Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Κρητική Τοπολαλιά , Ερμηνευτικό - Ετυμολογικό Λεξικό Κ. Ντουντουλάκη

του Κώστα Σ. Ντουντουλάκη


 *Τοπολαλιά ή ντοπιολαλιά: Η λαλιά των ανθρώπων ενός τόπου, η τοπική διάλεκτος

Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω...
Μόνον έτσι όμως έμαθα 
να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς..
ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια..
Μια γλώσσα όπως η ελληνική..
όπου...
Άλλο πράγμα είναι η Αγάπη και άλλο ο Έρωτας..
Άλλο η Επιθυμία και άλλο η Λαχτάρα..
Άλλο η Πίκρα και άλλο το Μαράζι..
Άλλο τα Σπλάχνα κι άλλο τα
Σωθικά...

  Οδυσσέας  Ελύτης




Έτυμον-ετυμολογία: Η α-λήθεια των λέξεων 

Όσο είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος έχει μια φυσική τάση προς τη γνώση («φύσει τού ειδέναι ορέγεται»), άλλο τόσο αληθεύει ότι όλοι μας έχουμε την τάση να αναζητούμε την προέλευση των λέξεων τής γλώσσας μας, την αρχική τους σημασία. Οι περισσότεροι άνθρωποι, με διάφορες ευκαιρίες, ετυμολογούν ή συνήθως (από έλλειψη ειδικών γνώσεων) παρ-ετυμολογούν λέξεις: υποθέτουν, διερωτώνται ή και αποφαίνονται για την προέλευση αυτής ή εκείνης τής λέξης. Με άλλα λόγια, μιλούν εμπειρικά για το έτυμο μιας λέξης. 

Ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. παραδίδεται (από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη) ότι έτυμον είναι «η αληθής σημασία μιας λέξεως σύμφωνα με την προέλευσή της». Η λέξη έτυμον ως όρος προέρχεται από το επίθετο έτυμος που σήμαινε «αληθής» και χρησιμοποιείται ήδη στον Ομηρο: «ψεύσομαι, ή έτυμον ερέω;». Η λέξη είναι από την ίδια ρίζα μ' ένα άλλο επίσης ομηρικό επίθετο, το ετεός που σημαίνει επίσης «αληθινός, γνήσιος». Από αυτό είναι το όνομα Ετεο-κλής (που παραδίδεται ήδη σε πινακίδα της μυκηναϊκής Γραμμικής γραφής Β') καθώς και άλλα σύνθετα όπως το Ετεό-κρητες (γνήσιοι, αυτόχθονες Κρήτες) στον Ομηρο. 

Από ένα ομόρριζο επίθετο ετός της ίδιας σημασίας προήλθε το ρήμα ετάζω, που είναι και σήμερα εν χρήσει ως εξ-ετάζω με αρχική σημασία «αναζητώ την αλήθεια - ερευνώ λεπτομερώς».
Ολόκληρη λοιπόν η οικογένεια αυτών των λέξεων και ιδιαίτερα η λέξη έτυμον δηλώνουν την αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή την ιχνηλάτηση της προέλευσής τους, που ταυτίζεται με τη σημασία εκκίνησης ή προέλευσης της λέξης, την πρώτη ή αληθινή ή βασική ή ετυμολογική σημασία.
Αυτή η περιπέτεια τής αναζήτησης τής αλήθειας των λέξεων, δηλαδή η προσπάθεια ετυμολόγησής τους, από τις αρχές τού 19ου αιώνα με την ίδρυση τής επιστήμης τής (ιστορικοσυγκριτικής) Γλωσσολογίας αποκτά επιστημονικό χαρακτήρα, δηλαδή ασκείται με μεθόδους έγκυρης αναγωγής στην αρχική (ή στην παλαιότερη δυνατή) μορφή και σημασία τής λέξης. Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, μορφικής και σημασιολογικής, γίνεται έκτοτε κατά κανόνα επιστημονικά αξιόπιστη.
Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων (με την έννοια που εξηγήσαμε) είναι ιδιαίτερα ελκυστική στην ετυμολογική έρευνα τής ελληνικής γλώσσας, λόγω τής μακραίωνης παράδοσής της, που επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μιλώντας για την αλήθεια, λ.χ., ας δούμε την ετυμολογική της προέλευση. Το επίθετο αληθής (απ' όπου η αλήθεια) προήλθε από το στερητικό α- και λήθος («λήθη») ή την ίδια τη λέξη λήθηα-ληθής επομένως ήταν αρχικά «αυτός που δεν μπορεί να περάσει στη λήθη, να λησμονηθεί ή να αποκρυφθεί», άρα «αυτός που δεν λανθάνει, δεν υποκρύπτεται, αλλά είναι εμφανής, απτός, πραγματικός, αληθινός». 
Η αναζήτηση τής αλήθειας των λέξεων, η ετυμολογία είναι παράλληλα και μια ιστορική αναδρομή στις λέξεις, μια ιστορία των λέξεων. Ο Ελληνας ομιλητής δεν χρειάζεται ειδικές γνώσεις (τις αναγκαίες ιστορικές πληροφορίες μπορεί να τις αναζητήσει) για να καταλάβει, λ.χ., ότι η λέξη γραμματική, ενώ αναφέρεται σε ολόκληρη τη δομή τής γλώσσας την οποία έχει σκοπό να περιγράψει, ξεκινάει ως μελέτη και περιγραφή των «γραμμάτων, τού γραπτού λόγου, των γραπτών κειμένων» (και όχι τού προφορικού λόγου). Οπως η ίδια η λέξη σύνταξη είναι φανερό ότι προσδιορίζει τους τρόπους που συν-τάσσονται, που «τίθενται μαζί» οι λέξεις, για να απαρτισθεί λόγος, ομιλία. Οι έννοιες τού κόπου, τής κοπιαστικής εργασίας και μάλιστα τής χειρωνακτικής, που δηλώνονταν στην αρχαία περίοδο τής γλώσσας μας με τις λέξεις πόνος και μόχθος οδήγησαν στις κακόσημες λέξεις πονηρός και μοχθηρός, λόγω της υποτιμητικής στάσης των αρχαίων εύπορων Αθηναίων προς τη χειρωνακτική κοπιώδη εργασία,  η οποία αντιστρατεύεται τη σχολή, τον ελεύθερο χρόνο που οδηγεί σε αξιοποιήσεις, όπως εκείνη τής σχολής και τού σχολείου ως ευκαιριών παιδείας... 
Όπως και οι σκληρές προσπάθειες που καταβάλλει ο αθλητής, ο διεκδικητής τού έπαθλου, τού βραβείου, τού άθλου, τον εμφανίζουν στους φυγόπονους ως αξιολύπητο ή και ως εξαθλιωμένο, δηλαδή ως άθλιο. Ενώ η ένταση, ο ανταγωνισμός και η διεκδίκηση τής νίκης γεννούν τη λέξη αγωνία από το αγών(ας). 
Το άστυ ξεκινάει ως η κατεξοχήν δήλωση «τού οργανωμένου χώρου κατοικίας», εκεί που μένουν οι αστοί, αναπτύσσοντας και αντίστοιχη νοοτροπία που οδηγεί σε μια ελευθεριότητα στην έκφραση και στην επικοινωνία των αστών, στο αστ-είος απ' όπου το αστείο
 (σημ. Κ.Ντ: αντίστοιχα ο λαός στα χωριάτης Κρήτης έλεγε χώρα την πόλη και χωρατά τα αστεία
ενώ η λέξη πόλις είναι το κράτος-πόλις, η πολιτική έκφανση τού χώρου διαβίωσης (πολίτης =ο έχων πολιτικά δικαιώματα), ξεκινώντας από τη σημασία «οχυρό, φρούριο», που διαπιστώνεται στην αρχική σημασία τού ακρόπολις (<άκρα πόλις, η υψηλά σε λόφο κτισμένη, η οχυρωμένη πόλη, η πόλη-φρούριο, το οχυρό).
Ιδιαίτερα δηλωτική από πλευράς «τής αλήθειας», της αρχικής σημασίας των λέξεων είναι τα ρήματα τα σύνθετα με προθέσεις. 
Η διαφάνεια που προσδίδει στη λέξη η ποικιλία των προθέσεων φωτίζει, κατά κανόνα, την τελική σημασία και χρήση τής λέξης· αληθινά σε συν-αρπάζει, σε συγ-κλονίζει, σε συν-έχει, σε συνε-παίρνει αλλά και σε συντροφεύει (συν-τροφος), σε συνοδεύει (συν + οδός) και σε συν-τρέχει, έστω κι αν καμιά φορά σε συν-θλίβει, η αγωνία τής αλήθειας με ό,τι αυτό συν-επάγεται.  
(Γ. Μπαμπινιώτης, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008)


 Η γλώσσα μας               

Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις. είναι από την Ελληνική γλώσσα. (βιβλίο Γκίνες). Κατ΄ άλλους πολύ περισσότερες.

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

Η Ελληνική και η Κινέζικη. είναι οι μόνες
 γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως 
άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). 
Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.
Είναι πραγματικά
μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.



   Η ΣΟΦΙΑ
Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). 
Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. 
Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι' αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει:

 «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

Όπως μας έλεγε και ο
Αντισθένης
«Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». 
Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα δηλαδή γη + έχων).  Αρχοντες ήταν οι της τάξεως των γαιο-κτημόνων, κτητόρων γης, αυτών που είχαν αρκετή ιδιό-κτητη γη.

 «Βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι δεν στηρίζεται κάπου ή και ότι κινείται 
(α στερητικό + στήρ από το στηρίζω, στήριγμα). Α-στήρικτο δηλαδή στον ουρανό.

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.

Για παράδειγμα ο «
φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει ως ανθρώπους - και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας. 

Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην φθίνει-τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».

Έχουμε τη λέξη «
ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

Ακόμα έχουμε την λέξη «
ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!

Το
άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε (σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι
άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο.

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι).
Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο
Όργουελ στο  «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. (Κάτι που κάνει δυστυχώς με ιδεοληπτικά και αποπροσανατολιστικά προσχήματα τα τελευταία χρόνια η πλανητική επιβολή του λεγόμενου  political correct, αλλά αυτό είναι μια ξεχωριστή συζήτηση...) 

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. 

Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ
Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.
Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός
Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:

 «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα - μητέρα των εννοιών μας - μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιωάννης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», 
όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.
Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας, του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ό,τι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

Η Ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της. Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος  
«Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».



Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω 
όπως ένα ρυακάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου
 ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους,
 θα τους μιλήσω ελληνικά, 
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. 
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική.

 Νικηφόρος Βρεττάκος


Οι "αφανείς" ελληνικής προέλευσης λέξεις άλλων Γλωσσών

Είναι χιλιάδες οι περισσότερο ή λιγότερο (ή και καθόλου για έναν επιφανειακό μελετητή) εμφανούς ελληνικής προέλευσης λέξεις των βασικότερων ευρωπαϊκών (και όχι μόνο) Γλωσσών.
Παραθέτω τέσσερα παραδείγματα:

1.Λέμε σε όλη την Ελλάδα μπράτσο ως αντιδάνεια λέξη εκ του ιταλ.braccio, λατιν. bracchium που όμως προέρχεται από την πολύ αρχαιότερη, ελληνική βραχίων. Και το ταξίδι της λέξης ανά τους αιώνες και λαούς,την έκανε bras(γαλλικά)   brazo(ισπανικά)  μα και...arm /Arm (αγγλικά/γερμανικά) από το αρμός=άρθρωση ωμοπλάτης!...

2.κλάξον: klaxon(αγγλικά)  klaxon(ισπανικά)  clacson ιταλ.από την λατινική clangor=κλαγγή ελληνική:πας οξύς ήχος, κλαγκτός= ο κράζων οξέως, εκ του κλάζω, κράζω"Κλαγγή της μάχης."

3.βαγόνι: wagόn(ισπαν.)  wagen(γερμαν.)  waggon(αγγλ.) vagone(ιταλ.)-veho(latin.)=φέρω επί αμάξης,από το αρχ. ελλην. FΟΧΕΩ=οχούμαι και FΟΧΟΣ=όχημα! (το "δίγαμμα" F  προφερόταν μεταξύ β και φ).

4.κώδιξ: code(γαλλ.και αγγλ.) Kodex(γερμαν.) cόdico(ισπαν.) codice(ιταλ.) codex λατιν. εκ του ελλην. κώδιον=διφθέρα,ειδικά κατεργασμένο δέρμα(κώα) αμνού  ή εριφίου,πάνω στο οποίο(περγαμηνή) έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες:"Κρατίνου κώδιον"(Αριστοφ.Ίπ.400).

5. μακαρόνια:
 
Η λέξη την οποία πολλοί επιπόλαια νομίζουν ιταλική (maccaroni), παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό).
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία» ή «μακάρια » που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.


Παραθέτω επίσης, εντελώς ενδεικτικά, μόνο από το γράμμα a, ελάχιστες από τις ελληνικής προέλευσης λέξεις της τουρκικής:

abis=
άβυσσος   acele=βιασύνη (από το αρχ ελλ κέλλω=σπεύδω)   aci=πικρό(από το αρχ ελλ ακίς=κάτι οξύ    aerodrom=αεροδρόμιο  af=συγγνώμη,από το άφεσις   aforoz=αφορισμός  aglama=κλάμα  ahlat=αχλάδι ahtapod=οκτάπους,χταπόδι  ahter και aster=αστήρ   aksa=αξία  akdes και aziz=άγιος akrostis=ακροστιχίς  aksiyon=αξίωμα aleksi=αλεξία ali=μέγας,"Αλή πασάς,Αλή μπαμπάς"κλπ, από το αρχ ελλ άλω/αλδαίνω=αυξάνω ambrion=έμβρυον amidon=άμυλον  amnios=αμνός  ampirik=εμπειρικός   anadoln=ανατολή anahtar=κλειδί, από το ελλ ανοιχτήρι analjeji=αναλγησία  analoyi=αναλογία ananet=ανικανότης anarsi=αναρχία ankilos=αγκύλωση ana=μητέρα, από το αρχ ελλ αννίς=μήτηρ  anemon=ανεμώνη anofel=ανωφελής anot=άνοδος ansefal=εγκέφαλος  anterit=εντερίτις  antipod=αντίποδες antitez=αντίθεση anydrit= άνυδρος aoma=αόμματος   aort=αορτή   aparmak=αρπάζω  apokorya=απόκρια apotek=αποθήκη apotem=απόθεμα ar=όνειδος,από το αρχ αρά(κατάρα,ανάθεμα)   arama=έρευνα  arz=γή (από το αρχ ελλ άρ, άρουρα=γη) arhont=άρχοντας arma=αρματωσιά πλοίου,άρμενο  armoz=αρμός arsez=αυθάδης,από το αρσενικός  arsin=αρχείο  as=φαγητό,από το έδω>άση=κορεσμός  asa=όσο,όσα   asaf=σοφός    asayis=ησυχία    asenkron=ασύγχρονος      asepsi=ασηψία   asit=οξύ   astma=άσθμα    asfalt=άσφαλτος   ata=πατήρ, εξ ου Ατα-τούρκ=πατέρας των Τούρκων(από το αρχ ελλ άττα,προσφώνηση νεώτερου προς πρεσβύτερο και τάττα=πατήρ  aterina=αθερίνα  ates=φωτιά,από το αίθω=καίω>αιθάλη>άθως βλ λεξιλ.κρητ.τοπολαλιάς  avlak=αυλάκι    aya=νερό, από την πολύ αρχ ελλ ρίζα αχα- και το δωρ τύπο αχα, εξ ης και το ιταλ άκουα=νερό (ήχος, κατ΄επέκτασιν ήχος ρέοντος σε πηγή, ποταμό ή ρυάκι ή κυματίζοντος σε θάλασσα  ύδατος. (L&Ssott):"Αχελώος,ποιητ. Αχελώιος,όνομα πολλών ποταμών...παρά μεταγ.ποιητ. εσήμαινε πάντα ποταμόν ή εν γένει το ύδωρ..." Παράγ:Αχαϊα, Αχέρων,Αχερουσία,αχάτης.
Αντιδάνεια: αγιάζι, Αγιά (ονομασία πολλών περιοχών με νερά στην Ελλάδα, από εκεί και η "Αγιά Ρουμέλη" (δεν υπάρχει καμιά αγία που να λέγεται Ρούμελη!) στο τέλος του φαραγγιού της Σαμαριάς, που σημαίνει νερό,ποτάμι, ρωμέικο, ονομασία (αγιά ρουμελί) από Σαρακηνούς, αλλά με λέξεις  ελληνικής ρίζας.       
 ayasma=ιαματική πηγή, από το (αγ)ίασμα         atme=κρατήρας ηφαιστείου,από το ελλ ατμός




Ελληνικές ρίζες στις ευρωπαϊκές γλώσσες

*Νίκου Μπαλάσκα "Λέξεις και Μύθοι", απόσπασμα

4. Οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν κάποιες ρίζες προερχόμενες από την Πρωτοϊαπετική (η υποτιθέμενη "Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή"), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του κελτικού πολιτισμού (Hallstatt 500 π.Χ., La Tene 300 π.Χ.), ρίζες της Πρωτοϊαπετικής που εισχώρησαν μέσω της λατινικής από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα (55 π.Χ.), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που έγιναν γνωστές μέσω της λατινικής, στην οποία μεταδόθηκαν στα χρόνια ης μεγάλης επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους (ουσιαστικά την περίοδο  776 π.Χ. – 476 μ.Χ), ρίζες ή λέξεις ελληνικές που εισχώρησαν απευθείας από την ελληνική στα χρόνια μετά το 476 μ.Χ., ρίζες ή λέξεις γερμανικές/τευτονικές, γοτθικές και νορμανδικές προερχόμενες από αντίστοιχες εγκαταστάσεις πληθυσμών στα ευρωπαϊκά εδάφη, λέξεις με ελληνικές ρίζες που έπλασαν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι μετά τον 17ο αιώνα.

Είναι εμφανές και στον πιο απλοϊκό μελετητή των ευρωπαϊκών γλωσσών, ότι τελικά με το σύνολο των πολιτικοκοινωνικών επιδράσεων και πολιτιστικών διεργασιών που προαναφέρθηκαν, οι γλώσσες αυτές περιέχουν σημαντικό αριθμό ριζών ή λέξεων, που με κάποιο τρόπο (σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο) σχετίζονται με αντίστοιχες ελληνικές.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα γνωστά ετυμολογικά λεξικά σταματούν την ετυμολογία της λέξης στην λατινική ρίζα παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η πλειονότητα των ίδιων των λατινικών λέξεων σχετίζονται με ελληνικές ρίζες. Επιπλέον οι ετυμολογήσεις τέτοιου είδους λεξικών, αναζητώντας το αρχαιότερο γνωστό κείμενο στο οποίο απαντώνται οι λέξεις, χαρακτηρίζουν απατηλά αρκετές από αυτές λατινικές, βενετικές, ιταλικές ή τούρκικες, ενώ, αν γινόταν διεξοδική αναζήτηση της βαθύτερης ετυμολογίας, θα μπορούσε να καταδειχτεί η ελληνικότητα της προέλευσής της. Παράδειγμα: Η λέξη «καπετάνιος» στα περισσότερα λεξικά ετυμολογείται από το λατινικό «capita» (=κεφάλι), παραγνωρίζοντας ότι η λέξη capita προέρχεται από τα ελληνικά συστατικά «κατ’ επάνω» (κατεπάνος >καπετάνος) από τα οποία προέρχεται και η αρχαιότατη ελληνική λέξη «κεφαλή» (κατεπανή >κατπανή >κατφαλή >καφαλή). Παρόμοια ελληνικές λαϊκές λέξεις (όπως χουνέρι (χέω+νερό), νταβαντούρι (<ένθα+βαν+τηρώ), ασκέρι (<ασκέρα <σακέρα <σάκος<σάω+ακή), χούι (<όιον) κλπ) που πλάστηκαν πιθανώς στα καταγώγια της Κωνσταντινούπολης με νόημα σκωπτικό ή περιπαικτικό, δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαιολάτρες Βυζαντινούς λογίους, που είχαν πρότυπο την καλλιέπεια του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα, αλλά, αφού οι λέξεις αυτές πέρασαν και στα τούρκικα, πιθανώς από Τούρκους συγγαρφείς που δεν δεσμεύονται από το βάρος μακραίωνης καλαίσθητης λογοτεχνικής κληρονομιάς, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι οι λέξεις είναι πράγματι τούρκικες.   

5. Ετυμολογίες ελληνικών, αγγλικών και τούρκικων λέξεων

Με επίγνωση της πολυπλοκότητας των ζητημάτων που εκτέθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους, στο λεκτικό ευρετήριο των τριών παρατιθέμενων πινάκων, με ύστατη προσδοκία την βαθύτερη κατανόηση των νοημάτων, των ορίων, αλλά και των λειτουργιών της ελληνικής γλώσσας, επιχειρείται η ανεύρεση της τελικής ετυμολογίας:

(α) Ονομάτων, τοπωνυμίων και άλλων λέξεων της ελληνικής γλώσσας, πολλές από τις οποίες θεωρούνται τόσο αυτονόητα γνωστές και συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή, που η ετυμολογία τους συνήθως διαλανθάνει.  

(β) Λέξεων της αγγλικής γλώσσας (ως περισσότερο διαδεδομένης από τις ευρωπαϊκές γλώσσες) που, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους λόγους, περιέχουν ρίζες που υπάρχουν και σε ελληνικές λέξεις. Η γενική εκτίμηση είναι ότι τέτοιου είδους λέξεις, συνυπολογιζομένων και των σύνθετων με ελληνικά προθέματα, όπως syn-drome (σύν-δρομο), pro-gnostics (προ-γνωστικά), αποτελούν ποσοστό της τάξεως του 60% του συνόλου των αγγλικών λέξεων.  

(γ) Λέξεων της ελληνικής γλώσσας που άκριτα εκλαμβάνονται ή και παρουσιάζονται από ορισμένους (σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα) ως τούρκικες.

Στο αμέσως επόμενο κείμενο θα καταβληθεί προσπάθεια να μελετηθούν περιπτώσεις λέξεων που δείχνουν σε ποια έκταση και ποιο βάθος η γλώσσα, ως κύριος εκφραστής του ήθους του ελληνικού πολιτισμού, μπόρεσε να διαμορφώσει δίαυλους παιδείας και επικοινωνίας με τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης.


1. Η λέξη Βρετανία [αγγλικά Britain, λατινικά Britannia] ετυμολογείται από την ελληνική λέξη πρυτανεία [πρώτη στην ιεραρχία] που προέρχεται από τα συνθετικά πρώτος + άνω [=η πρώτη χώρα που βρίσκεται πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη].  Η λέξη αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Έλληνα εξερευνητή και θαλασσοπόρο Πυθέα τον Μασσαλιώτη, που επισκέφθηκε την Αγγλία περί το 330 π.Χ. Σημειωτέον ότι αρχικά οι Βρετανικές Νήσοι ονομάζονταν «Κασσιτερίδες  Νήσοι» (εξαιτίας των κοιτασμάτων κασσιτέρου που υπήρχαν στην Κορνουάλη)ενώ για  την  Βρετανία  υπήρχε  στην  αρχαιότητα  και  το  όνομα  «Αλβιών». Και οι δύο αυτές λέξεις είναι ελληνικής προέλευσης: Η λέξη Κασσίτερος ετυμολογείται από τα συνθετικά κατά + σίδηρος [>κατασίδηρος >κατσίδερος >κασσίτερος], ενώ η λέξη Αλβιών ετυμολογείται από το αλφός [=υπόλευκος, λευκός], ενώ ως προσδιορισμός της Αγγλίας αναφέρεται στο υπόλευκο χρώμα των βράχων της (που περιέχουν κιμωλία) όπως φαίνονται από την ακτογραμμή του Dover. Περαιτέρω η λέξη σίδηρος προέρχεται από τα συνθετικά σίζω [=σφυρίζω] + δηρός [=ανθεκτικός], που σημαίνουν ότι το μέταλλο σιρίζει όταν ψύχεται με νερό και γίνεται σκληρό. Εξάλλου η λέξη αλφός προέρχεται από τα συνθετικά α [στερητικό] + φλοιός [=φλούδα] >αφλοιός >αλφειός, που δηλώνουν ότι το ξεφλουδισμένο κλαδί αφήνει να φαίνεται η λευκωπή εσωτερική επιφάνειά του. Από τη λέξη αλφός, εκτός από  Αλβιών, προέκυψαν ονόματα όπως Αλφειός, Άλπεις, Αλβανία.      

2. Η λέξη Αγγλία [αγγλικά Anglia, λατινικά Anglia] είναι ελληνικής προέλευσης και ετυμολογείται από τα συνθετικά Άνω + Γαλλία [>Ανγαλία >Αγγλία = χώρα πάνω από τη Γαλλία].  Η λέξη Γαλλία είναι επίσης Ελληνική, προέρχεται από τη λέξη Γαλάτης (>Γαλατία >Γαλτία >Γαλλία), η οποία αποτελεί μετεξέλιξη της λέξης Κελέτης (>Καλάτης >Γαλάτης), από την οποία προήλθε και το όνομα Κέλτης.  Η λέξη Κελέτης έτυμολογείται από τα συνθετικά κέλης [=ίππος] + έχω [>εχεύς, έτωρ, έτης] και σημαίνει "άνθρωπος που χρησιμοποιεί άλογα".  

3. Η λέξη Σκοτία [αγγλικά Scotland] είναι ελληνική, σχετίζεται με τη λέξη "σκότος" και σημαίνει "χώρα του σκοταδιού", εξαιτίας της μεγαλύτερης διάρκειας της νύχτας σε εκείνο το γεωγραφικό πλάτος. Σημειωτέον ότι αρχαιότερο όνομα της Σκοτίας ήταν το Καλυδονία, που είναι επίσης ελληνικής προέλευσης, ετυμολογούμενο από τα συστατικά καλός + υδνέω [=τρέφω, αυξάνω {<δαίνυμι}] που σημαίνουν "αυτός που φέρνει πολλή τροφή". Το όνομα εξάλλου Ουαλία [αγγλικά Wales] της τρίτης βρετανικής χώρας είναι επίσης ελληνικό, σχετίζεται με το ρήμα "βάλλω" [="πλήττω καταβάλλω"], το οποίο στην εκλατινισμένη Δυτική Ευρώπη προφερόταν και ως "ουάλλω", και επομένως σημαίνει "χώρα ανθρώπων που μπορούν να καταβάλλουν" [=να νικάνε].  

