picture

Κομιτατζήδες με τον χάρτη της μεγάλης Βουλγαρίας.
Στις 11/11/1943 τμήματα του 27ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ μαζί με Ιταλούς εθελοντές επιτίθενται αιφνιδιαστικά στο Άργος Ορεστικό το οποίο έλεγχαν οι κομιτατζήδες βουλγαρίζοντες.

Αλλά ποιοι ήταν οι κομιτατζήδες και η οργάνωση ΟΧΡΑΝΑ που δρούσε στην περιοχή της Καστοριάς;

Ο εξοπλισμός των βουλγαρο-κομιτατζήδων απ΄ τους Ιταλούς το 1943


Οι Βούλγαροι με τις επεκτατικές τους βλέψεις από τις αρχές του 1943 θέλησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία των Ιταλών, αλλά και την επιθυμία των Γερμανών για αποδέσμευση δυνάμεων για τα μέτωπα των επιχειρήσεων και να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Μέσο επιτροπών που στέλνονταν στα γερμανικά φρουραρχεία εξέφραζαν τους φόβους τους από την δράση των ανταρτών και την επιθυμία τους για ανάληψη της ασφάλειας της περιοχής από μια χωροφυλακή, αποτελούμενη αποκλειστικά από τους ντόπιους βουλγαρίζοντες.

Η εμφάνιση των πρώτων ανταρτικών ομάδων του ΕΛΑΣ στις αρχές του 1943, που στόχο τους είχαν τις ιταλικές κατοχικές δυνάμεις, τρομοκράτησαν τους Ιταλούς. Ο Ιβάν Μιχαήλωφ κατέβαλε τότε κάθε δυνατή προσπάθεια να πείσει τις ιταλικές αρχές για την ανάγκη «εξοπλισμού και αυτοάμυνας των Βουλγάρων» στις περιοχές της Μακεδονίας που βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή κάνοντας λόγο για τον κίνδυνο της ελληνικής και αλβανικής τρομοκρατίας».

Αρχικά συνάντησε την άρνηση της Ρώμης, η οποία, όπως ήταν φυσικό, έβλεπε ανταγωνιστικά την βουλγαρική παρουσία στον μακεδονικό χώρο και δεν ήθελε την εμπλοκή των Βουλγάρων στις περιοχές που βρίσκονταν στην σφαίρα επιρροής της. Χρειάστηκε να επέμβει ο Άντε Πάβελιτς στις αρχές του 1943 για να πείσει τους Μουσολίνι και Τσιάνο για την ανάγκη εξοπλισμού των Βουλγάρων.
Οι Ιταλοί, γνωρίζοντας πως δεν είχαν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν με τις δικές τους δυνάμεις στη νεοδημιουργηθείσα κατάσταση, εξαναγκάστηκαν να ζητήσουν τη συνδρομή των ντόπιων Σλαβοφώνων, τους οποίους για μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετώπιζαν ως «Κομμουνιστές», καθώς δεν είχαν αποκρυσταλλωμένη άποψη για την ταυτότητα τους. Ο βούλγαρος αξιωματικός Αντόν Κάλτσεφ από το χωριό Ζούζελτσι (Σπήλαια) της Καστοριάς είχε φροντίσει να πείσει τον υπολοχαγό Τζοβάνη Ραβάλι, Διευθυντή του Γραφείου Πληροφοριών στο Φρουραρχείο Καστοριάς, για την ανάγκη δημιουργίας σώματος ντόπιων οπλοφόρων για την τήρηση της τάξης, διαδίδοντας μέσω των έμπιστων οργάνων του ότι οι μονάδες των ανταρτών έχουν καταστεί παντοδύναμες και πως θα ήταν αδύνατον στον ιταλικό στρατό να τις αντιμετωπίσει, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας.
picture

ΑΝΤΟΝ ΚΑΛΤΣΕΦ

Τον Μάρτιο του 1943 οι ιταλικές αρχές κατοχής στην Καστοριά πήραν την πρωτοβουλία να εξοπλίσουν βουλγαρόφιλους σλαβόφωνους απ΄ την ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς και των Πρεσπών. Ο σκοπός των Ιταλών ήταν η αντιμετώπιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ που είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο γειτονικό Βόιο.

