Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

"ΕΞΥΠΝΑΚΙΣΜΟΙ" ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΉ ΣΚΈΨΗ (Κ.Ντ.)

"ΕΞΥΠΝΑΚΙΣΜΟΙ" ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΉ ΣΚΈΨΗ

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο

Φαινομενικά "έξυπνο" το παραπάνω σκίτσο ε;
Μπορεί να αναχθεί σε κανόνα όμως η εξαίρεση;...
Την ολότητα, το γενικό, το καθορίζει η εξαίρεση, ένα επιλεγμένο πονηρά ή μη επί μέρους ή ο κανόνας, η μεγάλη πλειοψηφία, το σύνολο των μερών του;
Ισχύει πχ, στην αριθμητική, ως πιθανή οπτική σύγχιση, μα επουδενί ως λεκτική και προπαντός νοηματική διατύπωση, για το 6 και 9 μα δεν ισχύει ...ούτε οπτικά για τα 0, 1.2,3, 4, 5,7,8, 10,11 και άπειρους άλλους αριθμούς...
Έτσι και στην ζωή.
Η σοφιστική (η "εξυπνακίστικη" προσπάθεια αναγωγής δηλαδή μιας εξαίρεσης σε ...κανόνα) δεν αντικαθιστά την κοινή λογική.
☺️Ούτε η ...αμπελοφιλοσοφία την φιλοσοφία...
Χρησιμεύουν όμως κάτι τέτοια για να προσπαθούν πονηρές εξουσίες να μας κάνουν να αμφιβάλλουμε για την δική μας οπτική πχ της πολιτικής κατάστασης και να περνάν την άποψη ότι το κοινωνικά σωστό ή λάθος,το δίκιο ή αδικία, η σταθερότητα ή όχι σε αρχές και διακηρύξεις, το ηθικό ή ανήθικο κλπ κλπ εξαρτάται από το πώς το βλέπει κανείς, όλα είναι τάχα υποκειμενικές αντιλήψεις, δεν υπάρχει τάχα μια ενιαία στα βασικά της στοιχεία αντικειμενική αλήθεια για όσα γίνονται για εμάς, χωρίς εμάς, ενάντια σε εμάς!...
Οι ανατολίτες σεϊχηδες κι εμίρηδες έπεισαν μέσω ..Αλάχ τους εκεί κακομοίρηδες πως..."είναι το κισμέτ" το πεπρωμένο υπεύθυνο για ό,τι μέλλεται στον βίο καθενός.
Οι πιο "εκλεπτυσμένοι" δυτικοί έμποροι και νταβατζήδες λαών, πλασσάρουν (όχι παντού,όχι επουδενί στην τεχνολογία,δεν τους συμφέρει να μην αναπτυσσεται προς όφελός τους αυτή, μόνο στην αμπελοφιλοσοφία και κοινωνιολογία τους προς τις "μάζες") τον αγνωστικισμό, τον "πλουραλισμό της αλήθειας", τον σχετικισμό.
Κοινή η επιδίωξη, άλλες οι μορφές και τα μέσα υλοποίησής της σε ανατολή και δύση...
Κ.Ντ.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ: Σε χρήση ήδη το Τυμπάκι με μέσα δοκιμασμένα για πό...

Σε μια απέραντη «βάση εφόρμησης» για όλους τους βρώμικους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ μετατρέπει τη χώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ...ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ: Σε χρήση ήδη το Τυμπάκι με μέσα δοκιμασμένα για πό...: Σε μια απέραντη «βάση εφόρμησης» για όλους τους βρώμικους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ μετατρέπει τη χώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ... ...

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Τρεμπεσίνα 1941 και 14ο Σύνταγμα Χανίων, της 5ης Μεραρχίας Κρητών!

