Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

Γκρέγκορ Στράσερ

(Από τη Βικιπαίδεια)
Γκρέγκορ Στράσερ
Bundesarchiv Bild 119-1721, Gregor Strasser.jpg
Γέννηση31 Μαΐου 1892
Γκάιζενφελντ
Θάνατος ή 
Βερολίνο
Αιτία θανάτουδολοφονία και τυφεκισμός
ΥπηκοότηταΓερμανία
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Μονάχου
Ιδιότηταπολιτικός και φαρμακοποιός
ΑδέλφιαΌτο Στράσερ
Αξίωμαμέλος του Ράιχσταγκ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης(7 Δεκεμβρίου 1924 - 6 Νοεμβρίου 1932 - Άνω Βαυαρία)
Member of the Landtag of Bavaria (4 Μαΐου 1924 - 7 Δεκεμβρίου 1924 - Pfaffenhofen)
ΒραβεύσειςΧρυσή καρφίτσα του Ναζιστικού Κόμματος
Ο Γκρέγκορ Στράσερ (γερμανικάGregor Strasser ή Straßer‎, 31 Μαΐου 1892 – 30 Ιουνίου 1934) ήταν Γερμανός πολιτικός, ηγετικό στέλεχος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, επικεφαλής της "σοσιαλιστικής", "βόρειας πτέρυγάς" του και εσωκομματικός αντίπαλος του Αδόλφου Χίτλερ,[1] ο οποίος δολοφονήθηκε στο Βερολίνο κατά τις μεγάλες εκκαθαρίσεις που έγιναν γνωστές ως Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, το καλοκαίρι του 1934. O Στράσερ έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο εσωτερικό του ναζιστικού κόμματος, αλλά και έξω από αυτό, ακόμα και από πολιτικούς αντιπάλους του.[2]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκρέγκορ Στράσερ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Γκάιζενφελντ (Geisenfeld) της Άνω Βαυαρίας. Ήταν το μεγαλύτερο από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας: τον Πάουλ, που μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε Βενεδικτίνος μοναχός (λαμβάνοντας το όνομα Bernhard), τον Ότο, ο οποίος ασχολήθηκε με την πολιτική και έως το 1930 ήταν μέλος του ναζιστικού κόμματος,[3] την Όλγα και τον Άντον (που χάθηκε στη Στάλινγκραντ).[4] O πατέρας του ήταν ένας Καθολικός δικαστικός υπάλληλος με ερευνητικό ενδιαφέρον για τα δημόσια οικονομικά και την ιστορία. Αρθρογραφούσε τακτικά και εξέδοσε, μάλιστα, ένα βιβλίο με τίτλο Ο νέος δρόμος. Οι σκέψεις που ανέπτυσε ήταν ένα μίγμα σοσιαλισμού, εθνικισμού και χριστιανισμού: ένα πλέγμα ιδεών που άσκησε επίδραση στη διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του Γκρέγκορ και του Ότο.[5]
Παρακολούθησε μαθήματα στα γυμνάσια του Τράουνσταϊν (Traunstein) και του Μπουργκχάουζεν (Burghausen) και, όταν τελείωσε (1910), πήγε στη μικρή πόλη Φροντενχάουζεν (Frontenhausen) της Κάτω Βαυαρίας για να μαθητεύσει ως φαρμακοποιός, με στόχο να γραφτεί αργότερα στο πανεπιστήμιο. Το 1914 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.[6] Διέκοψε όμως το ίδιο έτος, προκειμένου να καταταγεί εθελοντικά, μαζί με τον αδελφό του, στο Γερμανικό Στρατό για να πολεμήσουν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[7]Για την ανδρεία του στα πεδία των μαχών παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Α΄ Τάξεως και Β' Τάξεως, καθώς και με τον Βαυαρικό Στρατιωτικό Σταυρό Δ' Τάξεως με Ξίφη. Έφθασε, επίσης, έως το βαθμό του έφεδρου υπολοχαγού, ξεκινώντας από απλός δεκανέας.[8]