Με τα όπλα που προσέφεραν οι Ιταλοί εξοπλίστηκε ένας σεβαστός αριθμός βουλγαρίζοντων. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό τους ποικίλουν. Οι πιο μετριοπαθείς υπολογισμοί τους έφερναν γύρω στους 2.000, ενώ αλλού υπολογίζονταν έως και 7.000. Γενικότερα ο υπολογισμός τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού επρόκειτο για ατάκτους που από ένα σημείο και μετά με ευκολία άλλαζαν στρατόπεδο και εντάσσονταν στον ΕΛΑΣ.

Στις 5 Μαρτίου 1943 οι Βούλγαροι ίδρυσαν στην Καστοριά το Κομιτάτο. Όπως προκύπτει από τα έγγραφά του, η επίσημη ονομασία του ήταν «Βουλγαρο-Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο παρά τω Άξονι» (Makedono-Bulgarski Komitet pri Octa, MBKO), ενώ στην ελληνική βιβλιογραφία της εποχής πολύ συχνά το συναντάμε με την ονομασία «Αξονομακεδονικό Κομιτάτο». Σχημάτισαν μια κεντρική επιτροπή με πρόεδρο τον Παντελή Μακρή (Pando Makriev) από τη Μεσοποταμία και αντιπρόεδρο τον Λουκά Διαμιανίδη (Luka Dimanov) από την Κρανιώνα (φρούραρχος στο Αργος Ορεστικό). Στη σύνθεση της Επιτροπής μπήκε ακόμη ο Κοσμάς Σιστοβάρης, ο Νικόλαος Σιστοβάρης (γνωστότερος και ως Μπάι Κόλε) , ο Κωνσταντίνος Παπαντωνίου και ο Κοσμάς Κυριακόπουλος ή αλλιώς Μπάι Κούζε . Σκοπός του Κομιτάτου ήταν «η προφύλαξη των βουλγαρικών χωριών από ενδεχόμενη εισχώρηση των ανταρτών». Η επιτροπή έθεσε ως όρο την αναγνώριση των δικαιωμάτων των βουλγαριζόντων σλαβοφώνων τα οποία δεν αναγνώριζε η ελληνική διοίκηση. Για το λόγο αυτό υπογράφηκε πρωτόκολλο με την ιταλική διοίκηση της Καστοριάς με το οποίο και διευθετούνταν οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ του Κομιτάτου και των ιταλικών κατοχικών αρχών. Παράλληλα το Κομιτάτο απέστειλε αναφορά στην ιταλική κυβέρνηση με τρία βασικά αιτήματα:
1) να αναγνωριστεί ο σχηματισμός της αστυνομίας (ΟΧΡΑΝΑ),
2) να καταργηθεί η ελληνική χωροφυλακή και
3) η επαρχία της Καστοριάς να προσαρτηθεί στη Βουλγαρία.

Από τα αιτήματα αυτά η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας δέχτηκε να ικανοποιήσει τελικά μόνο τα δύο πρώτα.

