Maryam Poya
Η νίκη της επανάστασης στο Ιράν το Φλεβάρη του ’79 ήταν αποτέλεσμα χρόνων ταξικής πάλης εργατών, αγροτών, γυναικών και εθνικών μειονοτήτων ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς του σάχη. Αυτοί οι αγώνες περιλάμβαναν, από ειρηνικές διαδηλώσεις μέχρι ένοπλες συγκρούσεις, από καταλήψεις μέχρι σαμποτάζ, από μικρές συγκεντρώσεις μέχρι μαζικές διαδηλώσεις εκατομμυρίων.
Τελικά η απεργία των εργατών στα πετρέλαια το 1978 και η Γενική Απεργία που ακολούθησε έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο να θέσουν τέλος στο καθεστώς του σάχη.
Παρ’ όλ’ αυτά, είναι άλλο πράγμα η καταστροφή ενός μισητού και καταπιεστικού καθεστώτος από μια λαϊκή επανάσταση και άλλο να καταφέρει το λαϊκό κίνημα να δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του.
Δυστυχώς το τελικό αποτέλεσμα της ιρανικής επανάστασης ήταν η επιβολή πάνω στον πληθυσμό μιας νέας μορφής καταπίεσης, που τώρα κυματίζει την σημαία της ισλαμικής δημοκρατίας. Τα γεγονότα στο Ιράν αποκάλυψαν ταυτόχρονα, την τεράστια δυναμική της εργατικής τάξης και τις απελπιστικές συνέπειες μιας εργατικής επαναστατικής κίνησης που δεν είχε κατάλληλη σοσιαλιστική οργάνωση.
Οι δυνάμεις οι οποίες θα έδιωχναν τον σάχη ήταν το προϊόν μιας άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης στο Ιράν του 20ου αιώνα. Αν ο ιμπεριαλισμός είναι η διεθνής εκμετάλλευση της ιστορικής αποστολής του καπιταλισμού να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, η διαδικασία αυτή από τη φύση της είναι άνιση και αντιφατική. Στο Ιράν η μορφή της ανάπτυξης ήταν τέτοια, που ενίσχυσε το ρόλο του κράτους. Το ιρανικό κράτος ήταν ο βασικός παράγοντας της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η ιρανική αγροτική οικονομία άρχισε να ενσωματώνεται συστηματικά αλλά άνισα στην παγκόσμια οικονομία. Σ’ αυτή την περίοδο ο σάχης, μέλη της βασιλικής οικογένειας, κυβερνητικοί υπάλληλοι, φύλαρχοι και εξέχοντα πρόσωπα της θρησκευτικής ηγεσίας διαχειρίζονταν μεταξύ τους το 55% της καλλιεργήσιμης γης, παρ’ όλο που αποτελούσαν μόνο το 25% των ιδιοκτητών. Η κεντρική κυβέρνηση ήταν αδύναμη. Οι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων είχαν αξιοσημείωτη πολιτική δύναμη και διεκπεραίωναν τον μεγαλύτερο αριθμό των κυβερνητικών λειτουργιών. Η καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτούσε μια αλλαγή στη μορφή του κράτους: ένα πιο συγκεντρωτικό κράτος ήταν αναγκαίο για να παρέχει τις συνθήκες για καπιταλιστική συσσώρευση για τις άρχουσες τάξεις του Ιράν σε συμμαχία με το διεθνές κεφάλαιο.
Η Συνταγματική Επανάσταση του 1905-1906 ξέσπασε ενάντια στην αδυναμία του σάχη και στην κυριαρχία των φυσικών πόρων του Ιράν από τη Βρετανία και τη Ρωσία. Το Maglis, η πρώτη ιρανική εθνοσυνέλευση ιδρύθηκε το 1906. Αυτό κατάργησε τον παραδοσιακό τρόπο εκχώρησης γης και εγκαθίδρυσε ένα σύγχρονο φορολογικό σύστημα αφαιρώντας από τους γαιοκτήμονες και τους θρησκευτικούς ηγέτες τα κυβερνητικά τους καθήκοντα. Αλλά η καρδιά της νέας κεντρικής διοίκησης πέρασε στη μοναρχία, στους σάχηδες.
Σ’ όλο τον 20ο αιώνα η ιρανική ανάπτυξη συνδέθηκε αποκλειστικά με το πετρέλαιο. Αρχικά, το μεγαλύτερο ποσοστό των τεράστιων κερδών απ’ το πετρέλαιο πέρασε στις δυτικές εταιρίες, κυρίως, πάν’ απ’ όλα στην αγγλοπερσική εταιρία πετρελαίου (ΑΡΟC), η οποία ιδρύθηκε απ’ τον Άγγλο μηχανικό William D’ Arey το 1909. Το 1951 όταν εθνικοποιήθηκαν τα ιρανικά πετρέλαια η APOC παρήγαγε 700-800 εκατομμύρια λίρες για τη Βρετανία, ενώ στο Ιράν έμεναν όχι περισσότερα από 105 εκατομμύρια λίρες. Μικρό μέρος του πλούτου της εταιρίας κατέληγε στους εργάτες, των οποίων οι μισθοί μπορούσαν να εξασφαλίσουν μόνο τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης.
Η εταιρία αντιμετώπιζε με σκληρό τρόπο απεργίες και άλλες αντιδράσεις, χρησιμοποιώντας τη δική της αστυνομική δύναμη.
Το Ιράν ήταν ένα κράτος πελάτης του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Απ’ το 1921 ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η κυβέρνηση του σάχη Ρεζά κατέστειλε βάναυσα κάθε κίνημα των συνδικαλιστών, των εθνικών μειονοτήτων και όλων των αντιπολιτευτικών ομάδων, είτε κομμουνιστών, είτε φιλελεύθερων εθνικιστών, είτε θρησκευτικών ηγετών του Ισλάμ. Συγχρόνως το καθεστώς προώθησε μία εκτεταμένη ανάπτυξη έργων υποδομής, δρόμων, λιμανιών και σιδηροδρόμων για τη στήριξη της βιομηχανίας πετρελαίου. Η ανάπτυξη των σύγχρονων εγκαταστάσεων ήταν παράλληλη με την ανάπτυξη της εργατικής τάξης. Ο σάχης κατάσχεσε γη απ’ τους μεγάλους γαιοκτήμονες και ο ίδιος έγινε ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στο Ιράν.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου απέναντι στη φιλογερμανική πολιτική του σάχη Ρεζά η Βρετανία και η Ρωσία εισέβαλαν στο Ιράν για να το διατηρήσουν «ασφαλές». Εξανάγκασαν τον σάχη Ρεζά να παραιτηθεί υπέρ του πιο έμπιστου, έφηβου γιου του Mohammed Ρεζά. Ο νέος σάχης συνέχισε να επιδιώκει οικονομική ανάπτυξη. Αλλά μετά τον πόλεμο το εθνικό αίσθημα ενάντια στην ξένη κυριαρχία της πετρελαϊκής βιομηχανίας εξαπλώθηκε.
Το 1947 ο εθνικιστής ηγέτης Μοχάμεντ Μοσαντέκ και οι οπαδοί του ίδρυσαν το Εθνικό Μέτωπο, το οποίο ήρθε στην εξουσία το 1951 και εθνικοποίησε την ιρανική βιομηχανία πετρελαίου. Οι διεθνείς εταιρίες πετρελαίου, απάντησαν οργανώνοντας μποϋκοτάζ στο ιρανικό πετρέλαιο. Τα επόμενα δύο χρόνια οι εργατικές απεργίες και διαδηλώσεις πίεζαν για περαιτέρω οικονομικές και πολιτικές αλλαγές.
Το φιλορωσικό Κόμμα Τουντέχ (Τudeh, Μάζες) συμμάχησε με το Εθνικό Μέτωπο.
Τον Αύγουστο του 1953 η αυτοκρατορική φρουρά του σάχη έκανε πραξικόπημα, το οποίο ηττήθηκε από νομοταγείς αξιωματικούς και στρατιώτες. Αν και βρέθηκε αντιμέτωπος με λαϊκές διαδηλώσεις που απαιτούσαν την πλήρη κάθαρση της ιρανικής πολιτικής, ο Μοσαντέκ κάλεσε τον στρατό να καθαρίσει τους δρόμους και να επαναφέρει τον νόμο και την τάξη. Όμως έτσι οι δυνάμεις που θα μπορούσαν ίσως να σώσουν την κυβέρνηση Μοσαντέκ αποστρατεύτηκαν.
Μέσα σε λίγες μέρες η κυβέρνηση έπεσε από ένα δεύτερο πραξικόπημα, που στήθηκε από την CIA με την βοήθεια της αγγλικής κατασκοπίας. Οι εταιρίες πετρελαίου ξανακέρδισαν πρόσβαση στα ιρανικά αποθέματα, αλλά το βρετανικό μονοπώλιο σταμάτησε. Ένας όμιλος πολυεθνικών υπέγραψε μια νέα συμφωνία με τον σάχη, ο οποίος είχε επανακτήσει την πολιτική του δύναμη: τα ιρανικά κρατικά μερίδια αυξήθηκαν από 16% σε 50%, ενώ το 40% του μεριδίου του ομίλου πήγε σε 5 αμερικανικές εταιρίες και ένα άλλο 40% στα Βρετανικά Πετρέλαια (ΒΡ) και το υπόλοιπο σε άλλες μικρότερες εταιρίες.
Με σημαντική αμερικανική καθοδήγηση και βοήθεια μια νέα στρατιωτική δικτατορία υπό την ηγεσία του σάχη αναπτύχθηκε ανάμεσα στα 1953 και 1974.
Κεντρική θέση σ’ αυτή τη διαδικασία είχε η δημιουργία το 1957 της SAVAK, της περιβόητης μυστικής ιρανικής αστυνομίας.
Τα έσοδα του σάχη από το πετρέλαιο αυξήθηκαν πάνω από 12 φορές κατά τη δεκαετία του ’50. Σ’ αυτά τα έσοδα προστέθησαν 500 εκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής βοήθειας, που έστειλαν οι ΗΠΑ μεταξύ 1953 – 1963. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στον σάχη να αυξήσει τις ένοπλες δυνάμεις του από 120.000 σε 200.000 άνδρες και να αυξήσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό από 80 εκατομμύρια δολάρια το 1953 σε περίπου 183 εκατομμύρια δέκα χρόνια αργότερα.
Από τον πλούτο που αυξάνονταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, ένα πολύ μικρό μέρος κατέληξε προς όφελος του λαού
. Το 1960 το 87% των ιρανικών χωριών ήταν χωρίς σχολεία. Μόνο το 1% είχε οποιαδήποτε μορφή ιατρικής περίθαλψης. Το 80% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο. Οι τιμές είχαν αυξηθεί σταδιακά ενώ ο σάχης ξόδευε μεταξύ 40% με 50% του προϋπολογισμού στο στρατό.
Παρ’ όλ’ αυτά στις αρχές του ’60 ήρθε μια σοβαρή οικονομικά κρίση. Ο βαρύς εξωτερικόςδανεισμός εξάντλησε τα συναλλαγματικά αποθέματα, αναγκάζοντας την ιρανική κυβέρνηση να αναζητήσει έκτακτη βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την αμερικανική κυβέρνηση. Η οικονομική κρίση επιδεινώθηκε από ένα κύμα λαϊκής αντιπολίτευσης. Το ποσοστό των απεργιών στη βιομηχανία αυξήθηκε κατακόρυφα. Τα χρόνια ’55-’57 δεν έγιναν περισσότερες από τρεις μεγάλες απεργίες, ενώ τα επόμενα 4 χρόνια ο αριθμός έφτασε στις 20. Μερικές απεργίες κατέληξαν σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ εργατών και στρατού και η αντίσταση απλώθηκε σε άλλους τομείς. Το 1962 έγιναν μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις και καταλήψεις πανεπιστημίων. Εκατοντάδες τραυματίστηκαν και αρκετοί σκοτώθηκαν όταν τα στρατεύματα του σάχη εισέβαλαν στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Τον Ιούνιο του 1963 ύστερα από μέρικές μέρες οδομαχιών στην πρωτεύουσα ο σάχης διέταξε τα στρατεύματά του να πυροβολούν για να σκοτώνουν. Εκατοντάδες άνθρωποι σφαγιάστηκαν.
Με φόντο την κρίση η κυβέρνηση του σάχη ξεκίνησε ένα μεγάλο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων από τα πάνω, τη «Λευκή Επανάσταση του σάχη και του λαού». Η «Λευκή Επανάσταση» μεταμόρφωσε το Ιράν. Ο κύριος στόχος της ήταν να δημιουργήσει μια σταθερή κοινωνική, οικονομική και πολιτική βάση για το καθεστώς. Το μέσο που χρησιμοποιήθηκε ήταν η προώθηση δύο σημαντικών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες είχαν συμφέρον από τη σταθεροποίηση του σάχη: μεσαίοι καπιταλιστές αγρότες στις αγροτικές περιοχές και μία πολύ εκτεταμένη μικροαστική τάξη στις πόλεις, που είχε εργοδότη το κράτος. Αυτή η προσπάθεια συνοδεύτηκε από μία αναπροσαρμογή της κρατικής μηχανής με σκοπό την ανάπτυξη έργων υποδομής στην υγεία και την παιδεία. Έγιναν κινήσεις στην κατεύθυνση του πολιτικού και πολιτιστικού εκμοντερνισμού: δόθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες για το ιρανικό κοινοβούλιο, θεσμοθετήθηκε η συμμετοχή των βιομηχανικών εργατών στα κέρδη, τα επαρχιακά δικαστήρια μεταρρυθμίστηκαν.
Χαμένες βγήκαν οι παραδοσιακές μεσαίες τάξης του bazaar.
Η θέση τους συνεχώς απειλούνταν από τη μορφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο Ιράν, είτε από το κρατικό είτε από το διεθνές κεφάλαιο. Ήθελαν την επιστροφή της θρησκευτικής επιρροής και της παράδοσης και παρέμειναν στην αντιπολίτευση ενάντια στο κράτος μέχρις ότου οι αντιπρόσωποί τους, ο ισλαμικός κλήρος, πήρε την εξουσία το 1979.
Με τη «Λευκή Επανάσταση» το καθεστώς κατάφερε ελάχιστα να κατευνάσει τον παραδοσιακό κλήρο, του οποίου η αντίθεση συνεχώς αναπτύσσονταν.
Στην επαρχία μεγάλες προκαπιταλιστικές γαιοκτησίες διαλύθηκαν. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής προωθήθηκαν με την εισαγωγή της ενοικίασης γης με χρήματα, δανείων και χρεών. Πλούσιοι χωρικοί προμηθεύτηκαν κεφάλαια, έτσι ώστε να γίνουν καπιταλιστές αγρότες, να προσλαμβάνουν μισθωτούς και να παράγουν για την εγχώρια αγορά. Με αυτό τον τρόπο, η αγροτική μεταρρύθμιση εξασθένισε τη δύναμη των μεγαλογαιοκτημόνων και δημιούργησε ένα νέο στρώμα ιδιοκτητών αγροτών.
Η ιρανική επαρχία διαφοροποιήθηκε πάνω σε νέες ταξικές γραμμές. Στην κορυφή, τα απομεινάρια των παλιών γαιοκτήμονων που πλούτισαν από τις αποζημιώσεις της αγροτικής μεταρρύθμισης δημιούργησαν τις μικρές αλλά ακόμα σημαντικές ιδιοκτησίες τους. Μετά απ’ αυτούς γνήσιοι καπιταλιστές διηύθυναν βιομηχανοποιημένες φάρμες και ένας αριθμός πλουσίων αγροτών εξελίχθηκε σε μεσαίου μεγέθους καπιταλιστές αγρότες. Πιο κάτω απ’ αυτούς υπήρχε ένας ευμεγέθης αριθμός μικροϊδιοκτητών χωρικών, οι οποίοι στηρίζονταν στην ιδιοκτησία τους και παρήγαγαν λίγο περισσότερο απ’ ο,τι χρειαζόταν για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Αυτή η ομάδα ονειρεύονταν να γίνουν επιτυχημένοι αγρότες και είχαν εφιάλτες στη σκέψη ότι θα μπορούσαν να πιεστούν οικονομικά ακόμα περισσότερο.
Ακόμα πιο κάτω βρίσκονταν μια διογκωμένη τάξη φτωχών χωρικών, στην πραγματικότητα ακτημόνων εργατών γης.
Η αγροτική μεταρρύθμιση απέτυχε να αυξήσει την παραγωγή τροφίμων ή να εξαφανίσει τη φτώχεια στις αγροτικές περιοχές. Η αγροτική παραγωγή από τις αρχές του ’60 και μετά αυξήθηκε το πολύ 2,5% με 3% το χρόνο, αρκετά πιο κάτω από το ποσοστό αύξησης του πληθυσμού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι εισαγωγές τροφίμων: το 1977 ήταν 2,6 δισ. δολάρια, τα οποία πληρώνονταν από τα έσοδα του πετρελαίου.
Τη δεκαετία του ’70 γύρω στο ένα εκατομμύριο ακτήμονες μισθωτοί εργάτες μετανάστευσαν στις πόλεις, σε αναζήτηση του μεγάλου πολιτισμού που τα ραδιόφωνα τους έλεγαν ότι χτίζονταν εκεί. Αλλά όταν έφταναν στις πόλεις δεν μπορούσαν να βρουν μόνιμη δουλειά. Όντας προλετάριοι παράπαιαν μεταξύ μη μόνιμης δουλειάς και ανεργίας. Ζώντας σε φτωχογειτονιές και παραγκουπόλεις, η μεγάλη πλειοψηφία τους βίωνε ένα αίσθημα ξεριζωμού και αλλοτρίωσης. Τους έλειπε η υλική βάση για να προσαρμοστούν στη ζωή της πόλης και επομένως ήταν ανίκανη να αποτινάξουν το παρελθόν τους που ρίζωνε στην «καθυστέρηση της αγροτικής ζωής».
Η έφοδος της «λευκής επανάστασης» συνοδεύτηκε από μια σχετικά γρήγορη οικονομική ανάπτυξη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά. Ο ρόλος του κράτους στη διαμόρφωση του κεφαλαίου έγινε ακόμα πιο σημαντικός, καθώς ξόδευε τεράστια ποσά για τη στρατιωτική και κρατική γραφειοκρατία, ως μέσο για τη διατήρησης της κοινωνικής συνοχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Ιράν μπήκε στον OPEC (Organisation of Petroleum Exporting Countries, Οργανισμός Χωρών Εξαγωγής Πετρελαίου) και απέκτησε έτσι, δίπλα στις άλλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες μια θέση ισχύος στη βιομηχανία πετρελαίου. Όταν από το 1973 ο OPEC αύξησε πέντε φορές την τιμή του πετρελαίου, τα ιρανικά έσοδα αυξήθηκαν αντίστοιχα. Το 1963-1964 ήταν 555 εκατομμύρια δολάρια, το ’75-’76 έφτασαν τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτή μεγάλη αύξηση στα έσοδα από το πετρέλαια πυροδότησε μια μεγαλύτερη επέκταση της ιρανικής βιομηχανίας και ενίσχυσε κι άλλο το κράτος του σάχη.
Η βιομηχανική παραγωγή στο ζενίθ της πετρελαϊκής άνθησης ισοδυναμούσε με το 15% του ΑΕΠ και αντιστοιχούσε στο 20 % της συνολικής απασχόλησης. Οι κύριοι τομείς ανάπτυξης ήταν τα υφάσματα, οι κατασκευές, ο χάλυβας, πετροχημικά και πλαστικά, οχήματα, ορυχεία (χαλκός και αλουμίνιο), επεξεργασία τροφίμων και σύγχρονα καταναλωτικά αγαθά.
Τρεις ήταν οι κύριες δυνάμεις που προώθησαν την καπιταλιστική συσσώρευση στο Ιράν: το κράτος, το ιρανικό ιδιωτικό κεφάλαιο και (ελάχιστα) το ξένο κεφάλαιο. Μια εικόνα της σχέσης μεταξύ των τριών αυτών δυνάμεων είναι το πεντάχρονο πλάνο ’73-’78: κρατικές επενδύσεις 46,2 δισ. δολάρια, εγχώριο ιδιωτικό κεφάλαιο 23,4 δισ. δολάρια και ξένο κεφάλαιο 2,8 δισ. δολάρια.
Το ιρανικό κράτος, όντας ο αποδέκτης των εσόδων του πετρελαίου ήταν αυτό που κυρίως προωθούσε τη βιομηχανικής ανάπτυξη. Ήταν το ίδιο ένας μεγάλος επενδυτής στη βιομηχανία. Το 1975 το 60% όλων των βιομηχανικών επενδύσεων προέρχονταν από κυβερνητικές πηγές.
Δεύτερον, το κράτος παρείχε επιχορηγήσεις στον ιδιωτικό τομέα διαμέσου οικονομικών οργανισμών. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση προώθησε μια συγκεκριμένη ανάπτυξη της ντόπιας ιρανικής αστικής τάξης, η οποία καθώς συμμετείχε στα κέρδη της εκβιομηχάνισης παρέμενε εξαρτημένη από τις κρατικές επιχορηγήσεις και έτσι υποταγμένη στην κρατική πολιτική.
Τρίτον, το Ιράν προσέλκυσε ξένες επενδύσεις. Στα μέσα της δεκαετίας του 70 περισσότερες από 200 ξένες εταιρείες επενδύανε στο Ιράν.
Η πρώτη μεγάλη ομάδα επενδυτών ήταν οι Αμερικανού το 1974, οι οποίοι με 43 εταιρείες κατείχαν την πρώτη θέση, αλλά σαν επακόλουθο της πετρελαϊκής άνθησης το ιαπωνικό κεφάλαιο πήρε το πάνω χέρι. Το ’75-’76 το ιαπωνικό κεφάλαιο αποτελούσε το 43% όλων των ξένων επενδύσεων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων πήγαινε στις εταιρείες πετροχημικών.
Οι Ιρανοί και οι ξένοι επενδυτές επωφελήθηκαν εξίσου σημαντικά από τη γρήγορη βιομηχανική ανάπτυξη. Οι εξαγωγές του Ιράν σε βιομηχανικά προϊόντα και οι εισαγωγές του σε βιομηχανικό εξοπλισμό αυξάνονταν ταυτόχρονα. Η αυξανόμενη κατανάλωση των μεσαίων τάξεων και ως ένα βαθμό και της εργατικής τάξης διεύρυνε την εσωτερικά αγορά παρέχοντας μια βάση για την ανάπτυξη της ντόπιας αστικής τάξης.
Τόσο η ανάπτυξη της βιομηχανίας, όσο και η ανάπτυξη του κρατικού μηχανισμού είχαν σαν συνέπεια την ανάπτυξη μιας μεσαίας τάξης σύγχρονων επαγγελματιών. Η κρατική γραφειοκρατία αυξήθηκε σε 304.000 δημοσίους υπαλλήλους. Ακόμα πιο ουσιώδης ήταν η σημαντική αύξηση των εργατών στη βιομηχανία και στα μεγάλα δημόσια έργα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του ’79 υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου 2,5 εκατομμύρια εργάτες στη βιομηχανία (παρ’ όλο που μόνο το 30% εργαζόταν σε σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες οποιουδήποτε τύπου) ενώ στις υπηρεσίες κοινής ωφελείας (δημόσιες υπηρεσίες, υγεία, παιδεία, επικοινωνίες, ηλεκτρισμός, γκάζι) απασχολούνταν άλλα τρία εκατομμύρια. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας ανήκαν στον δημόσιο τομέα. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας ενίσχυσε σημαντικά τη διαπραγματευτική ικανότητα των ειδικευμένων εργατών· μπορούσαν, εκμεταλλευόμενοι τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας, να αυξάνουν το μισθό τους 30 με 50% το χρόνο. Η σύγχρονη εργατική τάξη είχε εξελιχθεί σε μια αποφασιστική δύναμη στην ιρανική κοινωνία.
Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας όμως συνοδεύτηκε από μία ενίσχυση του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού. Τα έσοδα από το πετρέλαιο χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για τη χρηματοδότηση της βιομηχανικής ανάπτυξης αλλά και για την συνεχώς διογκούμενη δικτατορία του σάχη. Η αντιπολίτευση καταστέλλονταν βάναυσα. Η εγχώρια κατανάλωση συνοδεύονταν αποκλειστικά από υψηλά κέρδη και ένα μεγάλο βαθμό εκμετάλλευσης.