Το 1918 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Friedrich-Alexander της Νυρεμβέργης, όπου και εντάχθηκε (1919) στο ακροδεξιό Freikorps του Φραντς φον Επ (Franz Ritter von Epp)[9] μαζί με τον αδελφό του Ότο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1920 και άρχισε να εργάζεται ως φαρμακοποιός στην πόλη Λάντσχουτ. Εκεί οργάνωσε και έγινε αρχηγός του Sturmbataillon Niederbayern (Σύνταγμα εφόδου της Κάτω Βαυαρίας), προσλαμβάνοντας ως υπασπιστή του (για να τον αντικαθιστά κατά τη διάρκεια της ημέρας, που βρισκόταν στο φαρμακείο) το νεαρό, τότε, Χάινριχ Χίμλερ.[10]

Σταδιοδρομία στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1920 o Στράσερ συμμετείχε στον εθνικιστικό, πατριωτικό Verband national-gesinnter Soldaten (Σύνδεσμος των Εθνικοφρόνων Στρατιωτών), που είχε συσταθεί από το λοχαγό Χέρμαν Έρχαρντ και τον ταγματάρχη Φραντς φον Στεφάνι. Απογοητυευμένος όμως από τη δράση του Συνδέσμου, όσο και από τις υπόλοιπες εθνικιστικές οργανώσεις, στράφηκε προς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, στο οποίο εντάχθηκε το Φεβρουάριο του 1921.[11] Οι ηγετικές ικανότητές του έγιναν σύντομα αντιληπτές από τους ιθύνοντες του Κόμματος, με συνέπεια να του ανατεθεί η τοπική διοίκηση των SA στην Κάτω Βαυαρία. Στις 23 Νοεμβρίου 1923 ήταν από τους ενεργά συμμετέχοντες στο αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας, με συνέπεια να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε φυλάκιση 1,5 έτους.[12]
Εγκλείστηκε στη φυλακή του Λάντσμπεργκ αλλά απελευθερώθηκε μερικές εβδομάδες αργότερα, καθώς εκλέχτηκε μέλος της τοπικής Βουλής της Βαυαρίας (Bayerische Landtag) με το "Völkischer Block", παρακλάδι του NSDAP στις 4 Μαϊου 1924, ενώ στις 7 Δεκεμβρίου 1924 κατάφερε να εκλεγεί μέλος του Ράιχσταγκ με το Deutschvölkische Freiheitspartei (Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας) το οποίο λειτουργούσε ως υποκατάστατο του απαγορευμένου, από το 1923, Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Ο Στράσερ παρέμεινε βουλευτής μέχρι το 1932.
Μετά την επίσημη επανίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος από τον Χίτλερ το 1925 ο Στράσερ ανέλαβε τη θέση του γκαουλάιτερ της Κάτω Βαυαρίας-Άνω Παλατινάτου και, όταν το γκάου χωρίστηκε, παρέμεινε γκαουλάιτερ της Κάτω Βαυαρίας από τον Οκτώβριο του 1928 έως το 1929.[12] Ήδη όμως είχε αναλάβει, από το 1926, επικεφαλής προπαγάνδας (Reichspropagandaleiter) του Ράιχ, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1928, οπότε και ανέλαβε οργανωτικός επικεφαλής του Ράιχ (Reichsorganisationsleiter).