4. Η λέξη land [= γη, χώρα] είναι ελληνικής προέλευσης, προερχόμενη από με λέξη "λάνδη" [= γη, χώρα] και χρησιμοποιείται ως κατάληξη σε πολλές ονομασίες χωρών (Ζηλανδία, Φινλανδία, Ολλανδία, Ιρλανδία κλπ). Η λέξη λάνδη είναι επίσης ελληνική, ετυμολογούμενη από τα συστατικά λάας [=λίθος, γη, χώρα] + άνω [=πάνω] + δη [=γη, τόπος].   

5. Η λέξη burg και burgh [= πόλη], χρησιμοποιούμενη ως κατάληξη σε ονόματα πόλεων (όπως Edinburgh, Peterburg, Hamburg κλπ) είναι ελληνικής προλέυσης, προερχόμενη από με τη λέξη "πύργος" [ετυμολογούμενη από το υπέρ + γη, λόγω του μεγάλου ύψους της κατασκευής τους], διότι τα αρχαία πολίσματα για προστασία ήταν συγκεντρωμένα γύρω από φρούρια ή περιβάλλονταν από τείχη. Η λέξη χρησιμοποιείται και με τη μορφή burry η οποία κατάγεται ακριβέστερα από το πυργία, που σημαίνει περιοχή γύρω από πύργο (π.χ. Canterburry < Καταπυργία).                  

6. Ανάλογη με τη λέξη burg είναι η λέξη tour [= πόλη με πύργο], χρησιμοποιούμενη ως κατάληξη ή ως όνομα πόλεων (όπως Tour, Torino κλπ), η οποία προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ΤύρσιςΤύρριςΤύρος που σημαίνουν "πύργος", από τις οποίες προέρχονται ονόματα όπως ΤίρυνςΤυρρηνοί (Ετρούσκοι) και η αρχαία πόλη Τύρος της Φοινίκης.

7. Παρόμοια είναι η περίπτωση των λέξεων chester και castle [= κάστρο, πόλη με κάστρο], που χρησιμοποιούνται ως κατάληξη σε ονόματα πόλεων (όπως Manchester, Newcastle κλπ). Και οι δύο λέξεις προέρχονται από την ελληνική λέξη κάστρο, που σημαίνει "πύργος", η οποία προέρχεται από τα συνθετικά κάσα [=οίκημα] + τηρώ [=επιτηρώ, παρατηρώ, φυλάσσω], που σημαίνουν "οίκημα για επιτήρηση". Σημειωτέον ότι η λέξη "κάσα" (από την οποία προέρχεται η ιταλική casa [= σπίτι], αλλά και οι νεοελληνικές "κάσα", "κασόνι" [=κουτί για αποθήκευση πραγμάτων") κατάγεται από την λέξη "κας" που σημαίνει "δέρμα ζώων", από την οποία η λέξη κάσα αρχικά σήμαινε "καλύβα κατασκευασμένη από δέρμα ζώων".
 
8. Η λέξη town [=πόλη], η οποία, ως κατάληξη ονομάτων πόλεων, απλοποιείται σε -ton (π.χ. Bromton, Farington)είναι ελληνικής προέλευσης, προερχόμενη από με τη λέξη "χθων", που σημαίνει "γη, χώρα, τόπος". Ανάλογα η κατάληξη ονομάτων πόλεων σε -ham (π.χ. Birmingham, Nottingham κλπ) προέρχεται από την ελληνική λέξη "χαμαί", που σημαίνει "κάτω στη γη, τόπος". Με παρόμοιο τρόπο η κατάληξη ονομάτων πόλεων σε -dam (π.χ. Amsteldam <Αμστελόδαμον) προέρχεται από την ελληνική λέξη δάμος (που σημαίνει "δήμος, πόλη").

9. Δεν είναι άτοπο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι ονομασίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών και λαών (και της ίδιας της Ευρώπης) είναι ελληνικής προέλευσης ως εξής:
Ευρώπη < ευρύς + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι {=βλέπω}] = μεγαλομάτα, η αδελφή του επαναπατρισθέντος Κάδμου απόγονου της Ιούς.
Γερμανία <εγείρω=σηκώνω >έγερμα=ανύψωση >εγερμανός >γερμανός {με τις συνεχείς εξεγέρσεις τους προκαλούσαν ταραχές}
Ιταλία < Fίταλος = μόσχος, αιολικός τύπος > Λατινικό vitulus = μόσχος (ταύρος)
Ιρλανδία < Ιέρνη + λάνδη [Ιέρνη < ιερή + νοεί = χώρα ανθρώπων με ευσεβείς διαθέσεις]
Αυστρία <αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία >Αυσγρία> Αυστρία
Ουγγαρία <Ούγγρος <Ούγουρος <ουχ [=όχι] + ώρα {>ούχωρος >ούχουρος} = όχι ώριμος, άγριος
Δανία < τανύω > ταν > δαν=επί μακρόν >δηναιός ( = αρχαίος, η>α) > δαναιός > δανός
Φινλανδία <φαιός (από το φάος=φως)=έχων το χρώμα του λυκόφωτος, σκοτεινός >φαίνη >φήνη=σκοτεινή >Φηνλανδία = σκοτεινή χώρα
Σουηδία <Σουηδός <σου-σοι {δικός σου-δικοί σου {προφερόμενα ως σοου-σουι}+ βίος [=ζωή, β>δ] = ο δικός μας λαός
Ρωσία <ρουσίζω  ροδίζω, ο>ου, δ>σ = είμαι κοκκινωπός
Ουκρανία <Ουκρανός <ου [=όχι] + κράνος [=περικεφαλαία] = πολεμούσαν χωρίς περικεφαλαία
Ρουμανία <Ρωμανία <Ρώμη + άνω <βόρεια ρωμαϊκή χώρα <Ρώμη = δύναμη
Βουλγαρία <Βόλγαρ [<βώλος + γαία + ρόος [=ροή <ρέω] >Βόλγας = ποτάμι που ρέει μέσα από όγκους γης ] διότι αρχικά εγκαταστάθηκαν ανατολικά του ποταμού Βόλγα
Μάλτα < Μελίτη = αυτή που έχει μέλι (γλυκειά σα μέλι)
Αλβανία < άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π), #αλφός = υπόλευκος
Σικελία < σίτος + τανύω=απλώνω > σιτανία = έκταση γης φυτεμένη με σιτάρι > σικανία (τ>κ) > Σικελία
Σαρδηνία < Σαρδώ < σαλ [<αλς=θάλασσα] + άρδην [=συλλήβδην, πολλές μαζί] = περιοχή με πολλές παραλίες
Κριμαία < κρίμα (κρίνω), διότι εξ αυτής κρίνονταν η πρόσβαση και το εμπόριο προς την Ρωσία
Σλάβοι <σάλος (αλ>λα) + βάω ( = βαίνω), επέφεραν μεγάλη ταραχή με τον ερχομό τους
Σαρακηνοί <σύρω + σκηνή # νομάδες που μετακινούνταν σέρνοντας τις σκηνές τους
Άραβες < αραβέω=βροντώ <άραβος=κτύπος # επειδή έχουν βροντώδη φωνή
Πέρσες < πέρθω (κατακτώ, πορθώ), πέρσις = κατάκτηση, Πέρσες = κατακτητές
Ινδοί < ις-ινός [=δύναμη}] + βία [=ζωτικότητα<βίος] >ινβία =χώρα δυνατών ανθρώπων {αναφερόταν κυρίως στους οδηγούς ελεφάντων}. 

10. Να υπενθυμίσουμε ακόμη ότι η κατάληξη -τανία σε ονόματα χωρών (όπως Μαυριτανία, Ευρυτανία κλπ), που μετεξελίχθηκε σε αρκετές περιπτώσεις σε -ταν ή -σταν (π.χ. Πακιστάν, Κουρδιστάν, Καζακστάν κλπ) είναι ελληνικής προέλευσης προερχόμενη από το ρήμα τανύω [=απλώνω, εκτείνω] και σημαίνει "έκταση γης, εκτεταμένη χώρα".  

11. Το αγγλικό ρήμα am εμφανώς έχει σχέση με το ελληνικό ειμί, είμαι. Η αντωνυμία Ι έχει σχέση με την ελληνική εγώ, που (με απαλοιφή του "γ", όπως στο "λέγω>λέω") μετεξελίχθηκε σε έω για να γίνει στα ιταλικά Io και στα αγγλικά Ι, I am. Αντίστοιχα το απαρέμφατο be έχει σχέση με το ελληνικό βει (υποτακτική του βαίνω > βω, βεις, βει), πιο γνωστού στα νέα ελληνικά ως συμβώ, συμβεί, το οποίο σημαίνει συμβαίνω, γίνομαι, υπάρχω, είμαι.   

12. Το αγγλικό ρήμα will εμφανώς έχει σχέση με το ελληνικό θέλω (και βούλω) από τα οποία προέρχονται και τα ουσιαστικά will < βουλή [=θέληση]. Το will χρησιμοποιείται και στο σχηματισμό του μέλοντος στα αγγλικά, π.χ. will be, κατά ένα τρόπο που είναι απόλυτα αντίστοιχος με τον σχηματισμό του μέλλοντος στα ελληνικά με το ρήμα θέλω, π.χ. θέλει γίνει (και "ήθελε γίνει", "ήθελον γίνει", "θέλουσιν γίνει" κλπ) το οποίο μετεξελίχτηκε σε θε' να γίνει και κατέληξε σε θα γίνει, με μετατροπή του "θέλει" στο μελλοντικό μόριο "θα". Έτσι η έκφραση will be, προέρχεται άμεσα και σε εμφανή αντιστοιχία από την ελληνική θέλει βει

13. Η πολυθρύλητη αγγλική λέξη love [= αγάπη] είναι ελληνικής προέλευσης. Ετυμολογείται από τα συνθετικά ίλεος, ίλεως [=πράος, αγαθός] και βίος [=ζωή], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση ιλεόβιος, που σημαίνει " ζωή με καλή διάθεση, αγάπη", το οποίο εξελίχθηκε "λιούβιος" και στα γοτθικά σε Liuva και Liuba, από τα οποία πρήλθε η πρωτοαγγλική liuve, liuv και από αυτήν η σημερινή λέξη love. Σημειωτέον ότι Liuba λεγόταν ένας Βησιγότθος ηγεμόνας που βασίλεψε στη σημερινή νότια Γαλλία στα χρόνια 567-573, όνομα, που κατά τα ανωτέρω σημαίνει "άνθρωπος που συνυπάρχει ειρηνικά". Η ίδια ρίζα Liub- συναντιέται και σε σλαβικές γλώσσες (π.χ. στα ρωσικά) και σημαίνει επίσης αγάπη. Ας σημειωθεί ακόμη ότι η λέξη "ίλεος" ή "ίλεως",που αναφέρεται και σε γνωστό τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου, προέρχεται από τη λέξη "φίλος" με απαλοιφή του "φ" και είναι συγγενής με τη λέξη "ιλαρός" που σημαίνει "χαρούμενος". Να υπενθυμίσουμε ότι η ελληνική λέξη "αγάπη" (από το ρήμα "αγαπάω") προήλθε από τα συνθετικά άγω [=πηγαίνω] + άπτω [=εγγίζω] και υποδηλώνει την κίνηση που κάνουμε για να αγκαλιάσουμε κάποιον ως εκδήλωση αγάπης.      

14. Η λέξη μαγαζί [= κατάστημα πώλησης] από αρκετούς ίσως θεωρείται ξενικής προέλευσης (ιταλική ή τουρκική). Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά ομού [=μαζί] και αγάζω [=ερευνώ λεπτομερώς], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση ομαγαζείον, που σημαίνει "τόπος συνάθροισης ανθρώπων ή/και πραγμάτων για συναλλαγές". Σημειωτέον ότι το ρήμα "αγάζω" είναι θαμιστικός τύπος του ρήματος "άγω" [=οδηγώ, πηγαίνω]. Οι θαμιστικοί τύποι αναφέρονται σε ενέργειες που επαναλαμβάνονται συχνά (από τη λέξη "θαμά" που σημαίνει συχνά, πυκνά (εξ ου και θαμών), η οποία προέρχεται από τα συνθετικά δα [=και] + άμα [=μαζί]. Υπενθυμίζεται ότι οι θαμιστικοί τύποι των ρημάτων σχηματίζονται με την προσθήκη της κατάληξης -άζω ή -άσκω, π.χ. εξετώ > εξετάζω, ομοιώ > ομοιάζω, δίδω > διδάσκω. Από τη λέξη Μαγαζί προήλθε η αγγλική λέξη "magazine" που σημαίνει αποθήκη (ως τόπος συσσώρεσης αγαθών), αλλά και περιοδικό (ως έκδοση που συγκεντρώνει πολλά θέματα σε ένα τεύχος).

15. Η λέξη μπαρούφα [= ανοησία] από αρκετούς ίσως θεωρείται ξενικής προέλευσης (ιταλική ή τουρκική). Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική (μεσαιωνικής βυζαντινής προέλευσης). Ετυμολογείται από τα συνθετικά βαρύ [=βαρυσήμαντο] και ύφος [=τρόπος], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση βαρούφα, που σημαίνει "αερολογία που λέγεται με βαρυσήμαντο ύφος". Από τη λέξη "βαρούφα" προήλθε το επώνυμο Βαρουφάκης (ο σημερινός υπουργός Οικονομικών).

16. Μια και μιλάμε για ονόματα πολιτικών, η λέξη σαμαράς [= κατασκευαστής ιπποσκευής (σαγμάτων)] από αρκετούς ίσως θεωρείται τουρκικής προέλευσης. Εντούτοις είναι λέξη καθόλα ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά σάγμα [=κάθισμα αναβάτη αλόγων] και άρω [=αρμόζω], από τα οποία προκύπτει η σύνθεση σαμαρεύς >σαμαρέας >σαμαράς Χρησιμοποιείται και η παραλλαγή "σαμαριδεύς" από την οποία προκύπτει "σαμαριζεύς" >σαμαριριτζής >σαμαρτζής. Σημειωτέον ότι η λέξη σάγμα προέκυψε από το τη λέξη είσαγμα [=δοχείο αποσκευών], η οποία προέκυψε από το ρήμα εισάγω [=φέρνω μέσα] προερχόμενο από τα συνθετικά "εις" και "άγω" [=οδηγώ].

17. Επειδή όμως ο πρώην πρωθυπουργός σκωπτικά αποκαλείται (από τους αντιπάλους του) και σα-χλα-μαράς [= άνθρωπος που λέει ή κάνει ανοησίες] ας θυμηθούμε ότι και αυτή η λέξη είναι ελληνική. Ετυμολογείται από τα συνθετικά σάχλα [=ανοησία] και άρω [=αρμόζω]. Η λέξη "σάχλα" προέκυψε από τη λέξη σαχλός που προήλθε από παραφθορά του σαθρός [=υπερώριμος, σάπιος] με μετατροπή του "ρ" σε "λ" και του "θ" σε "χ". Σημειωτέον ότι η λέξη "σαθρός" προήλθε από τη λέξη αδρός [= πυκνός, άφθονος, ώριμος] που ετυμολογείται από τα {αδήν+ρέω} διότι από τους αδένες ρέει παχύ και άφθονο υγρό.

18. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η λέξη τσίπρα είναι παραλλαγή της μεσαιωνικής λέξης τσίπα [= σεμνότητα, ντροπή, συστολή] που προήλθε από τον υπερθετικό τύπο "τσιπάρα" > "τσίπρα". Η λέξη "τσίπα" είναι ελληνική. Προήλθε από μετεξέλιξη της λέξης ξιπασιά η οποία ετυμολογείται από τα συνθετικά ξε [<εκ, επιτατικό] + πτοασιά, και σημαίνει περηφάνεια, αλαζονεία. Η λέξη "πτοασιά" είναι ταυτόσημη με την λέξη πτόησις {κατάπτωση λόγω φόβου}που προέρχεται από το ρήμα πτοάζω {=θαμιστικός τύπος του πτοώ}] που σημαίνει φοβίζω, καταβάλλωΣημειωτέον ότι η λέξη "τσίπα" μεταφορικά στα βυζαντινά χρόνια (με αντικειμενοποίηση της έννοιάς της) σήμαινε και πέπλος (με την έννοια ότι ο πέπλος κρύβει το πρόσωπο και συντελεί στη διατήρηση της σεμνοτυφίας του φέροντος). Από αυτήν προήλθε και το επίθετο "ξετσίπωτος" = άνθρωπος χωρίς τσίπα (χωρίς περηφάνεια, άρα χωρίς ντροπή).  

19. Η λέξη Βαρδάρης, άλλη ονομασία του ποταμού Αξιού στη Μακεδονία, προβάλλεται από κάποιους ως σλαβικής προέλευσης. Είναι όμως λέξη ελληνική,  που ετυμολογείται από τα συνθετικά βάω [=πάω], άρδω [=ποτίζω, αρδεύω] και ροή [από το ρήμα ρέω=κυλάω] και σημαίνει "ποτάμι που διαβαίνει και με τη ροή του ποτίζει τη γη".  Το όνομα Αξιός είναι βέβαια επίσης ελληνικό και ετυμολογείται από τα συνθετικά άξω [μέλλων του ρήματος άγω=οδηγώ] και ίω [υποτακτική του ρήματος είμι (ίημι) = έρχομαι] και σημαίνει "ποτάμι που ερχόμενο οδηγεί το περιβάλλον".  Σημειωτέον ότι από τα ίδια συνθετικά ετυμολογούνται και τα ονόματα στρατηγών του Βυζαντίου, όπως Βάρδας (συναυτοκράτορας του Μιχαήλ Γ ;;;-866), Βαρδάνης Φιλιππικός (αυτοκράτορας 711-713), Βάρδας Φωκάς (στασιαστής 987-989) και Βάρδας Σκληρός (στασιαστής 987), τα οποία από ορισμένους παρουσιάζονται ως αρμενικής προέλευσης. Οι συγκεκριμένοι στρατηγοί κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή του (ελληνικού από το 800 π.Χ.) "Πόντου"  και συγκεριμένα από τα "Θέματα" της Παφλαγονίας και των Αρμενιακών (ή Καππαδοκίας), το οποίο συνόρευε με την Αρμενία, αλλά εθνολογικά δεν ταυτιζόταν με αυτήν, και οι ίδιοι, όπως δείχνουν και τα επίθετά τους, ήταν ελληνικής καταγωγής, όπως και οι καταγόμενοι από την ίδια περιοχή Βυζαντινοί αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών. Ας σημειωθεί ακόμη ότι το (καθόλα ελληνικό) όνομα "Φωκάς" δεν προέρχεται ετυμολογικά από τις "φώκιες" (<βους + όψη, -ωπός = θαλασσινός βόδι), αλλά από τα συνθετικά φως + καίω και σημείνει "λαμπρός σαν φως". Από τα ίδια συνθετικά προέρχεται και η αγγλική λέξη "focus" που σημαίνει "εστία φωτός".

20. Η αγγλική λέξη rich [= πλούσιος] προέρχεται από την ελληνική λέξη ρηξ - ρηγός [=βασιλιάς], από την οποία προήλθε και το πασίγνωστο ελληνικό όνομα Ρήγας.  Η λέξη "ρηξ" καταγόμενη από το ρήμα "ρήγνυμι" [=σπάζω >ρήξις, ρηξικέλευθος = αυτός που πάει μπροστά ανοίγοντας το δρόμο], δημιούργησε και τη λέξη "ρηγίνα" και "ρήγισσα" [κατά το γιατρίνα και γιάτρισσα], οι οποίες στα λατινικά έδωσαν τις λέξεις "rex" και "regina" [=βασιλιάς και βασίλισσα]. Στη γοτθική γλώσσα οι λέξεις αυτές μετεξελίχθηκαν σε rich (από την οποία reich=βασίλειο) και απετέλεσαν συνθετικά δυτικοευρωπαϊκών ονομάτων του μεσαίωνα και των νεότερων χρόνων, όπως τα παρακάτω:

Αθανάριχος<αθάνατος + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = αθάνατος βασιλιάς {Athanaric ή Atanaric}
Αλάριχος<αλς-αλός [=θάλασσα] = ρηξη-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς της θάλασσας {Alarik, Alaricus}
Αμαλάριχος<άμα [=ταυτόχρονα] + αλς-αλός [=θάλασσα]+ ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = και αυτός βασιλιάς της θάλασσας (όπως ο πατέρας του Αλάριχος) 
Βιττέριχος<βιοτή [=τα προς το ζην] + τηρώ + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς που εξασφαλίζει τα αγαθά της ζωής {Witteric}
Γενσέριχος ή Γιζέριχος<γενηίς [ή γένυς = πέλεκυς] + ρηξ-ρηγός [βασιλιάς] = βασιλιάς με πελέκι, τιμωρός {Genseric, Gaiseric ή Geiseric}
Γουνδέριχος<Γοδέριχος <μετεξέλιξη του Θευδέριχος <θεού + δέος + ρήγας = θεοφοβούμενος βασιλιάς {το ¨θεουδ" έγινε "γκουδ", 'γκουντ" και στα αγγλικά "god = θεός"} [Gunderic] 
Εράριχος<ερι- [=πολύ, δυνατός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = δυνατός βασιλιάς {προδρομική μορφή του Εριρίκος >Ερρίκος, γερμ. Heinrich, γαλλ. Henri, αγγλ. Henry}
Ερρίκος<ερι- [=πολύ]  + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = πρώτος μεταξύ των βασιλέων > γερμ. Heinrich, αγγλ. Henry{<εριρίκος}
Εύριχος<ευ [=καλός] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = καλός βασιλιάς {Euric ή Evaric ή Eurico, πιθανή εξέλιξη σε Ερρίκος >Heinrich
Θεοδώριχος<Θεόδωρος [<θεός+  δώρο] + ρηξ-ρηγός [= βασιλιάς] = βασιλιάς με χαρίσματα δοσμένα από τον θεό >Θευδέριχος >Theuderich, Theodoric, γαλ.Thierry 
Ροδερίκος<ρόδον [>ρόδινο χρώμα >ροζ] + ρήγας [<ρηξ-ρηγός = βασιλιάς] = βασιλιάς με κόκκινα χρώματα {Roderic, Roderich, ή Roderick; ισπανικά  Rodrigo}
Σιγέριχος<σιγή + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς που εμπνέει σιγή σεβασμού (σιγή) {Sigeric}
Φρειδερίκος, Φρειδερίκη<φερτός-φέρτερος-φέρτατος [= ισχυρός, γενναίος] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = γενναίος βασιλιάς {Friedrich, Frederic}
Χουνέριχος<χούνη [<χοάνη = φαράγγι] + ρηξ-ρηγός [=βασιλιάς] = βασιλιάς των φαραγγιών {Huneric ή Honeric}
Ρεκκάρεδος<Ρηγόκαρδος < ρήγας [ρηξ-ρηγός=βασιλιάς] + καρδιά = αυτό που έχει βασιλικό φρόνημα {Reccared ή Recared >αγγλ. Richard, ισπαν. Ricardo)
Ριχάρδος<Ρηγόκαρδος < ρήγας [ρηξ-ρηγός=βασιλιάς] + καρδιά = αυτό που έχει βασιλικό φρόνημα >αγγλ. Richard
Από αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προδρομικές μορφές σύγχρονων ονομάτων, που είναι πολύ συνηθισμένα στις δυτικές χώρες, όπως Εράριχος >Ερρίκος >Henry, Ρεκκάρεδος >Ριχάρδος >Richard, Φρειδερίκος  >Frederic, Ροδερίκος  >Rodrigo και Θεοδώριχος >Thierry (γνωστό ιδιαίτερα από τον Γάλλο ποδοσφαιριστή Thierry Henry).  Αξιοσημείωτα είναι και τα πρώτα συνθετικά των ονομάτων αυτών που είναι επίσης ελληνικά, όπως αθάνατοςαλς-αλόςβιοτήγενηίςερι-ευθεόςσιγήφερτόςκαρδιά, ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται και σε άλλα ευρωπαϊκά ονόματα, όπως Σιγιβέρτος (σιγή+φερτός) >Sigebert >Siegfried. Σημειωτέον ότι η λέξη "φερτός" (φέρτερος, φέρτατος) εδώ έχει την έννοια του "φερόμενου (=υποστηριζόμενου) από τον θεό", που επομένως είναι ισχυρός και άριστος σε όλα. Εξάλλου το συνθετικό ερι- (γνωστό στα νεότερα χρόνια από τις λέξεις "ερίτιμος" και "έριδες") είναι ταυτόσημο με τα αρι- και βρι- από τα τα οποία προέρχεται σειρά άλλων γνωστών λέξεων, όπως Άρης, άριος, Αριανή (σύγχρονο Ιράν), βρίθω, ύβρις, βρισιά, Βριλήσσια, Βριτόμαρτις, Βριάρεως.        

21. Είναι εντυπωσιακά αξιοσημείωτο ότι σημαντικός αριθμός βασικών ρημάτων της αγγλικής γλώσσας έχουν ελληνική ρίζα. Και πρώτα η κατάληξη του ενεστώτα διαρκείας -ing  προέρχεται από τα ελληνικά συνθετικά εν + γη [>έγγειος, εγγύς] με την έννοια "εδώ που βρισκόμαστε" π.χ. "being <βει εν γη" = να συμβεί εδώ που βρισκόμαστε. Ο τρόπος αυτός σχηματισμού της κατάληξης του αγγλικού ενεστώτα διαρκείας παρουσιάζει άμεση αναλογία με τη χρήση του μορίου δα στα ελληνικά, που σημαίνει ακριβώς γη (γη, γαία, δη >Δήμητρα=μητέρα γη), σε εκφράσεις όπως τώρα δα, όχι δα, δεν είναι δα και για πέταμα κλπ όπου το "δα" σημαίνει "αληθινά", "στη γη που βρισκόμαστε". Η λέξη "δα, δη = γη" ως δηλωτική κάπου βέβαιου ή φανερού γεγονότος (με το δεδομένο ότι η γη που πατάμε είναι το πιο σίγουρο στοιχείο της ζωής μας) υπάρχει και σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις όπως δηλαδή, Δήλος (=φανερωμένη), δήλωση, δαύτος (<δα+αυτός), δήμος, Δάμων (=άνθρωπος του δήμου), Δαμασκός, νταμάρι (<δαμάριον, υποκοριστικό του δήμος, δάμος). 