Ο σάχης χρησιμοποιούσε τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο όχι μόνο για την εκβιομηχάνιση. Ενίσχυσαν το σιδερένιο χέρι πάνω από την ιρανική κοινωνία. Το Ιράν στη δεκαετία του ’70 έγινε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας στρατιωτικών εξοπλισμών στον κόσμο, την ίδια στιγμή που αναπτυσσόταν περισσότερο η πελατειακή σχέση του κράτους με τις ΗΠΑ. Το 1973 η Τεχεράνη έγινε το αρχηγείο της CIA στη Μέση Ανατολή. Ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτικών συμβούλων έφτασε τους 2.400 και σχεδιάζονταν να φτάσει τους 6.000.
Ο ήδη διογκωμένος κατασταλτικός μηχανισμός του σάχη εδραιώθηκε περισσότερο. Η SAVAK, η περιβόητη μυστική αστυνομία έφτασε συνολικά στον αριθμό των 5.400 πλήρως απασχολούμενων πρακτόρων και σε ένα μεγαλύτερο αριθμό άγνωστων ημιαπασχολούμενων πληροφοριοδοτών.
Το 1975 όλα τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν καθώς ο σάχης εξήγγειλε ένα μονοκομματικό καθεστώς με κέντρο το δικό του νεοϊδρυθέν «Κόμμα Αναγέννησης». Στους χώρους δουλειάς επιτρέπονταν μόνο κρατικά συνδικάτα υπό την εποπτεία της SAVAK. Στα περισσότερα μεγάλα εργοστάσια οι αξιωματούχοι της SAVAK είχαν δικά τους γραφεία.
Το κράτος ήταν άγρια καταπιεστικό. Κάθε πολιτική αμφισβήτηση απέναντι στη δικτατορία του σάχη αντιμετωπιζόταν με τις πιο βάναυσες μεθόδους.
Οι δολοφονίες και τα βασανιστήρια ήταν τα καθημερινά όπλα του κράτους. Το απολυταρχικό καθεστώς του σάχη δεν είχε χώρο για την ανάπτυξη της πολιτικής δημοκρατίας, ούτε για τον ελάχιστο βαθμό συνδικαλιστικής δημοκρατίας.
Αυτό το πολιτικό καθεστώς αντανακλούσε τον άνισο χαρακτήρα της ιρανικής ανάπτυξης. Από τη μια μεριά, το κράτος προωθούσε τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της οικονομικής ζωής, μια διαδικασία που προϋπέθετε την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου και της συνολικής παραγωγικότητας του εργατικού πληθυσμού. Από την άλλη, αυτό το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα συνυπήρχε με παλαιότερες μορφές εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, που βασίζονταν στην πολύωρη εργασία και στη συμπίεση του βιοτικού επίπεδου.
Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη προκάλεσε οξυμένες οικονομικές και πολιτικές εντάσεις. Η ξαφνική αύξηση των πετρελαϊκών εσόδων μεγάλωσε τις προσδοκίες του λαού. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που το καθεστώς υποσχόταν, διακήρυσσε και επιτύγχανε και σε αυτό που ο κόσμος περίμενε, κατακτούσε και θεωρούσε εφικτό, μεγάλωνε. Παρ’ όλο που η οικονομική ανάπτυξη επέτρεψε να γίνουν άλματα προς τα εμπρός στον τομέα της κοινωνικής ευημερίας το Ιράν είχε ακόμα ένα από τα χειρότερα συστήματα υγείας και παιδείας σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Το οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα του καθεστώτος δεν ωφέλησε εξίσου όλες τις τάξεις. Μεγάλωσαν όχι μόνο οι ταξικές ανισότητες αλλά και οι ανισότητες σε γεωγραφικό επίπεδο, πυροδοτώντας τις απαιτήσεις των εθνικών μειονοτήτων.
Η δραστηριότητα της εργατικής τάξης άρχισε να αναζωογονείται. Ο αριθμός των απεργιών από μετρημένος στα δάχτυλα σχεδόν τη διετία ’71-’73, έφτασε ως το 1975 τις 20 με 30 το χρόνο. Καμιά από τις απεργίες δεν μπορούσε να κρατήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, είτε γιατί το καθεστώς ικανοποιούσε αμέσως τα αιτήματα των εργατών, είτε γιατί καταστέλλονταν βίαια. Στη βιομηχανία κλειδί, δηλαδή του πετρελαίου, οι απεργίες ήταν τις περισσότερες φορές μικρές και επιτυχημένες. Εδώ τουλάχιστον, παρ’ όλη την καταστολή, η εμπιστοσύνη των εργατών στην οργάνωση μπορούσε να αυξάνεται.
Παρ’ όλη την εκβιομηχάνιση ο ρόλος του πετρελαίου στην οικονομία ήταν μεγαλύτερος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στο παρελθόν. Έτσι η μείωση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου από τα τέλη του 1975 έγινε αμέσως αισθητή στο Ιράν. Η πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο μαζί με τον υψηλό διεθνή και ντόπιο πληθωρισμό οδήγησε σε προβλήματα κίνησης κεφαλαίου. Έτσι για να συνεχίσει τα εκβιομηχανιστικά του σχέδια, το Ιράν έπρεπε να πάρει τεράστια δάνεια από τις ξένες τράπεζες. Πολύ γρήγορα η εικόνα του Ιράν άλλαξε. Ενώ μέχρι τότε φαινόταν σαν μια χώρα που απολάμβανε έναν επιτυχημένο εκσυγχρονισμό, εμφανιζόταν τώρα ολοένα και περισσότερο σαν μια χώρα ανίκανη να θρέψει τεράστια κομμάτια του πληθυσμού της, με τεράστια χρέη στις διεθνής τράπεζες, με συνεχώς μειωμένα πετρελαϊκά έσοδα και ακόμα περισσότερο μειωμένα αποθέματα πετρελαίου.
Μπροστά στην αυξανόμενη κρίση η άρχουσα τάξη του Ιράν επιδόθηκε σε ένα όργιο διαφθοράς και κερδοσκοπίας, βγάζοντας και ξοδεύοντας γρήγορα κέρδη και αποταμιεύοντας χρήματα σε ξένες τράπεζες, αναμένοντας το κραχ που διαισθάνονταν ότι πλησίαζε. Η κερδοσκοπία και η γενικευμένη απόκρυψη αγαθών συνέβαλε στην αύξηση του πληθωρισμού, ο οποίος έφτασε στο 40%. Το 1975 η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρό έλεγχο τιμών. Η SAVAK και το «Κόμμα Αναγέννησης» του σάχη οργάνωσαν 10 χιλιάδες επιθεωρητές, αναθέτοντάς τους να ταλαιπωρούν τους μικρούς εμπόρους και μαγαζάτορες. Στο όνομα του πολέμου ενάντια στον πληθωρισμό 8 χιλιάδες μικροί επιχειρηματίες συνελήφθησαν, τους επιβλήθηκαν πρόστιμα και τους έκλεισαν τα μαγαζιά με την κατηγορία ότι ήταν κερδοσκόποι, κλέφτες και μαυραγορίτες.
Οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούσαν τώρα ότι το ενοίκιό τους αντιστοιχούσε στο 1/4 των εσόδων τους. Το φτηνό φαγητό εξαφανίστηκε από την αγορά. Η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να υποχωρεί και η ανεργία στις πόλεις έφτασε το 15%, ενώ δεν υπήρχε επίδομα ανεργίας για να απαλύνει τις στερήσεις. Η απάντηση του καθεστώτος ήταν η ανάδειξη της μορφής του σάχη και η εξύμνηση της «Λευκής Επανάστασης». Τα επίσημα ΜΜΕ παρουσίαζαν το Ιράν σαν τον «μεγάλο πολιτισμό» και την 7η μεγάλη δύναμη διεθνώς.
Η Ιρανική Αντιπολίτευση
Η «Λευκή Επανάσταση» απέτυχε στον πιο σημαντικό της στόχο: ποτέ δεν παρείχε στον σάχη μια επαρκή κοινωνική βάση για το καθεστώς του. Διάφορες κοινωνικές δυνάμεις παρέμεναν σε μια ενεργή αντιπολίτευση.
Πρώτα και κύρια η εργατική τάξη. Η εκβιομηχάνιση αύξησε τις δυνάμεις της στο Ιράν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ενώ την άφησε βαθιά ανικανοποίητη. Οι Ιρανοί εργάτες βρίσκονταν στο κέντρο κάθε μεγάλης κινητοποίησης αντίστασης: το 1905 – 1906, τη δεκαετία του ’20, τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 καθώς και τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Δεύτερον, οι εθνικές μειονότητες. Οι Κούρδοι, οι Αζέροι, οι Άραβες, οι Βαλούχοι, οι Καυκάσιοι και οι Τουρκμάνοι αποτελούσαν το 1/3 του πληθυσμού του Ιράν. Όλοι αυτοί δεν ήταν περσικής καταγωγής. Ζώντας κυρίως στην επαρχία οι διάφορες εθνικές μειονότητες καταπιέζονταν συχνά από τα καθεστώτα του Ιράν. Τους στερούσαν τα γλωσσικά, πολιτιστικά και εθνικά τους δικαιώματα. Κάθε μία από αυτές τις ομάδες έχει μια μακρά παράδοση συγκρούσεων με τον κεντρικό στρατό για την πολιτική και πολιτιστική τους αυτονομία, καθώς επίσης και για οικονομικά αιτήματα.
Τρίτον, οι διάφορες θρησκευτικές μειονότητες που διασταυρώνονταν με τις εθνικές. Το Ιράν έχει μία μη μουσουλμανική μειονότητα. Η πλειονότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν χωρισμένη σε μια πλειονότητα Σιιτών και μια μειονότητα Σουνιτών, που περιλαμβάνει Κούρδους, Τουρκμάνους, Άραβες και Βαλούχους. Ο μη μουσουλμανικός πληθυσμός αποτελείται από Αρμένιους, Ασύριους, Εβραίους, Ζωροαστριστές (κατάλοιπο της αρχαίας θρησκείας του Ιράν) και Μπαχαϊστές [Baha’i]. Οι θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων ειδικά των Σουνιτών Μουσουλμάνων, υφίσταντο συνεχώς μια διπλή καταπίεση από το κράτος. Οι Μπαχαϊστές ιδιαίτερα διώκονταν από το κράτος από το 1844, όταν διασπάστηκαν από το Ισλάμ. Σύμφωνα με τους Σιίτες ισλαμιστές η πίστη των Μπαχαϊστών είναι η μόνη που δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Οι οπαδοί της καταδικάζονται σε θάνατο.
Τέταρτον, οι μουλάδες και το παζάρι. Η καπιταλιστική ανάπτυξη στο Ιράν μείωσε τη δύναμη του κλήρου. Διάφορες εξελίξεις υπονόμευσαν το ρόλο του κλήρου στην εκπαίδευση και τη νομοθεσία: η συνταγματική επανάσταση του 1905 – 1906, ο εκσυγχρονισμός του σάχη και η ανάπτυξη από τη δεκαετία του ’20 ενός συγκεντρωτικού και ισχυρού κράτους, που προώθησε τα αστικά δικαστήρια και τα σύγχρονα σχολεία. Η αγροτική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ’60 ήταν ένα δυνατό χτύπημα για τον κλήρο γιατί έχασε την κτηματική του περιουσία, η οποία αποτελούσε τη βασική πηγή των εισοδημάτων του και της ανεξαρτησίας του από το κράτος. Ταυτόχρονα η εμφάνιση εμπορικών και οικονομικών οργανισμών, όπως σούπερ μάρκετ και τραπεζών απείλησε τα ταξικά συμφέροντα των μικροεμπόρων και μικροπωλητών του παζαριού. Αυτή η τάξη συνέχισε να παρέχει ζωτική οικονομική και πολιτική υποστήριξη στον σιιτικό κλήρο, κυρίως πληρώνοντας το zakat (θρησκευτικός φόρος). Η συνδυασμένη τους αντίσταση και η αντιπολίτευσή τους στον σάχη μεγάλωναν ταυτόχρονα με την ενδυνάμωση του καπιταλιστικού κράτους.
Πέμπτον, οι φοιτητές και οι διανοούμενοι, που τους ενδιέφερε η ενίσχυση της πολιτιστικής ελευθερίας, της θρησκευτικής και πολιτικής έκφρασης. Από αυτούς προήλθαν οι ηγέτες πολλών αντιπολιτευτικών κινημάτων αυτού του αιώνα, συμπεριλαμβανομένων, του εθνικού κινήματος του 1905 -1906, του κομμουνιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’20, των εθνικών κομμουνιστικών κινημάτων των δεκαετιών του ’40 και του ’50 και του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του ’60. η κοινωνική τους σύνθεση ήταν ένα μείγμα από παραδοσιακά και εκσυγχρονισμένα μεσαία στρώματα.
Ένα μείγμα από κρατική καταπίεση και πολιτικές αποτυχίες όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, είχε σαν αποτέλεσμα να κυριαρχούν στην αντιπολίτευση ενάντια στο καθεστώς του σάχη κατά τη δεκαετία του ’70 δύο πολιτικές δυνάμεις: τα αντάρτικα κινήματα και οι ισλαμιστές θρησκευτικοί ηγέτες.
Γύρω στη δεκαετία του ’70 αναπτύχθηκαν δύο αντάρτικες οργανώσεις στο Ιράν: οι Μοτζαχεντίν και οι Φενταγίν. Και οι δυο είχαν τις ρίζες τους στους φοιτητικούς αγώνες στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αλλά οι πολιτικές τους ρίζες βρίσκονταν ακόμα πιο πίσω, στα εθνικά και κομμουνιστικά κινήματα των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Εκείνη την περίοδο η αντιπολίτευση απέναντι στον σάχη συγκεντρώνονταν κυρίως γύρω από ένα χαλαρό Εθνικό Μέτωπο, το οποίο εκπροσωπούσε δύο αποκλίνουσες πολιτικές δυνάμεις: την παραδοσιακή μεσαία τάξη που βασιζόταν στο παζάρι και εμπνεόταν από τον ισλαμικό τρόπο ζωής και τους ισλαμικούς νόμους και μια σύγχρονη μεσαία τάξη στελεχών, οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι της οποίας θεωρούσαν τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση του καθένα. Αυτή η μεσαία τάξη αυξάνονταν τόσο σε μέγεθος, όσο και σε σημασία, ως αποτέλεσμα των εκσυγχρονιστικών μέτρων του σάχη. Η οικονομική ανάπτυξη συνδεόταν με την εξάπλωση νέων επαγγελμάτων δίνοντας παράλληλα ώθηση σε νέες αντιλήψεις και νέα οράματα. Αυτή η τάξη συγκροτήθηκε σε ενιαίο σύνολο εντός του κρατικού μηχανισμού κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης. Η αντιπολίτευσή της στον σάχη έτεινε να είναι κοσμική και εθνικιστική. Υπήρχε πολύ λίγος χώρος για την παραδοσιακή μεσαία τάξη του παζαριού στο έδαφος της ιρανικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτή η τελευταία δυσφορούσε με τις υλικές και πολιτιστικές συνέπειες του εκσυγχρονισμού και επιθυμούσε έναν ανασχηματισμό του κράτους για να επαναφέρει τη θρησκευτική εξουσία και τις παραδοσιακές αξίες.
Στα αριστερά του Εθνικού Μετώπου βρισκόταν το κόμμα Τουντέχ, το οποίο ιδρύθηκε κατά την Αγγλο-Ρωσική επέμβαση το ’41, από μία ομάδα 53 διανοουμένων, υπό ρωσική προστασία και ενθάρρυνση. Αυτό το κόμμα (σημ Αντίλογου αυτό το λένε οι όχι τυχαία, ανύπαρκτοι ως υπολογίσιμη δύναμη και εκεί, σεχταριστές τροτσκιστές...) αποδέχτηκε από την αρχή τις τακτικές του Λαϊκού Μετώπου υποτάσσοντας συχνά τα ιδιαίτερα συμφέροντα των εργατών στις υποτιθέμενες προοδευτικές συμμαχίες του με τις μεσαίες τάξεις. Το κόμμα Τουντέχ, παρ’ όλη την ανάπτυξη της δράσης της εργατικής τάξης υποστήριζε με επιμονή, ότι το Ιράν δεν είναι έτοιμο για μια σοσιαλιστική επανάσταση. (σημ Αντίλογου: Μόνο αιθεροβάμονες μπορούν να νομίζουν, το έδειξαν άλλωστε οι εξελίξεις, πως ήταν έτοιμο για ...σοσιαλιστική επανάσταση σε μια τέτοια κοινωνία!...)
Μέχρι το 1945 τα ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη του Τουντέχ αντιτίθονταν στη μαχητική δράση των εργατών επειδή φοβόταν ότι θα προκαλούσαν ζημιά στην πολεμική προσπάθεια. Ο βαθμός υποταγής του κόμματος στη Μόσχα αποκαλύφθηκε στο τέλος του πολέμου, όταν στήριξε τις ρωσικές απαιτήσεις επάνω στα ιρανικά πετρέλαια. Αυτή η στάση απομάκρυνε εντελώς το Τουντέχ απ’ τους εθνικιστές, οι οποίοι απαιτούσαν την απομάκρυνση των Άγγλων και των Ρώσων από τη χώρα. Το 1946 το Τουντέχ (που συμμετείχε τότε στην κυβέρνηση) βοήθησε να κλείσει μια γενική απεργία των εργατών στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στο Αμπαντάν. Σύντομα πετάχτηκε ολοκληρωτικά έξω από την κυβέρνηση και, όπως τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, έκανε στροφή αριστερά και στήριξε την απαίτηση του Εθνικού Μετώπου για εθνικοποίση της βιομηχανίας πετρελαίου.
Τόσο το Εθνικό Μέτωπο, όσο και το Τουντέχ, τέθηκαν εκτός νόμου μετά το πραξικόπημα του ’53, για την επιτυχία του οποίου ήταν εν μέρει υπεύθυνα και τα δύο κόμματα, όπως είδαμε προηγουμένως.
Και τα δύο αντάρτικα κινήματα της δεκαετίας του ’70 αντανακλούσαν την ανυπομονησία ενός τμήματος της νεαρής ριζοσπαστικής διανόησης απέναντι στις αποτυχίες των παραδοσιακών μεθόδων των προηγούμενων αντιπολιτευτικών κομμάτων στο Ιράν.
Τόσο οι Μοτζαχεντίν, όσο και οι Φενταγίν εμπνέονταν εν μέρει από την εμφανή επιτυχία του Μάο, του Κάστρο και του Χο Τσι Μινχ, καθώς και από τις ιδέες και τις πρακτικές των παλαιστινιακών και των λατινοαμερικάνικων αντάρτικων ομάδων.
Οι Μοτζαχεντίν προήλθαν από τη θρησκευτική πτέρυγα του Εθνικού Μετώπου, ενώ οι κοσμικοί Φενταγίν προερχόμενοι από διάσπαση στο Τουντέχ άντλησαν και αυτοί δυνάμεις από την αριστερή πτέρυγα του Εθνικού Μετώπου.
Και τα δύο κινήματα συμμερίζονταν την πεποίθηση ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν το κύριο μέσο, με το οποίο θα ενεργοποιούνταν οι μάζες. Παρ’ όλ’ αυτά η πολιτική και των δύο κομμάτων αντανακλούσε επίσης την πολιτική των προηγούμενων αντιπολιτευτικών κομμάτων. Και οι δύο οργανώσεις είχαν κληρονομήσει συντηρητικά στοιχεία από τα κόμματα από τα οποία προήλθαν, το Εθνικό Μέτωπο και το Τουντέχ.
Τα αντάρτικα κινήματα ήταν η πιο δραστήρια αντιπολίτευση εναντίον του καθεστώτος κι ο ηρωισμός τους ήταν τεράστιος. Πραγματοποίησαν μια σειρά ένοπλων επιθέσεων εναντίον τραπεζών, χαφιέδων της ασφάλειας, πολυεκατομμυριούχων βιομηχάνων, ξένων πρεσβειών, καθώς και αστυνομικών και στρατιωτικών κτιρίων. Όμως γύρω στα 1975 το καθεστώς κατάφερε να συλλάβει πολλά μέλη, και πρακτικά αυτό σήμαινε την ήττα των δύο κινημάτων.
Η αιτία της οργανωτικής αδυναμίας του αντάρτικου ήταν ότι δρούσε σε απομόνωση από οποιοδήποτε μαζικό κίνημα. Ούτε οι Μοτζαχεντίν, ούτε οι Φενταγίν έβλεπαν την αναγκαιότητα να ασχοληθούν με τους αγώνες των βιομηχανικών εργατών στις πόλεις. Θεωρούσαν ότι το μαζικό κίνημα βρισκόταν σε κατάσταση ύπνου και αδράνειας, ενώ θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρωτοπορία που θα ξαναζωντάνευε το μαζικό κίνημα μέσω του αγώνα.
Τόσο οι εργάτες, όσο και οι αγρότες του Ιράν ήταν αδύνατο να ταυτιστούν με τους διανοούμενους της μεσαίας τάξης των αντάρτικων οργανώσεων, ενώ η τακτική των οργανώσεων αυτών ισοδυναμούσε με έλλειψη εμπιστοσύνης προς την εργατική τάξη. Ούτε οι Μοτζαχεντίν, ούτε οι Φενταγίν υποστήριξαν ποτέ σοβαρά ότι οι εργάτες του Ιράν θα έπρεπε να παλέψουν οι ίδιοι για την εξουσία, για τη δικιά τους ταξική κυριαρχία. Παρ’ όλο που και οι δυο οργανώσεις συχνά επικροτούσαν κάθε ξέσπασμα εργατικής αντίστασης για τον ηρωισμό του, καμιά δεν έκανε μια σοβαρή προσπάθεια να εκτιμήσει τις πραγματικές υλικές δυνάμεις της εργασίας στο Ιράν. Η αντάρτικη στρατηγική τους έριχνε όλη την έμφαση στις ηρωικές πράξεις μιας γενναίας μειοψηφίας και όχι στην ίσως λιγότερο λαμπερή αλλά αναγκαία δουλειά προπαγάνδας και ζύμωσης στα πλατιά στρώματα των αστικών και αγροτικών μαζών.
Η τραγωδία των αντάρτικων στρατηγικών στο Ιράν ήταν ότι οι αγωνιστές απομονώνονταν από τους καθημερινούς αγώνες και τα προβλήματα της μάζας του ιρανικού πληθυσμού, αφήνοντας το πολιτικό πεδίο ελεύθερο στην άλλη μεγάλη αντιπολιτευτική δύναμη, τον ισλαμικό κλήρο. Ο κλήρος ήταν αυτός που ανέλαβε την πρωτοβουλία να καλεί σε πορείες διαμαρτυρίας ενάντια στο καθεστώς και τη βαρβαρότητά του. Κινδυνεύοντας σχετικά λιγότερο να συλληφθούν, εξαιτίας της θρησκευτικής τους θέσης τα μέλη του ισλαμικού κλήρου διοικούσαν ένα είδος εθνικού δικτύου που ξέφευγε από τον άμεσο έλεγχο της μυστικής αστυνομίας. Η αδυναμία της αριστεράς έκανε τον κλήρο πανίσχυρο.
Οι κοινωνικές βάσεις του κλήρου θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως μεταξύ των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων του παζαριού. Εξέφραζε τον θύμο εκείνης της τάξης η οποία είχε αποκλειστεί από τη μορφή καπιταλιστικής ανάπτυξης που επέβαλαν οι σάχηδες. Η καπιταλιστική ανάπτυξη του Ιράν υποβάθμιζε έντονα τον πολιτικό ρόλο του κλήρου. Ο κλήρος οργάνωσε την αντιπολίτευση σε παραδοσιακές θρησκευτικές κατευθύνσεις ενάντια στη δυτικοποίηση.
Τη δεκαετία του ’60 η επιρροή των τζαμιών στους βιομηχανικούς εργάτες και στους υπαλλήλους γραφείων ήταν ακόμα μικρή. Αλλά για τις μεγάλες μάζες των φτωχών των πόλεων, που είχαν ξεριζωθεί από την ύπαιθρο κατά τη διάρκεια της αγροτικής μεταρρύθμισης, τα τζαμιά παρείχαν ένα κέντρο γύρω από το οποίο συσπειρώνονταν. Ενώ οι πληθυσμοί των φτωχογειτονιών και των παραγκουπόλεων υποτιμούνταν από τις αντάρτικες οργανώσεις, η θρησκεία του τζαμιού τους έδινε την αίσθηση της κοινότητας.
Ως εκ τούτου δεν είναι περίεργο που όλοι οι λαϊκοί αγώνες ενάντια στο καθεστώς του σάχη ντύνονταν με θρησκευτικά ιδεολογήματα. Στο μαζικό κίνημα που αναπτύχθηκε ενάντια στον σάχη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 το ουτοπικό όραμα των θρησκευτικών ηγετών φάνηκε ελκτικό στον λαό.