Ο Στράσερ αναδιοργάνωσε τη δομή του Κόμματος τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ιεραρχίας. Οι εξαιρετικές οργανωτικές του ικανότητες βοήθησαν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα να ξεφύγει από το τοπικό επίπεδο και να επεκταθεί σε πανεθνικής εμβέλειας οργάνωση, ελκύοντας τις λαϊκές τάξεις και την τάση τους προς το σοσιαλισμό. Μέχρι το 1930, η συμβολή του Στράσερ στη διαμόρφωση και επιτυχή εξέλιξη του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος στη Γερμανία υστερούσε μόνο έναντι εκείνης του ίδιου του Χίτλερ.[13] Έτσι, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε από περίπου 27.000 το 1925 σε περισσότερα από 800.000 το 1931. Η εδραίωση του Κόμματος στο βόρειο τμήμα της χώρας - και ισχυρότερου, ως οργάνωσης, από το αντίστοιχο νότιο- υπήρξε δικό του έργο. Η εγκαθίδρυση του τμήματος των SA στο Βερολίνο υπό την ηγεσία του Κουρτ Νταλουέγκε (Kurt Daluege) ήταν, επίσης, δικό του επίτευγμα. Δική του ήταν, επίσης, η πρωτοβουλία δημιουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικού (Auslands-Organisation) του Κόμματος, με επικεφαλής το δρα Χανς Νίλαντ (Hans Nieland) (Μάιος 1931).
Το 1926 σε συνεργασία με τον αδελφό του Ότο ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία Kampf-Verlag, η οποία εξέδιδε το εβδομαδιαίο περιοδικό Der Nationale Sozialist (Ο Εθνικοσοσιαλιστής) από το 1926 μέχρι το 1930. Οι αδελφοί Στράσερ ήταν οι κυρίαρχες μορφές του Κόμματος στο Βερολίνο[9] και ανέπτυξαν ανεξάρτητο ιδεολογικό προφίλ από τη νότια πτέρυγα του Κόμματος, την οποία έλεγχε ο Χίτλερ. Σε συνεργασία με τον Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος όμως γρήγορα άλλαξε πλεύση και έγινε άκριτος υποστηρικτής και υμνητής του Χίτλερ και προπαγανδιστής της προσωπολατρίας του,[14] ανέπτυξαν μια αντικαπιταλιστική, "αριστερή", "σοσιαλιστική" εκδοχή της εθνικοσοσιασιστικής ιδεολογίας, εμφορούμενη από έντονο αντιμαρξισμό, όπως και αντισημιτισμό, ο οποίος όμως δεν κατείχε -όπως για το Χίτλερ- κεντρική θέση στην πολιτική προπαγάνδα.
Το Φεβρουάριο του 1926, οι ιδέες του Γκρέγκορ Στράσερ για το δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής, την ανάγκη να κερδίσει το Κόμμα την εργατική τάξη και οι απόψεις του υπέρ του συντεχνιακού κράτους υπέστησαν ήττα στο κομματικό συνέδριου του Μπάμπεργκ. Το συνέδριο, απέρριψε επίσης κάθε σκέψη για συνεργασία με τη Σοβιετική Ρωσία, ενώ προώθηκε και η ταύτιση της εθνικοσοσιαλιστικής "Ιδέας" με τον "Ηγέτη" (Φύρερ) του Κόμματος. Ο Στράσερ, αν και αμφισβήτησε τη λατρεία στο πρόσωπο του Χίτλερ, επέδειξε κομματική νομιμοφροσύνη, εφόσον εκείνος ήταν ο αρχηγός.[15] Έπειτα από τη φιλοχιτλερική στροφή του Γκέμπελς, ο οποίος ανταμείφθηκε με τη θέση στο μηχανισμό προπαγάνδας που κατείχε ο Στράσερ, οι συγκρούσεις του Στράσερ με τον πρώην εσωκομματικό συνοδοιπόρο του έγιναν έντονες και οξείες και αποτυπώνονταν συχνά σε εκατέρωθεν επιθέσεις στα έντυπα που εξέδιδαν, το Der Agriff (Η Επίθεση) ο πρώτος και την Berliner Arbeiter-Zeitung (Εργατική Εφημερίδα του Βερολίνου) ο δεύτερος.[16]
