*Τοπολαλιά ή ντοπιολαλιά: Η λαλιά των ανθρώπων ενός τόπου, η τοπική διάλεκτος
Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω...
Μόνον έτσι όμως έμαθα
ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια..
Μια γλώσσα όπως η ελληνική..
όπου...
Άλλο πράγμα είναι η Αγάπη και άλλο ο Έρωτας..
Άλλο η Επιθυμία και άλλο η Λαχτάρα..
Άλλο η Πίκρα και άλλο το Μαράζι..
Άλλο τα Σπλάχνα κι άλλο τα Σωθικά...
Οδυσσέας Ελύτης
Όσο είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει μια φυσική τάση προς τη γνώση («φύσει τού ειδέναι ορέγεται»), άλλο τόσο αληθεύει ότι όλοι μας έχουμε την τάση να αναζητούμε την προέλευση των λέξεων τής γλώσσας μας, την αρχική τους σημασία. Οι περισσότεροι άνθρωποι, με διάφορες ευκαιρίες, ετυμολογούν ή συνήθως (από έλλειψη ειδικών γνώσεων) παρ-ετυμολογούν λέξεις: υποθέτουν, διερωτώνται ή και αποφαίνονται για την προέλευση αυτής ή εκείνης τής λέξης. Με άλλα λόγια, μιλούν εμπειρικά για το έτυμο μιας λέξης.
Ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. παραδίδεται (από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη) ότι έτυμον είναι «η αληθής σημασία μιας λέξεως σύμφωνα με την προέλευσή της». Η λέξη έτυμον ως όρος προέρχεται από το επίθετο έτυμος που σήμαινε «αληθής» και χρησιμοποιείται ήδη στον Ομηρο: «ψεύσομαι, ή έτυμον ερέω;». Η λέξη είναι από την ίδια ρίζα μ' ένα άλλο επίσης ομηρικό επίθετο, το ετεός που σημαίνει επίσης «αληθινός, γνήσιος». Από αυτό είναι το όνομα Ετεο-κλής (που παραδίδεται ήδη σε πινακίδα της μυκηναϊκής Γραμμικής γραφής Β') καθώς και άλλα σύνθετα όπως το Ετεό-κρητες (γνήσιοι, αυτόχθονες Κρήτες) στον Ομηρο.
Ολόκληρη λοιπόν η οικογένεια αυτών των λέξεων και ιδιαίτερα η λέξη έτυμον δηλώνουν την αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή την ιχνηλάτηση της προέλευσής τους, που ταυτίζεται με τη σημασία εκκίνησης ή προέλευσης της λέξης, την πρώτη ή αληθινή ή βασική ή ετυμολογική σημασία.
|
Α
Σίγουρα δεν είναι αραβική όπως άνευ στοιχείων γράφουν κάποιοι.
Η δε γραφή "Αζωγυρές" όπως τόσες άλλες τοπωνυμίων, είναι λάθος.
και το αλυσαντρίστικα από αλυσίδα+αντρίστικα.
Κατά Ξανθιν. από το ανάθεμα.
*Όπου αναφέρω με κόκκινα γράμματα κάτι, είναι από προσωπική έρευνα και άποψη, μάλλον μη καταγραμμένη αλλού.Κ.Ντ. σημαίνει Κώστας Ντουντουλάκης, ο γράφων.
Ριζίτ: "Άντρες γιάντα με διώχνετε, γιάντα μ΄απολαλείτε,
βαγιοκλαδίζω: περιποιούμαι (πρβλ " υποδοχή μετά βαϊων και κλάδων")
Ίσως και από την αρχ. ελλην. βύρσα (προβιά ζώου).Τα σακκίδια πλάτης πολύ παλιά ήταν από προβιές και μετά την ανακάλυψη και πρόοδο της υφαντικής, από το μαλλί της προβιάς των ζώων.
Οπότε: βρόχος>βροχάλι, όπως από τον πύρο>πυργιάλι
Πολύ πιθανά επίσης από: ούλος=τριχωτός,εριούχος (απ΄αυτή τη ρίζα ουλ- το αγγλικό wool) ουλάς(αρχ.ελλ.)=θύλακος, σακκούλι. Άρα πιθανά από το θέμα βο της λέξης βους (από βόειο αρχικά δέρμα) έχουμε βο+ούλια>βούλια>βούρ(γ)ια, με μετατροπή του λ σε ρ όπως λέμε βολβός/βορβός, αλμύρ/αρμύρα. και το κρητικό ευφωνικό γ όπως λέμε καινούρια>καινούργια.
γάγλα, γάγκλα,γκάγκλα : στροφή,καμπύλη δρόμου Από το αρχ. ελλην.διάκλα, από το διακλώμαι=(για ευθεία) αλλάζω κατεύθυνση, σπάζω εις δύο) εξ ου γαγκλωτός=με στροφές,
Η ηλεκτρον. έκδοση της γνωστής εφημερ. Τα Νέα της 14/3/2019 όμως, στο άρθρο της με τίτλο
"Αυτές είναι οι ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι Τούρκοι" γράφει:
"...güğüm = γκιούμι, μεταλλικό κανάτι (Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά θεωρούν τη λέξη τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη.
Πιθανώς προέρχεται από το μεσν. ελλ. κουκούμιον, υποκορ. του λατ. cucuma(= λέβης, καζάνι)".
Ας κάνουμε μια παρατήρηση που ισχύει και για πάμπολλες άλλες πιθανολογούμενες ως τουρκ. ή άλλης ξενικής προέλευσης λέξεις:
Δ
δασκαλάκι, το: μαθητής δημοτικού
Ε
-έα (μερικές φορές και -ίλα,πχ ψαρίλα): κατάληξη ενδεικτική οσμής, πχ: τσουκνέα,σκανέα,θρασουλέα
Ίσως όμως(Κ.Ντ.) ετυμολ. και από το ευ+βίος/ευβία/ευβιά-ευγιά/εβγιά, επειδή στην αρχ.ελλην. (Λεξ.L/S) "βίος, ...κατάστασις ζωής..."
εκεινού: εκείνου
Ζ
ήβρηκα/ηύρηκα: βρήκα (αρχ. εύρηκα).
Θ
θαλαμώνω: Βάζω κάτι στη θαλάμη. Με μεταφορ. έννοια = γεμίζω την κοιλιά μου φαγητό, υπερχορταίνω.
Ι
-ιάρης: κατάλ.επιθέτων που δηλώνει πάθηση ή ελάττωμα (κοκαλιάρης, βερεμιάρης, εργασιάρης κλπ)/
΄Αρα, και το πανελλαδικό σημερινό επιτιμητικό επιφώνημα και ρήμα γιούχα/γιουχαϊζω είναι εξ αυτού, το δε αρχικό γ από το αρχαίο δίγαμμα F που προφερόταν μεταξύ γ και β:
FιFαχίζω>(γ)ι(γ)αχίζω>γιαχίζω>γιχαϊζω>γιουχαϊζω.
*Τα επιφωνήματα είναι συνήθως ηχομίμητες λέξεις, που αναπαράγουν φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος (ζώων και άλλους) ή εκφράζουν συναισθήματα (χαρά, λύπη, ενθουσιασμό, οργή, φόβο, θαυμασμό, έκπληξη, αγανάκτηση κ.λπ.) με αυθόρμητο τρόπο παραπέμποντας σε κραυγές μιας "προγλωσσικής" κατάστασης. Καθαρά φωνηεντικά μονοσύλλαβα είναι τα ἔ, ἤ, ὦ, ἆ, ἰαί, αἴ, οἴ, που αποτελούν κυρίως εκφράσεις θρήνου ή πόνου· το εἶα με τη σημασία του παρακελευσματικού (“εμπρός, έλα!”)· το εὖα είναι βακχικός αλαλαγμός· το βᾶ χρησιμοποιείται για σκωπτικό γέλωτα· το βαβαὶ δηλώνει θαυμασμό, το παπαῖ έκπληξη, το οὐᾶ απορία, τα φεῦ/ οἴμοι/ ἰὼ/ ἰοὺ είναι σχετλιαστικά, το ὦ κλητικό, το ἐλελεῦ πολεμικό κάλεσμα κ.λπ.
καβούσι(το): μικρή πηγή,λάκκος με νερό από μικρή πηγή. Από το αρχ ελλ κόος/κώος (αρχαιότερα, με δίγαμμα ΚΟFΟΣ (προφερόταν περίπου "κόβος") = κοίλωμα, κώοι=τα χάσματα της γης(βλ.Τζιροπ./Ευστ.).Το ιταλ.cavo=κοίλος, σαφώς προέρχ.από το κοFος
Κατά Ξανθ. από το τουρκ. kaynamak=βράζω, αλλά αυτό είναι προφανές δάνειο απ΄την ομιλούμενη στην Μικρά Ασία ελληνική γλώσσα, επί χιλιάδες χρόνια πριν εισβάλουν εκεί οι Τούρκοι, μα και μετά...
Άννα Τζιροπ. Ευσταθίου "Έλλην Λόγος": Ησύχιος, "κάπυς το πνεύμα...και γαρ αυτή η κεφαλή, υπό Ρωμαίων κάπουτ κέκληται από του ..αυτήν πεπνείσθαι ")
Κολεόπτερα λέγονται τα έντομα στα οποία το πρώτο ζευγάρι των φτερών (τα έλυτρα) είναι σκληρό.
Δεν χρησιμοποιείται για το πέταγμα, αλλά για να προστατεύει (σαν κολεός/θήκη)το πίσω μέρος του σώματος και το δεύτερο ζευγάρι φτερών. Τα πίσω φτερά συνήθως είναι διπλωμένα σαν σε θήκη, κάτω από τα έλυτρα, και ξεδιπλώνονται μόνο για το πέταγμα.
"κούρειον, το πρόβατον ή ο αμνός όν έθυον και εν συμποσίω ήσθιον οι φράτερες κατά την εορτήν ήτις εκαλείτο κουρεώτις..." Πόσο μοιάζει με την συνέχειά της-τωρινή "κουρά" στα ορεινά της Κρήτης, κοινή εργασία κουράς των κοπαδιών και γιορτή-γλέντι γερό στο τέλος της!
Από το αρχαίο κούρειον>κουράδι λοιπόν, όπως ακριβώς από τη λέξη σημείον>σημάδι, από πηγή>πηγάδι κλπ
και κουράτορας (εξ αυτού το μεταγενέστερο λατιν. curator, όχι αντιστρόφως...) είναι ο σημερινός κουραδάρης.
Λ
2. μηριαίο οστό. Αβέβαιης ετυμολογίας.
Λιγότερο πιθανό νοηματικά από το ιταλ. bandire=βάζω κατά μέρος (πιθανολόγηση Ξανθ.)
"Μεγάλη μπουμπουριά μού άνοιξες μωρέ διάολε!"
νόμι, το: η αμοιβή σε είδος (σε τυρί ή ζώα) για παραχώρηση βοσκότοπου, "έδωκά του δέκα οκάδες τυρί για νόμι στα χωράφια του". Από το νέμω=μοιράζω, διανέμω>νομάς=περιφερόμενος χάριν βοσκής>νομεύς=ποιμήν, βοσκός > νομή=βοσκότοπος.
νταβάς,ο: μήνυση ή δίκη, από τουρκ. dava
ντάε ή ντάι : άντε, γρήγορα, εμπρός. "ντάε, τέλειωνε μπλιο!". Πιθανά από άντε>ντάε ή (κατά Ξανθ) από το εν τάχει>εντάει>ντάε/ντάι
ντρύζος, ντρύζινος : δυναμικός χαρακτήρας, ισχυρογνώμων, ζόρικος. Από το δρυς, δρύινος (σκληρός σαν δρυς) >δρύγινος>ντρύζινος
πυροκότα, η: πυρίμαχα, ψημένα σε πολύ δυνατή φωτιά συμπαγή τούβλα της βάσης στο εσωτερικό του θόλου του φούρνου. Ονομασία αντίστοιχη της λατινικής λέξης «τερακότα», από το terra - cotia, που σημαίνει «ψημένη γη», η πυροκότα είναι μισή ελληνική, πυρ+μισή λατ. cotia/γη.
Πηγές,βοηθήματα,βιβλιογραφία:
Liddell & Scott: 8τομο "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" 2η έκδοση, 2006, εκδ. Πελεκάνος.
Γεώργιος Παπανδρεόπουλος:"Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας",εκδ. Ρώσση,3η έκδ. 1994.
Ηλίας Τσατσόμοιρος: "Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας από τον έλλοπα-θηρευτή μέχρι την Εποχή του Διός". εκδ.Δαυλός, 1991.
Αντωνίου Ξανθινάκη: "Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος", Πανεπιστημ. Εκδόσεις Κρήτης, 2000.
Σταμάτη Αποστολάκη: "Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης", Γλωσσάρι σελ.565-588, εκδ."γνώση", 1η έκδοση, καλοκαίρι 1993.
Αριστείδη Κριάρη: "Κρητικά Άσματα",εκδ.1920- "Μικρόν Λεξιλόγιον" στις σελ. 186-197 του βιβλίου.
Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη: "Συλλογή ξενόγλωσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη" Χανιά 1952.
Προσωπικές καταγραφές,σημειώσεις,παρατηρήσεις Κώστα Σπ. Ντουντουλάκη
Προσωπική καταγραφή λέξεων κρητικής τοπολαλιάς του δασκάλου Ανδρέα Περράκη
Πηγές, βοηθήματα, βιβλιογραφία:
Γεώργιος Παπανδρεόπουλος:"Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας", εκδ. Ρώσση 3η έκδ. 1994.
Ηλίας Τσατσόμοιρος: "Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας από τον έλλοπα-θηρευτή μέχρι την Εποχή του Διός" εκδ.Δαυλός, 1991.
Αντωνίου Ξανθινάκη: "Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώματος", Πανεπιστημ. Εκδόσεις Κρήτης, 2000.
Σταμάτη Αποστολάκη: "Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης", Γλωσσάρι σελ.565-588, εκδ."γνώση", 1η έκδοση, καλοκαίρι 1993.
Αριστείδη Κριάρη: "Κρητικά Άσματα",εκδ.1920- "Μικρόν Λεξιλόγιον" στις σελ. 186-197 του βιβλίου.
Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη: "Συλλογή ξενόγλωσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη" Χανιά 1952.
Προσωπικές καταγραφές, έρευνες,σημειώσεις, παρατηρήσεις Κώστα Σπ. Ντουντουλάκη.
Προσωπική καταγραφή λέξεων κρητικής τοπολαλιάς του δασκάλου Ανδρέα Περράκη
Συμπληρωματικά στοιχεία και επισημάνσεις
Σέλινο,
Έλος, Άη Δίκιος...
Πιθανή και πιο λογική προέλευση αυτής της μη υπάρχουσας σε καμιά άλλη εκκλησία
ονομασίας, κάποια αρχαία της ονομασία, (Δίον, Διός, Διός ιερόν κλπ) ως κορυφή συμβολίζουσα
τον Δία ή αφιερωμένη σε αυτόν, πιθανά με ιερό-ναϊσκο ή βωμό αφιερωμένο σ΄αυτόν, μιας και είναι η ψηλότερη κορφή της
Κισσάμου.
