Θα έχει η Κίνα την ίδια μοίρα με τη Σοβιετική Ένωση; του Carlos Martinez
Ο Carlos Martinez είναι ένας ανεξάρτητος ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής από το Λονδίνο της Βρετανίας. Το πρώτο του βιβλίο, The End of the Beginning: Lessons of the Soviet Collapse, εκδόθηκε το 2019 από το LeftWord Books. Οι κύριοι τομείς έρευνας του είναι η οικοδόμηση των σοσιαλιστικών κοινωνιών στο παρελθόν και το σήμερα, προοδευτικά κινήματα στη Λατινική Αμερική, και η πολυπολικότητα.
Αυτό το άρθρο του Carlos Martinez, δημοσιεύτηκε στο World Review of Political Economy, τόμος 11, τεύχος 2 (Καλοκαίρι 2020): σελ. 189-207. Το μεταφράσαμε από το Friends of Socialist China.
Σύνοψη: Πολλοί στη Δύση θεώρησαν μετά την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, ότι η Κίνα θα υφίστατο παρόμοια διαδικασία αντεπανάστασης. Αυτό το άρθρο προσπαθεί να κατανοήσει γιατί, τρεις δεκαετίες αργότερα, αυτό δεν έχει συμβεί, και το ίδιο είναι πιθανό να ισχύσει στο άμεσο μέλλον. Το άρθρο αντιπαραθέτει τη διαδικασία «μεταρρύθμισης και ανοίγματος» της Κίνας, που συνεχίστηκε από το 1978, με τις πολιτικές «περεστρόικα» και «γκλάσνοστ» που υιοθετήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Γκορμπατσόφ. Μια προσεκτική ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων καθιστά σαφές ότι η μεταρρύθμιση στην Κίνα ήταν πολύ πιο επιτυχημένη από τη σοβιετική μεταρρύθμιση· ότι, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1980, όλοι οι βασικοί δείκτες ποιότητας ζωής στην Κίνα έχουν σημειώσει σημαντική βελτίωση τα τελευταία σαράντα χρόνια, και η Κίνα αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ηγέτη στην επιστήμη, την τεχνολογική καινοτομία και τη προστασία του περιβάλλοντος. Το άρθρο υποστηρίζει ότι τα ανόμοια αποτελέσματα στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση είναι κυρίως αποτέλεσμα της πολύ πιο αποτελεσματικής οικονομικής στρατηγικής που ακολουθεί η κινεζική κυβέρνηση, μαζί με τη συνεχή ενίσχυση της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας.
Αυτό το άρθρο εξετάζει τους λόγους για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και προσπαθεί να καταλάβει αν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είναι ευάλωτη στις ίδιες δυνάμεις που υπονόμευσαν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Ποια διδάγματα μπορούν να αντληθούν από τη σοβιετική κατάρρευση; Κέρδισε ο καπιταλισμός; Τι μέλλον έχει ο σοσιαλισμός στον κόσμο; Υπάρχει διαφυγή της ανθρωπότητας από τη βάναυση εκμετάλλευση, την ανισότητα και την υπανάπτυξη; Υπάρχει μέλλον στο οποίο τα δισεκατομμύρια του κόσμου μπορούν πραγματικά να ασκήσουν την ελεύθερη βούλησή τους, την ανθρωπιά τους, απελευθερωμένοι από τη φτώχεια και την αποξένωση;
Τα συμπεράσματα που συνάγω είναι ότι η Κίνα ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική πορεία από αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης. Ότι έχει εκπονήσει μια σοβαρή και ολοκληρωμένη μελέτη της σοβιετικής κατάρρευσης και έχει εφαρμόσει αυστηρά όσα έχει μάθει· ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας παραμένει σοσιαλιστική χώρα και η κινητήριος δύναμη προς έναν πολυπολικό κόσμο· ότι, παρά την οπισθοδρόμηση του πρώτου κύματος της σοσιαλιστικής προόδου, ο μαρξισμός εξακολουθεί να είναι όσο σημαντικός γίνεται. Και αυτό, κατά συνέπεια, σημαίνει πως ο σοσιαλισμός έχει ένα λαμπρό μέλλον στον κόσμο.
Διατήρηση της νομιμότητας του ΚΚ Κίναςμέσω της πολύ αποτελεσματικής διακυβέρνησης και της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου
Η κινεζική εμπειρία από το 1978 δείχνει ότι μια αναπτυσσόμενη χώρα χρειάζεται να έχει ως ύψιστη προτεραιότητα τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. . . Με αυτήν την πεποίθηση, η Κίνα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού και πέτυχε αξιοσημείωτα αποτελέσματα στην εξάλειψη της φτώχειας. (Zhang 2012, 96)
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των λαϊκών δημοκρατιών μεταξύ 1989 και 1991, πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι στην Κίνα ανησυχούσαν ότι η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Οι Σοβιετικοί ηγέτες είχαν επιχειρήσει μεταρρύθμιση μέσω της γκλάσνοστ και της περεστρόικα, και τα πειράματά τους είχαν καταλήξει σε καταστροφή. Δεν ήταν αυτό ένα προειδοποιητικό μήνυμα για να επιστρέψει το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (CPC) στο μοντέλο της ολόπλευρης κρατικής ιδιοκτησίας και του αυστηρά συγκεντρωτικού οικονομικού ελέγχου;
Η άποψη του Deng Xiaoping ήταν ότι το κεντρικό στοιχείο αποσταθεροποίησης της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν το πείραμά της για μια μεικτή οικονομία, αλλά η αποτυχία της να επιφέρει βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. Η οικονομική στασιμότητα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά σήμαινε ότι δεν ικανοποιούνταν οι βασικές προσδοκίες των ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Ως αποτέλεσμα, όταν ήρθε η ώρα να υπερασπιστούν τον σοσιαλισμό από την επίθεση (τόσο εγχώρια όσο και διεθνή), οι μάζες δεν μπόρεσαν εύκολα να κινητοποιηθούν.
Ο Deng κατάλαβε ότι η νομιμότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος θα διατηρηθεί μόνο αν εξαλειφθεί η φτώχεια και βελτιωθεί η καθημερινή ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Έτσι, στην περίφημη Νότια Περιοδεία του το 1992, προέτρεψε περισσότερο για τόλμη παρά για προσοχή. Όσο το CPC διατηρεί τον πολιτικό έλεγχο, όσο τα κρίσιμα τμήματα της οικονομίας (οι «διοικητικές κορυφές») εξακολουθούν να ανήκουν στο δημόσιο, με τις αγορές και τις ξένες επενδύσεις να ωφελούν την Κίνα. Προσελκύοντας το τεράστιο, μορφωμένο και σκληρά εργαζόμενο εργατικό δυναμικό, οι ξένες εταιρείες θα επένδυαν στην Κίνα, αυξάνοντας έτσι το κεφάλαιο και την τεχνική τεχνογνωσία της Κίνας, δημιουργώντας έναν ανατροφοδοτούμενο κύκλο που θα επέτρεπε στην Κίνα να ανέλθει στην αλυσίδα αξιών και να παρέχει εξαιρετικά βελτιωμένες συνθήκες διαβίωσης στον πληθυσμό της.
Δεκαετίες αργότερα, είναι αδιαμφισβήτητο να πούμε ότι η οικονομική στρατηγική που υιοθετήθηκε κατά την περίοδο της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» (1978 και μετά) ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας το 1979 ήταν 210 δολάρια. Μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Από το 1952, η κατά κεφαλήν παραγωγή τροφίμων αυξήθηκε μόνο κατά 10%. Η ΛΔΚ είχε μείνει πολύ πίσω από τη ζώνη του «θαύματος της Ανατολικής Ασίας» (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Ταϊβάν της Κίνας, Χονγκ Κονγκ της Κίνας, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Μαλαισία και Ινδονησία) όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο. Ο Justin Yifu Lin γράφει ότι η ηγεσία μετά το Μάο «έπρεπε να βελτιώσει την εθνική οικονομική απόδοση και να κάνει τους ανθρώπους της τόσο πλούσιους όσο οι γείτονές τους, αλλιώς θα χάσει την υποστήριξη και τη νομιμότητά της στην εξουσία» (Lin 2012, 154).
Στις επόμενες δεκαετίες, ο αριθμός των ανθρώπων στην Κίνα που ζουν σε «απόλυτη φτώχεια» (όπως ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα) μειώθηκε από 840 εκατομμύρια σε σχεδόν μηδέν (Gupta 2020). Οι μισθοί αυξάνονται συνεχώς. Μεταξύ 1988 και 2008, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά 229%, σχεδόν δέκα φορές τον παγκόσμιο μέσο όρο του 24%. Το 1994, ένας Κινέζος εργάτης εργοστασίου έβγαζε 500 δολάρια τον χρόνο, μόλις το ένα τέταρτο του μισθού του ομολόγου του στην Ταϊλάνδη (Kroeber 2016, 174). Το 2020, το μέσο ετήσιο εισόδημα στην Κίνα υπερβαίνει τα $10.000 – τριπλάσιο από το αντίστοιχο της Ταϊλάνδης.
Αν και η ανισότητα έχει αναδειχθεί σε σοβαρό πρόβλημα, πρακτικά όλοι οι Κινέζοι είναι ουσιαστικά σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν από 40 χρόνια όσον αφορά τη διατροφή, τη στέγαση, την ένδυση, την πρόσβαση σε υπηρεσίες και την ικανότητα να ταξιδεύουν. Καταναλωτικά αγαθά που προηγουμένως θεωρούνταν πολυτέλειες -όπως πλυντήρια, ψυγεία, θερμαινόμενες μονάδες ντους, κλιματιστικά, έγχρωμες τηλεοράσεις, υπολογιστές- μπορούν πλέον να βρίσκονται σχεδόν σε κάθε σπίτι.