Ο Στράσερ μετά τη ιδεολογική ήττα του, επικέντρωσε τη δραστηριότητά του στο οργανωτικό επίπεδο του Κόμματος. Οι "σοσιαλιστικές" απόψεις του (που έτσι κι αλλιώς δεν υπήρξαν αποτέλεσμα βαθιάς κοινωνικής ανάλυσης, μολονότι ειλικρινείς) και ο πρότερος ριζοσπαστισμός του υποχώρησαν. Πλησιάζοντας προς το 1930, το ιδεολογικό προφίλ του υπέστη μεταβολή, απομακρύνθηκε από τον "εργατισμό" και πλησίασε τις μικροαστικές τάξεις, η υποστήριξη των οποίων στο ναζιστικό κόμμα κρινόταν σημαντική. Η πορεία του και η νομιμόφρονη στάση έναντι του Χίτλερ τον αποξένωσε τελικά πλήρως από τον αδελφό του, Ότο, του οποίου πλέον τις ιδέες και τη στάση δεν ενέκρινε και ο οποίος τον Ιούλιο του 1930 αποχώρησε από το Κόμμα για να ιδρύσει το Μαύρο Μέτωπο (Schwarze Front).[17]

Παραίτηση από τα κομματικά αξιώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δεκέμβριο του 1932 ο Καγκελάριος Κουρτ φον Σλάιχερ προσέφερε στον Στράσερ το αξίωμα του Αντικαγκελάριου και την Πρωθυπουργία της Πρωσίας. Συνήθως, η ερμηνεία αυτής της κίνηση είναι πως ήλπιζε έτσι να διχάσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, συσπειρώνοντας την "αριστερή" πτέρυγά του γύρω από τον Στράσερ, μοιράζονταςτο Κόμμα σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Με ετούτο τον τρόπο θεωρούσε ότι απέτρεπε τη δυνατότητα του Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία. Ωστόσο, το επεισόδιο αυτό είναι πιο περίπλοκο, διότι από το 1930 και έπειτα, ο Στράσερ από ιδεολογική και πολιτική άποψη μετεξελισσόταν από ηγετική φυσιογνωμία του ναζιστικού κόμματος, ή επικεφαλής μιας ομάδας εντός αυτού, σε πολιτικό άνδρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης με ευρύτερες αναφορές και χωρίς στενές κομματικές δεσμεύσεις.[18]
Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα του Σλάιχερ να απομονώσει πολιτικά τον Χίτλερ απέτυχε. Στις 7 Δεκεμβρίου 1932 ο τελευταίος, εξοργισμένος, στη συνάντηση που είχε με τον Στράσερ, τον κατηγόρησε για προδοσία και συνωμοσία.[19] Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Στράσερ εξωθήθηκε σε παραίτηση από τα αξιώματα που κατείχε στο ναζιστικό κόμμα.[20] Διατήρησε τη θέση του στο κοινοβούλιο μέχρι το Μάρτιο του 1933, οπότε και παραιτήθηκε. Στη συνέχεια, αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να βρει απασχόληση σε μια χημική-φαρμακευτική εταιρεία, θυγατρική της IG Farben. Έκτοτε, αν και δεν παραιτήθηκε από κομματικό μέλος, αφιερώθηκε αποκλεισιτκά στην επαγγελματική καρίερα του, πετυχαίνοντας να εκλεγεί την ίδια χρονιά αρχικά μέλος (Ιούλιος 1933) και λίγο αργότερα Πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης της Γερμανικής Φαρμακευτικής Βιομηχανίας.