Εξάλλου και το εκεί ορεινό χωριό Έλος, φδεν σημαίνει ...έλος-βάλτο, αλλά φωτεινό, ηλιόλουστο μέρος, από το *σελ- ή ελ πχ: σέλας, σελήνη, (*Σ)Ελ-λάς<(Σ)ελ=λας (λίθος εξ ού λάνδη=έδαφος, τόπος, γη). (Σ)ΕΛΛΑΣ σημαίνει Ηλιόλουστος, φωτεινός πετρώδης τόπος. Από το λας=λίθος, έχουμε Λασ-ίθι, Λασθένης(Λας+σθένος).
Από τη λάνδη/τόπος (άγνωστο πώς) το αγγλικό land μα και η κατάληξη της ονομασίας πολλών ευρωπαϊκών χωρών πχ England, Finland, Iceland, Scotland κλπ...
Σέλινο (η πρώην επαρχία) =Φωτεινός τόπος.
*Υπήρχε παλιότερα η αλήστου μνήμης δασεία ως πνεύμα, σε ανάμνηση του αρχαίου δασέος δηλαδή με παχεία προφορά αρχικού Σ.
Κ.Ντ.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΩΣ ΤΟ ΔΕΚΑ ΚΑΙ Η
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ
(Από
το Ετυμολογικό Λεξικό του Σταύρου Βασδέκη)
Ένα (1)
Εις, μία, εν (δασυνόμενα). Γενική, ενός, μιάς, ενός. Στις γενικές του αρσενικού και ουδετέρου γένους (ενός) διακρίνουμε ρίζα εν- . Επίσης στο θηλυκό υπάρχει το μ (μία).
Η δασεία δηλώνει την αποβολή κάποιου συμφώνου. Το πιθανότερο είναι να
δηλώνει το μ το οποίο παρέμεινε στο θηλυκό. Άρα η ρίζα είναι μεν- . Πρόκειται
για το ρήμα μέν-ω, από το οποίο παράγεται η λέξη μονάς, που θα πει ένα.
Η λέξη μονάς παράγεται από το μονόω (= μένω μόνος) κι αυτό από το μένω, με
ε>α.
Από το μει-, του έ-μει-να (αόρ. του μένω) το εις (μει-ς > εις, το μ σε
δασεία).
Το μία από το μέν-ω> μίνα (ε>ι) > μία (αποβολή του ν).
(Στο λεξικό εξηγείται το πώς και γιατί το μένω προέρχεται από τη βασική ρίζα
μα- , κάτι που ισχύει για όλες τις λέξεις που ετυμολογούνται σ΄αυτό).
Δύο (2)
Αρχαίοι τύποι, δοιώ, δοιοί, δύω. Από το δαίω (= διαιρώ), δαΐζω (= κόβω στα
δύο), με αι> οι> υ.
Τρία (3)
Τρεις. Από το ταράσσω, ταρα- > τρα- > τρε- (α>ε) > τρει- (ε>ει)
> τρι-. Ο Ποσειδώνας με την τρίαινα δεν καμάκωνε κάτι, αλλά τάραζε την
θάλασσα και προξενούσε σεισμούς. Είχε δε τρεις αιχμές διότι ο αριθμός ήταν
ιερός από αρχαιοτάτων χρόνων. Το δε –αινα (τρί-αινα) εκ του αινός = δεινός,
φοβερός, τρομερός (βλ. τριαινόω). Εκτός και αν εκ του θρίον (θ>τ) (= φύλλο
συκιάς), εκ των τριών λοβών του (βλ. θρίναξ) ή εκ του τέλειος (ιερός), δηλαδή
τέλειος > τλείος > τρείος (λ>ρ). Το φύλλο συκιάς υπήρχε σε κάθε σπίτι
διότι μ’ αυτό καθάριζαν τα μαγειρικά σκεύη, λόγω της τραχύτητάς του. Στις
αγορές πουλούσαν τέτοια φύλλα για όσους δεν διέθεταν δέντρο στην αυλή τους.
Επομένως ήταν κάτι το πολύ γνωστός στους πάντες, από αρχαιοτάτων χρόνων.
Τέσσερα (4)
Από το δεύτερος με αναδιπλασιασμό, δηλαδή, δεδεύτερος > τετεύτερα (δ>τ)
> τέττερα (αποβολή του ευ) > τέσσερα (ττ>σσ).
Πέντε (5)
Αρχαίος τύπος, πέμπε (ν>μ, τ>π). Στον Όμηρο το πεμπάζομαι σημαίνει αριθμώ
επί των πέντε δακτύλων, δηλαδή το πέντε εκ του πάντα (α>ε) τα δάκτυλα της
χειρός. Στο πενταδικό σύστημα αριθμήσεως το έξι λέγονταν ένα και πέντε (βλ.
έξι) και ούτω καθ’ εξής.
Έξι (6)
Εξ (δασ.) δηλαδή (Σ)εξ/έξι. Από το πενταδικό σύστημα αριθμήσεως μετά το πέντε, το έξι
λέγονταν ένα και πέντε, το επτά δύο και πέντε (όπως στο δεκαδικό έν-δεκα)
κ.λπ.. Η πεντάδα περιελάμβανε άπαντα το δάκτυλα του χεριού, δηλαδή εξ = εν +
πας > ενπάς > επάς > εκάς (π>κ) > εκς > εξ.
Επτά (7)
Επτά (δασ.). Από το σεπτός, το σ σε δασεία, ιερός αριθμός (έβ-δομος, εβ- >
σεβ- > σέβας)
Οκτώ (8)
Οκτώ. Από το κοτύλη, κοτυληδών (βλ. δικότυλος), στον πληθυντικό έτσι λέγονται
οι θηλές στις πλεκτάνες του πολύποδα (οκτάπους, χταπόδι). Το μόνο γνωστό πράγμα
στη φύση (γνωστότατο) που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό οκτώ, από τα αντίστοιχα
άκρα του (πόδια). Το κάθε ένα δε από αυτά, φέρει πολλές κοτύλες, είναι δηλαδή
κοτυλωτός > κοτυωτός > κοτωτός (βλ. κοτύλη) > κοτω-τός > οκτω-τός
(μετάθεση, κο>οκ) και προς γενίκευση οκτώ.
Εννέα (9)
Είνατος. Από το αινέω, αινητός > είνατος (α>ε, η>α), ήταν ιερός
αριθμός ως τριπλάσιος του τρία, όπως το επτά εκ του σεπτός. Το εννέα από τα εν
+ αινέω > εναινέω > εννέα, με αποβολή του αι.
Δέκα (10)
Από το δέχομαι (πρκμ. δεί-δεκ-το). Απλώνω τα χέρια, τα δέκα δάκτυλα
ταυτοχρόνως.
ΕΛΛΗΝΙΚΈΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΉΣ
Παρακινηθείς από διάλογο, ή μάλλον, απόπειρα διαλόγου εκ μέρους μου περί ετυμολογίας με άτομο που έχει όπως και άλλοι πολλοί την έμμονη ιδέα πως όσες λέξεις της ελληνικής φαίνονται ξενικές πάντα είναι κιόλας, και πως ελάχιστες ελληνικής ρίζας λέξεις έχουν οι άλλες γλώσσες πχ η τουρκική, περί της οποίας ήταν ο λόγος, παραθέτω ενδεικτικά (γιατί είναι ασύγκριτα περισσότερες) μόνο μερικές από τις αναγραφόμενες στο εξαιρετικό σύγγραμμα της αείμνηστης γλωσσολόγου Άννας Τζιροπούλου 'Έλλην Λόγος" (σελ 182) ελληνικής ρίζας λέξεις της τουρκικής, κυρίως απ΄αυτές που αρχίζουν από Α.
Δειγματολειπτικά κοινοποιώ και κάμποσες αρχόμενες από τα υπόλοιπα γράμματα του τουρκολατινικού αλφαβήτου, από τις αναγραφόμενες στις σελ 183-189 του προαναφερθέντος βιβλίου:
Α
abanoz-έβενος,
abis-άβυσσος,
acete-(βιασύνη) -κέλλω(σπεύδω)
aci-(πικρός) εκ του ακίς=πικρόν τι,
aerodrom-αεροδόμιο,
af(συγγνώμη) -άφεσις,
aforoz-αφορισμός,
aglama-κλάμμα,
ahlat-αχράς-αχλάδι,
ahrem-ακρώμιον,
ahtapod-χταπόδι/οχταπόδι,
ahter-αστήρ,
akca-αξία,
akaya-ακακία,
azi και akdes-άγιος,
akantium-ακάνθιον,
aksiyon-αξίωμα,
amnios-αμνός/αμνίον,
ana(μητέρα)εκ του αρχ ελλην.αννίς=μήτηρ,
ali-(μέγας) εκ του άλω/αλδαίνω=αυξάνω,
ambrion-έμβρυον,
ampirik-εμπειρικός,
anadoln-ανατολή,
anafor(ανάρρους)-ανα+φορά(επαναφορά)
anahtar(κλειδί)-ανοιχτήρι,
analjeji-αναλγησία,
analoyi-αναλογία,
anarsi-αναρχία,
anason-άνησον(άνηθο-χόρτο)
anavaftiz-αναβάπτιση,
anemon-ανεμώνη,
anydrit-άνυδρο
ankilos-αγκύλωση,
anofel-ανωφελής,
anot-άνοδος,
ansefal-εγκέφαλος,
anterit-εντερίτις,
antipod-αντίποδες
antitez-αντίθεση,
aoma-αόμματος,
aort-αορτή,
aparmak-αρπάζω,
apokorya-απόκρεω
apotek-αποθήκη,
apotem-απόθεμα,
ar-(όνειδος) εκ του αρά (εξ ού το νεοελλ. κατ-άρα),
ari-καθ/άριος
ariz-ευρύς,
arhont-άρχοντας,
arma(εξοπλ. πλοίου -άρμενο)- armoz-αρμός
as-(φαγητό) εκ του εσθίω/έδω/άση=κορεσμος,
arz-(γη) εκ του άρουρα,
arsin-αρχείο,
asa-άοσον, όσα,
asaf-σοφός,
asayis-ησυχία,
asepsi-ασηψία,
asit-οξύ,
asfalt-άσφαλτος,
astma-άσθμα,
ata(πατήρ) εξ ού Ατα/Τούρκ - Ατατούρκ για τον Κεμάλ=πατέρας των Τούρκων -εκ του αρχ.ελλην. άττα, τάττα (πατήρ)
aterina-αθερίνα
ates=φωτιά, εκ του αίθω
aster-αστήρ
atme-ατμοί,
avlak-αυλάκι, evlek ayla
Β
balada-πουλάδα,
bacter-βακτηρίδιο
balos(χορός)- αρχ.ελλην. βάλλισμα
bar-βάρος,
buru(σωλήν)-ελλην. πόρος
C
cafer(ποταμός)εκ του κατωφερής
cimnas-γυμναστική,
cins-γένος
cografya-γεωγραφία
D
dafne-δάφνη,
daktiloskopi(σήμανση)-εκ του δακτυλοσκόπησις
dam-δώμα,
damar(καταγωγή) -ελλην. δάμαρ(σύζυγος)
diyoptri-διόπτρα,
duru-δώρο,
dusku(δυστυχία)-από το δύσκολο,
dusman(εχθρός) εκ
του δυσμενής
E
eda-ήθος,
ede-αδελφός εκ του ηθείος
ebedi-αιών (αρχαιοελληνικά αιFών, προφερόμενος περίπου αιβόν)
efrenci-αφροδισιακός
eksantrik-εκκεντρικός,
embriyon-έμβρυον,
erg-έργον
ergamun-όργανον
eristik-εριστική
eros-έρως
esir,eter-αιθήρ
esit-ίσος
F
faz-φάση
falaka-φάλαγγα
far-φάρος,
fanos/fanar/fenar-φανός/φανάρι.