Ο Συνταγματάρχης Βενιέρ με δική του ευθύνη οργάνωσε ένα είδος βουλγαρικής αστυνομίας, γνωστής με το όνομα «Οχράνα». Με επιστολή του στις 9 Απριλίου έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες στο Κομιτάτο για την οργάνωση της Οχράνας:
«Για την ασφάλεια των βουλγαρικών χωριών έναντι του κινδύνου των ανταρτών είναι απαραίτητο να οργανωθούν κατά τον εξής τρόπο τα μη κινούμενα αποσπάσματα:
1) Να χωριστεί η περιοχή σε ζώνες με τρόπο, ώστε κάθε ζώνη να περιλαμβάνει μερικά χωριά και να διαθέτει ένα απόσπασμα.
2) Για κάθε ζώνη είναι απαραίτητο να διοριστεί (καθοριστεί) ένας επικεφαλής, στον οποίο θα υπάγονται όλοι οι ένοπλοι των χωριών, που ανήκουν στην ίδια ζώνη.
3) Σε περίπτωση που κάποιο χωριό δεχτεί επίθεση από την πλευρά των ανταρτών, οι ένοπλοι βούλγαροι των άλλων χωριών της ίδιας ζώνης είναι υποχρεωμένοι να προτρέξουν σε βοήθεια, μόλις πληροφορηθούν για το συμβάν, ακόμη και εάν δεν τους καλέσουν.
4) Σε περίπτωση ανάγκης, το φρουραρχείο της Καστοριάς μπορεί να καλέσει μέχρι 20% των ενόπλων από κάθε χωριό για επιχειρήσεις κατά των ανταρτών σε άλλες ζώνες, αλλά για σύντομο διάστημα.
5) Οι διοικητές των ζωνών υπάγονται στο Κομιτάτο της Καστοριάς, το οποίο τους δίνει τις διαταγές ανάλογα με τις εντολές της ιταλικής διοίκησης.
6) Τα μετακινούμενα αποσπάσματα είναι πάντα στη διάθεση του Κομιτάτου και της διοίκησης, έως ότου διαρκέσει αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μετά από αυτό θα ποσυγκροτηθούν και οι ένοπλοι θα επιστρέψουν στα χωριά τους, όπου θα τεθούν υπό τις εντολές των διοικητών των ζωνών, έτοιμοι πάντα με το πρώτο κάλεσμα να σχηματίσουν ξανά μετακινούμενες ταξιαρχίες.

Η παρούσα διαταγή να κοινοποιηθεί σε όλα τα ένοπλα άτομα.
Οι ζώνες θα καθοριστούν κατόπιν συμφωνίας με την (ιταλική) διοίκηση.
Αργότερα θα μου δώσετε κατάλογο των ενόπλων σε κάθε ζώνη, με την επισήμανση των χωριών, όπου θα βρίσκονται οι διοικητές των ζωνών.

Τα όπλα και οι σφαίρες τα οποία θα βρεθούν σε κάποιες ζώνες θα χρησιμεύσουν για τον οπλισμό των κατοίκων από την ίδια ζώνη και σε περίπτωση που είναι πολυάριθμα, θα πρέπει να δοθούν σε άλλες ζώνες, όποιες έχουν λιγότερα. Σε όλους τους κατόχους των όπλων θα εκδίδεται ξεχωριστά για τον καθένα άδεια κατοχής διότι η (ιταλική)διοίκηση σχεδιάζει να κρατήσει τους ένοπλους Βούλγαρους κατοίκους ακόμη και μετά το τερματισμό της παρούσας κατάστασης έκτακτης ανάγκης».