Ο ισλαμικός κλήρος πρόσφερε το όνειρο ότι «όλα θα γίνουν καλύτερα» όταν εκθρονιστεί ο σάχης και εγκαθιδρυθεί μια μουσουλμανική κοινωνία. Εκατομμύρια ανθρώπων που δεν είχαν τίποτα να χάσουν από την ανυπόφορη ζωή τους εμπνεύστηκαν να παλέψουν και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτό το όραμα του επί γης Παραδείσου.
Το Ισλάμ που απευθυνόταν στους φτωχούς της πόλης αποτελούσε μια «εκσυγχρονισμένη» εκδοχή που κέντραρε στις υλικές τους ελλείψεις. Μερικά από τα ηγετικά στελέχη του, όπως ο ιδεολογικός εκφραστής του ο δρ. Σαριάτι, διηύθυναν μέσα από σύγχρονα τζαμιά χρησιμοποιώντας κλειστό σύστημα τηλεόρασης και άλλους σύγχρονους εξοπλισμούς.
Τα μηνύματα προς τους πιστούς, ήταν ότι το Ισλάμ - και κυρίως η σιιτική του πτέρυγα που κυριαρχεί στο Ιράν, δεν ήταν ένα νομοτελειακά συντηρητικό δόγμα, ούτε μια καθαρά προσωπική πίστη, αλλά κυρίως μια επαναστατική ιδεολογία, που αφορούσε όλους τους τομείς της ζωής και ιδιαίτερα την πολιτική.
Ο Σαριάτι κήρυσσε ότι το σύγχρονο Ισλάμ ενέπνευσε όλους τους πραγματικά πιστούς να παλέψουν ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης εκμετάλλευσης και κοινωνικής αδικίας. Το να είσαι μουσουλμάνος σήμανε «να δημιουργείς μια δυναμική κοινότητα σε διαρκή κίνηση προς την πρόοδο και όχι απλά μια μονοθεϊστική θρησκεία». Η νέα τάξη πραγμάτων «θα ολοκληρωθεί με την αρετή, με τους αγώνες για τη δικαιοσύνη, με την ανθρώπινη αδελφοσύνη, την κοινοκτημοσύνη του πλούτου και τελικά την αταξική κοινωνία». Ο Σαριάτι υποστήριζε επίσης ότι «ο Σιιτισμός ύψωσε τη σημαία της επανάστασης επειδή οι κυβερνήτες της εποχής εκείνης, οι διεφθαρμένοι χαλίφιδες και η δικαστική ελίτ πρόδωσαν το λαό και ξεπούλησαν την προοπτική της αταξικής κοινωνίας». Ιδεολόγοι σαν τον Σαριάτι ήρθαν να εκφράσουν τα αισθήματα και τις προσδοκίες των φτωχών της πόλης πολύ πιο αποτελεσματικά από παραδοσιακούς κληρικούς, σαν τον Χομεϊνί.
Ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί έμεινε μακρυά από τους πολιτικούς αγώνες ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η ενεργή του ανάμειξη στην πολιτική το ’62-’63 εστίαζε στην αντιπολίτευση στην αγροτική μεταρρύθμιση του σάχη, καθώς και στη διαφθορά του καθεστώτος, στην εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και την έλλειψη μέριμνας για το παζάρι. Για αιώνες ο κλήρος βασιζόταν στις δωρεές των μεγάλων γαιοκτημόνων καθώς και στις δωρεές του παζαριού και στα χρήματα που έδιναν οι προσκυνητές στους μεγάλους ναούς. Η αγροτική μεταρρύθμιση του στέρησε μια βασική πηγή εσόδων, αφήνοντάς τον εξαρτημένο από το παζάρι, το οποίο είχε ήδη αποδυναμωθεί από τη βιομηχανική ανάπτυξη. Ο Χομεϊνί και ο παραδοσιακός κλήρος βρίσκονταν αντιμέτωποι με την προοπτική να χρειάζονται κρατική χρηματοδότηση για να διατηρήσουν τον ρόλο της σοβαρής πολιτικής δύναμης.
Ο Χομεϊνί εξορίστηκε από τον σάχη το 1963 κυρίως για την αντίθεσή του στην εξέλιξη του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού και στην αγροτική μεταρρύθμιση.
Το 1968 τμήματα του παραδοσιακού κλήρου διαμαρτυρήθηκαν για τα κοσμικά κηρύγματα του Σαριάτι. Ο Χομεϊνί έχοντας ο ίδιος υπ’ όψη τη δημοτικότητα του Σαριάτι παρέμεινε σιωπηλός σ’ αυτό το ζήτημα. Έτσι έκλεψε τα συνθήματα του αριστερού και φιλελεύθερου κλήρου, εστιάζοντας τα πυρά του στη διαφθορά του καθεστώτος, στην παραμέληση των οικονομικών αναγκών των εργατών και των χωρικών, στην έλλειψη ελευθερίας και τις βάρβαρες φυλακές.
Σε αντίθεση με τον φανερά παραδοσιακό κλήρο, δεν εξέφρασε δημόσια διαφωνία, ούτε όταν ο σάχης έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, ούτε για την αυξανόμενη τάση των γυναικών να δουλεύουν έξω από το σπίτι. Αντίθετα, υποστήριξε τις φωνές που ζητούσαν την εκδίωξη του σάχη και την εγκαθίδρυση μιας ισλαμικής κοινωνίας, βασισμένης στην ισότητα και την αδελφοσύνη.
Η ανερχόμενη επανάσταση
Καθώς η οικονομική κρίση βάθαινε, η λαϊκή αντίδραση αυξάνονταν. Στις αρχές του καλοκαιριού του ’77 απανωτά κύματα διαδηλώσεων και απεργιών έσπρωχναν τις ιρανικές μάζες μπροστά και σε κάθε στάδιο βάθαιναν το επαναστατικό κίνημα και ενίσχυαν τις μεθόδους πάλης. Το καθεστώς του σάχη είχε γίνει ανυπόφορο. Άρχισαν να ξεπερνιούνται οι φραγμοί από την πολιτική ζωή και να τίθεται τα αρχικά θεμέλια μιας νέας τάξης πραγμάτων.
Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν τον Ιούνιο του ’77 με μία ειρηνική πορεία του πληθυσμού της παραγκούπολης της Τεχεράνης. Ο στρατός, θέτοντας σε εφαρμογή τις αποφάσεις των τοπικών αρχών, προχώρησε στην κατεδάφιση των σπιτιών τους. Τα στρατεύματα και η αστυνομία του σάχη πυροβόλησαν και σκότωσαν πολλούς διαδηλωτές.
Τον προηγούμενο μήνα 50 δικηγόροι προέβησαν σε δημόσια δήλωση για να διαμαρτυρηθούν για την ανάμειξη των ανωτέρων υπαλλήλων σε δικαστικά ζητήματα. Τον Ιούνιο 40 συγγραφείς απαίτησαν ελευθερία λόγου και κατάργηση της λογοκρισίας. Τον Ιούλιο μια ομάδα διανοουμένων απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς τον σάχη, ζητώντας του να βάλει τέλος στον αυταρχισμό. Ένας χείμαρρος άρθρων, φυλλαδίων και μπροσούρων άρχισε να κυκλοφορεί ελεύθερα.
Αυτές οι δραστηριότητες σηματοδότησαν μια στροφή στην πολιτική ζωή της χώρας. Μέχρι τότε η διαμαρτυρία εμφανιζόταν μόνο με τη μορφή απομονωμένων απεργιών και σαμποτάζ στα εργοστάσια, επιθέσεων από αντάρτικες ομάδες πόλεων και μαθητικών διαμαρτυριών καθώς και διαμαρτυριών των διανοούμενων στο εξωτερικό. Ύστερα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία η SAVAK είχε καταστείλει βάναυσα και είχε επιβάλει τη σιωπή σε κριτικές στο Ιράν και στο εξωτερικό, η αντιπολίτευση εμφανιζόταν ξανά στο προσκήνιο. Η αντίθεση στον σάχη ακουγόταν τώρα καθαρά και δυνατά από παντού.
Κάτω από αυτές τις πιέσεις το καθεστώς εισηγήθηκε ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης ελπίζοντας να εκτονώσει την κατάσταση. Η SAVAK συνέχισε να παρακολουθεί από κοντά τα διάφορα κινήματα αλλά περιόρισε την ενεργή της δράση. Υπήρξε μια ελαφριά χαλάρωση της λογοκρισίας. Αλλά από κάθε παραχώρηση η αντιπολίτευση αντλούσε δύναμη. Ο Χομεϊνί, στην εξορία ακόμα, έστειλε μήνυμα συμπαράστασης στην αντιπολίτευση από τη Νατζάφ, την ιερή μουσουλμανική πόλη στο Ιράκ. Τα μηνύματά του κυκλοφορούσαν στον πληθυσμό με τη μορφή λαθραίων κασετών.
Στις αρχές του Νοέμβρη του ’77 η Ένωση Συγγραφέων οργάνωσε μία σειρά δημόσιων αναγνώσεων ποιημάτων. Κάθε απόγευμα παραβρίσκονταν σ’ αυτές 10 με 20 χιλιάδες άνθρωποι. Τη δέκατη νύχτα η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τη συγκέντρωση και αυτομάτως η ανάγνωση ποιημάτων εξελίχθηκε σε μια μαζική διαδήλωση, στην οποία φωνάζονταν συνθήματα ενάντια στο καθεστώς. Πολλοί από το πλήθος σκοτώθηκαν στη σύγκρουση που ακολούθησε με την αστυνομία.
Στις 6 Δεκεμβρίου έγινε μια ακόμη μαζική διαδήλωση για τον εορτασμό της 16ης Azar (ανεπίσημη μέρα των μαθητών) όπου σκοτώθηκαν ακόμα περισσότεροι. Η SAVAK έμοιαζε να μην μπορεί πλέον να φοβίσει τους διαδηλωτές, ενώ το πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης παρακινούσε τη πολιτική δράση ενάντια στο καθεστώς. Τον ίδιο μήνα ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Κάρτερ, επισκέφθηκε τον σάχη στην Τεχεράνη. Δυο μέρες πριν την άφιξή του, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στους αυτοκινητόδρομους που οδηγούσαν από το αεροδρόμιο Μεχραμπάντ στο παλάτι του σάχη και όλα τα σπίτια και τα διαμερίσματα κατά μήκος της διαδρομής κατελήφθησαν από την αστυνομία. Στο τέλος της διαμονής του ο Κάρτερ είτε στους δημοσιογράφους: «θαυμάζω την ιρανική ταχεία πρόοδο και τον φωτισμένο μονάρχη, ο οποίος απολαμβάνει την πλήρη εμπιστοσύνη του λαού του»!...
Στα μέσα του Γενάρη του ’78 την παραμονή του Muharram (ο πρώτος μήνας του θρησκευτικού ημερολογίου) ο Χομεϊνί από την εξορία, κάλεσε τον κλήρο και τους πιστούς να διαδηλώσουν ενάντια στην καταπίεση. Όταν οργανώθηκε η διαδήλωση στην ιερή πόλη Κομ ο στρατός και η αστυνομία χτύπησαν σκοτώνοντας αρκετούς ανθρώπους. Αυτό πυροδότησε μια νέα σειρά διαδηλώσεων κάθε 40 μέρες. Σύμφωνα με την ιρανική ισλαμική παράδοση οι νεκροί μνημονεύονται 40 μέρες μετά την αποχώρησή τους απ’ τη ζωή. Από ’κει και μετά κάθε νέα διαδήλωση είχε και νέα θύματα. Οι διαδηλώσεις επαναλαμβάνονταν σε αυτά τα τακτά χρονικά διαστήματα.
Στο μεταξύ το επαναστατικό κίνημα εξαπλώνονταν γρήγορα μέσα στις διάφορες αποκλίνουσες δυνάμεις του: στους βιομηχανικούς εργάτες, στους φτωχούς της πόλης, στους φοιτητές και τους διανοούμενους της σύγχρονης μεσαίας τάξης και στον κλήρο και τους υποστηρικτές του της παραδοσιακής μεσαίας τάξης του παζαριού.
Στη Ταυρίδα, μία από τις σημαντικές βιομηχανικές πόλεις και πρωτεύουσα του [ιρανικού] Αζερμπαϊτζάν τον Φλεβάρη του ’78 οι διαδηλωτές ανταπέδωσαν για πρώτη φορά όταν η αστυνομία χτύπησε και σκότωσε νεαρούς φοιτητές. Φωνάζοντας «θάνατος στον σάχη» οι διαδηλωτές εξαπέλυσαν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, στα αρχηγεία του επίσημου «Κόμματος της Αναγέννησης» του σάχη, σε τράπεζες, σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε κινηματογράφους πορνό. Πολλά από τα κτίρια που δέχτηκαν επίθεση ανήκαν στον σάχη και την οικογένειά του.
Αντιμέτωπο με την ανερχόμενη αντιπολίτευση το καθεστώς προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική βάση, υιοθετώντας ανοιχτά πολιτικές που ευνοούσαν τους μικροαστούς του παζαριού και τους θρησκευτικούς εκπροσώπους τους. Ο «πόλεμος εναντίον του πληθωρισμού» που είχε εξαπολυθεί εναντίον των μικρών επιχειρήσεων, ανεστάλη. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε το σχέδιο για την ίδρυση μεγάλων κρατικών αγορών οι οποίες θα κατέστρεφαν τους μικρομαγαζάτορες, απολογήθηκε δημοσίως στον κλήρο για τις επιθέσεις σε μερικές θρησκευτικές πορείες καθώς και σε σπίτια ηγετών του και ανακοίνωσε την απαγόρευση των πορνογραφικών ταινιών. Ο σάχης και η βασίλισσα ξεκίνησαν μια σειρά δημόσιων επισκέψεων σε ιερούς τόπους, ενώ η τηλεόραση έδειχνε εικόνες εικόνες τους να προσεύχονται, με τη βασίλισσα να φoράει chador (το μεγάλο θρησκευτικό πέπλο). Το 1971 στον εορτασμό των 2.500 χρόνων της μοναρχίας, ο σάχης είχε διατάξει την αντικατάσταση του ισλαμικού ημερολογίου με ένα μοναρχικό. Τώρα, το 1978, αυτή η απόφαση αντιστράφηκε, για να κατευναστεί ο κλήρος. Ηγετικές φυσιογνωμίες του κλήρου που είχαν συλληφθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, απελευθερώθηκαν.
Ο σάχης διέταξε μείωση των επιχορηγήσεων προς το δικό του «Κόμμα Αναγέννησης». Έκλεισε 57 καζίνα που ανήκαν στην εταιρεία Παχλεβί (η βασιλική οικογένεια) και έστειλε τα πιο γνωστά για τη διαφθορά τους μέλη της οικογένειας σε διακοπές διαρκείας στο εξωτερικό. Για να εξευμενίσει τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές αντικατέστησε το υπουργείο γυναικείων υποθέσεων με υπουργείο θρησκευτικών υποθέσεων. Σαν παραχώρηση στον Χομεϊνί, ξεκίνησε μια εκστρατεία ενάντια στην θρησκεία Μπαχάι και διέταξε επιθέσεις της αστυνομίας εναντίον του Εθνικού Μετώπου, των κομμάτων της αριστεράς και των διανοουμένων. Η SAVAK έκανε eπιδρομές στα σπίτια τους, τους ξυλοκοπούσε και επιτίθονταν στις συγκεντρώσεις τους.
Ο σκοπός του σάχη ήταν να διασπάσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. (σημ. Αντίλογου: Αυτό επιδίωκαν, αν και με αντίθεττες προθέσεις με βάση την σεχταριστική τους αντίληψη και όσοι "υπερεπαναστάτες", όπως η συγγραφέας του εμπεριστατωμένου κατά τ΄άλλα κειμένου, επέκριναν τις αριστερές εκείνες οργανώσεις που επιδίωκαν πλατή δημοκρατικό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο και όχι ..."ταξικό" για μιαν εντελώς ανεδαφική τότε άμεση ..."σοσιαλιστική επανάσταση") Σε μία συνέντευξη που έδωσε στις 26 Ιουνίου 1978 έλεγε:
«Κανείς δεν μπορεί να με ανατρέψει, έχω την υποστήριξη ενός στρατεύματος 700 χιλιάδων ανδρών, της πλειοψηφίας του λαού και όλων των εργατών... ελπίζουμε σε 10 χρόνια να είμαστε ο,τι είναι η Ευρώπη σήμερα... σε 20 χρόνια ένα πλήρως ανεπτυγμένο κράτος.»
Όσο το κίνημα ενάντια στο καθεστώς του σάχη δυνάμωνε, ο Χομεϊνί σκόπευε να εξασφαλίσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος από αυτό. Το Εθνικό Μέτωπο και το κόμμα Τουντέχ είχαν διαλυθεί από το πραξικόπημα του ’53. Οι αντάρτικες οργανώσεις είχαν πραγματοποιήσει ένοπλες επιχειρήσεις μεταξύ του ’71 και του ’75, αλλά είχαν επίσης ηττηθεί από το καθεστώς. Ο Σαριάτι, του οποίου οι ιδέες περιείχαν στοιχεία από ισλάμ, φιλελευθερισμό, φανονισμό και μαρξισμό, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο, σαν κέντρο της αντιπολίτευσης, καθώς το καθεστώς ήταν πιο ανεκτικό απέναντι στους θρησκευτικούς, απ’ ο,τι στους αριστερούς του αντιπάλους. Μετά τον θάνατο του Σαριάττι ο Χεμεϊνί κατάφερε να κερδίσει όλους τους οπαδούς του, που τον έβλεπαν σαν έκφραση τς φιλελεύθερης εκδοχής του ισλάμ του Σαριάτι. Ο Χομεϊνί αρνήθηκε ότι αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος κληρικός είχαν οποιαδήποτε επιθυμία να κυβερνήσουν το Ιράν και συμφώνησε ότι έπρεπε να υπάρξει ένα εκλεγμένο Συμβούλιο που θα σχεδίαζε ένα σύνταγμα, αφού φύγει ο σάχης. Δήλωσε, ότι οι γυναίκες έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν και να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες.
Στις αρχές του Νοέμβρη του ’78 ο Καρίμ Σαντζαμπί και ο Μεχντί Μπαζαργκάν, αναγνωρισμένοι ηγέτες του Εθνικού Μετώπου και του Κινήματος Απελευθέρωσης (ένα κόμμα που ιδρύθηκε το ’61 από θρησκευτικούς οπαδούς του δρ. Μοσαντέκ και οπαδούς του Εθνικού Μετώπου) έφυγαν από την Τεχεράνη για να συναντήσουν τον Χομεϊνί στο Παρίσι. Εκεί διακήρυξαν ανοιχτή συμμαχία με τον Χομεϊνί και δήλωσαν: «Τα μαζικά κινήματα του προηγούμενου χρόνου έδειξαν ότι ο λαός ακολουθεί τον Αγιατολλάχ Χομεϊνί και ότι θέλει η μοναρχία να αντικατασταθεί από ένα ισλαμικό σύστημα διακυβέρνησης.»
Οι αντάρτικες οργανώσεις που είχαν πολλές απώλειες καθώς τα μέλη τους βασανίζονταν και δολοφονούνταν στις φυλακές του σάχη, άλλαξαν την τακτική τους. Στον Ιράν οι συμπαθούντες τους δέχτηκαν πολλές από τις ιδέες του Σαριάτι και στο εξωτερικό ενέτειναν τις δραστηριότητές τους στο φοιτητικό κίνημα. Όταν στα τέλη του ’78 το μαζικό κίνημα επέβαλε την απελευθέρωση πολλών πολιτικών κρατουμένων, οι αντάρτικες οργανώσεις επαναδραστηριοποιήθηκαν, στρατολόγησαν νέα μέλη, τύπωσαν φυλλάδια και εφημερίδες και πολέμησαν την αστυνομία και τον στρατό του σάχη. Την ίδια στιγμή, μην έχοντας καμιά βάση μεταξύ των εργατών και των φτωχών των πόλεων, αποδέχτηκαν και αυτοί από τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς τους, την ηγεσία του Χομεϊνί.
Ο Χομεϊνί άρχισε να προπαγανδίζει την ανατροπή του σάχη και ολόκληρου του μοναρχικού συστήματος.
Ο Αγώνας Κλιμακώνεται
Μέχρι τον Ιούνη του ’78 οι διαδηλώσεις εναντίον του σάχη αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές και διανοούμενους, φτωχούς της πόλης και τμήματα της παραδοσιακής και της σύγχρονης μεσαίας τάξης. Οι βιομηχανικοί εργάτες ήταν λιγότερο διακριτοί. Μια έρευνα για τους αγώνες των εργατών αυτής της περιόδου, δείχνει ότι από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του ’78, οι περισσότερες από τις απεργίες, τις καταλήψεις και τις υπόλοιπες μορφές διαμαρτυρίας στα εργοστάσια, περιορίζονταν σε οικονομικά αιτήματα.
Από τον Ιούνιο και μετά όμως το κίνημα των βιομηχανικών εργατών άρχισε, μαζί με τον οικονομικό, να παίρνει όλο και περισσότερο ένα πολιτικό χαρακτήρα. Αιτήματα για αύξηση του μισθού, βελτίωση των συνθηκών εργασίας, παροχή επιδόματος διακοπών, αιτήματα να σταματήσει η μη καταβολή μισθών, οι απολύσεις και το κλείσιμο τμημάτων, συνδυάζονταν τώρα δυναμικά με ευρύτερα θέματα. Ακούγονταν τώρα καθαρά φωνές για ανεξάρτητα συνδικάτα (ενάντια στα διορισμένα από τη SAVAK «συνδικάτα»), μαζί με μια ολόκληρη σειρά άλλων αιτημάτων: επιδόματα στέγασης, υπηρεσίες υγείας, διευκολύνσεις στις ασφαλίσεις και τις πιστώσεις των εργατών, πενθήμερη εργασία, συμμετοχή των εργατών στα κέρδη. Τα αιτήματα για αλλαγές στη διεύθυνση και για απομάκρυνση των γραφείων της SAVAK από τα βιομηχανικά τμήματα ήταν τώρα περισσότερα και ακούγονταν πιο καθαρά. Άλλα δημοφιλή αιτήματα που έβγαιναν μέσα από τις απεργίες, ήταν η επαναπρόσληψη των απολυμένων εργατών, η λειτουργία παιδικών σταθμών στους χώρους δουλειάς και η ίση μεταχείριση Ιρανών και ξένων εργατών.
Όσο το κίνημα δυνάμωνε, τόσο τα αιτήματα γινόταν πιο πολιτικά. Στις απεργίες ακούστηκαν για πρώτη φορά αιτήματα όπως, η άρση του στρατιωτικού νόμου, η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και η επιστροφή των πολιτικών εξορίστων. Τον Σεπτέμβρη κατέβηκαν σε απεργία οι εργάτες των διυλιστηρίων της ζωτικής σημασίας βιομηχανίας πετρελαίου στην Τεχεράνη, το Ισπαχάν, το Σιράζ την Ταυρίδα και το Αμπαντάν, ενισχύοντας τις απεργίες που είχαν ήδη ξεκινήσει σε άλλες βιομηχανίες. Τα οικονομικά αιτήματα συνδυάζονταν με πολιτικά αιτήματα που αφορούσαν σε ζητήματα όπως οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι Ιάπωνες διευθυντές. Τα αιτήματα των εργατών στη βιομηχανία πετρελαίου στρέφονταν τώρα ενάντια στην παρουσία του στρατού μέσα και έξω από τα τμήματα, ενάντια στη λογοκρισία των ΜΜΕ, ενάντια στην ύπαρξη της ίδιας της SAVAK. Απαιτούσαν την ίδρυση ενός Εθνικού Δικαστικού συστήματος για την ποινική δίωξη αυτών που θεωρούσαν ότι πρόδωσαν το Ιράν και την ακύρωση όλων των υπαρχόντων διεθνών συμφωνιών για τα πετρέλαια.
Τον Σεπτέμβρη του ’78 οι απεργίες ξεπέρασαν τα όρια των χώρων δουλειάς. Οι βιομηχανικοί εργάτες διαδήλωναν από τα εργοστάσιά τους στο κέντρο των πόλεων και ενώνονταν με μαζικές διαδηλώσεις εκατομμυρίων. Οι εργάτες των πετρελαίων άρχισαν τώρα να χρησιμοποιούν τη δύναμή τους που απέρρεε από τη θέση τους στην παραγωγή, για να αποδυναμώσουν άμεσα το καθεστώς. Αποφάσισαν να περιορίσουν άμεσα την παραγωγή, από 6.000.000 σε μόλις 1.000.000 βαρέλια ημερησίως, να σταματήσουν τις εξαγωγές και να καλύπτουν μόνο τις ανάγκες της εγχώριας κατανάλωσης. Οι εργαζόμενοι στα τελωνεία ακολούθησαν, επιτρέποντας μόνο την εισαγωγή φαρμάκων, παιδικής τροφής και χαρτιού.