Τη δεκαετία του 2000, η κυβέρνηση θέσπισε εκ νέου ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο περιλαμβάνει καθολική ασφάλιση υγείας, δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση για ηλικίες 6-15 ετών, συντάξεις, επιδοτούμενη στέγαση και εισοδηματική στήριξη. Οι μισθοί των εργαζομένων αυξάνονται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από το ΑΕΠ και ως αποτέλεσμα το χάσμα εισοδήματος αρχίζει να μειώνεται.
Ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης (HDI) είναι ένας χρήσιμος σύνθετος δείκτης που περιλαμβάνει το προσδόκιμο ζωής, το μορφωτικό επίπεδο και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σε όρους HDI, η Κίνα έχει αυξηθεί από 0.407 το 1980 σε 0.758 σήμερα (για λόγους βαθμονόμησης, η Νορβηγία είναι στην κορυφή των χαρτών με 0.949 και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στο κάτω μέρος με 0.352). Η αύξηση του HDI στην Κίνα την καθιστά τη μόνη χώρα που πηδάει τη «μεσαία» ομάδα HDI, περνώντας από την ομάδα των «χαμηλών HDI» το 1990 στην ομάδα των «υψηλών HDI» σήμερα (η απαίτηση για την ομάδα των «πολύ υψηλών HDI» είναι 0.800 – είναι πιθανό η Κίνα να φτάσει εκεί πριν το τέλος αυτής της δεκαετίας).
Τα επίπεδα παραγωγικότητας και καινοτομίας της Κίνας συγκλίνουν σταδιακά με τις πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς οι τεράστιες επενδύσεις της κυβέρνησης στην επιστήμη και την τεχνολογία ανταμείβονται. Ο βετεράνος επιστημονικός συγγραφέας Philip Ball σημειώνει πως:
η πατροναριστική παλιά ιδέα ότι η Κίνα. . . μπορεί να μιμηθεί αλλά δεν καινοτομεί είναι σίγουρα λάθος τώρα. Σε αρκετούς επιστημονικούς τομείς, η Κίνα αρχίζει να καθορίζει το ρυθμό που πρέπει να ακολουθήσουν και άλλοι. Στην περιοδεία μου στα κινεζικά εργαστήρια το 1992, μόνο εκείνοι που είδα στη ναυαρχίδα του Πανεπιστημίου του Πεκίνου έμοιαζαν με αυτά που θα βρείτε σε ένα καλό πανεπιστήμιο στη Δύση. Πλέον, οι πόροι που έχουν στη διάθεσή τους οι κορυφαίοι επιστήμονες της Κίνας είναι αξιοζήλευτοι για πολλούς από τους Δυτικούς ομολόγους τους. (Ball 2018)
Ενώ οι σοβιετικές υποδομές άρχισαν να καταρρέουν κατά τη δεκαετία του 1980, οι σύγχρονες κινεζικές υποδομές είναι παγκόσμιας κλάσης. Πράγματι, η ποιότητα των δρόμων, των τρένων, των αεροδρομίων, των λιμένων και των κτιρίων στις μεγάλες πόλεις της Κίνας είναι τώρα αισθητά υψηλότερη απ’ ό,τι στις παγκοσμιουπόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο.
Η συνεχώς βελτιούμενη οικονομική κατάσταση και η αντίστοιχη βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων έχει οδηγήσει σε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη για την κυβέρνηση και τον κινεζικό σοσιαλισμό. Το Ερευνητικό Κέντρο Pew αναφέρει ότι ο Πρόεδρος Xi Jinping απολαμβάνει ένα ποσοστό εμπιστοσύνης 94% (1), ενώ για παράδειγμα το ποσοστό έγκρισης του Βρετανού πρωθυπουργού Boris Johnson είναι μόλις 34% (2). Το 2014, το 89% των Κινέζων βαθμολόγησαν την οικονομία τους ως «καλή», σε σύγκριση με το 64% για την Ινδία και το 44% στις ΗΠΑ (Kroeber 2016, 198). Ο Βρετανός ακαδημαϊκός Peter Nolan γράφει ότι, «υπό την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η Κίνα έχει βιώσει την πιο αξιοσημείωτη εποχή μεγέθυνση και ανάπτυξης στη σύγχρονη ιστορία» (Nolan 2016, 2). Εξαιτίας αυτού, το κράτος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας απολαμβάνει τεράστια λαϊκή στήριξη και νομιμότητα.
Γιατί πέτυχε η κινεζική οικονομική μεταρρύθμιση όταν απέτυχε η σοβιετική μεταρρύθμιση;
Τα πολύ διαφορετικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία και την Κίνα καταδεικνύουν την κρίσιμη σημασία της επιλογής των σωστών στρατηγικών και τρόπων μεταρρύθμισης. (Hu 2011, 28)
Ο μακαρίτης Ιταλός μαρξιστής ιστορικός Domenico Losurdo σημείωσε ότι, στη δεκαετία του 1930 και του ’40, η σοβιετική «οικονομία διοίκησης» είχε λειτουργήσει εξαιρετικά καλά: «η ταχεία ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας ήταν συνυφασμένη με την κατασκευή ενός κράτους πρόνοιας που εγγυάται τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών με τρόπο που ήταν πρωτοφανής» (Losurdo 2017, 17). Ωστόσο, μετά την περίοδο της φρενήρους οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ακολουθούμενη από τον Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που ακολούθηθηκε από την ανασυγκρότηση, ήρθε «η μετάβαση από τη μεγάλη ιστορική κρίση σε μια πιο ‘κανονική’ περίοδο [στην οποία] ο ενθουσιασμός και η δέσμευση των μαζών στην παραγωγή και την εργασία αποδυναμώθηκαν και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν» (Losurdo 2017, 17). Κατά τα τελευταία χρόνια:
Η Σοβιετική Ένωση χαρακτηριζόταν από μαζική συστηματική αποχή από την εργασία και αποδέσμευση από τον χώρο εργασίας: όχι μόνο η ανάπτυξη της παραγωγής έμεινε στάσιμη, αλλά δεν υπήρχε πλέον καμία εφαρμογή της αρχής που σύμφωνα με τον Μαρξ καθοδηγεί τον σοσιαλισμό—την αμοιβή σύμφωνα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας που παραδόθηκε. (Losurdo 2017, 17)
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, η σοβιετική οικονομία εισήλθε σε μια περίοδο αργής οικονομικής ανάπτυξης, ακριβώς τη στιγμή που οι μεγάλες καπιταλιστικές χώρες άρχισαν να αξιοποιούν τις εξελίξεις στην τεχνολογία και τη διοίκηση για να επιτύχουν σημαντικά βήματα προόδου στην παραγωγικότητα. Ο Jude Woodward σημειώνει ότι:
από το 20% του μεγέθους της αμερικανικής οικονομίας το 1944, η σοβιετική οικονομία έφτασε στο 44% εκείνη των ΗΠΑ μέχρι το 1970 (1.352 δισεκατομμύρια δολάρια σε 3.082 δισεκατομμύρια δολάρια) αλλά είχε πέσει στο 36% των ΗΠΑ μέχρι το 1989 ($2,0 37 έως 5.704 δισεκατομμύρια δολάρια). Ποτέ δεν έφτασε να αμφισβητήσει το οικονομικό βάρος των ΗΠΑ. (Woodward 2017, κεφάλαιο 16, 248)
Ο Losurdo ισχυρίζεται ότι η Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα:
Η Κίνα που προέκυψε από την Πολιτιστική Επανάσταση έμοιαζε πολύ με τη Σοβιετική Ένωση τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της: η σοσιαλιστική αρχή του μισθού με βάση την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης εργασίας υποχώρησε σημαντικά, και η δυσαρέσκεια, η αποδέσμευση, οι απουσίες και η αναρχία κυριαρχούσαν στον χώρο εργασίας. (Losurdo 2017, 19)
Η Κίνα είχε σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής, την ιδιοκτησία της γης, την κοινωνική ισότητα, την εκπαίδευση και την ενδυνάμωση των μαζών από τη γέννηση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1949, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1970 απείχε ακόμη πολύ από το να είναι μια προηγμένη χώρα. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στα χωριά αντιμετώπισαν επισιτιστική ανασφάλεια και κακές συνθήκες στέγασης.
Όντας μια φτωχή χώρα με τεράστια ευθύνη για κάλυψη των άμεσων αναγκών του τεράστιου πληθυσμού της, η Κίνα δεν είχε τους πόρους να επενδύσει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη, και η επακόλουθη χαμηλή παραγωγικότητα σήμαινε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο στους ανθρώπους της. Αποκομμένη από την παγκόσμια αγορά, δεν ήταν σε θέση να μαθαίνει γρήγορα από τους άλλους ή να επωφελείται από έναν ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένο καταμερισμό εργασίας. Υπήρχε έλλειψη κεφαλαίων, χαμηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και έλλειψη κινήτρων για παραγωγή και καινοτομία. Όπως και με τη Σοβιετική Ένωση στις επόμενες δεκαετίες, το σύστημα σχεδιοποίησης της Κίνας συνέχισε να βασίζεται υπερβολικά στον εθελοντισμό και τα «ηθικά κίνητρα» για την αύξηση της παραγωγής. Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικονομίας κατά τον τελευταίο αιώνα δείχνει ότι μια τέτοια προσέγγιση υποφέρει από φθίνουσες αποδόσεις και δεν μπορεί να διατηρηθεί για πάντα.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο υιοθετήθηκαν οι μεταρρυθμίσεις και άνοιγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Επιφανειακά, η μεταρρυθμιστική στρατηγική που ακολούθησε η Κίνα από το 1978 έχει κάποια ομοιότητα με τις διάφορες προσπάθειες οικονομικής μεταρρύθμισης στη Σοβιετική Ένωση, ιδιαίτερα με το σύνολο των πολιτικών που εισήγαγε η ηγεσία του Γκορμπατσόφ κάτω από την ομπρέλα της περεστρόικα. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της κινεζικής και της σοβιετικής προσέγγισης που βοηθούν να εξηγηθεί η αδιαμφισβήτητη επιτυχία της μίας προσέγγισης και η συνολική αποτυχία της άλλης.