22. Η σειρά των στοιχειωδών αγγλικών ρημάτων με ελληνική ρίζα έχει ως εξής:

Become<be+come <βει+κομώ = πάω προς το να είμαιΓίνομαι
Begin<be+gin <βει+γίνω = είμαι έτοιμος να γίνωΑρχίζω
Blow<βλύω = αναφυσώ >αναβλύζωΦυσάω
Break<βριάω [=είμαι ισχυρός <πρόθεμα βρι- από το βαρέω] + άγω [>άξω >άκτω >άκω] = ενεργώ με δύναμη για αν σπάσω κάτιΣπάζω
Bring<φέρεγγυς <φέρω+εγγύς = φέρνω κοντάΦέρνω
Burnφούρνος <πύρινοςΚαίω
CallΚαλώΚαλώ
Catch<κατάσχωΠιάνω
Come<κομώ = έρχομαι σε βοήθεια, φροντίζωΈρχομαι
copy<κόον(<κοέω=ακούω)+ποιώ = καθιστώ ακουστό (=αναγνωρίσιμο)>κοινοποιώΑντιγράφω
connectκοινός(>con) + έχω (>έκτης) >συνέχωΣυνδέω
correctκοινός(>con) + ρέζω (>ρέκτης)=πράττωδιορθώνω
corruptκοινός(>con) + ρύπτω (>ρύπος, = λερώνω) = τα φθείρω όλα μαζίδιαφθείρω
Cut<κόπτωΚόβω
defer (=αναβάλλω)<δεν φέρω [δεν κρατάω την αρχική θέση]αναβάλλω
dieδύω {απαρέμφ. Δύειν] = βυθίζομαι, χάνομαι, σβήνω {<ουτάω <τύπτω = πλήττω, τραυματίζω}πεθαίνω
differ (=διαφέρω)<διαφέρωδιαφέρω
Dig<δήγμα = τρύπημα {<δα+άγω}Σκάβω
Do<θω [=υποτακτική αορίστου του τίθημι]Κάνω
Draw<δράω = ενεργώΣύρω, Σχεδιάζω
drink<υδρί + νακτός [<νάσσω = γεμίζω] = γεμίζω νερόΠίνω
Eat<εσθίωΤρώγω
emptyεμπτύω = εκβάλλω, αδειάζωαδειάζω
endureδούρος = ξύλινος, σκληρόςαντέχω
Fall<σφάλλω = ανατρέπω (<πάλη)Πέφτω
Feed<food <εφόδιοΤρέφω
Feel<φιλώΑισθάνομαι
Fight<πύκτης = πυγμάχοςΠαλεύω, πολεμώ
finishφαιός>φαίνη>φήνη=σκοτεινή # το τέλος της μέραςτελειώνω
Fly<φλύω = αναπηδώΠετώ (με φτερά)
forbid (=ακαγορεύω)<υπέρ + βείδω [=βλέπω, εξετάζω] = παρατηρώ υπέρμετραΑπαγορεύω
forget (=ξεχνώ)<υπέρ + γητέω = παίρνω κατ' εξαίρεση = υπερπηδώ, ξεπερνώΞεχνώ
Freeze<φρίσσω = τρεμουλιάζω από το κρύοΠαγώνω
generate<γεννώπαράγω
Get<γητέω - γητώ <γήτης <κάτοχος γηςΠαίρνω
Go<άγωΠηγαίνω
Grow<γηρόω - γηρώ = γερνάω, μεγαλώνωΜεγαλώνω
Have<χάβω = έχω μέσα μου, καταπίνωΈχω
Hurt<κυρτώ = κουλουριάζομαι από τον πόνοΠληγώνω, λυπώ
invest (=επενδύω)<εν + εσθήτα (δασυνόμενη λέξη Fεσθήτα >vestis = ένδυμα)επενδύω
Know<γνω <έγνω {αόριστος του γιγνώσκω}Γνωρίζω
Lead<λεό [=λαό] + άγετε [>άντε] >"λεάντε" >"λεαντ" = οδηγώ τον λαόΗγούμαι
Learn<λέω + άρνυμαι [=αποκτώ] = αποκτώ λόγο [=λογικές γνώσεις] Μαθαίνω
Leave<έλυα [<λύω] + βίο = τελείωσα την ύπαρξή μου εδώ;Φεύγω
Let<λυτόΑφήνω
Light<λύκη [=φως>lux] + άπτω [=ανάβω >"λυχαπτ" >"λυχπτ"Φωτίζω
Lose<άλωσις = απώλεια [>ανάλωσις]Χάνω
love<liuve <ιλεόβιος <ίλλεως, ίλεος [=αγαθός, πράος {<φίλος}] + βίος = ζωή με καλή διάθεση, αγάπη {Liuva, γοτθικά Liuba, αγγλ. liuve >love}αγαπώ
Make<μάω [=επιθυμώ]+άκος [=θεραπευτικό μέσο] >μήχος >μηχανήΦτιάχνω
Mean<εν + εμοί + νοώ = αντιλαμβάνομαι μέσα μουΕννοώ
Meet<μετέχωΣυναντώ
organizeοργάνωσηοργανώνω
part (=χωρίζω, μέρος)<παρτόν <παίρνω [=ό,τι μπορεί να χωριστεί και να παρθεί από κάποιον  # άπαρτο)χωρίζω
pass (=περνώ, μεταβιβάζω)<βάω >πάω >πάουσιν >πάσιν # περνάω, μεταδίδω
Pay<πάομαι = λαμβάνω, αγοράζωΠληρώνω
Phone<φωνή, φωνώτηλεφωνώ
prove (=δοκιμάζω, αποδεικνύω)<προ + βάω = πηγαίνω πριν, δοκιμάζω πριν κάνω κάτιδοκιμάζω
Put<επιθέτω <επί [=πάνω] + θέτω [=βάζω]Βάζω
Read<ρέα [=εύκολα] + άδω [=διαδίδω με ομιλία] Διαβάζω
Ride<ερείδω [=στηρίζομαι, ακουμπώ σε κάτι] Καβαλάω
Run<ρουν <ρους <ρέω Τρέχω
Send<ες + ενδύω [=φτάνω, εισέρχομαι]Στέλνω
Shake<σείω + ακίς [=άκρη, μύτη] = κουνώ τα άκραΚουνάω
Spend<εξ + επενδύω = διαθέτω χρηματικά ποσάΞοδεύω
Stand<στω [<ίστημι (υποτακτική] + άνδην [=άνω] >στάνδωΣτέκομαι
Store (=αποθήκη)<στορέννυμιαποθηκεύω
Support<υπό+ορθώυποστηρίζω
Take<τα [=αυτά] + άγω [>άξω >άκτω >άκω] >τάκωΠαίρνω
Teach<τέω [<τις [=ποιος] + άγω [>άξω >άκτω] = οδηγώ κάποιονΔιδάσκω
Tear<τέω [<τις [=ποιος] + άρω [<αίρω] = καταστρέφω κάποιονΣχίζω
Tell<τέω [<τις [=ποιος] + λαλώ [=ομιλώ] = ομιλώ σε κάποιονΔιηγούμαι
Think<θύω {<δάω=διδάσκω] + νοώ + κοέω [=ακούω] = μαθαίνω με νού και ακοήΣκέπτομαι
Throw<θροέω [>θρόω, θρόος] = εκβάλλω ήχοΡίχνω
turnτορνόω (ή τορόω ή τορνόω) = περιστρέφωγυρίζω
Wake<βάω [=πάω] + άγω [>άξω >άκτω >άκω] >βάκω [>Βάκων]Ξυπνάω
Wear<βίο + άρω [<μέλ. του αίρω] = αφαιρώ την ζωή, φθείρωΦορώ, φθείρω
willθέλω, βούλομαιθέλω
will beθέλει βει (συμβεί) θα συμβεί
Win<βινέω [<βαίνω] = τρίβω, κατατρώγω, προσβάλλω, συνουσιάζομαιΚερδίζω, νικώ

Χιλιάδες λέξεις πολλών γλωσσών είναι ελληνικής ρίζας και επανέρχονται στην ελληνική ως αντιδάνειες, πχ:
Καλμάρω: Η εύκολη αλλά επιπόλαιη ετυμολογηση που κάνουν μερικοί είναι "από το ιταλικό calma=ηρεμία."
Όμως η μαγευτική πραγματική ιστορία της λέξης φανερώνει πως είναι αντιδάνεια, σαφέστατης ελληνικής αφετηρίας μα και νοήματος.
Το ρήμα προέρχεται από το αρχ ελλ. ουσ. κάλαμος, που ειναι το κούφιο στέλεχος του ομώνυμου φυτού, αλλά και των δημητριακών, το οποίο ειναι ευαίσθητο κινητικά και στην παραμικρή πνοή αέρα.
Οι Έλληνες για τις στιγμές απόλυτης νηνεμίας είχαν την φραση:
"Ουδέ κάλαμος σείεται".
Δηλαδή, επικρατεί γύρω στην φύση απόλυτη νηνεμία.(Νηνεμία, επ' ευκαιρία, είναι λέξη σύνθετη από το αρνητικό μόριο νη+άνεμος> νηανεμία> νηνεμία δηλαδή μη άνεμος, άπνοια.
Από τους Έλληνες έφτασε στους Λατίνους που το είπανε calmare, στους Ιταλούς ως calma (ηρεμία)
και στους Άραβες ως σαλάμ=γαλήνη.
Από την λατινική επί ρωμαιοκρατίας ήρθε πίσω ως αντιδάνειο στην ελληνική, καλμάρω=ηρεμώ. (Κ.Ντ.)

23. Να προσθέσουμε ότι στοιχειώδεις λέξεις που δίνουν στον γερμανικό λαό τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζεται (εκτός από τις πασίγνωστες και πασιφανείς όπως δημοκρατία, μαθηματικά, μουσική, θέατρο, μέτρο, πρόγραμμα και πολλές άλλες) είναι ελληνικής προέλευσης, όπως (για να περιοριστούμε μόνο σε όσα αφορούν την Γερμανία):

-          Ευρώπη: <ευρύς + ωψ, ωπός [<ωπάζομαι {=βλέπω}] = μεγαλομάτα.

-          Γερμανία: <εγείρω [=σηκώνω, εξεγείρω] >έγερμα [=ανύψωση] >εγερμανός >γερμανός {= εξεγερμένοι, επειδή προκαλούσαν διαρκώς ταραχές}

-          Αυστρία: <αυγής [=ανατολής] + ρηγία [=βασίλειο {>ρηία με απαλοιφή του γ όπως στο λέγω>λέω}] > Αυγσρηία > Αυστρία {>Ostria}

-          Γότθοι: <Γεώθοοι <γέοθεν [<γη, γαία, γέα {από τη γη}]+ θόοι [θέω = τρέχω] = γρήγοροι σε χερσαίες πορείες  .

-          Φράγκοι: <Φράγγος (υποκοριστικό -ίσκος) < Φερέγγειος <φέρω + εν +γη [>γαία, -γειος] = από τη γη αντλώ δύναμη και εξουσία, άρχοντας γαιοκτήτης.

-          Κέλτες: <κέλης + έχω [>έτης] {<κελεύω και κέλλω] = ικανοί αναβάτες ίππων.

-          Ολλανδία: <χολή {=χλωροπράσινη} + λάνδη [<λα{=λίθος, χώρα} = χλωροπράσινη χώρα.

-          Πρωσία: <προ + Ρωσία [<ρουσίζω  ροδίζω, ο>ου, δ>σ - είμαι κοκκινωπός] = η χώρα που βρίσκεται πριν από τη Ρωσία.

-          Μόναχο: <μόνοικος [δια το «μονήρη οικείν» του Ηρακλέους του οποίου υπήρχε και ηρώο εκεί]

-          Αμβούργο: <Χαμόπυργος <χαμαί + πύργος = κάτω πύργος

-          Κολωνία: <κολώνα [υπήρχε εκεί ελληνορωμαϊκή αποικία, χαρακτηριστική για τις κολώνες των ναών της]

-          Λειψία: <Λειψοί < λείπω = δεν φαίνομαι

-          Βρέμη: <βρέμω (βουίζω, αντηχώ)

-          Ρήνος: <ρέω + νοώ = ποτάμι αφοσιωμένο στη ροή, που ρέει συνεχώς.

-          Δούναβης: <δούναι + βίος =ποτάμι που δίνει ζωή

-          Άλπεις: <άλβος, εκ του αλφός (φ,β>π) [αλφός = υπόλευκος]






            



Το κρητικό λεξιλόγιο


Σύμφωνα με τον Ν. Κοντοσόπουλο* το λεξιλόγιο της κρητικής

διαλέκτου αποτελείται από λέξεις:

α. που είναι γνωστές και χρησιμοποιούνται σε ολόκληρο (ή

τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος) του ελληνόφωνου κόσμου


β. διαλεκτικές που προφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο σ' όλη

την έκταση του νησιού ή που παρουσιάζονται με διαφορετική

μορφή στα διάφορα μέρη του νησιού. 


Οι διαλεκτικές περαιτέρω διακρίνονται σε:


1. Λέξεις που αφορούν ονομασίες αντικειμένων και εννοιών

διαφορετικές από εκείνες που χρησιμοποιεί η κοινή

 νεοελληνική γλώσσα (παράδειγμα: «τσιμπούρι» στην κοινή

 νεοελληνική, «μάντακας» στην κρητική διάλεκτο).


2. Λέξεις που χρησιμοποιούνται στην κοινή νεοελληνική

γλώσσα, αλλά που ακούγονται ή γράφονται στην Κρήτη με δια

φορετικά φωνητικά ή μορφολογικά (αντίστοιχα)

 χαρακτηριστικά ή με αρχαϊκότερη μορφή ή διαφορετικό

 γραμματικό γένος κ.ά.

(παράδειγμα: «ο έρωτας, το κεφάλι, το πόδι» στην κοινή

 νεοελληνική, «ο έρωντας, η κεφαλή, ο πόδας» στην

κρητική διάλεκτο).

*Κοντοσόπουλος Ν.Γ. , Γλωσσικός Άτλας της Κρήτης, Πανεπ. Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο1988



Στην αρχαία Κρήτη, με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε η δωρική διάλεκτος, η λεγόμενη «αυστηρά δωρική». Σ’ αυτήν είναι γραμμένη (σημ. Κ.Ντ: Όπως απέδειξε ο Βέντρις από το 1952, οι πινακίδες της Γραμμικής Β του 1.450 πΧ, είναι στη μηκυναϊκή-δωρική διάλεκτο και είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία ελληνικής γλώσσας. Είναι πολύτιμος μάρτυρας της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας.) και η επιγραφή της Γόρτυνας (5ος αιώνας π.Χ.). Η διάλεκτος αυτή μιλιόταν στην Κρήτη μέχρι τους πρώτους αιώνες μ.Χ., μέχρι δηλαδή της επικράτηση της αλεξανδρινής ή ελληνιστικής κοινής.

Μέχρι το 14ο αιώνα μ.Χ. δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία ώστε να ξέρουμε πως μιλούσαν οι Κρητικοί μετά της επικράτηση της ελληνιστικής κοινής. Αλλά οι δωρισμοί και τα αρχαϊκά λεξιλογικά στοιχεία, στα τοπωνύμια κυρίως, αποδεικνύουν πως η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται στο νησί..

Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας έχομε γραπτά κείμενα από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα κυριότερα λογοτεχνικά κείμενα σε κρητική διάλεκτο είναι, όπως είναι γνωστό, τα έργα της «Κρητικής σχολής» των δυο τελευταίων αιώνων της ενετοκρατίας. Στην ιστορία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας η Κρήτη κατέχει ιδιαίτερη θέση, η οποία οφείλεται όχι τόσο στη φύση της διαλέκτου της και των γλωσσικών χαρακτηριστικών, αλλά κυρίως στη σχέση της με τη λογοτεχνία.
Κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα, περίοδο που είναι γνωστή και ως «Κρητική Αναγέννηση» η γλώσσα της κρητικής λογοτεχνίας έπαιξε το ρόλο μιας κρητικής κοινής γλώσσας, σχετικά με τα κρητικά ιδιώματα. Η Κρήτη δηλαδή κατά τον Α. Μirambel δημιούργησε μια ιδιωματική κοινή γλώσσα στην οποία η νεοελληνική κοινή αλλά και η λογοτεχνία του σύγχρονου ελληνισμού οφείλει πολλά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας μπορούμε να παρακολουθήσομε την εξέλιξη της διαλέκτου κυρίως από τα δημοτικά τραγούδια (μαντινάδες, ριζίτικα, ρίμες κ.τ.λ.) και από κάποια δικαιοπρακτικά έγγραφα.
Η κρητική διάλεκτος κατά την άποψη όλων των διακεκριμένων επιστημόνων, οι οποίοι τη μελετούν συστηματικά, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες τοπικές μορφές της γλώσσας μας, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και στη σύνταξη. Ο συντηρητικός της χαρακτήρας συνετέλεσε ώστε να διατηρηθούν παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας (κλασική, Βυζαντινή) γι΄ αυτό η γνώση της κρητικής διαλέκτου βοηθά πολλές φορές στη επίλυση διαφόρων προβλημάτων ετυμολογικών κ.ά. της κοινής νεοελληνικής.
Μάλιστα όπως υποστηρίζουν νεώτεροι μελετητές πολλές λέξεις των ομηρικών επών που δεν μαρτυρούνται στην αττική πεζογραφία, επιβίωσαν στις ελληνικές διαλέκτους. Μια απ’ αυτές είναι και η κρητική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λέξη αλισάχνη, η οποία στην κρητική διάλεκτο σημαίνει το λεπτό αλάτι που μένει στα κοιλώματα των βράχων της παραλίας, όταν εξατμιζόταν το θαλασσινό νερό, αλλά και το πολύ αλμυρό π.χ. πολύ αλάτσι ήβαλες στο φαΐ κι εγίνηκε αλισάχνη. Η λέξη προέρχεται από το αλός άχνη ( = αφρός της θάλασσας) και απαντά στην Οδύσσεια (ε 403) «είλυτο δε πανθ’ άλός άχνη» και στην Ιλιάδα(Δ 426) «Ως δ΄ ότε κύμα θαλάσσης…μεγάλα βρέμει, αμφί δε τ`άκρας κυρτόν εόν κορυφούται, αποπτύει δ’ αλός άχνην».
Έτσι και η λέξη πέζα διασώθηκε στις νεοελληνικές διαλέκτους, ενώ δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, που την συναντούμε στο Ω 272 της Ιλιάδας «πέζη επί πρώτη» και στα σύνθετα αργυρόπεζα (επίθετο της Θέτιδας) κυανόπεζα (επίθετο τραπεζιού).
Το απλό πέζα (ομόριζο του ποδ-) δεν απαντά στην αττική διάλεκτο, ενώ επιβιώνει στην Κρήτη και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Στην κρητική διάλεκτο η λέξη πέζα σημαίνει τον απόκρημνο βράχο των βουνών, κάτι σα σκαλοπάτι στο γκρεμό, όπου κατεβαίνουν οι αίγες, για να βοσκήσουν. «εκατέβηκε η αίγα στην πέζα να φάει χόρτα και δε μπορεί να ξαναβγεί». Στην κοινή νεοελληνική επιβιώνει με τα παράγωγα πεζούλα, πεζούλι, πεζουλάκι.
Πέρα όμως από τις ομηρικές λέξεις που είναι σπανιότερες ένα τεράστιο πλήθος λέξεων έρχονται κατ’ ευθείαν από τα αρχαία ή τα μεταγενέστερα βυζαντινά ελληνικά. Συστηματική καταγραφή τους δεν έχει γίνει ακόμη και δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές.
Το ρήμα παίζω (από το αρχ. παίω = κτυπώ) διατηρεί την ίδια σημασία.
«Έπαιξέ ντου ένα σκαμπίλι μα τού ’βγαινε». Αλλά και «παίζει τη γ-καμπάνα» ή «παίζει του λαγού».
Το ρήμα ρέγομαι (αρχ. ορέγομαι) και θαμάζομαι, το οποίο μάλιστα διατηρεί τη σημασία του απορώ, εκπλήσσομαι, όπως φαίνεται καθαρά στα τραγούδια και τις μαντινάδες της Κρήτης.
«Πώς ρέγομαι να σε θωρώ τσι ράπες φορτωμένη, να `σαι του ήλιου κόκκινη και του φιλιού γραμμένη»
«Θαμάζομαι η μάνα σου πώς δε μ-πετά στα νέφη, τέθοιο σγουρό βασιλικό απού `χει κι αναθρέφει».
«Λουλούδι σ’ είχα στη γ-καρδιά και γίνηκες αγκάθι κι ο κόσμος το θαμάζεται η αγάπη πώς εχάθη».

Ανεστορούμαι (σημ. Κ.Ντ: ή αναστορούμαι) και ανεστορίζω που σημαίνει θυμούμαι και διηγούμαι (από το αρχ. ανιστορέω). « Όντε δα σ’ ανεστορηθώ α γεύγομαι σκολάζω κι αν είμαι και με συντροφιά κλαίω κι αναστενάζω». Πολλές φορές άκουγα από τη γιαγιά αλλά και από τη μητέρα μου τη φράση «εσάβαξε το σπίτι», δηλαδή σείστηκε το σπίτι. Δε μπορούσα όμως να ξέρω τότε ότι επρόκειτο για το αρχαίο ρήμα σαβάζω το σχετικό με τη λατρεία του Βάκχου, ο οποίος στη Φρυγία της Μ. Ασίας λεγόταν Σαβάζιος.
Ίσως από τη θορυβώδη αυτή λατρεία το ρήμα κατέληξε να σημαίνει προξενώ μεγάλο θόρυβο, σείομαι και μετακινούμαι. «Όλη νύχτα εκοιμούντανε και δεν εσάβαξε» (δε σάλεψε καθόλου). 

Η αρχ. ελληνική λέξη όμβρος έγινε ομπρά και το ομβρέω, ομπριώ. «Εγόρασα ένα θραψανιώτικο σταμνί απού κρατεί το νερό κρυγιό μα ομπρεί», (δηλαδή δεν είναι στεγανό, βγάζει νερό από την εξωτερική επιφάνειά του).
Η δρόσος επιβιώνει στην κρητική διάλεκτο αλλά με τη σημασία επιθέτου και μόνο στην ονομαστική. «Ήκοψα δυο απίδια και τά ’φαγα κι ήτονε δρόσος» (πολύ δροσερά). Λέγεται και δροσά με τη σημασία επιρρήματος «Όλη μέρα δεν ήβαλα στο στόμα μου δροσά» (δεν έφαγα τίποτα).

 Απαντάται όμως και σε πολλά άλλα παράγωγα και σύνθετα . π.χ. Δροσούλα, δροσερεύγω (δροσίζομαι), δροσάπιδο, δροσοκοκαλιάζω (δροσίζομαι ως το κόκαλο), δροσοποτά (ως απρόσωπο ρήμα, σημαίνει πως το μέρος είναι δροσερό). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το δροσερικό (το δροσερό φρούτο, κυρίως το αγγούρι). 

«Έλα μπρε να σου δώσω ένα δροσερικό απού το `κοψα ίδια εδά απ΄το περβόλι».

 Αλλά και μεταφορικά η δροσοπεζούλα σημαίνει το καθησιό, τα ην ξάπλα, όπως φαίνεται από τη λαϊκή ρήση «όποιος τον ύπνο αγαπά και τη δροσοπεζούλα, πολλά καλά λιγώνεται η γι-έρημή ντου γούλα»

Πρόσφατα, σε μια επίσκεψή μου στο χωριό Γκαγκάλες, άκουσα μια ηλικιωμένη γυναίκα να χρησιμοποιεί το αρχαίο ρήμα συνεικάζω, που σημαίνει συγκρίνω. «Εγώ τον ε-συνείκασα και μου φάνηκε πως είναι απού το σόι μας» μου είπε.

 Θα αναφερθώ ακόμη στη λέξη πουργός ή προυγός και προυγεύγω. Πού να φανταστεί κανείς πως ο ταπεινός πουργός, δηλαδή ο βοηθός του χτίστη που μετέφερε λάσπη και άλλα υλικά, έχει σχέση με τον υπουργό; Κι όμως αυτή είναι η πρώτη σημασία της λέξης στην αρχ. ελληνική.
Ο αρχαίος υπουργός ήταν ο υπηρέτης, ο βοηθός κάποιου. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αι. π.Χ.) αναφερόμενος στον κολοσσό της Ρόδου, λέει «Πτολεμαίος επηγγείλατο… εις την του κολοσσού κατασκευήν τάλαντα τρισχίλια, οικοδόμους εκατόν, υπουργούς τριακοσίους και πεντήκοντα». Τη λέξη διασώζει στα «Δίφορά» του ο αείμνηστος Κ. Φραγκούλης.
«Μιαν εκκλησάν εχτίζανε σ΄ένα περιθαλάσσιμα αποβραδίς τελεύγουν τη και το πρωί χαλούσε.
Χλίβεται ο πρωτομάστορας χλίβουνται κι οι μαστόροι κι απορημένοι στέκουνται πουργοί και πετροκόποι»

Επίσης αντί των κοινών κατσίκα, κρεβάτι, λάσπες, οι κρητικοί διατήρησαν τα αρχαϊκά: αίγα, κλίνη, πηλά. 

Αλλά και στη σύνταξη διατηρήθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα της αρχ. ελληνικής, όπως π.χ. η αντίστροφη θέση της αντωνυμίας ως προς το ρήμα. Ήφερά σου, παρακαλώ σε, λέω σου ( αντί σου έφερα, σε παρακαλώ κ.τ.λ.).
Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν, η κρητική διάλεκτος, εκτός από τον πλούτο του λεξιλογίου, την πολυσημία των λέξεων, τον εκπληκτικό αριθμό των συνωνύμων, διατηρεί και την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και συγκεκριμένα στη μεταγενέστερη φάση της ελληνιστικής και στη βυζαντινή.
Αποτελεί επομένως ένα κρίκο ανάμεσα στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας και στις παλαιότερες εκείνες μορφές της. Όμως εκτός από τους ειδικούς επιστήμονες, για τους οποίους η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη, πρέπει και μεις και κυρίως οι νεότεροι, όποτε μπορούμε, να την μελετούμε γιατί αποτελεί σημαντικότατο μέρος της παράδοσής μας.

της Ευαγγελίας Πετρουγάκη, φιλολόγου







                                




ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΔΥΤΙΚΟΚΡΗΤΙΚΗΣ ΤΟΠΟΛΑΛΙΑΣ


                                                 Α

αβλέμμονας: ίσιωμα, επίπεδος χώρος μεταξύ δυο πλαγιών (α στερητικό+βλέμμα= το μέρος που δεν φτάνει το βλέμμα λόγω του ότι εμποδίζεται από τις υψηλότερες από αυτό πλαγιές).