faraklit-παράκλητος,
fasil-φασόλι από το αρχ φασίολος,
filakter-φυλακτήριο
filoksera-φυλλοξήρα
fisika-φυσική
fira-φύραμα
firin, furun-φούρνος
fobia-φοβία
fok-φώκια
G
gargare-γαργάρα,
gen-γόνος/εκ του γεννώ,
gilaf-(θήκη)-εκ του κέλυφος,
gol-(λίμνη) από το κοίλωμα
gram-γράμμα
H
hapta(έβδομος)-από το επτά
hafta(εβδομάς)-από το εφτά
hala-χάλασμα,
handak,χάνδαξ, χανδόν εκ του χαίνω
harta-χάρτης
hasar(απώλεια)-από το ελλ. χασούρα
havli-αυλή,
hiipotez-υπόθεση,
hipostaz-υπόσταση
homogen-ομογενής
hora-χώρα
horata-χωρατά
horataci-χωρατατζής
horon-χορός
I
idil-ειδύλλιο,
iklim-κλίμα,
illet-ελάττωμα,
inek-γυναίκα,
ιntiba-εντύπωση,
iskelet-σκελετός,
iskolastik-σχολαστικός
izomeri-ισομέρεια
ipotek-υποθήκη
ipotetik-υποθετικός
iris-ίρις
isfenc-σπόγγος
isfendam-σφένδαμος
isfinah-σπανάκι
isfin-σφήν, σφήνα
iskara-εσχάρα
iskardion-σκόρδον
j
jale(όχθη)-αιγιαλός/γιαλός,
jeologi-γεωλογία
K
kadirga-κάτεργα
kaitas-κήτος
kalem(γραφίς)-από το ελλ. κάλαμος
kamak-κάμαξ,καμάκι,
kanal(διώρυγα)-κάναλος/κανάλι
kaliba ή kulibe-καλύβα,
kap (δοχείο)-από την κάπη(κύπελο,δοχείο)
karavida-καρίς, καραβίδα
karakter-χαρακτήρας
karaci(αξιωματικός) -κάρανος (αρχηγός)
kardam-κάρδαμον
karfica-καρφίς,κάρφος
kasdir-κασίτερος
katil (φονεύω)-καταλύω(εξοντώνω,φονεύω)
kelise-εκκλησία
kestane-καστανός
keylus-χυλός
keymus-χυμός
kidra-χύτρα
kilar-κελάρι
kilinder-κύλινδρος
kilometro-χιλιόμετρο
kimya-χημεία
kofteros-κοπτερός
kola-κόλλα
kolyos-κολιός
kuti-κυτίον/κουτί
kriko-κρίκος
kristal-κρύσταλλον
krom-χρώμα
kron-χρόνος
L
lastik-λάστιχο,
lahana-λάχανα,
layik-λαϊκός
lehuna-λεχώνα
leken ή ligen-λεκάνη
lenfa-λέμβος,
liman-λιμάνι
limon-λεμόνι
lipsos-λειψός,
lura-λύρα,
lirik-λυρικός
M
madalya-μετάλλια,
magnatis/mihladiz-μαγνήτης
mahulya/malihulga-μελαγχολία
maimu-αρχ ελλ. η μιμώ-αντιδάνειο νεοελλ:μαϊμού,
mani(θλίψη)-από το ελλ μανία εκ του μένους
mantar-μανιτάρι
mandal-μάνδαλος/μάνταλο
mandil(μαντήλι) -από το ελλ. μανδύας-υποκοριστ. μανδύλιον
mandra- αρχαίο ελλ. μάνδρα
marul-μαρούλι
masal (παραμύθι)-μύθος
mastik-μαστίχα
matrabaz-μεταπράτης
melisa-μέλισσα
men(απαγορευτικό μη) -μη(ν)
mermer-μάρμαρον
mersin-μυρσίνη
mest-μέθη
mezat(δημοπρασία)-μεσιτεία
metamorfor-μεταμόρφωσις
meteortasi-μετεωρίτης
metre-μήτρα
miasmos-μιασμός/μίασμα
midya-μύδια
mikrob-μικρόβιο
mizitra-μυζήθρα
miras(κληρονομιά)-μερίς/μοίρασμα
misira (σύνορα)-μεθόριος
misk-μόσχος
misket-μοσχάτο σταφύλι
musiki/muzik-μουσική
molohya-μολόχα
moloz-μώλος
monarsi-μοναρχία
mysamere-μεσημέρι
N
neogen(πρόσφατος)-εκ του νέον γένος
nefes(αναπνοή) από το νέφωσις
nergis-νάρκισσος
nister-νυστέρι
novralgi-νευραλγία
O
okianos-ωκεανός
oksijen-οξυγόνο,
org(an)-όργανο
orgut-οργάνωση
orfane-ορφανός
oya-ούγια/άκρον από το αρχ. ώα/ ώια
otomat-αυτόματο
P
panik-πανικός,
panayir-πανηγύρι,
papara(τεμάχιο άρτου, συνήθως βουτηγμένο σε γάλα κλπ)-από το πεπαίνω(μαλακώνω)
petaka(σήμα)- αρχ ελλ. πιτάκιον,
pirina-πυρήνας
pirno-πειρούνι
pisikanaliz-ψυχανάλυση
pisikoz-ψύχωση
plaka (επιγραφή)-πλάκα
plastik-πλαστική
plazma-πλάσμα,
politika (φιλοφροσύνη)-από το ελλ. πολιτική
prisma-πρίσμα
purnar -πουρνάρι
program-πρόγραμμα
R
radicia-ραδίκι-ράδιξ,
ratin-ρητίνη,
renga-αρίγγη, ρέγγα,
rehitis-ραχίτις,
romatizma-ρευματισμοί
S
sabun-σάπων
safir-ζαφείρι/σάπφειρος,
sako(επανωφόρι)-σάγος(μανδύας)
salapati-τσαλαπατώ εκ του λακτοπατώ,
sefer(πόλεμος) εκ του "εισφέρω πόλεμον"/εσφέρομαι (ορμώ)
seringa-σύριγγα
sempati -συμπάθεια
simandira (σημαδούρα) -σημαντήρ
simfit-σύμφυτο
sindik -σύνδικος
sinor-σύνορο εξ ού sinordas-όμορος
soda-σόδα
sofi(μυστικιστής και sofu(ευλαβής) -από το σοφός
sperme-σπέρμα
stadyum-στάδιον
statik-στατική
subye(σουπιά)-σηπία/σουπιά
T
tagan-τηγάνι/τάγηνος,
tagar-ταγάρι/ταγήριον (δια την ταγή)
tayfun-τυφών,
tavus-ταώς(παγώνι)
telgraf-τηλέγραφος
temel-θεμέλιο
tenya-ταινία
teras-τέρας(υβριστικά)
tiatro-θέατρο,
toksin-τοξίνη,
tolos-θόλος
tornos-τόρνος
tracedia-τραγωδία
tragani-τραγανός
trapeza-τράπεζα
tropik-τροπικός
tsekur(τσεκούρι) αρχ ελλ -σάγαρις
tufan (κατακλυσμός)-τυφών
turpu-τρυπώ
U
ur-πρήξιμο -από το αρχ. ορούω, όρνυμι
ure-ουρία
uskuli-σκουλλί από το αρχ σκόλλυς
uskurun-σκωρία/σκουριά
V
vaftiz-βάφτιση
varil-βαρέλι
varyoz-η βαρειά (σφύρα)
velence(βελέντσα)-αρχ. ελλ. Fούλος/βούλος (εριούχος)
voli(ρίψη δικτύων) -βολή, αρχ βόλος=δίκτυ
Y
yali-γιαλός(αιγιαλός)
yasemin-γιασεμί/ίασμος
yem(γεύομαι/τρώγω) -γεύμα
yer(χώμα/γη) -αρχ. έρα
yigit(ανδρείος)-υγιής
yortu-γιορτή/εορτή
Z
zevc-ο σύζυγος από το ζεύ-γος / zevce-η σύζυγος,
zunar-ζώνη ζωνάριον
ziyan-ζημία/ζημιά
Κρήτη, Νάξος, Πάρος, Σάμος Σέριφος, Σίφνος, Αίγινα, Χίος κλπ…Τι σημαίνουν τα ονόματά τους;
Ο Γιώργος Λεκάκης, συγγραφέας του βιβλίου «Αιγαίο-ετυμολογίες νήσων» γράφει:
«… κατά την αρχαιότητα
υπήρχαν περίοδοι μεγάλων γεωλογικών αναταράξεων. Έτσι οι ονομασίες των νησιών
εξυπηρετούσαν και την ανάγκη καταγραφής των αναταράξεων αυτών. Για
παράδειγμα το νησί Αγκίστρι, ονομαζόταν Κεκρυφάλεια, και έτσι ο αρχαίος
καταλάβαινε ότι επρόκειτο για ύφαλο» και προσθέτει: «Όποιος μπορεί και
διαβάζει πίσω από τις λέξεις, θα γνωρίσει την προϊστορία της Ελλάδας. Το όνομα
κρύβει μνήμη».
Κεφαλονιά: Η Κεφαλονιά πήρε το όνομα της από τον ήρωα Κέφαλο,
τον πρώτο ηγεμόνα του νησιού, ο οποίος ήταν Αθηναίος αρχηγός και γιος του
Διονύσου. Ο Κέφαλος εκδιωχθείς από την Αθήνα για κάποιο φόνο, εξορίστηκε και
εγκαταστάθηκε το νησί. Γι’ αυτό μάλιστα και η ορθή ονομασία είναι Κεφαλονιά με
ένα λάμδα.
Χίος: Το νησί απέκτησε το όνομά του από την Χιόνη, η οποία
ήταν κόρη του Ποσειδώνα. Όταν γεννήθηκε στο νησί έπεσε χιόνι γι’ αυτό το μωρό
ονομάστηκε έτσι και εξ’ αυτού το νησί Χίος. Λένε μάλιστα ότι όταν έφτασε ο
Ποσειδώνας στο νησί ήταν έρημος και με το χιόνι που έπεσε το έδαφός του έγινε
γόνιμο.
Σάμος: Το όνομα προκύπτει από την μηκυναϊκή λέξη «σάμη» ή «σάμος»,
η οποία σημαίνει ύψωμα δίπλα στην ακτή. (Σημ. Κώστα Ντουντουλάκη: Σάμος είναι
και στην δωρική διάλεκτο με μετατροπή του η σε α το σημάδι, όπως
λένε ακόμα οι βοσκοί στην Κρήτη η "σαμά" των αιγοπροβάτων.Σάμη-σημάδι
είναι κάθε ύψωμα, ο κάθετος διαμελισμός γενικά)
Η γεωμορφολογία της Σάμου επιβεβαιώνει αυτήν την
ονομασία, αφού το νησί έχει αρκετά βουνά και υψώματα.
Λευκάδα: Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο
Όμηρος και προέρχεται από το «λευκάς» γιατί ήταν λευκογαία, είχε δηλαδή άσπρο
χώμα. Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο Όμηρος και προέρχεται από
το «λευκάς».
Κως: Από το «ΚωFoς» (το Fαντιπροσωπεύει το αρχαίο δίγαμμα),
το οποίο σημαίνει νήσος με πολλά σπήλαια. Από το «κωFoς» προκύπτει η
λέξη cave, στα αγγλικά, καθώς επίσης και το όνομα του καβουριού, το
καβούκι του οποίου θυμίζει σπήλαιο.
Τήνος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική ρίζα «ταν», η
οποία μας έδωσε το «ταναός» που σημαίνει μακρύς, λόγω του σχήματός του
νησιού. Αν και η λέξη «ταναός» δεν χρησιμοποιείται πλέον, παρ’ όλα αυτά από
αυτή τη λέξη προκύπτει το ρήμα τανύζω και η «ταινία».
Ιθάκη: Από το «ιθύς», που σημαίνει ευθύς, ίσιος,
μακρύς. Η μακρόστενη νήσος. Από το «ιθύς» προκύπτει και ο ιχθύς, το ψάρι,
επειδή είναι κι αυτό μακρόστενο.
(Σημείωση Κ.Ντουντουλάκη:Όπως και τα ιθύνουσα
τάξη=δι-ευθύνουσα, ιθύνων νους, κλπ)
Σίφνος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Σίφνο, ο όποιος ήταν
γιος του ήρωα Σουνίου και πρωτοκατοίκησε το νησί.
Παξοί: Το όνομά τους το πήραν από τη λέξη «πάθος», το ερωτικό
πάθος. Ο Ποσειδώνας έχοντας ερωτευτεί παράφορα τη νύμφη Αμφιτρίτη, μπορούσε να
την κάνει δική του μόνο αν της χάριζε μια δική της γη, όπως εκείνη του ζήτησε.
Έτσι σήκωσε την κοσμική του τρίαινα, έκοψε ένα κομμάτι από την Κέρκυρα, το οποίο…
μετακίνησε λίγο νοτιότερα και εκεί, στους Παξούς, στέγασε τον έρωτά του με τη
νύμφη.
Αγκίστρι: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Κεκρυφάλεια,
που σήμαινε κορυφή υφάλου, γιατί πρόκειται για ένα μικρό νησάκι σαν εξοχή
υφάλου. Σήμερα ονομάζεται Αγκίστρι γιατί είναι αγκιστρωμένο στην Αίγινα.
Πόρος: Ο Πόρος είναι στην ουσία δύο νησιά. Το ένα λεγόταν
Σφαιρία από τον Σφαίρο, ηνίοχο του άρματος του Πέλοπα (ο οποίος σημειωτέον
υπήρξε ονοματοδότης της Πελοπονήσου) ο οποίος Σφαίρος πέθανε και τάφηκε στο ένα
νησί. Το άλλο νησί ήταν η Καλαυρία και ονομάστηκε έτσι επειδή είχε καλή αύρα.
Τα δύο αυτά νησάκια γίνανε ένα και ονομάστηκαν Πόρος γιατί εκεί υπάρχει ένας
μικρός πόρος, ένα πέρασμα δηλαδή που χωρίζει το νησί από τον Γαλατά.
Φολέγανδρος: Ο πρώτος οικιστής της ήταν ο Φολέγανδρος, γιος του Μίνωα, ο
οποίος έφερε στο νησί μεγάλο πληθυσμό Κρητών, χαρίζοντας παράλληλα το όνομά του
σε αυτό.
Σέριφος: Το όνομα προκύπτει από τη ρίζα «σερ», η οποία μας έχει
δώσει το σέριφον, θαλάσσιο φυτό και διάφορα άλλα ονόματα βοτάνων. Σε συνδυασμό
με το άφθονο χρυσάφι που είχε στην αρχαιότητα, σήμαινε ότι αυτά τα βότανα ήταν
ισχυρά και ιαματικά. Επομένως, το όνομα Σέριφος, δηλώνει την πλούσια σε
ιαματική χλωρίδα νήσο, με πλούσιο υπέδαφος.
Αίγινα: Το κοντινό στην Αττική νησί, οφείλει την ονομασία του στην
ελληνική μυθολογία και στην κόρη του Θεού Ασωπού Αίγινα, την οποία ερωτεύτηκε ο
Δίας και την… ξεμονάχιασε στο νησί Οινώνη, το οποίο και μετονομάστηκε σε
Αίγινα.
Αλόννησος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική
λέξη « η αλς, της αλός» (=της θάλασσας) συν τη λέξη νήσος. Πρόκειται δηλαδή για ένα νησί
καταμεσής της θάλασσας. Το αρχαίο της όνομα ήταν Ίκος, ενώ το
σύγχρονο της το πήρε επί Όθωνα, το 1838.
Άνδρος: Από τον ήρωα Άνδρο ή Ανδρέα, ο οποίος ήταν περίφημος
μάντης, τόσο σπουδαίος που του χάρισε το νησί ο Ραδάμανθης, αδελφός του Μίνωα. Ο Ραδαμάνθης θεωρείτο ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου και γι’ αυτό όταν πέθανε έγινε ο κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός
έκρινε ότι ο περιφημότερος μάντης της εποχής ήταν ο Άνδρος και έτσι αποφάσισε
να του χαρίσει ένα ολόκληρο νησί.
Αστυπάλαια: Ονομάστηκε έτσι γιατί υπήρξε ένα από τα παλαιότερα
άστεα, δηλαδή πόλεις του Αιγαίου. Είναι το νησί που ενώνει τα Δωδεκάνησα με τις
Κυκλάδες και βρισκόταν σε κομβικό σημείο για τους ναύτες. Γι’ αυτόν τον λόγο
ιδρύθηκε στο νησί μια ολόκληρη πόλη, η οποία μάλιστα ήταν από τους πρώτους
ναύσταθμους στο Αιγαίο. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το νησί πήρε το όνομα
του από την κόρη του Φοίνικα και της Περιμήδης, η οποία υπήρξε αδελφή της
Ευρώπης.
Αμοργός: Το όνομά του ατμοσφαιρικού αυτού νησιού προκύπτει από
την αμόργη, (σημ.Κ.Ντουντουλάκη: σημαίνει καταρχήν σκούρα γκρίζα
άμμος ή λάσπη, εξ ού και το σύγχρονο μούργα, όπως είναι η άμμος και τα οι
ψαμόλιθοι-βράχια εκεί) σημαίνει και ένα φυτό από το οποίο οι αρχαίοι
έφτιαχναν ένα εξαιρετικό λινάρι, ένα διάφανο λινό ύφασμα. Γιαυτό στην
αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα αμοργινά ιμάτια, από τα οποία έφτιαχναν
τους καλύτερους χιτώνες.
Εύβοια: Η χώρα με τα καλά βόδια (ευ+βους), από τις πολλές αγέλες
βοδιών που είχε εκεί. Ως γνωστόν τα βόδια καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες
φαγητού και δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε μικρό νησάκι. Μάλιστα στα
νομίσματα της Εύβοιας στην αρχαιότητα, σύμβολο ήταν ο βους.
Ζάκυνθος: Από τον Ζάκυνθο ο οποίος ήταν γιος του πρίγκιπα Τρώα. Όταν τέλειωσε η τρωική εκστρατεία, ο Ζάκυνθος με τον λαό του
έφυγε από την Τροία και κατοίκησαν στο νησί που πήρε το όνομά του.
Κύθηρα: Το όνομά τους σημαίνει «τα κρυφά» γιατί σε αυτά γεννήθηκε
εν κρυπτώ η Αφροδίτη (κεύθω =κρύβω, επομένως κύθηρα = τα κρυμμένα). Ο
μύθος λέει ότι η θεά γεννήθηκε στα κύματα κοντά στην Κύπρο, όμως την έβαλαν σε
ένα κοχύλι για να κρατηθεί μυστική η γέννα της και την «έκρυψαν» σε ένα άλλο
νησί μέχρι να μεγαλώσει. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι τα Κύθηρα στην
αρχαιότητα ήταν κορυφαίος προορισμός για γαμήλια ταξίδια, ένα νησί βαθιά ...αφροδισιακό, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.