Η προσέγγιση της Κίνας στη μεταρρύθμιση ήταν εξαιρετικά προσεκτική και ρεαλιστική, «βασισμένη σε μια βήμα προς βήμα, αποσπασματική και πειραματική προσέγγιση. Αν λειτουργούσε μια μεταρρύθμιση, επεκτεινόταν σε νέους τομείς· αν αποτύγχανε τότε την εγκατέλειπαν» (Jacque 2009, 176). Όλες οι μεταρρυθμίσεις έπρεπε να δοκιμαστούν στην πράξη, όλα τα αποτελέσματα έπρεπε να αναλυθούν, και όλες οι αναλύσεις έπρεπε να ανανεώσουν τα μελλοντικά πειράματα. Ο Chen Yun, ο κορυφαίος οικονομολόγος της εποχής Deng, δήλωσε το 1980 ότι:
τα βήματα πρέπει να είναι σταθερά, διότι θα αντιμετωπίσουμε πολλά περίπλοκα προβλήματα. Οπότε μην βιάζεστε . . . Θα πρέπει να προχωρούμε με πειράματα, να αναθεωρούμε με βάση την εμπειρία μας από καιρό σε καιρό, και να διορθώνουμε λάθη κάθε φορά που τα ανακαλύπτουμε, έτσι ώστε τα μικρά λάθη να μην γίνονται μεγάλα. (Hu 2011, 33)
Πολλές βασικές μεταρρυθμιστικές ιδέες προέρχονταν από τη βάση. «Επεξεργαστήκαμε τις ιδέες τους και τις ανεβάσαμε στο επίπεδο των κατευθυντήριων γραμμών για ολόκληρη τη χώρα. Η πρακτική είναι το μοναδικό κριτήριο για τον έλεγχο της αλήθειας» (Deng 1992).
Η μεταρρύθμιση στην Κίνα ήταν υπομονετική, σταδιακή και προσανατολισμένη στα αποτελέσματα, ενώ «ο Γκορμπατσόφ έκανε το μοιραίο λάθος να προσπαθήσει να κάνει πάρα πολλά, πολύ γρήγορα» (Shambaugh 2008, 65). Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ εφαρμόστηκαν με αυστηρό, από πάνω προς τα κάτω τρόπο, χωρίς να αξιοποιούν τις ιδέες και τη δημιουργικότητα των μαζών ή να επιχειρούν να αντιπαραβάλλουν κάποια ανατροφοδότηση. Δεδομένου ότι το έργο παρουσιάστηκε ως μια μορφή «εκδημοκρατισμού», είναι ειρωνικό το γεγονός ότι διεξήχθη με βαθιά αντιδημοκρατικό τρόπο. Η ηγεσία δεν κινητοποίησε τις υπάρχουσες, δεδομένες κοινωνικές δομές (τα Σοβιέτ και το Κομμουνιστικό Κόμμα), αλλά προσπάθησε να τις παρακάμψει και να τις αποδυναμώσει.
Αντί να βασίζεται στα πιο πρακτικά στοιχεία του κόμματος και της κρατικής εξουσίας στην αναδιάρθρωση της χώρας, ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να δημιουργήσει νέες πολιτικές δυνάμεις και κινήματα, ενώ σταδιακά μείωσε τη δύναμη του κόμματος και των κεντρικών κρατικών δομών (Zubok 2007, 307).
Τα μέσα ενημέρωσης δεν χρησιμοποιήθηκαν για να ενώσουν τους ανθρώπους πίσω από ένα πρόγραμμα ανάπτυξης, αλλά για να δυσφημίσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το οικονομικό πρόγραμμα ήταν ασυνάρτητο και υπόκειτο σε αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του βετεράνου Ρώσου κομμουνιστή Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, η «παρέλαση πολιτικής αλαζονείας, δημαγωγίας και διαλυτισμού, η οποία σταδιακά κατακυρίευσε και παρέλυσε τη χώρα» (Zyuganov 1997, 107).
Οι οικονομίες της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του 1970 υπέφεραν και οι δύο από έναν ασφυκτικό υπερσυγκεντρωτισμό. Η διαδικασία μεταρρυθμίσεων της Κίνας αντιμετώπισε αυτήν την ανισορροπία σταδιακά, κατά την οποία «η χαλάρωση των περιορισμών στην ανάπτυξη ιδιωτικών κεφαλαίων συνδυάστηκε με τον κρατικό έλεγχο και τις σχεδιοποιημένες και κρατικές μεγάλες επενδύσεις» (Roberts 2017). Στη Σοβιετική Ένωση, αντίθετα, οι υπηρεσίες σχεδιοποίησης απλώς διαλύθηκαν εν μία νυκτί, δημιουργώντας χάος σε ολόκληρη την οικονομία.
Αν και η διαδικασία μεταρρυθμίσεων στην Κίνα χρησίμευσε για να εισαγάγει δυνάμεις της αγοράς στην οικονομία, η όλη διαδικασία διεξήχθη υπό τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας σχεδιοποιημένης οικονομίας. Το επίπεδο της εμπορευματοποίησης που έχει λάβει χώρα στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που συνέβη στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, η Κίνα διατήρησε επίσης ισχυρότερο μακροοικονομικό έλεγχο. Ακόμα και τώρα, μετά από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες οικονομικής μεταρρύθμισης, «το κράτος παραμένει σταθερά στην εξουσία» της κινεζικής οικονομίας. «Η κυβέρνηση θα επιδιώξει μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν το ρόλο της αγοράς στον καθορισμό των τιμών, αλλά θα αποφύγει μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στην αγορά να μεταφέρει τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα» (Kroeber 2016, 225).
Τα μέσα ενημέρωσης δεν χρησιμοποιήθηκαν για να ενώσουν τους ανθρώπους πίσω από ένα πρόγραμμα ανάπτυξης, αλλά για να δυσφημίσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το οικονομικό πρόγραμμα ήταν ασυνάρτητο και υπόκειται σε αιφνίδιες αλλαγές κατεύθυνσης. Το αποτέλεσμα ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του βετεράνου Ρώσου κομμουνιστή Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, «παρέλαση πολιτικής αλαζονείας, δημαγωγίας και διαλυτισμού, η οποία σταδιακά κατακυρίευσε και παρέλυσε τη χώρα» (Zyuganov 1997, 107).
Οι οικονομίες της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του 1970 υπέφεραν και οι δύο από μια ασφυκτική υπερσυγκέντρωση. Η διαδικασία μεταρρυθμίσεων της Κίνας αντιμετώπισε αυτήν την ανισορροπία σταδιακά, κατά την οποία «η χαλάρωση των περιορισμών στην ανάπτυξη ιδιωτικών κεφαλαίων συνδυάστηκε με τον κρατικό έλεγχο και τις προγραμματισμένες και κρατικές μεγάλες επενδύσεις» (Roberts 2017). Στη Σοβιετική Ένωση, αντίθετα, οι υπηρεσίες σχεδιασμού απλώς διαλύθηκαν εν μία νυκτί, δημιουργώντας χάος σε ολόκληρη την οικονομία.
Αν και η διαδικασία μεταρρυθμίσεων στην Κίνα χρησίμευσε για να εισαγάγει δυνάμεις της αγοράς στην οικονομία, η όλη διαδικασία διεξήχθη υπό τον αυστηρό έλεγχο της κυβέρνησης και πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας σχεδιασμένης οικονομίας. Το επίπεδο της εμπορευματοποίησης που έχει λάβει χώρα στην Κίνα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που συνέβη στη Σοβιετική Ένωση. ωστόσο, η Κίνα διατήρησε επίσης ισχυρότερο μακροοικονομικό έλεγχο. Ακόμα και τώρα, μετά από περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες οικονομικής μεταρρύθμισης, «το κράτος παραμένει σταθερά στην εξουσία» της κινεζικής οικονομίας. «Η κυβέρνηση θα επιδιώξει μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν το ρόλο της αγοράς στον καθορισμό των τιμών, αλλά θα αποφύγει μεταρρυθμίσεις που θα επιτρέψουν στην αγορά να μεταφέρει τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων από το κράτος στον ιδιωτικό τομέα» (Kroeber 2016, 225).
Ο Peter Nolan, που δεν είναι οπαδός κεντρικά σχεδιοποιημένω οικονομιών, γράφει: «Η σύγκριση της εμπειρίας των μεταρρυθμίσεων της Κίνας και της Ρωσίας επιβεβαιώνει ότι, σε ορισμένες συγκυρίες και σε ορισμένες χώρες, η αποτελεσματική σχεδιοποίηση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική επιτυχία» (Nolan, 1995, 312). Ο Nolan (1995, 160-175) επισημαίνει ότι το κινεζικό κράτος ανέλαβε ηγετικό ρόλο στη διεξαγωγή πειραμάτων μεγάλης κλίμακας και στην ανάλυση των αποτελεσμάτων, τη προστασία της εγχώριας βιομηχανίας από την ξαφνική εμφάνιση ξένων αγαθών, την στήριξη της ανάπτυξης των κρατικών επιχειρήσεων σε επίπεδο που θα μπορούσαν να καταστούν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά, τις επενδύσεις σε κοινωνικές και οικονομικές υποδομές (μεταφορές, υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, παραγωγή ενέργειας) και το συντονισμ’ο των διαφόρων τμημάτων του προγράμματος μεταρρύθμισης.