άβρυα(η) ή αβρυά: αυτή (για ζώα) που δε γεννά, στείρα. Κ.Ντ: Από το στερητικό α+έμβρυα=χωρίς έμβρυα. Ο Ξανθινάκης, στο (εξαιρετικό, πρωτοπόρο για την δυτ. Κρήτη και πολύτιμο για κάθε ερευνητή) Λεξικό του, ετυμολογεί από το α+βίος, γιαυτό την γράφει άβρια επειδή στην ανατολ. Κρήτη την λένε άβυα (άβια κατ΄αυτόν).
Μάλλον έφυγε εκεί χάριν ευφωνίας το ρ, αφού σαφέστερο νόημα βγαίνει  από το ότι στερείται έμβρυα  ά+(εμ)βρυα/άβρυα και όχι βίον (ά+βια) εκ του αρχ. βίος, γιατί με τέτοια ερμηνεία σημαίνει πως στερείται ...ανθρώπινων τέκνων, αφού στην αρχαία ελληνική όπως πχ αναφέρει και το εγκυρότατο Λεξικό Liddell&Scott: "βίοςουχί η των ζώων έμψυχος ύπαρξις(ζωή)αλλά κατάστασις ζωής,τρόπος ζωής (διό και κατά το πλείστον επί ανθρώπων....)".

αβρυά(τα): βρύα,φύκια.

αγαστέρα: γαστέρα, εκ του αρχ. γαστήρ=κοιλία συνήθως αγαστέρα λέμε το μέρος του στομαχιού αμνοεριφίου που θηλάζει, όπου υπάρχει πυτιά(πυκτιά,πηχτό γάλα) χρήσιμη για το πήξιμο γάλακτος στην παλιότερη τυροκομία.

αγγανάρω (ή αγκανάρω κατ΄άλλους): παρακινώ, υποχρεώνω, 
Κ.Ντ: άγω= φέρω, οδηγώ, σύρω τινά, (Λεξ.Liddell Scott)  ομμόριζο επίρρημα άγαν=λίαν, πάρα πολύ και άγαν+ανήρ> αγήνωρ >δωρικά αγάνωρ = ανδρείος ηρωικός θυμός. 
Κατά Ξανθινάκη, από το βενετσιάν. acanar, ιταλ. accanire=θυμώνω. Όμως ισχύει  δανεισμός του λατιν. από το προαναφερθέν, προγενέστερο ως ομηρικό, αγάνωρ (ανδρείος ηρωικός θυμός).   
Πάντως όταν πχ λέει το γνωστό ριζίτικο "Η συντροφιά αγγανάρει με να ΄πώ ΄να τραγουδάκι..." εννοεί πως η συντροφιά με παρακινεί, με οδηγεί, με άγει να πω.

άγγριγιος/αγγριγιεύω: άγριος/αγριεύω.

αγγρίζω:ερεθίζω,θυμώνω,εξαγριώνω κάποιον.Από το αρχ αγρίζομαι=ερεθίζομαι  (Λεξ.Liddell&Scott)

αγκινιάζω,γκινιάζω: από το εγκαινιάζω, χρησιμοποιώ κάτι πρώτη φορά.

αγρίμι: κρητικός αίγαγρος. (Κ.Ντ):Λαθεμένα τον ονομάζουν κρι-κρι πολλοί άσχετοι! Κρι-κρι είχεν ονομάσει ένα μικρό αγριμάκι πού χε πιάσει ζωντανό και εξημερώσει κάποιος από το Επανωχώρι Σελίνου και το πήγε δώρο στον τότε πρόεδρο Τρούμαν των ΗΠΑ...)

αγριμολόγος/αγριμολογώ:  κυνηγός-ιχνηλάτης αγριμιών/κυνηγώ αγρίμια.

αγριμούτσα: ακρίδα.Ετυμολ από αρχ επίθ άγριος, αγριμαίος/αγριμούδα/αγριμούτσα, όπως λέμε από το ουσ. άμμος, αμμούδα/αμμούτσα (μετατροπή τ,δ,θ, σε τσ, τσιτακισμός).

αέττητο:κατασκευή που δεν χαλάει.Από το αήττητο.

Αζογυρές(χωριό του Σελίνου): Αζόυρος ή αζόγερας, "θάμνος ανάγυρος", κατά τον Στέφ. Ξανθουδίδη, από το οζόγυρος (όζει γύρω). Σε άλλα μέρη της Ελλάδας λέγεται και βρωμοξυλιά, μυρίζει κάπως άσχημα όταν κοπεί, το ξύλο της  είναι κούφιο όπως της συκιάς και φτιάχνανε παλιά με αυτό πίπες.
Σημειωτέο, στο Ρέθυμνο, αζογύρες λέγονται ένα παλιό ντόπιο σόι πλατιά φασόλια.
Προφανές το  ότι η ονομασία του χωριού Αζογυρές προέρχεται  από το ότι υπήρχαν ανέκαθεν εκεί αζόυροι.
Σίγουρα  δεν είναι αραβική όπως άνευ στοιχείων γράφουν κάποιοι.
Η δε γραφή "Αζωγυρές" όπως τόσες άλλες τοπωνυμίων, είναι λάθος.

 αθιβολή: αναφορά σε πρόσωπο ή γεγονός,κουβέντα,συζήτηση."μη φέρνεις την αθιβολή του πάλι!"Προέρχ. από την αρχ. αντιβολή: "Τίνες οι λόγοι ους αντιβάλλετε προς αλλήλους                            περιπατούντες;" (Λουκά Ευαγγ, 24, 17).

άθος: στάχτη. Από το αρχ.ελλην. αίθος=καύσωνας,φωτιά(αίθω=λάμπω,καίω). Παράγωγο: αιθάλη

αθρακοβόλι: στάχτη με αναμμένα κάρβουνα (Ξανθινάκης:άνθρακες+χόβολη).Συνών. αθάλη.

αϊδάρω/αϊδέρνω/αδιέρνω/αδιάρω/: βοηθώ. Κατά την Τζιροπούλου Ευσταθίου, το ιταλ.aiutare/λατιν. ad-juvo=βοηθώ, προστρέχω εις βοήν προέρχεται από το αρχ. ελληνικό άντα+αύω / έντε+ιή = καλώ+κραυγή. 
Κατά Ξανθ. από το βενετσιάν. aida/aid-ar. 
Παράγωγη λέξη  (γ)άιδαρος,  ζώο-βοηθός.

αίγα: ακριβώς έτσι λεγόταν και στα ομηρικά χρόνια. "Κατσίκα" είναι τούρκικη λέξη.

ακάτεχος: άπειρος,αδαής. Από το στερητικό α+κατέχω(ξέρω,γνωρίζω)αντίθετο: κατεχάρης=έμπειρος.

αλάργο/αλαργάρω: μακριά/απομακρύνομαι (ιταλ. allargare=απομακρύνομαι)

αλάτσι: αλάτι (αλατσολιές=αλατούχες ελιές, παστωμένες.)

αλετριβειδιό: ελαιοτριβείο, από παραφθορά της αρχικής λέξης

αλετριβειδιάρης: εργαζόμενος στο αλετριβειδιό

αλιμπερτός: ελεύθερος,περιφερόμενος ελεύθερα (προθετικό α + ιταλ. liberto=απελεύθερος) 

αλισάχνη: κάτι το πολύ αρμυρό (αρχ. ελλην. αλοσάχνη) από το ουσ. η αλς, της αλός=της θάλασσας,  αλός+άχνη>αλοσάχνη>αλισάχνη. Η άχνη της θάλασσας (αλάτι).

αλυσαντρίστικα ή αλυσαντίστικα (επίρρημα): κατάκλιση δυο ατόμων αναντίστοιχα (τα πόδια του ενός προς το κεφάλι του άλλου). Κατά Ξανθ. από το αλυσιδίστικα.
Κατά την άποψή μου, από αλυσίδα+αντίστοιχα > αλυσαντίστοιχα >αλυσαντίστ(ο)ικα
και το 
αλυσαντρίστικα από αλυσίδα+αντρίστικα.

αμάδες, οι: παλιό παιδικό παιχνίδι που παίζεται με "αμάδες"(εκσφενδονιζόμενες από τα παιδιά πλατιές, πλακοειδείς πέτρες).
Ετυμολ. ίσως,  με προσθήκη του α όπως μασχάλη/αμασχάλη, μοναχός/αμοναχός, από την αρχ. ελλ.  (βλ. L&S) "μάδδα, δωρικός τύπος του μάζα=κρίθινον πλακούντιον" με το οποίο μοιάζει στο σχήμα η "αμάδα". 

αμάλαγος: άθικτος,αγνός,ανέπαφος (αρχ. αμάλακτος, στερητ.α+μαλάσσω)

αμάν: επιφώνημα, μάλλον αρχ.ελλην.προέλευσης. Κατά την Τζιροπούλου Ευσταθίου, από το αρχ.  ή μεν/ή μαν =αληθώς ("άναγε μάν">μεταγενέστερα α μαν=σήκω πια, αμάν πια. 
ΚΝτ: Ίσως επίσης, αν και λιγότερο πιθανό, από το αρχ. ελλην. αμή (επίρρ εκ της δοτικής του αμός=κατά τινα τρόπον  
Μάλλον οι Τούρκοι το πήραν από τους Έλληνες της Μ.Ασίας και τους Εβραίους, που κι αυτοί (Τζιροπ/Ευσταθίου) το πήραν από τους Έλληνες (βλ Εβραίου Γλωσσολόγου Ιωσήφ Γιαχούντα: "Τα εβραϊκά είναι ελληνικά")

αμανάτι(το): Κατά Τζιροπ/Ευσταθίου: "το ενέχυρο, από το γαλατικό  a mane=χείρ, όπερ εκ του αρχ. ελλ. μάρη=χείρ (γαλλ δάνειο από το μάρη, main) αμανατζής=δανειστής επ΄ενεχύρω"

αμεντέρνω/αμένταρα κάποιον ή κάτι:(Κ.Ντ)αντιλαμβάνομαι, αντιλήφθηκα, παίρνω ή πήρα χαμπάρι κάποιον ή κάτι, 
από το α(με έννοια εις)+αρχ.ελλ. μένος=νους (λατ. mente)>αμεντέρνω=έχω κάτι εις το νου μου

αμάχη(η) και αμάχι(το): μάχη, έχθρα

άμε, αμέ(σ)τε: πήγαινε, πηγαίνετε Ίσως, με παρακινητική έννοια, από το δωρικό αμέ=ημάς

αμεντέρνω/αμένταρα: αντιλαμβάνομαι, παίρνω χαμπάρι κάποιον ή κάτι.  Κ.Ντ: από το πρόθημα α+(το) μένος (πνεύμα, μανία, φρόνημα, νους, αντίληψη) -λατιν.mens, αγγλ. mind, εκ του μένους και ο μέντορας=πνευματικός καθοδηγητής ή νουνεχής σύμβουλος

αμολέρνω και απολέρνω: αφήνω να πέσει ή να φύγει.  Κ.Ντ: πιθανά, αμολέρνω από πρόθ. α+δωρικό βλώσκω= πηγαίνω ή έρχομαι, μέλλων μολούμαι, προστ. μόλε, μετοχή μολών 
("μολών λαβέ"). 
Το απολέρνω  από το απολύω=ελευθερώνω.Το αμολέρνω ίσως και από ευφωνική μετατροπή του π σε μ. 

αμουδιάζω/αμουδιώ/μουδιώ: μουδιάζω. "Γονέοι τρώνε τα όξινα και τα παιδιά μουδιούνε!" Το αμουδιώ-αμουδιάζω από το αρχ. αιμωδώ=αισθάνομαι ναρκωμένα τα δόντια, έχω αίμα στα ούλα.

αμουζουδιά/μουζουδιά/μουζουδέ (η):μουτζούρα, μσν μούντζα =μαυρίλα, εξ ής μουντζώνω (φασκελώνω) δηλ. μαυρίζω κάποιον. Από το  αρχ ελλ μυνδός -παράγωγο μουντός

αμουζουδώνω=μουτζουρώνω

(α)μουσκλιά: δαμασκηνιά. Κατά Ξανθιν. από το αρχ. μυς, λατιν. musculus επειδή οι καρποί της μοιάζουν σαν μικροί μύες

α(μ)παντονιάρω/α(μ)παντονιάρομαι: εγκαταλείπω-ομαι, απελπίζω-ομαι, εξουθενώνω-ομαι, απογοητεύω-ομαι. Από το ιταλ. abbandonare. Θυμοσοφικήική μαντιν: 
"Αργούνε πάντα οι χαρές, μα δε ξελησμονούνε! 
Και μην αμπαντονιάρονται όσοι τσι καρτερούνε."

αμπώθω: απωθώ, σπρώχνω (αμπωθέ ή αμπωχτέ=απώθηση, σπρωξιά)

αμολαρητός: ελεύθερα περιφερόμενος,εξαπολυθείς (από το αμολέρνω)

αναβρετή/αναβρυτή(η): μέρος όπου αναβλύζει νερό. Από το αρχ. ελλ. ρ. αναβρύζω-σήμερα αναβλύζω

αναγαυρώνω: αναζωογονούμαι (από πρόθ. ανά+ αρχ.ρ. γαυριάω-ώ=επαίρομαι,υπερηφανεύομαι

αναγυρισμένος: αναγνωρισμένος, αξιότιμος, ξακουστός

αναδακρυώνω: δακρύζω

αναθιβάλλω: αναφέρω,μνημονεύω (αθιβολή=αναφορά,σχόλιο)

ανακολλούμαι: προσκολλούμαι

ανάλεμα:"ανάλεμά σου"=χαράμι σου, ζημιά να σου κάνει "ανάλεμα τη μπουκιά πού ΄φαγα!"=ούτε μια μπουκιά δεν έφαγα. "Μου βγήκε ανάλεμα"=μου έκανε κακό μετά.
Κ.Ντ: Από το ανάλωμα=απώλεια, ζημιάΕξ ού και το παρανάλωμα. Από το ρ. αναλίσκω.
Κατά Ξανθιν. από το ανάθεμα.

ανάλλαγος: αυτός που δεν έχει αλλάξει ρούχα, που φορά βρώμικα ρούχα.

αναλώνω: ψάχνω, ανακατώνω

αναμαζωξιάρης: ξενομερίτης, προσκολλούμενος κάπου.

αναμπουκώνομαι: σηκώνω τις άκρες του ρούχου (μανίκια πουκαμίσου συνήθως).

ανατζούμπαλος, ατζούμπαλος: ατημέλητος,ακατάστατος,άτσαλος,αδέξιος.

αναντρανίζω: σηκώνω τα μάτια μου έντονα (ανά+εν+ τρανίζω. Εντρανής =εν+τρανός:έντονος) αναντράνισμα=έντονο ανασήκωμα ματιών. Ριζίτ: "Τα μάθια μου αναντράνισα, κάτω σ΄ανύδρους κάμπους..."

αναστορούμαι: θυμάμαι (ανά+ιστορούμαι)

ανεμοκυκλοπόδης: γρηγοροπόδαρος σαν τον άνεμο. Λέξη ποιητική, παρασύνθετη, από άνεμο+κύκλο+πόδι.  Ριζίτ. στράτας: "...Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη..."  
                     
ανεμολόγος: τρύπα στον φούρνο για να φεύγει ο καπνός
 από άνεμος+λόγος όπως λέμε γυρολόγος.

ανημένω: αναμένω,περιμένω

ανηφοράς: καπνοδόχος πετρόχτιστη όπου ανηφορίζει ο καπνός.

άνομής σου: "τύφλες σου! ντροπή σου!" (άνομος=παραβάτης του ηθικού νόμου).

αντέτι: συνήθεια,έθιμο.Κ.Ντ:*Αντιδάνεια λέξη, υποτίθεται τουρκική, παραχθείσα από την αρχαιοελλην. έθος=έθιμο ( αντί+έθος). 

 *Όπου αναφέρω με κόκκινα γράμματα κάτι, είναι από προσωπική έρευνα και άποψη, μάλλον μη καταγραμμένη αλλού.Κ.Ντ. σημαίνει Κώστας Ντουντουλάκης, ο γράφων.



αντιγαέρνω: αντιγυρίζω, επιστρέφω (λέγεται και απλά, γαέρνω βλ. λέξη .)

αντίντερμα(το) ή αντίδερμα (ρεθ): το μέρος από το οποίο περνούμε απέναντι, παρακάμπτοντας ένα εμπόδιο. Από αντί+δειράς (αυχένας, λόφος, κορυφογραμμή).

αντιντέρνω(χαν.)ή αντιδέρνω(ρεθ.): περνώ απέναντι παρακάμπτοντας κάποιο εμπόδιο,ρυάκι κλπ.

αντισκάρι ("αντιλόστι" στα Σφακιά) : υπομόχλιο, κάτι που βάζω κόντρα σε κάτι ή σε κάποιον
(αντί+σκαρί  ξύλο από αυτά  που κρατούσαν όρθιο, ακίνητο το σκαρί ναυπηγούμενου πλοίου) 

αντισκάροι (οι): με μεταφορ. έννοια εδώ,  λέγονταν έτσι στα Σφακιά εκείνοι που επί ενετοκρατίας πήγαιναν επ΄αμοιβή ως αντικαταστάτες σε αγγαρεία.

αντίσκαιρος, αντίκαιρος : επόμενη ή μεθεπόμενη χρονιά.

αντρίστικο: αντρίκιο.

αντροκάλιο,αντροκάλεσμα: πρόσκληση σε αγώνα, σε πάλη αντρίκια.

ανυφαντήςανυφάντρα/ανυφαντού: υφαντής,υφάντρα (ανα+υφαίνω).

απάκι: καπνιστό κρέας, κυρίως χοιρινό ψαρονέφρι (από το ρ. απακιάζω)
απακιάζωσουφρώνω, μαζεύομαι.

απαλεύγω: παλεύω.

απαντήχνω: απαντώ στον δρόμο τυχαία, συναπαντώ. "Απάντηξέ σου κιανείς λαγός σήμερα;"

απαντοχή: ελπίδα,προσδοκία (άπαντα+έχω)

απατός (μου,σου,του) ο εαυτός (μου,σου,του) εγώ ο ίδιος

απηλοούμαι: απαντώ σε ερώτηση (από+λογούμαι)

απής, απήτις: αφ΄ής, αφότου.

αποβγάνω ή συναποβγάνω: συνοδεύω, (μαζί του, συνοδεύοντας) βγάνω  κάποιον, κατευοδώνω (συν+από+βγάνω).

απογράφω: υπογράφω, με μετατροπή του υ σε α

αποδεινιάζομαι: υπομένω καρτερικά ετυμολ. από+δεινά+ρηματική κατάληξη -ομαι >αποδεινάζομαι και με προσθήκη του ι χάριν ευφωνίας >αποδεινιάζομαι. (Κ.Ντ).

αποδέλοιπος: υπόλοιπος (από+δε +λοιπός=ο δε λοιπός)

αποδιαλέουδα: τα απομεινάρια (από+διαλέγω/διαλέγματα/διαλέουδα)

αποδιαφωτά: χαράζει η μέρα (από+δια+φωτά, φωτίζει)

αποζυγώνω/ζυγώνω: αποδιώχνω,διώχνω (βλ ετυμολ. ζυγώνω, παρακάτω)

απόις ή απός ή απήτις ή απόκειας: έπειτα, από εκεί και πέρα.

αποκατασταλάσσω: κατασταλάζω, καταλήγω, καταπαύω.



αποκοτώ: αποτολμώ (ετυμολ: από+κοτέω/κοτώ L&Scott=φυλάττω πάθος κατά τινος, οργίζομαι)

αποκωλώνω: υποχωρώ, απομακρύνομαι. (από+κωλώνω=κάνω πίσω)

απολαλώ: διώχνω ή φέρομαι άσχημα σε  κάποιον.
 (Από+λαλώ=οδηγώ, διώχνω κατευθύνω κάποιον ή τα ζώα).
Ριζίτ: "Άντρες γιάντα με διώχνετε, γιάντα μ΄απολαλείτε, 
όξω κι αν είμαι αμοναχός κι είμαι ξαρματωμένος..."

απολυμάρες (ή απολειμάρες) και απολυμάροι  (ή απολειμάροι): ό,τι απομένει, υπόλοιποι ή υπόλοιπα,κατάλοιπα 
Γράφεται με υ αν προέρχεται, όπως πιθανολογεί ο γράφων,  από το ουσ. απόλυμα (L&Scott) που σημαίνει λύματα, ακαθαρσίες, σωματικά απόβλητα, εξ ού το ρ. απολυμαίνω,  απολύμανση. 
Γράφεται με ει αν  προέρχεται,  όπως γράφει ο Ξανθ.  από το απομεινάροι, με αντιμετάθ συμφώνων απονειμάροι και με μετατρ του ν σε λ απολειμάροι.

απολυταρέ: η εκσφενδόνιση, το απότομο δυνατό σπρώξιμο, βλ απολυταρίχνω

απολυταρίχνω: εκσφενδονίζω, πετώ κάποιον απότομα κάτω από το αρχ. απολύω+ρίχνω.

απολυτάρι: το ραβδί που "απολυταρίχνει"  κάποιος εναντίον κάποιου ζώου ή αντιπάλου.

απομονή: υπομονή

αποξεσταλού ή ξεσταλού (επίρρημα): μετά το ξεστάλισμα (ξεστάβλισμα) των ζώων, το ξεστάλισμα    ήταν περίπου 3 το απόγευμα

απόπατος: αποχωρητήριο. Από το αρχ. αποπατέω=αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω χάριν φυσικής ανάγκης  αποπάτημα=κόπρος  αποπάτηση=κένωση της κοιλιάς

αποσιάζω: περιποιούμαι,ταχτοποιώ (από+σιάζω)

αποσκυβαλίδια: απομεινάρια από τα σκύβαλα σιτηρών (σκύβαλα=όσα μένουν από το κοσκίνισμα)

αποσκυλακώ: Αποδιώχνω, αποδιώχνω κάποιον σαν να ήτανε σκυλί (από+σκύλος/σκυλακώ)

αποσπέρας: αποβραδίς (από+εσπέρα)

αποσπερίδα: βραδινή συντροφιά, βεγγέρα (από+ εσπέρα).Παλιά,στα χωριά  μαζεύονταν οι γείτονες σε ένα διαφορετικό σπίτι κάθε βράδυ σχεδόν και "αποσπερίζανε".

αποστειρώνω: στερεύω (αποστείρωξε το νερό= έπαψε να τρέχει το νερό)

απ(ρ)οσφονιάζομαι: ζορίζομαι, σφίγγομαι (βλ. παρακάτω)

αποσφονιάζω ή απροσφονιάζω: στραγγίζω, στείβω τα ρούχα κλπ (από+ σφόγγος/σπόγγος/σφουγγάρι).
                
αποταυρίζομαι: τεντώνομαι όπως ο ταύρος, τανύομαι,τεντώνομαι,ξεκορνιάζω.

αποταχιάς(επίρρημα): από αύριο (από+ταχιά).

αποτσακίζω (τα ωζά)/ζώα): στρέφω τα ζώα κοπαδιού στην αντίθετη κατεύθυνση

απού: από

αποφαίνομαι/αποφανίζω/ομαι: κάνω καλή εντύπωση, τιμώ, ευπρεπίζω. "Κάλεσε αθρώπους απού κατέχουνε ριζίτικα και χορό, ν΄αποφανούμε στο γλέντι!"  (Από+φαίνομαι/εμφανίζω).

αποφάνιση=αξιοπρεπής εμφάνιση.

απύρι: θειάφι (α+πυρ)

αραγός: μικρό ασκί από δέρμα ριφιού ή αρνιού. Κατά Χατζηδάκη από το αρραγής=άθραυστος,στερεός. Κατά Χαραλαμπάκη, από το ραγός και ρογός=σχίσμα γης/ρήγμα.
 Κ.Ντ: Πιο πιθανά εκ του αρχ. αρήγω=βοηθώ, έρχομαι εις επικουρίαν, συντρέχω, αρηγών=αρωγός, βοηθός. Επειδή το μικρό ασκί ήταν βοήθημα μεταφοράς υγρών.

αράθυμος:αργός (α+ράθυμος) όπως λέμε αδυνατός=δυνατός

αράι, το: δερμάτινη θήκη που έβαζε τα είδη τσαγκαρικής του ο βοσκός. Κ.Ντ:Μάλλον υποκοριστ. του αρωγός/αραγός (αράγιον-αράγι-αράι)

αργαδινή: βραδιά, εσπέρα ή και εργάσιμη μέρα (από Δευτέρα ως Σάββατο) "αργαδινή και σκόλη".  Σκόλη=σχόλη, Κυριακή ή αργία.

αργαστήρι: μαγαζί (εργαστήρι)

αργυρογανωμένος ή ασημοκαπνισμένος: επάργυρος

αρίθμητος ή αρίφνητος: αναρίθμητος, από παραφθορά της λέξης

αρθούνι: ορθούνι, ρουθούνι

άρκαλος: ασβός, αρκαλιά=φωλιά ασβού. Κ.Ντ: εκ του πανάρχαιου λήμματος αρ=γη+καλιά=φωλιά, σπηλιά, δηλ. αυτός που κάνει φωλιά, σπηλιά στην γη. Οι άρκαλοι σκάβουν εύκολα σπηλαιώδεις φωλιές στην γη. 

αρμί,αρμός,κόρδα,ρίνα: κορυφογραμμή

αρνεύω: ησυχάζω,παρηγοριέμαι (από το αρνί, όπως λέμε "έγινε αρνάκι"=ησύχασε)

αροδαμός: το  νέο φύλλωμα,βλαστάρι δέντρων την Άνοιξη εκ  του αρχ.ελλην. ορόδαμνος(βλάστημα,βλαστάρι).μετατρ. του ο σε α όπως από οστακός-αστακός.

αρόλιθος ή γούργουθο: λακκούβα σε βράχο, όπου μαζεύεται βροχόνερο.Από το αρχ. επίθ. αραιός=πορώδης, μη συμπαγής, ο έχων κενά(τρύπες, λακκούβες)+λίθος.

αροζμαρί, αριζμαρίαροζμαρής ή ροζμαρί (λατιν ρίζας): ο αρωματ. θάμνος ,"δεντρολίβανο", μαντιν: 
"αριζμαροβιτσόβεργα και διαμαντένια πέτρα, 
πως ήθελ΄ ανταμώσουμε, το μάτι μου εξεπέτα".

αριζμαροβιτσόβεργα: βιτσόβεργα (βίτσα, λυγερή βέργα) από αριζμαρί.

ασβολώνω:μαυρίζω στο ξύλο κάποιον, μισερώνω. Από το αρχ. άσβολος/ασβόλη=αιθάλη, καπνιά.

ασικιαρέ: φανερά (τουρκ. προέλευσης)

 ασκιανιός, σκιανιάδα, σκιανιός,  σκιανό: σκιερό μέρος, σκιά. 