Λήμνος: Για το όνομά της υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η μία ότι
προκύπτει από το ρήμα λείβω που σημαίνει «πλήρης υδάτων», αυτός δηλαδή που έχει
πολλά ύδατα (λίμνη, λημνιώνας σήμερα) και η άλλη από το λήιον πεδίον,
δηλαδή την πολύ πλούσια πεδιάδα, φράση που πραγματικά αντικατοπτρίζει τη Λήμνο,
η οποία ήταν και είναι ο σιτοβολώνας του Αιγαίου. Σήμερα η λέξη «λήιον» έχει
αφήσει τα… απομεινάρια της στην λέξη «ληστής», αυτός δηλαδή που πάει να κλέψει
κάποιον που έχει λήη, πλούτο.
Μήλος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Μήλο, ο οποίος κατοίκησε
πρώτος το νησί. Ο Μήλος κάποτε πήγε στην Κύπρο, όπου γνώρισε τον Άδωνι και οι
δυο νέοι έγιναν φίλοι με παροιμιώδη φιλία. Όταν πέθανε ο Άδωνις, ο Μήλος
αυτοκτόνησε κάτω από ένα δέντρο το οποίο έκτοτε ονομάστηκε μηλέα/μηλιά. Αυτός ο Μήλος
ήταν και ο πρώτος διδάξας της κουράς των προβάτων, ο πρώτος κτηνοτρόφος θα
λέγαμε σήμερα, γι’αυτό και στα ομηρικά έπη «μήλος» σημαίνει πρόβατο.
Νάξος: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Δία, γιατί είναι η
μεγαλύτερη των Κυκλάδων και ως τέτοια πήρε το όνομα του μεγαλύτερου των Θεών.
Όταν την αποίκησε ο ήρωας Νάξος, γιος του Ενδημίωνα του εραστή της Σελήνης,
ονομάστηκε από τον ήρωα με το σημερινό της όνομα.
Πάρος: Το όνομα του νησιού σημαίνει «παραλία». Πάρος, λοιπόν, ένα
νησί με ωραίες παραλίες.
Σκιάθος: Το όνομά της προκύπτει από την σκιά επειδή είναι πολύ
σκιερή νήσος με πολλά δέντρα. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει ότι το όνομα προκύπτει
από τη σκιά του Άθου, η οποία «πέφτει» πάνω στο νησί.
Ικαρία: Πήρε το όνομά της από τον Ίκαρο, ο οποίος προσπαθώντας να
πετάξει με κέρινα φτερά, έπεσε στη θάλασσα και τα κύματα ξέβρασαν το σώμα του
στο νησί.
Κρήτη: Το όνομά της κατά μια εκδοχή, προκύπτει από το κραταιή.
Κραταιή σημαίνει ισχυρή, δυνατή, ού και η λέξη κράτος. Η Κρήτη υπήρξε θαλασσοκράτειρα
του τότε γνωστού κόσμου και οι πρώτοι της φύλακες ήταν οι Κουρήτες από τους
οποίους πήραν το όνομά τους οι Κρήτες.
Πηγή: Το Ποντίκι Web...
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/kriti-naxos-paros-serifos-sifnos-egina-chios-ti-simenoun-ta-onomata-dekadon-ellinikon-nision/
Από πού προέρχονται οι λέξεις χίλια,
μύρια, μάρμαρο, πλημμύρα, μίλι και Μαρία
-Την λέξη "χίλια" τα περισσότερα
λεξικά την θεωρούν "αγνώστου ετυμολογίας", άλλα κάνουν γελοίες
απόπειρες ανασύνθεσης κάποιας υποτιθέμενης αρχικής ρίζας της από απίθανους,
συχνά ξένης προέλευσης μάλιστα, συνδυασμούς φθόγγων.
Έτσι η λέξη "ΧΊΛΙΟΣ" κατέληξε να σημαίνει
μεγάλο αριθμό, αφθονία τροφής μα και γενικότερα, κάθε πράγματος. Και
εχρησιμοποιήθη ως επόμενη τάξη μέτρησης μετά την εξάντληση των εκατοντάδων.
Η μεταγενέστερη και στον μεγαλύτερό της βαθμό
θυγατρική της ελληνικής, λατινική γλώσσα, κατέγραψε με αρνητική διατύπωση την
ελληνογενή αριθμητική έκφραση του πλήθους, παντός αριθμού τελικά, με το NIHIL=μηδέν
(νη χιλός=μη χιλός) το μόριο νη καταδείχνει έλλειψη πχ νηνεμία νη+άνεμος=
απουσία ανέμου.
-Ο επόμενος μεγάλης τάξεως αρχαίος μας αριθμός είναι
οι "ΜΥΡΙΟΙ" που σημαίνει δεκάδα χιλιάδων, εξ ού
εκατόν+μύριο/εκατομμύριο =εκατό δεκάδες χιλιάδων.
Ρίζα του είναι η λέξη "ΜΎΡΑ" που σημαίνει
θάλασσα, κάτι το απέραντο. Μύρα εκ του μαρμαίρω=απαστράπτω, εξ ής
μάρμαρο, μαρμαρυγή κλπ. Η θάλασσα από μακριά φαίνεται σαν μια απαστράπτουσα
απεραντοσύνη. Οι Λατίνοι από τον ελληνικό όρο την είπαν mare, παρόμοια
οι Γάλλοι,οι Άγγλοι από εκεί πήραν το marine κλπ...
Από την αρχαία λέξη μύρα=θάλασσα, παράγονται οι
σημερινές ΠΛΗΜΜΎΡΑ, ΑΛΜΎΡΑ (αλς=άλας και θάλασσα +μύρα).
Μαρούσι, από το αρχ. ΑΜΑΡΎΣΣΙΟΝ=τόπος με
πολλά-απαστράπτοντα, ύδατα.
-Η αρχαία Νύμφη-ΝΗΡΗΊΔΑ της θάλασσας , η ΜΑΙΡΑ- ΜΑΙΡΗ εσήμαινε
την απαστράπτουσα Κυρά της Θάλασσας, εξ ής η εβραϊκή δάνεια λέξη ΜΑΡΙΆΜ-αντιδάνεια
πάλι στην Ελλάδα από θρησκεία ΜΑΡΊΑ=Φωτεινή, Λαμπερή (η ελληνική τότε
ήταν όπως σήμερα τα αγγλικά η παγκόσμια γλώσσα της αρχαιότητας κι επηρέασε πάρα
πολύ όλες τις γλώσσες του τότε γνωστού κόσμου. Βλ. πχ στο διαδίκτυο το
σύγγραμμα του κορυφαίου -αν και "θαμμένου" λόγω ...παντεπόπτη
σιωνιστικού ρατσισμού-Εβραίου μη σιωνιστή Γλωσσολόγου Ιωσήφ Γιαχούντα "Τα
εβραϊκά είναι ελληνικά"...)
Πολλοί ισχυρίζονται αυθαίρετα πως εβραϊκά Marjam και
σημαίνει «αυτή που πικράθηκε αλλά υψώθηκε και δοξάστηκε».
*Κατά τον Άγιο Αμβρόσιο όμως, σοβαρό μελετητή
της γλώσσας, Επίσκοπο Μεδιολάνων,
το όνομα Μαρία σημαίνει «πέλαγος» και στα
λατινικά* Maria σημαίνει
«θάλασσα» συμβολική λέει ονομασία "διότι, όπως η θάλασσα
περιέχει το σύνολο των υδάτων και όλοι οι ποταμοί χύνονται σε αυτή, έτσι και η
πάναγνος κόρη της Ναζαρέτ ονομάσθηκε Μαρία, διότι αναδείχθηκε ταμείο των
χαρισμάτων του Θεού και χώρεσε όλους τους ποταμούς των δωρεών του Θεού".
*Αγνοούσε, λόγω έλλειψης πηγών τότε, την ελληνική
προέλευση της λατινικής λέξης, αλλά δίνει επιστημονικά σωστή ερμηνεία.
-Μύριοι λοιπόν είναι οι πολύ μεγάλου πλήθους, σαν
την απεραντοσύνη της μύρας/θάλασσας, οι μυριοπληθείς.
Που συνέπεσε και ως τίτλος της ιστορικής
διηγήσεως του Ξενοφώντα "Κάθοδος των Μυρίων" να εκφράζει το
πλήθος, την περίπου δεκάδα χιλιάδων ανδρών της εκστρατείας εκείνης.
Στα λατινικά έγινε mile από εκεί στα αγγλικά
κλπ ως δική τους μονάδα μέτρησης μεγάλου μήκους, mile (και million το
εκατομμύριο) και ...επέστρεψε ως αντιδάνεια μίλι/μίλια στην νέα
ελληνική...
Κ.Ντ.
Η ανάγνωση των πολυάριθμων πινακίδων στην Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο και
αλλού, απέδειξε κάτι που θεωρούνταν εντελώς απίθανο στον επιστημονικό κόσμο,
δηλαδή ότι
η
κρητομυκηναϊκή αυτή συλλαβική γραφή αποτύπωνε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής
γλώσσας.
Μάικ Βέντρις – ο
ερασιτέχνης αρχαιοδίφης που αποκρυπογράφησε τη Γραμμική Β’
Κατιούσα 06-09-2018
Έχουν
περάσει σχεδόν 70 χρόνια από τότε που ένας νεαρός αρχιτέκτονας, ο Μάικ Βέντρις,
μόλις 30 ετών ανακοίνωνε τον Ιούνιο του 1952 πως έλυσε έναν από τους
μεγαλύτερους ως τότε αρχαιολογικούς γρίφους, την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής
Β’. Τα συγκλονιστικά νέα δεν τελείωναν εκεί, καθώς η ανάγνωση των πολυάριθμων
πινακίδων στην Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο και αλλού, απέδειξε κάτι που
θεωρούνταν εντελώς απίθανο στον επιστημονικό κόσμο, δηλαδή ότι η κρητομυκηναϊκή
αυτή συλλαβική γραφή αποτύπωνε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Όπως
σημείωνε ο κλασικός φιλόλογος Τζον Τσάντγουικ, που βοήθησε αποφασιστικά τον
αρχαιοδίφη Βέντρις, εκείνος “ξεκίνησε να δοκιμάσει την υπόθεση ότι η γλώσσα
ήταν ελληνική, χωρίς να προσδοκά ότι θα οδηγούσε πουθενά. Αλλά καθώς εφάρμοζε
τις αξίες του σε ολοένα περισσότερες λέξεις, συνέχισαν να εμφανίζονται
ελληνικές λέξεις”.
Ποιος
ήταν όμως ο παθιασμένος ερασιτέχνης που με την αρωγή της επιστήμης άλλαξε την
εικόνα που υπήρχε ως τότε για την προϊστορία του Αιγαίου; Ο Βέντρις προερχόταν
από βρετανική στρατιωτική οικογένεια. Ο πατέρας του υπηρετούσε στον ινδικό
αποικιακό στρατό, ενώ η μητέρα του ήταν Πολωνίδα ευγενής. Έζησε τα παιδικά του
χρόνια στην Ελβετία και από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στην εκμάθηση ξένων
γλωσσών, καταλήγοντας ως ενήλικας να γνωρίζει δώδεκα διαφορετικές.
Επιστρέφοντας στη Βρετανία, μπήκε υπότροφος στη σχολή Μπίκλεϋ, όπου έμαθε λίγα
Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Η μεγάλη του αγάπη όμως έγινε η Γραμμική Β’, για
την οποία άκουσε πρώτη φορά σε διάλεξη του πρώτου ανασκαφέα της Κνωσού, Άρθουρ
Έβανς, στο Βρετανικό Μουσείο, το 1936. Έζησε με τη μητέρα του μετά το διαζύγιο
των γονιών του, εκείνη όμως έπασχε από κατάθλιψη και πέθανε από υπερδοσολογία
βαρβιτουρικών στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο
Βέντρις “υιοθετήθηκε από ένα φίλο της οικογένειας, το Ρώσο γλύπτη Ναούρ Γκαμπό
κι αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Το 1942 κατατάχθηκε στη Βασιλική
Αεροπορία και συμμετείχε στο βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων. Παρέμεινε κάποιο
διάστημα μετά τον πόλεμο στη Γερμανία, όπου οι φίλοι του πιστεύουν πως
υπηρέτησε στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, κάτι που ο ίδιος αρνούνταν. Ως εκ
τούτου, δεν υπάρχουν αποδείξεις και για τη θρυλούμενη συμβολή του στο σπάσιμο
μυστικών κωδίκων, που χρησιμοποιήθηκε ως εξήγηση για την επιτυχία της
αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Β’.
Αρχικά
ο Βέντρις θεώρησε πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ Ετρουσκικής γλώσσας (η οποία
μέχρι σήμερα παραμένει ανερμήνευτη) και Γραμμικής Β’. Σημαντική ώθηση του έδωσε
το έργο της Άλις Κόμπερ, η οποία παρατήρησε τις αλλαγές στις καταλήξεις των
λέξεων, κάτι που υποδήλωνε μια γλώσσα με κλιτικό σύστημα, όπως τα Λατινικά και
τα Αρχαία Ελληνικά. Η εύρεση 600 πινακίδων Γραμμικής Β’ από τον Καρλ Μπλέγκεν
στην Πύλο, όπως και οι πινακίδες του “Κυπριακού συλλαβαρίου”, μιας επίσης
συλλαβικής γραφής, ήταν το συγκριτικό υλικό που χρειαζόταν ο Βέντρις.
Αντιλήφθηκε ότι ορισμένες λέξεις εμφανίζονταν μόνο στις κρητικές πινακίδες, κι
οδηγήθηκε στην ευφυή σύλληψη πως επρόκειτο για τοπωνύμια.
Ταυτίζοντας
πολλά σύμβολα με αυτόν τον τρόπο, αντιλήφθηκε ότι η υπόθεση περί ελληνικής
προέλευσης της γραφής ήταν σωστή. Με τη βοήθεια του Υφηγητή Κλασικών Σπουδών,
Τζον Τσάντγουικ, ταύτισε τις αρχαιοελληνικές λέξεις, ορισμένες από τις οποίες
χάθηκαν στις μεταγενέστερες μορφές της γλώσσας. Με τον τρόπο αυτό, η ιστορία
της ελληνικής γραφής αναγόταν ήδη στον 15ο αιώνα π.Χ., αντί για τον 8ο, όταν
και εμφανίζονται σε αγγεία οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές στην ελληνική.
Η
συγκλονιστική ανακάλυψη των Τσάντγουικ και Βέντρις δημοσιεύτηκε το 1953 στην
“Journal Hellenic Studies”. Η θεωρία επιβεβαιώθηκε από τον Καρλ Μπλέγκεν,
καθώς την εφάρμοσε στη δίγλωσση” “Πινακίδα των Τριπόδων” της Πύλου. Ο Βέντρις
τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων στη Βρετανία και το εξωτερικό (αν και όχι στην
Ελλάδα), έφυγε όμως πρόωρα και άδοξα από τη ζωή σε τροχαίο δυστύχημα, το 1956,
σε ηλικία μόλις 34 ετών.
Η
Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της
νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)
Η
Ελληνική και η Κινέζικη. είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από
τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες
θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την
Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).
Η
Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις
υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα
ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας
το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το
ενδιαφέρον.
Το
εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να
γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο
σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.
Το
«πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων
Ελληνικών, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως
πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι»
προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή
τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.
Επίσης
η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς
προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από
το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για
τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας
δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον
βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.
Επιπλέον
η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και
στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να
μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο
από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.