Η χιονισμένη κορυφή ,αυτή που κρύβεται μέσα στα σύννεφα ,είναι η ανθρωποφάγος Τρεμπεσίνα .
Υψόμετρο 1924.Γενάρης του 41 .Χιονοθύελλα .Οι Χανιώτες του 14ου Συντάγματος της 5ης Μεραρχίας είναι στα πόδια του βουνού .Στην κορυφή οι Ιταλοί Αλπίνοι. Κάθετη η βουνοπλαγιά .Απαρτη.
«Αδύνατον» αναφωνεί ο Νικόλαος Σπένδος ,ο Συνταγματάρχης ,στην εντολή «προχωρείτε!».
Πώς να στείλεις τους στρατιώτες στη σίγουρη σφαγή;
Πώς να ανεβάσεις 1500 παγωμένους στρατιώτες ακάλυπτους ,στην κάθετη ,κρυσταλωμένη βουνοπλαγιά ,εκεί που δεν γαντζώνει μήτε σίδερο και που τη γαζώνουν τα πολυβόλα ;
Ναι είναι «Αδύνατον».
«Εγώ παιδιά θα πάω .Κι όποιος θέλει έρχεται.Αμα παγώνουμε εμείς εδώ κάτω ,αυτοί εκεί πάνω θα χουν γίνει κούτσουρα»
Τον λένε Ησίοδο.
Ησίοδο Τσίγκο.Μικρασιάτης από τα Βουρλά.Το μόνο αγόρι της οικογένειας που γλίτωσε από τους Τσέτες ,χάρη σε ένα Τούρκο γείτονα που έκρυψε αυτόν και τη μάνα του σ ένα κάρο.Και βγήκαν στα Χανιά .Εκεί μεγάλωσε.Τώρα ,έφεδρος ανθυπολοχαγός ,ελλείψει μονίμων ,διοικεί τον 11ο Λόχο.
«Λοιπόν ,εγώ πάω»
-«μα κ Ανθυπολοχαγέ ο Συνταγματάρχης δεν το ξέρει!»
«Θα του το πούμε άμα φτάσουμε»
Τον ακολουθούν σαράντα.
Ανεβαίνουν .Καρφώνουν τις ξιφολόγχες στον πάγο κι ανεβαίνουν .
Δεν τους χτυπούν τα πολυβόλα .Μα τους χτυπά πιο άγρια η θύελλα.
Τους ξυλιάζει τα πόδια και τους αχρηστεύει τα δάχτυλα.Μέχρι και το δάκρυ τους παγώνει.
Ανεβαίνουν .Από τη μέση κι απάνω κάθε 50 μέτρα χάνουν κι έναν.
Μα ανεβαίνουν .
Φτάνουν στο 1924 !
Εφτά κι ένας ο ανθυπολοχαγός οχτώ…
Τα ξυλιασμένα χέρια είναι αδύνατο να περάσουν ξιφολόγχη στα τουφέκια.
Τις κραδαίνουν σα μαχαίρια και πέφτουν στα Ιταλικά αμπριά.
Αδεια!
Ψυχή ζώσα!
Οι Ιταλοί φοβήθηκαν τον παγωμένο θάνατο και φύγαν!
Κατέβηκαν χαμηλά να σωθούν μέχρι να κοπάσει ο δαίμονας.
Κονσέρβες ,τσιγάρα , σοκολάτες όλα στη θέση τους .Τακτοποιημένα .
Το ίδιο τα βαριά πολυβόλα και δυό –τρείς μικροί όλμοι.
«Γυρίστε τα από την άλλη!» φωνάζει ο Ησίοδος.