[21]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η απομάκρυνση του Στράσερ από την ενεργό πολιτική δε σήμαινε ότι οι αντίπαλοί του μέσα στο Κόμμα, που κατείχε πλέον την εξουσία, τον είχαν ξεχάσει. Λέγεται ότι ο Γκαίρινγκ τον ήθελε νεκρό από τον Αύγουστο του 1933, ενώ μαζί με αυτόν και οι Γκέμπελς και Χίμλερ φοβούνταν ότι οι πολιτικές εξελίξεις μπορούσαν ακόμα εκείνη την εποχή να είναι τέτοιες που να ευνοήσουν την επάνοδό του στην ενεργό πολιτική, εις βάρος των δικών τους αξιωμάτων. Ο Στράσερ συνελήφθη κατά τη μεγάλη επιχείρηση εσωτερικής εκκαθάρισης του ναζιστικού κόμματος που έγινε γνωστή ως "Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών". Την πρωτοβουλία της ένταξης του ονόματός του στις προγραφές είχαν κυρίως οι Γκαίρινγκ και Χίμλερ, ώστε να βγει από τη μέση ένας δυνητικά επικίνδυνος για αυτούς αντίπαλος. Λίγες βδομάδες πριν, στις 13 Ιουνίου 1934, ο Χίτλερ είχε συναντήσει το Στράσερ για να του προσφέρει τη θέση του Υπουργού Οικονομικών, που κατείχε ο Κουρτ Σμιτ. Ο Στράσερ φέρεται να είχε αποδεχτεί, υπό τον όρο να απομακρύνονταν από τα αξιώματά τους οι Γκαίρινγκ και Γκέμπελς, πράγμα όμως που ο Χίτλερ απέρριψε.[22]
Ο Στράσερ εκτελέστηκε στις 30 Ιουνίου 1934. Τον πυροβόλησαν πισώπλατα, ενώ βρισκόταν στο κελί του. Φαίνεται πως δεν πέθανε αμέσως και, σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Χάιντριχ, που συντόνιζε τις εκτελέσεις στα κελιά στης Prinz-Albrecht-Straße 8 (αρχηγείο της Γκεστάπο, στο Βερολίνο), ακούστηκε αργότερα να ρωτά αν ο Στράσερ ήταν ακόμα ζωντανός και στη συνέχεια να διατάζει τους φρουρούς να "αφήσουν το γουρούνι να πεθάνει στο αίμα του".[23] Από το μένος των εκτελεστών δε γλίτωσε ούτε ο δικηγόρος του Στράσερ, Βάλτερ Σκοτ.[24]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

ΝΑΒΙΣ: Ο ΑΠΟΣΙΩΠΟΥΜΕΝΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ


(Από το βιβλίο του Βλάση Γ. Ρασσιά «ΕΠΙΤΟΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΩΝ»).
Ο βασιλεύς Νάβις σε νόμισμα της Σπάρτης

Το έτος 207 πΧ, ο καταγόμενος από το βασιλικό γένος των Αγιαδών Νάβις (γενική Νάβιδος ή Νάβιος), μία προσωπικότητα που έχει σαφώς αδικηθεί από την επίσημη Ιστορία η οποία αναμασά αβίαστα την εχθρότητα του φιλορωμαίου Πολυβίου, παραμερίζει τον παράνομο νεαρόν βασιλέα Πέλοπα και καταλαμβάνει επαναστατικώς την αρχή, στηριζόμενος από μισθοφορικές στρατιωτικές μονάδες και έχων την υποστήριξη της ομοϊδεατίσσης συζύγου του Αγαπήνας. Αμέσως μετά την πλήρη εδραίωση της αρχής του, ο “τύραννος” Νάβις πραγματοποιεί με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα και δυναμισμό την κοινωνική επανάσταση που είχαν οραματισθεί οι μάρτυρες προκάτοχοί του Άγις και Κλεομένης: καταργεί την δωρική ολιγαρχία, δημεύοντας τις περιουσίες των πλουσίων ολιγαρχικών και παραχωρώντας τες σε “νέους πολίτες”, δηλαδή στους είλωτες που απελευθέρωσε και εστρατολόγησε δια νόμου, και πολλούς εκ των “περιοίκων”. Ο Νάβις προχωρεί και σε επιμελή οχύρωση της πόλεως της Σπάρτης,
δημιουργεί ισχυρό στόλο με τον οποίο πραγματοποιεί πειρατικές επιδρομές μέχρι ακόμη και την Κρήτη και σπάζει την συμμαχία με την Ρώμη με αφορμή το ότι οι εχθροί της Σπάρτης Αχαιοί έγιναν δεκτοί ως σύμμαχοι της Ρώμης και το ότι, επίσης, οι Ρωμαίοι και οι Αχαιοί εστήριζαν συστηματικώς τα ολιγαρχικά καθεστώτα.