 ασκόλυμπρος:  Το "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" Liddel & Scott, στο λήμα σκόλυμος  γράφει: "σκόλυμος, είδος ακάνθου εδωδίμου ανθούντος εν τη ακμή του θέρους, Ησίοδος Έργα και ημέραι 580, Ησύχ, Αλκαί 39, Θεοφρ. π.Φυτ. Ιστ. 6.4,3 κτλ και παρά Ζωναρά το σκόλυμον".
Άρα ο σκόλυμος, όπως λεγόταν στην αρχαιότητα, ως και σήμερα σε άλλα μέρη της Ελλάδας ή (το) σκόλυμο έγινε στην πορεία των αιώνων ασκόλυμος/ασκόλυμβρος/ασκόλυμπρος στην κρητική διάλεκτο.

αστοιβίδα, η: με προθετικό α- και κατάλ. -ίδα, η αρχαία στοιβή, θάμνος με μικρά, δαχτυλιδωτά αγκαθάκια που (όπως γράφει ο Θεόφραστος, βλ. Λεξ. L&S) παλιά χρησίμευε για κατασκευή σαρώθρων και  για μόνωση των δωμάτων, συμιεσμένη,  κάτω από το χώμα τους (από την αρχαιότητα ως και τα μέσα του 20ού αιώνα)  "την στέγην οφέλλοντα... πυθμένι στοιβής", γράφει ο Θεόφραστος. 

 (α)στραλίκι,το/(α)στράλικας,ο(χαν.)ή σταλίκι,το(ρεθ): πλάκα ή εμφανής πέτρα καρφωμένη σκόπιμα στο έδαφος ως ορόσημο χωραφιού,  "αστράλικας" (με όρθιες ακανόνιστες πλάκες, κυκλικά) αλωνιού. Από το μεσαιων. σταλίκι από σταλίκιον, στάλιξ=στήλη.
Το θέμα στα- από το ίστημι/ίσταμαι. Το αρχικό α (σε πολλές περιοχές δεν λέγεται) είναι προθετικό και το ρ (στα Χανιά)  ευφωνικό.

(α)στραλικώνω: βάζω στραλίκια σε χωράφι

αστρόλογος: άτακτος, ζωηρός (για παιδιά). 
Ίσως από το άστρο+λέγω αστρολόγος, κατά Ξανθιν. από το λατιν. strologo  (αυτός που "λέει τ΄άστρα, που τάχα μαντεύει το μέλλον από τ΄αστέρια) ταυτόσημο από παλιά με το ψεύτης, απατεώνας. 
Θεωρώ πιθανότερο ίσως νοηματικά από α+στρόβιλος="σβούρα" (L&Scott:από το στρόμβος-λατιν εξ αυτού το turbo)
οπότε, αστρόβιλος>αστρόλιβος >αστρόλοβος>αστρόλογος, δηλαδή αυτός που συστρέφεται και κινείται συνεχώς όπως λέμε, "σαν τη σβούρα" (σημειωτέο, αρχ ελλ στροφάλιγξ=ανεμο-στρόβιλος)

ασφεντουρώ: εκσφενδονίζω (α+σφενδόνη>σφεντόνα) >ασφεντουρέ ή ασφεντουρίδι, εκσφενδόνιση

άτζεμπα/άτζεμπις: άραγε (μάλλον από το τουρκ.acaba)

ατζί: γάμπα. Πιθανολογούνται διάφορες ετυμολογίες: από τα ελλην. ογκίον/αγκίον(κατά την άποψη του γράφοντος, το πιθανότερο, από το εξόγκωμα των μυών της γάμπας) 
ή από το αντί (το αντίον) του αργαλειού ή από το ιταλ. anca=ισχίον ή το τουρκ. incik=καλάμι κνήμης-όμως αυτά προφανώς δεν αποδίδουν την έννοια γάμπα.

αυλώχι: κοίλωμα μεταξύ υψωμάτων (από το αρχ. ελλην. αυλών=αυλάκι, κοίλωμα,κοιλάδα)

άφτω: ανάβω, από το άπτω. Λέγαμε πχ παλιά "άψε το λύχνο" (΄άψε είναι η αρχαία προστακτική του άπτω)=άναψε το λύχνο

αφρου(γ)κάζομαι: αφουγκράζομαι, ακούω με προσοχή, υπακούω (αφρουκαστερός=πειθήνιος)

                                                Β  

βαγιοκλαδίζω
: περιποιούμαι (πρβλ " υποδοχή μετά βαϊων και κλάδων")

βαρβάτος: αρσενικός με έντονη γενετήσια ορμή (βαρβατίλα=κακοσμία επιβήτορα τρά(γ)ου ή κριού)

βαρθακός ή αβαρθακός: βάτραχος

βαρθακοκοίλης: αυτός που έχει αναλογικά μεγάλη σαν του βάτραχου κοιλιά

βαρεμένη: κυοφορούσα στους τελευταίους μήνες κύησης.

βαροκαρδίζω: στενοχωρώ,στενοχωριέμαι, βαρ(ι)ά+καρδιά

βαροκουραδάρης: μεγάλος κτηνοτρόφος (με βαρύ κουράδι, μεγάλο κοπάδι)

βάρσαμο ή βάσαρμο: δυόσμος, αρωματικό φυτό

βασμός: σφυγμός

βαστώ: αντέχω, έχω, κρατώ,φέρνω,υποφέρω

βατταλαλώ: (όμοιο με το αρχ.ελληνικό ρήμα) λαλώ ενοχλητικά, δηλαδή  φλυαρώ, κάνω λεκτικό θόρυβο, γκρινιάζω. 
    
βατσίνα: σημάδι,πληγή. Ίσως λέγεται έτσι ( Κ.Ντ.) επειδή είναι σαν κέντημα βάτου, "βάτ(σ)ινη" πληγή όχι βαθιά πληγή, ή (λιγότερο πιθανό) επειδή μοιάζει κάπως σαν βάτσινο (βατόμουρο) στο δέρμα, πχ σημάδι ερεθισμένο,από εμβόλιο. Vaccina όμως λέγεται ιταλ. και το εμβόλιο δαμαλισμού. (Vacca, από το ελλην. βους, η αγελάδα λατιν.)

βάτσινο: βατόμουρο (από το ουσ. βάτος, όπως από πέτρα-πέτρινο)

βγαρτίζω ή βγατίζω: προχωρώ,προοδεύω στην εργασία μου.Κ.Ντ:Από το ρ. βγάζω (βγάζω παραγωγή).Βγαρτό λέμε αυτό που έχει βγει: "Κακό βγαρτό"=καρκίνωμα

βγορίζω: διακρίνω,συνήθως λέμε "μου βγορίζει" (από το αρχ.ελλην. ευ+ορώόβγορο=μέρος από        όπου έχω καλή θέα

βγορολογώ: βγορίζω, παρατηρώ από ψηλά

βεδέμα ή βεντέμα: σοδειά, λαδιού κυρίως (λατιν λέξη)

βερβελίθρες/βερβελίδες: κόπρανα αιγοπροβάτων ή λαγών από το λατιν. vervella (αρνί) με ελλην κατάληξη -ίδα -ήθρα

βερεμιάρης,βερέμης: φθισικός, χτικιάρης, από το βερέμι-τουρκ. verem=φυματίωση, χτικιό.

βίγλα: σκοπιά, παρατηρητήριο κάπου ψηλά (λατιν.vigilia)

βιγλίζω=παρατηρώ από ψηλά, επιτηρώ, παραμονεύω

βιλλάνος: απολίτιστος, άξεστος (λατιν villano/χωρικός δουλοπάροικος)

βιόλα: άνθος, λουλούδι γενικά, από το λατιν. viola από το αρχ. ελλ  ίον, προφανές λεκτικό αντιδάνειο. Όπως και το γιούλι αρχαία ελληνική ἴον + υποκοριστ. κατάληξη -ούλι

βίτσα: βέργα από λεπτό μακρύ κλαδί

βιτσίλα(η): αετός. Από το ουσ. βίτσα/βίτσισμα (βλ λέξη) επειδή εκτινάσσεται,εφορμά με μεγάλη ταχύτητα

βίτσι(σ)μα: εκτίναξη σώματος, άλμα

βλάττα/βλαττούσα: κατσαρίδα, αρχ ελλ βλάττη,δωρ. βλάττα=1.κατσαρίδα 2.όνομα πορφυράς βαφής

βλεπές, ο: αγροφύλακας, δραγάτης, αυτός που (επι)βλέπει τα κτήματα.

βλυχό, βλυχάδα: υφάρμυρο,γλυφό

βόθονας: μέρος που περικλείεται από υψώματα (αρχ. βόθυνος = λάκκος, όρυγμα σε χωράφι)

βοθρί, το: τρύπα προς την έξοδο του φούρνου, για απόρριψη σταχτών και κάρβουνων στο πυρομάχι από κάτω του. Από το αρχ. βόθρος=χαντάκι, τρύπα στην γη, υποκοριστικό το βοθρίον>βοθρί.

βολά, η(μια βολά): μια φορά. Από την φορά με επίδραση του ουσ. βολή

βολεί (μου): (μόνο με τις προσωπ. αντωνυμίες μου, σου, του, μας-ε, των-ε)  =μπορώ, με βολεύει πχ: "βολεί των-ε να περάσουν άπο κειά".

βολίστρα, βόλιστρο, το: κόσκινο με μεγάλες τρύπες, για όσπρια ή κοκκάρια (μικρά κρεμμυδάκια που ξαναφυτεύονται για να γίνουν τα κανονικά κρεμμύδια). Ξανθιν: από το βολίζω =ρίπτω  βολίδα. 

βορόσκι: (σφακ.) μέρος προστατευμένο από βοριά (βοράς+σκια)

βοτανίζω: ξεχορταριάζω, αφαιρώ αγριόχορτα από καλλιέργεια

βότυρος, ο: το βούτυρο. Από το θέμα βο- του ουσ. βους, βοός+τυρός

βούβα/γούβα: κοίλωμα,λάκκος.

βούι: βόδι (από το αρχ. βους)

βούργια, βουργιάλι, βουργίδι: σακκούλι, συνήθως τριχωτό, από προβιά ζώου, αργότερα και από ύφασμα. 
Κατά τον γράφοντα, πιθανά από τον βρόχο=σχοινί για θηλειά και το αρχ ελλην ρ. βρόχω=καταπίνω, ροφώ, αφού κλείνει με θηλειά των σχοινιών του και επίσης "καταπίνει" αυτά που του βάζουμε.
Ίσως και από την αρχ. ελλην. βύρσα (προβιά ζώου).Τα σακκίδια πλάτης πολύ παλιά ήταν από προβιές και μετά την ανακάλυψη και πρόοδο της υφαντικής, από το μαλλί της προβιάς των ζώων.
Οπότε: βρόχος>βροχάλι, όπως από τον πύρο>πυργιάλι
Και από το βροχάλι>βρουχάλι>βουργιάλι.
Πολύ πιθανά επίσης  από:  ούλος=τριχωτός,εριούχος (απ΄αυτή τη ρίζα ουλ- το αγγλικό wool)  ουλάς(αρχ.ελλ.)=θύλακος, σακκούλι. 
Άρα πιθανά από το θέμα βο της λέξης βους (από βόειο αρχικά δέρμα) έχουμε   βο+ούλια>βούλια>βούρ(γ)ια, με μετατροπή του λ σε ρ όπως λέμε βολβός/βορβός, αλμύρ/αρμύρα. και το κρητικό ευφωνικό γ όπως λέμε καινούρια>καινούργια.
 -Κατά τον Ξανθιν. από το λατιν. vulgea αλλά αυτή δεν βγάζει συνάφεια, αφού,  όπως γράφουν όλα τα διαδικτυακά λεξικά μετάφρασης από λατιν. σε ελλην, αυτή η λέξη σημαίνει χυδαίος.
Η δε επίσης λατιν λέξη bulgea που παραθέτει αντίστοιχα για την ετυμολ της βούργιας  κάποιος άλλος, σημαίνει σύμφωνα με  όλα τα διαδικτ λεξικά  προεξοχή, εξόγκωμα. Καμιά νοηματική συνάφεια! 


βουτακιά: βουτιά

βουτσί: βαρέλι, δοχείο υγρών με πώμα (βύσμα=στούμπωμα, βούλωμα) βύω=γεμίζω με κάτι, στουπώνω >βυτίον>με μετατρ. του υ σε ου και τσιτακισμό στο τ >βουτσίον>βουτσί.

βουτσιά: περίττωμα,καβαλίνα βοοειδών (από το βους/βόδι/βουδιά) όπως λέμε "γιτσική μυζήθρα" δηλ   (αι)γιδική, με μετατροπή του δ σε τσ=γιτσική.

βρασκί: παλιό πιθάρι ή πήλινο δοχείο στο οποίο έβαζαν βραστό νερό για μπουγάδα. Ετυμολογείται      είτε από το βραστό νερό είτε από το φλασκί/"βρασκί" με το οποίο έπαιρναν οι νοικοκυρές το βραστό    νερό από το πιθάρι.Συνεκδοχικά βρασκί λεγόταν και το θαμμένο στη γη πιθάρι στο οποίο έτρεχε λάδι  από την "τσιβιέρα" της φάμπρικαςΚ.Ντ: Ίσως από εκεί ετυμολ. το φρασκί (πήλινη κυψέλη).
βραχαλίζω/βρουχαλίζω: αναπνέω σαν να ροχαλίζω, λόγω κρυολογήματος,  βραχαλητό,βρούχαλο, βράχαλο=αναπνοή με ρόγχο, βραχνάδα. από το αρχ βράγχος=βραχνάδα
βρούχος,ο: ο γυμνοχοχλιός, γυμνοσάλιαγκας. Απαράλλαχτο από την  αρχ. ελλ.ονομασία του (βρούχος ή βρούκος)
βρούχος,το: το μουγκρητό, ο ρόγχος,ο βρόντος. Από το βρουχούμαι/βρυχώμαι
βρουχούμαι: βρυχώμαι,μουγκρίζω. Βρυχανίζω (ρεθ):αναπνέω με ρόγχο
βρίστω,βρίχνω: βρίσκω
βρακάται/βρακούνται (τα ωζά/ζώα/πρόβατα): έντονο βέλασμα (από την αρχ. ηχοποίητη λέξη βρυχηθμός/βρυχάται/βρυχούνται)
βυζάστακας: το αρνί ή ρίφι (ερίφιο) που βυζάνει ακόμα,που δεν "σακάστηκε",δεν απογαλατίστηκε.
βώλακας: μεγάλος βώλος, μεγάλη πέτρα (αρχ.ελλην. βώλαξ).
βωλοσέρνω: κουβαλώ κάτι σέρνοντάς το.
βωλόσυρος: τάβλα σαν φύλλο πόρτας με λάμες (παλιά με  μικρές πέτρες κοφτερές) στο κάτω μέρος, την οποία έσερνε μεγάλο ζώο στο αλώνι, πάνω στα στάχυα και πάνω της έστεκε άνθρωπος,ώστε να "αλωνεύει", να θρυμματίζονται τα στάχυα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα.

                                                                Γ

γάγλα,
 γάγκλα,γκάγκλα : στροφή,καμπύλη δρόμου Από  το αρχ. ελλην.διάκλα, από το διακλώμαι=(για ευθεία) αλλάζω κατεύθυνση, σπάζω εις δύο) εξ ου γαγκλωτός=με  στροφές,
 γυριστός,καμπύλος.
γαέρνω(χανιώτ.) ή γιαέρνω/γιαγέρνω( αρχαιότερος τύπος, ρεθυμν.): γυρίζω,επιστρέφω. Από το
δια+γέρνω/εγέρνω(εκ του αρχ.εγείρω)-δγιαγέρνω-γιαγέρνω-γαέρνω.
γαερμός/για(γ)ερμός=επιστροφή
γαλαθιά,γαλατιά: δοχείο γάλακτος
γαλανός: (από το ουσ. γάλα) άσπρος όπως το γάλα. "Δε σε ξαναπιστεύω κι αν μου πεις, το γάλα, γαλανό ΄ναι!"  Ή: "Η γαλανή αίγα"
γαμαρίζω (αναγραμματισμός του μαγαρίζω): λερώνω
γαμουλιώτης (χαν.) γαμηλιώτης (ρεθ.): αυτός που συμμετέχει στην γαμήλια πομπή. ("Πηαίνει ο γαμπρός με τσι γαμουλιώτες,να πάρουνε τη νύφη!")
γαμπάς: κάπα, χοντρό πανωφόρι με κουκούλα. Ετυμολ.από την κάπα(καπάς,καμπάς, γαμπάς)
γάνα: λέρα γιαλιστερή (από το αρχ.ελλ. γανάω=λάμπω,απαστράπτω, στίλβω και γανόω=λαμπρύνω,στιλβώνω - νέα ελλην. γανώνω=κασσιτερώνω,στιλβώνω)
γάνι: λίπος,ξίγκι. (γανιάζει κάτι=πιάνει λίγδα,λίπος,λερώνεται).
γαργαλιστήρι: η σκανδάλη όπλου (συνών. πιάστρα).Από το ρ. γαργαλώ,αρχ. γαργαλίζω
γαρδούμι: παχύ έντερο ζώου,παραγεμισμένο με σπλήνα,συκώτι,καρδιά ξίγγι κλπ. Μεσαιων ελλ:γαρδούμιον, λατιν. caldumen
 γαριάζω= λερώνω πολύ.Κατά Ξανθ.από αρχ ελλ ο γάρος, το γάρον (είδος σαλαμούρας) γαργερός= πολύ βρώμικος
γαριοφορεμένος: αυτός που φορά γαριασμένα (πολύ βρώμικα) ρούχα.,
γάστρα: πήλινο ή σκαλιστό πέτρινο κοίλο αγγείο (εκ του σχήματός του ως γαστήρ/κοιλία)
γαστρωμένη, γκαστρωμένη: έγκυος (γαστήρ=κοιλία)
γαστρώνω, γκαστρώνω: καθιστώ έγκυο κάποιαν, συνουσιάζομαι με κάποιαν
΄γγαλάρης, εγγαλάρης τρά(γ)ος ή κρι(γι)ός: Ο "μπροστάρης" τρά(γ)ος ή κρι(γ)ιός που οδηγεί το κοπάδι με τα έγγαλα:(εν+γάλα)  δηλ με τα αιγοπρόβατα πού κάνουνε γάλα 
΄γγαλομάντρι: μαντρί για άρμεγμα 100-150 περίπου έγγαλων (στειρομάντρι: μαντρί για τα στείρα).

΄γγαλόνομος (διάφορο του ΄γγαλονόμος, όχι μόνο στον τονισμό): νόσος αιγοπροβάτων από κακό άρμεγμα ή τραύμα μαστού.
Κ.Ντ: Ίσως από έγγαλο(βλ λέξη)+άνομος (με την έννοια της παράβασης του πατροπαράδοτου τρόπου, άγραφου νόμου σωστού αρμέγματος)>εγγαλ(ο)άνομος>εγγαλάνομος>
΄γγαλάνομος>΄γγαλόνομος.


΄γγαλονόμος: βοσκός (και αρμεχτής συνακόλουθα) έγγαλων (βλ λέξη) αιγοπροβάτων. Από το έγγαλο+νέμω/νομή.

γδούρης: αυτός που φορά γδαρμένα, σκισμένα, ρούχα, κουρελής (συνών. ξελούρης).

γδύμ(ν)ια, γδυμνός: γύμνια, γυμνός.

γδικούμαι: εκδικούμαι παράγ. γδικιωμός.

γείς: ένας. Από το αρχαιότατο είς/ενός
Ριζίτ:"Γροικάτε είντα παράγγειλε γείς νιος απού τον Άδη..." 
Λέμε επίσης: "είπαμε ο γείς τ΄αλλού" , δηλαδή ο ένας του άλλου.

γέμι, το: ζωοτροφή/ζωοτροφές. Κ.Ντ: Από το αρχ. γέμω=γεμίζω  και γεύμα, γέμα (η τουρκ. λέξη yem από εκεί προέρχεται και όχι το αντίθετο).

γενέ, η (σφακ.): η γενιά, το σόι. 

γερά-γερά (επίρρ.): γρήγορα-γρήγορα.

γερακοκούδουνο: κουδουνάκι για ρίφι ή αρνί. Ακόμα μικρότερα βάζουν μερικοί και σε δοξάρια λύρας. Ονομάστηκαν έτσι γιατί τα έβαζαν παλιά σε εκπαιδευμένα για κυνήγι γεράκια.

 γεράνι: Ειδική κατασκευή άντλησης νερού από πηγάδι (μακρύ ξύλο στη μιαν  άκρη του οποίου είναι ένας κουβάς και στην άλλη ένα αντίβαρο. Από το αρχ.ελλην. γέρανος(γερανός νέα ελλην.)=μηχανή ανύψωσης βαρών. 

γεραντίζω: ευδοκιμώ,γεννώ,δημιουργώ. 
Κ.Ντ.: από το γερός,γέρας (βραβείο). Από το τουρκ.yaramak=ωφελώ, θεωρεί ο  Ξανθινάκης.

γεργερές: λέρι (κουδούνι) μεσαίου μεγέθους για πρόβατα ή μεγάλου για μπροσταρότραους ή μπροσταρόκριους που οδηγούνε το κοπάδι.(Ετυμολ. από την Γέργερη Ηρακλείου όπου υπήρχαν ξακουστά λεράδικα (εργαστήρια κουδουνιών).

γεργίζω: γε(ω)ργίζω, σκάβω βαθιά χωράφι πετρώδες και ανώμαλο και το ΄σιοβολίζω (ισιο-βολίζω=ισοπεδώνω) για να φυτέψω αμπέλι κλπ. Από το αρχ. γεωργέω, εξ ου γεωργός,γεωργία κλπ.

γέρνομαι: από το αρχ.ελλην. εγείρομαι=σηκώνομαι.

γέρνω (κάποιο υγρό): χύνω κάποιο υγρό: "γέρνε μου να πλυθώ."
γεροντομοίρι: το μερίδιο (μοίρα) των γερόντων,αυτό δηλαδή που αφήνουν οι γονείς για αυτούς όταν διανέμουν την περιουσία στα παιδιά τους."Εβαστήξαμε το γεροντομοίρι μας κι όποιο κοπέλι μας ε- κοιτάξει όντε θα καταπέσομε, θα το πάρει".

γεύγομαι/γεύγουμαι: γεύομαι, γευματίζω. Ριζίτικο:"Γεύγεσαι γιε μου γεύγεσαι κι οι Τούρκοι σε κυκλώσαν..."
γή (διαζευκτικό): ή.  "Αγάπα με γή αρνήσου με γή πες των αμαθιώ΄ σου να πάψου΄ να ξανοίγουνε όντε περνώ από μπρος σου"
γ(ι): ευφωνικό πρόσφυμα, 1.μεταξύ άρθρου  που λήγει σε φωνήεν και επόμενης λέξης που αρχίζει από φωνήεν: η γι όμορφηοι γι αίγες 2.στην αρχή λέξης που αρχίζει από φωνήεν: γ/εις, γ/υνί, γ/ήοι γι/άλλοι   3.στο μέσο λέξης, ανάμεσα σε δυο φωνήεντα: αντρειά/αντρειγιά, κριάρια/κριγιάρια.
 
για (ως αιτιολογ.σύνδεσμος, με αποκοπή από το για-τί): "Μη ν-τρέχεις για θα σκοτωθούμε!"

γιάε: δες, κοίτα,παρατήρησε (από το για ιδέ/για (δ)ε/γιαέ-γιάε).

γιαλίτης,γιαλίτικος: Κάτοικος γιαλού ή προερχόμενος από γιαλό.

γιαμιάς: δια μιας, αμέσως, στην στιγμή.

γιάντα και γιάειντα ή γιάηντα: γιατί. Από το για+είντα= για+τι=γιατί.
 
γιάντες, το: παιχνίδι/στοίχημα, κατά το οποίο συμφωνούσαν δυο άτομα σέρνοντας το διχαλωτό κόκκαλο ψημένης κότας, ότι αν πάρει οποτεδήποτε κάτι ο ένας από τον άλλο χωρίς να πει "το ξέρω" ή "ξ,ξ,ξ...", τότε "γιαντεύεται", χάνει το στοίχημα. 
Κατά την Τζιροπ.Ευσταθίου η λέξη  γιάντες προέρχ. από το αρχ ελλ άντυγες= τα στρογγυλά μέρη του σώματος (αλλά δεν αναφέρει με ποια σημασία, τι και γιατί σημαίνει αυτό).
 
γιαχουντής: Ιουδαίος, Οβριός (Εβραίος) εκ του τουρκ.yahudi.

γίβεντο: εξευτελισμός, εξευτελισμένος, από το τουρκ.guvenmek=εξευτελίζω (συνών. πατσαούρι).

γίγγλα, γίγλα (η): η ζώνη του σαμαριού ή της σέλας, που περιβάλλει, κυκλώνει, την κοιλιά του ζώου. 
Την ετυμολογούν κάποιοι από το ιταλ. giglia=αμφιμάσχαλο κυκλικό κορδόνι αξιωματικών, αλλά κατά την άποψή μου, η ιταλική είναι δάνειο από την  αρχ, ελλ, γίγγλυμος. Ησύχιος Λεξ: "γίγγλυμος, ο στρεφόμενος επί των θυρών και επί του θώρακος οι στροφείς" και  Λεξ. L&Scott:"γίγγλυμος, άρθρωση, κλείδωσις, εμβολή εξοχής τινός εις κοιλότητα..." (σημ. γράφοντος, όπως ακριβώς και η περόνη της αγκράφας σε τρύπα ζώνης σαμαριού). Η λέξη γίγγλυμος, γράφει ο Ησύχιος, "ίσως κατ΄αναδίπλωσιν εκ του γλύφω"

γιγούμι: χάλκινο δοχείο γάλακτος ή νερού. Πιθανολογώ, από το ευ+γέμω, που χάριν ευφωνίας γίνεται γι + γέμω / γεμίζω
Άλλοι λένε πως προέρχεται από το τουρκ. güğüm (το οποίο προφέρεται  περίπου γκήημ ή γκήεμ σημειωτέο).

Η ηλεκτρον. έκδοση της γνωστής εφημερ. Τα Νέα της 14/3/2019 όμως, στο άρθρο της με τίτλο 

"Αυτές είναι οι ελληνικές λέξεις που χρησιμοποιούν οι Τούρκοι" γράφει: 

"...güğüm = γκιούμι, μεταλλικό κανάτι (Τα ελληνικά ετυμολογικά λεξικά θεωρούν τη λέξη τουρκική. Σύμφωνα με το online λεξικό του Ιδρύματος τουρκικής γλώσσας είναι ελληνική η λέξη. 