Η ιταλική διοίκηση Καστοριάς σχημάτισε 15 αμετακίνητα αποσπάσματα τα οποία και κατένειμε σε ισάριθμες ζώνες στα ακόλουθα χωριά : 1η ζώνη-Πυξός , 2η- Άγιος Γερμανός, 3η- Άνταρτικό, 4η- Βατοχώρι, 5η-Μακροχώρι, 6η- Καλοχώρι, 7η- Χαλάρα, 8η- Μεσοποταμία, 9η-Καστοριά, 10η-Βασιλαιάδα, 11η-Δενδροχώρι, 12η-Πεντάβρυσος, 13η- Κορησός, 14η- Αγία Άννα και 15η -Άργος Ορεστικό. Η κατάσταση στο νομό Καστοριάς ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Νότια από την πόλη της Καστοριάς κυριαρχούσαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, ενώ στα βόρεια οι Οχρανίτες.
Ο ιταλικός στρατός είχε οχυρωθεί μέσα στην πόλη, την οποία είχε περικυκλώσει με συρματόπλεγμα, ενώ την αστυνόμευση όλης της υπόλοιπης περιφέρειας είχε αναθέσει στους Οχρανίτες. Τα αυστηρότατα μέτρα και τις διώξεις κατά του ελληνικού πληθυσμού συμπλήρωναν οι πυρπολήσεις των χωριών που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Οι Οχρανίτες ειδοποιούσαν τον Βενιέρ για την εμφάνιση των ανταρτών, ο οποίος στη συνέχεια με βολές του πυροβολικού από την Καστοριά ή με αεροπλάνα προσπαθούσε να τους διασκορπίσει. Ωστόσο, δεν αναλάμβανε καμία σοβαρή εκκαθαριστική δράση με αποτέλεσμα μεταξύ των θυμάτων από αυτού του είδους τις επιθέσεις να είναι και πολλά σπίτια βουλγαριζόντων αλλά και πολλοί “βουλγαρίζοντες”. Έτσι, στο Άργος Ορεστικό από τα 16 σπίτια που καταστράφηκαν από την ιταλική αεροπορία και το πυροβολικό τα 11 αποτελούσαν οικίες βουλγαριζόντων, ενώ πολλά υπήρξαν και τα ανθρώπινα θύματα.
Όταν στα τέλη Απριλίου τα αντάρτικα σώματα είχαν πλησιάσει αρκετά κοντά στην ίδια την πόλη της Καστοριάς, το επιτελείο της ιταλικής μεραρχίας στα Τρίκαλα διέταξε να πραγματοποιηθεί στις 29 Απριλίου (1943) εκκαθαριστική επιχείρηση στο νοτιοδυτικό τμήμα της περιφέρειας Καστοριάς. Σ’ αυτή θα έπαιρναν μέρος περίπου 1.000 Ιταλοί στρατιώτες από τα τμήματα του συντάγματος που στρατοπέδευαν στην Καστοριά και ένα μέρος από την ιταλική μεραρχία της Κορυτσάς. Έτσι, στις 5 τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου τα τμήματα του ιταλικού στρατού από την Καστοριά, με 6 άρματα μάχης και περίπου 200 άλογα και ημιόνους, ξεκίνησαν από το χωριό Μεσοποταμία και μέσα σε μια ώρα έφτασαν στο χωριό Καλοχώρι όπου και προσχώρησαν σ’ αυτούς δύο κινούμενα βουλγαρικά αποσπάσματα - του Κοσμά Κυριάζωφ και του Κωσταντίν Κιοσεϋβάνωφ- περίπου 190 Οχρανίτες, υπό τις διαταγές της ιταλικής διοίκησης Καστοριάς. Στην επιχείρηση πήρε μέρος και ο Πρόεδρος του Κομιτάτου Παντελής Μακρής καθώς και ο διοικητής του αποσπάσματος Καλοχωρίου Πασχάλης Νικόλωφ Καλιμάνης. Ο ιταλικός στρατός, μαζί με τους Οχρανίτες, αφού πέρασαν από τα χωριά Φτελιά και Κρανοχώρι, έφτασαν στην Αγία Άννα, όπου κατοικούσαν 36 οικογένειες Σλαβοφώνων (196 κάτοικοι) οι οποίοι θεωρούνταν γραικομάνοι (ελληνόφρονες σλαβόφωνοι). Παρ’ όλο που στο χωριό δεν υπήρχαν αντάρτες, τα ιταλικά στρατιωτικά αποσπάσματα, έχοντας εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του Παντελή Μακρή, του Κοσμά Κυριάκωφ και του Κωνσταντίν Κιοσεϋβάνωφ, πυρπόλησαν τα σπίτια και τους αχυρώνες. Τότε, τρομαγμένοι οι κάτοικοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή ενώ οι Ιταλοί στην προσπάθειά τους να τους εμποδίσουν πυροβόλησαν και σκότωσαν 16 άτομα. Καθώς ο ιταλικός στρατός δεν επέτρεπε στους κατοίκους να διασώσουν τίποτα από τα υπάρχοντά τους, οι Οχρανίτες προέβησαν στη λεηλασία των περιουσιών των κατοίκων του χωριού.

