Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΩΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Τον τελευταίο καιρό σ' ό,τι προσπαθώ να πω, για την ανάγκη μιας μεγάλης κοινωνικής αλλαγής στην πατρίδα μας, συναντώ -ευτυχώς λιγότερο απ' ότι παλιά- έναν απογοητευτικό σχολιασμό του στυλ «τίποτα δεν αλλάζει».
Ξέρω καλά πως δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν πια την αλλαγή. Είναι ότι έχουν κουραστεί να πληγώνονται από την προσδοκία της. Σε κοινωνίες που βίωσαν επαναλαμβανόμενες ματαιώσεις, προδοσίες και διαψεύσεις, η απελπισία δεν λειτουργεί ως άποψη αλλά ως μηχανισμός άμυνας. Το «τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι πολιτική θέση, είναι σύμπτωμα συλλογικού τραύματος. Ένα τραύμα που δεν γεννήθηκε τυχαία, αλλά καλλιεργήθηκε συστηματικά από ένα σύστημα εξουσίας που έμαθε να επιβιώνει όχι μόνο καταστέλλοντας την ελπίδα, αλλά ενδοβάλλοντάς την ως κυνισμό. Αν θέλουμε λοιπόν να καταλάβουμε γιατί μεγάλες κοινωνικές αλλαγές συναντούν πρώτα δυσπιστία και όχι ενθουσιασμό, οφείλουμε να δούμε την απελπισία όχι ως εχθρό της αλλαγής, αλλά ως το σημάδι ότι η κοινωνία έχει πληγωθεί βαθιά και φοβάται να ελπίσει ξανά.
Ο κεντρικός ψυχικός μηχανισμός, πίσω απ' αυτή τη στάση λέγεται μαθημένη αβοηθησία (learned helplessness-Seligman) και σημαίνει πως όταν ένας άνθρωπος (ή ένας λαός) προσπαθεί επανειλημμένα να αλλάξει κάτι και κάθε φορά αποτυγχάνει,
προδίδεται, τιμωρείται, γελοιοποιείται ή βλέπει την προσπάθεια να ακυρώνεται τότε ο ψυχισμός σταματά να προσπαθεί, όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή μαθαίνει ότι η προσπάθεια πονάει περισσότερο από την παραίτηση.
Έτσι γεννιέται η φράση «Δεν αλλάζει τίποτα».
Όχι ως ιδεολογία. Αλλά ως αναισθητικό, ως παυσίπονο.
Γιατί η απελπισία δεν είναι πεποίθηση αλλά σύμπτωμα τραύματος. Σε ψυχολογικούς όρους, το τραύμα δεν λέει “δεν θέλω”, λέει «Δεν αντέχω άλλη διάψευση».
Όταν ένας λαός έχει περάσει εθνικές ήττες, πολιτικές προδοσίες,
οικονομική λεηλασία, φυσικές καταστροφές και εγκληματικά δυστυχήματα (Σάμινα, Μάτι, Τέμπη κα), γελοιοποίηση της λαϊκής βούλησης (π.χ. δημοψήφισμα 2015), συστηματική ατιμωρησία των υπευθύνων (δοσίλογοι έως χρεοκοπία, σκάνδαλα, κλπ) τότε εγκαθίσταται στον ψυχισμό αυτό που θα λέγαμε συλλογικό τραύμα ματαίωσης.
Τα βασικά του συμπτώματα είναι κυνισμός, ειρωνεία απέναντι σε κάθε ελπίδα, χλεύη προς όποιον πιστεύει, δυσπιστία απέναντι σε κάθε συλλογική προσπάθεια, συναισθηματικό μούδιασμα ή απόσυρση/αποχή/ιδιώτευση και παθητικοποίηση.
Η απελπισία, δηλαδή, δεν είναι ρεαλισμός. Είναι μετατραυματική στάση. Είναι τραυματικό σύμπτωμα.
Και βέβαια, το Σύστημα ενδοβάλλει και συντηρεί αυτή την απελπισία. Γιατί το Σύστημα δεν καταστέλλει μόνο με βία των ΜΑΤ ή τη βία της φτώχειας. Καταστέλλει κυρίως με εσωτερίκευση της ήττας.
Δηλαδή,
α) μέσω επαναλαμβανόμενης διάψευσης. Δίνει ελπίδα, την ακυρώνει, λέει «φταίγατε κι εσείς».
β) μέσω γελοιοποίησης της ελπίδας
Όποιος πιστεύει χαρακτηρίζεται αφελής, γραφικός, επικίνδυνος,
«λαϊκιστής».
γ) μέσω κανονικοποίησης της ανημποριάς. Το «τίποτα δεν αλλάζει» παρουσιάζεται ως ωριμότητα, σοφία, εμπειρία ζωής.
δ) μέσω διάσπασης της συλλογικής εμπειρίας. Ο καθένας μόνος του. Καμία συλλογική μνήμη επιτυχίας. Καμία κοινή αφήγηση νίκης.
Ένα παράδειγμα από το ατομικό πεδίο μπορεί να καταστήσει πιο ορατό αυτόν τον μηχανισμό.
Ας σκέφτούμε έναν άνθρωπο που μεγάλωσε σ' ένα σπίτι όπου μιλούσε και δεν τον άκουγαν, διαμαρτυρόταν και τιμωρούνταν,
ζητούσε αγάπη και δεχόταν απόρριψη.
Στην ενήλικη ζωή του λέει «Δεν αξίζει να μιλάω. Δεν αλλάζει τίποτα». Αυτό, όμως, δεν είναι χαρακτήρας του. Είναι αυτό που αναγκάστηκε να γίνει μέσα του για να επιβιώσει. Είναι το τραύμα του.
Όταν αυτός ο άνθρωπος προχωρήσει σε μια θεραπευτική σχέση και αρχίσει να νιώθει ασφαλής, δεν αποκτά ξαφνικά «ιδεολογία ελπίδας». Ανακτά τη δυνατότητα να επιθυμεί. Ανακτά τον αυθεντικό του εαυτό που είχε καλυφθεί κάτω από τις τραυματικές άμυνες. Θυμάται ξανά ποιος ήταν και ποιος είναι να γίνει.
Το ίδιο ισχύει για τους λαούς.
Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι γιατί το τραύμα φοβάται την ελπίδα.
Η ελπίδα δεν είναι επικίνδυνη επειδή είναι ψευδαίσθηση.
Είναι επικίνδυνη γιατί εκθέτει ξανά τον ψυχισμό στον πιθανό πόνο της διάψευσης.
Γι’ αυτό ο τραυματισμένος άνθρωπος ειρωνεύεται, ο τραυματισμένος λαός δυσπιστεί και το Σύστημα επενδύει σε αυτή τη δυσπιστία.
Γιατί ένας λαός που δεν πιστεύει, δεν κινείται.
Συνεπώς, η φράση «Τίποτα δεν αλλάζει» δεν είναι πολιτική θέση, ούτε ωριμότητα ή ρεαλισμός.
Είναι κραυγή ενός ψυχισμού που έχει κουραστεί να πληγώνεται.
Και γι’ αυτό δεν αντιμετωπίζεται με επιχειρήματα, δεν καταρρίπτεται με σχέδια, δεν «διορθώνεται» με καλύτερο management ή πιο τεκμηριωμένες διανοητικές κατασκευές.
Αντιμετωπίζεται μόνο με συλλογική εμπειρία νοήματος,
ασφάλεια, σταθερότητα, μικρές αλλά πραγματικές νίκες και συμμετοχή, όχι ανάθεση.
Και αυτός είναι ο λόγος που το Σύστημα φοβάται την λαϊκή οργάνωση περισσότερο από την αγανάκτηση και την οργή.
*Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης εργάζεται στην Ελληνική Εταιρεία Συμβουλευτικής, Being and Becoming Counselling και Neapolis University Pafos,Cyprus