Τον Οκτώβρη οι εργάτες στη βιομηχανία πετρελαίου σταμάτησαν την παραγωγή για να διαμαρτυρηθούν για τις σχέσεις του καθεστώτος με την ακραία ρατσιστική τότε Νότια Αφρική και το Ισραήλ.
Οι εργάτες στην καπνοβιομηχανία απήργησαν ενάντια στην εισαγωγή αμερικανικού καπνού. Οι εργάτες πετρελαίου σταμάτησαν κι άλλο την παραγωγή, περιορίζοντάς την σε 220.000 βαρέλια την ημέρα. Οι ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης προς τους φοιτητές και τους καθηγητές.
Μέσα σε λίγες μέρες, κάθε τόσο, ένα καινούριο τμήμα του εργατικού δυναμικού κατέβαινε σε απεργία ή ενώνονταν με τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες στους δρόμους. Κάθε νύχτα και για μία ώρα, οι εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες διέκοπταν την προπαγάνδα του καθεστώτος στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους αρνούνταν στους αξιωματικούς της αστυνομίας και του στρατού να ταξιδέψουν με τραίνο. Οι εργάτες στην ατομική ενέργεια απεργούσαν δηλώνοντας ότι η βιομηχανία τους είχε επιβληθεί στο Ιράν από τις μεγάλες δυνάμεις για τις ανάγκες ενός πυρηνικού πολέμου και όχι για ειρηνική χρήση. Το συγκρότημα χάλυβα που είχε χτιστεί από τους Ρώσους έκλεισε τελείως. Σχεδόν όλες οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις είχαν κλείσει, εκτός από το γκάζι, τα τηλέφωνα και τον ηλεκτρισμό, όπου οι εργάτες συνέχισαν να δουλεύουν για να εξυπηρετήσουν το κοινό, αλλά διευκρίνιζαν ότι υποστήριζαν τις απεργίες και τις διαδηλώσεις της ανατροπής του καθεστώτος. Οι λιμενεργάτες και οι ναυτικοί ξεφόρτωναν μόνο τρόφιμα, φάρμακα και χαρτί, το οποίο ήταν απαραίτητο για την πολιτική δραστηριότητα. Ολόκληρη η εργατική τάξη συμμετείχε τώρα στο κίνημα της εξέγερσης ενωμένη κάτω από το αίτημα για την εκθρόνιση του σάχη και ολόκληρου του καθεστώτος του και οι εργάτες άρχισαν να διατυπώνουν τις δικές τους ανησυχίες για το μέλλον: οι εργάτες πετρελαίου έστειλαν ανοιχτό γράμμα στον Χομεϊνί, εκφράζοντας την συμπαράστασή τους και ζητώντας όμως συμμετοχή των εργατών στην μελλοντική κυβέρνηση. Οι εργάτες στη βιομηχανία ηλεκτρισμού και στην ηλεκτρονική βιομηχανία απαιτούσαν νέους εργατικούς νόμους που αφορούσαν στον εργατικό έλεγχο στη βιομηχανία. Οι επιτροπές των εργατών πετρελαίου έστειλαν μηνύματα συμπαράστασης στους τεχνικούς και τους πιλότους της στρατιωτικής αεροπορίας, οι οποίοι τώρα πολεμούσαν εναντίον του στρατού του σάχη.
Κάτω από την πίεση της αναπτυσσόμενης επαναστατικής κατάστασης τον χειμώνα ’78-’79, η συνειδητοποίηση των Ιρανών εργατών αυξάνονταν αλματωδώς. Η εμπειρία τους και η μαχητικότητά τους επεκτείνονταν γρήγορα.
Πολλοί από τους κυριότερους εργοστασιάρχες και διευθυντές πανικοβλήθηκαν και εγκατέλειψαν τη χώρα. Αυτή η ξαφνική αποχώρηση των αφεντικών δημιούργησε μεταξύ των εργατών μία ισχυρή αίσθηση υπευθυνότητας για τα εργοστάσιά τους και μία αίσθηση αποφασιστικότητας να πάρουν τα εργοστάσιά τους. Εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές πήραν στα χέρια τους διευθυντικά καθήκοντα, αποφασίζοντας για τα όρια της παραγωγής, τις ώρες εργασίας, τις ώρες απεργίας, αλλά και ακόμα παραπέρα.
Οι απεργιακές επιτροπές ήταν πολιτικά σώματα καθοριστικής σημασίας. Τα στημένα από το κράτος «συνδικάτα» υπό τον έλεγχο της SAVAK ήταν πολύ μισητά. Συνεχώς και μέσα από διαμάχες, οι προσπάθειες των εργατών να εκλέξουν τους δικούς τους μαχητικούς εκπροσώπους έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη SAVAK. Για παράδειγμα, στη βιομηχανία αυτοκινήτων Zamyad στην Τεχεράνη:
«...όταν ένας μαχητικός εργάτης έβαλε υποψηφιότητα για την ηγεσία του συνδικάτου, η SAVAK ήταν σίγουρη ότι θα κερδίσει. Εμποδίστηκε να μπει στο εργοστάσιο την ημέρα των εκλογών δύο χρονιές. Γι’ αυτό το λόγο τον τρίτο χρόνο μια μέρα πριν τις εκλογές κρύφτηκε στην κορυφή του εργοστασίου, στο ρεζερβουάρ του νερού, όλη νύχτα. Την επόμενη μέρα ήταν μέσα στο εργοστάσιο, πήρε μέρος στις εκλογές και κέρδισε. Αμέσως μετά απολύθηκε.»
Οι ελεύθερα εκλεγμένες απεργιακές επιτροπές αντικατέστησαν τα «συνδικάτα» της SAVAK. Η θέση τους ενισχύθηκε από το κενό εξουσίας στα εργοστάσια μετά την φυγή των αφεντικών και τη εξάπλωση της λαϊκής επαναστατικής πλημμυρίδας.
Τμήματα του εργατικού δυναμικού στη βιομηχανία πετρελαίου, την υφαντουργία και την τυπογραφία είχαν εμπλακεί στα πολιτικά και συνδικαλιστικά κινήματα των δεκαετιών του ’40 και του ’50, αλλά η πλειοψηφία των Ιρανών εργατών είχαν μεταναστεύσει πρόσφατα από αγροτικές περιοχές και δεν είχαν ανάλογες παραδόσεις. Μεταξύ και των δύο τμημάτων όμως της εργατικής τάξης οι απεργιακές επιτροπές ξεφύτρωσαν με την ίδια δυναμική.
Εκεί όπου προηγούμενα οι εργάτες ένιωθαν ανυπεράσπιστοι τώρα αποκτούσαν ένα βαθύ αίσθημα της συλλογικής τους δύναμης. Η οργανωμένη παρέμβαση της εργατικής τάξης – η οποία ενοποίησε όλους τους άλλους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους εργαζόμενους της ιρανικής κοινωνίας – άλλαξε τις πολιτικές ισορροπίες. Έτσι αυτό το τεράστιο λαϊκό κίνημα ανέτρεψε ένα από τα πιο καταπιεστικά καθεστώτα των τελευταίων χρόνων.
Ο Σάχης φεύγει
Τον Γενάρη του ’79, ύστερα από 18 μήνες σκληρού αγώνα, ο σάχης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ιράν. Η φυγή του πυροδότησε μια σειρά από λαϊκούς πανηγυρισμούς. Καθώς το ραδιόφωνο μετέδιδε τις ειδήσεις, ο πληθυσμός συνέρρεε στους δρόμους φωνάζοντας «Shah Raft» («Ο σάχης έφυγε»). Ο κόσμος αγκαλιαζόταν. Τα αυτοκίνητα κόρναραν. Οι ζαχαροπλάστες πρόσφεραν γλυκά στο πλήθος σύμφωνα με την παλιά ιρανική παράδοση.
Τα πλήθη συναδελφώνονταν με τους στρατιώτες, τους πετούσαν λουλούδια και τους φώναζαν «μη σκοτώνεται τους αδερφούς σας και τις αδερφές σας». Οι κληρωτοί φαντάροι, κυρίως από αγροτικές περιοχές, έκλαιγαν και αγκάλιαζαν τον κόσμο. Οι διαδηλωτές κατέστρεφαν τα αγάλματα του σάχη και του πατέρα του.
Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τη μοναρχία, ο Σαπούρ Μπαχτιάρ, μέλος του παλιού Εθνικού Μετώπου, έγινε πρωθυπουργός. Παρ’ όλ’ αυτά ολόκληρη η χώρα αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει· την ίδια στιγμή μαζικές διαδηλώσεις απαίτησαν την παραίτησή του. Ταυτόχρονα οι αξιωματικοί του στρατού συζητούσαν μυστικά με τους Αμερικανούς συμβούλους τους την πιθανότητα ενός πραξικοπήματος.
Την 1η Φλεβάρη ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί επέστρεψε από την τελευταία του εξορία στο Παρίσι. Πέντε μέρες αργότερα αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός του κράτους και εξέδωσε ένα διάταγμα αναθέτοντας στον Μεχντί Μπαζαργκάν την πρωθυπουργία. Ο Μπαζαργκάν ήταν ηγετικό στέλεχος του Απελευθερωτικού Κινήματος και του Εθνικού Μετώπου. Την ίδια στιγμή ο Χομεϊνί ίδρυσε κρυφά το Επαναστατικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από μέλη του κλήρου και στελέχη του Απελευθερωτικού Κινήματος και του Εθνικού Μετώπου, για να διαπραγματευτεί με τον αρχηγό του στρατιωτικού επιτελείου.
Οι αξιωματικοί του στρατού συνταραγμένοι απ’ την αποχώρηση του σάχη, έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να στηριχθούν στους απλούς στρατιώτες. Είχαν πληγεί επίσης από την αποχώρηση του Αμερικανού στρατηγού Robert Huyser, αναπληρωτή διοικητή των Νατοϊκών δυνάμεων, ο οποίος εγκατέλειψε το Ιράν στις 8 Φεβρουαρίου, ύστερα από ένα μήνα διαπραγματεύσεων με την διοικητή του στρατού, τον οποίο απέτρεψε από μία απόπειρα πραξικοπήματος.
Εν τω μεταξύ η Ουάσιγκτον συμβούλεψε τον σάχη να κάνει «διακοπές» μεγάλης διάρκειας στο εξωτερικό. Απέναντι στο επαναστατικό κίνημα έγινε σαφές στις ΗΠΑ ότι για να προστατέψουν τα συμφέροντά τους στο Ιράν, δεν θα μπορούσαν πια να στηρίζονται στον σάχη. Ελπίζοντας να διασώσουν για άλλη μια φορά τη θέση τους, επιβεβαίωναν επίσημα την πρόθεσή τους να συνεργαστούν με την προσωρινή κυβέρνηση.
Οι αξιωματικοί του στρατού ήταν διαιρεμένοι και αναποφάσιστοι. Τελικά αποφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την προσωρινή κυβέρνηση.
Ενώ υπήρχαν παρασκηνιακά αυτές οι εξελίξεις, οι αντάρτικες οργανώσεις μαζί με τεχνικούς της πολεμικής αεροπορίας και εκπαιδευμένους των στρατιωτικών σχολών που πέρασαν με την πλευρά της επανάστασης, πήραν μέρος σε ανοιχτή σύγκρουση με τα τελευταία στρατεύματα που έμεναν πιστά στον σάχη, την Αυτοκρατορική Φρουρά, και αφού την νίκησαν, μοίρασαν τα όπλα στον πληθυσμό. Στις 11 Φεβρουαρίου η σύγκρουση κορυφώθηκε, όταν ο ένοπλος λαός κατέλαβε στρατώνες και αστυνομικά τμήματα, καθώς και την κύρια στρατιωτική φρουρά στην Τεχεράνη και τη στρατιωτική ακαδημία.
Ενώ ο αγώνας εντεινόταν αντιπρόσωποι του κλήρου προσπάθησαν να θέσουν υπό ισλαμική καθοδήγηση τον ένοπλο λαό. «Δεν ήρθε ακόμα η ώρα για ένοπλη αναμέτρηση» υποστήριζαν, «ο Χομεϊνί δεν έχει ακόμα εκδώσει Fetwa [θρησκευτικό διάταγμα]». Αλλά ο κλήρος δεν ήταν ακόμα σε θέση να ελέγξει το κίνημα. Ύστερα από δύο μέρες έντονου αγώνα, οι αντάρτικες οργανώσεις που ενισχύθηκαν από μεγάλο αριθμό ενθουσιωδών, ένοπλων εθελοντών, οδήγησαν στην ολοκλήρωση της εξέγερσης και στην πλήρη διάλυση μιας μοναρχίας 2.500 χρόνων. Οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση κατελήφθησαν από τους επαναστάτες που μετέδιδαν, «αυτή είναι η φωνή και το πρόσωπο της επανάστασης», ενώ επιβεβαίωναν στον κόσμο το τέλος της μοναρχίας και τη νίκη της επανάστασης.
Ενώ το κράτος του σάχη αποσυντίθονταν, η εξουσία πέρασε στα χέρια του λαού. Σε όλα τα εργοστάσια, τα γραφεία, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και σε άλλους χώρους δουλειάς άρχισαν να λειτουργούν απεργιακές επιτροπές με το όνομα Shoras(Συμβούλια): εργατικά shoras, φοιτητικά shoras, shoras των υπαλλήλων γραφείων. Οι αγρότες στα χωριά δημιούργησαν τα δικά τους, αγροτικά shoras. Στις πόλεις η εξουσία πέρασε στα τοπικά ad hoc σώματα που ονομάστηκαν komiteh (επιτροπές). Μέλη των komiteh ήταν κυρίως υποστηρικτές των αντάρτικων οργανώσεων αλλά περιλάμβαναν επίσης μέλη των τοπικών αντιπροσώπων του κλήρου και άλλους φανατικούς υποστηρικτές της ιδέας μιας Ισλαμικής Δημοκρατίας. Ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες η εξουσία πέρασε στα χέρια των τοπικών shoras.
Οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια και ανέλαβαν τον έλεγχο της παραγωγής. Οι αγρότες με την βοήθεια των δικών τους shoras άρχισαν να παίρνουν τη γη από τους γαιοκτήμονες. Η Ιρανική Αριστερά, μαζί με τους Μοτζαχεντίν και τη βοήθεια των φοιτητικών shoras κατέλαβε γραφεία και άλλα κτίρια της SAVAK μετατρέποντάς τα σε δικά της αρχηγεία. Από τις καινούριες βάσεις οργάνωναν συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια.
Στις πετρελαϊκές και τις άλλες παλιές βιομηχανίες, εργάτες με αγωνιστικές παραδόσεις (είτε με γονείς, είτε με συγγενείς που τους μετέδωσαν τις εμπειρίες τους) έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση των εργατικών shoras. Αλλά στις καινούριες βιομηχανίες των οποίων το εργατικό δυναμικό αποτελούνταν κυρίως από πρόσφατους μετανάστες από την ύπαιθρο, η εμφάνιση των shoras οφειλόταν πολύ λίγο στην προηγούμενη παράδοση της εργατικής τάξης, ή στην επιρροή των οργανώσεων της αριστεράς. Σ’ αυτές τις βιομηχανίες η πρόσφατη εμπειρία των εργατών να συγκροτούν και να λειτουργούν ανατρεπτικές απεργιακές επιτροπές, μαζί με το μίσος τους για τα διορισμένα από την SAVAK «συνδικάτα», έδιναν την κύρια ώθηση για τη δημιουργία των shoras.
Ο Αγιατολλάχ Χομεϊνί έγινε ο καινούριος αρχηγός του κράτους του Ιράν, κυρίως εξαιτίας της οργανωτικής και ιδεολογικής αδυναμίας όλων των άλλων υπαρχόντων αντιπολιτευτικών ομάδων.
Παρ’ όλ’ αυτά, 8 μήνες μετά τη νίκη της Φεβρουαριανής Εξέγερσης η κυριαρχία του δεν ήταν εξασφαλισμένη. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένα πλήρες κενό εξουσίας στην ιρανική πολιτική ζωή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα προσφάτως δημιουργημένα εργατικά συμβούλια, τα shoras, έπαιξαν ένα κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό ρόλο. Όσο διατηρούσαν την ορμή τους ο Χομεϊνί δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει την εξουσία του.
Η Άνοδος των Εργατικών shoras
Λίγες μέρες μετά την εξέγερση ο Χομεϊνί διέταξε τους εργάτες να ξαναγυρίσουν στη δουλειά, στο «όνομα της επανάστασης». Οι εργάτες γύρισαν στα εργοστάσια για να ανακαλύψουν ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει. Οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας παρέμειναν ίδια. Αντέδρασαν γρήγορα. Σε πολλά εργοστάσια η απουσία του διευθυντή ή του ιδιοκτήτη έδωσε την ευκαιρία να στηθούν αμέσως shoras. Αλλού, η συνεχιζόμενη παραμονή του ίδιου διευθυντή, του ίδιου επιστάτη ή ακόμα και του παλιού αντιπροσώπου της SAVAK, ήταν το κίνητρο για την δημιουργία των shoras.
Στους περισσότερους χώρους δουλειάς οι προεπαναστατικές απεργιακές επιτροπές παρείχαν τον πυρήνα της ηγεσίας των νέων εργατικών οργανώσεων. Μέσα στα shoras, οι εργάτες ίδρυσαν επιτροπές για να εντοπίσουν και να ανακαλύψουν τα αυταρχικά και καταπιεστικά στοιχεία μέσα στο εργοστάσιο και να απαλλαγούν από αυτά που είχαν σχέση με το παλιό καθεστώς. Όπως υποστήριζε ένας εργάτης:
«Aυτοί που ήταν διευθυντές κάτω από το καθεστώς του σάχη, ξαναδιορίστηκαν. Αυτοί οι άνθρωποι μας καταπίεσαν πάρα πολύ. Πώς μπορεί το κράτος να τους διόρισε σαν διευθυντές μας; δεν θα το ανεχθούμε αυτό. Δεν θα ανεχτούμε ένα τέτοιο βάρος, όσο κυλάει αίμα στις φλέβες μας.»
Τα shoras άρχισαν να ασκούν εξουσία σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής στο εργοστάσιο, στις αγορές και τις πωλήσεις, στην τιμολόγηση και τις παραγγελίες πρώτων υλών. Συγκροτήθηκαν ξεχωριστές επιτροπές για να φέρουν σε πέρας διαφορετικούς στόχους: συνδικαλιστικές επιτροπές για να προωθήσουν τα αιτήματα των συνδικάτων που αφορούσαν μισθούς, συνθήκες, ασφάλεια, ασφάλιση, ιατρική περίθαλψη· οικονομικές επιτροπές για τον έλεγχο των εσόδων και των εξόδων των μεμονωμένων εργοστασίων, όπως και των διευθυντικών οικονομικών υποθέσεων· επιτροπές τηλεπικοινωνιών για να διατηρούν την επαφή με τα shoras των άλλων εργοστασίων· επιτροπές που επέβλεπαν την παραγωγή και τις πωλήσεις· πολιτικές επιτροπές για την οργάνωση μικρών βιβλιοθηκών μέσα στα εργοστάσια, για την παραγωγή εφημερίδων τοίχου και τη διανομή φυλλαδίων και δελτίων με σκοπό να ενημερώνουν τους εργάτες για τις τελευταίες ειδήσεις στο δικό τους και στα άλλα εργοστάσια· επιτροπές ασφάλειας που αποτελούνταν από ένοπλους εργάτες, για την υπεράσπιση των εργοστασίων από πρώην ιδιοκτήτες και διευθυντές και/ή από αντεπαναστατικά στοιχεία· επιτροπές για την οργάνωση απεργιακών ταμείων· επιτροπές γυναικών, οι οποίες αποτελούνταν αποκλειστικά από γυναίκες, για να προωθήσουν τα ιδιαίτερα αιτήματα των εργατριών, κυρίως στις χημικές βιομηχανίες και στις βιομηχανίες υφασμάτων, όπου οι γυναίκες αποτελούσαν την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού.
Οι εργάτες ήλεγχαν με αποτελεσματικότητα την βιομηχανία. Συζητούσαν, προγραμμάτιζαν και διηύθυναν τα μεμονωμένα εργοστάσια. Ήλεγχαν τις προσλήψεις και τις απολύσεις. Τα shoras ήταν το εργαλείο για την άσκηση της εξουσίας επάνω στην παραγωγή και τη διανομή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υφαντουργία Chite Jahan κοντά στην Τεχεράνη – γνωστή για τον μεγάλο αριθμό πολιτικών αγωνιστών μεταξύ των εργατών και για τις απεργιακές τους παραδόσεις κάτω από το καθεστώς του σάχη – όπου το εργατικό συμβούλιο κατάφερε να έχει, σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχό του τις εργοστασιακές υποθέσεις. Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της επανάστασης οι εργάτες αύξησαν την παραγωγή και διπλασίασαν τον κατώτατο μισθό, περικόπτοντας τους μέγιστους μισθούς των μηχανικών και του διευθυντικού προσωπικού και παρείχαν δωρεάν γάλα για τους εργάτες.
Σκοπός των εργατών, όπως έλεγαν οι ίδιοι, ήταν να κρατήσουν ανοιχτά τα εργοστάσια, να τα λειτουργούν υπό τον έλεγχό τους και να κερδίσουν νομική αναγνώριση των shoras από την κυβέρνηση. Όμως πολύ σύντομα διάφορα σοβαρά προβλήματα ήταν φυσικό να επηρεάσουν τον ανεξάρτητο ρόλο των shoras.
Πρώτον, η προσωρινή κυβέρνηση του Μεχντί Μπαζαργκάν δήλωσε ότι η ανάμειξη των εργατών στις διευθυντικές υποθέσεις ήταν «αντι-ισλαμική». Αρνούμνο να αναγνωρίσει τα shoras, το καθεστώς σκόπευε να χτυπήσει την εξουσία τους διαιρώντας τους εργάτες στη βάση της θρησκευτικής τους πίστης. Μέσω μικρών εργατικών ομάδων συγκροτημένων σε ισλαμικές κοινότητες, η κυβέρνηση άρχισε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των shoras και να υποστηρίζει τους διορισμένους από το κράτος διευθυντές.
Οι ισλαμικές κοινότητες άρχισαν θρησκευτική ζύμωση, οργανώνοντας συγκεντρώσεις σχετικά με τη σημασία του Ισλάμ γενικά και πιο ειδικά, για το ισλαμικό νόημα της εργασίας, της ιδιοκτησίας και του ελέγχου. Ο στόχος τους ήταν ο ιδεολογικός έλεγχος των χώρων δουλειάς. Όπως το περιέγραψε ένας εργάτης από την Roghan Pars:
«Η επανάσταση ήταν νικηφόρα εξαιτίας των εργατικών απεργιών. Ξεφορτωθήκαμε τον σάχη και χτυπήσαμε το σύστημά του, αλλά όλα παραμένουν ίδια με πριν. Οι διευθυντές που διορίστηκαν από το κράτος έχουν την ίδια νοοτροπία, όπως και οι παλιοί. Πρέπει να ενισχύσουμε τα shoras μας γιατί η διεύθυνση τα φοβάται. Ξέρουν ότι αν τα shoras παραμείνουν δυνατά την έχουν άσχημα. Δεν μπορούν να επιβάλουν άμεσα τις αντεργατικές τους πολιτικές, αλλά αντιπολιτεύονται τα shoras στη βάση της θρησκευτικής πίστης. Αν πούμε οτιδήποτε, η απάντησή τους είναι, “αυτό είναι κομμουνιστική συνωμοσία για να αδυνατίσει την θρησκευτική σας πίστη.” αυτό που θα ήθελα να ξέρω, είναι τι σχέση έχουν τα shoras με τη θρησκευτική σας πίστη. Όλους τους εργάτες τους εκμεταλλεύονται το ίδιο: Μουσουλμάνους, Χριστιανούς ή οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Ο μισητός διευθυντής που μας ρούφαγε το αίμα, έγινε ξαφνικά καλός Μουσουλμάνος και προσπαθεί να μας διαιρεί ανάλογα με την πίστη μας. Γι’ αυτό θα πρέπει να ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να νικήσουμε, είναι να διατηρήσουμε την ενότητά μας μέσα απ’ τα shoras.»