Από στρατιωτικής άποψης οι κομιτατζήδες δεν επέδειξαν ιδιαίτερες αρετές. Κατά κανόνα αρκούνταν σε ρόλο βοηθητικό των ιταλικών στρατευμάτων κατοχής και επιδίδονταν σε αυθαίρετες εκτελέσεις, τρομοκρατία, πλιάτσικο, λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος των Ελλήνων.

Αν και κύρια επιδίωξη των Οχρανιτών ήταν να εμφανιστούν ως προστάτες του «βουλγαρικού πληθυσμού» ενάντια στην καταπίεση που αυτοί υφίσταντο από τις ελληνικές αρχές, δεν κατόρθωσαν να το επιτύχουν. Πολύ σύντομα άρχισαν να στρέφονται κατά του άμαχου πληθυσμού και των ελληνοφρόνων Σλαβοφώνων κάνοντας έκδηλο τον απώτερο σκοπό τους που δεν ήταν άλλος από την εξυπηρέτηση των φιλοβουλγαρικών θέσεων της ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση με έδρα το Μοναστήριο [Σκόπια]). Η προπαγάνδα της Οχράνα στην περιοχή προωθούσε την ιδέα μιας αυτόνομης Μακεδονίας, με ανομολόγητο βέβαια στόχο την τελική ενσωμάτωση αυτής στη Βουλγαρία. Η Ιταλική πολιτική, ωστόσο, δεν υποστήριζε την ιδέα της αυτόνομης ή ανεξάρτητης Μακεδονίας και ήθελε να χρησιμοποιήσει του Οχρανίτες αποκλειστικά για την καταπολέμηση των ανταρτών. Με την τυχοδιωκτική και εγκληματική πολιτική τους οι Οχρανίτες κατόρθωσαν τελικά να αποξενωθούν από το σύνολο των Σλαβοφώνων και να οδηγηθούν σε αδιέξοδο όταν φάνηκε ότι ήταν ανέφικτη η είσοδος του βουλγαρικού στρατού και η ένωση της Δυτικής Μακεδονίας με τη Βουλγαρία.

picture

Οχρανίτες και χωροφύλακες

Γρήγορα οι Ιταλοί αντιλήφθηκαν ότι τα προβλήματα που προκαλούσαν οι κομιτατζήδες με την συμπεριφορά τους ήταν περισσότερα απ΄ τα όποια οφέλη είχαν να αποκομίσουν απ΄ αυτούς. Ετσι απ΄ τον Μάιο του '43 άρχισαν να επανεξετάζουν το ζήτημα προσβλέποντας στην αφαίρεση των αρμοδιοτήτων που τους είχαν παραχωρήσει.

Η είσοδος στη Βουλγαρία του σοβιετικού στρατού, στις 9 Σεπτεμβρίου, επέφερε μεταξύ άλλων και κυβερνητική αλλαγή με το Πατριωτικό Μέτωπο του Κίμωνα Γκεοργίεφ να κυριαρχεί στην βουλγαρική πολιτική σκηνή. Με δεδομένη τη σοβιετική παρουσία στο βουλγαρικό έδαφος και την ήττα της Γερμανίας να πλησιάζει τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ, με το μέλλον για την Οχράνα να διαγράφεται δυσοίωνο. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Γερμανοί προχώρησαν στη διάλυση της Οχράνα. Ο Ντίμτσεφ με τον Κάλτσεφ και ένα μέρος των Οχρανιτών κατέφυγαν στα Σκόπια προκειμένου να αναλάβουν υπό τον Χάιντε την ανάληψη αστυνομικών καθηκόντων. Κάποιοι από τους Οχρανίτες κατόρθωσαν να περάσουν στο στρατόπεδο των παρτιζάνων, ενώ άλλοι μετά την απελευθέρωση των Σκοπίων στις 13 Νοεμβρίου 1944, ακολούθησαν τους Γερμανούς στη Βιέννη.

