του Κώστα Χατζηαργύρη*
Ένας παλιός θρύλος λέει ότι στα χρόνια των κουρσάρων ο Κωνσταντής, που είχε πλουτίσει από την πειρατεία, μετανιωμένος για την κουρσάρικη ζωή του, πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί στη στεριά. Με δυο συντρόφους του λοιπόν και δυο μπαούλα γεμάτα χρυσά νομίσματα ανέβηκαν σ’ ένα ορεινό χωριό και παρουσιάστηκαν στο καφενείο σαν διώκτες των κουρσάρων, που ο βασιλιάς της Ισπανίας τους είχε ανταμείψει για τις υπηρεσίες τους. Για να καλοπιάσουν μάλιστα τους χωριανούς και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, άνοιξαν τα μπαούλα και τους μοίρασαν από τρία φλουριά. Τα χρήματα αυτά έφεραν ανστάτωση στο χωριό.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές σε κίνηση για το ειρηνικό χωριό. Ένας δυνατός εμπορικός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και το αναστάτωσε. Κάθε χωριανός το νόμισε χρέος να πάει στο παζάρι και να εμπορευτεί. Κι έπεσαν όλοι με πάθος στο εμπόριο, αγόραζαν και πουλούσαν και μάλιστα πουλούσανε κείνα που είχαν αγοράσει χτες. Η βάση ήταν να μην κάθεται κανένας με σταυρωμένα χέρια και κατάντησε έτσι το παζάρι ένα είδος χρηματιστήριο εκείνου του καιρού. Ο κυρ Σωκράτης με τον αδερφικό του φίλο Νικολή τριγύριζαν με τα σακούλια τις μπαγκανότες στο χέρι κι έκαναν το μεγαλύτερο αλισβερίσι. Ο μαυροπίνακας του σχολείου (το είχαν κλείσει από χρόνια) κουβαλήθηκε στην πλατεία, στήθηκε κάτω απ’ την κερασιά κι ο Γιαννούλης Κακουλής έγραφε την κάθε ώρα τις πορείες των τιμών. Είχε την εντολή από την κοινότητα να πληροφορεί πρόθυμα όσους δεν ήξεραν να διαβάζουν κι έτσι λάβαιναν όλοι γνώση πού βρισκότανε τα φασόλια, να πούμε, κι αν σύφερνε να κρατάει κανένας φασόλια στα χέρια του ή να τα δώσει και να πάρει ρεβίθια που έδειχναν ύψωση.
-Πού βρίσκεται η φακή, Γιαννούλη;
-Δεκαπέντε μπαγκανότες το καντάρι.
-Δεκαπέντε! Τι λες, βρε παιδί; Το πρωί δεν ήτανε δεκατρείς;
Ο Γιαννούλης έδωσε την εξήγηση πως ανέβηκε η φακή γιατί έγινε ζήτηση. Ο κυρ Σωκράτης είχε αγοράσει όσα σακιά με φακή βρήκε μπροστά του και τώρα πού φακή; Και δεκάξι να ‘δινες, ζήτημα αν θα ‘βρισκες. Οι χωριανοί τραβήχτηκαν παρέκει να σκεφτούν και, σαν πονηροί που ήταν, αποφάσισαν για φακή γιατί κάτι θα ‘ξερε ο κυρ Σωκράτης. Έτσι, όταν σε λίγο βγήκε ο κυρ Νικολής να πουλήσει φακή στα δεκάξι, έπεσαν κι αγόραζαν κι έστησαν μάλιστα και καυγά ποιος να πρωτοπάρει. Ο κυρ Σωκράτης μπήκε κι αυτός στη μέση κι είχε μια ύποπτα μεγάλη χαρά, που θ’ αγόραζε επιτέλους κι άλλη φακή, καθώς έλεγε. Οι χωριάτες τον παρακάλεσαν να τους αφήσει να πάρουνε κι αυτοί οι φουκαράδες, που το ‘χανε λαχτάρα, κι ο κυρ Σωκράτης λύγισε στο τέλος και τραβήχτηκε. Πέσανε τότε στη φακή σαν χρυσοθήρες. Κανένας τους όμως δε σκέφτηκε τούτο: Πώς βρέθηκε στα χέρια του κυρ Νικολή η φακή, αφού την είχε αγοράσει όλη ο κυρ Σωκράτης; Κανένας; Όχι βέβαια. Βρέθηκε κάποιος να το σκεφτεί, ο καφετζής, αλλά όταν το σκέφτηκε, ήταν πια αργά. Η φακή είχε πάρει τον κατήφορο κι όταν οι καινούριοι ιδιοκτήτες της θέλησαν να την πουλήσουν στα δεκαεφτά, για να βγάλουν κι αυτοί μια μπαγκανότα κέρδος, κανένας δεν αγόραζε. Ο κυρ Σωκράτης, που του λέγανε να πάρει, αποκρινότανε πως, τι να πάρει που καταστράφηκε με την καταραμένη τη φακή.
-Στα πόσα είναι τώρα, Γιαννούλη; ρώτησε μ’ ένα θλιβερό ύφος.
-Στα δώδεκα.
-Τα βλέπετε; στράφηκε στους χωριανούς. Κι όσο σκέφτομαι πως την αγόρασα στα δεκατρία!... Μη μου μιλάτε πια για φακή, αφήστε με στον πόνο μου.
Οι χωριανοί τον άφησαν. Η μόνη τους παρηγοριά ήτανε πως, αφού κι ο κυρ Σωκράτης την έπαθε με τη φακή, τι μπορούσαν να κάνουν κι αυτοί; Έβρισαν τη φακή, βλαστήμησαν το ριζικό τους και την έδωσαν στα δέκα. Ο κυρ Σωκράτης δείχτηκε καλός και την αγόρασε.
-Και στα εννιά να μας την πλέρωνες κυρ Σωκράτη μας, πάλι θα σου τη δίναμε την άτιμη. Πάρ’ τηνε να μην την ξαναδούμε στα μάτια μας!
-Στα εννιά όχι, δε σας την παίρνω, τους αποκρίθηκε με ύφος πατρικό. Στα δέκα θα σας την πάρω. Γιατί να χάσετε κι εσείς μια μπαγκανότα; Ας τήνε χάσω εγώ που βουτήχτηκα έτσι κι αλλιώς στη συμφορά.
Στα πατρικά τούτα λόγια ένιωσαν οι χωριανοί μέσα τους μια τέτοια δυνατή εκτίμηση για τον άνθρωπο αυτό, ώστε μπορούσανε για χατίρι του να κάνουνε και φόνο. Τραβήχτηκαν με σεβασμό παρέκει, αφού του παρέδωσαν τη φακή κι όλη εκείνη τη μέρα στάθηκαν μακριά από τον πίνακα του Γιαννούλη.
Μέτρησαν και ξαναμέτρησαν τα λειψά τους λεφτά και πολλές φορές έκοψαν το μέτρημα στη μέση για να ορκιστούν πως δε θα ξαναφάνε φακή σ’ όλη τους τη ζωή. Την άλλη μέρα έριξαν όλο τον παρά τους στα φασόλια. Έπαιξαν με τα πάνω και τα κάτω σαν παλαβοί κι είχανε μια τέτοια μανία, σαν να παίρνανε εκδίκηση.
Ένα πρωί, τέλος, αφού οι χωριανοί μίσησαν και βλαστήμησαν όλα τα όσπρια και τα λοιπά εμπορεύματα, το αλισβερίσι κόπηκε ξαφνικά. Ο παράς χάθηκε από την αγορά και κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει πού κρύφτηκε.