Δεύτερον, τα shoras είχαν πραγματικές δυσκολίες να προμηθευτούν πρώτες ύλες και να αναλάβουν την οικονομική ανασυγκρότηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εργοστάσιο Azmayesh παροχής ηλεκτρισμού και γκαζιού, που δημιουργήθηκε από ιδιωτικό κεφάλαιο και απασχολούσε ένα εργατικό δυναμικό 900 ατόμων. Μετά την επανάσταση το εργοστάσιο εθνικοποιήθηκε με έναν διορισμένο από το κράτος διευθυντή. Ένας εργάτης αυτού του εργοστασίου εξηγεί:
«Μετά την επανάσταση υπήρχε εμπόρευμα αξίας 60 εκατομμυρίων tomans [6 εκατομμύρια λίρες] στο εργοστάσιο. Αλλά πριν επιστρέψουμε στη δουλειά η διεύθυνση τα είχε ήδη διανείμει στη μεσαία τάξη του παζαριού. Δεν είχαμε τα μέσα ούτε να πάρουμε πίσω τα εμπορεύματα, ούτε να πάρουμε χρήματα γι’ αυτά. Και όχι μόνον αυτό: ένα χρόνο πριν – την εποχή των απεργιών και της κλιμάκωσης του αγώνα ενάντια στον σάχη, ο προηγούμενος διευθυντής πάγωσε κάθε παραγγελία πρώτων υλών. Σε ένα εργοστάσιο σαν αυτό, το 90 με το 95% των πρώτων υλών πρέπει να εισαχθούν από το εξωτερικό και η παραγγελία τους πρέπει να γίνει ένα χρόνο πριν την παραλαβή. Έτσι δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την παραγωγή. Δεν τα παρατήσαμε και αποφασίσαμε να πουλήσουμε οτιδήποτε από τα προσωπικά μας υπάρχοντα είχε αξία – τα χαλιά μας κτλ. - με σκοπό να σώσουμε το εργοστάσιό μας. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι δεν έβγαζε πουθενά αυτός ο τρόπος, μόνοι μας, και ότι έπρεπε να συνεργαστούμε με την καινούρια διεύθυνση. Χρειαζόμασταν κυβερνητική πίστωση και οικονομική στήριξη για να κρατήσουμε ανοιχτό το εργοστάσιο.»
Οι πρώτες ύλες δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Πολλά από τα σύγχρονα εργοστάσια ήταν κυρίως τελικοί αποδέκτες κομματιών συναρμολόγησης, όπως αυτά που συναρμολογούν αυτοκίνητα με τα εξαρτήματά του, τα οποία αποστέλλονται από επιχειρήσεις όπως η General Motors ή η Talbot. Αυτό το πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης, ένα ζωτικό στοιχείο της ιρανικής επιτυχημένης ενσωμάτωσης στην παγκόσμια αγορά, είχε ως επακόλουθο τη δημιουργία ενός στρώματος πολύ εξειδικευμένων βιομηχανικών μηχανικών. Ενώ ένας αριθμός από αυτούς ήταν ξένοι ειδικοί που συνδέονταν με τις πολυεθνικές, πολλοί άλλοι ήταν Ιρανοί που είχαν σπουδάσει στην Ευρώπη και την Αμερική. Αυτοί οι Ιρανοί ειδικευμένοι μηχανικοί ζούσαν σε ένα κόσμο διαφορετικό από αυτόν των συνηθισμένων εργατών. Είχαν την εμπειρία της ανώτατης εκπαίδευσης. Απολάμβαναν πολύ μεγαλύτερους μισθούς. Συνεργάζονταν στενά με την διεύθυνση και τους ξένους ειδικούς και συμμετείχαν στην αφαίρεση της υπεραξίας από τους εργάτες. Κατείχαν μια τεχνική και κοινωνική ανωτερότητα που τους έδινε εξουσία επάνω στους εργάτες.
Οι εργάτες μέσα από τα shoras τους προσπαθούσαν να ασκήσουν πλήρη έλεγχο στην παραγωγή και τη διανομή και να μην επιτρέψουν στις αντεργατικές διευθύνσεις να κερδίσουν τον έλεγχο, αλλά η όλη κατάσταση έβαζε ξεκάθαρα σοβαρά εμπόδια στο δρόμο τους. Η μεγάλη μάζα των εργατών ήταν ανειδίκευτη ή ημιειδιεκευμένη. Ως η πιο αποτελεσματική δύναμη μέσα στο επαναστατικό κίνημα ενάντια στον σάχη, ήταν αρκετά δυνατή για να σταματήσει την παραγωγή και ένιωθε αρκετά δυνατή για να προκαλέσει ανοιχτά τις αστικές σχέσεις παραγωγής. Όμως τώρα αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Τώρα, μετά την επανάσταση, εάν ήθελε να ξαναρχίσει και να διατηρήσει την παραγωγή κάτω από τον έλεγχό της χρειαζόταν, όχι μόνο την οικονομική βοήθεια του κράτους, αλλά επίσης και την τεχνική επιδεξιότητα και τη γνώση των μηχανικών και του υπόλοιπου διευθυντικού προσωπικού που είχε τεχνική εκπαίδευση.
Πολλοί ιδιοκτήτες διευθυντές και ξένοι ειδικοί είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Οι ειδικευμένοι Ιρανοί μηχανικοί που έμειναν αποτελούσαν μια βασική δύναμη για την συνέχιση της παραγωγής. Ήταν πολύ εχθρικοί απέναντι στην ιδέα να ασκεί την εξουσία μέσα από τα shoras η ιρανική εργατική τάξη. Όταν τα εργατικά shoras απευθύνθηκαν στην κυβέρνηση για οικονομική βοήθεια το καθεστώς βρήκε μια τέλεια δικαιολογία για να στείλει αυτό το σώμα ειδικευμένου προσωπικού να αναλάβει τον έλεγχο των εργοστασίων.
Ο αγώνας για την εργατική εξουσία στα εργοστάσια είχε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο. Οι εργάτες για να σταθεροποιήσουν την εξουσία που είχαν κερδίσει στον τομέα της παραγωγής, χρειάζονταν μια κρατική μηχανή που να είναι εξολοκλήρου κάτω από τον έλεγχό τους και να ανταποκρίνεται στις ταξικές τους ανάγκες. Έχοντας εξουσία και πόρους μόνο στο επίπεδο του εργοστασίου δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα προβλήματα της οικονομικής καθυστέρησης. Καθώς οι Ιρανοί εργάτες ήθελαν ο αγώνας τους να είναι αγώνας για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση, αυτά τα προβλήματα εμφανίζονταν μπροστά τους επιτακτικά και απαιτούσαν παραπέρα λύσεις.
Οι Ιρανοί εργάτες αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο να χάσουν όλα όσα είχαν κερδίσει με την επανάσταση και να βρεθούν πίσω, εκεί απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Από τη μια μεριά, η αντιφατική ανισομέρεια της ανάπτυξης του ιρανικού καπιταλισμού γέννησε το τεράστιο λαϊκό κίνημα της φεβρουαριανής επανάστασης. Τώρα, οι ίδιες συνθήκες οδηγούσαν στην κατάρρευση της οικονομίας της οποίας η διατήρηση ήταν σημαντική για την επιβίωση της εργατικής τάξης. Η συντριβή του κράτους του σάχη ήταν σχετικά απλή, συγκρινόμενη με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τώρα οι Ιρανοί εργάτες.
Όμως η εργατική τάξη έχοντας φτάσει τόσο μακριά δεν ήθελε τώρα να σταματήσει. Ήθελε να συνεχίσει την επανάσταση και να την κάνει εντελώς δικιά της. Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι ήταν ακόμα μειοψηφία μέσα στη χώρα αποτελούσε μια αντικειμενική δυσκολία, αλλά όχι απαραίτητα αξεπέραστη. Ο αριθμός του βιομηχανικού προλεταριάτου, η συγκέντρωσή του, η κουλτούρα του και το πολιτικό του βάρος σίγουρα επηρεάζονται από τον βαθμό καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά δεν είναι οι μόνοι καθοριστικοί παράγοντες. Η δύναμη της εργατικής τάξης εξαρτάται όχι μόνο από το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και από τις παραδόσεις των εργατών, τις πρωτοβουλίες τους και την αγωνιστική τους ετοιμότητα. Σίγουρα ανάμεσα στους Ιρανούς εργάτες, τα τελευταία υπήρχαν σε αφθονία.
Το Ιδρυτικό Συμβούλιο της Ιρανικής Εθνικής Εργατικής Ένωσης (Shoraye Moassesse Ettehadieh Sarasariehe Kargarane Iran) έγινε για να ενισχύσει τα μικρά συμβούλια και να αναπτύξει την ενότητα μεταξύ τους. Την 1η Μαρτίου 1979 αυτό το σώμα δημοσίευσε ένα σύνολο 24 αιτημάτων:
«Εμείς οι εργάτες του Ιράν, με τις απεργίες μας, τις καταλήψεις μας και τις διαδηλώσεις μας ανατρέψαμε τον σάχη. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών της απεργίας, αντέξαμε την ανεργία, τη φτώχεια, ακόμα και την πείνα. Πολλοί από εμάς σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα. Όλα αυτά τα κάναμε για να δημιουργήσουμε ένα Ιράν ελεύθερο από καταπίεση και ελεύθερο από εκμετάλλευση. Κάναμε την επανάσταση για δώσουμε ένα τέλος στην ανεργία και στην έλλειψη στέγης, για να αντικαταστήσουμε τα κατευθυνόμενα από τη SAVAK συνδικάτα με τα ανεξάρτηταshorasτων εργατών, φτιαγμένα από τους εργάτες του κάθε εργοστασίου για τις δικές τους οικονομικές και πολιτικές ανάγκες. Έτσι απαιτούμε: 1) Κυβερνητική αναγνώριση των shoras. 2) Κατάργηση της εργατικής νομοθεσίας του σάχη και θέσπιση νέας νομοθεσίας, γραμμένης από τους ίδιους τους εργάτες. 3) Αυξήσεις μισθών ανάλογα με το κόστος ζωής. 4) Αφορολόγητα επιδόματα. 5) Δωρεάν περίθαλψη αντί του σημερινού ημιιδιωτικού συστήματος ασφάλισης. 6) Επιδόματα κατοικίας όσο το δυνατόν συντομότερα. 7) Επίδομα ασθενείας. 8) 5ήμερη εβδομάδα 40 ωρών. 9) Αποπομπή όλων των στοιχείων που συνδέονται στενά με το παλιό καθεστώς. 10) Εκδίωξη όλων των ξένων ειδικών, την εκδίωξη όλων των ξένων και Ιρανών καπιταλιστών και την απαλλοτρίωση των κεφαλαίων τους προς όφελος όλων των εργατών. 11) Να δοθεί τέλος στις διακρίσεις εναντίον των χειρόνακτων εργατών, αύξηση ενός μήνα στις ετήσιες διακοπές. 12) Βελτίωση των συνθηκών υγείας στα εργοστάσια. 13) Επίδομα ασθενείας. 14) Να σταματήσουν οι πειθαρχικές ποινές και τα πρόστιμα. 15) Να σταματήσει η ανάμειξη της αστυνομίας, του στρατού και της κυβέρνησης στις εργατικές συζητήσεις. 16) Συμμετοχή των εργατικών shoras στη λήψη βιομηχανικών αποφάσεων για επενδύσεις και τη γενική κατάσταση του τμήματος, καθώς και για πωλήσεις, αγορές, τιμολόγηση και διανομή του κέρδους. 17) Καθορισμό των προσλήψεων και των απολύσεων από τα shoras. 18) Ελευθερία στις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες και νομιμοποίηση των απεργιών. 19) Επιστροφή του κεφαλαίου των συνεταιρισμών στους εργάτες. 20) Δωρεάν γεύματα, πλυντήρια, ανέσεις και βελτίωση της ασφάλειας στη δουλειά. 21) Εφοδιασμό της δουλειάς με ασθενοφόρο, νοσοκομείο, μπάνιο, βρεφικό σταθμό. 22) Μονιμοποίηση και ασφάλιση όλων των εποχιακών εργατών. 23) Δημιουργία ιατρικού συμβουλευτικού σώματος γα την επίβλεψη της κατάστασης των αρρώστων εργατών, καθώς και εξασφάλιση άδειας από τη δουλειά και συνταξιοδότησης. 24) Μείωση του ορίου συνταξιοδότησης και στη βιομηχανία εξόρυξης και χύτευσης από τα 30 στα 20 χρόνια υπηρεσίας.»
Η προσωρινή κυβέρνηση του Μπαζαργκάν είχε ένα σαφές πρόγραμμα μπροστά της: την εγκαθίδρυση και τη σταθεροποίηση μιας «Ισλαμικής Δημοκρατίας». Η σημασία αυτού του όρου γινόταν όλο και πιο καθαρή. Σε μια Ισλαμική Δημοκρατία δεν υπήρχε χώρος για τίποτε άλλο, εκτός από ορθόδοξες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Τα εργοστασιακά shorasήταν εμπόδιο.
Η προσωρινή κυβέρνηση δήλωσε ότι τα shoras ήταν αναρχικά, εξαιτίας της ανάμειξής τους στη διαχείριση και στην παραγωγή. Ο Νταριούς Φρουχάρ, υπουργός εργασίας και κοινωνικών υποθέσεων, ανακοίνωσε σε μία συνέντευξη τύπου:
«Το υπουργείο εργασίας είναι υπέρ των συνδικάτων και πιστεύει ότι οι εργάτες μπορούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους μόνο μέσα από ένα υγιές συνδικάτο. Έτσι το Υπουργείο Εργασίας θα στηρίξει τέτοιους οργανισμούς και σκοπεύει να διαλύσει οποιεσδήποτε άλλες μορφές οργάνωσης είναι άχρηστες.»
Ενώ ο συνηθισμένος συνδικαλισμός – ο οποίος περιοριζόταν στο συλλογικό παζάρεμα και αποδεχόταν την αναγνώριση των δικαιωμάτων της διεύθυνσης, ήταν απόλυτα συμβατός με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τα συμβούλια των εργατών ήταν κάτι διαφορετικό και πολύ περισσότερο επικίνδυνα για τον καπιταλισμό. Όμως παρά την ύπαρξη της κυβέρνησης ο αγώνας για τον εργατικό έλεγχο μέσα στα εργοστάσια συνεχιζόταν.
Το shora των εργατών πετρελαίου απέλυσε όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας επειδή ήταν «διεφθαρμένοι» και «αντεργατικοί», τους κλείδωσε απ’ έξω και κατέλαβε τα γραφεία τους. Ο Χασάν Ναζίμ, γενικός διευθυντής της εταιρείας διαμαρτυρήθηκε ότι:
«το να απολύουν τη διεύθυνση με τέτοιο τρόπο είναι τόσο σοβαρό που θα βλάψει την οικονομία μας, ιδιαίτερα με την απουσία των ξένων ειδικών που άφησαν το Ιράν και δεν είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν, επειδή δεν μπορούμε να εγγυηθούμε την προστασία τους μέσα στην υπάρχουσα ατμόσφαιρα.»
Ο ίδιος ο Χομεϊνί απέφυγε να πάρει θέση δημόσια για τα shoras, παρ’ όλο που σε διάφορους λόγους του έκανε σχόλια για τις διαμάχες στα εργοστάσια, τους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας και την ανεργία. Αποκάλυψε όμως την πραγματική του θέση στον λόγο του για την γιορτή της Πρωτομαγιάς:
«Οι εργάτες και κυρίως οι εργάτες του πετρελαίου, παίξατε τον πιο σημαντικό ρόλο στη νίκη της επανάστασης. Κι εσείς είστε εκείνοι που θα συνεχίσετε την επανάσταση, με την παραγωγή σας. Αλλά πρέπει να ξέρετε ότι τα χέρια του διαβόλου απλώνονται παντού για να σας διασπάσουν και να σας αποδυναμώσουν. Πρέπει να προσέχετε και να επαγρυπνείτε, να υπηρετείτε την πατρίδα σας, το Ισλάμ και το Κοράνι. Ολόκληρο το Ιράν και όλες οι ισλαμικές χώρες είναι μια ισλαμική κοινωνία. Όλες οι Ισλαμικές κοινωνίες είναι μέλη μιας Ισλαμικής κοινωνίας, η οποία βρίσκεται κάτω από την καθοδήγηση του Θεού και του Απόντος Ιμάμη [του Μεσσία]. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι σ’ αυτές τις Ισλαμικές κοινωνίες.»
Ο Αγώνας των Ανέργων
Οι εργάτες είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν το σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας. Σύμφωνα με κυβερνητικές στατιστικές μόνο το 50% των βιομηχανικών μονάδων λειτουργούσαν και αυτές μόνο με το 80% του δυναμικού τους. Σε συνθήκες επαναστατικής έξαρσης το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν αισθανόταν ασφάλεια, ούτε ήταν έτοιμο να επενδύσει και η κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της οικονομίας.
Η πτώση των εσόδων από το πετρέλαιο, συνδυασμένη με τον διεθνή και εγχώριο πληθωρισμό έκαναν την οικονομική κρίση ιδιαίτερα δύσκολη. Οι εισαγωγές τροφίμων, πρώτων υλών, αγαθών, υπηρεσιών, καθώς και ξένων ειδικών και ξένων εργατών, πληρώνονταν από το πετρέλαιο. Η πτώση του σάχη είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξουν κάποιες αναγκαίες αποταμιεύσεις, σταματώντας τη διαφθορά, κρατώντας αποθέματα που πριν ξοδεύονταν για ακριβά όπλα και εκκεντρικά «έργα βιτρίνας». Αλλά αυτές οι οικονομίες δεν επαρκούσαν για την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της πλειονότητας του λαού: το Ιράν παρέμενε βαθιά εξαρτημένο από τα πετρελαϊκά έσοδα για να μπορέσουν οι μεταρρυθμίσεις να έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνηση, ήταν να κλείσει τα προσφάτως εθνικοποιημένα εργοστάσια, απολύοντας ένα μέρος του εργατικού δυναμικού, μειώνοντας τους μισθούς και περικόπτοντας υπηρεσίες στους χώρους δουλειάς, όπως παιδικούς σταθμούς, πλυντήρια και καντίνες. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση έδινε κραυγαλέες υποσχέσεις για χτίσιμο καινούριων σπιτιών για τους φτωχούς, για επίδομα ανεργίας, ακόμα και για αυξήσεις μισθών στο εγγύς μέλλον. Οι άνεργοι ήταν αυτοί που σήκωσαν το βάρος της οικονομικής κρίσης. Μετά την επανάσταση οι άνεργοι εργάτες (οι οποίοι σύμφωνα με επίσημα στοιχεία ήταν 4 εκατομμύρια σε σύνολο 10,5 εκατομμυρίων συνολικού εργατικού δυναμικού) εξακολουθούσαν να ζουν στις μεγάλες πόλεις. Αυτοί που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν οι οικοδόμοι που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των ανέργων. Είχαν ήδη χτυπηθεί τον τελευταίο χρόνο διακυβέρνησης του σάχη, ο οποίος περιέκοψε τις δαπάνες για τα μεγάλα έργα, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση της επαναστατικής κατάστασης.
Πολύ συχνά οι άνεργοι ήταν μετανάστες, πρώην αγρότες, ανειδίκευτοι και με χαμηλά εισοδήματα. Προσλαμβάνονταν γενικά ως ημερομίσθιοι και έτσι αποδείχτηκε πολύ δύσκολο να οργανωθούν την περίοδο του καθεστώτος του σάχη. Αλλά οι μήνες των κινητοποιήσεων ενάντια στον σάχη είχαν μια τεράστια επίδραση στη συνείδηση των ανέργων. Μετά την επανάσταση συμμετείχαν και στήριζαν πολιτικές συγκεντρώσεις οργανωμένες από φοιτητές και διάφορες αριστερές πολιτικές οργανώσεις. Συμμετείχαν επίσης στα εργοστασιακά συμβούλια που συγκροτούνταν από τους εργάτες στους χώρους δουλειάς. Οι ίδιοι οργάνωσαν διάφορες διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις ενάντια στην ανεργία, απατώντας δουλειές και κρατικά επιδόματα.
Στο Ισφαχάν, μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές πόλεις του Νότου, η διαδήλωσή τους δέχτηκε επίθεση από την χομεϊνική «Επαναστατική Φρουρά» και σκοτώθηκε ένας εργάτης. Αυτή η σφαγή πυροδότησε περισσότερες διαδηλώσεις και καταλήψεις σε άλλες πόλεις. Στην Τεχεράνη άνεργοι κατέλαβαν το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Εργασίας. Απαιτούσαν να βγουν οι διαμαρτυρίες τους στα δελτία ειδήσεων του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και να καταργηθεί η λογοκρισία που είχε πρόσφατα επιβληθεί από τον Σαντέκ Γκοτμπζαντέχ, τον επικεφαλής της ραδιοφωνίας, που είχε διοριστεί απ’ τον Χομεϊνί. Έστειλαν μια ανοιχτή επιστολή στον Χομεϊνί:
«Μας έχουν πυροβολήσει οι komiteh και έχουμε κατηγορηθεί ότι είμαστε ανατρεπτικοί. Είμαστε άνεργοι εργάτες, εμείς κάναμε την επανάσταση και τώρα θέλουμε να ξαναχτίσουμε τη χώρα μας. Θα συνεχίσουμε τις διαμαρτυρίες μας μέχρι να πάρουμε αυτό που θέλουμε.»
Ένας καταληψίας εργάτης είπε:
«Προτείνω να παραμείνουμε σ’ αυτό το μέρος μέχρις ότου το Υπουργείο των αφεντικών να γίνει Υπουργείο των εργατών. Ο υπουργός εργασίας πρέπει να ξέρει ότι είναι υπουργός μιας προσωρινής κυβέρνησης και όχι μόνιμος. Είναι καθήκον του να πει στους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές ότι για 25 χρόνια μας λήστεψαν εκατομμύρια και εκατομμύρια. Τώρα, πώς ξαφνικά χρεοκόπησαν; δεν θέλουμε τις υποσχέσεις σας, θέλουμε πράξεις. Μην μας κατηγορείτε ως άπιστους. Δεχτείτε τα αιτήματά μας κι εμείς θα προσευχόμαστε τριανταεφτά φορές τη μέρα αντί για δεκαεφτά.»
Οι άνεργοι μετέτρεψαν το παλιό αρχηγείο των ελεγχόμενων από τη SAVAK συνδικάτων, σε κέντρο των συγκεντρώσεών τους και ονόμασαν το κτίριο, Kaneh Kargar(Σπίτι των Εργατών). Κάθε μέρα άνεργοι εργάτες από διαφορετικές πόλεις έστελναν αντιπροσώπους στο Kaneh Kargar για νέες δράσεις, για να συζητήσουν τοπικά προβλήματα ανεργίας και για να συμμετάσχουν σε καταλήψεις, διαδηλώσεις και απαλλοτριώσεις. Έφταναν απεσταλμένοι των αντιπροσώπων των shoras διαφόρων εργοστασίων για να ανακοινώσουν την αλληλεγγύη τους στους ανέργους και να τους καλέσουν να συμμετάσχουν στον αγώνα για την υπεράσπιση των shoras.
Οι άνεργοι εργάτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς [1979]. Αυτές οι διαδηλώσεις ήταν μια αναμέτρηση δυνάμεων ανάμεσα στο κίνημα της εργατικής τάξης και την προσωρινή κυβέρνηση. Το Ιδρυτικό Συμβούλιο της Ιρανικής Εθνικής Εργατικής Ένωσης κάλεσε όλους τους εργάτες, εργαζόμενους και ανέργους, να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά συμμετέχοντας στην εργατική διαδήλωση που θα ξεκινούσε από το Kaneh Kargar. Εκείνη τη μέρα, άνεργοι, άντρες και γυναίκες με τα παιδιά τους, μπήκαν επικεφαλής της πορείας κρατώντας τα πανό τους και συγχαίροντας ο ένας τον άλλο για τον εορτασμό της μέρας των εργατών. Τους ακολουθούσαν εργαζόμενοι εργάτες – κάθε εργοστάσιο είχε το δικό του πανό. Η διαδήλωση στηρίχθηκε από μαθητές, φοιτητές και πολιτικές οργανώσεις.
Η εργατική διαδήλωση ήταν τεράστια. Χρειάστηκαν 6 ώρες για να περάσει το 1,5 εκατομμύριο εργατών από τους δρόμους της πόλης. Τα αιτήματα των διαδηλωτών εκφράζονταν με συνθήματα στα φαρσί, τα αραβικά, τα κουρδικά και τα αζέρικα: «Εκπαίδευση για τα παιδιά – όχι παιδική εργασία»· «Εθνικοποίηση όλων των εργοστασίων»· «Δεν υπάρχει στον κόσμο κανένας καλός καπιταλιστής»· «Ζήτω τα αληθινά συνδικάτα και τα αληθινά shoras»· «Θάνατος στον ιμπεριαλισμό»· «Θάνατος στην Αμερική»· «Πληρώστε τους μισθούς των εργατών»· «Ίσοι μισθοί για γυναίκες και άντρες»· «Σήμερα είναι η Πρωτοχρονιά των εργατών. Στην πρώτη μας Πρωτοχρονιά θυμόμαστε όλους όσοι έδωσαν τη ζωή τους για την επανάσταση»· «Η ενότητα είναι τα πάντα – η μη ενότητα το τίποτα»· «Ελεύθερος λόγος, ελεύθερος τύπος»· «Κάτω η παλιά εργατική νομοθεσία – φτιάξτε νέα νομοθεσία με συμμετοχή των εργατών»· «Εργάτες, αγρότες – ενωμένοι στον αγώνα»· «Δουλεία για τους ανέργους».