Το έτος 200, ο Νάβις, εκμεταλλευθείς μία απουσία του Φιλοποίμενος στην Κρήτη, εισβάλλει στην Μεγαλοπολίτιδα την οποία λεηλατεί και μοιράζει τα λάφυρα στους πτωχούς κατοίκους της Λακωνικής Τριπολίτιδος στην άνω κοιλάδα του Ευρώτα. Πολιορκεί δε ανεπιτυχώς αυτή την ίδια την Μεγαλόπολι, ενώ δύο έτη αργότερα στέφεται επισήμως βασιλεύς των Σπαρτιατών, όπως φαίνεται από νόμισμα της εποχής που φιλοξενείται στο Μουσείο Σπάρτης και έχει την επιγραφή “ΒΑΙΛΕΟΣ ΝΑΒΟΙΟΣ”. Το επόμενο έτος (197) συμμαχεί με τον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππο τον  Ε, που εκ συστήματος εστήριζε τα δημοκρατικά καθεστώτα σε αντίθετη τακτική από εκείνη των εχθρών του Ρωμαίων. Ως δώρα επισφραγίσεως της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο συμμάχων, ο Φίλιππος, δια του εκπροσώπου του Φιλοκλέους, διοικητού της Κορίνθου και του Άργους, υπόσχεται να δώσει μελλοντικά τις ανήλικες θυγατέρες του ως συζύγους των επίσης ανηλίκων υιών του Νάβιδος και χαρίζει στη Σπάρτη το Άργος και την πέριξ αυτού πεδιάδα. Ο Νάβις δέχεται την συμμαχία, αλλά δηλώνει ότι αρνείται να παραλάβει το Άργος αν οι ίδιοι οι Αργείοι δεν τον προσκαλέσουν στην πόλη τους με ψήφισμα του δήμου (Λίβιος, 32.38). Στην συνέλευση που ακολουθεί, οι ολιγαρχικοί Αργείοι κατορθώνουν ωστόσο να πυροδοτήσουν τον λαό με αντισπαρτιατικά συνθήματα και αναθέματα κατά του «Λακεδαιμονίου τυράννου» και απειλούνται με λυντσάρισμα όλοι οι Αργείοι που έχουν εκφρασθεί υπέρ της κοινωνικής επαναστάσεως. Μετά από αυτή την απρόσμενη τροπή των πραγμάτων, ο Νάβις απαντά στον Φιλοκλέα ότι είναι έτοιμος να παραλάβει την πόλη όποτε ο τελευταίος επιθυμεί να την παραδώσει. Στο Άργος, ο Νάβις εισέρχεται νύκτα, στήνει κανονικά τις φρουρές του και μετά κλείνει τις θύρες των τειχών για να μην δραπετεύσει κανείς από τους ολιγαρχικούς.

Αμέσως την επόμενη ημέρα, εφαρμόζει τα ίδια επαναστατικά μέτρα κατά της εντοπίας ολιγαρχίας που προσέβαλε τόσο αυτόν όσο και την Λακεδαίμονα: 
Συγκαλεί υπό τα όπλα την συνέλευση του δήμου και παρουσία όλων των πολιτών κηρύσσει κοινωνική επανάσταση, διαγράφει όλα τα χρέη των πτωχών, παραγράφει όλα τα οικονομικά ή κατά της περιουσίας αδικήματα και προχωρεί σε αναδασμό της γής, αφού προηγουμένως δημεύει την περιουσία των επωνύμων ολιγαρχικών. 