Πιθανώς  προέρχεται από το μεσν. ελλ. κουκούμιον, υποκορ. του λατ. cucuma(= λέβης, καζάνι)".


Ας κάνουμε μια παρατήρηση που ισχύει και για πάμπολλες άλλες πιθανολογούμενες ως τουρκ. ή άλλης ξενικής προέλευσης λέξεις: 

Η τουρκική γλώσσα  είναι αφενός κατά τα 3/4 ως γνωστό κατασκευασμένη από λέξεις μη τουρκικές (αραβικές κυρίως, μα και περσικές,ελληνικές κλπ) αφετέρου η ασφαλέστερη ένδειξη πιθανής ετυμολογίας κάθε λέξης μιας γλώσσας είναι η νοηματική-εννοιολογική  της σύνδεση  με άλλες, αρχαίες λέξεις του λεξιλογίου της ίδιας γλώσσας. 
Η ταύτιση σημαίνοντος και σημαινομένου δηλαδή, η οποία κατά γενική παραδοχή των όπου γης ειδικών γλωσσολόγων, απαντάται μόνο στην αρχαία και την ενιαία με αυτήν, δημιουργική συνέχεια αυτής, νέα ελληνική (και στη νεκρή πια και ουδέποτε ομιληθείσα από λαούς της Ινδίας,αλλά μόνο από το ιερατείο,"σανσκριτική").
 
γιδόλερο: κουδούνι (λέρι) αίγας. (Αι)γίδα+λέρι.

γινώνω: ωριμάζω (από το γίνομαι).

γιουρουντώ: εφορμώ,επιτίθεμαι. Παρ: γιούργια, γιουρούσι, γιουργιέρνω. 
Συνών: μουντέρνω.   Από το τουρκ. youroudoum
γκάβγω ή γκάβω: αναχωρώ, φεύγω.Από το αρχ.ελλην. κάμπτω (την οδόν) εξ ου επανακάμπτω=ξαναγυρίζω κλπ.
γκάρδας ή κάρδας (σφακ. γκάρδης): οισοφάγος,φάρυγγας.Από το καρ- που σημαίνει κάτι στο κέντρο ενός αντικειμένου.Εξ ου εγκάρσιος(εν+καρ+κατάληξη-σιος) καρδία,καρσί.Εδώ εννοείται τοκέντρο του λαιμού: "έκατσέ μου μια τσίτα στον  γκάρδα!". Προς κακόφαγο παιδί ή ενήλικα "πουλόκαρδος είσαι;" (πουλιού οισοφάγο έχεις;)
γκαρδιακός: εγκάρδιος από εν+καρδιά ("γκαρδιακός φίλος"=εκλεκτός, εγκάρδιος φίλος).
γκαρδιώνομαι: από το εγκαρδιώνομαι, βάζω κάτι στην καρδιά μου,ενστερνίζομαι.

γκρούβ(γ)ω (χαν.) κρούβω (ρεθ.):πνίγω (από το κρύπτω/κρύβω).

γκρούψη(η), γκρούψιμο(το) =η ασφυξία.

γλακαλωνεύ(γ)ω: (γλακώ+αλωνεύω) τρέχω,τριγυρνώ εδώ  κι εκεί, περιφέρομαι συνέχεια.

γλακηχτά ή γλακηστά(επίρρ): τροχάδην

γλακιά(η) γλάκιο(το): τρέξιμο

γλακώ (ή τζιριτώ): τρέχω. Γλάκιο ή τζιρίτι=τρέξιμο.
Κ.Ντ:Σε άλλα μέρη της Ελλάδας:λακώ, λακίζω.Ίσως από το αρχ.ελλην. λακτίζω (κλωτσώ,κινώ απότομα τα πόδια) εξ ου λάκτισμα.(Λεξ.Σουίδα: λάκισμα=σχίσμα) άρα ίσως επίσης από το ότι τα πόδια αποσχίζονται το ένα από το άλλο όταν  τρέχουμε.

γλειμμίτζουρας: ισχνός, πολύ αδύνατος.
 Ξανθ: από το γλειφίτσουρας,του ρήμ. γλείφω, συνακόλουθα: γλειμμένος. Συνών:απόφτενος, ζουφός, τσιλιμίγκος, κολλημένος.

γλίνα: χοιρινό λίπος, χρησιμοποιούμενο ως βούτυρο στη μαγειρική (αρχ.ελλην.γλίνα,γλίνη αργότερα=λιπαρή λάσπη)

γλιτέρα: γλίτωμα,γλιτωμός.

γλυκάδια: (μεζές) οι άσπροι αδένες λαιμού σφαγμένων ζώων.

γλυκιός, ο: γλυκός

γνώρα, η  : γνωριμία, αναγνώριση.

γομάρι, το: πλήρες φορτίο γαϊδάρου,μουλαριού ή αλόγου, όσο περίπου μπορεί να μεταφέρει το ζώο.(Από το μεσαιωνικό γομάριν/γομάριον υποκοριστικό του αρχαίου γόμος (εκ του γέμω).

γομμαρίδι: γομμαρίδιο, μικρό  γομάρι.

γούζιομαι(χαν) ή γκούζιομαι(ρεθ): γκρινιάζω,θρηνώ γοερά. Από το γοϊζομαι,γοϊζω, αρχ. γοάω/βοάω (γόος=θρήνος με κραυγές) εξ ου: "εγόη μου!" (θρήνος μου! αλλοίμονό μου!)

γούλα, η: το γουλί (όπως λέμε το καρπούζι/η καρπούζα) το τρυφερό μέρος λαχανικού ή ρίζας του.
 
γουλα(ν)θός (ρεθ.): κουνουπίδι, γούλα+ανθός.

γουμανός/γουμανάτος: γεροδεμένος, καλοθρεμμένος,
δυνατός, γεμάτος, από το αρχ. γόμος/γέμω, εξ ού και η γόμωση.

γουργούθα(η) / γούργουθας(ο): φυσική λακκούβα με νερό. Ηχοποίητη λέξη από την συστροφή (γουργούρισμα) νερού, όπως "γάργαρο" νερό,"γουργουρητό" κλπ.

γραδάρω ή γραντάρω: μετρώ τα "γράδα"/βαθμούς μούστου ή ρακής (ιταλ. grado, λατιν.gradus= βαθμός)

γρε/γρα(η)  γρέδες/γράδες(οι): γριά/γριές.

γροικώ/γροικούμαι: ακούω,αισθάνομαι,ακούομαι. "Γροικώ ένα μ-πόνο στην κεφαλή μου". "Γροίκα ήντα σου λέω!"

γρόμπος: βώλος, ρόζος,κόμπος (ιταλ. groppo=εξόγκωμα,κόμπος). Παράγ: γρομπιάζω,γρομπουλιώ.

γρυλαμάτης, γρυλομάτης,  γρυλές: αυτός που γρυλώνει (έχει πεταχτά σαν του γρύλου μάτια).

γυνί (το): (ευφωνικό γ+υνί) το σιδερένιο μυτερό κάτω άκρο (αρχ. υνίον) του αρότρου.


                                                    Δ

δασκαλάκι, το
: μαθητής δημοτικού

δαχτυλίδωση, η: μνήστευση, αρραβώνας

δειλιώ: δειλιάζω

δεματαρέ, δεματαρά, η: 1.Πέτρα με τρύπα χτισμένη σε πετρότοιχο, που εξέχει από  αυτόν, για να δένουν σ΄αυτή μεταφορικό   ζώο.      
2.Σταθερή βάση φυτού (βαθιά ριζωμένος θάμνος, όπως θρύμπα, θυμάρι, έρεικας κλπ όπου δένεται ζώο. Από το δένω>δέμα>δεματαρέ (με την κατάλ. -αριά ή -αρέ/αρά, όπως πενήντα>πενηνταριά>πενηνταρέ ή πενηνταρά

δεματέ, η: δέμα κλαδιών ή χόρτων.

δέμπλα/ντέμπλα: μακρύ λεπτό σχετικά και δυνατό ραβδί, για χτύπημα (ράβδισμα) κλαδιών για να πέσουν οι καρποί τους (ελιές,χαρούπια,αμύγδαλα,καρύδια κλπ).Από το αρχ.ελλην.τέμνω/τέμπλον, λατιν.templum=το τέμνον (το ναό) ξύλο.

δεμπλίζω/ντεμπλίζω: ραβδίζω δέντρο με την δέμπλα

δεξιοκόκαρο/δεξί κοκάρι: "σαμά" (σημάδι) στο δεξιό αυτί αίγας ή προβάτου.Αν γίνει στο εμπρός    μέρος του αυτιού, δεξιομπροσκόκαρο, στο πίσω πισωμπροσκόκαρο.

δερνοκοπανίζω: δέρνω με κόπανο

δεσιά: 1.δέσιμο ετοιμόρροπου χωραφιού με πέτρινο τοίχο. 2.τοποθέτηση χώματος ή άλλου εμποδίου για αλλαγή διεύθυνσης τρεχάμενου νερού σε αυλάκι ποτίσματος 3.δαντέλα με κλωστές που δένονται,στην άκρη υφαντού  4."δέσιμο" ανθρώπου με μάγια.

δεσπολιά/δέσπολα(η): μουσμουλιά.μούσμουλο (από το ιταλ. nespola) μουσμουλιά όμως λένε στα χωριά των Χανιών άλλο δέντρο,ντόπιο, με καρπούς μεγέθους περίπου όσο οι δέσπολες, καφέ χρώματος, χυλωτούς όταν ωριμάσουν.

δέτης(ο):   απόκρημνη άκρη χωραφιού, πέτρινο τοιχείο που "δένει", ενώνει ή χωρίζει δυο χωράφια διαφορετικού ύψους σε επικλινές έδαφος

διαγουμίζω  (Ριζίτ. "...πριν νά ΄ρθει ο χάρος να μας βρει, να μασε διαγουμίσει..."): διασκορπώ, διαμοιράζω,   (Προέρχ. από το διακομίζω κατά τον Γ.Χατζηδάκη)

διάζομαι:  βάζω στον αργαλειό το στημόνι,αρχίζω να υφαίνω. Αμετάλλαχτο λεκτικά και με το ίδιο ακριβώς νόημα όπως το αρχ. ελλην. διάζομαι (βλ Λεξικό Liddell & Skott)

διαθούσα κουτσούρα (η): κουτσούρα(κουρμούλα) αμπελιού που ανθεί μα δεν καρπίζει.
 Ετυμολ:μετοχή ενεστώτα του διανθώ, δια+ αρχ. ελλην. ρήμα ανθώ=συνεχώς ανθώ.

διακονούμαι/διακονιάρης/διακονίκι/διακονιλίκι: ζητιανεύω, ζητιάνος, ζητιανιά.Από το αρχ. διακονέω-ώ=υπηρετώ,χορηγώ. Προέλευση: Οι παλαιοί χριστιανοί διάκονοι ζητούσαν από πιστούς χορηγία,υλική βοήθεια για την εκκλησία περιφερόμενοι σαν ζητιάνοι.
 
διαλαλητής: αυτός που διαλαλεί(δια+λαλεί) λέει, ανακοινώνει  δηλ. παντού και ψάχνει να βρει χαμένα ή κλεμμένα ζώα του.

διάλε (επιφώνημα): διά(βο)λε. Λέγεται 
1.Σαν επιφώνημα κατάρας , πχ: "διάλε το καύκαλό του!"
2. Με την έννοια του παραλίγο ή καθόλου, ούτε ένα, όπως πχ παρακάτω:
"διάλε την τρίχα πού ΄θελε να ξεψυχήσω ομπρός σου, όντε σε είδα κι έπλενες το ποδαστράγαλό σου!"  =παρά τρίχα να, παραλίγο να...          διάλε (ν)το γείς=ούτε είς, ούτε ένας,"διάλε (ή "διάολε πάρε") το ζάλο απού ΄κανα" = ούτε ένα βήμα δεν έκανα.

διάλε το πράμα,  διάλε το δώρος, διάλε (ν)τό ΄να κλπ: κανένα πράγμα,τίποτα,

διάλε (ν)το ψόμα:   διάλε το ψέμα, με μετατρ του ε σε ο, δηλ. καθόλου ψέμα.

διαλέτι: κατάρα (από το δια(β)όλου+τι/διάλε τι=διαβολικόν τι, κάτι δαιμονικό)

διαλεώνας: αυτός που διαλέγει.Από το ρ διαλέγω, όπως από το απατώ-απατεώνας.

διανέρι(το): αμυδρά ορατή κορυφογραμμή. "Διανέρι τ΄ουρανού"=εκεί που φαίνεται να σμίγει ουρανός  και γη.Από το διανερίζω. Συνών.κόρδα,ρίνα,ο αρμός, το αρμί.

διανερίζω/διανερώ (χαν.) διανιρίζω (ρεθ.):διακρίνω αμυδρά,θαμπά (δια+νερό) δηλαδή όπως μέσα στο νερό, που δε βλέπω ξεκάθαρα.

διαντηρώ:  παρατηρώ καλά (δια+αρχ.ελλην.τηρέω-ώ). "Ντήρα διαντήρα το σκαμνί, τη(ν)τάβλα που καθίζεις! Με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου!"

διαολίζω: εξοργίζω (διαβολίζω) κάποιον.
διαόλιο: κάτι που εξοργίζει: " διαόλιο, διαόλιο, διαόλιο μεγάλο,/το ν΄αγαπά κιανείς καμιά κι αυτή να θέλει άλλο!"

διάολος,διάοτσος,διάορος: ο διάβολος.

διαπόρι: στενό πέρασμα προς μιαν έξοδο (δια+πόρος,έξοδος).

διάφορο: κέρδος. "Ήντα διάφορο είχες εσύ ν΄ανακατευτείς;"
διάω: το αρχ.ελλην. διάγω=περνώ την ζωή μου, διαμένω, με αφαίρ.του χαρακτήρα γ. "Πού διάεις;"

διγαβρές: συζήτηση, κουβέντα ή φιλονικία. Κατά τον Ξανθινάκη, από το αρχ.επίρρ. δις+ το αρχ.επίθγαύρος(υπερήφανος,αγέρωχος). Μάλλον όμως (Κ.Ντ.) όχι από το δις, αλλά από το δια+γαύρος ή δια+ύβρις δηλ διύβρισις. Γιατί κατά τοΛεξικό Liddell&Scott: "δια:... γ)προς δήλωσιν του τρόπου καθ΄όν πράγμα τι γίνεται...δια μέθης...δι΄οργής,εν οργή,μετ΄οργής..." Άρα διγαβρές=δια γαύρου:με γαύρον  ή δια ύβρεως/ύβρεων:με ύβρεις. Με το δις δεν βγαίνει κανένα νόημα,δεν συντίθεται έτσι η λέξη. Γιατί κατά το προαναφερθέν Λεξικό: "δις:αχώριστον μόριον δηλούν κίνησιν εις τόπον ως το -δε (οίκαδε) αλλ΄είς τινας (μόνον) λέξεις, ως άλλυδις,οίκαδις  χαμάδις."  
          
διγαβρίζω: λογομαχώ,φιλονικώ,συζητώ έντονα(βλ.προηγ.λέξη).

δικολογιά/δικολόι: οι "δικοί",οι συγγενείς(δικός+λογή/συλλογή, όπως λέμε συγγενολόι.

δικονίζομαι: ζητιανεύω.Από το διακονούμαι. Βλ.λέξη παραπάνω.

δίμουρος: διπλοπρόσωπος,ύπουλος (δυο+μούρη).

διόθος: έντομο που τρυπά το δέρμα αιγοειδών (από το αρχ.ελλην. ίονθος=εξάνθημα,ρίζα τρίχας-γιόθος-διόθος.

διόχνει μουμου διόχνει στον αόρ.  μού ΄διοξε, έδιοξέ μου: μου φαίνεται, έχω την γνώμη, μού ΄ρχεται στο νου να πράξω. Από το αρχ. "δοκεί μοι" και "έδοξέ μοι" (ρήμα δοκέω-ώ) που έχουν ακριβώς το ίδιο νόημα: "Έδιοξέ μου να του θέσω μια φορφοτηρέ..." Πασίγνωστη η μαντινάδα "Ετσά μου διόχνει ο διάολος, να θέσω ένα μ-πήδο και να βρεθώ ανάσκελα στου βαρελιού το μ-πίρο!"

διώμα(το): πνευματικό,ψυχικό, σωματικό προτέρημα, ακέραιος χαρακτήρας,ωραία εμφάνιση (από το ιδίωμα=ιδιότητα,ποιότητα,χαρακτήρας).

διωματάρης:αυτός που έχει διώμα/διώματα (βλ.προηγ.λέξη) δηλ έχει  πνευματικά,ψυχικά και σωματικά,εμφανισιακά προτερήματα

δοικά(μόνο στο γ ενικό και πληθυντικό πρόσωπο λέγεται): φτάνει,αρκεί Από το δ(ι)οικά..Λέμε: "δοικά με, δοικά τηνε, δοικά τζι,δοικούνε τζι, δοικούνε τονε πχ:"δοικά σε τόσονά!"  "δε τονε δοικούνε όσα έχει;"  Συνών. σώνει: "Σώνει! Δε θέλω άλλο!"

δόλωνας: κοίλωμα γης που χρησιμεύει ως μάντρα αιγοπροβάτων (αρχ. δόλων,δόλωνος=δόλος/παγίδα.)

δόμοι(οι): οι πολλές αλλεπάλληλες σόλες στα στιβάνια: "δεν τονε θέλω ΄γώ βοσκό και να φορεί τσι δόμους". Από το αρχ. δόμος εκ του ρ. δέμω=κατασκευάζω,κάμνω,δομώ.Παράγ.δομή,δώμα,δέμας.

δοξάρια(τα): οι σωματικές δυνάμεις,αντοχές,μεταφορικά και οι οικονομικές αντοχές: "ανέ σε βαστούνε τα δοξάρια σου, βάλε ντα μαζί ντου".Κατά τον Ξανθινάκη "από το μεσαιων. δοξάριν,μεταγενέστ. τοξάριον,υποκοριστ.του τόξον με (;)επίδραση του δόξα". Κατά τον γράφοντα, ίσως από το αρχ. δοκέω-ώ,μέλλ. δόξω,αόρ.έδοξα=σκέπτομαι, υποθέτω,νομίζω,μου φαίνεται πιθανό κάτι,παράγ:δόξα=φήμη,τιμή,γνώμη(δοξασία). (Από το δοκέω-ώ επίσης, λέμε στη τοπολαλιά μας "μου διόχνει, αόρ. μού ΄διοξε: μου φαίνεται, έχω την γνώμη, μού ΄ρχεται στο νου να πράξω όπως ακριβώς το αρχ. "δοκεί μοι" και "έδοξέ μοι" που έχουν το ίδιο νόημα.

δούδω/δούνω: δίδω (μετατρ. του ι σε ου όπως στο κινώ-κουνώ): "δούδω του το ντενεκέ"=του απορρίπτω πρόταση γάμου, "δούδω κούτελο"=κουτελώνω,δηλ. συναντιέμαι με κάποιον, "δούδω των αμαθιώ μου"=φεύγω απογοητευμένος, "δούδει ο ήλιος"=προβάλλει,ανατέλλει ο ήλιος.

δράβυλα,τα(σφακ.): φρούτα (αρχ. ελλ. βράβυλα=κορόμηλα.Ίσως από το ύδωρ+φιλα (φιλικά) δηλ.υδρόφιλα, οπότε ίσως με ι αντί υ το σωστό. Συνών:δρόλικο(υδρόλικο) βλ.παρακάτω.

δρακόνα: πέτρα μεγάλη και μαγλινή(λεία) εκ του αρχ. υδρακόνη, (ύδωρ=ακονίζω:ακονισμένη,λειασμένη από την πολύχρονη  ροή υδάτων.)

δρίμες: οι πρώτες 12 ημέρες του Αυγούστου, από την παρατήρηση του καιρού των οποίων προκύπτουν τα μερομήνια, η πρόβλεψη του καιρού κάθε μήνα του επόμενου έτους.(Εκ του δριμύς.)

δρόλικο(το): υδαρής καρπός,δροσερό φρούτο (από το υδρόλικο>υδρολός>αρχ.επίθ. υδρηλός=υδατώδης 
Συνών:δροσερικό, δροσιστικό, δράβυλο.

δρομαχώ:(ι)δρομαχώ, ιδροκοπώ (ίδρως+μάχομαι.)

δρομολάτης: οδοιπόρος από δρόμο+ελαύνω=δρόμο προχωρώ, πηγαίνω.

δροσιά! ή διάλε την δροσιά! διάλε το δρόσος!: καθόλου, τίποτα απολύτως, "διάλε τη δροσιά μας έδωκε!" 
 Συνών: διάλε το δώρος! / δούρειος έλεος! χαράμις το πράμα!χαράμις τό ΄να!

δροσοποτά (απρόσωπο):έχει δροσιά το χώμα, έχει υγρασία η γης. "Εβαλα κάμποσες ντομαθιές έπαέ που δροσοποτά". Από το δρόσος/δροσιά+ποτίζει.

δρούβαλος/δρουβάλι ή ντρούβαλος/ντρουβάλι: ο πολύ βλάκας. Μάλλον από την λέξη υδροβούβαλος.

δρούμπικας: δρώπικας, ύδρωπας, μεταφορικά ζοφός (τζούφιος, μαραμένος, με έλλειψη νερού εντός του καρπός. Από το ουσ. υδρωπικία. 

δρουμπικιάρης= καχεκτικός,στεγνός, υδροπικιάρης.

δρυγιάς/ντρυγιάς: τόπος με δρυς (βαλανιδιές).Όπως λέμε πλατανιάς, πρινιάς, σκινιάς κλπ.

δώμα: Πανάρχαιη ελλην.λέξη, ταράτσα χωμάτινη, η οποία κάτω από λεπίδι, αδιαπέραστο από νερά και συμπιεσμένο με ειδικό πέτρινο κύλιντρο χώμα είχε πλάκες, από κάτω τους συμπιεσμένες αστοιβίδες ή άλλους λεπτόκλαδους θάμνους, κλαδιά και δοκάρια που το υποβάσταζαν στους πέτρινους τοίχους.




δώρος,το(άκλιτο): τίποτε, κάτι τι,όφελος: "Δε μού ΄δωκε δώρος!" "Διάλε το δώρος" ή και παραλλαγμένα:"Δούρειος έλεος!" (Από το αρχ. δώρον, όπως λέμε "το κρύος"  αντί "το κρύον".

                                                                    Ε

-έα 
(μερικές φορές και -ίλα,πχ ψαρίλα): κατάληξη ενδεικτική οσμής, πχ: τσουκνέα,σκανέα,θρασουλέα

εβάρηκα/εβαρήστηκα: τραυματίστηκα,πληγώθηκα.Από το ρ. βαρώ, παθ μτχ βαρεμένος=τραυματίας. 

εβγαρσιά): έξοδος. Από το ρ. βγαίνω/βγάλσιμο/βγάρσιμο, όπως από το μπαίνω-εμπασιά

εβγιά/βγια(σφακ.εβιδιά): βια,καλοκαιρία,σταμάτημα κακοκαιρίας. Ξανθινάκης:Από το αρχ.ευδία=ησυχία/ευδιά/ευγιά/εβγιά. Πολύ πιθανό, αφού λέγεται και εβιδιά (στα Σφακιά). 
Ίσως όμως(Κ.Ντ.) ετυμολ. και από το ευ+βίος/ευβία/ευβιά-ευγιά/εβγιά,  επειδή στην αρχ.ελλην. (Λεξ.L/S)  "βίος, ...κατάστασις ζωής..."  
Ίσως δηλωτικό λοιπόν, καλής κατάστασης ζωής, λόγω καιρικών συνθηκών

έβγορο/όβγορο: Το μέρος από το οποίο "ευ ορώ"=καλά,εύκολα βλέπω. Μου βγορίζει=έχω καλή θέα

έγγαλα: τα αιγοπρόβατα που έχουν,παράγουν γάλα (από το εν+γάλα)

εγγαλάρης τρά(γ)ος ή κρι(γι)ός:βλ λέξη ΄γγαλάρης

εγόη μου / ηγόη μου: αλίμονό μου. Από τα αρχ.  γόος=θρηνητική κραυγή,θρήνος, πρόθ. ε+γοή/εγόη (γοώ=θρηνώ γοερά,δυνατά.Απ΄αυτό το κρητικό γούζιομαι: γκρινιάζω,κλαίω  ηχηρά)Νεοελλ.γογγύζω

εγούγια μου/ηγούγια μου/εγόγια μου: αλίμονο. Από το εγόη μου και το γούζιομαι/γοάω-ώ/γογγύζω

εγράθηκα: (υ)γρά(ν)θηκα, εβράχηκα.

εδά: τώρα,πλέον,τώρα δα. Από το αρχ.ελλ. επίρρ. ήδη.

έδε/εδέ/ιδέ: δες, από το αρχ.ελλ. ίδε, ιδέ με μετατρ. του ι σε ε

εδεπά/έδεπα(επίρρ): εδώ, εδώ κάπου, από το εδώ+επά,επαέ (βλ. λέξη)

εδέτσι: έτσι ακριβώς "εδέτσι κάνου΄ οι γι άντρες". Από το ιδέ +έτσι

εδικός, ο(κτητ. αντων.): δικός, συγγενής. Ριζίτ: "Μάνα κι αν έρθου΄οι φίλοι μας κι αν έρθου΄οι γι εδικοί μας..." δικολογιά=συγγενολόι

εζημιά: ζημιά

είκασι πως(σφακ): σάμπως, σαν να (από το εικάζω/εικασία=υποθέτω, υπόθεση). "Επήραν πάνω τα ωζά, είκασι πως τα απολάλιε κιανείς"

είμητας(σύνδεσμος,Ρέθ): από το αρχ. ελλ. ει μη=εκτός εάν

είντα (κατ΄άλλους γράφεται  ήντα ή ίντα): ερωτημ.= τι. Κατά μερικούς από το "τι είναι τα">τείντα>είντα. Κατ΄ άλλους ήντα, από το  εν+τα ή εν+τι.