«Θα ρθούνε το πρωί!»
Και έρχονται το πρωί που χει πάψει η θύελλα .Τραγουδώντας να ξαναπιάσουνε τα αμπριά τους…
Και τους θερίζουνε τα δικά τους πολυβόλα!
Οσοι ζούνε το βάζουνε τα πόδια ,να ειδοποιήσουν πως την κορφή την πιάσανε οι Ελληνες!
Μα το ίδιο κάνει κι ο Τσίγκος .Φωνάζει στον γκρεμό ,όσοι από τους δικούς του δεν είναι παγωμένοι ,να μην ανέβουν .Να γυρίσουν στο Σύνταγμα .Να πουν πως θέλουμε ενισχύσεις στην κορυφή!
Στο μεταξύ φαίνονται οι Ιταλοί στη βορεινή ρίζα .Δυό ολόκληρα Συντάγματα Αλπινιστών ανεβαίνουν να ξαναπάρουν το βουνό .
Μα είναι αργά!Ο Παπαστεργίου ,ο Μέραρχος, έχει προλάβει να τους ανεβάσει όλους στο βουνο!Ολόκληρη τη Μεραρχία Κρήτης!
Αριστερά οι Ρεθυμνιώτες του 44ου .Στο Κέντρο οι Χανιώτες του 14ου και δεξιά οι Καστρινοί κι οι Λασιθιώτες του 43ου.
Οι Ιταλοί δεν είναι δειλοί .Ορμούν .Πιάνονται χέρι με χέρι οι Κρητικοί με τους Τυρολέζους και τα παιδιά από τα Απένινα.
Γλυστρούν και πέφτουν αγκαλιασμένοι στις παγωμένες χαράδρες και στις τρύπες του βουνού.
Κοντά δυο μέρες σκοτώνονται ,ώσπου το πράμα γίνεται ξεκάθαρο
Οι Κρητικοί πήραν την Τρεμπεσίνα!*
Γ.Δ.Π.
*Την καταπληκτική αυτή φωτογραφία δεν την τράβηξε κάποιος πολεμικός ανταποκριτής .Δεν είναι φωτογραφία προπαγάνδας .Την τράβηξε μια νοσοκόμα του Ελληνικού Στρατού ,η Μαρία Χρουσάκη.Χάρη στον Βασίλη Χολέβα δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα.
Είναι Ιταλοί αιχμάλωτοι ,πολλοί τραυματισμένοι ,με τους Ελληνες φρουρούς τους
Στην κοιλάδα του Αώου.Στο βάθος η φονική Τρεμπεσίνα.
*Το μικρό αυτό κείμενο το αφιερώνω σε ένα θείο που δεν γνώρισα και που σίγουρα έχει μείνει μια μικρή αόρατη κουκίδα στο βάθος αυτής της φωτογραφίας..Τον έλεγαν Παπαδάκη Νικόλαο του Γεωργίου, στρατιώτης στο 43 Σύνταγμα .
Θα την «αφιερώσω» κιόλας όμως ,σε όλους τους σύγχρονους «Ελληνες» που γουστάρουν να λιντσάρουν.Αλλά και στους άλλους «Ελληνες» που γουστάρουν να λιντσάρουν εκείνους που λιντσάρουν…