Η ίδια μάλιστα η Αγαπήνα εποπτεύει την παράδοση όλων των χρυσών και αργυρών κοσμημάτων των πλουσίων Αργείων γυναικών (Πολύβιος, ΧΧΙΙ, 17) και την είσπραξη των «προστίμων» από τους μη πολιτικώς ενεργούς ολιγαρχικούς που τουλάχιστον τους επιτρέπεται να κρατήσουν την ακίνητη περιουσία τους.

Ανησυχήσαντες οι Ρωμαίοι και οι σύμμαχοί τους Αχαιοί και βασιλεύς Άτταλος, από την επέκταση του επαναστατικού καθεστώτος και στο Άργος, καλούν τον Νάβιδα σε διαπραγματεύσεις στις οποίες έρχεται ένοπλος και τους δηλώνει ότι ο δήμος των Αργείων είναι πλέον με το μέρος του και δεν προτίθεται να αποσυρθεί από την πόλη τους. Σε επισφράγιση ωστόσο μίας τετραμήνου ανακωχής που συμφωνείται, ο Νάβις κάνει το λάθος να χαρίσει στον επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού Quinctius ένα επίλεκτο συμμαχικό του σώμα, αποτελούμενο από 600 Κρήτες, το οποίο χρησιμοποιεί ο τελευταίος αμέσως μετά για να επιτεθεί κατά της Κορίνθου, δίδοντας την εντύπωση στον φρούραρχό της Φιλοκλέα ότι ο Νάβις έχει σπάσει την συμμαχία με τον Φίλιππο.

Όταν το ίδιο έτος, ο Φίλιππος ηττάται από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές, ο Νάβις μένει δίχως συμμάχους. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Σπάρτης και επικηρύσσει το Νάβιδα και το αυτό πράττουν οι λοιποί Έλληνες (πλην των Αιτωλών) σε ειδικό Συνέδριο στον Ισθμό. Ρωμαίοι, Έλληνες και εκδιωχθέντες ολιγαρχικοί Σπαρτιάτες με επικεφαλής τον έκπτωτο βασιλέα Αγησίπολιν, βαδίζουν κατά του Άργους, το οποίο υπερασπίζεται με επιτυχία ο αδελφός της Αγαπήνας Πυθαγόρας. 
Η αντισπαρτιατική στρατιά στρέφεται τότε, μέσω του Παρθενίου όρους, της Τεγέας, των Καρυών και του Οινούντος, κατά της ιδίας της Σπάρτης, την οποία όμως έχει τειχίσει μερικώς αλλά με μεγάλη επιτυχία ο Νάβις, ο οποίος προβάλλει επιτυχώς αντίσταση επί μακρόν διάστημα στις από τρείς διαφορετικές πλευρές επιθέσεις των Ρωμαίων και Αχαιών..

Το έτος 196 πΧ, πενήντα χιλιάδες Ρωμαίοι, υπό τον Τίτο Κόϊντο Φλαμινίνο, ο οποίος το ίδιο έτος έχει κηρύξει στον Ισθμό την αυτονομία όλων των Ελληνικών πόλεων που απελευθερώνονται από τους Μακεδόνες, καταλαμβάνουν όλες τις παράλιες πόλεις της Λακωνικής και αυτό ακόμη το Γύθειον και υποχρεώνουν το Νάβιδα να έλθει σε διαπραγματεύσεις. Οι όροι που έθεσαν οι Ρωμαίοι, απορρίπτονται ωστόσο από την εκκλησία του Σπαρτιατικού Δήμου και η πολιορκία συνεχίζεται. Οι πολιορκημένοι ενισχύονται και από την, υπό τον Πυθαγόρα, σπαρτιατική φρουρά του Άργους που εγκατέλειψε την πόλη για να βοηθήσει την άμυνα της πατρίδος γής. Σε μία περίπτωση που οι Ρωμαίοι κατορθώνουν να