εισέ: εις "ο φίλος φαίνεται κι εισέ καλό κι εισέ κακό"

εκειά/έκειγιέ/εκειέ/έκειδά/έκειδέ: εκεί, εκειδά ακριβώς

εκείνοσές, ή έκειοσές, εκείνηνά, εκείνονά ή έκειονά: εκείνος-η-ο,  
εκεινού: εκείνου

ελέ, η: ελιά, ελαιόδεντρο (όπως λέμε η σφυριά-η σφυρέ, πατιά-πατέ, γροθιά-γροθέ, αμπωθιά-έ, μπαλωτιά-έ )

έλιγο-έλιγο: λίγο λίγο έλιγος/η:λίγοςλίγη

ελιδιάς, ο: ελαιώνας (όπως λέμε πρινιάς, πευκιάς,δρυγιάς,ασπαλαθιάς κλπ)

ελλενικό ή λενικό χωράφι: γόνιμο χωράφι. Από το "ελληνικό χωράφι",  η αρχ. ρίζα  σελ>ελ   σημαίνει κάτι φωτεινό, φωτιζόμενο, προσήλιο ως χωράφι, άρα καταλληλότερο για καλλιέργεια
(Ελλάς: Από το ελ+λας=φωτεινή, ηλιόλουστη γη. Λας=λίθος, εξ ού λάνδη=γη, στεριά, > land= γη ξηρά, χώρα οπότε έχουμε:England,Finland, Iceland, Greenland, Deutschland,Swisserland  κλπ...)

ελόγου (μου,σου του,τση): εγώ,εσύ,αυτός-αυτό,αυτή. Από την φράση "του λόγου μου"

εμιριά ή εμοιριά : φορολογιά.Κατά Ξανθινάκη εμιριά από το τουρκ.(αραβ.προέλ.) emiri= του ηγεμόνα. 
Άποψή μου, εμοιριά, από το ουσ. μοίρα/μερίδιο, από τα μοιράζω. Το μερίδιο φόρου που αναλογεί σε καθένα. 

έμπανά/δέμπανά: Από το "δεν πά(ει) να", δηλ. και τι μ΄αυτό, δε με νοιάζει, μήν πά(ει) να/ μήμπανα

εμπασιά: είσοδος, από το εν+βαίνω>εμβαίνω>μπαίνω. Όπως κατεβαίνω>κατεβασιά

 (ως κατάληξη σε αριθμητικά): αντί της κατάλ. -ιά,ενδεικτικό ποσότητας: δεκαριά/δεκαρέ, τριανταριά/τριανταρέ, ογδονταρέ, εκατοσταρέ, πεντακοσαρέ κλπ

έντο ή έντοέ: νάτο, έντηνέ: νάτη έντονέ: νάτον, έντα, ένταέ:νάτα,  έτζοι(εντσοι):νά τους, να τσι. Από το "δες αυτό"(ετυμολ.βλ λέξη έτζοιε)

εντουρά, εντορά, ντουρά: ίχνος, φανέρωμα,παρουσίαση. Από το εν+αρχ.ελλ. τορός =ίχνος.

εξιά, η: ελευθερία,ανεξαρτησία "Έεις την εξιά σου να κάνεις ό,τι θέλεις!"(από εξουσία> εξουσιά>εξιά)

εξώρας(επίρρ): εκτός ώρας, σε ώρα περασμένη,καθυστερημένα. Από εξ ή έξω+ώρας

επά/επαέ/έπαδά: εδώ,εδώ ακριβώς. Από το αρχ. δωρικό πα (με περισπωμένη)=κάπου,επί του τόπου τούτου:  επαδά, από επά+δεικτικό μόριο δα ή επά+εδά(τώρα) 

επίλοιπο: υπόλοιπο, αποδέλοιπο. Αρχ. επίθ. επίλοιπος =υπόλοιπος

εργώ ή ηργώ: κρυώνω. Ριζίτ: "Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν κι εγώ ΄μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν ε-ήργουν! Όφου ο νιος και για δεν ήργασα..." Από το ρ. ριγώ (με πιάνει ρίγος,κρυώνω) με πρόθ. ε όπως λέμε ζημιά/εζημιά, τότες/ετότες: εριγώ>εργώ>ηργώ. Κατ΄άλλην εκδοχή με αναγραμματισμό του ρι: ριγώ>ιργώ>εργώ

εργασιάρης,ηργασιάρης,εργατσάρης: κρυουλιάρης.

έρεγος(ο): ο πολύ ποθητός "ώ τον έρεγο πώς χορεύει!". Από το ρ. ορέγομαι/ρέγομαι=επιθυμώ,μου αρέσει (παράγ: όρεξις, ορεκτικό, ρέκτης)

έρεικας(ο): το ρείκι. Λέγεται και παράσυρας, γιατί με αυτό τον θάμνο  "παρασέρνανε" δηλ. σκουπίζανε τα σπίτια παλιά.

ερωθιά(η): ερωτιά, έρωτας, κάτι ερωτικό, ερωτισμός. 
Ριζίτ: "Απού την άκρη των ακριών ώστε να πα΄ στην άλλη, στέκουσιν τάβλες αργυρές, στρωμιά μαλαματένια, ποτήρια με τσι ερωθιές..."

έρωντας: 1.έρωτας 2.το δίκταμο (σταματόχορτο)

έρχου: αρχαίο β πρόσ. προστακτ. του έρχομαι: να έρθεις, έλα,προχώρα

ετά/έτουδά/έταέ(επίρρ.τοπ.): αυτού,εκεί. Από το  αυτού/αυτουδά/ευτουδά/ετουά/ετά ή έτουδά/έταέ

έτζοιε/έτζε/έτζοιγιε: Αντων να αυτοί, νά τους "έτζοιε απού΄ρχονται". Ετυμολ. από τη φράση (Ξανθιν.) "δες αυτοί">έ τοι>έτσοι>έτζοι+επίθημα ε=έτζοιε, όπως επά/επαέ, έντο/έντοέ

ετότες, ετότεδα, ετότεσάς: τότε (ετυμ.βλ. έτουδά)

έτουδά(επίρρ): αυτού, σε αυτό το μέρος, αρχ.επίρρ.αυτού-δα>ευτουδά>ετουδά

έτσά, έτσέ, έτσιδέ, έτσιδά: έτσι

ετσά μου διόχνει: Έτσι μου έρχεται η ιδέα, διόχνει από το αρχ. δοκεί μοι=μου φαίνεται, σκέφτομαι να.

ευτός,ή,ό / ευτηνού: αυτός,ή,ό / αυτουνού

εφταμόναχος,εφτανήστικος: ολομόναχος, ολονήστικος

έχη ή έχει (τα): Λέμε "τα έχει ντου" δηλ. το βιος του, η περιουσία του. Από το αρχ.απαρέμφ. έχειν

έχνος(το)το ζώο, πχ λέμε "άμε να ταϊσεις τα έχνη". Από την αρχ ελλ. έννοια της λέξης έθνος"των δ΄ως ορνίθων πετεινών έθνεα πολλά" (Όμηρος, Ιλιάδα Β.459).Με μετατρ. του θ σε χ όπως θλιβερός -χλιβερός, πάθνη-πάχνη







                                                 Ζ
ζαγλός/ ζωγλός/ζουγλός-ζαγλώνω: κουλός/ κάνω ζαγλό κάποιον. Κατά Ξανθουδίδη, από το ρ. ζουλώ-ζουγλός-ζαγλός. 
Κατ΄άλλους από το ζαγκλός>ζάγκλον=δρεπάνι.

ζάλο (το) ζαλιά(η) ζαλέ(η):  δρασκελιά,βήμα,βηματισμός. Από το αρχ.ελλ. σάλος = θόρυβος (προκαλείται κατά το βάδισμα). Από τον σάλο: "σάλευ(γ)ε!" =προχώρα.
 Κι εκτός Κρήτης: "Σαλαγώ τα πρόβατα", "σαλάγα τα" "Αυτοί ξεσάλωσαν" κλπ.

ζαμάνι: χρονική περίοδος, εποχή "κακά ζαμάνια φτάξαμε!"= "κακές εποχές εφτάξαμε!" 
Κ.Ντ: Πιθανά από το αρχ. σημειόω-ώ=σημαίνω,σημειώνω Σημείον, δωρικά σαμάον= σήμα,σημάδι παντός είδους,χρονικό σημείο εν προκειμένω 
(σαμά προβάτων = αναγνωριστικό σημάδι προβάτων-τουρκ.zaman)  όπως από το τέμνω>τομή (χρονική τομή,διαίρεση χρόνου) το λατιν. tempo, αγγλ. time κλπ. 
Κατά την Τζιροπ.Ευστ από το διαμένω=εξακολουθώ να υπάρχω, είμαι διαρκής.

ζάρα(η): είδος κουκουβάγιας, το "κακό πουλί" που θεωρείται κακό σημάδι αν λαλήσει ή αν φανεί. "Η ζάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα!" ετυμολ. από το ζαρώνω (μαζεύομαι, σουφρώνω από φόβο στην περίπτωση αυτή).

ζαράρι(το): η ζημιά (τουρκ zarar = απώλεια) Ίσως αντιδάνειο, από το αρχ. ελλην. σάρον (εκ του ρ. σαίρω) = σάρωμα, ακαθαρσία, σκουπίδι και σάρων= αισχρός άνθρωπος.

ζάρπα: ηχηρό ξεφύσημα, σαν βραχνό σάλπισμα με κατάλληλη τοποθέτηση της χούφτας προ του στόματος, για αποδοκιμασία. Από τα αρχ ελλ. σάλπιγξ, σαλπίζω με την συνήθη μετατροπή του σ σε ζ  και του λ σε ρ. 

ζάφτι: υποταγή,καλμάρισμα ("δεν τονε κάνω ζάφτι!"=δεν τονε παλεύω, δεν τονε κάνω καλά).  
Κατά την Τζιροπ./Ευσταθίου από το αρχ ελλ  διάκαμψις, ρ. διακάμπτω=στρέφω, καταβάλλω. (διάκαμψη=λαβή, τεχνική συστροφή κάμψης αντιπάλου στην πάλη)
ή εκ του άπτω, κάπτω. 
Τουρκ. zapti εξ ου και ζαφτιγιέδες ή ζαπτιέδες οι χωροφύλακες επί τουρκοκρατίας.

ζγουραφιά/ζγουράφος/ζγουραφιστός: ζωγραφιά,ζωγράφος,ζωγραφιστός (ζωγραφίζω > ζουγραφίζω >ζγουραφίζω).

ζεβελιάρης/ζεβελιασμένος: παραλυμένος,κακοστεκούμενος, παραπαίων. Μάλλον από το ζαβός.

ζειμιό (επίρρημα)με μιαςαμέσως. Άλλοι το γράφουν ζιμιό αν και το ετυμολογούν, όπως συμφωνεί και ο γράφων, από το εις μίαν=με μιας>εις μίον >ειζμιό >ζειμιό.

ζειμοπουλίτικο(επίθ): αυτό που κατασκευάσθηκε ζειμιό (εις μιά,με μιας,αμέσως, πρόχειρα, χωρίς προσεχτική τεχνική) για να πουληθεί: (ζειμιό+ πουλώ/πουλίτικο).

ζερβοκόκαρο: είδος σαμάς (σημαδιού) αιγοπροβάτων. Γίνεται στο ζερβό(αριστερό) αυτί. Αν γίνει στο εμπρός μέρος ζερβομπροσκόκαρο, αν γίνει πίσω, πισωμπροσκόκαρο (ζερβό+κοκάρι, κοκαράδα=χαρακιά).

ζερβοκουτάλα:(λέγεται περιπαιχτικά) ο ζερβοκούταλος, δηλ. ο αριστερόχειρας.

ζεστερός: κάπως ζεστός,ζεστούτσικος (αντίθ. κρυγιαδερός).

ζευγαρέ: το όργωμα μιας μέρας, από το ζευγαρίζω = οργώνω (με ζεύγος βοδιών παλιά).

ζεύκι: ξεφάντωμα, διασκέδαση (τουρκ.zefk). Κ.Ντ: Μάλλον από το αρχ.ελλ. ζάω = "είμαι εν τη πλήρει ακμή της ζωής, είμαι ακμαίος"(Λεξ.L&S).

ζεύλα: Ξύλο πολύ κυρτό τοξοειδούς σχήματος που εγκλωβίζει τον τράχηλο μεγάλου ζώου που σέρνει (ή σέρνουν, αν όπως συνήθως, είναι ζευγάρι,οπότε είναι δυο οι ζεύλες) το άροτρο (αλέτρι).Ετυμολ. από την αρχαία ζεύγλη εκ του ζεύγνυμι=ζεύω,βάζω στον ζυγό για όργωμα.

ζευλιά(τα): οι δυο παράλληλες περόνες που διαπερνούν κάθετα τον ζυγό, ανάμεσα στις οποίες δένεται από τον λαιμό το βόδι με το "ζευλοσπάουλο".

ζευλώνω: κυρτώνω κάτι (ετυμολ. από την κυρτή ζεύλα).

ζεύνω/έζεψα: βάζω/έβαλα τα βόδια στον ζυγό. Από το αρχ.ζευγνύω.

ζεύτης: χοντρό και δυνατό σκοινί για δέσιμο ζώων μεταξύ τους ή στον ζυγό.

ζευτικό (βόδι)/ζευτικιά(αγελάδα):βόδι ή  αγελάδα για ζέψη στο ζυγό, για ζευγάρισμα, για όργωμα.

ζιγαρδέλι(το): μικρό πουλί, η άγρια καρδερίνα Κ.Ντ: ίσως από το σγουρό/ζγουρό,υποκοριστικό σε -έλι, γιατί έχει ποικιλόχρωμο, σαν σγουρό πτέρωμα.

ζιμοπουλίτικο:βλ. σωστή γραφή, ζειμοπουλίτικο, προηγουμένως.

ζιω: ζω, με ανάπτυξη ευφωνικού ι προ του ω (έζιουνα,, έζιες, έζιε, εζιούσαμε κλπ).

ζόρες(ο): το ζόρισμα, ο εξαναγκασμός
ζουλώ/ζουλίζω:δένω,εξουδετερώνω,απομονώνω κάποιον."Εζουλίσανέ τονε και του κλέψασιν τα ωζά"
ζούμπερο ή τζούμπερο (κυπριακά ζούπερο):οικόσιτο ζώο. Μάλλον από τη λέξη ζώο(ωζό, του ωζού, όπως λένε αλλού "τοζούδι")+αρχ.ελλ.-περ(βλ.διάφορες χρήσεις και ερμηνείες του στο Λεξ. L&Scott) ή πέρα (δηλ μάλλον το ζούμπερο= το ζώο πέρα
ζουρίδα: είδος αλεπούς, η νυφίτσα. Από το αρχ.ελλ. ο σους= η κίνηση, η ταχεία ορμή,εκ του ρήμ.σεύω=διώκω,ελαύνω,κυνηγώ,θηρεύω,παρορμώ εναντίον τινός.
ζοφός/ζουφός/τζούφιος: 1.για καρπούς, αυτός που δεν ωριμάζει κανονικά,στεγνός από χυμό,ελαττωματικός,πχ καρύδι,αμύγδαλο κλπ χωρίς φαγώσιμο περιεχόμενο 2.για ανθρώπους, καχεκτικός.Από το αρχ.ελλ.σομφός, μεσαιων. ελλ.ζοφός
ζυγώνω(ζιγώνω κατά Γ.Χατζηδάκη) και αποζυγώνω: διώχνω,καταδιώκω,πλησιάζω. Ετυμολ. κατά τον Γ. Χατζηδάκη από μεσαιων. ζυγώνω=πλησιάζω, μεταγενέστ. ζυγόω ζυγώ-ζυγός. Κατά τον Στυλ. Καψωμένο εκ του αρχ. διώκω/διώχνω/ζιώχνω/ζιγώχνω/ζιγώνω(αόρ. εζίγωξα, κατά το εδίωξα)
ζυλοκούμπι/ζουλοκούμπα: τυρί αιγοπροβάτων σκληρό, με ελάχιστα λιπαρά (ξεβουτυρισμένο) πλασμένο σε σφαιρικό σχήμα (βώλο)  διατηρούμενο εντός δοχείου με λάδι. Από το ζουλοκούμπι εκ του ζουλώ (στίβω) + κουμπί (αρχ. κόμβος,βώλος)

ζυμπραγός/ή/ό: δίδυμος/η/ο Από το επίθ. συμπραγής εκ του αρχ. συμπράττω με τροπή του σ σε ζ.

ζυμωτό(το): τοζύμωμα (από το αρχ.ζυμόω/ώ)

ζωνός/ή/ό: ζώο με ζώνες διαφορετικού χρώματος  τριχώματος. "Πιάσε τη ζωνή αίγα!"

ζωσέ ζωσιά: η μέση, η οσφύς. Από το θέμα ζωσ- του αορ. έζωσα του ζώνω.


                                                  Η

ήβρηκα/ηύρηκα
: βρήκα (αρχ. εύρηκα).

ημεριδώ (των): ημερών. Λέμε πχ: "τούτονέ το ψωμί είναι τριών ημεριδώ".




                                                 Θ

θαλαμώνω
: Βάζω κάτι στη θαλάμη. Με μεταφορ. έννοια = γεμίζω την κοιλιά μου φαγητό, υπερχορταίνω.

θάλλια (τα): Έτσι λένε (κυρίως στα Σφακιά) τα αφράτα αμύγδαλα (από το αρχ. θαλλός, αργότερα θαλλίον=τρυφερό βλαστάρι εκ του ρ. θάλλω).

θαμάζομαι: θαυμάζω (μεσαιωνικό θαμάζω, αρχ.θαυμάζω).

θάμαξη(η): θαυμασμός (από τον αόρ.θάμαξα του μσν. ρ. θαμάζω).

θαμή: θάψιμο,ενταφιασμός, κηδεία. Από το θάβω με επίθημα -μη όπως τιμή,δραχμή,στιγμή.

θέλει ή θέλω -με υποτακτική:δηλώνει με έμφαση ψυχική διάθεση, θέληση να κάνει κάποιος κάτι: "Να πάω θέλει στη χώρα".

θελύ, το: θηλιά.

θεμωνέ/θημονέ/θεμονιά (η): θημονιά (αρχ. θημών =σωρόςαπό το ρ. τίθημι).

θεοκούζουλος/θεόγδυμνος/θεόργιστος κλπ: Το θεο- δείχνει με έμφαση, επιτατικά, αυτό που λέει η υπόλοιπη λέξη, δηλ εντελώς κουζουλός, εντελώς γυμνός  κλπ

θεοτικός: από τον θεό, μαντινάδα: 
"Απ΄ αγαπά και αρνηθεί και άλλη αγάπη πιάσει,
 θεοτική φωθιά από ψηλά, να πέσει να το  γ-κάψει!"

θεράπιο (ή θαράπιο): χαρά, ικανοποίηση: "Ησύχασες εδά, σαν έγινε το θεράπιο σου!" Από το ρ. θεραπεύω

θέτω: θέτω κάτι κάπου αλλά και ξαπλώνω, "αμέτε να να θέσετε".

θιαμπόλι,φιαμπόλι,χαμπιόλι: είδος καλαμένιας φλογέρας (από το βεν. fiabuolo).

θιαρμίζω(ρεθ): βασκαίνω, ματιάζω(λαβώνω στα Χανιά). "Εθιαρμίσανέ σε γιαυτό έεις τα χάλια σου κακορίκε!" Από το μεσαιων οφθαλμίζω>οφθαρμίζω>φθ(ι)αρμίζω>θιαρμίζω=ρίχνω φθονερό βλέμμα.

θιαρμός/θαρμός(ρεθ): μάτιασμα, από το θιαρμίζω

θράσιο(το): θρασίμι,ψοφίμι Από το αρχ. σαθρό=σάπιο με ανέβ. τόνου, ανάπτ. ευφων. ι και αντιμετάθεση συμφώνων.

θρασουλέα/θρασουλέ/θρασουλίλα(η): οσμή θρασιμιού, σάπιου, η κατάληξη όπως λέμε καπνουλέα, σκανέα, τσουκνίλα, ποδαρίλα κλπ. Ετυμ από το σαθρό>σαθρουλέα>θρασουλέα με αντιμετάθεση του θρ στη θέση του αρχικού σ.

θρινάκι: πιρούνα ξύλινη με τρία ως πέντε δόντια, για χρήση στο αλώνισμα και το λίχνισμα. Αρχ. θρίναξ-ακος, με την ίδια σημασία και χρήση.

θρούβαλο/θρούμμαλο: θρύμμα/ψίχαλο, κομματάκι, από το ρ.  
θρούβω=θρουβαλιάζω, αρχ. θρύπτω.

θροφανός:καλοθρεμμένος,παχύς,γεμάτος  μεσαιων. θροφή από το αρχ. τροφή, συνών. τροφαντός.

θυμίζει η αίγα, η προβατίνα: βρίσκεται σε περίοδο έντονης γενετήσιας ορμής, "γυρεύει", αναζητά αρσενικό. Κ.Ντ: μάλλον από το αρχ. ελλ. θυμός=ψυχή,πνεύμα,στοιχείον...ιδίως ισχυρών αισθημάτων και παθών,παραγόμενον εκ του θύω(L&S).
Συνώνυμα: γυρεύει, ζητά (επί ζώων, αλλά μεταφορικά, σκωπτικά και επί ανθρώπων).

θώρη(τα)/θώρεμα(το)= η θωριά. Από το θωρώ. 

θωρώ: βλέπω, παρατηρώ. Από το αρχ. θεωρέω/θεωρώ=βλέπω πρός τι, παρατηρώ,θεώμαι (L&S).



                                                   Ι

-ιάρης: κατάλ.επιθέτων που δηλώνει πάθηση ή ελάττωμα (κοκαλιάρης, βερεμιάρης, εργασιάρης κλπ)/

-ίδι: κατάλ. ουδετ. ουσιαστ. απλών ή αυτών που δηλώνουν πλήθος, μεγάλη ποσότητα (μπουνίδι, βρισίδι, μπιστολίδι κλπ).

ίδια εδά ή ίδια΄δά: ίδια τώρα, μόλις τώρα.

ιδυονών/ιδιωνώ΄, των: των δυο, "και των ιδυονώ΄ το ξεκαθάρισα", όπως λέμε "πολλωνώ"= πολλών. 
Από ι  ευφωνικό+δυο+ευφωνικό ν + κατάληξη πληθυντικού -ώ(ν) με ή χωρίς  αποκοπή του ν, όπως λέμε "των ανθρώπω΄, τω΄ γυναικώ΄".

-ιμιός: κατάλ.επιθέτων που δείχνει με κάποια έμφαση τόπο, τρόπο, ιδιότητα κλπ: "ακριμιός, βαφτισιμιός, ριζιμιός".

ινάτι/γινάτι, το: ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα. Τζιροπ. Ευσταθίου: Από το αρχ ελλ FΙΝΑΙΑ= ισχύς. (Το δίγαμμα F προφερόταν μεταξύ  γ και β, το αι σαν αη περίπου).  Οι Τούρκοι το είπαν inat.

ίου! ή ίου σου! (επιφώνημα*): κοροϊδευτικά, περιπαιχτικά ή με παιγνιώδη διάθεση συνήθως προς μικρά παιδιά, σημαίνει "ντροπή σου!"  Από το αρχαίο σχετλιαστικό επιφώνημα ιού, ίσως και από το αρχαίο ιάχω (Λεξ L&S)=κραυγάζω, βοώ, επί πτοηθέντος παιδίου "ξεφωνίζω"...ήτο εξ αρχής FιFάχω..."
΄
Αρα, και το πανελλαδικό σημερινό επιτιμητικό επιφώνημα και ρήμα γιούχα/γιουχαϊζω είναι εξ αυτού, το δε αρχικό γ από το αρχαίο δίγαμμα 
F που προφερόταν μεταξύ γ και β
Fαχίζω>(γ)ι(γ)αχίζω>γιαχίζω>γιχαϊζω>γιουχαϊζω.
*
Τα επιφωνήματα είναι συνήθως ηχομίμητες λέξεις, που αναπαράγουν φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος (ζώων και άλλους) ή εκφράζουν συναισθήματα (χαρά, λύπη, ενθουσιασμό, οργή, φόβο, θαυμασμό, έκπληξη, αγανάκτηση κ.λπ.) με αυθόρμητο τρόπο παραπέμποντας σε κραυγές μιας "προγλωσσικής" κατάστασηςΚαθαρά φωνηεντικά μονοσύλλαβα είναι τα ἔ, ἤ, ὦ, ἆ, ἰαί, αἴ, οἴ, που αποτελούν κυρίως εκφράσεις θρήνου ή πόνου· το εἶα με τη σημασία του παρακελευσματικού (“εμπρός, έλα!”)· το εὖα είναι βακχικός αλαλαγμός· το βᾶ χρησιμοποιείται για σκωπτικό γέλωτα· το βαβαὶ δηλώνει θαυμασμό, το παπαῖ έκπληξη, το οὐᾶ απορία, τα φεῦ/ οἴμοι/ ἰὼ/ ἰοὺ είναι σχετλιαστικά, το ὦ κλητικό, το ἐλελεῦ πολεμικό κάλεσμα κ.λπ.




         
                                              K                    

καβούσι
(το): μικρή πηγή,λάκκος με νερό από μικρή πηγή. Από το αρχ ελλ κόος/κώος (αρχαιότερα, με δίγαμμα ΚΟFΟΣ (προφερόταν περίπου "κόβος") = κοίλωμα, κώοι=τα χάσματα της γης(βλ.Τζιροπ./Ευστ.).Το ιταλ.cavo=κοίλος, σαφώς προέρχ.από το κοFος

καβρός: κάβουρας, από το μσν ελλ. κάβουρος

καδελέτο/καντελέτο, το: νεκρικό φορείο αντί φερέτρου, για μεταφορά των νεκρών στην κηδεία, συνών."κρέβατος". 
Από το αρχ.  κήδος, το κάδος δωρικά=φροντίδα, εξ ού και η λέξη κηδεία (φροντίδα νεκρική) κηδεμόνας (αυτός που φροντίζει ένα παιδί).  Η κατάλ. -έτο είναι επιρροής βενετοκρατίας, όπως πχ από το αρχ. ελλ. ο λέβηςτου λέβητ-ος >λεβέτι. 
Το ιταλ. cataletto από το αρχαιότερό του, κήδος/κάδος.  

κάδιο (το): ζάχαρη,γλύκισμα. Από το μεσαιων. κάντιον εκ του ιταλ. candito=ζαχαρωμένος (Ξανθιν)

καηματέ(η): το κάψιμο, έγκαυμα. Από το κάημα, του καήματος.

καημάτου, "του καημάτου": η ώρα που καίει ο ήλιος, περίπου από τις 11πμ ως τις 5μμ το καλοκαίρι. Άκλιτο, χρησ/ται ως χρον. επίρρημα. Από το ουσιαστ το κάημα.

καημέχαρος: καημένος,κακόμοιρος,φουκαράς. Από καημένος+χαρά. Συνών: κακορίμαλος, κακομάζαλος, ζάβαλος/ζάβαλης, παντέξευρος, παντέρμος.