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

ENA ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

του  Κώστα  Χατζηαργύρη*

Ένας παλιός θρύλος λέει ότι στα χρόνια των κουρσάρων  ο Κωνσταντής, που είχε πλουτίσει από την πειρατεία, μετανιωμένος για την κουρσάρικη ζωή του, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί στη στεριά. Με δυο συντρόφους του λοιπόν και δυο μπαούλα  γεμάτα χρυσά νομίσματα ανέβηκαν σ’ ένα ορεινό χωριό και παρουσιάστηκαν στο καφενείο σαν διώκτες των κουρσάρων, που ο βασιλιάς της Ισπανίας τους είχε ανταμείψει για τις υπηρεσίες τους. Για να καλοπιάσουν μάλιστα τους χωριανούς και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, άνοιξαν τα μπαούλα και τους μοίρασαν από τρία φλουριά. Τα χρήματα αυτά έφεραν ανστάτωση στο χωριό.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές σε κίνηση για το ειρηνικό χωριό. Ένας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και το αναστάτωσε. Κάθε χωριανός το νόμισε χρέος να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Κι έπεσαν όλοι με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν και μάλιστα πουλούσανε κείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε έτσι το παζάρι ένα είδος χρηματιστήριο εκείνου του καιρού. Ο κυρ Σωκράτης με τον αδερφικό του φίλο Νικολή τριγύριζαν με τα σακούλια τις μπαγκανότες [1]  στο χέρι κι έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι. Ο μαυροπίνακας του σχολείου (το είχαν κλείσει από χρόνια) κουβαλήθηκε στην πλατεία, στήθηκε κάτω απ’ την κερασιά κι ο Γιαννούλης Κακουλής έγραφε την κάθε ώρα τις πορείες των τιμών. Είχε την εντολή από την κοινότητα να πληροφορεί πρόθυμα όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν κι έτσι λάβαιναν όλοι γνώση πού βρισκότανε τα φασόλια, να πούμε, κι αν σύφερνε να κρατάει κανένας φασόλια στα χέρια του ή να τα δώσει και να πάρει ρεβίθια που έδειχναν ύψωση.
-Πού βρίσκεται η φακή, Γιαννούλη;
-Δεκαπέντε μπαγκανότες το καντάρι.
-Δεκαπέντε! Τι λες, βρε παιδί; Το πρωί δεν ήτανε δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί έγινε ζήτηση. Ο κυρ Σωκράτης είχε αγοράσει  όσα σακιά με φακή βρήκε μπροστά του και τώρα πού φακή; Και δεκάξι να ‘δινες, ζήτημα αν θα ‘βρισκες. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν παρέκει να σκεφτούν και, σαν πονηροί που ήταν, αποφάσισαν για φακή γιατί κάτι θα ‘ξερε ο κυρ Σωκράτης. Έτσι, όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στα δεκάξι, έπεσαν κι αγόραζαν κι έστησαν μάλιστα και καυγά ποιος να πρωτοπάρει. Ο κυρ Σωκράτης μπήκε κι αυτός στη μέση κι είχε μια ύποπτα μεγάλη χαρά, που θ’ αγόραζε επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε. Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουνε κι αυτοί οι φουκαράδες, που το ‘χανε λαχτάρα, κι ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε. Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες. Κανένας τους όμως δε σκέφτηκε τούτο: Πώς βρέθηκε στα χέρια του κυρ Νικολή η φακή, αφού την είχε αγοράσει όλη ο κυρ Σωκράτης; Κανένας; Όχι βέβαια. Βρέθηκε κάποιος να το σκεφτεί, ο καφετζής, αλλά όταν το σκέφτηκε, ήταν πια αργά. Η φακή είχε πάρει τον κατήφορο κι όταν οι καινούριοι ιδιοκτήτες της θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεφτά, για να βγάλουν κι αυτοί μια μπαγκανότα κέρδος, κανένας δεν αγόραζε. Ο κυρ Σωκράτης, που του λέγανε να πάρει, αποκρινότανε πως,  τι να πάρει που καταστράφηκε με την καταραμένη τη φακή.
-Στα πόσα είναι τώρα, Γιαννούλη; ρώτησε μ’ ένα θλιβερό ύφος.
-Στα δώδεκα.
-Τα βλέπετε; στράφηκε στους χωριανούς. Κι όσο σκέφτομαι πως την αγόρασα στα δεκατρία!... Μη μου μιλάτε πια για φακή, αφήστε με στον πόνο μου.
Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη τους παρηγοριά ήτανε πως, αφού κι ο κυρ Σωκράτης την έπαθε με τη φακή, τι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί; Έβρισαν τη φακή, βλαστήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα. Ο κυρ Σωκράτης δείχτηκε καλός και την αγόρασε.
-Και στα εννιά να μας την πλέρωνες κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη. Πάρ’ τηνε να μην την ξαναδούμε στα μάτια μας!
-Στα εννιά όχι, δε σας την παίρνω, τους αποκρίθηκε με ύφος πατρικό. Στα δέκα θα σας την πάρω. Γιατί να χάσετε κι εσείς μια μπαγκανότα; Ας τήνε χάσω εγώ που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά.
Στα πατρικά τούτα λόγια ένιωσαν οι χωριανοί μέσα τους μια τέτοια δυνατή εκτίμηση για τον άνθρωπο αυτό, ώστε μπορούσανε για χατίρι του να κάνουνε και φόνο. Τραβήχτηκαν με σεβασμό παρέκει, αφού του παρέδωσαν τη φακή  κι όλη εκείνη τη μέρα στάθηκαν μακριά από τον πίνακα του Γιαννούλη.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν τα λειψά τους λεφτά και πολλές φορές έκοψαν το μέτρημα στη μέση για να ορκιστούν  πως δε θα ξαναφάνε φακή σ’ όλη τους τη ζωή. Την άλλη μέρα έριξαν όλο τον παρά τους στα φασόλια. Έπαιξαν με τα πάνω και τα κάτω σαν παλαβοί κι είχανε μια τέτοια μανία, σαν να παίρνανε εκδίκηση.
Ένα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν και βλαστήμησαν όλα τα όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά. Ο παράς χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πού κρύφτηκε.

                                                                                                               