Οι David Kotz και Fred Weir παρατήρησαν ότι δεν υπήρξε σχεδόν καμία ιδιωτικοποίηση στη διαδικασία της κινεζικής μεταρρύθμισης – οι κρατικές επιχειρήσεις παρέμειναν υπό κρατική ιδιοκτησία και έλεγχο.
Δεν υπήρξε απότομη απελευθέρωση των τιμών – οι κρατικές επιχειρήσεις συνέχισαν να πωλούν σε ελεγχόμενες τιμές. Διατηρήθηκε ο κεντρικός σχεδιασμός για τον δημόσιο τομέα της οικονομίας. Αντί να περικόπτουν τις κρατικές δαπάνες, τα διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης διέθεταν κεφάλαια για τη βελτίωση των βασικών οικονομικών υποδομών μεταφοράς, επικοινωνίας και ισχύος της Κίνας. Αντί να ασκηθεί αυστηρή νομισματική πολιτική, δόθηκε επαρκής χρηματοδότηση για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό. Το κράτος έχει επιδιώξει να αναπτύξει σταδιακά μια οικονομία της αγοράς για μια περίοδο δεκαετιών, και το κράτος καθοδηγεί ενεργά τη διαδικασία. (Kotz και Weir 1997, 1997)
Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύ πιο αποτελεσματικό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης από αυτό που πραγματοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση από το 1985 έως το 1991 ή στη μετασοβιετική Ρωσία από το 1991 και μετά.
Αν «η απόδειξη της πουτίγκας είναι στο φαγητό,» τότε το κινέζικο επιδόρπιο έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ πιο νόστιμο από το σοβιετικό αντίστοιχο. Η περεστρόικα μετέτρεψε μια βραδυκίνητη οικονομία σε αποτυχημένη. Μέχρι το 1991, το τελευταίο έτος ύπαρξης της ΕΣΣΔ, η οικονομία συρρικνωνόταν με ρυθμό 15% τον χρόνο. Η τυφλή πίστη του Γκορμπατσόφ στην εγγενή διορθωτική ισχύ της αγοράς αποδείχθηκε εσφαλμένη· Οι επενδύσεις κατέρρευσαν. «Οι καθαρές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου μειώθηκαν με το εκπληκτικό ποσοστό του 21% το 1990 και περίπου 25% το 1991» (Kotz και Weir 1997, 97).
Στην Κίνα, η αύξηση του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 4% τη δεκαετία του 1970 σε σχεδόν 10% την περίοδο από το 1978 έως το 1992. Από το 1978, η οικονομία της Κίνας έχει αναπτυχθεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα· βρίσκεται επίσης στην κορυφή του καταλόγου για την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο έχει αυξηθεί από 156 δολάρια το 1978 σε λίγο πάνω από 10.000 δολάρια τη στιγμή που γράφουμε.
Η Κίνα δεν αποδυναμώνει την κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος ούτε επιτίθεται στην ίδια της την ιστορία
Αν η Κίνα επέτρεπε την καπιταλιστική απελευθέρωση, θα υπήρχε αναπόφευκτα αναταραχή. Δεν θα καταφέρναμε τίποτα, και οι αρχές, οι πολιτικές, η γραμμή και η αναπτυξιακή στρατηγική μας θα ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. (Deng 2007)
Τόσο στην Κίνα όσο και στη Σοβιετική Ένωση, η οικονομική μεταρρύθμιση που προσανατολίζεται στην αγορά σήμαινε σε κάποιο βαθμό την εγκατάλειψη της προηγούμενης πολιτικής. Μια σημαντική διαφορά είναι ότι στη Σοβιετική Ένωση αυτή η αλλαγή πολιτικής συνοδεύτηκε από μια συντονισμένη προσπάθεια υπονόμευσης της νομιμότητας του Κομμουνιστικού Κόμματος και της εμπιστοσύνης του λαού στην ιστορία του.
Το 1986, ο Γκορμπατσόφ και οι σύμβουλοί του σκέφτηκαν την έννοια της γκλάσνοστ—«ευθύτητα»— για να συνοψίσουν πολιτικές μεγαλύτερης κυβερνητικής διαφάνειας, ευρύτερης πολιτικής συζήτησης και αυξημένης λαϊκής συμμετοχής. Η ιδέα φαινόταν καταρχήν άκακη, αλλά η γκλάσνοστ σύντομα έγινε μια κραυγή μάχης για μια ολομέτωπη επίθεση στη νομιμότητα της διακυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος και ένα ισχυρό όπλο στα χέρια των ταξικών δυνάμεων που είναι εχθρικές προς τον σοσιαλισμό.
Αντιμέτωπη με σημαντική αντίθεση στις οικονομικές προτάσεις τους μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και χωρίς μια βάση μεταξύ των μαζών, η ομάδα του Γκορμπατσόφ έψαχνε όλο και περισσότερο σε «φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές» για υποστήριξη. Aνθρώπους που υποστήριζαν την περεστρόικα και ήθελαν να συνοδεύεται από μια μετάβαση προς ένα κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα ευρωπαϊκού τύπου. Αυτοί οι μεταρρυθμιστές ενθάρρυναν τον Γκορμπατσόφ να σχεδιάσει ένα σιωπηρό πραξικόπημα στο όνομα της δημοκρατίας, τερματίζοντας τον ηγετικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κυβέρνηση διαλύοντας το Ανώτατο Σοβιετικό και αντικαθιστώντας το με ένα Κογκρέσο Αντιπροσώπων του Λαού. Οι εκπρόσωποι αυτού του τελευταίου οργάνου εκλέγονταν άμεσα, αλλά η επιλογή των υποψηφίων χειραγωγήθηκε σε μεγάλο βαθμό υπέρ των φιλικά διακείμενων στην περεστρόικα, φιλοδυτικών πιστών στον Γκοσμπατσόν.
Cheng και Liu παρατηρήσουν ότι,
στο όνομα της προώθησης νέων στελεχών και των μεταρρυθμίσεων, ο Γκορμπατσόφ αντικατέστησε μεγάλο αριθμό κομματικών, πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών με αντισοσιαλιστικά και κατά του κόμματος στελέχη ή κλιμάκια με αμφιλεγόμενες θέσεις. Αυτή η πρακτική έθεσε τα θεμέλια, από άποψη οργάνωσης και επιλογής θητείας, για την πολιτική «αλλαγή κατεύθυνσης». (Cheng και Liu 2017, 305)
Ο Yegor Ligachev, ένας υψηλόβαθμος σοβιετικός αξιωματούχος που τα παρακολούθησε όλα αυτά από πρώτο χέρι, υποστηρίζει αυτό το συμπέρασμα. «Αυτό που συνέβη στη χώρα μας είναι κυρίως αποτέλεσμα της εξασθένησης και της παρεπόμενης εξάλειψης του ηγετικού ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κοινωνία, της απομάκρυνσης του κόμματος από τη σημαντική χάραξη πολιτικής, της ιδεολογικής και οργανωτικής του εξάρθρωσης» (Ligachev 1996, 286).
Ο πολιτικός μετασχηματισμός υποστηριζόταν από μια διεξοδική εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης που δυσφημούσε τη σοβιετική ιστορία, υπερβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό τις υπερβολές και τα λάθη της σταλινικής περιόδου, ακόμα και επιτιθέμενη στον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο που ο Κουβανός ηγέτης Φιντέλ Κάστρο παροτρύνθηκε να σχολιάσει το 1989:
Είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί επανάσταση ή να γίνει μια διόρθωση χωρίς ένα ισχυρό, πειθαρχημένο και σεβαστό κόμμα. Δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια τέτοια διαδικασία με συκοφαντική δυσφήμιση του σοσιαλισμού, καταστροφή των αξιών του, δυσφήμιση του κόμματος, υποβάθμιση της πρωτοπορίας του, εγκατάλειψη του ηγετικού του ρόλου, εξάλειψη της κοινωνικής πειθαρχίας, και διασπορά χάους και αναρχίας παντού. Αυτό μπορεί να προωθήσει μια αντεπανάσταση, αλλά όχι επαναστατική αλλαγή. . . . Είναι αηδιαστικό να βλέπει κανείς πόσοι άνθρωποι, ακόμη και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ασχολούνται με την άρνηση και την καταστροφή των ιστορικών χαρακτηριστικών και των εξαιρετικών αξιών αυτού του ηρωικού λαού. (Castro 2013, 56)
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν το κύριο μέσο για την προώθηση των αναγκών και των ιδεών της σοβιετικής εργατικής τάξης. Όταν παραγκωνίστηκε, οι εργαζόμενοι δεν είχαν κανένα εμφανές μέσο οργάνωσης προς υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Αυτό άνοιξε τον χώρο για μια φιλοκαπιταλιστική μειονότητα να κυριαρχήσει στην πολιτική εξουσία και, τελικά, να διαλύσει τη χώρα και να διαλύσει τον σοσιαλισμό.