Είναι
πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς
τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι
την σημασία της.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο
στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και
συναρπαστικό.
Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ
Στη
γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο
(την έννοια).
Στην ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση,
καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από
γράμματα.
Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να
συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την
στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον.
Γι' αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από
τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα
ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε
παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει:
«Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η
σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη
αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».
Όπως
μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων
επίσκεψις».
Για
παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του άρα(γη). Οπότε:
ο άρα+έχων/άρ-χων.
Άρχοντες
ήταν οι της τάξεως των γαιο-κτημόνων, κτητόρων γης, αυτών που είχαν πολλή
ιδιό-κτητη γη.
«Βοηθός»
σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω.
Ο αστήρ είναι
το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον
ουρανό
(α
+ στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό
που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει
ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που
εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.
Για
παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει
μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας
καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει ως ανθρώπους - και μας φθίνει μέχρι και
την υγεία μας.
Και,
βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην φθίνει-τελειώνει,
πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».
Έχουμε
τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να
είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο
όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70
της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν
είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε να το
απολαύσουμε.
Ακόμα
έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα»
διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου
αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα
να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!
Το άγαλμα ετυμολογείται
από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε (σε αρχική
φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται,
αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την
ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι +
ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα
(ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά,
γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας
υγεία.
Παρένθεση:
και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι
είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε
εύκολα να καταλάβουμε τι.
Σε
αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική
λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το
άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και
το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε
φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ
εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα...
Είναι
προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Απλή γλώσσα
σημαίνει και απλή σκέψη, λέει ο Όργουελ στο "1984", στο οποίο άλλη
κατ΄αυτόν επικείμενη τότε πραγματικότητα επιχείρησε να παρουσιάσει, αλλά
παρουσιάζει απόλυτα την σημερινή πραγματικότητα του συστήματος που τότε
θεωρούσε σωστό... Στο "1984", το καθεστώς προσπαθούσε να
περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας
συνεχώς λέξεις. (Κάτι που κάνει μεθοδικά με ιδεοληπτικά και
αποπροσανατολιστικά προσχήματα τα τελευταία χρόνια η πλανητική επιβολή της
ιδεοληψίας του λεγόμενου 'political correct", αλλά αυτό είναι μια άλλη
συζήτηση...)
«Η
γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου,
εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού.
Το να
μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να
γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Η ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή».
Η
λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που
σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:
«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα
πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους
γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν
ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».
Ο
γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει
την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:
«Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια
γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι
προς την πατρίδα - μητέρα των εννοιών μας - μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο,
που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους
ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο
αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν
αναστήσει».
Ο
διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιωάννης Ξενάκης, είχε
πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της
συμπαντικής.
Αλλά
και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που
δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των
αισθήσεων.
Ας
μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά
σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.
«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία
που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν
μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και
υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες»,
σημειώνει
η φιλόλογος και συγγραφεύς Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη
Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά,
τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».
Δυστυχώς
κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί
κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Να
τονίσουμε εδώ ότι
οι άνθρωποι της επαρχίας, του οποίους συχνά κοροϊδεύουν πολλοί για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην αρχαιοελληνική προφορά από ό,τι οι άνθρωποι της πόλης.Όπως και στο λεξιλόγιο.
Σημ. Κ.Ντ: Δεινοπαθώ συχνά σε συζητήσεις προσπαθώντας να δεχτούν φίλοι ή γνωστοί μου, Αθηναίοι μα και Χανιώτες, κι άλλοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε πόλεις ξεκομμένες από την (έστω μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες) "άλλη Ελλάδα" της υπαίθρου, πως αίγα (ή έστω γίδα από το αίγα-αιγίδα, όπως σωστά την έλεγαν ως πρόσφατα σε Ρούμελη-Μοριά) και ρίφι (από το ερίφιον της αρχαίας ελληνικής) που λέμε στα χωριά της Κρήτης είναι οι ελληνικές λέξεις και όχι οι τούρκικες κατσίκα-κατσικάκι.
Πως πυρομάχι (πυρ-μάχη) και παρασιά ή πυροστιά (παρά ή πυρ και εστία) είναι στα ελληνικά το "τζάκι" (λέξη από την τουρκική λέξη ocak) και η φωτιά του.
Πως δώμα όπως λέμε στα χωριά μας και όπως έγραφε ο Όμηρος, είναι το σωστό και όχι ταράτσα, πως καπνοδόχος ή ανηφοράς που λέμε στα χωριά μας είναι η ελληνική λέξη (από αυτόν ανηφορίζει ο καπνός...) και όχι η ιταλική - αν και προερχόμενη από ελληνική ρίζα καμινάδα (από την βενετική caminada < λατινική caminata, ρήμα camino < caminus-αντιδάνειο "καμίνι" από το καίω, καμ-ένο...κλπ, κλπ... κλπ....
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια για την Κρήτη:
"Κρήτη τις γαι’ εστί, μέσω ένί οίνοπι πόντω
καλή καί πίειρα, περίρρυτος' εν ’ άνθρωποι
πολλοί, άπειρέοιοι, καί έννήκοντα πόληες.
άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη εν μεν ’Αχαιοί
εν ’ Έτεόκρητες μεγαλήτορες, εν δε Κύδωνες
Δωριέες τε τριχάϊκες* δΐοι τε Πελασγοί
τήσι δ' ένι Κνωσσός μεγάλη πόλις ένυά τε Μίνως
έννέωρος βασίλευε Διός μεγάλου δαριστής."
*Δωριέες τε τριχάϊκες( Λεξικό Liddell Scott): "οι εις τρία διηρημένοι Δωριείς κληθέντες ούτως εκ των τριών αυτών φυλών (Υλλαίοι, Δαμάνες, Πάμφυλοι).
Ενδεικτική ετυμολογία μερικών μινωικών πόλεων, βουνών και ονομάτων
Κυδωνία/Κύδων ο ιδρυτής της (κυδος με περισπωμένη=δόξα, ρήμα κυδαίνω).
Κνωσσός, μάλλον Κωνοσός/Κνωσός, εκ των κώνων (κεράτων βοός), που είναι το σύμβολό της και το βλέπει κανείς στον αρχαιολογικό της χώρο. Στην Γραμμική Β΄ , εκ του κώνοι (κέρατα) + κατάληξη -σος, έχουμε ΚΟ-ΝΟ-ΣΟ > Κνωσός.
Μαδάρες, οι ονομαζόμενες (ποτέ από ντόπιους) και "Λευκά Όρη" τους τελευταίους δυο αιώνες. Αν και υπάρχουν δασώδεις περιοχές γεμάτες πρίνους κυπάρισους κλπ σ΄αυτές, σε μεγάλο μέρος τους, ειδικά σε μεγάλα υψόμετρα, κυριαρχεί η γύμνια, σαν σεληνιακό τοπίο. Γι΄ αυτό ονομάστηκαν έτσι, από το αρχαιοελληνικό μαδαρός που σημαίνει φαλακρός, γυμνός από βλάστηση.
'Ιδα ή Ίδη: Από το ιδείν = μέρος το οποίο (ή από το οποίο) βλέπει μακριά κάποιος.
Δίκτη |
|
Φα-ιστός, (φάος =φως) άρα φωτεινή πόλις
Γόρτυνα: o Πλάτωv (428/7-347 π.Χ.), στoυς Νόμoυς 708α, αvαφέρει ότι η Γόρτυvα της Κρήτης είvαι απoικία της Πελoπovvησιακής «...εκ Γόρτυνος γάρ τυγχάνει απωκηκός ταύτης της Πελοποννησιακής...».
Ιεράπυτνα: η ιστορική ονομασία της Ιεράπετρας παράγεται από το «Ιερά» και το «Πύτνα» που είναι Πελασγική ονομασία του λόφου, της πέτρας, δείχνει τη λατρευτική σημασία του χώρου γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός. Δωρική απόδοση του ονόματός της είναι «Ιαράπυτνα».
Ανδρόγεως, εκ του ανήρ/θέμα ανδρ- από τη γενική του ανδρ-ός+γη, δηλαδή άνδρας της γης/υπαίθρου ή κύριος γης, υιός του Μίνωα και της Πασιφάης, πρωταθλητής δρομέας, δολοφονημένος άνανδρα από Αθηναίους, αφορμή κήρυξης πολέμου Μίνωα κατά Αθήνας.
Διόγνητος, (Κρητικός, ολυμπιονίκης πυγμάχος το 488 πΧ, στην 73η Ολυμπιάδα) Διός + γενητός/γνητός (Λεξ. ρημ. αρχ. ελλ. Πελέκη: γίγνομαι/παράγωγα...γενητός: αυτός που έλαβε αρχή) Άρα Διόγνητος=αυτός που έλαβε αρχή από τον Δία
Αιακός (αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ) Από "Ονόματα Ελλήνων ηρώων και ανθρώπων" Ν. Μπαλάσκα: αί (επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως) + ίω (=αγωνιώ, υποτακ. του είμι) + κοέω [=ακούω] = αυτός που κατανοεί φωνές αγωνίας.
Ραδάμανθυς, ο σοφός και δίκαιος αδελφός του Μίνωα:
1.Υπόψιν (από Λεξ. Liddell& Scott: ράδα=ρόδα,ραδίως =ευκόλως, αμάθειν=θερίζειν, μανθάνω=μαθαίνω ή μάω=ερευνώ/ζητώ). Άρα Ραδάμανθυς ίσως είναι αυτός που εύκολα μαθαίνει, λιγότερο πιθανό) αυτός που θερίζει, συλλέγει ρόδα.
2.Κατά Ν. Μπαλάσκα: Ραδάμανθυς <φράζω [=εκφράζομαι, σκέπτομαι] > φράδσω >φραδάζω >φραδάμων + θεις [μετοχή του τίθημι=θέτω] = αυτός που χρησιμοποιεί τη σκέψη του για να κρίνει (μετά θάνατο έγινε ένας από τους τρεις κριτές στον Άδη)
Σήμερα υπάρχει ακόμα το όνομα αυτό στην Κρήτη ως Ροδάμανθος.
Μίνως, κατά Νίκο Μπαλάσκα: Μίνως<μένω - παραμένω σταθερός (βλ. μένος), αντέχω, διαρκώ, παραμένω, περιμένω κάτι.
Πασι-φάη, πας-πάσα/τοις πάσι+φάος/φώς/φάη=πολύ φωτεινή)
Ιδομενέας, Ιδομενεύς<Ἴδα + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = η δύναμη της Ίδας
Αριάδνη, πολύ αγνή, αρι=πολύ, δυνατά+ αδνή=αγνή (Ησύχιος Λεξικό)
Κρηταγενής Ζευς: Η υπέρτατη μαζί με την γλώσσα κοινή των Ελλήνων έκφραση και ηθικός αξιακός κώδικας ήταν η κοινή τους θρησκεία. Και στην κοινή τους θρησκεία οι Έλληνες τοποθετούσαν την γέννηση του αρχηγού των θεών τους στην Κρήτη στην οποία λατρευόταν κατεξοχήν φυσικά ο εκεί γεννηθείς Ζευς (οι βοσκοί στον Ψηλορείτη ακόμα έχουν ιερό όρκο "Μα το Ζα!" (Μα τον Δία)...
Βριτόμαρτις (η θεά Άρτεμις στην Κρήτη) από το ρήμα βρίθω=είμαι πλήρης, έχω άφθονο κάτι + άρτιος (αρμόζων) = γεμάτη χάρες, μεγαλόχαρη.
Αποκόρωνας λέγεται, γιατί είναι υπό>από την κορώνη, την οροσειρά των Λευκών Ορέων. Τι λογικότερο;...
Κ.Ντ.
Γ. Μπαμπινιώτη, 14 Αυγούστου . :
Πολλοί φίλοι τού Προσωποδικτύου (f/b) μου ζητούν να τούς δώσω δείγματα
"αντιδανείων" τής Ελληνικής. Ανταποκρίνομαι με τον ακόλουθο Πίνακα
παραδειγμάτων από το λεξικό μου.
ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ (λέξεις τής καθημερινής ελληνικής γλώσσας [μη λόγιες], οι
οποίες προέρχονται μεν από ξένη γλώσσα, αλλά που η ξένη γλώσσα τις είχε
δανειστεί από παλαιότερη φάση τής Ελληνικής).