Κάποιες στιγμές η πορεία έσπαγε από μικρές ομάδες ισλαμιστών μπράβων, που φώναζαν αντικομουνιστικά και ισλαμικά συνθήματα. Οι διαδηλωτές απάντησαν: «Οι εργάτες θα νικήσουν – οι αντιδραστικοί θα ηττηθούν». Όταν οι μπράβοι απείλησαν με βία, οι οργανωτές της πορείας αποφάσισαν να μην τους αντιμετωπίσουν, καθώς επρόκειτο μόνο για μια μικρή ομάδα και συμφώνησαν να αλλάξουν τη διαδρομή της πορείας, για να αποφύγουν συγκρούσεις με πράκτορες του καθεστώτος. Οι ισλαμιστές το εξέλαβαν αυτό ως νίκη. Έσκισαν αφίσες και πανό φωνάζοντας, «Ζήτω ο Χομεϊνί, ζήτω το Ισλάμ, θάνατος στους κομμουνιστές». Έτσι, παρά τον τεράστιο όγκο της εργατικής διαδήλωσης οι διοργανωτές άφησαν εν μέρει την πολιτική πρωτοβουλία στους πολύ μικρότερους αριθμητικά αντιπάλους τους.
Την ίδια στιγμή το νεοϊδρυθέν Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα οργάνωσε ξεχωριστή διαδήλωση από την πλατεία Ιμάμ Χουσεΐν στην ανατολική Τεχεράνη. Κατάφεραν να μαζέψουν μόνο μερικές χιλιάδες διαδηλωτές, τα συνθήματα των οποίων εξέφραζαν τον αντεργατικό χαρακτήρα αυτής της αντιδιαδήλωσης: «Μουσουλμάνοι εργάτες, πρέπει να δουλέψετε σκληρά σήμερα»· «Οι διασπάσεις και οι ταραχές είναι τα εργαλεία των προδοτών»· «Είμαστε οπαδοί του Κορανίου – δε θέλουμε τον κομμουνισμό»· «Το Ισλάμ θα νικήσει – οι συνωμότες θα ηττηθούν».
Οι Μοντζαχεντίν αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην ανεξάρτητη εργατική διαδήλωση, από φόβο μήπως θεωρηθεί ότι αντιτίθενται στην Ισλαμική Δημοκρατία. Έκαναν κι αυτοί τη δικιά τους διαδήλωση στο Καράντζ, κοντά στην Τεχεράνη, αλλά συμμετείχαν μόνο λίγες χιλιάδες, κυρίως τα μέλη τους και οι υποστηρικτές τους. Η αντιφατική τους θέση αντανακλούνταν στα συνθήματά τους, τα οποία προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν τα δύο αντίθετα άκρα: «Στηρίξτε τον Χομεϊνί», αλλά και «Στηρίξτε τα shoras»· «Στηρίξτε την προσωρινή κυβέρνηση», αλλά και «Στηρίξτε την εθνικοποίηση όλων των εργοστασίων».
Η Ισλαμική Αντίδραση
Τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς ανέδειξαν την τεράστια δύναμη ου εργατικού κινήματος καθώς όμως και δύο άλλων ακόμα παραμέτρων: πρώτον, την ανοιχτή αντίθεση του καθεστώτος στην ανεξάρτητη δράση της εργατικής τάξης και δεύτερον, τη σύγχυση της ιρανικής αριστεράς. Η δράση των τραμπούκικων ισλαμικών ομάδων δεν ήταν κάτι καινούριο. Από τις μέρες της πτώσης του σάχη το νέο καθεστώς ενθάρρυνε φανατικές ισλαμικές ομάδες να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των απαιτήσεων οποιουδήποτε τμήματος της κοινωνίας, και χρησιμοποίησε και τις δικές του δυνάμεις γι’ αυτό το σκοπό. Τα δικαιώματα των γυναικών, οι εθνικές μειονότητες, οι αγρότες και η αριστερά – όλοι επλήγησαν απ’ αυτή τη βίαιη επίθεση. Γιατί οι τραμπούκοι δεν αντιμετωπίστηκαν την Πρωτομαγιά και γιατί τους επιτράπηκε να κερδίσουν μια συμβολική νίκη; Και πολύ περισσότερο, γιατί τους άφησαν να έχουν κι άλλες νίκες;
Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι η αριστερά πίστευε ότι έπρεπε απλώς να ακολουθεί την εργατική τάξη και οποιαδήποτε αντιπολιτευτική ενέργεια, αντί να παρεμβαίνει και να προτείνει εναλλακτικές στρατηγικές. Πίστευε ότι έπρεπε να αποφύγει την ιδεολογική αντιπαράθεση με διάφορα ρεύματα μέσα στην εργατική τάξη. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι η αριστερά κατέληγε να είναι επικεφαλής, όχι των πιο προχωρημένων, αλλά των πιο καθυστερημένων τμημάτων της εργατικής τάξης – αυτών που επηρεάζονταν περισσότερο από τους οπαδούς του Χομεϊνί. Πολλά μέλη των αριστερών οργανώσεων για να κρύψουν την μικροαστική τους καταγωγή προσπαθούσαν να ντύνονται και να φαίνονται σαν εργάτες, πιστεύοντας ότι αυτή η μίμηση ήταν απαραίτητη για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργατών. Ελπίζανε ότι στη συνέχεια θα μπορούσαν να προβάλουν τις ιδέες τους, αποφεύγοντας εν τω μεταξύ να υποστηρίξουν στόχους, οι οποίοι πιθανόν δεν ήταν δημοφιλείς, αφήνοντας πεδίο ελεύθερο στην ισλαμική αντίδραση.
Οι επικίνδυνες συνέπειες αυτής της στάσης αποκαλύφθηκαν στο ζήτημα των γυναικείων δικαιωμάτων. Στις 26 Φεβρουαρίου 1979 το καθεστώς Χομεϊνί ξεκίνησε μια επίθεση στις γυναίκες, καταργώντας τις λιγοστές μεταρρυθμίσεις του σάχη, την Πράξη Προστασίας της Οικογένειας. Έτσι, ο Χομεϊνί ξανάδωσε στον σύζυγο το αποκλειστικό δικαίωμα διαζυγίου, επιτρέποντάς του την ίδια στιγμή να έχει τέσσερις νόμιμες γυναίκες και έναν απεριόριστο αριθμό προσωρινών γυναικών (Sighe), χωρίς την έγκριση της πρώτης γυναίκας. Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Μαρτίου ένα άλλο διάταγμα απαγόρευσε στις γυναίκες δικαστές να εργάζονται, αφού σύμφωνα με το Ισλάμ, δεν αρμόζει στις γυναίκες να δικάζουν.
Στις 6 Μαρτίου το Υπουργείο Άμυνας απέκλεισε τις γυναίκες από τη στρατιωτική θητεία (την οποία πολλές γυναίκες χρησιμοποιούσαν σαν ευκαιρία για να εκπαιδεύονται στα όπλα).
Στις 7 Μαρτίου ο Χομεϊνί διακήρυξε ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να φοράνε βέλο (hejab) για να μπορούν να εργάζονται.
Την επόμενη μέρα, όταν εκατομμύρια γυναίκες γιόρτασαν τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας και διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στους αντιφεμινιστικούς ισλαμικούς νόμους, τραμπούκοι hezbollahis (μέλη του «Κόμματος του Θεού») επιτέθηκαν με πέτρες στις γυναίκες, ενώ ισλαμιστές φονταμενταλιστές, μέλη των komiteh και της Pazdaran (η Φρουρά του Χομεϊνί) πυροβόλησαν τις διαδηλώτριες. Κάθε μέρα για μια ολόκληρη εβδομάδα, εκατομμύρια γυναικών έβγαιναν έξω για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στους ισλαμικούς κανόνες του Χομεϊνί, οι οποίοι αφορούσαν κάθε πτυχή της ζωής τους.
Η ιρανική αριστερά δεν επιδίωξε να κερδίσει υποστήριξη για το γυναικείο ζήτημα ανάμεσα στους εργάτες και σε μεγάλο βαθμό απέφυγε το θέμα. Ακόμα χειρότερα, κάποιοι υποστήριξαν ότι δεν ήταν απαραίτητο να στηριχθούν τα γυναικεία αιτήματα.
Η θέση του Χομεϊνί και των δυνάμεών του δυνάμωσε μ’ αυτό τον τρόπο κι όχι μόνο μέσα στα komiteh. Να θυμηθούμε ότι αυτά φτιάχτηκαν μετά την Επανάσταση και πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος της τοπικής εξουσίας. Αρχικά ιδρύθηκαν από επαναστάτες, νέους της εργατικής τάξης και φτωχούς της πόλης, οι οποίοι είχαν εκτεθεί στις επαναστατικές ιδέες, κατά τη διάρκεια των μηνών του μαζικού αγώνα ενάντια στον σάχη. Στην Τεχεράνη και στις άλλες μεγάλες πόλεις οι Φενταγίν και οι Μοτζαχεντίν είχαν σημαντική επιρροή μέσα στα komiteh.
Στις εθνικές μειονότητες τα τοπικά komiteh ήταν γενικά κάτω απ’ τον έλεγχο των τοπικών κινημάτων τους. Έτσι τα κουρδικά komiteh ελέγχονταν απ’ το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP) και από έναν ριζοσπάστη σουνίτη κληρικό τον Σαΐχ Εζαλντίν Χουσεϊνί, ο οποίος έβλεπε με συμπάθεια τις μαρξιστικές ιδέες. Τα μέλη των komiteh στο Αζερμπαϊτζάν ήταν οπαδοί του φιλελεύθερου Αγιατολλάχ Σαριατμανταρί. Στο Κουζιστάν (την περιοχή της αραβικής μειονότητας) ήταν οπαδοί των αντάρτικων οργανώσεων και του ριζοσπάστη Ayatollah Al Shabir Khaqani. Στην Τορκμανσάχρα και στο Βαλουχιστάν, κι εδώ υπό την ηγεσία και την επιρροή αντάρτικων οργανώσεων, τα komiteh απαλλοτρίωσαν κτήματα που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια και σε μεγαλογαιοκτήμονες που το είχαν σκάσει από τη χώρα. Όλες αυτές οι ομάδες εναντιώνονταν στα σχέδια του Χομεϊνί για μια ισλαμική σιιτική Δημοκρατία. Οπωσδήποτε, σ’ άλλες περιοχές στις οποίες οι αριστερές πολιτικές ομάδες δεν είχαν επιρροή στα komiteh βρισκόταν, αυτά ήταν υπό τον έλεγχο του παζαριού και των τζαμιών που είχαν στην ηγεσία τους σιίτες κληρικούς, οπαδούς του Χομεϊνί.
Οι υψηλοί αξιωματούχοι της αστυνομίας και του στρατού εγκατέλειψαν τη χώρα και αυτοί που έμειναν ήταν απογοητευμένοι και δεν ήταν υπέρ του νέου καθεστώτος. Έτσι, έλειπε από το καθεστώς μια έμπιστη στρατιωτική και αστυνομική δύναμη και χρειαζόταν να φτιαχτούν νέες δυνάμεις για να υπερασπιστεί την ίδια του την ύπαρξη και τα γενικότερα συμφέροντά τους. Ξεκίνησε να μετατρέπει τα έμπιστα τα komiteh σε κρατικούς οργανισμούς, συντρίβοντας τα αντιπολιτευόμενα. Άρχισε να στρατολογεί εκείνα τα στοιχεία που είχαν ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς με το καθεστώς, δίνοντάς τους ένα κοινωνικό και ιδεολογικό ρόλο, σε περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο οπαδών του Χομεϊνί. Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν μέρος του νέους κρατικού μηχανισμού και στη συνέχεια στρατολογούσαν τους συγγενείς τους (ένας βασικός παράγοντας στο Ιράν, όπου η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο). Η αριστερά δεν ανέπτυξε κανένα είδος συστηματικής πολιτικής δράσης μέσα στα komiteh.
Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν τα komiteh σύντομο χρονικό διάστημα, η πολιτική δύναμη του καθεστώτος και άρχισαν να εκκαθαρίζονται από οποιοδήποτε επαναστατικό στοιχείο. Τον Μάρτιο – λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη της επανάστασης – δυνάμωσαν τη θέση τους ιδρύοντας την Επαναστατική Φρουρά (Pasdaran), μια φανατική ομάδα, επίλεκτων μέσα από τα komiteh, που είχαν στόχο την άγρια καταστολή κάθε μορφής δράση ενάντια στην Ισλαμική Δημοκρατία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έγιναν η SAVAK του Χομεϊνί, ιδιαίτερα βίαιοι στους δρόμους, τα εργοστάσια και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες.
Μετά τις γυναίκες, ήρθε η σειρά των εθνικών μειονοτήτων. Στις 18 Μαρτίου βομβαρδίστηκαν κουρδικά χωριά επειδή ζητούσαν εθνική αυτοδιάθεση και επειδή άρπαξαν κτήματα απ’ τους γαιοκτήμονες. Στις 29 Μαρτίου στρατεύματα πυροβόλησαν Τουρκμάνους αγρότες στο Γκονμπαντκαβός, πάλι για αρπαγή γης. Οι ιρανικές αριστερές οργανώσεις έμειναν έξω απ’ αυτόν τον αγώνα και δεν υποστήριξαν τα αιτήματα των μεγαλύτερων κουρδικών οργανώσεων για αυτοδιάθεση (που συμπεριλάμβανε και το δικαίωμα απόσχισης από το Ιράν), υποτάσσοντας έτσι την πολιτική τους στον ιρανικό εθνικισμό.
Η κυβέρνηση του Μπαζαργκάν σκόπευε να ενισχύσει τη θέση της προωθώντας προτάσεις για ένα ισλαμικό Σύνταγμα. Ανακοίνωσε ότι η 30η Μαρτίου θα ήταν η «Ημέρα Δημοψηφίσματος για την Ισλαμική Δημοκρατία.». Το κόμμα Tudeh και οι Μοτζαχεντίν στήριξαν τις προτάσεις του καθεστώτος, αλλά η υπόλοιπη αριστερά, οι γυναικείες οργανώσεις, οι εθνικές μειονότητες και τα shoras πολλών εργοστασίων υποστήριξαν το μποϊκοτάζ του Δημοψηφίσματος. Απαιτούσαν, όχι μια ασφυκτική ισλαμική μορφή κυβέρνησης, αλλά ένα συνταγματικό Συμβούλιο εκλεγμένων αντιπροσώπων από διαφορετικά στρώματα της κοινωνίας, το οποίο θα καθόριζε την μορφή της καινούριας Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε τις ετοιμασίες για δημοψήφισμα κατεβάζοντας το όριο της ηλικίας για ψήφο στα 16, ανακοινώνοντας ότι θα πρέπει να συμμετάσχουν 24.000.000 ψηφοφόροι. Ταυτόχρονα άρχισαν να καλλιεργούν και πάλι μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας και φόβου, την εμπειρία της οποίας ο λαός είχε πρόσφατη, κάτω από το καθεστώς του σάχη. Για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε «αντεπαναστατική ενέργεια», ανακοίνωσαν ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα παρέμειναν σε επιφυλακή και μετά το τέλος του Δημοψηφίσματος.
Για το Δημοψήφισμα έφτιαξαν διαφορετικά ψηφοδέλτια: ένα κόκκινο για το ΟΧΙ και ένα πράσινο για το ΝΑΙ. Μέλη των τοπικών komiteh έδιναν στους ψηφοφόρους το προτιμώμενο ψηφοδέλτιο και την ίδια στιγμή σφράγιζαν τις ταυτότητες αυτών που συμμετείχαν. Η ταυτότητα ήταν για χρόνια ένα αποτελεσματικό μέσο αστυνόμευσης των ατομικών δραστηριοτήτων στο Ιράν. Ο κόσμος έπρεπε να τις χρησιμοποιεί για ένα πλήθος δραστηριοτήτων που περιλάμβαναν τη φοίτηση στο σχολείο και το πανεπιστήμιο, τις αγοροπωλησίες, τους γάμους, τα ταξίδια στο εξωτερικό, τη στρατιωτική θητεία... Για χρόνια ο κόσμος ζούσε κάτω από το καθεστώς του φόβου που προκαλούσε η μυστική αστυνομία και η καταστολή οποιασδήποτε προσπάθειας για γνήσιες εκλογές. Τώρα, για ακόμα μια φορά φοβόντουσαν ότι αν μποϊκόταραν το δημοψήφισμα, η ταυτότητά τους δεν θα σφραγιζόταν απ’ τα komiteh.
Παρά την ατμόσφαιρα τρομοκρατίας υπήρχαν αναφορές απ’ όλη τη χώρα για άγριες συγκρούσεις ανάμεσα σε λαϊκές ομάδες και τα τοπικά komiteh και τους Pasdaran. Στο Κουρδιστάν και στην Τορκαμανσάχρα ο κόσμος έκαψε τις κάλπες.
Αν και δεν αποκάλυψε τα συνολικά νούμερα, το καθεστώς ανακοίνωσε μια καθαρή πλειοψηφία υπέρ της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Οπλισμένη μ’ αυτό το αποτέλεσμα η προσωρινή κυβέρνηση απέκρουσε τις απαιτήσεις για Συνταγματικό Συμβούλιο, οι οποίες προέρχονταν απ’ τους εργάτες, τις γυναίκες, τις εθνικές μειονότητες, τους φοιτητές, τους διανοούμενους και τα shoras. Αντί γι’ αυτό ξεκίνησε να προετοιμάζει ένα συμβούλιο από ειδήμονες του Ισλάμ, το οποίο θα ενέκρινε το Ισλαμικό Σύνταγμα. Η Επαναστατική Φρουρά (Pasdaran) πήρε θεσμική μορφή υπό την ηγεσία του Χασεμί Ραφσαντζανί, ο οποίος αργότερα έγινε αρχηγός του ισλαμικού κοινοβουλίου για να «σώσει την Ισλαμική Επανάσταση». Αυτές οι οργανωμένες και ένοπλες ομάδες φανατικών φονταμενταλιστών αποτέλεσαν τώρα τον πυρήνα της αστυνομικής δύναμης της νέας ισλαμικής κρατικής μηχανής. Ένα νέο κόμμα, το Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ιδρύθηκε για να αντιμετωπίσει την επιρροή των αριστερών ομάδων και για να οργανώνει αντιδιαδηλώσεις, κάθε φορά που προβαλλόταν επαναστατικές απαιτήσεις.
Στις 10 Απριλίου, όπως έχουμε δει, οι Pasdaranάνοιξαν πυρ εναντίον της διαδήλωσης των ανέργων στο Ισφαχάν. Επίσης εξαπέλυσε επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία και έκαψαν βιβλία φωνάζοντας «Allahu Akbar» («ο Θεός είναι ο μέγιστος»). Το καθεστώς έθεσε υπό τον έλεγχό του τους ραδιοφωνικούς και τους τηλεοπτικούς σταθμούς, απολύοντας αντιισλαμίστριες γυναίκες και εκπροσώπους της αριστεράς. Ομάδες τραμπούκων οπλισμένες με μαχαίρια και γκλοπς επιτέθηκαν σε αρχηγεία, βιβλιοπωλεία, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, τόσο της αριστεράς, όσο και των Μοτζαχεντίν. Εναντίον οποιουδήποτε μη φανατικού Μουσουλμάνου έμπαινε η ετικέτα του επαναστάτη.
Το καθεστώς ενέτεινε την καταπίεση, απαγορεύοντας προοδευτικές εφημερίδες και μονοπωλώντας τα ΜΜΕ. Οι στρατιωτικοί αξιωματούχοι του σάχη αποκαταστάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην ηγεσία εκτεταμένων στρατιωτικών επιθέσεων εναντίον του Κουρδιστάν και του Κουζιστάν. Τα τοπικά komiteh, μετονομαζόμενα τώρα σε ισλαμικά komiteh, εκκαθαρίστηκαν πλήρως από επαναστατικά στοιχεία και τις θέσεις τους πήραν ισλαμιστές φονταμενταλιστές.
Ακολούθησε μια σειρά επιθέσεων στο εργατικό κίνημα, που περιλάμβανε, εκκαθαρίσεις των shoras και απολύσεις μεμονωμένων εργατών. Το καθεστώς χρησιμοποίησε την ισλαμική ιδεολογία για να διασπάσει την εργατική τάξη. Ανακοίνωσε ότι τα shoras έπρεπε να είναι ισλαμικά. Ο στόχος ήταν να μειώσουν την επιρροή των επαναστατών μέσα στις εργατικές μάζες. Εισήχθησαν νέοι όροι για τους καπιταλιστές και τους εργάτες: οι εργάτες αποκαλούνταν Mostazafin (καταπιεζόμενοι) Mostakberin (καταπιεστές). Ο Χομεϊνί αυτοανακηρύχθηκε σε προστάτη των Mostazafin, ενώ όλοι όσοι αντιτίθονταν στο καθεστώς φορτώθηκαν τον χαρακτηρισμό του Mostakberin.
Οι ιδέες αυτές φάνηκαν ελκυστικές μόνο στα πιο καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης, ταυτίστηκαν με την ισλαμική ορολογία του Χομεϊνί και την ιδέα του εξισλαμισμού των shoras. Την ίδια στιγμή η υποστήριξή τους στον Χομεϊνί, όπως την αντιλαμβάνονταν οι περισσότεροι, ήταν βαθιά αντιφατική. Αντιτίθονταν στους διορισμένους από το κράτος διευθυντές, αλλά πίστευαν ότι όλες οι αποφάσεις έπρεπε να λαμβάνοντα από τα shoras. Ένας εργάτης τοποθετεί με τον εξής τρόπο το ζήτημα:
«αν δεν αναγνωρίσουν τα δικαιώματα των δικών μας shoras θα γίνουν καταλήψεις και σαμποτάζ. Αν θέσουν shoras εκτός νόμου θα τους πετάξουμε έξω απ’ τα εργοστάσια. Αν διαλύσουν το Shora, αυτοί οι ίδιοι θα πρέπει να φύγουν.»
Η πραγματικότητα γινόταν πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι οι Μοτζαχεντίν ήταν υπέρ των ισλαμικών shoras, παρ’ όλο που ο τρόπος που ερμήνευαν τη στάση τους ήταν πολύ πιο φιλελεύθερος απ’ αυτόν του Χομεϊνί. Οι Φενταγίν αντιτάχθηκαν μαζί με άλλους στον εξισλαμισμό, από θέση αρχής, πιστεύοντας ότι έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις στις ιδέες των πιο καθυστερημένων τμημάτων της εργατικής τάξης, έτσι ώστε να «κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους». Η διαδικασία του εξισλαμισμού σε καμιά περίπτωση δεν πραγματοποιήθηκε ομαλά στο σύνολο της βιομηχανίας. Το αποτέλεσμα στους διάφορους εργατικούς χώρους διαμορφωνόταν από το επίπεδο συνειδητοποίησης των εργατών και την επιρροή της αριστεράς.
Στις 9 Αυγούστου ο Χομεϊνί ανακοίνωσε τον σχηματισμό μιας ισλαμικής οργάνωσης, της «Εκστρατείας Ανοικοδόμησης», με την οποία οι εργάτες όφειλαν να συνεργάζονται πλήρως. Από δω και πέρα, εξήγησε ο Χομεϊνί, οι απεργίες θα είναι έγκλημα, καθώς έφτασε ο καιρός για ανοικοδόμηση. Ακολουθώντας, η Ισλαμική Κοινωνία και τα ισλαμικά shoras υποστήριξαν την επαναφορά της 48ωρης εβδομάδας εργασίας που ίσχυε επί σάχη. Άρχισαν να στέλνουν έξω απ’ τα εργοστάσια να δουλεύουν στη γη ή να καθαρίζουν τους δρόμους, να πλένουν τα παράθυρα των υπουργείων κτλ.