Η κινεζική ηγεσία κατάλαβε ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη συνεχιζόμενη ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, και αυτό είναι ένα βασικό μάθημα που έχει μάθει από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Xi Jinping σημειώνει ότι:
Ενας σημαντικός λόγος για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση της ΚΚΣΕ είναι η πλήρης απόρριψη της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης, και η ιστορία του ΚΚΣΕ, η απόρριψη του Λένιν και άλλων ηγετικών προσωπικοτήτων, και ο ιστορικός μηδενισμός που μπέρδεψε τις σκέψεις των ανθρώπων. (παρατίθεται στο Rudolph and Szonyi 2018, 23)
Δεν υπήρχε καμία απολύτως όρεξη για μεταφύτευση των πολιτικών ιδεών της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής αστικής τάξης σε κινεζικό έδαφος. Σύμφωνα με τον Weiwei Zhang, ο οποίος εργάστηκε ως διερμηνέας για τον Deng Xiaoping, ο Deng επικεντρώθηκε πλήρως στο κύριο καθήκον: βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων. Οποιαδήποτε πολιτική μεταρρύθμιση θα πρέπει να διεξάγεται όχι ως αυτοσκοπός αλλά μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούσε τον γενικό στόχο.
Πίστευε ότι η αντιγραφή του δυτικού μοντέλου και η τοποθέτηση της πολιτικής μεταρρύθμισης στην κορυφή της ατζέντας, όπως έκαναν οι Σοβιετικοί εκείνη την εποχή, ήταν εντελώς ανόητη. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς ήταν το σχόλιο του Deng για τον Gorbachev μετά τη συνάντησή τους: «Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να φαίνεται έξυπνος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ηλίθιος. (Zhang 2014)
Σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, όπου συσσωρεύονταν ιδιωτικά κεφάλαια και αναδύθηκε μια νέα τάξη επιχειρηματιών, η συνέχιση της διακυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ουσιώδης για να διασφαλιστεί ότι η ανάπτυξη θα ωφελήσει τις μάζες και ότι οι νέοι ιδιοκτήτες κεφαλαίων δεν θα κυριαρχήσουν πολιτικά. Επιπλέον, η πολιτική σταθερότητα ήταν απόλυτη προϋπόθεση για μια επιτυχή οικονομική μεταρρύθμιση.
Σχεδόν σε κάθε σημαντική ομιλία του για την αναπτυξιακή πορεία της Κίνας από το 1978 μέχρι το θάνατό του το 1997, ο Deng επέμεινε σε αυτό που ο ίδιος ονόμασε Τέσσερις Βασικές Αρχές: 1) Υπερασπιστείτε το σοσιαλιστικό μονοπάτι. 2) Διατηρήστε τη δικτατορία του προλεταριάτου (εργατική τάξη) 3) Διατήρηση της ηγεσίας του κόμματος και 4) Προσκολληθείτε στο Μαρξισμό-Λενινισμό και τη Σκέψη του Μάο Τσετούνγκ . Ήταν εξαιρετικά σαφής σχετικά με τη σημασία ενός εργατικού κράτους:
Τι είδους δημοκρατία χρειάζονται σήμερα οι Κινέζοι; Μπορεί να είναι μόνο σοσιαλιστική δημοκρατία, λαϊκή δημοκρατία και όχι αστική δημοκρατία. . . . Τα προσωπικά συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται σε συλλογικά συμφέροντα, τα συμφέροντα του μέρους σε εκείνα του συνόλου και να είναι σε άμεση σχέση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, τα περιορισμένα συμφέροντα πρέπει να υποτάσσονται στα γενικά συμφέροντα και τα δευτερεύοντα συμφέροντα στα μεγάλα. . . . Εξακολουθεί να είναι αναγκαίο να ασκήσουμε δικτατορία σε όλα αυτά τα αντισοσιαλιστικά στοιχεία. . . . Το γεγονός είναι ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να υποστηριχθεί ή να οικοδομηθεί χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου. (Deng 2001, 183)
Η CPC δεν ακολούθησε το σοβιετικό παράδειγμα της επίθεσης στην ίδια του την ιστορία. Αν και η κινεζική ηγεσία διατύπωσε σοβαρές επικρίσεις για ορισμένες πολιτικές που σχετίζονται με τον Μάο (ιδίως το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός και την Πολιτιστική Επανάσταση), δεν έχει πλησιάσει ποτέ στην αποκήρυξη του Μάο και στην υπονόμευση των βασικών ιδεολογικών και ιστορικών θεμελίων του κινεζικού σοσιαλισμού. Δεν έχει κατασκευαστεί Σινικό Τείχος μεταξύ της εποχής Μάο και της μετά-Μάο εποχής. Οι δύο φάσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και είναι και οι δύο «πραγματιστικές εξερευνήσεις στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού που διεξάγονται από το το λαό υπό την ηγεσία του Κόμματος» (Xi 2014, 47).
Θα κρατήσουμε για πάντα το πορτραίτο του προέδρου Μάο στην Πύλη της Τιεν-Αν-Μεν ως σύμβολο της χώρας μας, και θα τον θυμόμαστε πάντα ως ιδρυτή του κόμματος και του κράτους μας. . . . Δεν θα κάνουμε στον πρόεδρο Μάο αυτό που έκανε ο Χρουστσόφ στον Στάλιν. (Deng 1980)
Η ηγεσία του ΚΚΣΕ αντιμετώπισε τη κρίση νομιμότητας που είχε δημιουργήσει. Ο Γκορμπατσώφ και οι συνάδελφοί του επιτέθηκαν και αποδυνάμωσαν τα όργανα της εργατικής τάξης. Συνεργάστηκαν στη μεταφορά πολιτικής εξουσίας σε αντισοσιαλιστικές δυνάμεις. Εν τω μεταξύ, στην Κίνα, «η κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν αμφισβητείται: απολαμβάνει το κύρος που θα περίμενε κανείς δεδομένης του μετασχηματισμού στον οποίο προήδρευσε» (Jacques 2009, 277).
Εκτός από τις επιτυχίες του στον οικονομικό τομέα, το CPC έχει επίσης ηγηθεί μιας διαδικασίας ενοποίησης, σταθεροποίησης και ανάκαμψης μετά τον «αιώνα ταπείνωσης», ο οποίος ξεκίνησε με τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου (1839-1842) και τελείωσε με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949. Το κινεζικό πολιτικό σύστημα είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό για την προστασία της ανεξαρτησίας και της εθνικής ακεραιότητας της Κίνας, και αυτός είναι ο εξέχων παράγοντας για την υποστήριξη του κινεζικού λαού προς την κυβέρνηση του CPC.
Η Κίνα κατάφερε να αποφύγει έναν «Ψυχρό Πόλεμο» με υπερδυνάμεις
Το τελευταίο πράγμα που θέλει η Κίνα είναι πόλεμος. Η Κίνα είναι πολύ φτωχή και θέλει να αναπτυχθεί· δεν μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς ένα ειρηνικό περιβάλλον. Εφόσον θέλουμε ένα ειρηνικό περιβάλλον, πρέπει να συνεργαστούμε με όλες τις παγκόσμιες δυνάμεις για την ειρήνη. (Deng 1984)
Η ανάγκη διατήρησης ειρηνικών σχέσεων με τον ιμπεριαλιστικό κόσμο υπήρξε μέλημα των σοσιαλιστικών κρατών από το 1917 και μετά. Όλες οι σοσιαλιστικές ηγεσίες—συμπεριλαμβανομένων αυτών του Λένιν, του Στάλιν, του Μάο, του Χο Τσι Μινχ, του Κιμ Ιλ Σουνγκ και του Φιντέλ Κάστρο—έχουν επιδιώξει την «ειρηνική συνύπαρξη» στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό.
Η σημασία της διεθνούς ειρήνης για την ανάπτυξη της Κίνας αναγνωρίστηκε σιωπηρά από τον Μάο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η επίσκεψη του Henry Kissinger στο Πεκίνο άνοιξε τον δρόμο για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας να πάρει τελικά τη θέση της στον ΟΗΕ. Η συνέχιση της επικοινωνίας ΗΠΑ-Κίνας καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970 οδήγησε στη δημιουργία επίσημων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ το 1979. Έκτοτε, η Κίνα κατάφερε να διατηρήσει ειρηνικές και αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τον καπιταλιστικό κόσμο.
Η ειρηνική συνύπαρξη απαιτούσε συμβιβασμούς, ένας από τους οποίους ήταν η Κίνα να παραιτηθεί από έναν άμεσα ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η Σοβιετική Ένωση ανέλαβε βαριά ευθύνη ως παγκόσμιο κέντρο αντι-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, παρέχοντας εκτεταμένη έμπρακτη αλληλεγγύη στα σοσιαλιστικά κράτη, τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα και τις προοδευτικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της τεράστιας οικονομικής στήριξης προς τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας μεταξύ 1949 και 1959, στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης στην Κούβα, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, την Αγκόλα, τη Νικαράγουα, την Κορέα, την Αιθιοπία και αλλού, κατάρτιση, βοήθεια και όπλα προς το ANC (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο) της Νότιας Αφρικής, του Frelimo στη Μοζαμβίκη, του Swapo στη Νοτιοδυτική Αφρική (νυν Ναμίμπια), του PAIGC (Partido Africano da Independent dência da Guiné e Cabo Verde) στη Γουινέα-Μπισσάου κα.