Ο Κάλτσεφ συνελήφθη στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 από τους Γερμανούς, έπειτα από την κήρυξη του πολέμου από τη Βουλγαρία κατά της Γερμανίας, και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στα Σκόπια. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από τα Βαλκάνια περιήλθε στους Αλβανούς αντάρτες, από τους οποίους τον παρέλαβε ο Ούρδας, που είχε καταφύγει από το Καϊμάκτσαλαν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και τον παρέδωσε στον ΕΛΑΣ ως συνεργάτη των κατακτητών της Ελλάδας. Ο ΕΛΑΣ στην συνέχεια τον παρέδωσε στις ελληνικές Αρχές. Τον Μάιο του 1948, ο Κάλτσεφ δικάσθηκε στη Θεσσαλονίκη από έκτακτο στρατοδικείο για εγκλήματα πολέμου με βάση τη νομοθεσία περί δοσίλογων (6η Συντακτική Πράξη του 1945). Κηρύχτηκε ένοχος για την ηθική αυτουργία σε διαπραχθέντες φόνους, συλλήψεις και εκτοπίσεις Ελλήνων, για εμπρησμούς χωριών, για συστηματική τρομοκρατία και για προσπάθεια εκρίζωσης του εθνικού φρονήματος και αλλοίωσης της σύνθεσης των κατεχόμενων εδαφών. Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της υπερασπίσεως περί δεδικασμένου και τον καταδίκασε σε θάνατο στις 19 Μαΐου 1948. Εκτελέστηκε στην Θεσσαλονίκη τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1948.

Ο Ραβάλι, σύμφωνα με την απολογία του, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας ακολούθησε την αγγλική αποστολή στο βουνό και έγινε πράκτορας με αριθ. 17. Μετά την απελευθέρωση τον αναγνώρισε αξιωματικός του ΕΛΑΣ από την Καστοριά και τον συνέλαβε. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας τον παρέδωσαν στους Άγγλους. Ο ίδιος υποστήριξε πως οι Άγγλοι τον εξέτασαν και του έδωσαν την άδεια να γυρίσει στην Ιταλία, αλλά στη Θεσσαλονίκη τον αναγνώρισε και πάλι κάποιος Καστοριανός και τον ξανασυνέλαβαν.

Ο Ντίμτσεφ, υπό συνθήκες οι οποίες παραμένουν αδιευκρίνιστες μέχρι και σήμερα, κατόρθωσε να επιστρέψει στη Βουλγαρία, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1982 που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Οι περισσότεροι από τους Οχρανίτες που δεν προσχώρησαν στους παρτιζάνους και παρέμειναν στο ελληνικό έδαφος καταδικάστηκαν από στρατοδικεία για συνεργασία με τον κατακτητή. Το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων προχώρησε σε ολική δήμευση περιουσιών των περισσότερων Οχρανιτών και σε καταδίκη τους σε ισόβια δεσμά.

picture

Κοπέλλες χωριού της Εδεσσας με παραδοσιακές φορεσιές, υποδέχονται τον ιδρυτή της ΟΧΡΑΝΑ Αντον Κάλτσεφ κρατώντας πορτραίτα του βασιλιά της Βουλγαρίας Βόριδος και του Χίτλερ

Βιβλιογραφία, διευκρηνίσεις:


1)Α. Χρυσοχόου, Η Κατοχή εν Μακεδονία, Η Δράση της Βουλγαρικής Προπαγάνδας 1943-1944, τευχ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 57.
2)Οι πρώτες ανταρτοομάδες στο νομό Καστοριάς οργανώθηκαν στο Άργος Ορεστικό, το Δενδροχώρι, το Καλοχώρι, το Νεστόριο, το Κρανοχώρι και σε άλλα μικρότερα χωριά. Βλ. σχετικά Μ. Βαφειάδης, Απομνημονεύματα, τομ. 3, 1944-1946, Αθήνα 1985, σ. 276.
3)D. Mičev, “Bâlgarskoto nacionalno delo v Jugozapadna Makedonija(1941-1944), -δεύτερο μέρος-,Makedonski Pregled (1998)47.
4)Αρχικά, τα ιταλικά πολιτικά συμφέροντα ήταν άκρως αντίθετα προς τα βουλγαρικά Βλ. Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων…, σ. 43 και Μαγκριώτης, σ. 203.
5)Ivan Candanski, “Veorzenata camožastita na Bâlgarite v Egejska Makedonija (Mart-Ceptembru 1943)”, Dâržavna Agenčija “Archivi”, 94/2007, σ. 34.
6)Αρχικά μοίρασαν από 10 όπλα σε κάθε χωριό αλλά σύντομα φάνηκε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για την αποτελεσματική άμυνα των βουλγαριζόντων κατοίκων από τη στιγμή που η δύναμη των Ιταλών, η οποία έφτανε περίπου τα 4.000 άτομα, παρέμενε στην πόλη της Καστοριάς αφήνοντας απροστάτευτη την ύπαιθρο. Βλ. Πρεσβεία ΑΚΚ στη Σόφια, Διπλωματικά Έγγραφα 1941-1945, Φάκελος 2, (επιμ. Nada Kisic Kolanovic), Βλαντιμίρ Ζίντοβετς, Πρεσβεία Ανεξάρτητης Κροατίας προς υπουργείο Εξωτερικών, 3 travja 1943, Ζάγκρεμπ 2003,σ. 278.
7)Στις διαπραγματεύσεις για τον εξοπλισμό των Σλαβοφώνων παίρνουν μέρος πολλά από τα διοικητικά και στρατιωτικά στελέχη του Μοναστηρίου, βουλγαρική διοικητική έδρα της ευρύτερης περιφέρειας του Μοναστηρίου με Περιφερειάρχη τον Ντραγκομίρ Ντιμιτρώφ, προκειμένου να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα ανταλλάγματα. Βλ. σχετικά D. Mičev, ό.π., σ. 43-45 και G. Daskalov, Učastta na Bâlgarite v Egejska Makedonija 1936-1946, Političeska I Voenna Istorija, Σόφια 1999, σ. 413, 416-419.
8)Daskalov, ό.π., σ.420. Έπειτα από διαταγή της Κυβέρνησης ωστόσο, στάλθηκε στο Κομιτάτο οπλισμός από το Μοναστήρι ( 800 τουφέκια, 10 οπλοπυλοβόλα, 3 βαρέα πολ/λα, 450.000 φυσίγγια) ως πρώτη δόση. Επίσης, η βουλγαρική κυβέρνηση προθυμοποιήθηκε να αναλάβει αυτή αντί της Ιταλικής τη μισθοτροφοδοσία του Κομιτάτου.
9)Ο Συνταγματάρχης Βενιέρ ήταν ο τελευταίος από τους τρείς Ιταλούς Φρούραρχους ο οποίος υπηρέτησε στην Καστοριά λίγο πριν την πτώση της Ιταλίας. Ι.Παπακυριακόπουλος, Βούλγαροι και Ιταλοί Εγκληματίαι Πολέμου, Αθήνα 1946, σ.14-15.
10)CDA, Fond 176K, Opis. 8, Archivna Edinica 1098, αρ. εγγρ. 617, Διαταγή της Ιταλικής Στρατιωτικής Διοίκησης Καστοριάς προς το Κομιτάτο για τη συγκέντρωση των Βούλγαρων εθελοντών για την οργάνωση της Βουλγαρικής Αστυνομίας, Εμπιστευτικό, Καστοριά, 9.4.1943.
11)Για να αποφύγουν την ασυδοσία των Οχρανιτών πολλοί χωρικοί εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, έπαιρναν τις οικογένειές τους και κατέφευγαν στα ορεινά χωριά Λάγγα, Κυψέλη, Κοτύλη τα οποία ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ. Βλ. Βαφειάδης, σ. 288.
12)Πρεσβεία ΑΚΚ στη Σόφια, Διπλωματικά Έγγραφα 1941-1945, Φάκελος 2 (επιμ. Nada Kisic Kolanovic), Βλαντιμίρ Ζίντοβετς, Πρεσβεία Ανεξάρτητης Κροατίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 10 Spnja 1943, Ζάγκρεμπ 2003,σ. 402.





.