα τους χωριανούς και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, άνοιξαν τα μπαούλα και τους μοίρασαν από τρία φλουριά. Τα χρήματα αυτά έφεραν ανστάτωση στο χωριό.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές σε κίνηση για το ειρηνικό χωριό. Ένας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και το αναστάτωσε. Κάθε χωριανός το νόμισε χρέος να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Κι έπεσαν όλοι με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν και μάλιστα πουλούσανε κείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε έτσι το παζάρι ένα είδος χρηματιστήριο εκείνου του καιρού. Ο κυρ Σωκράτης με τον αδερφικό του φίλο Νικολή τριγύριζαν με τα σακούλια τις μπαγκανότες [1]  στο χέρι κι έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι. Ο μαυροπίνακας του σχολείου (το είχαν κλείσει από χρόνια) κουβαλήθηκε στην πλατεία, στήθηκε κάτω απ’ την κερασιά κι ο Γιαννούλης Κακουλής έγραφε την κάθε ώρα τις πορείες των τιμών. Είχε την εντολή από την κοινότητα να πληροφορεί πρόθυμα όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν κι έτσι λάβαιναν όλοι γνώση πού βρισκότανε τα φασόλια, να πούμε, κι αν σύφερνε να κρατάει κανένας φασόλια στα χέρια του ή να τα δώσει και να πάρει ρεβίθια που έδειχναν ύψωση.
-Πού βρίσκεται η φακή, Γιαννούλη;
-Δεκαπέντε μπαγκανότες το καντάρι.
-Δεκαπέντε! Τι λες, βρε παιδί; Το πρωί δεν ήτανε δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί έγινε ζήτηση. Ο κυρ Σωκράτης είχε αγοράσει  όσα σακιά με φακή βρήκε μπροστά του και τώρα πού φακή; Και δεκάξι να ‘δινες, ζήτημα αν θα ‘βρισκες. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν παρέκει να σκεφτούν και, σαν πονηροί που ήταν, αποφάσισαν για φακή γιατί κάτι θα ‘ξερε ο κυρ Σωκράτης. Έτσι, όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στα δεκάξι, έπεσαν κι αγόραζαν κι έστησαν μάλιστα και καυγά ποιος να πρωτοπάρει. Ο κυρ Σωκράτης μπήκε κι αυτός στη μέση κι είχε μια ύποπτα μεγάλη χαρά, που θ’ αγόραζε επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε. Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουνε κι αυτοί οι φουκαράδες, που το ‘χανε λαχτάρα, κι ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε. Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες. Κανένας τους όμως δε σκέφτηκε τούτο: Πώς βρέθηκε στα χέρια του κυρ Νικολή η φακή, αφού την είχε αγοράσει όλη ο κυρ Σωκράτης; Κανένας; Όχι βέβαια. Βρέθηκε κάποιος να το σκεφτεί, ο καφετζής, αλλά όταν το σκέφτηκε, ήταν πια αργά. Η φακή είχε πάρει τον κατήφορο κι όταν οι καινούριοι ιδιοκτήτες της θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεφτά, για να βγάλουν κι αυτοί μια μπαγκανότα κέρδος, κανένας δεν αγόραζε. Ο κυρ Σωκράτης, που του λέγανε να πάρει, αποκρινότανε πως,  τι να πάρει που καταστράφηκε με την καταραμένη τη φακή.
-Στα πόσα είναι τώρα, Γιαννούλη; ρώτησε μ’ ένα θλιβερό ύφος.
-Στα δώδεκα.
-Τα βλέπετε; στράφηκε στους χωριανούς. Κι όσο σκέφτομαι πως την αγόρασα στα δεκατρία!... Μη μου μιλάτε πια για φακή, αφήστε με στον πόνο μου.
Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη τους παρηγοριά ήτανε πως, αφού κι ο κυρ Σωκράτης την έπαθε με τη φακή, τι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί; Έβρισαν τη φακή, βλαστήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα. Ο κυρ Σωκράτης δείχτηκε καλός και την αγόρασε.
-Και στα εννιά να μας την πλέρωνες κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη. Πάρ’ τηνε να μην την ξαναδούμε στα μάτια μας!
-Στα εννιά όχι, δε σας την παίρνω, τους αποκρίθηκε με ύφος πατρικό. Στα δέκα θα σας την πάρω. Γιατί να χάσετε κι εσείς μια μπαγκανότα; Ας τήνε χάσω εγώ που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά.
Στα πατρικά τούτα λόγια ένιωσαν οι χωριανοί μέσα τους μια τέτοια δυνατή εκτίμηση για τον άνθρωπο αυτό, ώστε μπορούσανε για χατίρι του να κάνουνε και φόνο. Τραβήχτηκαν με σεβασμό παρέκει, αφού του παρέδωσαν τη φακή  κι όλη εκείνη τη μέρα στάθηκαν μακριά από τον πίνακα του Γιαννούλη.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν τα λειψά τους λεφτά και πολλές φορές έκοψαν το μέτρημα στη μέση για να ορκιστούν  πως δε θα ξαναφάνε φακή σ’ όλη τους τη ζωή. Την άλλη μέρα έριξαν όλο τον παρά τους στα φασόλια. Έπαιξαν με τα πάνω και τα κάτω σαν παλαβοί κι είχανε μια τέτοια μανία, σαν να παίρνανε εκδίκηση.
Ένα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν και βλαστήμησαν όλα τα όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά. Ο παράς χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πού κρύφτηκε.