Εκτός από την άμεση βοήθεια, ο σοβιετικός ρόλος ως προστάτης του προοδευτικού κόσμου – και η θέση του ως μία από τις δύο «υπερδυνάμεις» – σήμαινε ότι ήταν αναγκασμένος να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος των πόρων του στη στρατιωτική ανάπτυξη. Οι αριθμοί διαφέρουν σημαντικά, αλλά ο Ρώσο-Αμερικανός ιστορικός Alexander Pantsov εκτιμά ότι, «στην αρχή της περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, το 1985, οι Σοβιετικοί δαπανούσαν το 40% του προϋπολογισμού τους για την άμυνα». Πράγματι, ο Pantsov καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η οικονομία της ΕΣΣΔ κατέρρευσε κάτω από το βάρος των στρατιωτικών δαπανών» (Pantsov και Levine 2015, 432). Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν ανέπτυξε μια στρατηγική «πλήρους πίεσης» στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η οποία επεδίωκε να αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ, αναγκάζοντας την ΕΣΣΔ να ακολουθήσει το παράδειγμά της και έτσι να εμβαθύνει τις οικονομικές δυσκολίες της.
Η Σοβιετική Ένωση είχε από καιρό κολλήσει σε ένα σύστημα «στρατηγικής ισοτιμίας» της ανάπτυξης πυρηνικών όπλων, κάνοντας τα πάντα για να συμβαδίσει με (αλλά όχι να ξεπεράσει) τις ΗΠΑ. Εφόσον είχε τη δυνατότητα να αντισταθεί σε οποιαδήποτε πυρηνική επίθεση από τις ΗΠΑ, θα μπορούσε βασικά να εγγυηθεί ότι δεν θα γινόταν μια τέτοια επίθεση. Ωστόσο, το οικονομικό βάρος ήταν τεράστιο. Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, η βιομηχανία όπλων είναι ένα εξαιρετικά κερδοφόρο πεδίο επενδύσεων. Η δημιουργία ζήτησης για όπλα αποτελεί πλεονέκτημα για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία με ισχυρή ευθύνη για την κάλυψη των βασικών αναγκών του πληθυσμού της, η κατασκευή όπλων σημαίνει ότι οι ανθρώπινοι και οι υλικοί πόροι εκτρέπονται από αυτές τις βασικές ανάγκες.
Αυτή δεν ήταν μια κατάσταση που δημιούργησε η Σοβιετική Ένωση, αλλά μια κατάσταση που της την επέβαλε μια δυτικη ιμπεριαλιστική στρατηγική υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία ήταν αποφασισμένη να υπονομεύσει τον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό. Πράγματι, οι Σοβιετικοί ηγέτες πρότειναν συστηματικά τον πολυμερή αφοπλισμό και την αποθέρμανση του Ψυχρού Πολέμου. Ο Boris Ponomarev, επικεφαλής του Διεθνούς Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ από το 1955 έως το 1986, έγραψε:
Οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει από την αρχή την πρωτοβουλία για την ανάπτυξη και τελειοποίηση των πυρηνικών όπλων και των φορέων τους από την έλευση της ατομικής βόμβας. Κάθε φορά η ΕΣΣΔ ήταν αναγκασμένη να ανταποκριθεί στην πρόκληση να ενισχύσει την άμυνά της, να προστατεύσει τις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας και να διατηρήσει τις ένοπλες δυνάμεις της επαρκώς εξοπλισμένες με σύγχρονα όπλα. Αλλά η Σοβιετική Ένωση υπήρξε και παραμένει ο πιο συνεπής υποστηρικτής του περιορισμού της κούρσας εξοπλισμών, ένας πρωταθλητής του αφοπλισμού υπό αποτελεσματικό διεθνή έλεγχο. (Ponomarev 1983, 53)
Επιπλέον, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε γίνει ιδιαίτεα θερμός. Οι Δυτικές δυνάμεις συμμετείχαν σε μια μαζική επιχείρηση αντεπανάστασης, υποστηρίζοντας εξεγέρσεις εναντίον προοδευτικών κυβερνήσεων στην Αγκόλα, το Αφγανιστάν, τη Νικαράγουα, την Αιθιοπία, τη Μοζαμβίκη, την Καμπότζη και τη Νότια Υεμένη. Ο Vijay Prashad γράφει ότι η CIA και το Πεντάγωνο «εγκατέλειψαν την ιδέα του απλού «περιορισμού» του κομμουνισμού υπέρ της χρήσης στρατιωτικής δύναμης για να αντισταθούν στις προσπάθειές του» (Prashad 2012, 112). Όλα τα κράτη που δέχθηκαν επίθεση είχαν επείγουσα ανάγκη στρατιωτικής και πολιτικής βοήθειας, την οποία η Σοβιετική Ένωση δεν είχε άλλη επιλογή από το να την παράσχει.
Το αποκορύφωμα αυτού του «θερμού» Ψυχρού Πολέμου ήταν στο Αφγανιστάν, όπου η κυβέρνηση του αριστερού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (PDPA) έκανε έκκληση στους σοβιετικούς ηγέτες να τους βοηθήσουν να καταπνίξουν μια ισλαμική φονταμενταλιστική εξέγερση που χρηματοδοτήθηκε γενναιόδωρα και εξοπλίστηκε από τις ΗΠΑ.
Τα πρώτα ρωσικά στρατεύματα διέσχισαν τα σύνορα προς το Αφγανιστάν στις 25 Δεκεμβρίου 1979. Το πεδίο της αποστολής τους ήταν περιορισμένο: Προσπαθησαν να αποκαταστήσουν την ενότητα εντός του PDPA, βοηθήσαν τον αφγανικό στρατό να κερδίσει το πάνω χέρι ενάντια στην εξέγερση και να επιστρέψει σύντομα στην πατρίδα του.
Ο στόχος δεν ήταν να αναλάβουν ή να καταλάβουν τη χώρα. Ήταν να προστατευσουν τις πόλεις και τους δρόμους και να αποσυρθούν μόλις η αφγανική κυβέρνηση και οι ένοπλες δυνάμεις της βρίσκονταν σε μια κατάσταση όπου θα μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη από μόνες τους. (Braithwaite 2012, 123)
Η παρέμβαση αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη, περίπλοκη και παρατεταμένη από ό,τι είχαν φανταστεί οι Σοβιετικοί. Οι Αφγανοί σύμμαχοί τους ήταν διχασμένοι και συχνά αποθαρρυμένοι. Εν τω μεταξύ, οι εχθροί τους ήταν οπλισμένοι με εξελιγμένα όπλα, είχαν σημαντική υποστήριξη από τον αγροτικό πληθυσμό, τροφοδοτούνταν από ένα σφοδρό μίσος για τους Ρώσους, και ήταν σε θέση να αξιοποιήσουν τα ορεινά εδάφη του Αφγανιστάν προς όφελός τους. Εν τω μεταξύ, ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε εκπαιδευτεί για πόλεμο ενάντια στις εξεγέρσεις. Ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος που είχε πολεμήσει ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Odd Arne Westad γράφει ότι:
από το 1981 και μετά ο πόλεμος μετατράπηκε σε αιματηρό αδιέξοδο, στο οποίο σκοτώθηκαν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Αφγανοί και τουλάχιστον 25.000 Σοβιετικοί. Παρά τις καλοσχεδιασμένες προσπάθειες, ο Κόκκινος Στρατός απλά δεν μπορούσε να ελέγξει τις περιοχές που βρίσκονταν εντός των επιχειρησιακών ζωνών του—προχωρούσε σε φρούρια ανταρτών, τα καταλάμβανε για εβδομάδες ή μήνες και στη συνέχεια αναγκαζόταν να αποσυρθεί καθώς οι Μουτζαχεντίν συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους ή, πιο συχνά, επειδή οι αντίπαλοί τους επιτίθονταν αλλού. (Westad 2007, 356)
Ο Κόκκινος Στρατός δεν έχασε καμία από τις κύριες μάχες του στο Αφγανιστάν· κέρδισε τον έλεγχο εκατοντάδων πόλεων, χωριών και δρόμων, μόνο για να τα χάσει και πάλι, όταν η εστίασή μεταφέρθηκε αλλού. Οι ΗΠΑ παρείχαν όλο και πιο εξελιγμένα όπλα στις ομάδες ανταρτών με το σωστό ρυθμό, ώστε να παρατείνουν τον πόλεμο.
Ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε μια σταδιακή αποχώρηση στις 15 Μαΐου 1988. Δεν είχε ηττηθεί, αλλά είχε αποτύχει ολοφάνερα στους στόχους του για εδραίωση της εξουσίας του PDPA και καταστολή της αντεπανάστασης. Εν τω μεταξύ, η Σοβιετική Ένωση είχε δαπανήσει τεράστιους οικονομικούς, στρατιωτικούς και ανθρώπινους πόρους. Χιλιάδες νέες ζωές χάθηκαν. Η σοβιετική διπλωματική επιρροή είχε μειωθεί. Η λαϊκή νομιμότητα του ΚΚΣΕ υπέστη ζημιές, όπως ακριβώς ήλπιζαν και οι στρατηγικοί των ΗΠΑ, δήλωνε ο Zbigniew Brzezinski, ο οποίος ήταν Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ την εποχή της σοβιετικής παρέμβασης, και ο οποίος είχε μιλήσει συγκεκριμένα για «την ευκαιρία να αναποδοθεί στην ΕΣΣΔ ο πόλεμος του Βιετνάμ» (Brzezinski 1998).
Το Αφγανιστάν και η κούρσα εξοπλισμών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μοναδικός -ή ακόμα και ο πρωταρχικός- παράγοντας στον θάνατο της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά σίγουρα συνέβαλαν σε αυτό.
Η Κίνα, από την άλλη πλευρά, μπόρεσε να απολαύσει μια μακρά περίοδο ειρήνης. Ο Εθελοντικός Στρατός του Κινεζικού Λαού απέδειξε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας (ο Πόλεμος για την Αντίσταση στην Αμερικανική Επίθεση και τη Βοήθεια στην Κορέα) το 1950-1953 ότι η Λαϊκή Κίνα ήταν πρόθυμη και ικανή να αμυνθεί από τις επιθεσεις, και αναμφίβολα οι ΗΠΑ πήραν το κατάλληλο μάθημα ότι οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η ηγεσία του CPC μετά το 1978 συνειδητοποίησε ότι, με την εισαγωγή της Κίνας στις αναδυόμενες παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, η Κίνα θα μπορούσε να γίνει αρκετά σημαντική για τη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, ώστε τα ιμπεριαλιστικά κράτη θα πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά για το κατα πόσο σοφή είναι η επίθεση ή η απομόνωσή της. Ο Jude Woodward σημειώνει ότι η άνοδος της Κίνας έχει αναγκάσει πολλές χώρες να επιδιώξουν καλές σχέσεις μαζί της, ακόμα και αν αντιτίθενται στην ιδεολογία της.
Οι μάλλον ανεπτυγμένοι γείτονες όπως η Νότια Κορέα ή η [κινεζική] Ταϊβάν έχουν στενή οικονομική συνεργασία με την [ηπειρωτική χώρα] της Κίνας και δεν θέλουν να εκτροχιαστεί. . . . Ακόμη και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής, ιδίως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, ήταν διατεθειμένοι να αγνοήσουν την αμερικανική γνώμη για την Κίνα όταν υπέγραψαν την AIIB [Asian Infrastructure Investment Bank]. (Woodward 2017, κεφάλαιο 16, 251)
Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος στρατηγικής ισοτιμίας με κινεζικά χαρακτηριστικά, με πολύ χαμηλότερο κόστος από το σοβιετικό αντίστοιχο. Επιπλέον, η ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία της επέτρεψε να αποτελέσει μέρος «της πρωτοφανούς παγκόσμιας τεχνολογικής επανάστασης, σπιτρέποντας σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα στη χώρα να επιταχύνει τον βιομηχανικό της μετασχηματισμό και να αναβαθμίσει την οικονομική της δομή» (Clegg 2009, κεφάλαιο 7, 129).
Στο σχετικά ασφαλές διεθνές περιβάλλον που δημιούργησε η κυβέρνηση της ΛΔΚ, η Κίνα μπόρεσε να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες της από περίπου 7% του ΑΕΠ το 1978 σε περίπου 2% σήμερα, επιτρέποντας περισσότερους πόρους να αφιερωθούν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αν και η στρατηγική της δεν της επιτρέπει να διαδραματίζει ενεργό στρατιωτικό ρόλο στην υπεράσπιση φιλικών κρατών και κινημάτων, η οικονομική ισχύς της Κίνας σημαίνει ότι είναι σε θέση να παρέχει κρίσιμη υποστήριξη σε προοδευτικές χώρες σε όλο τον κόσμο.
Συμπέρασμα
Όσο ο σοσιαλισμός δεν καταρρέει στην Κίνα, θα παραμένει πάντα στο προσκήνιο. (Deng 2007)
Πολλοί θεωρούν στη Δύση μετά την κατάρρευση του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού ότι η Κίνα θα υφίστατο παρόμοια διαδικασία αντεπανάστασης. Μετά από τρεις δεκαετίες, είναι απολύτως σαφές ότι η Κίνα δεν ακολουθεί την ίδια πορεία. Η διαδικασία μεταρρύθμισής της υπήρξε εξαιρετικά επιτυχής, η ποιότητα ζωής του πληθυσμού της συνεχίζει να βελτιώνεται, αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ηγέτη στον τομέα της επιστήμης, της τεχνολογικής καινοτομίας και της προστασίας του περιβάλλοντος, ο εθνικιστικός αυτονομισμός περιορίζεται αποτελεσματικά και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας παραμένει δημοφιλές και ηγεμονικό. Εν ολίγοις, η Κίνα εξακολουθεί να αναπτύσσει μια μορφή σοσιαλισμού που αρμόζει στις δικές της συνθήκες.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Η ταχεία ανάπτυξη έχει δημιουργήσει πρωτοφανή επίπεδα ανισότητας και καταστροφής του περιβάλλοντος. Ενώ το βιοτικό επίπεδο έχει αυξηθεί σε όλα τα επίπεδα του πληθυσμού, η εισοδηματική ανισότητα είναι έντονη και αποτελεί πηγή σημαντικών κοινωνικών τριβών.
Εν τω μεταξύ, η πολιτική της επικέντρωσης της ανάπτυξης στις παράκτιες πόλεις της Ανατολής και του Νότου έχει οδηγήσει σε περιφερειακές ανισότητες.
Η κυβέρνηση του CPC έχει επικεντρωθεί ιδιαίτερα σε αυτά τα προβλήματα τα τελευταία 10-15 χρόνια, για παράδειγμα, περιορίζοντας την περιφερειακή ανισότητα μέσω προτιμησιακών επενδύσεων σε φτωχότερες περιοχές. Εν τω μεταξύ, η Κίνα έχει κάνει σημαντικά βήματα για τη βελτίωση των περιβαλλοντικών της επιδόσεων, αναδύοντας ως ηγετική δύναμη στον παγκόσμιο αγώνα κατά της κλιματικής καταστροφής (Finamore 2018).
Οι Κινέζοι οικονομολόγοι συχνά μιλούν για το «πλεονέκτημα των αργοπορημένων» (latecomers) στον κόσμο της τεχνολογίας, σύμφωνα με το οποίο «η τεχνολογική καινοτομία και η βιομηχανική αναβάθμιση μπορούν να επιτευχθούν με την απομίμηση, την εισαγωγή ή/και την ενσωμάτωση υφιστάμενων τεχνολογιών και κλάδων, που όλα αυτά συνεπάγονται πολύ χαμηλότερο κόστος έρευνας και ανάπτυξης» (Lin 2013). Υπάρχει η αίσθηση ότι αυτή η ιδέα ισχύει και για τον κόσμο της πολιτικής. Η ΕΣΣΔ ήταν το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στον κόσμο, και ως εκ τούτου οι επιτυχίες και τα λάθη της αποτελούν απαραίτητες πρώτες ύλες για τη μελέτη της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Το CPC έχει διδαχθεί από το σοβιετικό θάνατο, προκειμένου να αποφύγει να υποστεί μια παρόμοια μοίρα. Ο David Shambaugh, επικαλούμενος μια μελέτη της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, συνοψίζει μερικά από τα βασικά μαθήματα που προσπάθησε να αφομοιώσει το CPC. Αυτά περιλαμβάνουν:
Επικέντρωση στην οικονομική ανάπτυξη και στη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων», «υποστήριξη του μαρξισμου ως κατευθυντήρια ιδεολογία», «ενίσχυση της ηγεσίας του Κομματος» και «συνεχής ενίσχυση των προσπαθειών για την οικοδόμηση του Κομματος – ιδιαίτερα στους τομείς της ιδεολογίας, της εικόνας, της οργάνωσης και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού – προκειμένου να διαφυλαχθεί η ηγετική δύναμη στα χέρια των πιστών Μαρξιστών. (Shambaugh 2008, 77· έμφαση στο πρωτότυπο)
Το ζήτημα της διατήρησης ενός εργατικού κράτους και της πρόληψης της ανόδου και της κυριαρχίας των φιλοκαπιταλιστών «φιλελεύθερων» είναι αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό μάθημα που πρέπει να πάρουμε από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ακόμα και με συνεχείς οικονομικές δυσκολίες, είναι απόλυτα κατανοητό ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός θα μπορούσε να είχε επιβιώσει αν η ανώτερη ηγεσία δεν είχε εγκαταλείψει ολοκληρωτικά το έργο. Υπό αυτήν την έννοια, ο Γκορμπατσόφ και οι στενοί συνεργάτες του φέρουν σημαντική ευθύνη για τον αφανισμό της ΕΣΣΔ. Ο Allen Lynch, ερευνητής της ρωσικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, εικάζει ότι, αν ο προκάτοχος του Γκορμπατσόφ, Yuri Andropov, ζούσε περισσότερο (πέθανε σε ηλικία 69 ετών μετά από μόλις έναν χρόνο ως γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ), τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ διαφορετικά.
Κρίνοντας από τις προγραμματικές δηλώσεις του Andropov το 1982-83, καθώς και από το μακρύ του ιστορικό στη κορυφή της σοβιετικής πολιτικής, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είχε παραβλέψει κάτι που να μοιάζει με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ ή ότι δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει βία για να σταματήσει τις δημόσιες προκλήσεις στην κομμουνιστική εξουσία. Επιπλέον, τα δίκτυα της Andropov στο κόμμα, την KGB, την κυβέρνηση και τον στρατό ήταν ασύγκριτα ισχυρότερα από του Γκορμπατσόφ, και θα μπορούσε κάλλιστα να είχε κινητοποιήσει έναν βιώσιμο συνασπισμό για την τμηματική μεταρρύθμιση της σοβιετικής οικονομίας. (Lynch 2012)
Συνεπώς, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δεν προκλήθηκε από τα σοσιαλιστικα θεσμικα όργανα ή το σύστημα καθ’ αυτό. Αντίθετα, ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της προδοσίας του Γκορμπατσόφ και της ηγεσίας του Γιέλτιν στον σοσιαλισμό.
Τα διδάγματα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης πρέπει να αντληθούν διεξοδικά από τα υπόλοιπα – και μελλοντικά – σοσιαλιστικά κράτη, καθώς και από την παγκόσμια εργατική τάξη στο σύνολό της. Στο τρέχον στάδιο της ιστορίας, όπου αυτά τα κράτη αποτελούν μειονότητα και όπου αντιμετωπίζουν έναν ισχυρό ιδεολογικό εχθρό που είναι αποφασισμένος να τα υπονομεύσει, αυτά τα μαθήματα είναι πολύ χρήσιμα. Αποτελούν βασικό μέρος της μεγάλης κληρονομιάς που αφήνει η σοβιετική εμπειρία στην παγκόσμια εργατική τάξη.
Το σοβιετικό έργο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ιστορικό κειμήλιο· η εμπειρία του είναι σημαντική και καίρια για τη σύγχρονη πολιτική. Τα ηρωικά χαρακτηριστικά του σοβιετικού λαού ζουν στην Κίνα, το Βιετνάμ, την Κούβα, το Λάος και την Κορέα. σε σοσιαλιστικα και προοδευτικα κράτη και κινήματα σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των πρώην σοσιαλιστικών κρατών στην Ευρώπη, η μνήμη των καλύτερων καιρών συνεχίζει να ζει (κυρίως στη σημαντική υπεράσπιση και διατήρηση των σοβιετικών επιτευγμάτων, παραδόσεων και μορφών στη Λευκορωσία). Οι πληθυσμοί τους αρχίζουν, όπως προέβλεψε ο Φιντέλ Κάστρο, να μετανιώνουν για την αντεπανάσταση, να τους λείπουν «εκείνες οι ειρηνικές χώρες, όπου όλοι είχαν ρούχα, τρόφιμα, φάρμακα, εκπαίδευση και δεν υπήρχε έγκλημα, καμία μαφία». αρχίζουν να «συνειδητοποιούν το μεγάλο ιστορικό λάθος που έκαναν όταν ανέτρεψαν τον σοσιαλισμό» (Κάστρο 1995).
Το σοσιαλιστικό σχέδιο ζει στην Κίνα και γίνεται ισχυρότερο κάθε μέρα. Καθώς η ποιότητα ζωής σταδιακά φτάνει και ξεπερνά αυτήν των πρωτοπόρων καπιταλιστικών χωρών, και καθώς η Κίνα αναδύεται ως παγκόσμιος ηγέτης στην επιστήμη και την τεχνολογία και ως δύναμη για την ειρήνη, την πολυπολικότητα και τη διατήρηση του περιβάλλοντος, ο κινεζικός σοσιαλισμός θα αναγνωριστεί ευρέως ως ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός, δημιουργικός και προσαρμοστικός κλάδος του μαρξισμού.
Σημειώσεις
1. See “Confidence in the Chinese President,” Pew Research Centre Global Indicators Database, Spring 2019. Accessed April 28, 2020. https://www.pewresearch.org/global/database/indicator/69/country/cn/.
2. See “Yougov Public Figure: Boris Johnson,” February 2020, accessed April 28, 2020, https://yougov.co.uk/topics/politics/explore/public_figure/Boris_Johnson.
Αναφορές
Ball, P. 2018. “China’s Great Leap Forward in Science.” The Guardian, February18. Accessed April 28, 2020. https://www.theguardian.com/science/2018/feb/18/china-great-leap-forward-science-research-innovation-investment-5g-genetics-quantum-internet.
Braithwaite, R. 2012. Afgantsy: The Russians in Afghanistan 1979–89. London: Profile Books.
Brzezinski, Z. 1998. “Interview with Le Nouvel Observateur.” Accessed April 28, 2020. https://dgibbs.faculty.arizona.edu/brzezinski_interview.
Castro, F. 1995. “Discurso pronunciado por Fidel Castro Ruz, Presidente de la República de Cuba, en la recepción efectuada en el Palacio de la Reunificacion. Ciudad Ho Chi Minh, Viet Nam, 10 de diciembre de 1995” [Address by Fidel Castro Luz, President of the Republic of Cuba, at a Reception at the Palace of Unification. Ho Chi Minh City, Vietnam, 10 December 1995]. Cuba.cu. Accessed February 18, 2021. http://www.cuba.cu/gobierno/discursos/1995/esp/f101295e.html.
Castro, F. 2013. Cuba and Angola: Fighting for Africa’s Freedom and Our Own. New York, NY: Pathfinder Press.
Cheng, E., and Z. Liu. 2017. “The Historical Contribution of the October Revolution to the Economic and Social Development of the Soviet Union—Analysis of the Soviet Economic Model and the Causes of Its Dramatic End.” International Critical Thought 7 (3): 297–308.
Clegg, J. 2009.China’s Global Strategy: Towards a Multipolar World. London: Pluto Press.
Deng, X. 1980. “Answers to the Italian Journalist Oriana Fallaci.” People.cn, August 21. Accessed April 28, 2020. http://en.people.cn/dengxp/vol2/text/b1470.html.
Deng, X. 1984. “We Regard Reform as a Revolution.” China.org.cn, October10. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/english/features/dengxiaoping/103366.htm.
Deng, X. 1992. “Excerpts from Talks Given in Wuchang, Shenzhen, Zhuhai and Shanghai.” People.cn. Accessed April 28, 2020. http://en.people.cn/dengxp/vol3/text/d1200.html.
Deng, X. 2001. “Uphold the Four Cardinal Principles (1979).” In Selected Works of Deng Xiaoping, 1975–1982, 166–191. Honolulu, HI: University Press of the Pacific.
Deng, X. 2007. “We Must Adhere to Socialism: A Talk with Julius Kambarage Nyerere, Former President of Tanzania, Chairman of the Tanzanian Revolutionary Party and Chairman of the South Commission, November 23, 1989.” China Daily. Accessed April 28, 2020. http://www.chinadaily.com.cn/china/2007-09/30/content_6148311.htm.
Finamore, B. 2018. Will China Save the Planet? Environmental Futures. Cambridge: Polity Books.
Gupta, R. 2020. “China on Target to Eliminate Extreme Poverty by 2020.” China.org.cn, January 21. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/opinion/2020-01/21/content_75636612.htm.
Hu, A. 2011. China in 2020: A New Type of Superpower. Washington, DC: Brookings Institution Press.
Jacques, M. 2009. When China Rules the World: The End of the Western World and the Birth of a New Global Order. New York: Penguin Press.
Kotz, D. M., and F. Weir. 1997. Revolution from Above: The Demise of the Soviet System. New York: Routledge.
Kroeber, A. R. 2016. China’s Economy: What Everyone Needs to Know. New York: Oxford University Press.
Ligachev, Y. 1996. Inside Gorbachev’s Kremlin: The Memoirs of Yegor. Boulder, CO: Westview Press.
Lin, J. Y. 2012. Demystifying the Chinese Economy. Cambridge: Cambridge University Press.
Lin, J. Y. 2013. “Advantage of Being a Latecomer.” China.org.cn, August 7. Accessed April 28, 2020. http://www.china.org.cn/opinion/2013-08/07/content_29646629.htm.
Losurdo, D. 2017. “Has China Turned to Capitalism? Reflections on the Transition from Capitalism to Socialism.” International Critical Thought 7 (1) 2017: 15–31.
Lynch, A. 2012. “Deng’s and Gorbachev’s Reform Strategies Compared.” Russia in Global Affairs, June 24. Accessed April 28, 2020. https://eng.globalaffairs.ru/articles/dengs-and-gorbachevs-reform-strategies-compared/.
Nolan, P. 1995.China’s Rise, Russia’s Fall: Politics, Economics and Planning in the Transition from Stalinism. New York: St. Martin’s Press.
Nolan, P. 2016. Understanding China: The Silk Road and the Communist Manifesto. New York: Routledge.
Pantsov, A, and S. Levine. 2015. Deng Xiaoping: A Revolutionary Life. Oxford: Oxford University Press.
Ponomarev, B. N. 1983. Marxism-Leninism in Today’s World, a Living and Effective Teaching: A Reply to Critics. 1st English ed. Oxford: Pergamon Press.
Prashad, V. 2012. The Poorer Nations: A Possible History of the Global South. London: Verso.
Roberts, M. 2017. “The Russian Revolution: Some Economic Notes.” Michael Robert’s Blog, November 8. Accessed April 28, 2020. https://thenextrecession.wordpress.com/2017/11/08/the-russian-revolution-some-economic-notes/.
Rudolph, J. M., and M. Szonyi, eds. 2018.The China Questions: Critical Insights into a Rising Power. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Shambaugh, D. L. 2008. China’s Communist Party: Atrophy and Adaptation. Washington, DC: Woodrow Wilson Center Press.
Westad, O. A. 2007. The Global Cold War: Third World Interventions and the Making of Our Times. Cambridge: Cambridge University Press.
Woodward, J. 2017. The US vs China: Asia’s New Cold War? Manchester: Manchester University Press.
Xi, J. 2014. Xi Jinping: The Governance of China, vol. 1. Beijing: Foreign Languages Press.
Zhang, W. 2012. The China Wave: Rise of a Civilizational State. Hackensack, NJ: World Century.
Zhang, W. 2014. “My Personal Memories as Deng Xiaoping’s Interpreter: From Oriana Fallaci to Kim Il-sung to Gorbachev.” Guancha, August 26. Accessed April 28, 2020. https://www.guancha.cn/ZhangWeiWei/2014_08_26_260544.shtml.
Zubok, V. M. 2007. A Failed Empire: The Soviet Union in the Cold War from Stalin to Gorbachev—The New Cold War History. Chapel Hill: University of North Carolina Press.
Zyuganov, G. 1997. Gennady My Russia: The Political Autobiography of Gennady Zyuganov Armonk. New York: M. E. Sharpe.