[1] μπαγκανότα: χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα


Κώστας Χατζηαργύρης γεννήθηκε στο Χαρτούμ του Σουδάν, γιος του μηχανολόγου Δημοσθένη Χατζηαργύρη - ο οποίος εργαζόταν σε εργοστάσιο ζάχαρης - και της Αικατερίνης Καμπουροπούλου. Σε ηλικία δύο χρόνων εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τις αδελφές του, Αμαλία και Ηλέκτρα, στο Βόλο. Αποφοίτησε από το Τσοτύλιο Γυμνάσιο της Κοζάνης (1930). Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας του και ο Κώστας μετακόμισε με την υπόλοιπη οικογένεια στην Αθήνα. Το 1933 παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στην αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου και ήρθε σε επαφή με τη Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν. Από το 1935 και ως το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου ασχολήθηκε με το θέατρο (ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν) και τη μουσική. Το 1940 επιστρατεύτηκε στην Αλβανία. Από το 1941 ως το θάνατό του έζησε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως μηχανικός λινοτυπικών μηχανών. Το 1942 παντρεύτηκε την ηθοποιό Ελένη Χατζηαργύρη, με την οποία απέκτησε ένα γιο το Δημοσθένη και το 1947 σε δεύτερο γάμο την Πόπη Κοτσαύτη. Πέθανε στην Αθήνα από καρκίνο του πνεύμονα. Ο Κώστας Χατζηαργύρης ανήκει στη μεταπολεμική γενιά της ελληνικής πεζογραφίας. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1947 με την έκδοση του μυθιστορήματος Μειδιάματα και αγωνίες, η οποία εγκαινίασε τη συστηματική ενασχόλησή του με την πεζογραφία, ενώ ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή. Βασικό γνώρισμα του συνόλου του συγγραφικού του έργου είναι οι επιδράσεις από ξένους λογοτέχνες όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ο Κνουτ Χάμσουν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του, μια κατ’ επίφασην ταύτιση με έντονα ειρωνική διάσταση. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κώστα Χατζηαργύρη βλ. Καραβασίλης Γιώργος, «Κώστας Χατζηαργύρης · Η ζωή και το έργο του», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.22-24 και Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία


• Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Κώστας Χατζηαργύρης», Ηριδανός5-6, 1978.
• Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ο θεατρικός Χατζηαργύρης», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.29-31.
• Ζήρας Αλέξης, «Τοπογραφία της ανθρώπινης κωμωδίας (η γλώσσα του ήθους και η ηθική της γλώσσας)», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.25-28.
• Καραβασίλης Γιώργος Κ., «Μεταθανάτια δικαίωση ενός παραγνωρισμένου πρωτοπόρου», Διαβάζω13, 7-9/1978, σ.63-65.
• Κοββατζής Αστέρης, Κριτική για το Η παλιά αυλή, Ελληνική Δημιουργία18, 1/11/1948.
• Κουν Κάρολος, «Το χρέος μου», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.32-33.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Κώστας Χατζηαργύρης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.254-255. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Κωστίδης Διον., Κριτική για τη συλλογή διηγημάτων Ο τρόμος του υπαλλήλου και άλλα διηγήματα, Νέα Εστία135, 15/4/1994,ε τ.ΞΗ΄, αρ.1603, σ.557.
• Πανσέληνος Ασημάκης, Κριτική για το Μειδιάματα και αγωνίες, Μάχη, 16/6/1947.
• Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., Κριτική για το Οικογένεια Ζαρντή, Φιλολογική Καθημερινή, 28/6/1979 (τώρα και στον τόμο Παρακείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1983).
• Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
• Τσμπηράς Σωτ., Κριτική για την Οικογένεια Ζαρντή και το Θρύλο του Κωσταντή, Καθημερινή, 28/12/1978.
• Φέρρης Κώστας, «Οικογένεια Ζαρντή: Η μεταγραφή», Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.34-36.
• Χατζίνης Γιάννης, «Κώστα Χατζηαργύρη: Η παλιά αυλή», Νέα Εστία44, ετ.ΚΒ΄, 15/10/1948, αρ.511, σ.1317-1318.
• Χατζίνης Γιάννης, «Κώστα Χατζηαργύρη: Ο Θρύλος του Κωνσταντή», Νέα Εστία75, ετ.ΛΗ΄, 1η/2/1964, αρ.878.
Αφιερώματα περιοδικών
• Διαβάζω63, 23/2/1983.
Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Μυθιστορήματα
• Μειδιάματα και αγωνίες. Αθήνα, 1947.
ΙΙ.Νουβέλες
• Η παλιά αυλή. Αθήνα, Εστία, 1948.
• Οικογένεια Ζαρντή. 1950.
• Ο θρύλος του Κωνσταντή. 1951.
• Ο δρόμος προς τη δόξα. 1957.
ΙΙΙ. Διηγήματα
• Ο τρόμος του υπαλλήλου και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Εστία, 1953. 1. Για περισσότερα εργογραφικά στοιχεία του Κώστα Χατζηαργύρη βλ. Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., «Κώστας Χατζηαργύρης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67Η΄, σ.126-141. Αθήνα, Σοκόλης, 1988 και Διαβάζω63, 23/2/1983, σ.36.