Οι εργάτες από μεγάλες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπως η General Motors, η Caterpillar και η Iran National – όλες εξαρτημένες σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές – στέλνονταν έξω, σε εκστρατείες ανοικοδόμησης, με την πρόφαση ότι μια μείωση της παραγωγής θα τους άφηνε άνεργους. Πολλοί εργάτες αρνήθηκαν να συμμετέχουν σε απεργίες και καταλήψεις. Ένας εργάτης από εθνική θυγατρική της Talbot ανέφερε: «με εκατομμύρια άνεργους επιμένουν να μας μετακινούν απ’ τα εργοστάσια όπου μπορούμε να είμαστε παραγωγικοί και να μας στέλνουν σε εκστρατείες ανοικοδόμησης». Ένας άλλος στην General Motors ρωτούσε: «γιατί η κυβέρνηση δεν αναγκάζει τους καπιταλιστές που φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους σε ευρωπαϊκές τράπεζες να τα φέρουν πίσω, έτσι ώστε ν’ ξεκινήσουμε την παραγωγή και να εκσυγχρονίσουμε τη γεωργία και τη βιομηχανία; Αυτή είναι η πραγματική ανοικοδόμηση.»
Βέβαια το καθεστώς είχε ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο επιδιώκοντας την μετακίνηση ειδικευμένων και ημιειδικευμένων εργατών εκτός εργοστασίων: αν τα πιο μαχητικά και συνειδητοποιημένα τμήματα των εργατών μπορούσαν να απομακρυνθούν απ’ τους χώρους δουλειάς θα ήταν πολύ πιο εύκολο να δυναμώσουν η Ισλαμική Κοινωνία και τα ισλαμικά shoras.
Το επακόλουθο του διατάγματος του Χομεϊνί ήταν, οι απεργίες και οι καταλήψεις να βαφτιστούν κομουνιστικές συνωμοσίες και να δέχονται επιθέσεις από τα ένοπλα komiteh. Στις αρχές Οκτωβρίου το τοπικό komiteh κατέλαβε δύο φορές το κέντρο των ανέργων Kaneh Kargar. Και τις δύο φορές οι άνεργοι το ανακατέλαβαν.
Το φθινόπωρο του 1979 ήταν μια κρίσιμη περίοδος για το καθεστώς. Γιατί παρ’ όλη την εντατικοποίηση της καταπίεσης κάθε είδους, οι λαϊκοί αγώνες συνεχίστηκαν. Μεγάλος αριθμός γυναικών ήταν αντίθετος στην αναβίωση των ισλαμικών νόμων. Υπήρχαν ακόμα κατειλημμένα εργοστάσια. Σε όλη τη χώρα γινόταν διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις ανέργων. Οι αγρότες συνέχιζαν να απαλλοτριώνουν κτήματα και να συγκρούονται με την φρουρά του καθεστώτος, ενώ ο πόλεμος ανάμεσα στις διάφορες μειονότητες και την κεντρική κυβέρνηση έφτανε στην κορύφωσή του.
Η ιρανική άρχουσα τάξη ήταν επίσης διασπασμένη, καθώς οι διαμάχες μεταξύ των διαφορετικών φατριών του καθεστώτος εντείνονταν.
Η κυβέρνηση του Μπαζαργκάν αντιπροσώπευε μια εθνική αστική τάξη, που αναζητούσε ένα φιλοδυτικό καπιταλιστικό πρόγραμμα ανοικοδόμησης.
Απ’ την άλλη, μια κρατικοκαπιταλιστική τάση μέσα στο ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ήθελε εκτεταμένες εθνικοποιήσεις και οικονομικό συγκεντρωτισμό.
Τέλος, η ισλαμιστική φονταμενταλιστική ομάδα Hojatieh υποστήριζε μια πολιτική ισλαμικού ιδιωτικού καπιταλισμού, βασισμένου στο ενισχυμένο παζάρι και στην μικροαστική τάξη.
Καμιά πλευρά της αστικής τάξης δεν κυριαρχούσε ακόμα πάνω στις άλλες. Κανένας μέσα στο καθεστώς δεν φαινόταν να έχει μια καθαρή εικόνα για το μέλλον.
Σ’ αυτή την κατάσταση, με την ιρανική επανάσταση να αντιμετωπίζει ένα σχετικό αδιέξοδο, ξέσπασε ένα κύμα αντιιμπεριαλιστικών ενεργειών που οδήγησε στην κατάληψη της πρεσβείας των ΗΠΑ στις 4 Νοεμβρίου.
Ο «αντιιμπεριαλιστικός αγώνας» έδωσε τη δυνατότητα, από τη μια να λυθεί η διαμάχη μέσα στην άρχουσα τάξη και από την άλλη να δοθεί ένα τέλος στο κίνημα για την εργατική εξουσία.
Η κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας
Στις 4 Νοεμβρίου του ’79 το «Κίνημα Ισλαμιστών Φοιτητών οπαδών της γραμμής του Ιμάμη Χομεϊνί» κατέλαβε την αμερικάνικη πρεσβεία στην Τεχεράνη. Το καθεστώς οργάνωσε διαδηλώσεις «Ενάντια στον ιμπεριαλισμό», οδηγώντας τους αντιπάλους του μέσα στο Ιράν σε πλήρη σύγχυση. Όλη η πολιτική προσοχή και δράση εξετράπει προς την «αντιιμπεριαλιστική εκστρατεία». Οι πολιτικές ομάδες της αριστεράς, βαθιά συγχυσμένες με ο,τι γινόταν, εγκατέλειψαν την ανεξάρτητη δράση ενάντια στο ισλαμικό καθεστώς, καθώς ξεκίνησαν ένθερμες συζητήσεις για τον αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της κυβέρνησης του Χομεϊνί.
Η ιρανική αριστερά ξέχασε ότι παρά τη νίκη της επανάστασης και την καταστροφή του αυτοκρατορικού καθεστώτος του σάχη, μεγάλο τμήμα της παλιάς κρατικής μηχανής παρέμενε στη θέση του. Σύμφωνα με μια στατιστική της κυβέρνησης των ΗΠΑ το 30% των αξιωματούχων του σάχη διώχθηκε από τις θέσεις του και το 70% παρέμεινε. Είχαν γίνει εθνικοποιήσεις τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και ιδιωτικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, αλλά όλα αυτά υπό τον έλεγχο των ισλαμικών νόμων και των ισλαμικών οργανώσεων και όχι κάτω από εργατικό έλεγχο. παλιές υποσχέσεις που αφορούσαν τα αιτήματα των εθνικών μειονοτήτων είχαν ξεχαστεί και καταπατηθεί: ο περσικός σοβινισμός μαζί με τον εξισλαμισμό της κοινωνίας κάτω από τον ισλαμικό νόμο δεν άφηνε χώρο για μειονοτικά δικαιώματα.
Η εκμετάλλευση του θρησκευτικού ζητήματος απ’ τον Χομεϊνί είχε ήδη διασπάσει σοβαρά την αντιπολίτευση. Τώρα, με την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας, ο Χομεϊνί έπαιζε το εθνικιστικό χαρτί του για να ολοκληρώσει τον αποπροσανατολισμό της αντιπολίτευσης. Είχε την ικανότητα να διαλύσει εντελώς την αριστερή αντιπολίτευση. Ο Χομεϊνί δήλωνε τώρα ότι όλα τα προβλήματα που εμφανίζονταν στα εργοστάσια, μεταξύ των γυναικών και των εθνικών μειονοτήτων οφείλονταν στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Ήταν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός που μάχονταν εναντίον της κυβέρνησης στο Κουρδιστάν, στο Ταμπρίζ, στην Τορκαμανσάχρα και στο Κουζιστάν. Οι γυναίκες που αντιτίθονταν στους ισλαμικούς νόμους ήταν Αμερικανοί και σιωνιστές πράκτορες. Οι εργάτες που αντιτάσσονταν στα ισλαμικά shorasήταν ιμπεριαλιστές πράκτορες.
Το κόμμα Τουντέχ συμφώνησε με την επιχειρηματολογία του Χομεϊνί και στήριξε την γραμμή του. Οι μεγαλύτερες αριστερές οργανώσεις - οι Φενταγίν και οι Μοτζαχεντίν και το Παϊκάρ (Paykar) - απομακρύνθηκαν επίσης απ’ τον αγώνα εγκαταλείποντας τους πρωτοπόρους εργάτες, τις γυναίκες και τις εθνικές μειονότητες, μεταξύ των οποίων είχαν κάποια σημαντική παρουσία. (σημ Αντίλογου: Παραθέτουμε -και- τις απόψεις αυτές, όπως όλες τις παρόμοιές τους, του κειμένου, αν και διαφωνούμε απόλυτα με την ...απόλυτα αρνητική κριτική και ιδεοληπτική υποτίμηση του αντιιμπεριαλισμού, μέσα στην αντιφατικότητά του...)
Προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τη στάση τους, όλα τα αριστερά κόμματα επικαλούνταν το χαμηλό επίπεδο συνείδησης των εργατών. Υποστήριζαν, τελείως αδικαιολόγητα, ότι ούτως ή άλλως τα αιτήματα των shoras δεν ήταν τίποτε άλλο από οικονομικά αιτήματα. Οι Φενταγίν και το Παϊκάρ δήλωναν ότι τα shoras έπρεπε, κάτω απ’ την καθοδήγηση των αριστερών κομμάτων να στραφούν σε πολιτικά αιτήματα. Αυτό ακουγόταν σαν σοσιαλιστική πρόταση με τη διαφορά ότι τα προτεινόμενα πολιτικά αιτήματα δεν ήταν τίποτε άλλο, από εθνικιστικά αιτήματα. (σημ Αντίλογου: κάθε ριζικά αντίθετη με τον λαϊκό πατριωτισμό όσο και με τον μαρξισμό-λενινισμό δογματικά εμμονική τροτσκιστική τάση, όπως αυτή της κειμενογράφου, θεωρεί και το ΕΑΜ και το "Patria o muerte" του Τσε Γκεβάρα και κάθε αναφορά σε πατρίδα υπό εξάρτηση και εθνική ανεξαρτησία ...επικριτέο "εθνικισμό"!) Η άποψη των Μοτζαχεντίν για τα shoras ήταν ότι έπρεπε να χτιστεί μια γέφυρα μεταξύ των εργατικού ελέγχου και της ισλαμικής ιδεολογίας, έτσι ώστε ο Σοσιαλισμός των Σοβιέτ να συνδεθεί με το Ισλάμ. Κάτω από τις συνθήκες της κατάληψης της πρεσβείας των ΗΠΑ η αριστερά (σημ Αντ: πράττοντας πάρα πολύ σωστά. Η κειμενογράφος τι άραγε ήθελε; Να ταχθούν με τις ΗΠΑ;...)συμφώνησε ότι όλες οι δυνάμεις έπρεπε να είναι ενωμένες με την προοδευτική, αντιιμπεριαλιστική αστική τάξη.
Η εθνική κινητοποίηση γύρω από την κατάληψη της αμερικάνικης πρεσβείας πρόσφερε στον Χομεϊνί το κατάλληλο πολιτικό κλίμα, έτσι ώστε να κάνει την αριστερά να σωπάσει. Άρπαξε αυτή την ευκαιρία και με τα δυο χέρια. Προκηρύχθηκε ένα νέο δημοψήφισμα για το προτεινόμενο ισλαμικό Σύνταγμα. Όποιος διαφωνούσε με το δημοψήφισμα στιγματιζόταν ως σιωνιστής και πράκτορας του ιμπεριαλισμού.
Όλες οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις υποστήριξαν το δημοψήφισμα, για να μην διακινδυνεύσουν τον ανιιμπεριαλιστικό αγώνα. Παρ’ όλ’ αυτά στο Ταμπρίζ, πατρίδα των Τούρκων Azari, υποστηριχτές του Αγιατολλάχ Σαριατμανταρί, ηγετικής φυσιογνωμίας του φιλελεύθερου κλήρου, οργάνωσαν γενική απεργία και μεγάλη διαδήλωση ενάντια στο ισλαμικό Σύνταγμα του Χομεϊνί.. Η διαδήλωση καταστάλθηκε βίαια. Μ’ αυτό τον τρόπο, ακόμα κι ένα μέρος του κλήρου και της φιλελεύθερης αστικής τάξης που αντιστέκονταν στο νέο σύνταγμα οδηγήθηκε στη σιωπή. Κάτω απ’ το νέο Σύνταγμα οι ατομικές ελευθερίες, οι ελευθερίες του τύπου, των συγκεντρώσεων, των συμβουλίων, του λόγου και της θρησκείας (με εξαίρεση την θρησκεία Μπαχάι) και άλλα παρόμοια δικαιώματα ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένα, αλλά μόνο σύμφωνα με τις ισλαμικές προδιαγραφές. Οι γυναίκες έπρεπε να φοράνε το ισλαμικό ένδυμα όταν εμφανίζονταν δημόσια. Η μουσική και το αλκοόλ απαγορεύτηκαν. Οποιαδήποτε κριτική στην Ισλαμική Δημοκρατία ή στο ισλάμ αποκλείονταν για τον τύπο και τα ΜΜΕ. Οι άλλες θρησκείες, εκτός απ’ το σιιτικό ισλάμ (πάλι με εξαίρεση τη θρησκεία Μπαχάι) ήταν νόμιμες, αλλά οι οπαδοί τους έπρεπε να συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους ισλαμικούς νόμους, όσον αφορά για παράδειγμα στις γυναίκες, το αλκοόλ και τη μουσική. Οι άλλες εθνικότητες μπορούσαν να υπάρχουν, αλλά οι γλώσσες τους και οι κουλτούρες τους δεν αναγνωρίζονταν.
Στα εργοστάσια το πρόγραμμα εξισλαμισμού προωθήθηκε μέσα από τα ισλαμικά shoras και την Ισλαμική Κοινωνία. Ξέσπασε ένα κύμα παράτολμων απεργιών, που απαιτούσαν απαλλοτρίωση του ιδιωτικού κεφαλαίου και κυρίως αυτού που βρισκόταν σε κοινές επιχειρήσεις με το ξένο κεφάλαιο. Πολλοί από τους ηγέτες των shoras συνελήφθησαν και τα ισλαμικά shoras άρπαξαν τα απεργιακά ταμεία. Μετά την επικύρωση του ισλαμικού Συντάγματος, το επόμενο βήμα ήταν η εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία για το ξέσπασμα φραξιονιστικών διαμαχών μέσα στο καθεστώς. Δύο ήταν οι βασικές δυνάμεις που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Απ’ τη μια πλευρά η φιλελεύθερη εθνική αστική τάξη, κάτω από την ηγεσία του Μπανί Σαντρ, πρώην συμβούλου και υπουργού εξωτερικών του Χομεϊνί, με ένα πρόγραμμα για μια, σχετικά ορθόδοξη, αστική ανοικοδόμηση. Από την άλλη πλευρά υπήρχε μία τάση μέσα στο Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, κάτω από την ηγεσία του Αγιατολλάχ Μπεχεστί, ο οποίος προσανατολιζόταν προς μια κρατικοκαπιταλιστική λύση για τα προβλήματα της οικονομικής ανοικοδόμησης. Ήταν το Iσλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που αναμείχθηκε ενεργά μέσα στα εργοστάσια και πήρε τα ισλαμικά shoras υπό τον έλεγχό του.
Τον πρώτο γύρο του αγώνα τον κέρδισε ο Μπανί Σαντρ, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος τον Ιανουάριο του 1980, επειδή βασικά το Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ήταν εσωτερικά διχασμένο και ανίκανο να συμφωνήσει σε ένα μόνο υποψήφιο.
Οι Μοτζαχεντίν κατέβασαν τον αρχηγό τους, Μασάντ Ρατζαβί, για την υποψηφιότητα του προέδρου με ένα πρόγραμμα υποστήριξης των γυναικείων δικαιωμάτων, των εθνικών μειονοτήτων και των εργατικών shoras. Παρ’ όλ’ αυτά ο Ρατζαβί υποχρεώθηκε από την κυβέρνηση να αποσύρει την υποψηφιότητά του επειδή «σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν ήταν πραγματικός Μουσουλμάνος και στην πραγματικότητα ήταν ένας αντεπαναστάτης.» Έτσι, ο Μπανί Σαντρ υιοθέτησε το πρόγραμμα των Μοτζαχεντίν, ακόμα και την υποστήριξη των εργατικών shoras και έτσι κέρδισε τη νίκη.
Μετά την εκλογή του εντάθηκε η διαμάχη ανάμεσα στον Μπανί Σαντρ και το Ισλαμικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Το Κόμμα κινητοποίησε τους οπαδούς του στη Βουλή και στο Υπουργικό Συμβούλιο για να αποδυναμώσει τη θέση του Μπανι Σαντρ. Στα εργοστάσια τα ισλαμικά shoras, υπό τον έλεγχο του ΙΡΚ έγιναν όργανα σταθεροποίησης της εξουσίας των κληρικών. Αντιτίθονταν ταυτόχρονα στα εργατικά shoras και στην φιλελεύθερη διαχείριση, προτείνοντας «διαχείριση Maktabi» (ισλαμική διαχείριση), την οποία προπαγάνδιζαν ενάντια στα εργατικά shoras.
Ο Υπουργός Εργασίας του Μπανί Σαντρ, ο Μοχάμεντ μιρ Σαντεγί, ο οποίος ευνοούσε την αναγνώριση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων στα πλαίσια μιας αστικής δημοκρατίας, αντικαταστάθηκε από τον Ταβακολί, έναν φανατικό ισλαμιστή και μέλος της φράξιας Hojatieh μέσα στο ΙΡΚ. Ο Ταβακολί αποδοκίμασε ακόμα και τα ισλαμικά shoras επειδή «η ιδιοκτησία, τα εργοστάσια, η κυβέρνηση και οτιδήποτε άλλο, ανήκει στον θεό, στον προφήτη και στον 12ο Ιμάμη· λόγω της απουσίας αυτού του Ιμάμη [του Μεσία], αυτά ανήκουν στον Ιμάμη που τον εκπροσωπεί», με άλλα λόγια, στον Χομεϊνί.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πολλά εργοστασιακά shoras έπαψαν να λειτουργούν. Ανάμεσά τους και τα shoras των εργοστασίων κατασκευής εργαλείων, των εργοστασίων μηχανημάτων ανύψωσης, της Pomp Iran και της Komidor στο Ταμπρίζ, η Ένωση Εργατικών shoras στο Γκιλάν (με 30.000 εργάτες) η Ένωση Εργατικών shoras στη δυτική Τεχεράνη, τα shoras στη βιομηχανία πετρελαίου στο Άχβας και τα shoras των εργατών στα τραίνα. Το Kaneh Kargar,το οποίο πριν ήταν το ελεύθερο αρχηγείο των εργατικών συμβουλίων, έγινε το κέντρο των shoras του ΙΡΚ και της Ισλαμικής Κοινωνίας.
Τον Αύγουστο του 1980 το καθεστώς κατάργησε τον παλιό νόμο περί συμμετοχής στα κέρδη. Ο νόμος αυτός ήταν μια από τις βιομηχανικές μεταρρυθμίσεις του σάχη, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες πλήρωναν μέρος των κερδών τους στους εργάτες τους. Ένας εργάτης στην Τεχεράνη είπε: «αυτό ήταν ένα μέρος των μισθών μας, το οποίο το παλιό καθεστώς μάς το πλήρωνε κάθε χρόνο, στο όνομα της συμμετοχής στα κέρδη. Τώρα το ισλαμικό καθεστώς μάς παίρνει ακόμα κι αυτό.»
Οι εργατικές διαφορές συνέχισαν να υποβόσκουν. Τα βασικά θέματα ήταν το κλείσιμο των shoras και οι απολύσεις των εργατών που διαφωνούσαν με την διαχείριση Maktabi. Παρ’ όλο που ο στόχος του καθεστώτος ήταν να δώσει ένα τελειωτικό χτύπημα στα υπολείμματα των shoras, η συνεχιζόμενη αντίσταση των εργατών έκανε αυτό το εγχείρημα δύσκολο.
Τον Αύγουστο του 1980 η ιρανική βουλή επικύρωσε ένα νόμο για τα ισλαμικά shoras, δίνοντάς τους ένα συμβουλευτικό μόνο ρόλο. Η πλειοψηφία των εργατών αρνήθηκε να αναγνωρίσει αυτό τον νόμο και διαμαρτυρήθηκε έντονα. Σε μια έρευνα που έγινε από την Keyhan, μια από τις εθνικές εφημερίδες, οι εργάτες εξέφραζαν την βασική τους διαφωνία στον νόμο: «εμείς δεν αναγνωρίζουμε αυτό τον νόμο» είπε κάποιος «θέλουμε ένα νόμο που να μας δίνει τον έλεγχο στην παραγωγή, στη διανομή και στη διαχείριση». Ένας άλλος είπε:
«αυτός ο νόμος στοχεύει στην αποδυνάμωση της δύναμης των εργατών. Αυτό είναι στην πραγματικότητα αναγνώριση των δικαιωμάτων των μισοσυνδικάτων, τα οποία διατηρούν τα δικαιώματα των καπιταλιστών. Τα shoras είναι η βάση της δύναμής μας στα εργοστάσια. Είναι καθαρό τώρα ότι όσοι καπιταλιστές ελέγχουν τα εργοστάσια θα συνεχίσουν να περιορίζουν τη δύναμή μας.»
Η αριστερά κλονίστηκε και διαλύθηκε. Οι Μοτζαχεντίν συμμάχησαν με τον Μπανί Σαντρ, έναν εκπρόσωπο -στην καλύτερη περίπτωση- της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Οι Φενταγίν διασπάστηκαν σε δύο μέρη. Η πλειοψηφία ενώθηκε με το Κόμμα Τουντέχ, υποστηρίζοντας ότι το καθεστώς του Χομεϊνί ήταν αντιιμπεριαλιστικό, και επομένως προοδευτικό. Η μειοψηφία επέμενε ότι ήταν ένα αντιδραστικό καπιταλιστικό καθεστώς. Όσο η αριστερά, τα shoras, ακόμα και οι φιλελεύθεροι εθνικιστές έχαναν δύναμη, τόσο η Ισλαμική Δημοκρατία δυνάμωνε.
Τον Ιούνιο του 1981 ο Μπανί Σαντρ διώχτηκε από την προεδρία. Σ’ ολόκληρη τη χώρα ξέσπασαν εχθροπραξίες ενάντια στο καθεστώς Χομεϊνί από αντάρτες πόλεων, κυρίως από τους Μοτζαχεντίν, αλλά και από την μειοψηφία των Φενταγίν. Μια βόμβα σκότωσε 72 ηγετικά στελέχη του ΙΡΚ, μεταξύ των οποίων και τον Μπεχεστί. Ο Μπανί Σαντρ και ο αρχηγός των Μοτζαχεντίν, ο ρατζαβί, έφυγαν για τη Γαλλία. Μια άλλη βόμβα σκότωσε τον νέο πρόεδρο, Ρατζάι, μαζί με τον πρωθυπουργό, Μπαχονάρ. Το αντάρτικο αυτό και ο πόλεμος έδωσαν την ευκαιρία στο καθεστώς να στρατικοποιήσει τα εργοστάσια και να εξοντώσει κάθε στοιχείο της αντιπολίτευσης που βρισκόταν εκεί.
Τίποτα δεν έμεινα από τα κέρδη της λαϊκής επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1979. Το εργατικό κίνημα στο Ιράν τσακίστηκε. Η αριστερά διαλύθηκε (σημ Αντίλογου: Πολύ επιδερμική-δογματικών κλισέ-άποψη της κειμενογράφου) εξαιτίας των γνωστών λαθών της: είτε πλήρης υποστήριξη ενός δολοφονικού αντιεργατικού καθεστώτος, είτε τρομερή απομόνωση των αντάρτικων ομάδων.
Συμπεράσματα
Η ιρανική εργατική τάξη αποτέλεσε το κλειδί του αγώνα που γκρέμισε το φρικιαστικό καθεστώς του σάχη. Αλλά η εξουσία δεν πέρασε στα χέρια των εργατών. Αντίθετα, η προσωρινή κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Χομεϊνί καθόρισε το πολιτικό περιεχόμενο και τη μορφή της νέας κρατικής εξουσίας που αναδύθηκε από τα ερείπια της παλιάς. Καθώς η κυβέρνηση του Χομεϊνί δούλευε για να αναπτύξει ένα νέο σύστημα αστικού κράτους, η εργατική τάξη έγινε ο φυλακισμένος του. Τελικά οι εργάτες βρέθηκαν υποταγμένοι σε ένα νέο, ισλαμικό καθεστώς, στο οποίο τα δικαιώματα και οι εξουσίες τους δεν ήταν περισσότερες -και από μια ορισμένη άποψη ήταν ακόμα λιγότερες, από αυτές που είχαν επί σάχη. Η αντεπανάσταση προωθήθηκε με το πρόσχημα του ψεύτικου αντιιμπεριαλισμού του Χομεϊνί και σταθεροποιήθηκε με την ανάπτυξη του πολέμου του Κόλπου. Ο λαϊκός ενθουσιασμός για τον πόλεμο, ιδιαίτερα στα μετόπισθεν των εργατικών περιοχών, μπορεί να εξηγηθεί από τον τρόπο που παρουσιαζόταν, ως επέκταση της επανάστασης. Ο τρομερά μεγάλος αριθμός θανάτων εξηγείται με το αλλόκοτο επιχείρημα, ότι πεθαίνοντας για το Ισλάμ σήμαινε «απελευθέρωση προς τον Παράδεισο.»