                                                                                                               


[1] μπαγκανότα: χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα


Κώστας Χατζηαργύρης γεννήθηκε στο Χαρτούμ του Σουδάν, γιος του μηχανολόγου Δημοσθένη Χατζηαργύρη - ο οποίος εργαζόταν σε εργοστάσιο ζάχαρης - και της Αικατερίνης Καμπουροπούλου. Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τις αδελφές του, Αμαλία και Ηλέκτρα, στο Βόλο. Αποφοίτησε από το Τσοτύλιο Γυμνάσιο της Κοζάνης (1930). Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας του και ο Κώστας μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένεια στην Αθήνα. Το 1933 παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και ήρθε σε επαφή με τη Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν. Από το 1935 και ως το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου ασχολήθηκε με το θέατρο (ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν) και τη μουσική. Το 1940 επιστρατεύτηκε στην Αλβανία. Από το 1941 ως το θάνατό του έζησε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως μηχανικός λινοτυπικών μηχανών. Το 1942 παντρεύτηκε την ηθοποιό Ελένη Χατζηαργύρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημοσθένη και το 1947 σε δεύτερο γάμο την Πόπη Κοτσαύτη. Πέθανε στην Αθήνα από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Κώστας Χατζηαργύρης ανήκει στη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1947 με την έκδοση του μυθιστορήματος Μειδιάματα και αγωνίες, η οποία εγκαινίασε τη συστηματική ενασχόλησή του με την πεζογραφία, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή. Βασικό γνώρισμα του συνόλου του συγγραφικού του έργου είναι οι επιδράσεις από ξένους λογοτέχνες όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Κνουτ Χάμσουν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του, μια κατ’ επίφασην ταύτιση με έντονα ειρωνική διάσταση. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Χατζηαργύρη βλ. Καραβασίλης Γιώργος, «Κώστας Χατζηαργύρης · Η ζωή και το έργο του», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.22-24 και Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Κώστας Χατζηαργύρης», Ηριδανός5-6, 1978.
• Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ο θεατρικός Χατζηαργύρης», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.29-31.
• Ζήρας Αλέξης, «Τοπογραφία της ανθρώπινης κωμωδίας (η γλώσσα του ήθους και η ηθική της γλώσσας)», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.25-28.
• Καραβασίλης Γιώργος Κ., «Μεταθανάτια δικαίωση ενός παραγνωρισμένου πρωτοπόρου», Διαβάζω13, 7-9/1978, σ.63-65.
• Κοββατζής Αστέρης, Κριτική για το Η παλιά αυλή, Ελληνική Δημιουργία18, 1/11/1948.
• Κουν Κάρολος, «Το χρέος μου», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.32-33.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Κώστας Χατζηαργύρης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.254-255. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Κωστίδης Διον., Κριτική για τη συλλογή διηγημάτων Ο τρόμος του υπαλλήλου και άλλα διηγήματα, Νέα Εστία135, 15/4/1994,ε τ.ΞΗ΄, αρ.1603, σ.557.
• Πανσέληνος Ασημάκης, Κριτική για το Μειδιάματα και αγωνίες, Μάχη, 16/6/1947.
• Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., Κριτική για το Οικογένεια Ζαρντή, Φιλολογική Καθημερινή, 28/6/1979 (τώρα και στον τόμο Παρακείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1983).
• Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
• Τσμπηράς Σωτ., Κριτική για την Οικογένεια Ζαρντή και το Θρύλο του Κωσταντή, Καθημερινή, 28/12/1978.
• Φέρρης Κώστας, «Οικογένεια Ζαρντή: Η μεταγραφή», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.34-36.
• Χατζίνης Γιάννης, «Κώστα Χατζηαργύρη: Η παλιά αυλή», Νέα Εστία44, ετ.ΚΒ΄, 15/10/1948, αρ.511, σ.1317-1318.
• Χατζίνης Γιάννης, «Κώστα Χατζηαργύρη: Ο Θρύλος του Κωνσταντή», Νέα Εστία75, ετ.ΛΗ΄, 1η/2/1964, αρ.878.
Αφιερώματα περιοδικών
• Διαβάζω63, 23/2/1983.
Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Μυθιστορήματα
• Μειδιάματα και αγωνίες. Αθήνα, 1947.
ΙΙ.Νουβέλες
• Η παλιά αυλή. Αθήνα, Εστία, 1948.
• Οικογένεια Ζαρντή. 1950.
• Ο θρύλος του Κωνσταντή. 1951.
• Ο δρόμος προς τη δόξα. 1957.
ΙΙΙ. Διηγήματα
• Ο τρόμος του υπαλλήλου και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Εστία, 1953. 1. Για περισσότερα εργογραφικά στοιχεία του Κώστα Χατζηαργύρη βλ. Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.36.

Δεν υπάρχουν σχόλια: