Η κόρη του αρχιναζί που έγινε αντάρτισσα και εκτέλεσε τον δολοφόνο του Τσε Γκεβάρα!
Η Μόνικα Ερτλ. Εκτελέστηκε αργότερα εν ψυχρώ από Βολιβιανούς φασίστες...
Του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
Βολιβιανή ζούγκλα, χωριό Λα Ιγκέρα, πρόποδες Άνδεων, ξημέρωμα 9ης Οκτωβρίου 1967.
Ο συνταγματάρχης του βολιβιανού στρατού Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα είχε κάθε λόγο να πετάει στα σύννεφα από χαρά. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του το λεπτό, φροντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του, ώστε να μη φαίνεται το προγούλι του. Στη συνέχεια πλησίασε τον λιγομίλητο άνδρα με τα πολιτικά ρούχα, τον οποίο φώναζε Φέλιξ Ροντρίγκες και που γνώριζε ότι ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA. Με στόμφο του ανακοίνωσε:
«Σενιόρ, μέσα στο σχολείο βρίσκεται αιχμάλωτος, έπειτα από καταδίωξη και μάχη με τις δυνάμεις μας, ο νούμερο ένα επικίνδυνος εχθρός των χωρών μας. Ακολουθήστε με, παρακαλώ».
Τα δυο καθάρματα πέρασαν από την πόρτα του σχολείου, το οποίο είχε μεταβληθεί σε φρούριο. Φαντάροι με τα όπλα στο χέρι φυλούσαν σκοπιά και άλλοι είχαν ζώσει τον εξωτερικό χώρο και περιπολούσαν. Καταμεσής μιας αίθουσας που είχε αδειάσει από τα θρανία και υπήρχε μόνο ο μαυροπίνακας και ένας Εσταυρωμένος στον τοίχο, καθόταν ήρεμος, σχεδόν χαμογελαστός ένας μαυρομάλλης άνδρας. Το αριστερό του πόδι τον πονούσε φριχτά και το αίμα από τη σφαίρα που τον είχε τραυματίσει, είχε καταβρέξει το σκούρο χακί, στρατιωτικό του παντελόνι. Η έκφρασή του όμως συνέχιζε να είναι γαλήνια. Ο φαντάρος στην πόρτα της αίθουσας έκανε στην άκρη και ο Κιντανίλια μαζί με τον Ροντρίγκες μπήκαν μέσα. Οι υπόλοιποι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αίθουσα εξαφανίστηκαν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αφήνοντας μόνους τους τρεις άνδρες.
«Σενιόρ» είπε ο συνταγματάρχης «σας παρουσιάζω τον αιχμάλωτο. Χάρη στην αμέριστη βοήθειά σας ο ταραξίας Ερνέστο Τσε Γκεβάρα βρίσκεται στα χέρια μας. Τον συλλάβαμε προχθές στην περιοχή της χαράδρας του ξεροπόταμου Quebrada del Churo».
Ο Ροντρίγκες δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε μπροστά του τον άνδρα που είχε ξεφτιλίσει τις ΗΠΑ στην Κούβα λίγα χρόνια πριν. Είχε μπροστά του τον γιατρό από την Αργεντινή που το όνομά του και μόνο έκανε τους νέους σε όλο τον κόσμο να βράζει το αίμα τους και δημιουργούσε πρόβλημα σε ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, και προπαντός στα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Είχε μπροστά του έναν επικίνδυνο άνδρα.
«Εύγε, συνταγματάρχα» αρκέστηκε να πει ο Ροντρίγκες και βγήκε από την αίθουσα. Αμέσως, με ένα ελικόπτερο που τον περίμενε με αναμμένες τις μηχανές στο προαύλιο του σχολείου, απογειώθηκε για το Βαλεγκράντε για να ενημερώσει τους ανωτέρους του στις ΗΠΑ.
Ο Κιντανίλια ξαναμπήκε μέσα στο σχολείο.
Πήγε στη γεμάτη από στρατιώτες αίθουσα και άρχισε να κοροϊδεύει τον Τσε:
«Ήταν θέμα ωρών να πέσεις στα χέρια μας. Είσαι ένα κατακάθι που του πρέπει ο θάνατος, σιχαμένε» πρόλαβε να πει και, πριν κάποιος από τους φαντάρους καταλάβει τι συμβαίνει, ο αιχμάλωτος, που δεν ήταν δεμένος, σηκώθηκε αστραπιαία από την καρέκλα και άστραψε ένα χαστούκι στον θρασύδειλο συνταγματάρχη. Ύστερα ξανακάθισε ήρεμα. Ο Κιντανίλια βγήκε κατακόκκινος και ντροπιασμένος από την αίθουσα. Πήγε στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου όπου είχε εγκαταστήσει το «αρχηγείο» του και ύστερα από μια σύντομη σύσκεψη με τους αξιωματικούς Οβάλντο, Μιγκέλ Αγιορόα και Αντρές Σελντίσες, αποφάσισαν την εκτέλεση του αιχμαλώτου. Ο συνταγματάρχης ενημέρωσε τον δικτάτορα της χώρας και προϊστάμενό του, στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος, ο οποίος συμφώνησε αμέσως και άναψε το «πράσινο φως». «Φωνάξτε μου τον λοχία Μάριο Τεράν» πρόσταξε ο συνταγματάρχης στον φαντάρο έξω από το γραφείο του και σε λίγα λεπτά ένας άνδρας που η ανάσα του βρομούσε αλκοόλ προσπαθούσε να σταθεί προσοχή μπροστά του. «Τεράν, η πατρίδα σού αναθέτει ένα ύψιστο καθήκον. Θα την απαλλάξεις από έναν βρομιάρη κομμουνιστή που θέλει να σας πάρει τα σπίτια και να σας πετάξει στους δρόμους. Είναι στην αίθουσα του πρώτου ορόφου, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» είπε ο συνταγματάρχης και ο Τεράν, σαν να βρισκόταν ξαφνικά σε πλήρη διαύγεια, χαιρέτισε και εξαφανίστηκε με σταθερό βήμα. Ο συνταγματάρχης κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του, άναψε ένα τσιγάρο και χαμογέλασε.
Από τον πρώτο όροφο ακούστηκε μια δυνατή φωνή: «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».
Μια ριπή από πολυβόλο έκανε τη φωνή να σωπάσει. Στη συνέχεια δυο μεμονωμένοι πυροβολισμοί.
Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα είχε δολοφονηθεί με 9 σφαίρες. Γαζώθηκε από το στέρνο μέχρι την κοιλιά, ενώ δυο σφαίρες στον κρόταφο και τον αυχένα τον αποτελείωσαν.
Το ρολόι στο γραφείο του διευθυντή έδειχνε μία ώρα μετά το μεσημέρι…
-Βερολίνο, 28 Δεκεμβρίου 1939: Το κουδούνι του εντυπωσιακού σπιτιού στην οδό Σαρλοτμπούρκερ 17 χτύπησε αρκετές φορές. Το οίκημα φιλοξενούσε δυο εξέχοντα στελέχη του ναζιστικού κόμματος. Την προσωπική σκηνοθέτιδα και φωτογράφο του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ, την ‘Ελενα Μπέρτα Αμάλιε «Λένι» Ρίφενσταλ, και το δεξί της χέρι, τον κινηματογραφιστή Χανς Ερτλ. Η πόρτα άνοιξε και ο λοχαγός με τη στολή των Υπηρεσιών Ασφαλείας (SD) των Ες-Ες μπήκε και τίναξε το χιόνι από το παλτό του. Μια παιδική φωνούλα από ένα κοριτσάκι τριών χρόνων που έτρεχε και κατέβαινε τα σκαλοπάτια της πολυτελούς κατοικίας, έκανε τον λοχαγό να αφήσει τα δώρα στο πάτωμα, να σκύψει και να πάρει στην αγκαλιά του το παιδάκι. «Θείε Κλάους, ήρθες. Πόσο μου έλειψες, αγαπημένε μου θειούλη» του είπε και τον γέμισε φιλιά. «Βρε, κάθισε να σε δω, πόσο μεγάλωσες εσύ» είπε ο Γερμανός αξιωματικός. «’Εγινες ολόκληρη γυναίκα από την τελευταία φορά που σε είδα στο Μόναχο. Πάρε αυτό, είναι για σένα» και στο χέρι του εμφανίσθηκε διά μαγείας μια παιδική κούκλα τυλιγμένη σε πολυτελές αμπαλάζ. «Πάμε επάνω, ο μπαμπάς και η μαμά σε περιμένουν. Το φαγητό έχει σερβιριστεί και πεινάω πολύ» είπε το κοριτσάκι με μια αθωότητα και τράβηξε τον άνδρα από το χέρι. Εκείνο το βράδυ η μικρή Μόνικα Ερτλ, κόρη του Χανς και της Λένι, μόλις τελείωσε το φαγητό της, παρακάλεσε τη μητέρα της να μην πάει αμέσως για ύπνο. Βολεύτηκε στα μπράτσα της πολυθρόνας όπου καθόταν ο «θείος Κλάους» και απολάμβανε το μπράντι του ενώ συζητούσε με τους γονείς της, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Το τι έλεγαν οι μεγάλοι, η μικρή Μόνικα δεν το καταλάβαινε και ούτε και την ένοιαζε. Άκουγε σποραδικά λέξεις όπως «φύρερ», «Γερμανία», «Πολωνία», «Εβραίοι», μέχρι που παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα ευτυχισμένη… Αργότερα η μητέρα της την πήγε στο κρεβάτι της και καθώς επέστρεφε στο σαλόνι ο Χανς και ο Κλάους γελούσαν: «Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στους στρατιώτες μας, Χανς. Και αυτό το ξέρουν και οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και οι Ρώσοι. Σε λίγο καιρό θα πίνουμε τον καφέ μας κάτω από τον Πύργο του Άιφελ, αγαπητέ μου…». Λίγους μήνες μετά, όταν ο πόλεμος είχε ξεσπάσει για τα καλά σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, ο «θείος Κλάους» τηλεγράφησε στην οικογένεια Ερτλ: «Αγαπημένοι μου φίλοι, πιστός στο όραμα του Φύρερ μας, ακολουθώ τα νικηφόρα στρατεύματά μας. Χανς, η υπόσχεση για τον καφέ κάτω από τον Πύργο του Άιφελ ισχύει ακόμη. Εξάλλου δεν βρίσκομαι μακριά από εκεί. Μετατέθηκα στη Λυών. Με εκτίμηση, Κλάους Μπάρμπι».
-1η Απριλίου 1971, Γενικό Προξενείο Βολιβίας, οδός Αμ Καίεε Μαίι, Αμβούργο. Ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας στη Γερμανία καθόταν στο μεγάλο γραφείο του και έπινε τον καφέ φίλτρου που μόλις του είχε φέρει η γραμματέας του.
«Ηλίθιοι Γερμανοί, δεν ξέρουν να πίνουν καφέ» σκέφτηκε, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και έσκυψε στα χαρτιά του. Ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του. Είχε έναν καλό μισθό και μια εξαιρετική θέση με κύρος. Όμως κάτι του έτρωγε τα σωθικά. Ένας αόριστος φόβος για εκδίκηση από τα όσα είχε κάνει ως αξιωματικός του στρατού στη χώρα του. Όχι, οι βασανισμοί και οι δολοφονίες που είχε διαπράξει δεν τον τρόμαζαν.
Η εκδίκηση όμως από κάποιο θύμα του ή συγγενή θύματός του τού έσφιγγε το στομάχι. Η πόρτα χτύπησε και η γραμματέας του τού ανακοίνωσε πως μια Γερμανίδα θέλει να τον δει για να ρυθμίσει τη βίζα της. Σκόπευε να επισκεφθεί τη Βολιβία.
«Πες της να περάσει» είπε. Όταν την είδε, το σαγόνι του κρέμασε. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του, το λεπτό, φροντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του ώστε να μη φαίνεται το προγούλι του.
«Καθίστε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» τη ρώτησε, χωρίς να πάρει τα μάτια του από το λευκό πουκάμισο της γυναίκας, που είχε ανοίξει τα πάνω κουμπιά και διαγραφόταν ένα εντυπωσιακότατο μπούστο. Ήταν ξανθιά, με ένα υπέροχο πρόσωπο και ένα εκπληκτικό κορμί. Ο πρόξενος ξεροκατάπιε, σήκωσε το δάχτυλό του πριν η γυναίκα μιλήσει και από την ενδοσυνεννόηση είπε στη γραμματέα του να φέρει άλλον έναν καφέ.
«Λοιπόν, δεσποινίς…»
«Ερτλ, Μόνικα Ερτλ» του απάντησε η γυναίκα και συνέχισε: «Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύσαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε».
«Πώς, πώς» είπε ο πρόξενος και από μέσα του αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας της.
«Λοιπόν, κυρία Ερτλ, μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ για το θέμα της βίζας. Ορίστε η κάρτα μου. Έχει και το προσωπικό μου τηλέφωνο επάνω εάν τυχόν θελήσετε να πάμε για κανέναν καφέ και να με ξεναγήσετε στο Αμβούργο, που ακόμη το ανακαλύπτω».
Η γυναίκα πήρε την κάρτα και διάβασε:
Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, γενικός πρόξενος Βολιβίας. Επιτέλους, τον είχε εντοπίσει. Μπροστά της είχε τον δολοφόνο του άνδρα που θαύμαζε και λάτρεψε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της.
Εξάλλου τον είχε δει σε τόσες φωτογραφίες επάνω από το νεκροκρέβατο, δίπλα στον νεκρό Τσε, να φουσκώνει σαν φασιανός για το «ανδραγάθημά» του.
Ήταν ο άνθρωπος που έκοψε τα δυο χέρια του επαναστάτη γιατρού από την Αργεντινή και τα φύλαξε σε φορμόλη.
Από το μυαλό της πέρασε με ταχύτητα η Βολιβία.
Τότε που έφυγε για εκεί από τη Γερμανία με τον πατέρα της, τότε που έμαθε για τον Τσε, τότε που η ζωή της άλλαξε και τα παράτησε όλα και βγήκε στο βουνό με το ψευδώνυμο «Ίμιλα η Ινδιάνα».
Ευαίσθητη και ανήσυχη, υπέφερε για όλα όσα η οικογένειά της αδιαφορούσε: τις κοινωνικές ανισότητες, την αδικία, τους φτωχούς αγρότες και εργάτες, τους καταπιεσμένους Ινδιάνους.
Έγινε αντάρτισσα, πέρασε στην παρανομία και έβαλε έναν στόχο στη ζωή της. Να βρει τον δολοφόνο του Τσε.
-Με σταθερό χέρι έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό θηρίο. Ένα colt cobra 38 special, που είχε προμηθευτεί από τη Ζυρίχη, από τον ακτιβιστή εκδότη Τζιάκομο Φελτρινέλι.
Σημάδεψε τον πρόξενο, ο οποίος είχε χάσει το χρώμα του και έτρεμε. Το προγούλι του κουνιόταν ακανόνιστα. «Victoria o muerte, σενιόρ» του είπε και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Στο στήθος του πρώην συνταγματάρχη σχηματίστηκε ένα V από τρεις μαύρες τρύπες που είχαν αρχίσει ήδη να ματώνουν. Η Μόνικα πήγε επάνω από το άψυχο κορμί, έβγαλε την ξανθιά περούκα της και την άφησε στο γραφείο. «Φασίστα» μονολόγησε και εξαφανίστηκε.
-Λα Παζ διοικητική πρωτεύουσα Βολιβίας, Νοέμβριος 1973 «Είσαι τρελή; Κυκλοφορείς έτσι έξω σαν να μη συμβαίνει τίποτε; Θα σε συλλάβουν πριν το καταλάβεις. Είσαι η νούμερο ένα επικηρυγμένη γυναίκα στη χώρα. 20.000 δολάρια δίνουν έστω για μια πληροφορία για το άτομό σου κι εσύ κυκλοφορείς έτσι και μου χτυπάς την πόρτα; Πέρασε μέσα». Ο Γάλλος συγγραφέας Ρεζίς Ντεμπρέ, προσωπικός φίλος του Τσε, μόνιμος κάτοικος Βολιβίας, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και, μόλις η γυναίκα πέρασε, κοίταξε δεξιά – αριστερά να βεβαιωθεί ότι δεν τους είχε δει κάποιο μάτι, την έκλεισε και κλείδωσε. Ο Ρεζίς αγκάλιασε τρυφερά τη Μόνικα. Είχαν χαθεί για χρόνια. Εκείνη ήταν πλέον καταζητούμενη για τη δολοφονία του Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, εκείνος ένας Γάλλος διανοούμενος που βοηθούσε τους Ινδιάνους. Ύστερα από ώρα και αφού αντάλλαξαν τα νέα τους, ο Ρεζίς σοβάρεψε: «Μόνικα… Βρίσκεται εδώ»!
Η γυναίκα τον κοίταξε αιφνιδιασμένη:
«Ποιος είναι εδώ;».
Ο Ρεζίς, χωρίς περιστροφές, απάντησε:
«Ο άνθρωπος που ψάχνει χρόνια τώρα ολόκληρη η Γαλλία. Ο χασάπης της Λυών. Ο Κλάους Μπάρμπι. Είναι σύμβουλος των μυστικών υπηρεσιών της Βολιβίας με το όνομα Κλάους Άλτμαν. Αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει αυτό;».
Η γυναίκα πάγωσε. Το μυαλό της γύρισε πολλά χρόνια πίσω, στο μεγάλο σπίτι με το τζάκι στο Βερολίνο λίγο πριν από τον πόλεμο, όταν ήταν μικρό κοριτσάκι.
«Ο θείος Κλάους» ψέλλισε, «ο φίλος του μπαμπά…».
Ο Ρεζίς και η Μόνικα τους επόμενους μήνες παρακολουθούσαν μέρα – νύχτα τον «χασάπη της Λυών». Ήθελαν να τον απαγάγουν στα πρότυπα του Άιχμαν και να τον στείλουν στη Γαλλία να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
Δεν τα κατάφεραν. Κάποιος από την ομάδα τούς πρόδωσε.
Ο Κλάους Μπάρμπι είχε παντού ανθρώπους...
Στις 12 Μαΐου του 1973 οι μυστικές υπηρεσίες και ειδικές δυνάμεις του στρατού, υπό την καθοδήγηση του «θείου Κλάους», της έστησαν ενέδρα και την εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ήταν 36 ετών.
Η κατάρα...
Μια κατάρα θανάτου «κυνήγησε» τους υπόλοιπους δολοφόνους του Τσε Γκεβάρα:
♦Ο δικτάτορας της Βολιβίας, στρατηγός Ρενέ Μπαριέντος, κάηκε ζωντανός μέσα στο ελικόπτερό του, το οποίο κατέπεσε στις 29 Απριλίου του 1969, κοντά στον οικισμό της Άρκε.
♦Ο Μιγκέλ Αγιορόα, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
♦Ο Φέλιξ Ροντρίγκες, ο επικεφαλής του κλιμακίου της CIA, μόλις επέστρεψε στις ΗΠΑ, άρχισε να υποφέρει από κρίσεις άσθματος, που τον ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα στα βαθιά γεράματά του. Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε ποτέ να εντοπίσει την αιτία.
♦Ο Κλάους Μπάρμπι εκδόθηκε το 1983 στη Γαλλία. Δικάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα στη Λυών. Ο «θείος Κλάους» αντιμετώπισε συνολικά 41 κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Πέθανε φυλακισμένος στις 25 Σεπτεμβρίου 1991 από λευχαιμία.
♦Ο λοχίας Μάριο Τεράν παραιτήθηκε από τον στρατό λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Τσε. Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τον έβλεπε να περιφέρεται ρακένδυτος και αλκοολικός στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, του τόπου καταγωγής του. Νοσηλεύτηκε πολλές φορές σε ψυχιατρείο. Τα βράδια ξυπνούσε κάθιδρος, έκλαιγε και φώναζε το όνομα του ανθρώπου που εκτέλεσε. Το 2006, σχεδόν τυφλός από καταρράκτη και πάμπτωχος, αφέθηκε στα χέρια Κουβανών εθελοντών γιατρών που τον εγχείρησαν και ξαναβρήκε την όρασή του…
Επίλογος.
Το νεκρό κορμί της Μόνικα Ερτλ φωτογραφήθηκε από τους εκτελεστές της διάτρητο από σφαίρες.
Αργότερα το πέταξαν άταφο κάπου στη ζούγκλα. Σήμερα στο γερμανικό κοιμητήριο της Λα Παζ μπορεί κάποιος να διαβάσει το όνομά της σε μια ταφόπλακα.
Το μνήμα της είναι άδειο...
Βλ. και εδώ:
https://cubainsidetheworld.wordpress.com/2017/05/09/monika-ertl-the-woman-who-avenged-che-guevara/
~ Smile! You’re at the best WordPress.com site ever
Monika Ertl: The woman who avenged Che Guevara.
09TuesdayMay 2017
“Never underestimate the value of a woman.”
In Hamburg, Germany, it was twenty to ten in the morning of April 1, 1971. A beautiful and elegant woman eye color deep sky enters the office of the consul of Bolivia and patiently waiting to be addressed.
While he is doing anteroom, indifferent look at the paintings that adorn the office. Roberto Quintanilla, the Bolivian consul, dressed elegantly dark wool suit, it appears in the office and greets struck by the beauty of the woman claiming to be Australian, and who days before had asked for an interview.
For a fleeting moment, both are facing. Revenge appears embodied in a very attractive female face. The woman, lush beauty stares into his eyes and without words extracted a revolver and fired three times. There was no resistance, no struggle, no struggle. The impacts hit the target. In his flight, he left behind a wig, her purse, her Colt Cobra 38 Special, and a piece of paper that read VoD. ELN.
Who was this bold woman and why have murdered “Toto” Quintanilla?
In the guevarista militia was a woman who called himself Imilla whose meaning in language is Quechua and Aymara indigenous girl or young (now considered an insult in Bolivia). Your name: Monica (Monika) Ertl. German by birth who had made a journey of eleven thousand kilometers from Bolivia lost for the sole purpose of executing a man, the character most hated by the world left: Roberto Quintanilla Pereira.
She, thereafter, became the most wanted woman in the world. He grabbed the front pages of newspapers across America. But what were his reasons and what are their origins?
Let us return to the March 3, 1950, date on which Monica had come to Bolivia with Hans Ertl His father through what became known as the route of rats path that facilitated the escape of members of the Nazi regime to South America at the end of the largest and bloodiest armed conflict in world history: the Second World War.
Monica’s story could be told with great passages through research of Jürgen Schreiber. Which I present is just a brushstroke of this exciting story involving many feelings and characters.
Hans Ertl (Germany, 1908-Bolivia, 2000) mountaineer, innovative techniques underwater explorer, writer, inventor and materializing dreams, farmer, ideological convert, filmmaker, anthropologist and amateur ethnographer. He soon rose to prominence portraying the leaders of the Nazi party when he was filming the majesty, body aesthetics and athletic skills of the participants in the Olympic Games in Berlin (1936), directed by filmmaker Leni Riefenstahl who glorified the Nazis .
However, he had the misfortune to be recognized for the history (and subsequent unfortunately), as the photographer of Adolf Hitler, although the official iconographer of the Führer has been Heinrich Hoffman defense squad. Some sources cite that Hans was assigned to document the areas of action Regiment famous quarterback, nicknamed the “Desert Fox” Erwin Rommel, Tobruk in their journey through Africa.
Curiously, Hans did not belong to the Nazi Party but, although he hated war, proudly displayed jacket designed by Hugo Boss for the German army as a symbol of their deeds of yore, and his Aryan panache. He hated being called “Nazi” had nothing against them but not against Jews. Ironically was another victim of the Schutzstaffel.
At the end of the Second World War, when the Third Reich collapsed, the leaders, colleagues and relatives to the Nazi regime fled European justice refuge in various countries, including the American continent with the approval of their respective governments and support US unconditional. It is said that it was a very peaceful person and had no enemies, so I opted to stay in Germany less time working on assignments to their status, until he emigrated with his family. First to Chile in the southern archipelago of Juan Fernandez, “fascinating lost paradise”, where he made the documentary Robinson (1950), before other projects.
After a long journey, Ertl established in 1951 in Chiquitania, 100 kilometers from the city of Santa Cruz. So much to settle in prosperous and virgin lands which conqueror of the fifteenth century, the thick and intricate Brazilian-Bolivian vegetation. A property of 3,000 hectares where built with his own hands and native matter what was his home until his last days; “Sore”.
The tramp of the mountain, as he was known by explorers and scientists, wandered with his past piggybacked by the overwhelming nature to engrossing vision to unravel and capture with his lens everything perceived its magical setting in Bolivia as he began a new life with his wife and daughters. The eldest was named Monica, he was 15 when resulted in exile and begins his story here …
Monica had lived his childhood amid the turmoil of Nazism in Germany and emigrated to Bolivia when they learned the art from his father that led him to work after the Bolivian filmmaker Jorge Ruiz. Hans held in Bolivia several films (Paititi and Hito Hito) and transmitted to Monica’s passion for photography. By the way, we can easily claim as a pioneer woman of documentary filmmakers in the history of cinema.
Monica grew up in a circle as closed as racist, which shone both his father and another sinister character that she got used to affectionately call “Uncle Klaus.” A German businessman (pseudonym of Klaus Barbie (1913-1991) and former head of the Gestapo in Lyon, France) better known as the “Butcher of Lyon”.
Klaus Barbie, changed his surname to “Altmann” before getting involved with the family Ertl. In the narrow circle of personalities in La Paz, where this man gained enough confidence so that the father of Monica, was who introduced him even got him his first job in Bolivia as German Jewish citizen, who is said I advise South American dictatorships.
The famous protagonist of this story, married another German in La Paz and lived in the copper mines in northern Chile but, after ten years, her marriage failed and she became an active policy that supported noble causes. Among other things, he helped found a home for orphans in La Paz, now a hospital.
He lived in an extreme world surrounded by old Nazi torturers wolves. Any disturbing indication it was not strange. However, the death of the Argentine guerrilla Ernesto Che Guevara in the Bolivian jungle (October 1967) had meant to her the final push to his ideals. Monica according to his sister Beatrice, “worshiped” Che “like a god”.
Following this, the father-daughter relationship was difficult because of the combination: that fanaticism joined a subversive spirit; perhaps they are triggering factors that generated a combative, idealistic, persevering stance. His father was the most surprised and very reluctantly, threw her farm. Perhaps it occurred that challenge certain ideological metamorphosis in the 60s, to become indirect contributor and advocate of leftists in South America.
Monica was his favorite child, my father was very cold towards us and she seemed to be the only one I loved. My father was born as a result of rape, my grandmother never showed her affection and that marked him forever. The only showed affection was for Monika “Beatriz said in an interview for BBC News.
In the late sixties, everything changed with the death of Che Guevara, broke with his roots and took a drastic turn to fully enter the militia wielding arm Guerilla Ñancahuazú, as he did in life his hero by Social inequality.
Monica stopped being that girl who loves the lens to become “revolutionary Imilla” refugee camp in the Bolivian hills. As they were disappearing from the face of the earth most of its members, their pain was transformed into strength to demand justice becoming an operational key to the ELN.
During the four years he remained imprisoned in the camp he wrote to his father only once a year, to say textually; do not worry about me … I’m fine. Unfortunately, he never saw her again; neither alive nor dead.
That was how in 1971 crosses the Atlantic and returns to his native Germany, and Hamburg personally runs the Bolivian consul, Colonel Roberto Quintanilla Pereira, directly responsible for the final insult to Guevara: the amputation of his hands after his execution in The FIG tree. With that desecration signed his death sentence and, since then, the faithful “Imilla” high-risk mission was proposed: he swore to avenge Che Guevara.
After fulfilling his goal begin a hunt that spanned countries and seas and found that only end when Monica fell dead in the year 1973, in an ambush that according to some reliable sources held out his traitorous “uncle” Klaus Barbie.
After his death, Hans Erlt continued to live and filming documentaries in Bolivia, where he died at the age of 92 years (2000) on his farm now converted into a museum with the help of some institutions of Spain and Bolivia. There remains buried, accompanied by his old German military jacket, his faithful companion in recent years. His grave remains between two pine trees and soil of his native Bavaria. The same was commissioned to prepare and daughter Heidi to make their wishes come true. Hans had expressed in an interview with Reuters:
I do not want to return to my country. I want, even dead, remain in this my land.
In a cemetery of La Paz, it is said to lie “symbolically” the remains of Monica Ertl. Actually they were never delivered to his father. Their claims were ignored by the authorities after the fact. These remain in some unknown site of the Bolivian country. Lie in a mass grave without a cross, without a name, without a blessing from his father.
Such was the life of this woman who in a period, in the words of the fascist right of those years, was rampant in “communism” and therefore “terrorism” in Europe. For some, its name was etched into the gardens of memory as a guerrilla, terrorist killer or perhaps for others as a brave woman who fulfilled a mission.
In my opinion, it is the feminine side of a revolution that fought for the utopias of his time, and that in light of our eyes compels us to reflect once again on this phrase: “Never underestimate the value of a woman.”