αλχημεία μεσαιων. λατ. alchimia ελνστ. χυμεία / χημεία
αμμωνία ν.λατ. ammonia ελνστ. (ἅλας) ἀμμωνιακόν
αμπούλα γαλλ. ampoule αρχ. ἀμφορεύς
αντσούγια ιταλ. acciuga (βεν. anciua) αρχ. ἀφύη
άρια ιταλ. aria αρχ. ἀήρ, ἀέρος
αφιόνι τουρκ. afyon ελνστ. ὄπιον
αψέντι τουρκ. absent / apsent αρχ. ἀψίνθιον
βάρκα λατ. barca αρχ. βᾶρις
βόμβα ιταλ. bomba αρχ. βόμβος
βραχιόλι λατ. bracchiāle αρχ. βραχίων, -ονος
γαζία βεν. gazia ελνστ. ἀκακία
γάμπα ιταλ. gamba αρχ. καμπή
γαρύφαλλο παλ. ιταλ. garofalo ελνστ. καρυόφυλλον
γκάζι γαλλ. gaz αρχ. χάος
γκάμμα ιταλ. gamma αρχ. γάμμα
γκλάμουρ αγγλ. glamour ελνστ. γραμματική
γκράφιτι ιταλ. graffiti αρχ. γραφεῖον
γόμμα ιταλ. gomma αρχ. κόμμι, -εως
γραίγος βεν. grego αρχ. Γραικός
γρύλος ιταλ. grillo αρχ. γρῦλος / γρύλλος
διαμάντι ιταλ. diamante αρχ. ἀδάμας, -αντος
διαπασών γαλλ. diapason αρχ. διαπασῶν
δραγόνος γαλλ. dragon αρχ. δράκων, -οντος
δράμι αραβ. dirhem / αρχ. δραχμά αρχ. περσ. diram
έγια (μόλα) ιταλ. / βεν. eia αρχ. επιφών. εἶα
ελιξήριο γαλλ. élixir ελνστ. ξηρίον
εξωτικός γαλλ. exotique ελνστ. ἐξωτικός
εστέτ γαλλ. esthète αρχ. αἰσθητικός
ζαμπόν γαλλ. jambon αρχ. καμπή /(δωρ.) καμπά
καλάρω ιταλ. calare αρχ. χαλῶ (-άω)
καλέμι τουρκ. kalem αρχ. κάλαμος
κάλμα ιταλ. calma αρχ. καῦμα
καλούμ(π)α ιταλ. caluma / caloma ελνστ. χάλασμα
καλούπι τουρκ. kalıp αρχ. καλάπους /καλόπους
καμαρίνι βεν. camarin αρχ. καμάρα
καμβάς γαλλ. canevas αρχ. κάνναβις
κάμερα αγγλ. camera αρχ. καμάρα
καμεράτα ιταλ. camerata αρχ. καμάρα
καμινάδα βεν. caminada αρχ. κάμινος (ἡ)
καμινέτο ιταλ. caminetto αρχ. κάμινος (ἡ)
καμπούρης τουρκ. kambur αρχ. καμπύλος
καναπές γαλλ. canapé ελνστ. κωνώπιον
κανναβάτσο ιταλ. canavaccio / αρχ. κάνναβις
καννάτα μεσν. λατ. cannata αρχ. κάννᾱ / κάννη
καννέλα ιταλ. canella αρχ. κάννᾱ / κάννη
καννόνι ιταλ. cannone αρχ. κάννᾱ / κάννη
κάννουλα υστ.λατ. cannula αρχ. κάννᾱ / κάννη
καντίνα ιταλ. cantina αρχ. κανθός
καραμέλα ιταλ. caramella αρχ. κάλαμος
καρατερίστας ιταλ. caratterista αρχ. χαρακτήρ, -ῆρος
καράτι ιταλ. carati αρχ. κεράτιον
καρέκλα παλ. βεν. charegla αρχ. καθέδρα
καρίνα λατ. carīna αρχ. επίθ. καρύινος
κάρτα ιταλ. carta αρχ. χάρτης
καρτέλ γερμ. Kartell αρχ. χάρτης
καρτέλα ιταλ. cartella αρχ. χάρτης
καρώτο ιταλ. carota ελνστ. καρωτόν
κατακόμβη ιταλ. catacomba αρχ. κατα- + κύμβη
κολλάζ γαλλ. collage αρχ. κόλλα
κολλάν γαλλ. collant αρχ. κόλλα
κόλπο ιταλ. colpo αρχ. κόλαφος
κόλπος ιταλ. colpo αρχ. κόλαφος
κορδέλα βεν. cordela αρχ. χορδή
κορδόνι βεν. cordon αρχ. χορδή
κορώνα ιταλ. corona αρχ. κορώνη
κοτσάρω ιταλ. cozzare αρχ. κοχλίας
κουπέ γαλλ. coupé αρχ. κόλαφος
κουπόνι ιταλ. couponi αρχ. κόλαφος
κουρδίζω λατ. c(h)orda αρχ. χορδή
κοχλιάριο λατ. cochlear, -āris αρχ. κοχλίας
κρετίνος ιταλ. cretino ελνστ. χριστιανός
λάμπα γαλλ. lampe αρχ. λαμπάς, -άδος
λαμπατέρ γαλλ. lampadaire αρχ. λαμπάς, -άδος
λάστιχο ιταλ. elastico ελνστ. ἐλαστός
λατέρνα τουρκ. laterna αρχ. λαμπτήρ, -ῆρος
λιμάνι τουρκ. liman ελνστ. λιμένιον
λίμπα, διαλεκτ. ιταλ. limba αρχ. λέμβος
·
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (ΜΕΡΟΣ 4ον) : ΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΕΣ ΝΗΣΟΥΣ
ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ/ΣΚΩΤΙΑ/ΙΕΡΝΗ/ΘΟΥΛΗ κ.ἄ
Λίγο πιὸ κάτω στὸ προαναφερθὲν (εἰς τὸ 3ον μέρος)
ἀπόσπασμα ποὺ γράφει γιὰ τοὺς Κέλτες, ὁ Στράβων τοὺς συγκρίνει μὲ τοὺς
Βρεττανούς, δίνοντάς μας μία ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ἦταν οἱ Βρεττανοί (Γεωγραφικά,
Δ, 5,2) :
«οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν εἰσι καὶ ἧσσον
ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι…τὰ δ΄ ἔθη τὰ μὲν ὅμοια τοῖς Κελτοῖς τὰ
δ΄ ἁπλούστερα καὶ βαρβαρώτερα͵ ὥστ΄ ἐνίους γάλακτος εὐποροῦντας μὴ τυροποιεῖν
διὰ τὴν ἀπειρίαν͵ ἀπείρους δ΄ εἶναι καὶ κηπείας καὶ ἄλλων γεωργικῶν. δυναστεῖαι
δ΄ εἰσὶ παρ΄ αὐτοῖς. πρὸς δὲ τοὺς πολέμους ἀπήναις χρῶνται τὸ πλέον͵ καθάπερ
καὶ τῶν Κελτῶν ἔνιοι. πόλεις δ΄ αὐτῶν εἰσιν οἱ δρυμοί· περιφράξαντες γὰρ
δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῆ κύκλον ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ καλυβοποιοῦνται καὶ
τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν οὐ πρὸς πολὺν χρόνον. ἔπομβροι δ΄ εἰσὶν οἱ ἀέρες
μᾶλλον ἢ νιφετώδεις· ἐν δὲ ταῖς αἰθρίαις ὁμίχλη κατέχει πολὺν χρόνον͵ ὥστε δι΄
ἡμέρας ὅλης ἐπὶ τρεῖς μόνον ἢ τέτταρας ὥρας τὰς περὶ τὴν μεσημβρίαν ὁρᾶσθαι τὸν
ἥλιον. τοῦτο δὲ κἀν τοῖς Μορίνοις συμβαίνει καὶ τοῖς Μεναπίοις καὶ ὅσοι τούτων
πλησιόχωροι».
Συνοπτικῶς ἀναφέρει πὼς ἦταν ψηλότεροι τῶν Κελτῶν καὶ
λιγότερον ξανθότριχες καὶ ἐν συγκρίσει μὲ αὐτούς χαυνότεροι/χαλαρότεροι στὰ
σώματα. Κάποια ἔθιμά τους ἦταν ὅμοια μὲ τῶν Κελτῶν, ἀλλὰ γενικῶς ἦταν πιὸ
ἁπλοϊκοὶ καὶ βάρβαροι καὶ μάλιστα ἀπορεῖ ποὺ παρ’ὅτι εἶχαν ἄπλετον γάλα δὲν
ἤξεραν νὰ τυροποιοῦν!
(Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου εὐστόχως σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον
τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνος, σημειώνει πὼς ἀκόμα καὶ ὁ πανάρχαιος καὶ
ἄγριος Κύκλωψ, παρουσιάζεται στὴν Ὀδύσσεια ὄχι μόνον νὰ ξέρει νὰ τυροποιεῖ,
ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχει τὸ ἄντρον του γεμάτο ταρσοὺς τυριῶν κι αὐτοὶ τόσα χρόνια μετὰ
δὲν ξέρουν τί νὰ κάνουν τὸ γάλα! ).
Γράφει ἀκόμη ὁ Στράβων πὼς ἦταν ἄπειροι τῆς γεωργίας καὶ γενικῶς κάθε τινὸς σχετικοῦ τῶν γεωργικῶν
ἐργασιῶν καὶ ὅτι σὲ αὐτοὺς ὑπῆρχαν δυναστεῖες. Ζοῦσαν σὲ δρυμοὺς ἐντὸς καλυβῶν
καὶ τὰ βοσκήματά τους δὲν τὰ κατεστάθμευαν/σταύλιζαν γιὰ πολὺ χρόνον.
Καὶ ἄν σκεφτεῖ κανεὶς πὼς ὁ Ἀππιανὸς γράφει στὰ
«Ῥωμαϊκά» (7,1) :
«οἱ Κελτοί, τήν τε φύσιν ὄντες ἀκρατεῖς, καὶ χώραν
ἔχοντες, ὅτι μὴ πρὸς δημητριακοὺς καρπούς, τῶν ἄλλων ἄγονον καὶ ἀφυᾶ. τά τε
σώματα αὐτοῖς μεγάλα ὄντα καὶ τρυφηλὰ καὶ σαρκῶν ὑγρῶν μεστὰ ὑπὸ τῆς ἀδηφαγίας
καὶ μέθης ἐς ὄγκον καὶ βάρος ἐξεχεῖτο, καὶ πρὸς δρόμους καὶ πόνους ἀδύνατα
πάμπαν ἐγίγνετο: ὑπό τε ἱδρῶτος καὶ ἄσθματος, ὅπου τι δέοι κάμνειν, ἐξελύοντο
ταχέως.»
καταλαβαίνει περὶ τίνος ἀκρατείας, βαρβαρότητος,
χαυνοσύνης καὶ ἀδηφαγίας ὁμιλοῦμε γιὰ τοὺς χειροτέρους αὐτῶν!
Καὶ γράφει ὁ Στράβων πὼς βρέχει περισσότερον,
παρὰ χιονίζει στὰ μέρη τους, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁμιχλώδη, ὥστε ὅλη τὴν ἡμέρα τὸ φῶς
τοῦ ἡλίου μποροῦν νὰ τὸ δοῦν μόνον 3-4 ὧρες τὸ μεσημέρι. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει
καὶ στοὺς πλησίον αὐτῶν.
Προηγουμένως βεβαίως ἔχει ὁρίσει ποὺ τοποθετεῖται στὸν χάρτη ἡ Βρεττανικὴ (Α,4,2), ἐνῶ συνάμα ἀναφέρει διάφορες περιοχὲς κοντά της, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι μέχρι
σήμερον ἄγνωστες, παρ’ὅτι τὰ ὀνόματά τους ἔχουν εἴτε ἀλλάξει, εἴτε ἐκβαρβαριστεῖ:
«καὶ οἱ τὴν Βρεττανικὴν [καὶ] ΙΕΡΝΗΝ ἰδόντες οὐδὲν
περὶ τῆς ΘΟΥΛΗΣ λέγουσιν͵ ἄλλας νήσους λέγοντες μικρὰς περὶ τὴν Βρεττανικήν·
αὐτή τε ἡ Βρεττανικὴ τὸ μῆκος ἴσως πώς ἐστι τῆι Κελτικῆι παρεκτεταμένη͵ τῶν
πεντακισχιλίων σταδίων οὐ…ὁ δὲ πλειόνων ἢ δισμυρίων τὸ μῆκος ἀποφαίνει τῆς
νήσου͵ καὶ τὸ ΚΑΝΤΙΟΝ ἡμερῶν τινων πλοῦν ἀπέχειν τῆς Κελτικῆς φησι».
Λέγει πὼς ἡ Βρεττανία εἶναι παρεκτεταμένη στὴν
Κελτική, καὶ δὲν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ πέντε χιλιάδες στάδια. Ἀναφέρει ἀκόμα τὸ
Κάντιον (σημερινὸν Κέντ), τὴν παραπλήσια τῆς Βρεττανίας, ΙΕΡΝΗΝ (Ἰρλανδία) καὶ
τὴν ΘΟΥΛΗ ( < θολός, κατὰ τοὺς περισσοτέρους ἐρευνητὰς εἶναι ἡ Ἰσλανδία
«Θούλη, νῆσος μεγάλη ἐν τῷ ὠκεανῷ ὑπὸ τὰ Ὑπερβόρεια μέρη, ἔνθα τὴν θερινὴν
ἡμέραν ὡρῶν εἴκοσιν ὁ ἥλιος ἰσημερινῶν ποιεῖ, τὴν δὲ νύκτα τεσσάρων, τὰς δὲ
χειμερινὰς τοὐναντίον», Στ. Βυζάντιος, Ἐθνικά, 315).
Τὸ ποῦ βρίσκονται ἀκριβῶς οἱ Βρεττανικὲς νῆσοι
μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλοὺς παλαιοτέρους τοῦ Στράβωνος, συγγραφεῖς,
ὅπως τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ τὴν τοποθετεῖ στὸ «Περὶ κόσμου» στὸν Ὡκεανόν, τὸν
ἐπωνομαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄτλαντος, Ἀτλαντικόν:
«Εἶτα κατ' ὀλίγον ὑπὲρ τοὺς Σκύθας τε καὶ Κελτικὴν
σφίγγει τὴν οἰκουμένην πρός τε τὸν Γαλατικὸν κόλπον καὶ τὰς προειρημένας
Ἡρακλείους στήλας, ὧν ἔξω περιρρέει τὴν γῆν ὁ Ὠκεανός. Ἐν τούτῳ γε μὴν νῆσοι
μέγι- σται τυγχάνουσιν οὖσαι δύο, Βρεττανικαὶ λεγόμεναι, Ἀλβίων καὶ Ἰέρνη, τῶν
προϊστορημένων μείζους, ὑπὲρ τοὺς Κελτοὺς κείμεναι».
Καὶ στὰ πανάρχαια «Ὀρφικὰ» (1170-1174/1186-9/1190-99)
ὅμως φαίνεται πὼς οἱ Ἕλληνες ἤξεραν πολὺ καλὰ αὐτὰ τὰ μέρη, ἀφοῦ ἡ ὁμιλοῦσα
Ἀργώ λέγει τὰ ἑξῆς:
«Νῦν γάρ δή λυγρῇ τε καί ἀλγεινῇ κακότητι ἔξομαι, ἥν
νήσοισιν Ἰερνίσιν ἆσσον ἵκωμαι.Εἰ μή γάρ μ' ἱερῇσιν ἐπιγνάμψαντες ἄκρῃσικόλπον
ἔσω γαίης τε καί ἀτρυγέτοιο θαλάσσηςἵξεσθ’ ἅμ πέλαγός κεν Ἀτλαντικόν ἐκτός
ἵκωμαι…Πάρ δ' ἄρα νῆσον ἄμειβον 'Ιερνίδα· καί (οἱ) ὄπισθεν ἷκτο καταΐγδην δνοφερή
βρομέουσα θύελλα, ἐν δ' ὀθόνας κόλπωσε· θέεν δ' ἄφαρ ὑγρόν ἐπ' οἶδμα…Λυγκεύς
εἰσενόησεν (ὅ γάρ τήλιστον ὄπωπε) νῆσον πευκήεσσαν, ἰδ' εὐρέα δώματ' ἀνάσσης
Δήμητρος· περί δ' αὖ μέγα οἱ νέφος ἐστεφάνωτο…ἤλπετο δωδεκάτη γάρ ἐπήϊεν
ἠριγένεια. Οὐδέ τίς ἔγνω ἦσιν ἐνί φρεσίν, ὀππόθ' ἄρ' ἐσμέν, εἰ μή (ἐπ’)
ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο.
( = Διότι θὰ πέσω σὲ ἄθλια τώρα καὶ θλιβερὰ δεινὰ
φθάνοντας κοντὰ στὶς Ἰερνίδες νήσους, ἐκτὸς ἐάν, παρακάμπτοντας τὰ ἱερά
ἀκρωτήρια, φθάσετε στὸν ἐσωτερικὸ κόλπο τῆς ξηρᾶς καί τῆς ἀδαμάστου θαλάσσης
καὶ ἀνοιχτῶ ἔξω στὸ πέλαγος τὸ Ἀτλαντικόν…Καθῶς ὁ Ἀγκαῖος κινοῦσε μὲ τέχνη τὰ
πηδάλια, παρέπλεαν τὴν Ἱερνίδα νῆσο, ἐνῶ πίσω τους ὁρμητικῶς ξεσποῦσε μὲ
βροντὲς ζοφερὴ θύελλα, ποὺ τὰ πανιά τους φούσκωνε· κι ἔτρεχε γρήγορα πάνω στὰ
φουσκωμένα νερά…διότι ἔφθανε ἤδη ἡ δωδεκάτη αὐγὴ κι οὔτε κανεὶς δὲν ἦταν
σίγουρος στὸν νοῦ του γιὰ τὸ μέρος, ὅπου βρισκόμαστε, ἄν ὁ Λυγκεύς δὲν διέκρινε
στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ἡσύχου ὠκεανοῦ τὴν πευκόφυτη νῆσο καὶ τὰ μέγαρα τῆς ἀνάσσης
Δήμητρος, στεφανωμένα μὲ πελώριον νέφος).