Ο πόλεμος περιείχε επίσης μια τελευταία κάλυψη για το καθεστώς, στις εκκαθαρίσεις των υπολειμμάτων της αριστερής αντιπολίτευσης. Ο ανεξάρτητος συνδικαλισμός και το δικαίωμα της απεργίας καταργήθηκαν ως αντιισλαμικά, γυρίζοντας τους εργάτες στην επί σάχη κατάσταση. Εδώ το Ισλάμ βρέθηκε σε μια τέλεια ενότητα με τις ανάγκες του καπιταλισμού. Στο όνομα του θεού οι γυναίκες υποβλήθηκαν σε ένα πατριαρχικό εξευτελισμό που καταπατούσε όλα τα βασικά τους δικαιώματα, ως προς την επιλογή της μοίρας τους από τις ίδιες, σε ζητήματα όπως ο γάμος, το διαζύγιο, η κηδεμονία των παιδιών,το δικαίωμα στην εργασία κτλ. Οι εθνικές και οι θρησκευτικές μειονότητες δέχτηκαν άγρια καταπίεση.
Το σκάνδαλο του Iran-gate το 1986 φανέρωσε την πραγματική φύση του ισλαμικού καθεστώτος. Ο Ραφσαντζανί, ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον Χομεϊνί, πρότεινε στις συναλλαγές για εμπόριο όπλων με την κυβέρνηση Ρήγκαν των ΗΠΑ, ότι το Ιράν έπρεπε να παίξει τον ρόλο του χωροφύλακα στον Κόλπο. Το φονταμενταλιστικό Ισλάμ ήταν τώρα έτοιμο, με έναν απειλητικό τρόπο, να στραγγαλίσει άλλες προοδευτικές διαδικασίες στη Μέση Ανατολή, στην εγγύς Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι άρχουσες τάξεις στη δύση άρχισαν να προσαρμόζονται και να κάνουν προτάσεις σ’ αυτό τον περίεργο καινούριο σύμμαχο.
Αυτό το τραγικό αποτέλεσμα δεν ήταν αναπόφευκτο να συμβεί. Η ιστορία του αγώνα των Ιρανών εργατών όλους τους μήνες μετά τον Φεβρουάριο του 1979, δείχνει ότι υπήρχε η δυνατότητα για ένα πολύ διαφορετικό είδος κοινωνίας από αυτό που τους επιβλήθηκε στο όνομα της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Ήθελαν μια κοινωνία άμεσα κάτω από τον δικό τους έλεγχο. Τα αιτήματα που προώθησαν μέσα από τα shoras το έδειξαν αυτό ξεκάθαρα.
Ο αγώνας των εργατών για την εξουσία μέσα από τα shoras συνέδεσε αιτήματα οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα. Τα shoras ήταν επαναστατικά εργαλεία που σφυρηλατήθηκαν αρχικά στη φωτιά της μάχης για την εκδίωξη του σάχη, μέσα από τα οποία εκφράστηκαν οι φιλοδοξίες των εργατών για δικιά τους εξουσία. Τα αιτήματα που έθεταν δεν αφορούσαν απλώς τις αμοιβές, τις ώρες και τις συνθήκες δουλειάς, αλλά αφορούσαν κυρίως ζητήματα ελέγχου πάνω στην παραγωγή και ακόμα περισσότερο, πάνω σ’ ολόκληρη την κοινωνία και την πολιτική ζωή.
Για αρκετούς μήνες μετά την πτώση του σάχη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπήρχε εργατική εξουσία στη βιομηχανία. Αλλά για να σταθεροποιηθεί αυτό σαν βάση μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, έπρεπε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της κρατικής εξουσίας. Απ’ την αρχή η Ισλαμική Δημοκρατία κατάφερε να υπονομεύσει τα shoras, τα εργαλεία εκείνα, μέσα από τα οποία οι εργάτες προσπαθούσαν να αναπτύξουν τον έλεγχό τους πάνω στην παραγωγή, στη διανομή κτλ. Το καθεστώς του Χομεϊνί στήριξε τους «ισλαμικούς» διευθυντές και τους τεχνικούς τους μεσαίας τάξης ενάντια στις επιτροπές των εργατών και με τους νόμους και τους κανονισμούς του ανέστειλε την εξάπλωση της εργατικής εξουσίας.
Ο πολιτικός αγώνας για την μορφή του ιρανικού κράτους ήταν μια ζωτική προϋπόθεση για τη νίκη στους χώρους δουλειάς. Οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής στην εργασία μπορούν να σταθεροποιηθούν μόνο αν η εργατική τάξη μπορεί να επεκτείνει τη συλλογική εξουσία της πέρα από το εργοστάσιο, στο ίδιο το κράτος. Τα αιτήματα των shoras και ιδιαίτερα του Εθνικού Ιδρυτικού Συμβουλίου τους, αποκάλυψαν μια ισχυρή συναίσθηση αυτού του πράγματος από την ηγεσία των πρωτοπόρων εργατών.
Αν οι εργάτες είχαν πετύχει να αναπτύξουν την εξουσία τους μ’ αυτό τον τρόπο, θα έπρεπε να είχαν διευρύνει τη βάση των αιτημάτων τους και την ιρανική επανάσταση σαν σύνολο. Θα έπρεπε, όχι μόνο να είχαν προωθήσει τα δικά τους ιδιαίτερα αιτήματα, αλλά και να συγκεντρώσουν και να ενοποιήσουν τα αιτήματα των άλλων καταπιεσμένων κομματιών της ιρανικής κοινωνίας: των ανέργων, των γυναικών, των αγροτών και των διαφόρων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Γιατί τα συμφέροντα όλων αυτών των αλληλοεπικαλυπτόμενων ομάδων, όπως και αυτά των εργατών, εξαρτούνταν από την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης. Όλες αυτές οι ομάδες ήταν εν δυνάμει σύμμαχοι των εργατών στον αγώνα ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση του Χομεϊνί.
Παρ’ όλ’ αυτά, σχεδόν από την αρχή ο Χομεϊνί και οι σύμμαχοί του μπορούσαν να διασπάσουν τις δυνάμεις που αντιτίθονταν στα σχέδιά του για μια Ισλαμική Δημοκρατία. Γιατί όμως η επίθεση του Χομεϊνί ενάντια στο μέτωπο των δημοκρατικών και της εργατικής τάξης της ιρανικής επανάστασης ήταν τόσο επιτυχημένη; δύο τουλάχιστον από τις εξηγήσεις που δόθηκαν φαίνονται πολύ ανεπαρκείς.
Μερικοί σχολιαστές προτείνουν ότι το Ιράν είχε μια ιδιαιτερότητα, ότι δηλαδή το σιιτικό Ισλάμ κυριαρχούσε στις συνειδήσεις των ιρανικών μαζών. Πρώτον, αυτό υπερτιμά τον βαθμό της θρησκευτικότητας των Ιρανών εργατών και των αγροτών. Δεύτερον, η ύπαρξη απλώς και μόνο μιας εξαπλωμένης θρησκευτικής πίστης δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ένα τμήμα του ισλαμικού κλήρου ήρθε στην πολιτική εξουσία με τον τρόπο που το έκανε. Η πραγματικότητα ήταν ότι η Ισλαμική Δημοκρατία ήταν η μορφή που χρησιμοποιήθηκε απ’ την αστική αντεπανάσταση στο Ιράν. Το ίδιο βασικό αποτέλεσμα -ήττα των επαναστατικών δυνάμεων της εργατικής τάξης- έχει προκύψει με πολλά διαφορετικά προσωπεία, σε ένα πλήθος διαφορετικών χωρών, κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα.
Η ήττα του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να εξηγηθεί, ούτε με τους όρους της οικονομικής καθυστέρησης του Ιράν. Με ποσοτικούς όρους η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πολύ μεγαλύτερη από την εργατική τάξη στη Ρωσία την εποχή της επανάστασης του 1917. Και στις δυο περιπτώσεις το βέβαιο είναι ότι οι αντιθέσεις της ανισόμερης καπιταλιστικής ανάπτυξης μέσα σε μια ιμπεριαλιστική, παγκόσμια οικονομία, έσπρωχνε την εργατική τάξη στην πρώτη γραμμή του πολιτικού αγώνα ενάντια στο παλιό καθεστώς. Στο Ιράν, όπως και στη Ρωσία, η μαρξιστική θέση της διαρκούς Επανάστασης αποδείχτηκε καθοριστικά σωστή: η εργατική τάξη βρισκόταν στο κέντρο της πολιτικής αρένας και προσπάθησε να σπρώξει την επανάσταση πιο πέρα από το ασταθές «αστικοδημοκρατικό» στάδιο, προς τη σοσιαλιστική, εργατική δημοκρατία. Δυστυχώς όμως,σ το Ιράν η αριστερά ερμήνευσε με λάθος τρόπο την κατάσταση. Τα κόμματα της αριστεράς επέμεναν να θεωρούν ότι το ιστορικό τους καθήκον περιοριζόταν στην εκδίωξη του σάχη και στην εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής δομής. Γι’ αυτούς η επανάσταση, ως προς το κύριο περιεχόμενό της, ήταν μια «Δημοκρατική Επανάσταση» και μόνο, με τη Σοσιαλιστική Επανάσταση να εγκαταλείπετε για κάποιο αόριστο μέλλον. Έτσι, αντιλαμβάνονταν τον αγώνα του προλεταριάτου για εξουσία, μόνο μέσα από τους φακούς της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Οι εκμεταλλευόμενοι και καταπιεσμένοι λαοί του Ιράν έχοντας αντιληφθεί την τεράστια δύναμή τους στον αγώνα ενάντια στον σάχη, αισθάνθηκαν την ικανότητα να προχωρήσουν την επανάσταση μπροστά, προς μια σοσιαλιστική κοινωνία, κάτω απ’ το δικό τους έλεγχο. όχι όμως και η αστική τάξη. Αυτή δεν είχε καμιά παρόρμηση α συνεχίσει την επανάσταση, αντίθετα, ήθελε να την σταματήσει γρήγορα και να αφοπλίσει τις λαϊκές δυνάμεις. Έτσι, η επανάσταση ενάντια στον σάχη μετατράπηκε αμέσως σε ένα σκληρό αγώνα για την μελλοντική μορφή της ιρανικής κοινωνίας. Οι εργάτες και τα άλλα καταπιεσμένα τμήματα δεν ήθελαν να σταματήσει η επανάσταση. Ήθελαν να την συνεχίσουν έως ότου πραγματοποιηθούν όλες οι επείγουσες ανάγκες και φιλοδοξίες τους. Αυτή ήταν η σημασία των shoras, των γυναικείων ομάδων, των αγροτικών σωμάτων που άρπαζαν τη γη και των οργανώσεων των διάφορων εθνικών μειονοτήτων στο Ιράν. Όλα αυτά τα κινήματα μαζί είχαν μια τεράστια πραγματική δύναμη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο: ο αγώνα των εργατών για τα shoras απομονώθηκε από τη μάχη των γυναικών για χειραφέτηση, από τα κινήματα για εθνική αυτοδιάθεση και από τα κινήματα των αγροτών για τη γη, και αντίστροφα, αυτά τα κινήματα ήταν εξίσου απομονωμένα από τον αγώνα των εργατών. Η ιρανική αριστερά ήταν ανίκανη να ενώσει αυτά τα διαφορετικά κινήματα επειδή της έλειπε μια συνολική προοπτική μέσα στην οποία αυτή η ενοποίηση θα φαινόταν απαραίτητη. Ενώ από τη μία τα ζητήματα των δικαιωμάτων των γυναικών και των εθνικών μειονοτήτων συζητούνταν στα έντυπα και και στις συγκεντρώσεις της αριστεράς, από την άλλη ποτέ δεν έγινε ενεργή προπαγάνδα γι’ αυτά μέσα στα shoras και στις επιτροπές των ανέργων.
Η επανάσταση σε μια καθυστερημένη χώρα έθετε με ιδιαίτερα επιτακτικό τρόπο μερικά βασικά ζητήματα της σοσιαλιστικής τακτικής. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την εξουσία από μόνη της, αποκομμένη και σε αντίθεση με τον αγώνα για τη χειραφέτηση της κοινωνίας από κάθε μορφή καταπίεσης: εθνική, σεξουαλική, πολιτιστική ή θρησκευτική. Η πλήρης ικανοποίηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εργατική εξουσία. Όταν οι Μοτζαχεντίν και το κόμμα Τουντέχ συντάχτηκαν με τις προτάσεις του Χομεϊνί για την Ισλαμική Δημοκρατία, καταδίκασαν τις Ιρανές και τις θρησκευτικές μειονότητες σε μια συνέχιση της καταπίεσής τους. Όταν ολόκληρη η αριστερά απέτυχε να μιλήσει για τα δικαιώματα των γυναικών, των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στους εργάτες, απλώς ενίσχυσε τους αντιπάλους της. Και όταν συντάχτηκε με την απολύτως αντιδραστική έκκληση για εθνική ενότητα του ψεύτικου χομεϊνικού αντιιμπεριαλισμού, έκοψε τον λαιμό της με τα ίδια της τα χέρια.
Μια πλήρης νίκη της λαϊκής επανάστασης ήταν δυνατή μόνο με την προϋπόθεση ότι θα ερχόταν σε ρήξη με την αστική προσωρινή κυβέρνηση και θα άρχιζε ένα αποφασιστικό αγώνα για μια νέα μορφή κοινωνίας με κέντρο την εργατική εξουσία και με την πραγματοποίηση όλων των αιτημάτων, όλων των διαφορετικών επαναστατικών δυνάμεων και την πλήρη καταστροφή του ισλαμικού κράτους. Αυτό σήμαινε μια μάχη για την επέκταση της εξουσίας όλων των διαφορετικών ειδών των λαϊκών shoras, για τον συντονισμό των δραστηριοτήτων τους και για να γίνουν η βάση μιας νέας κοινωνίας. Έτσι με την εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας η ιρανική αστική και μικροαστική τάξη έβαζε τέλος σε κάθε μορφή επαναστατικού ενθουσιασμού. Στην πραγματικότητα, ούτε το αρχικό πρόγραμμα της αριστεράς, η δημιουργία θεσμών μιας κανονικής αστικής δημοκρατίας επιτεύχθηκε. Στις ιδιαίτερες συνθήκες του Ιράν αυτό το πρόγραμμα ήταν πάντα ουτοπικό: η πραγματική επιλογή ήταν από τη μια πλευρά η δημοκρατία των εργατών και των αγροτών που θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για ένα σοσιαλιστικό καθεστώς και από την άλλη πλευρά η εγκαθίδρυση ενός πολύ αυταρχικού καπιταλιστικού καθεστώτος.
Για αρκετούς μήνες μετά την πτώση του σάχη υπήρχε στο Ιράν μια δυναμική επαναστατική κατάσταση. Αλλά για να για να υπήρχε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα, βασική προϋπόθεση ήταν ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα, ικανό να έρθει σε αποφασιστική ρήξη με τις αποτυχημένες τακτικές της ιρανικής αριστεράς – του κόμματος Τουντέχ, των Μοτζαχεντίν, των Φενταγίν. Δυστυχώς ένα τέτοιο κόμμα δεν υπήρχε. Από το θεωρητικό οπλοστάσιο της ιρανικής αριστεράς έλειπε η κεντρική μαρξιστική αντίληψη για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Όποιες κι αν ήταν οι διαφορές ανάμεσα στα διάφορα κόμματα, όλα μοιράζονταν δύο συγγενικές ιδέες που ήταν ριζωμένες στη θεωρία και την πρακτική τόσο του σταλινισμού, όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Η πρώτη ήταν ότι η προοπτική για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό πρέπει να περιορίζεται απ’ τον εκδημοκρατισμό και να μην υπερβαίνει τις αστικές κοινωνικές σχέσεις. Η δεύτερη ήταν ότι ο ρόλος του επαναστατικού κόμματος είναι να δρα εν ονόματι των εκμεταλλευομένων και καταπιεσμένων αντί να τους ενθαρρύνει και να τους καθοδηγεί στη δική τους επαναστατική αυτενέργεια. Στην ιστορία του Ιράν, όπως και σε πολλές άλλες χώρες η εφαρμογή αυτής της λανθασμένης προοπτικής απ’ την αριστερά οδήγησε αναγκαστικά στην ήττα των επαναστατικών κινημάτων, κάθε φορά που ο αγώνας των εργατών είχε δημιουργήσει μια επαναστατική κατάσταση με δυναμική μιας σοσιαλιστικής ανάπτυξης.
Το κόμμα Τουντέχ και οι Μοτζαχεντίν υποστήριξαν τις προτάσεις του Χομείνί για τον εξισλαμισμό, παρά το γεγονός ότι αυτό σήμαινε την εξασθένιση και την καταστροφή των αυτόνομων οργανώσεων της εργατικής τάξης με τη μορφή των εργατικών shoras. Οι Μοτζαχεντίν και οι Φενταγίν ποτέ δεν ήρθαν σε ρήξη με την ελιτίστικη τακτική του αντάρτικου αγώνα που τους έκανε να υποτιμούν την ίδια τους τη δραστηριότητα για την αυτοδιάθεση του αγώνα των Ιρανών εργατών και αγροτών. Κανείς δεν είχε ποτέ σαν κέντρο της τακτικής του την ανάπτυξη ενός λαϊκού αγώνα και ιδιαίτερα ενός εργατικού κινήματος με κατεύθυνση τη δημιουργία ενός κράτους της δημοκρατίας των εργατών και αγροτών. Άλλες οργανώσεις που μπορεί να είχαν μια επαναστατική σοσιαλιστική προοπτική, ήταν πολύ μικρές και με πολύ αδύναμες ρίζες μέσα στο εργατικό κίνημα, για να μπορέσουν να πετύχουν κάποια σημαντική διαφορά στο αποτέλεσμα, παρά τις γενικά σωστές τακτικές τους.
Η σοσιαλιστική επανάσταση έχει ως κέντρο της αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης. Σε μια τέτοια διαδικασία η δουλειά του επαναστατικού κόμματος είναι να δείχνει το δρόμο μπροστά και όχι να δρα στη θέση των πραγματικών υποκειμένων της ιστορίας, που είναι οι ίδιες οι εκμεταλλευόμενοι. Ένα τέτοιο κόμμα είναι απαραίτητο για τη δράση, τη συνειδητοποίηση και την οργάνωση των ίδιων των εργατών. Αλλά δεν μπορεί να κάνει την επανάσταση στη θέση των εργατών και του υπόλοιπου καταπιεσμένου και εκμεταλλευόμενου πληθυσμού. Πρέπει να επιχειρηματολογεί επίμονα και υπομονετικά για την αναγκαιότητα να πάρουν οι ίδιοι την εξουσία τα χέρια τους. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να απέχει, όπως έκανε η ιρανική αριστερά, από την πολιτική μάχη μέσα στο εργατικό κίνημα.
Η απουσία ενός επαναστατικού σοσιαλιστικού κόμματος κατά τη διάρκεια των οκτώ πρώτων μηνών μετά την πτώση του σάχη, σήμαινε ότι κανείς δεν ήταν σε θέση να προτείνει κάτι για να καλυφθεί το κενό εξουσίας ή για να αποτρέψει την ταλάντευση των διάφορων αριστερών οργανώσεων που βοήθησε στη σταθεροποίηση του ισλαμικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα να χαθούν τεράστιες δυνατότητες. Τα εργατικά shoras αποκαλύφθηκε ότι είχαν μια τεράστια ανθεκτικότητα στη δύσκολη προσπάθειά τους να χτίσουν μια ανεξάρτητη εθνική οργάνωση. Ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού ήταν οπλισμένο, ως αποτέλεσμα της μάχης για την εκδίωξη του σάχη. Παρ’ όλ’ αυτά, κανένα κόμμα δεν υποστήριξε ότι τα shoras έπρεπε να είναι κάτι παραπάνω από μια πρωτοπόρα ομάδα πίεσης που θα δρα στο νεοϊδρυθέν ισλαμικό κράτος και να στραφούν προς την κατεύθυνση του εξοπλισμού τους, ώστε να πάρουν την εξουσία, που θα γινόταν το έμβρυο ενός νέου κράτους.
Βέβαια η εθνική οργάνωση των shoras δεν ένα δίκτυο εργατικών συμβουλίων (soviet, όπως ονομάστηκαν στη Ρωσία το ’17). Αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Για να γίνει αυτό έπρεπε να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη της διεύθυνσης των μικρών και μεγάλων πόλεων, πράγμα που σήμαινε να ανταγωνιστούν τα νέα komiteh και να απορροφήσουν τα καλύτερα στοιχεία τους. Αυτό δεν ήταν δυνατό με κανένα τρόπο: τα komiteh ήταν από την αρχή εξαιρετικά ασταθείς σχηματισμοί. Στα μέλη τους περιλαμβάνονταν πολλοί από τους καλύτερους μαχητές αντάρτες, από την περίοδο του αγώνα ενάντια στον σάχη. Πολλοί απ’ αυτούς θα μπορούσαν να τραβηχτούν σε μια επαναστατική σοσιαλιστική προοπτική, αν υπήρχε μια καθαρή πολιτική καθοδήγηση μέσα στα shoras. Έτσι, με την απουσία ενός τέτοιου ζωτικού πόλου έλξης, αυτοί τραβήχτηκαν προς την Ισλαμική Δημοκρατία καθώς το καθεστώς Χομεϊνί άρχισε να σταθεροποιείται.
Ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό κόμμα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτα αθεϊστικό, να αντιτίθεται στην επιρροή του κλήρου στην πολιτική και στο Σύνταγμα, να μην διαπραγματεύεται την υποστήριξή του στους αγώνες για την απελευθέρωση των γυναικών, για τις καταλήψεις γης από τους αγρότες και για τα δικαιώματα των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Δεν θα έπρεπε να ελπίζει ότι θα μπορούσε να ξεπεραστεί αμέσως η βαθιά αντιφατική ζύμωση των ισλαμικών ιδεών στα μυαλά των περισσότερων πρωτοπόρων εργατών, οι οποίες συνυπήρχαν με τις πιο προχωρημένες σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά θα μπορούσε να οργανώσει μια ξεκάθαρη μειοψηφία μέσα στα εργοστάσια, η οποία θα ήταν προετοιμασμένη για να σε ολοκληρωτική ρήξη με την ιδέα της ισλαμικής επανάστασης.
Προϋπόθεση για όλα αυτά θα ήταν βέβαια η ύπαρξη μια επαναστατικής οργάνωσης, η οποία θα έθετε επίμονα τη ζήτημα του προχωρήματος της επανάστασης σε μια σοσιαλιστική κατάληξη.
Μια τέτοια οργάνωση (σημ Αντίλογου: Μαζική, καλά οργανωμένη και με ικανότητα συγκρότησης πλατιών εθνικοαπελευθερωτικών και αντιιμπεριαλιστικών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, ευέλικτη τακτική πλειοψηφικού λαϊκού μετώπου με ταυτόχρονη σταθερή προσήλωση στον στρατηγικό απώτερο στόχο σοσιαλιστικής αλλαγής, όπως έκαναν όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις-καμιά ποτέ δε νίκησε ξεκινώντας εξαρχής ως σοσιαλιστική!) θα έπρεπε να καταλάβει και υπομονετικά να εξηγεί την αντεργατική φύση του Χομεϊνί και του καθεστώτος του. Πάνω σε μια τέτοια βάση το πρόγραμμα του αγώνα για το σοσιαλισμό θα μπορούσε να κερδίσει την πλειοψηφία μέσα στα shoras, ακόμα και ανάμεσα σε εργάτες που διατηρούσαν αυταπάτες για το Ισλάμ.
Τα ερωτήματα για το μέλλον του Ιράν και επομένως για ολόκληρη την μέση Ανατολή, είναι αν μια τέτοια σοσιαλιστική οργάνωση θα δημιουργηθεί μέσα από τους αγώνες που τώρα αναπόφευκτα ξεσπούν ανάμεσα στην ισλαμική ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Ιράν και την πλειοψηφία του πληθυσμού το οποίο καταπιέζεται από το καθεστώς τόσο άγρια. Μέχρι τη στιγμή που θα σχηματιστεί μια τέτοια οργάνωση η τραγωδία της ιρανικής επανάστασης του 1979, υποχρεωτικά, θα επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Maryam Poya, «Iran 1979. Long live Revolution!... Long live Islam?», στο: Colin Barker (επιμ.), Revolutionary rehearsals, Bookmarks, Λονδίνο, Σικάγο, Μελβούρνη 1987, σσ.123-168.
Σημειώσεις