σκαρφαλώσουν στις επάλξεις, ο Πυθαγόρας πυρπολεί όλα τα κτίρια που γειτονεύουν με τα τείχη της πόλεως. Το επόμενο έτος (195), ο Φλαμινίνος υποχρεώνει τελικώς το Νάβιδα σε συνθηκολόγηση με σκληρούς όρους. Περιορίζεται ο στόλος της Σπάρτης σε μόνον δύο άοπλα πλοία, αποδίδονται οι περιουσίες των ολιγαρχικών, στερείται η πόλη του δικαιώματος κηρύξεως πολέμων ή συνάψεως συμμαχιών, πράξεις οι οποίες στο εξής θα θεωρούνται ανταρσίες, παραδίδονται στους Ρωμαίους όμηροι (συμπεριλαμβανομένου και αυτού του υιού του Νάβιδος), καταβάλλεται πολεμική αποζημίωση, αποδίδονται τα εδάφη των Μεσσηνίων και περιορίζονται τα σύνορα της Σπάρτης εντεύθεν του Παμίσου, πάνω στον Ταϋγετο, αποσπώνται δε όλες οι πόλεις της Λακεδαίμονος, εν συνόλω 24, που είχαν συμπράξει με τους Ρωμαίους κατά του Νάβιδος, καθώς και το Άργος.

Το έτος 192, με τους Ρωμαίους να έχουν αποτραβηχθεί από την Ελλάδα, ο  Νάβις συνάπτει εναντίον αυτών και των Αχαιών μυστική συμμαχία με τους Αιτωλούς και επιχειρεί να ανακαταλάβει το Γύθειον, πράγμα που επιτυγχάνει, πλην όμως η Λακωνική δέχεται αμέσως την άγρια επίθεση των Αχαιών υπό τον Φιλοποίμενα. Ο Νάβις σπεύδει προς συνάντησή τους και οι δύο στρατοί συγκρούονται κοντά στο όρος Βαρβοθένη, παραφυάδα του Πάρνωνος, όπου οι Σπαρτιάτες και οι λοιποί μισθοφόροι ηττώνται και κατασφάζονται. Τα λείψανα του στρατού του Νάβιδος καταφεύγουν στη Σπάρτη και οι Αχαιοί εγκαταλείπουν την Λακωνική. Μετά από μυστικές συνεννοήσεις, χίλιοι Αιτωλοί υπό τον Καλυδώνιο στρατηγό Αλεξαμενόν καταφθάνουν στην Σπάρτη για να οργανωθεί νέα επίθεση του Νάβιδος κατά των Ρωμαίων και Αχαιών. Εκεί όμως ο Αιτωλοί, ακολουθήσαντες την πάγια αρπακτική τους συνήθεια, επιθυμώντας να καταλάβουν την πόλη και το θησαυροφυλάκιό της, περικυκλώνουν το Νάβιδα όταν αυτός εκγυμνάζει τον στρατό του. Εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη του τελευταίου, ο Αλεξαμενός τον πλησιάζει, τον αιφνιδιάζει και τον γκρεμίζει από τον ίππο του σκοτώνοντάς τον, μαζί με τους Αιτωλούς, με πολλούς σπαθισμούς και λογχισμούς. Στη συνέχεια οι Αιτωλοί αρχίζουν να λεηλατούν την Σπάρτη. Μετά από τον πρώτο αιφνιδιασμό ωστόσο, οι Σπαρτιάτες, μάχιμοι και μη, παίρνουν τα όπλα και επιτίθενται κατά των ληστών, σκοτώνοντας τον επικεφαλής τους αλλά και τους περισσότερους από αυτούς (Λϊβιος, ΧΧΧV, 35-36). Σε λίγο, ο Αχαιός στρατηγός Φιλοποίμην, ευρίσκει την ευκαιρία να εισβάλλει για μία ακόμη φορά στην Λακωνική και να υποχρεώσει την ακέφαλη Σπάρτη να γίνει μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, καταλύοντας ουσιαστικώς πλήρως την ανεξαρτησία της...