Στὸ χωρίον αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς ὄχι ἁπλῶς οἱ Ἕλληνες
εἶχαν ταξιδεύσει ἐκεῖ ἀπὸ τόσον παλαιὰ, ἀλλὰ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ μέρη ἐκεῖνα
καὶ ἱερὸν τῆς Δήμητρος, πρὸ τῆς Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας!
Γιὰ τὰ ταξίδια ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων τῶν Ἑλλήνων σὲ ἐκεῖνα
τὰ μέρη καὶ τὴν ὀνοματοθεσία των γράφει (μεταξὺ καὶ ἄλλων πολλῶν συγγραφέων) ὁ
Στράβων, στὸ Δ’, 4,6 πὼς ὑπάρχει νῆσος κοντὰ στὴν Βρεττανία ποὺ ἱεροποιοῦνται,
ὅπως στὰ μυστήρια τῆς Δήμητρας καὶ τῆς κόρης, στὴν Σαμοθράκη «φησὶν εἶναι νῆσον
πρὸς τῆι Βρεττανικῆι͵ καθ΄ ἣν ὅμοια τοῖς ἐν Σαμοθράικηι περὶ τὴν Δήμητρα καὶ
τὴν Κόρην ἱεροποιεῖται».
Καὶ στὴν ψηφιακὴ βιβλιοθήκη τοῦ Περσέως διαβάζουμε
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ora Maritima» (109-113) τοῦ Ἀβιήνου ποὺ λέγει τὴν Ἰέρνη, στὰ λατινικὰ «Sacra» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτει σύνδεσις πὼς τὸ ὄνομα τῆς
ἐδόθη ἀπὸ τὴν φράσιν Ἱερ(ὰ) νῆ(σος), θέσις ποὺ ἐπιρρωνύει τὰ ἤδη προαναφερθέντα
περὶ Ἰέρνης.
Ὕστερα, γιὰ τὶς συνήθειες τῶν κατοίκων τῆς Ἰέρνης ὁ
Στράβων λέγει τὰ ἑξῆς (Δ,5,3) :
«Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι περὶ τὴν Βρεττανικὴν νῆσοι μικραί·
μεγάλη δ΄ ἡ Ἰέρνη… περὶ ἧς οὐδὲν ἔχομεν λέγειν σαφὲς πλὴν ὅτι ἀγριώτεροι τῶν
Βρεττανῶν ὑπάρχουσιν οἱ κατοικοῦντες αὐτήν͵ ἀνθρωποφάγοι τε ὄντες καὶ
πολυφάγοι͵ τούς τε πατέρας τελευτήσαντας κατεσθίειν ἐν καλῶι τιθέμενοι καὶ
φανερῶς μίσγεσθαι ταῖς τε ἄλλαις γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖς. καὶ ταῦτα δ΄
οὕτω λέγομεν ὡς οὐκ ἔχοντες ἀξιοπίστους μάρτυρας·»
Ἐν ὀλίγοις οἱ κάτοικοι τῆς Ἰρλανδίας ἦταν ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν, ἀνθρωποφάγοι καὶ πολυφάγοι. Ὅταν πέθαιναν οἱ πατέρες
τους τοὺς…ἔτρωγαν καὶ λέγει ἀκόμα πὼς «ἔσμιγαν» δημοσίως μὲ τὶς γυναῖκες, ἀκόμη
ὅμως καὶ μὲ τὶς ἴδιες τους τὶς μητέρες καὶ ἀδελφές!
Καὶ μιᾶς καὶ ἀνεφέρθησαν τὰ Ὑπερβόρεια μέρη, ὁ Διόδωρος Σικελιώτης παρατηρεῖ (Β’, 47,4-5) πὼς οἱ
Ὑπερβόρειοι τρέφουν φιλικὰ αἰσθήματα πρὸς τοὺς Ἕλληνες καὶ κυρίως πρὸς τοὺς
Ἀθηναίους καὶ Δηλίους καὶ πρόκειται περὶ φιλίας ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων.
Γράφει πὼς ὑπάρχει μῦθος ( =λόγος) πὼς οἱ Ἕλληνες
ἐπεσκέφθησαν τοὺς Ὑπερβορείους καὶ ἄφησαν μάλιστα πίσω τους καὶ ἀναθήματα μὲ
ἑλληνικὲς ἐπιγραφές.
Λέγει πὼς οἱ κάτοικοι ψάλλουν καὶ ἀπονέμουν τιμὲς
καθημερινῶς στὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, δοξάζοντας τὰ ἔργα του. Ἐπίσης, μᾶς ἐνημερώνει πὼς ἡ σελήνη ἀπὸ ἐκεῖ
φαίνεται σὰν νὰ ἀπέχει πολὺ λίγο ἀπὸ τὴν γῆ καὶ πὼς φαίνονται ἀκόμη καὶ οἱ
ἐδαφικὲς ἐξάρσεις τής!
Καὶ ἀναφέρει καὶ
ἀστρονομικὰ φαινόμενα, ποὺ εἶχαν παρατηρήσει ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ Ἕλληνες,
ὅπως ὅτι κάθε 19 ἔτη συντελεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἄστρων στὸ ἴδιο σημεῖον τοῦ
οὐρανοῦ (ἔτος Μέτωνος < Μέτων, Παυσανίου, Ἀθηναῖος
μηχανικός-ἀστρονόμος-γεωμέτρης τοῦ 5ου π.Χ αἰ. ποὺ παρετήρησε τὸ φαινόμενον) καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς
(Ἀπόλλων), ἐπισκέπτεται κάθε 19 χρόνια τὸ νησὶ αὐτὸ καὶ «παίζει τὴν λύρα του
καὶ χορεύει ἀπὸ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία μέχρι τὴν ἀνατολὴ τῶν Πλειάδων» ἐπεξηγώντας
μὲ ἀλληγορικὸν τρόπον τὸ ἀστρονομικὸν φαινόμενον.
Τώρα σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ ὑπάρχουν πολλὰ νὰ εἰπωθοῦν. Ὁ Διόδωρος
Σικελιώτης γράφει στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (5,
21) ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν Γαλατία ποὺ βρέχεται ἀπὸ τὸν Ὤκεανὸ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς
κατὰ τὸν ἴδιο μεγαλυτέρους δρυμοὺς τῆς Εὐρώπης, τοὺς Ἐρκυνίους δρυμούς (στοὺς
ὁποίους ὁ Στράβων στὸ Ζ,1,3 γράφει πὼς κατοικοῦν τὰ ἔθνη τῶν Σοήβων «Ἐνταῦθα δ᾽
ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη», δηλαδὴ ἄς ποῦμε χονδρικῶς τὰ
γερμανικὰ φύλα ποὺ κατοικούσαν κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Ἔλβα) βρίσκονται πολλὰ
νησιά, μεγαλύτερον τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Πρεττανικὴ νῆσος. Καὶ ἐκεῖ ἔρχεται ὁ σχολιαστὴς τοῦ
Διοδώρου τοῦ Σικελιώτου, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ἐκδοχὴ πὼς ὁ λαὸς ποὺ συνάντησε ὁ
Καῖσαρ ἐλέγετο «Πρετανοί», ἀλλὰ γνωρίζοντας τοὺς
Βρεττονοὺς τῆς Γαλατίας ἤλλαξε τὸ ὄνομα σὲ «Βρεττανοί» καὶ μαζὶ καὶ τὴν ὀρθογραφία.
Ὁ Διόδωρος γράφει ἀκόμα πὼς τὸ νησὶ αὐτὸ εἶναι
πλούσιον σὲ κασσίτερον καὶ ἔχει σχῆμα τριγωνικὸν. Ἐκτείνεται λοξὰ σὲ σχέσιν μὲ
τὶς ακτὲς τῆς Εὐρώπης καὶ ἐκεῖνος λέγει πὼς τὸ ἀκρωτήριον, ποὺ ἀπέχει λιγότερον
ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, τὸ Κάντιον (Κέντ) ἀπέχει ἀπὸ τὴν στεριὰ περίπου ἑκατὸ στάδια, ἐνῶ τὸ
Βελ(λ)έριον ἀπέχει τέσσερεις μέρες ταξίδι ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα καὶ τὸ τρίτο,
ποὺ ὀνομάζεται Ὄρκα/Ὀρκάδες, ἐκτείνεται πρὸς τὸ ἀνοιχτὸν πέλαγος. Τὸ ΒΕΛΛΕΡΙΟΝ
λέγεται πὼς τὸ ὠνόμασε ἔτσι ὁ Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης καὶ εἶναι τὸ σημερινὸν Cap land’s end, κατὰ τὸν πλοῦν του στὴν Βρεττανία, ὅπου καὶ μελέτησε
τὰ παλιρροϊκὰ φαινόμενα, γιὰ νὰ καταλήξει πὼς ὀφείλονται στὴν ἑλκτικὴ δύναμιν
τῆς σελήνης ( «Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης τῇ πληρώσει τῆς σελήνης τὰς πλημμύρας
γίνεσθαι τῇ δὲ μειώσει τὰς ἀμπώτιδας», Περὶ τῶν ἀρεσκόντων τοῖς φιλοσόφοις φυσ.
δογμ, ΙΖ’, 897b, Πλούταρχος), ἐνῶ οἱ ΟΡΚΑΔΕΣ κατέληξαν…Orkney!
Σὲ κάθε περίπτωσιν καὶ ὁ Διόδωρος ἐπιρρωνύει τὰ γραφόμενα τοῦ Στράβωνος (5,21), ἀφοῦ ἀναφέρει πὼς οἱ κατοικίες τῶν Βρεττανῶν
εἶναι εὐτελεῖς, φτιαγμένες ἀπὸ καλάμια καὶ ξύλα. Γράφει ἀκόμη πὼς τὸ κλῖμα τους
εἶναι κατεψυγμένο, πὼς τὰ ἤθη τους εἶναι ἁπλοϊκὰ καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσιν μὲ
τὴν ἀγχίνοια/ὀξύνοια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Στὴν ἀναφορά ποὺ κάνει (5,22)
γιὰ τὰ κοιτάσματα κασσιτέρου ἀναφέρει καὶ μία νησίδα μὲ τὸ ὄνομα ΙΚΤΙΣ, ἡ ὁποία
ἔγινε Vectis ἀπὸ τοὺς Λατίνους (οἱ μεταγενέστεροι τὴν λέγουν Οὐηκτίς) καὶ
κατέληξε σήμερα νὰ λέγεται (Isle of) Wight.
Γιὰ τὴν ἐναλλαγὴ π/β στὴν Πρεττανία/Βρεττανία κάνει ἀναφορὰ καὶ ὁ Στέφανιος
Βυζάντιος :
«εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι ἐν τῷ ὠκεανῷ, ὧν τὸ
ἐθνικὸν Βρεττανοί. Διονύσιος ὑφελὼν τὸ ἓν τ ἔφη ὠκεανοῦ κέχυται ψυχρὸς ῥόος,
ἔνθα Βρετανοί. καὶ ἄλλοι οὕτως διὰ π Πρετανίδες νῆσοι, ὡς Μαρκιανὸς καὶ
Πτολεμαῖος.
Βρέττος, πόλις Τυρρηνῶν, ἀπὸ Βρέττου τοῦ Ἡρακλέους καὶ
Βαλητίας τῆς Βαλήτου. οἱ οἰκοῦντες Βρέττιοι, καὶ ἡ χώρα Βρεττία καὶ ἡ γλῶσσα»,
Ἐθνικά, 185-6
Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ υἰοῦ τοῦ Ἡρακλέους, Βρεττοῦ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στ. Βυζάντιος, δίνει καὶ ἄλλες ἐκδοχὲς τῆς ὀνοματοθεσίας τῆς
Βρεττανικῆς στὸ βιβλίον καθηγητοῦ τοῦ Γ’ κύκλου σπουδῶν τῶν μαθημάτων ἀρχαίων
ἑλληνικῶν.
Ἡ μία προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα
ποὺ λέγει πὼς οἱ Βρεττανοὶ εἶναι ἔθνος ποὺ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Κελτοῦς,
Βρεττανό («Βρεττανοί, ἔθνος ἀπὸ τῆς Κελτοῦς τῆς Βρεττανοῦ θυγατρός. Βρεττία ἡ
νῆσος ἐν τῷ Ἀδρίᾳ…Εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι…Τὸ ἐθνικὸν Βρεντανοί» ) καὶ ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπὸ τὸ λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, ὁ ὁποῖος
ἀναφέρει πὼς βρέττανα εἶναι τὰ φοβερά.
Πολλὲς φορὲς ἡ Βρεττανία ἀναφέρεται καὶ ὡς Γηραιὰ ΑΛΒΙΩΝΑ καὶ ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν
χονδρικῶς ΑΓΓΛΙΑ («Βρεττανία. Οἱ Ῥωμαῖοι ὠνόμαζον οὕτω
τὴν εἰς τὸν Ὠκεανὸν μεγάλην νῆσον, ἥτις περιλαμβάνει τὴν σήμερον τὴν Ἀγγλίαν
καὶ τὴν Σκωτίαν· ἐκάλουν δὲ αὐτὴν καὶ Ἄλβιον. Τὸ βόρειον μέρος, χωρισθὲν ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοῦ
λοιποῦ διὰ χάνδακος καὶ τείχους, ἐκαλεῖτο Καληδονία, καὶ τοῦτο τὸ μέρος εἶναι ἡ σημερινὴ Σκωτία», Γεωγρ. Στοιχ., 319, Ἰ. Κοκκώνης). Δὲν θὰ σταθῶ στὶς
γεωπολιτικὲς διαφοροποιήσεις (βλ. κεντρικὴ εἰκόνα), παρὰ στὴν ἐτυμολογία τῶν
ὀνομάτων.
Ἀλεβιὼν ὠνομάζετο ὁ υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος
ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὂ ὄνομά του προέρχεται ἐκ τοῦ ἀλφός ( =λευκός). Ἡ
δὲ ὀνομασία «Ἀγγλία» περιγράφει ἐναργῶς τὸ σχῆμα της, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀγκυλον,
δηλαδὴ σχηματίζει γωνία ὡς ὁ ἀγκών μας (βλ. ἀγκόλαι=ἀγκῶνες, ἀγκλόν=σκολιὸν
κατὰ τὸν Ἡσύχιον, ἐξ οὗ καὶ angulus στὰ λατινικὰ εἶναι ἡ γωνία, βλ. καὶ angle,
angolo, triangle κοκ). Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἀλλοδαποὶ τὴν λέγουν «ἀγκλή λανία/λάνδη,
ἤτοι σκολιὰ γῆ» (Angle-terre < τέρσα/τέρρα= ξηρὰ γῆ, Eng-land, Inghil-terra,
Ingla-terra κοκ).
Σχετικὰ μὲ τὴν ΣΚΟΤΙΑ καὶ μὲ μεταγραφὴ ἀπὸ τὸ
ἐκβαρβαρισμένον λατινικόν λῆμμα/ἀντιδάνειον, «ΣΚΩΤΙΑ» ποὺ ἀναφέρεται καὶ ὡς
ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ ἔχουν γραφτεῖ πολλά. Γιὰ ὅσους λέγουν
πὼς τὸ -ω τῆς Σκωτίας δὲν δικαιολογεῖ τὴν ἐτυμολογία της ἐκ τῆς ἐλληνικῆς
λέξεως «σκότος», ὡς ἀνήλια καὶ ὁμιχλώδης χώρα ποὺ εἶναι, μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ
τὸ ἐπιχείρημα, ἀπὸ τὸ ὅτι λέξεις μας μεταναστεύουν, ἐκβαρβαρίζονται καὶ ὅταν
ἐπιστρέψουν ἀκολουθοῦν ὀρθογραφία, ἡ ὁποία πρὸ τῆς γλωσσικῆς ἁπλοποιήσεως,
ἀπαιτοῦσε γιὰ τὶς «δάνειες» λέξεις διατήρησιν τῶν μακρῶν φωνηέντων.
Δεδομένου πὼς ὅταν ἕπεται φωνήεντος διπλὸ σύμφωνον ἤ
τουλάχιστον δύο σύμφωνα ἀκόμα καὶ τὰ φύσει βραχέα, γίνονται θέσει μακρά, θὰ
μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὴ ἡ μεταγραφή. Ἔτσι λοιπὸν οἱ Scotti, ποὺ ἀργότερα
μὲ ἁπλοποιημένη γραφὴ ἔγιναν Scoti, ἀπὸ ὅπου ἀντιδανειστήκαμε τὸ ὄνομα τῆς
χώρας, διατήρησαν τὸ -ο αὐτὸ θέσει μακρόν. Καὶ γι’αὐτὸ καὶ στὸ λατινικὸν λῆμμα,
προσδιορίζεται ἡ μακρότης τοῦ -o. Καὶ οἱ προσθαφαιρέσεις αὐτὲς ἐκ τῆς
βαρβαρικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπισις τῆς λέξεως ὡς ἀλλογενοῦς καὶ ὄχι
ἑλληνικῆς, δημιουργεῖ τεράστια σύγχυσιν. Ἔτσι ὑπάρχουν ἀκόμη λαοὶ ποὺ δὲν ἔχουν
ἁπλοποιήσει τὴν γραφὴ καὶ τὴν γράφουν ἀκόμη μὲ δύο -τ, ἤ -σ, κρατώντας τὶς
μνῆμες τῆς γλώσσης μας, ποὺ τοὺς ἔδωσε λαλιὰ καὶ τῆς ἐναλλαγῆς μεταξὺ διαλέκτων
ττ/σσ (πράττω-πράσσω).
Καὶ ἔτσι βλέπεις τὸν
Γάλλον νὰ γράφει Écosse, τὸν Γερμανὸ Schottland, τὸν Νορβηγὸ Skottland κοκ. Καὶ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ὑπάρχουν καὶ λαοὶ ποὺ
ἀποκαλοῦν τὴν σκοτεινὴ αὐτὴ λάνδη μὲ μακρὸν μὲν [ο], ἀλλὰ μὲ τὴν μεταγενεστέρα ἁπλοποιημένη
ὀρθογραφία τοῦ λατινικοῦ λήμματος (Scoti), ποὺ πάρ’αὐτα εἶναι ἴδια, ὡς πρὸς τὴν
ὄψιν (διότι τὸ δικό μας -ο στὸ «σκότος» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θέσει μακρόν) μὲ
τὴν λέξιν «σκότος». Ἐξ οὗ καὶ «Σκωτία, Scotland, Scotia, Schotland, Scotija
κλπ».
Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν Καληδονία σὲ ἀναζήτησιν σὲ
λεξικὰ (ὅπως τὸ LSJ) τοῦ ὀνόματος Caledonicus βρίσκεις δύο μεταφράσεις. Ἡ μία
εἶναι ὁ σχετικὸς μὲ τὰ δάση, τὴν ὕλη (καὶ πῶς ἀλλοιῶς ἐφ’ὅσον κᾶλον= ξύλον, τὸ
ἐξ ὕλης δηλαδή καὶ ἡ βόρειος Σκωτία-Καληδονία εἶναι γνωστὴ
καὶ γιὰ τὸ Καληδόνιον δάσος της) καὶ ἡ ἄλλη τὸν μεταφράζει ὡς ἄγκυλον (βλ. Ἀγγλία)!
Σὲ κάθε περίπτωσιν, ὅ,τι καὶ ἄν ἰσχύει κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὰ ἀμέτρητα τοπωνύμια
ἑλληνικῆς προελεύσεως στὴν εὑρύτερη περιοχὴ καὶ τῆς Σκωτίας, ἀλλὰ καὶ τῆς
Βρεττανικῆς νήσου γενικότερα, οὔτε καὶ τὶς ἀμέτρητες ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν ἀρχαία
γραμματεία γιὰ τὰ ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στὸν βορρά. Μέχρι καὶ σήμερα ἐπιβιώνουν ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιὰ,
ὀνόματα ὅπως Μυκῆνες (στὰ νησιὰ Φερόες, βορείως τῆς Σκωτίας), νησίδες ὅπως
Γιοῦρα (στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, ὅπως καὶ ἡ ὁμώνυμη περιοχὴ στὴν Ἁλόννησον), Γίγα
(Gigha), Iona (βλ. Ἴωνα), Achill (στὴν Ἰρλανδία, βλ. Ἀχιλλέα), Kirkisbowl (βλ.
Κίρκη), Limnu, Easdale (βλ. Αἴαντα), Helensburg (βλ. Ἑλένη), Troon (βλ. Τρῶες),
Arisaig (βλ. Ἄρης), Port Ellen, Thursos ( < θυρσός), καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα,
ποὺ μᾶς δίνουν νὰ καταλάβουμε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀναμφισβήτητα ἀφήσει τὸ
στίγμα τους στὴν περιοχὴ.
Ἄλλωστε καὶ ὁ Λατῖνος χρονογράφος Σολίνος
γράφει πὼς ὑπῆρχαν ἴχνη τοῦ Ὀδυσσέως στὴν
Σκωτία καὶ μάλιστα ὑπῆρχε καὶ ὕπαρξις βωμοῦ μὲ ἑλληνικὴ ἐπιγραφή («in quo
recessu Ulyxem Caledoniae appulsum manifestat ara Graecis litteris scripta
votum», Collectanea Rerum Memorabilium, 22,
1-12).
Καὶ ὁ ἱστορικὸς Πολύβιος ἰσχυρίζεται πὼς ὁ Πυθεὺς ὁ
Μασσαλιώτης ἐπεσκέφθη τὴν Βρεττανία καὶ κατάφερε νὰ μετρήσει τὴν περίμετρόν
της.
Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στὸ «Ἕλλην Λόγος»
κάνει ἀναφορὰ σὲ μυκηναϊκὰ θραύσματα καὶ κοσμήματα ποὺ βρέθηκαν στὴν περιοχὴ
τοῦ Οὐέσσεξ.
Ὁ Ἰ. Κοκκώνης στὴν
«Γεωγραφία στοιχειώδη» (Α’,3,320-340) ἔχει συνοψίσει τὶς διάφορες ἀναφορὲς στὴν
γραμματεία μας, σχετικῶς μὲ τὶς ὀνομασίες τῶν ἐκεῖ τοπονυμίων ἐλληνιστὶ καὶ
ἀναφέρει μερικὲς ἀπὸ αὐτές :
«Αἰ ἐπισημότεραι πόλεις ἦσαν ΛΟΝΔΡΑ/ΛΟΝΔΙΝΙΟΝ
(Londinium, Londres, Augusta Trinobantum) Δ(Ο)ΥΡΟΒΕΡΝΟΝ (Durovernum, Douvres,
Canterbury), ΚΑΜΕΛΟΔΟΥΝΟΝ (Colchester)…ΕΥΟΡΑΚΟΝ (Evoracum > York…Ποτ.
ὀνομαστὸς τοῦ τόπου ὁ Τάμισις (Tamise < ΙΑΜΙΣΑ, βλ. καὶ (ε)ἰαμενή =λιβάδι σὲ
ὑγρὸν τόπον, παραποτάμιον ἕλος ἤ κατὰ τὸν ἴδιον «ἐκ δύο ποταμίων συνιστάμενος,
τοῦ Τάμη καὶ Ἴση»)…Ἡ Ἰρλανδία…ἐκαλεῖτο ΙΒΕΡΝΙΑ (ὁ Κοῦμας τὴν ὀνομάζει καὶ
Ἰουβέρνη, Ἰέρνη, Ἴρις, «Σύνοψ. παλ. γεωγρ). Πόλις σημαντική ΕΒΛΑΝΗ (Evlana,
Dublin). Αἰ λοιπαὶ νῆσοι ὠνομάζοντο ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΔΕΣ (Sorlingues)…ΟΥΗΚΤΙΣ (Ἰκτίς
> Wight)…ΜΟΝΟΒΙΑ (Man), ΕΒΟΥΔΕΣ (ΕΒΡΙΔΕΣ, Westernes, Hebrides)…Τὸ
Μεσημβρινὸν μέρος αὐτῆς κατέχει ἡ Ἀγγλία (Angleterre) συγκείμενον ἐκ τοῦ μέρους
τοῦ λεγομένου κυρίως Ἀγγλία καὶ τοῦ Πριγγιπάτου τῆς ΓΑΛΛΗΣ ἢ Οὐάλλης (Οὐαλλίας)…ΛΙΒΕΡΠΟΥΛΗ,
μία τῶν ἐμπορικωτάτων ΜΑΓΧΕΣΤΕΡΗ (Μάντσεστερ)… καὶ ΒΙΡΜΙΓΧΑΜΗ
(Μπίρμιγχαμ)…ΒΡΙΣΤΟΛΗ (Μπρίστολ)…ΓΡΗΝΟΥΪΣΙΟΝ (Γκρίνουιτς)…ὀνομαστὴ πόλις διὰ τὸ
Ἀστεροσκοπεῖόν της, ὅθεν λαμβάνεται καὶ ὁ πρῶτος Μεσημβρινὸς τῶν
Ἄγγλων…ΦΑΛΜΟΥΘΗ (Φάλμαουθ), ὁ δυτικώτατος λιμὴν τῆς Ἀγγλίας· πλησίον αὐτῆς
ΕΞΕΤΕΡΗ (Ἔξετερ)…ΠΛΥΜΟΥΘΗ (Πλύμουθ) ΚΑΝΤΑΒΡΙΓΙΑ (Cambridge)… καὶ ΟΞΦΟΡΔΗ…ΔΟΒΕΡ
ἢ ΔΟΥΒΡΗ…Ἡ Σκωτία…Κυριώτεραι πόλεις· ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΗ…ΓΛΑΣΚΟΒΗ…ΠΕΡΘΗ… ΑΒΕΡΔΗΝΗ
(Aberdeen)…Ἡ Ἰρλανδία (Ἰβερνία) χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν διὰ τοῦ πορθμοῦ…
Μεταξὺ δὲ πολλῶν περιέργων θεαμάτων τῆς φύσεως παρατηρεῖται ἡ Κρηπὶς τῶν
Γιγάντων, ἥτις εἶναι παμμεγέθης ὄγκος βασαλτικῶν λίθων…Κυριώτεραι πόλεις.
ΔΟΥΒΛΙΝΟΝ…ΚΟΡΚΗ (Κόρκ)… Λιμέρικα (Λίμερικ)…ΚΙΛΚΕΝΙ…ΑΡΜΑΓΗ (Armagh)…
Αἱ μικραὶ νῆσοι εἶναι…αἱ κυριώτεραι εἶναι ἡ ΑΕΥΣ, ἡ
ΣΚΙΗ/ΣΚΙΑ, ΜΥΛΛΗ…αἱ νῆσοι ΜΑΝΗ καὶ ΑΓΓΛΕΣΗ…»
Καὶ ὁ Κοῦμας στὸ «Σύνοψις τῆς παλαιᾶς Γεωγραφίας»
προσθέτει καὶ ἄλλα τοπωνύμια τῶν έκεῖ περιοχῶν, ὅπως τὸν κόλπον τῆς ΒΟΔΟΤΡΙΑΣ
(Firth of Forth) καὶ ΓΛΟΤΑΣ (Firth of Clyde), τὶς πόλεις ΜΑΓΝΟΣ ΠΟΡΤΟΣ
(Portsmouth, μέχρι καὶ σήμερα δικαιολογεῖ τὸ ὄνομά της, καθῶς θεωρεῖται μεγάλη
πόλις-λιμάνι/πέρασμα), ΜΕΝΑΠΙΑ (Waterford), τὶς νησίδες ΜΟΝΑΒΙΑ (Man) κ.ἄ…
Πληροφορίες αντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία:
<<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ,
<<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>,
ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>> ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>,
<<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ»,
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ,
<<DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>, ERNOUT- MEILLET,
«ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ.
Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES»,
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΑ»,
ΑΠΠΙΑΝΟΣ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «DEEL», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΟΡΦΕΩΣ
ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», (σύγχρονη ἀπόδοσις Σωτήρη Σοφιᾶ), «PERSEUS DIGITAL LIBRARY», <<Ο
ΕΝ ΤΗ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ
ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ
ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΑΓΩΓΗ,
Ίναχος και Δευκαλίωνας (Ιναχώριο Κισσάμου;...)
Ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι οι αρχαίοι βασιλιάδες χωρίζονται σε δυο γένη’ στο γένος του Δευκαλίωνα και στο γένος του Ινάχου και τα παρακλάδια τους (Γένος Ηρακλειδών, Γένος Αγηνορειδών κ.α.). Στο βασιλικό γένος του Δευκαλίωνα ανήκουν οι βασιλιάδες του οίκου της Φθιώτιδας. Δηλαδή ο βασιλιάς Έλληνας και τα παιδιά του: Δώρος, Ξούθος, Αίολος, καθώς και τα εγγόνια του: Ίων, Αχαιός, Μάγνης κ.τ.λ. , στα οποία διαμοίρασε τη χώρα τους και σχηματίσθηκαν τα σχετικά βασίλεια στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα κ.α.. Στο βασιλικό γένος του Ινάχου ανήκουν οι βασιλιάδες του οίκου του Άργους. Δηλαδή οι βασιλιάδες Άργος και Πελασγός, απόγονοι του Ινάχου, και οι απόγονοί τους. Γιος του Πελασγού ήταν ο Λυκάονας, που έγινε βασιλιάς των Αρκάδων και με πάρα πολλές γυναίκες απόκτησε 50 γιους, τους: Θεσπρωτό, Μάκεδνο, Μαίναλο, Φθίο, Λύκιο, Ορχομενό …. Κόρη του Άργους ήταν η Ιώ απ΄όπου προέρχονται οι βασιλιάδες της Αιγύπτου, Αραβίας, Κιλικίας κ.α. Δηλαδή οι βασιλιάδες Έπαφος, Δαναός, οι Αγηνορίδες, οι Καδμείοι κ.α. (Περισσότερα βλέπε στα παρακάτω Κεφάλαια)
Ίναχος και Δευκαλίωνας (Ιναχώριο Κισσάμου;...)
1 σχόλιο:
εργώ ή ηργώ: κρυώνω. Ριζίτ: "Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν κι εγώ ΄μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν ε-ήργουν! Όφου ο νιος και για δεν ήργασα..." Από το ρ. ριγώ (με πιάνει ρίγος,κρυώνω)
Έργω από TA "ΕΡΗ" = χώρος πάνω από τη Γη (έχει τα ερη πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα) όλοι ξέρουν ότι 3,000 μέτρα πάνω από τη γη η θερμοκρασία είναι 50 κάτω από το μηδέν
Δημοσίευση σχολίου