Κάης ή κάης(ο): κατάμαυρος: "Αμουζουδώθηκα κι έγινα σαν το κάη!" (κατά Ξανθινάκη Κάη,  εκ του αδελφοκτόνου  Κάιν που λέει η λαϊκή παράδοση πως όταν πέθανε δεν έλειωσε αλλά έγινε κατάμαυρος). Ίσως όμως ετυμολογείται από το καημένος-κάης.

κάθα: κάθε

καθέκλα: καρέκλα.Από την αρχ ελλ καθέδρα=κάθισμα, βενετσ.cadegla, λατιν cathedra...

καϊναντίζω ή καηναντίζω/: (μτφ) καίω-καίγομαι, βρίσκομαι σε υπερένταση. Από το ρ. .καίω-κάημα-καημός. 
Κατά Ξανθ. από το τουρκ. kaynamak=βράζω, αλλά αυτό είναι προφανές δάνειο απ΄την ομιλούμενη στην Μικρά Ασία 
ελληνική γλώσσα, επί χιλιάδες χρόνια πριν εισβάλουν εκεί οι Τούρκοι, μα και μετά...  

καιντώ ανάβω φωτιά (συνήθως σε χωράφι για ...καθαρισμό του) ή πυροβολώμε όπλο. Από το καίω. Πολύ παλιά τα όπλα με είδος αναπτήρα μέσω της σκανδάλης, λέγαμε ότι "καιντούσαν" εννοώντας προφανώς ότι έδιναν φωτιά στο φυσίγγιο). Ίδιας ρίζας: καημός, καημένος, καϊναντίζω, του καημάτου (το μεσημέρι) 
(κεντώ το γράφουν λαθεμένα, όσοι το ετυμολογούν από το ελληνογενές ιταλ. in-centiare=καίω)

καϊρέτι (το): κουράγιο, υπομονή. Από το αρχ ελλ (βλ. Λεξ.L&S) καιρός="επί χρόνου, ο κατάλληλος καιρός,κατάλληλος περίστασις ή ευκαιρία". (Το αι δεν προφερόταν όπως σήμερα, αλλά περίπου ως αη). 
Δεν πείθει ιστορικά-εννοιολογικά η από πολλούς ετυμολόγηση από το  τουρκ. gayret=ζήλος, ενεργητικότητα, νοηματικά διάφορο του κουράγιου- υπομονής.

κακαποδούδω(χαν)/κακαποδίδω(ρεθ): κακά αποδίδω. Έχω δηλ. κακή εξέλιξη. Ριζίτ: 
"Ήλεγα οι πρίκες δε γερνού΄ τα δάκρυα δε τυφλαίνουν, 
ήλεγα οι γι αναστεναγμοί πως δε κακαποδούδου΄..."

κακαποδωμένα: (τροπ. επίρρ) κακά, άσχημα. Από το κακαποδούδω

κάκαρης/κακαρές: "Ο γέρο κάκαρης"= ο εξασθενημένος γέρος. Από το ρ. κακαρώνω εκ του κακή+ρώσις=κακή δύναμη)

κακαφορούμαι: υποπτεύομαι άσχημα πράγματα. Κ.Ντ:Από το επίθ.  κακά+αρχ αφοράω=παρατηρώ, αποβλέπω.

κακαφόρεση: υπόνοια, προαίσθηση κακού. Από το κακαφορούμαι.

κακοβάνω/κακοβάλλω: βάνω κακό στο μυαλό μου, υποθέτω ότι συμβαίνει κάτι κακό. Από κακό+βάνω/βάλλω

κακόβολος/η/ο: (για εδάφη) πολύ ανώμαλο, δύσβατο. Από κακός+βολή

κακοθανατίζω: έχω κακό θάνατο, κακοθάνατος="που να έχει κακό θάνατο" (λέγ. ως κατάρα)

κακοκεφαλίζω/κακολαλώ: παραστρατίζω,εκτρέπομαι ηθικά.(Κακό+κεφαλή ή λαλώ)

κακομάζαλος: κακόμοιρος, άτυχος (λέγεται με συμπάθεια). Κ.Ντ: Από κακό+αρχ. μαζάω=ζυμώνω, μαζηρός=πινάκιο στο οποίο διενέμοντο οι μάζες, κρίθινοι άρτοι (L&S).

κακομοίτσης: κακομοίρης. Από μετατρ. χάριν ευφωνίας του ρ σε τσ

κακομούντρουλος: κακομούτσουνος (κακο+μουτρούλι, υποκοριστ. του μούτρο)

κακοπάω: κακοπηγαίνω, έχω κακή εξέλιξη. "Έλα κι ελόγου σου μα δε θα σου κακοπάει!"

κακοπορεμένος: αυτός που κακοπέρασε στην ζωή του, ταλαίπωρος (κακά+πορεμένος, από το πορεύομαι, βαδίζω ή τον  πόρο=πρόσοδο, εισόδημα).

κακορέξια/κοκορέξια (τα): "μην κάνεις κοκορέξια!" =Μη κακορεξίζεις, μην κάνεις κακή όρεξη,κακή διάθεση.
Από κακό/κακή+όρεξη παράγωγο: κακορεξισμένος. Αντίθ: καλόρεχτα

κακορίκος: κακορίζικος,κακόμοιρος Σκόπιμη ευφωνική παραφθορά του κακορίζικος(κακό+ριζικό, δηλ.κακή τύχη, από το ρίζωμα που είναι ευδοκίμηση,καλή τύχη ενός φυτού)

κακόσειρος ο καταγόμενος από "κακή σειρά"=κακό σόι, με γενικότερη έννοια ο αγενής, ο μίζερος. Αντίθ. καλόσειρος.

κακοσύβαστος: δύσκολα συμβιβαζόμενος Από κακά+συβαστός,εκ του συβάζομαι από το συμβιβάζομαι

κακοσυνεύ(γ)ω: χειροτερεύω "Εκακοσύνεψε η πληγή." Κακοσυνεύγει ο καιρός!" Από κακός=κατάλ -εύω. Αντίθ. καλοσυνεύω "Αντέστε να πηαίνουμε μα εκαλοσύνεψε ο καιρός".

κακοσύνη: κάκιωμα, κακή διάθεση κατά κάποιου

κακουδέρης/κακούδης/κακουδέρικος/κακουδές/κακουλές/κακουσές: κακοφτιαγμένος, με κακή εμφάνιση.

κακόφαγος: αυτός που του αρέσουν λίγα μόνο φαγητά ή αυτός που τρώει πολύ λίγο.Αντ: καλόφαγος

καλαθίνα: πλεγμένο από καλάμια ή βέργες μικρό καλαθοειδές φίμωτρο (βοοειδών συνήθως, για να μην τρώνε το σιτάρι, όταν αλωνεύανε κλπ) μεταφορ.-κοροϊδευτικά προς αδικαιολόγητα ντροπαλούς λέγανε: "ανέ ντρέπεσαι να πας, βάλε μια γ-καλαθίνα!"

καλαμοκάνι : μεγάλο μασούρι τυλίγματος μάλλινης κλωστής, από χοντρό καλάμι (καλάμι+(το) κανί (κνήμη).

καλανταρίζω: βαδίζω γέρνοντας από εδώ κι από εκεί,τρικλίζω. Από το καλαντάρι(όργανο υφαντικής,στο οποίο μετακινείται συνεχώς η γυναίκα που διάζεται(αρχ δια+άττεται=βάζει το στημόνι στον αργαλειό)

καλαποδούδω(χαν) καλαποδίδω(ρεθ): καλά+αποδίδω= πηγαίνω καλά,έχω καλή εξέλιξη

καλέμι: εμβόλιο δένδρου καλαμοειδές. Από το ελλ κάλαμος/καλάμιον/καλάμι.Μεταγενέστερα, τουρκ. kalem.

καληνωρίζω: χαιρετώ κάποιον. Από καλή+ώρα=εύχομαι δηλ "καλή ώρα". Παράγ: καληνόρισμα.

καληώρα: καλή ώρα,καλή στιγμή

καλημεντεύομαι /καλιμεντεύομαι: πηγαίνω (τάχα μου) καλά, υποτίθεται πως προκόβω. Παράγωγο το καλημέντο "είντα καλημέντια έκανε τόσα χρόνια απού επαιδεύγουντανε;"(Λέγεται ειρωνικά.) Κ.Ντ: Πιθανά από το καλό+μένος=πνεύμα,φρόνημα,μανία.>λατιν mens-mentis=νους. 
Κατά Ξανθ: "ίσως από το ιταλ επίθ calmante=καταπραϋντικός.

καλής λοής: καλού είδους λοή/λογή(εξ ού συλλογή)= το είδος. Αντίθ: κακής λοής.

καλιώ: καλώ,προσκαλώ.Το ι μπαίνει χάριν ευφωνίας

καλλιά(επίρρ): κάλλιο,καλύτερα. "καλλιά ΄χω δέκα κοπελιές, παρά σαράντα γράδες!"

καλλιάς, ο: ο καλύτερος, ο κάλλιος. "Ο καλλιάς του καλλιά, δε βρέθηκε!"

καλλικατσούνες: κακογραμμένα, άσχημα γράμματα Ξανθ: Από καλλι<καλός+κατσούνα.

καλλουργίζω: οργώνω. Από το καλλιεργώ/αρχ καλλιεργίζω. Συνών ζευγαρίζω. Παράγ. καλλούργισμα,καλλουργιά=άροση, όργωμα.

καλογιαννού ή καληγιαννού: νυφίτσα, ικτίδα (ζώο) Κ.Ντ:Ίσως από το καλή+γεννού,αυτή που γεννά, δηλ αυτή που γεννά καλά, πολλαπλασιάζεται εύκολα. Κατά Ξανθ. "από καλή+Γιαννού κατ΄ευφημισμό). 

καλοδικούσης: αυτός που φροντίζει, φέρεται καλά,υπολογίζει τους συγγενείς του.Από το καλός+δικούς(συγγενείς) ή από το καλό/καλά/ δι(οι)κούσης, αυτός που καλά διοικεί τις υποθέσεις του.

καλολοϊδια(τα): δώρα προς παιδιά,φιλέματα (γλυκά συνήθως). Από το υποκοριστ."καλολοϊδιον"  εκ του καλή+λοή/λογή=είδος

καλόσειρος: αυτός που είναι από "καλή σειρά", καλή γενιά, ο ευγενής, γενικότερα ο αξιόλογος άνθρωπος.
 Παράγωγα: καλοσειράδα, καλοσειρίζω.

καλόχαρος: αυτός που έχει "καλή χάρη", πράος, ήσυχος

καλοχερίδι:προσφερόμενο ξερό φρούτο ή καρπός πχ ξερά σύκα, αμύγδαλα, καρύδια κλπ (καλό+ χέρι)
"μού ΄δωκε τη καλή χέρα"=με φίλεψε. Συνών αποχερίδι.

καλύκι: υπόδημα,παπούτσι.  Κ.Ντ:Από το αρχ κάλυξ=κάλυμμα εκ του καλύπτω, από την ρίζα ΚΑΛΥF εξ ου επίσης καλύβη, κέλυφος. 
Ο Ξανθιν. το γράφει καλίκι ετυμολογώντας το από το λατιν. caliga= υπόδημα, το οποίο όμως προφανέστατα προέρχ από το αρχαιότερό του ελληνικό.

καλυκώνω (ή "καλικώνω" κατά τον Ξανθιν) : προμηθεύω καλύμματα (ποδών), δηλαδή υποδήματα σε κάποιον.

καματερεύω/καματεύω(ένα μεγάλο ζώο): κάνω ένα ζώο εκπαιδεύοντάς το, κατάλληλο για όργωμα ή άλλη εργασία. Από το αρχ.καματηρός<κάματος=κόπος. Στην καθομιλουμένη, ακαμάτης=φυγόπονος.

καματερή (για ημέρα): ημέρα εργασίας (αντίθ. σχόλη/σκόλη).

καματερό ωζό, το: ζώο για όργωμα (συνήθως βοοειδές).

καματερό χωράφι: καλλιεργημένο χωράφι

καμνυώ, κανυώ, κα(μ)νυουλίζω τα μάτια μου: μισοκλείνω τα μάτια μου από νύστα. Από το αρχ. καμμύω και καταμύω=κλείω τους οφθαλμούς

καμπανέλι: 1.η σταφυλή της στοματικής μας κοιλότητας 
2.το λειρί του πετεινού (κόκκορα) 
3. καθεμιά από τις δυο σαρκώδεις αποφύσεις κάτω από τον  λαιμό ορισμένων αιγοειδών (τα "λάλαδα")
4.μικρό ορειχάλκινο κουδουνάκι αιγοπροβάτων ("καμπανελάκι") καμπανέλα: μεγάλο κουδούνι αιγοπροβάτων. Ετυμολ.βλ παρακάτω.

καμπανίζω: ζυγίζω (βλ. παρακάτω)

καμπανός: 1.στατήρας,"καντάρι"(παλαιό είδος φορητής ζυγαριάς) 2.άλμα,"πήδος" 3. μικρό σταφύλι άγουρο, που κρέμεται στο κλήμα (όπως κρέμονται οι παλάντζες στην αρχαία ζυγαριά)
Το Λεξ.αρχ. ελλην.Liddell&Scott αναφέρει: "κάμπανος=στατήρ, καντάρι. Γράφεται και καμπανός" (ήταν ζυγός με  κρεμαστές παλάντζες). Καμπανίζω=ζυγίζω: 
"Τσ΄άντρες δε τζοι ζυγιάζουνε ανέ βαρού΄ εις  τσ΄οκάδες. 
Μονό τσοι καμπανίζουνε σ΄τσι πράξες και σ΄τσι χάρες"

καναβός: γύπας. Από το αρχ κοναβέω-ώ=(αντ)ηχώ, κοναβός/καναβός (κανάσσω=καταπίνω με θόρυβο).

κανάκι/κανάκιο: χάδι.Από το αρχ. καναχή (βλ. κανακίζω)

κανακίζω: χαϊδεύω (και τραγουδώ για κάποιον) νανουρίζω. Από το αρχ ελλ κανάσσω=ηχώ, θορυβέω,καναχέω/καναχή=θόρυβος, αντήχηση,ήχος μουσικών οργάνων  
("πλήκτρου καναχή ιμερόεσσα"=γλυκό χτύπημα κιθάρας, Όμ.Ύμνος Απόλλ) αντιδάνεια: καντάδα, καντάτα.

κανίσκι: κάνιστρο με δώρα ή και δώρο χωρίς κάνιστρο (πχ σφάγιο για γάμο κλπ).Από το αρχ κανίσκιον, υποκοριστ. του κάνεον/κάννα=κάνιστρον εκ καλάμου,πλεκτόν κανίσκιον(L&S)


καντήλα ή καντύλα: κούπα ξέχειλη με  κρασί (δηλ σαν γεμάτο με λάδι καντήλι) πιθανά από το αρχ κάνδυλος=κοίλωμα, άρα κύπη, κύπελο, κούπα.

καντίνα: Τουρκάλα, χανούμισσα (τουρκ. kadin=γυναίκα)

καπαντίζω: υπερτερώ, εξουσιάζω. Μάλλον από το αρχ κάπος=ψυχή, πνεύμα, καπαλή=κεφαλή.
Άννα Τζιροπ. Ευσταθίου "Έλλην Λόγος": Ησύχιος, "κάπυς το πνεύμα...και γαρ αυτή η κεφαλή, υπό Ρωμαίων κάπουτ κέκληται από του ..αυτήν πεπνείσθαι ") 
Κατά Ξανθιν.  από το τουρκ. kapamak=κλείνω. Όμως αν ισχύει, είναι αντιδάνειο, αφού αυτή η τουρκ. λέξη προέρχ. από την παραπάνω.

καπαρός: πυρόχρους,ξανθός, αρχ καπυρός=ο έχων χρώμα ξηρών φύλλων, το υ μετατρ σε α όπως μυχώνω>μαχώνω(εγκλωβίζω)  σίγυνον>ζίγανο (πευκοβελόνα στο Σέλινο)

καπάτσος: επιδέξιος.Αντιδάνεια λέξη από τα ιταλ (capacita=επιδεξιότητα) με ρίζα από την αρχ ελλ κάπυς/καπαλή (βλ καπαντίζω)

καπίστρι: λουρί στο κεφάλι γαϊδάρου ή αλόγου, στο οποίο με ένα κερκέλι (κρίκο) που έβαζαν, έδεναν το σχοινί για να μεταδένουν το ζώο στα χωράφια ή στο παχνί για να μπορεί να βόσκεται.Το χαλινάρι έμπαινε πάνω από το καπίστρι για να δαμάζει εύκολα το ζώο και να το κατευθύνει ο αναβάτης.  Ετυμολ: υποκοριστ. του μεσαιων. κάπιστρον(Κ.Ντ: από το αρχ. ελλ: κάπη=φάτνη, παχνί, κάπτω=χάφτω, τρώγω με βουλιμία, καταπίνω).

καπότο: χοντρός μάλλινος μανδύας με κουκούλα.Από το αρχ ελλ κάπυς/καπαλή=κεφαλή, γιατί σκεπάζει την κεφαλή.Από την ελλ η ιταλ capotto. Συνών γαμπάς,αμπάς 

καπουλοδέτης: ζώνη του σαμαριού που δένει στα καπούλια του ζώου (καπούλια+δένω/δέτης) 

καραμπάσι: απόσταγμα από φύλλα και σπόρους δάφνης, δαφνέλαιο, θεραπευτικό για κοιλόπονο,διάρροια κλπ, από το τουρκ. karabas.

καρ(γ)ιάτζουλας, σκαργιάτζουλας(χαν)  καράντουλας, (ρεθ) καράντουρας: σκορπιός. Κ. Ντ: Μάλλον από  το αρχ ελλ σκαρφίον/σκάριφος=καρφί ή ακίδα σανίδας και από το καρφί με ευφωνική απάλειψη του φ + ουρά(με την συνήθη μετατρ. του ρ σε λ και του λ σε ρ): (σ)καρ(φ)ί+ουρά> (σ)κάρ(φ)ιάτζουρας>καριάτζουλας, δηλ.αυτός που έχει καρφί στην ουρά ή που καρφώνει  με την ουρά. 
Ή από το σκαρφίον ή καρφί>(σ)καρφιά-τζουρας > (σ)καρ(γ)ιά-τζουλας,  όπως από το γλείφω το γλειφί-τζουρας>γλειμμί-τζουρας(βλ λέξη). 


κάργας: ο ζόρικος,ανένδοτος,ισχυρός "Μη μου κάνεις εμένα τον κάργα!" Από επιρρ. κάργα/καλλιά, ουσιαστ. ο καλλιάς=ο καλύτερος

κάρδας, ο: βλ γκάρδας

καρέ: καρυδιά. Από το ουσ. καρυδέ με συγκοπή

καρεφυλλάτο: γαρύφαλλο

καρκαλάτη αίγα(σφακ): αίγα  που έχει τρίχωμα διαφόρων χρωμάτων όπως έχει ο άρκαλος. Ξανθ:"Από το άρκαλος(βλ λέξη)+κατάλ.-άτος.Το αρκτ. κ από συνεκφοράμε προηγ. λέξη..."

καρκανιάζω: αποξεραίνομαι τελείως.Από το κάρκανο=εντελώς ξερό,φρύγανο, εκ του αρχ ελλ καρκαρίς=φρυγάνων φορτίον(L&S)

καρνάδος: κατακόκκινος "καρνάδα βιόλα". ιταλ carnato=κρεατόχρωμος, αντιδάνειο από την αρχ ελλ λέξη κρέας και κάρνος=βόσκημα,πρόβατον

κάρτσα, η: βράκα (το γνωστό  κρητικό ένδυμα) ή η γνωστή κρητική κιλότα, τύπου ιππασίας. Με μετατροπή του λ σε ρ όπως αδελφός >αδερφός και με τσιτακισμό του σ, κάλ-σα>κάλτσα> κάρτσα, από το ρήμα (Λεξικό L&S) καλύπτω=σκεπάζω διά τινος πράγματος, από όπου και καλύβα, κάλπη, κέλυφος κλπ, από τις ρίζες ΚΑΛΥΒ- ή ΚΑΛΥΦ- .  
Κατά Ξανθιν.από το ιταλ calsa=κάλτσα. Προφανώς όμως αυτό προέρχεται από την παραπάνω ελληνική ρίζα.

καρτσόνι, το: κάλτσα, υποκοριστικό της παραπάνω έννοιας ενδύματος που καλύπτει μέρος σώματος, αφού το καλτσόνι >καρτσόνι καλύπτει πολύ μικρότερο μέρος από ό,τι η κάρτσα.

καρφίχτης: καθρέφτης. Κατά Ξανθ. από το αρχ. κάτοπτρον> κάθοπτρον>κάθρεπτον> καθρέπτης>καρφέχτης>καρφίχτης

κάσα, η: κασίδα, λέρα, ρύπος. Μάλλον από το αρχ κας=δέρμα (κασίδα σήμαινε ρύπος δέρματος αρχικά)

κασάπης: χασάπης. Αντιδάνεια λέξη από το τουρκ. kasap,  αντιδάνειο, παραγ. από την αρχ  χάσις=σχάσις, διάκρισις, χώρισις (χάσμα=χαίνουσα οπή γης, ρήγμα γης.) 
Υπόψιν επίσης, κας=δέρμα. Κασαπηλεύω=σφάζω

κατακαυκαλιά, κατακαυκαλέ, η: χτύπημα κατά του καύκαλου, δηλ κατά της κεφαλής

κατάλυμα, το: ερειπωμένο σπίτι. Από το ρ. καταλύω με την έννοια καταρρίπτω, καταστρέφω

καταλυώ: σκοτώνω "να σε καταλύσω θέλει ανέ το ξανακάνεις!". Από το αρχ. καταλύω.

καταστένω: καθίσταμαι, ταχτοποιώ,φροντίζω,αναπτύσσομαι "μωρό γεννιέται ο άθρωπος, γέροντας καταστένει..." 
Από κατά+στήνω>στένω.

καταχανάς:  βρυκόλακας,πεθαμένος που τάχα "ζωντανεύει" και "τρώει παιδιά". Από αρχ καταχαίνω=χάσκω πολύ , σημαίνει πως "χάσκει και ...καταπίνει παιδιά!" 

καταχανεύω:βρυκολακιάζω. πχ: "Είντα φοβάσαι μπρε! Μη μπα΄να καταχανέψει ο ποθαμένος;"

καταχερίζω: δέρνω αλύπητα. (Κατά+χειρ>χείρα>χέρα-χειρίζω>χερίζω)

κατεργάρης: πονηρός, αυτός που ξεγελά κάποιον. Κατεργάρης επί Βενετοκρατίας ήταν ο κωπηλάτης σε κάτεργο (κωπήλατο πολεμικό πλοίο) συνήθως κατάδικος ή χωρικός υποχρεωμένος σε αυτή την βαρύτατη,απάνθρωπη και πολύ επικίνδυνη αγγαρεία. Επειδή ο κατεργάρης προσπαθούσε συνεχώς, σκαρφιζόμενος μύρια όσα να αποφύγει ή να ελαφρύνει κάπως την αγγαρεία, πήρε αυτή την έννοια η λέξη.

κάτης: γάτος ,από το μεσαιων. ελλ. κάτος, λατιν. catus.

κατήνα: σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά, ράχη,οσφύς "έθεκά του μια λαχτέ, απού τονε ξεκατίνιασα!"
 Κατά Ξανθ. από το ιταλ catena=αλυσίδα, μεταφ. σπονδ. στήλη. 
Η λέξη catena όμως  (Τζιροπ/Ευστ) παράγεται από την ελλ. κάθεμα = περιδέραιο.
 Γιαυτό (Κ.Ντ.) η κατήνα/ραχοκοκαλιά θα πρέπει να γράφεται όχι με ι που την γράφουν άλλοι, αλλά με η "κατήνα" από το αρχ. ρ. καθήκω, ιων. κατήκω=κατέρχομαι (δηλ η "κατεβασιά", η σπονδ. στήλη που κατεβαίνει ως τη μέση) εξ ού και το κάθημα>κάθεμα.

κατσηφάρα, η: ομίχλη, από τα επίθ. ο κατηφής, η κατήφεια, >κατσούφης>κατσηφάρα όπως από το βουβός>βουβαμάρα κλπ: "Ήθελα νά μουν αετός γή πρίνος στη Μαδάρα
 και να με ζώνει εκειά ψηλά, τσ΄αυγής η κατσιφάρα!"

κατσίγαρος, ο: το κατακάθι, η "μούργα" του ελαιόλαδου. Από το θέμα καθί- του ρ. καθίζω (με τσιτακισμό του θ) + γάρος από το γαριάζω (λιγδιάζω, λερώνω πολύ)>καθίγαρος>κατσίγαρος, κατσιγαριάρης το ειδικό πιθάρι στο ελαιοτριβείο, στο οποίο τους έβαζαν και κατσιγαράς ο αγοραστής κατσιγάρων, τους οποίους έπαιρναν τα σαπωνοποιεία για να φτιάξουν σαπούνια μετά τον χημικό καθαρισμό τους.
 
κατρουλήθρα: ουροδόχος κύστη.Από το ρ. κατουρέω-ώ/κατρουλώ+κατάλ -ήθρα(σημ. όργανο).

κατσηφάρα: ομίχλη. Ξανθ: Από το κατσηφιά, επίθ κατσηφός, αρχ κατηφής

"κάτσα-κάτσα" ή "κατσιά-κατσιά": πολύ αθόρυβα, μυστικά, χωρίς να γίνεται αντιληπτό. Από το κατσί<κατί<γατί που επιτίθεται στο θύμα του αθόρυβα με μεγάλη προφύλαξη, αιφνιδιαστικά. 
Παράγωγο ρήμα: παρακατσεύω=παραφυλάω, παρακολουθώ κρυμμένος.

κατσίγαρος: απόλαδο, μούργα, κατακάθι λαδιού ή τηγανόλαδου. Ξανθ: Από το καθίγαρος(καθίζω+γάρος=βρωμιά) με τσιτακισμό του θ όπως (αγ)καθόχοιρος/κατσόχοιρος

κατσικλιάρης/κατσικλής: απατεώνας, μπαμπέσης, μάλλον  από το "κάτσα-κάτσα" ή "κατσιά-κατσιά"(βλ λέξη). 
Κατά Ξανθ. από το τουρκ kacikli=παράφρονας.

κατσομπαίνω (και κοτσομπαίνω): επεμβαίνω μουλωχτά. 
Από κάτσα(βλ. λέξη)+μπαίνω

κατσοπρίνι: (αγ)καθοπρίνι, πρίνος με αγκάθια. Από ευφωνική αποκοπή του α και  μετατροπή τού γκ σε κ (ακανθό-πρινος ήταν αρχικά η λέξη) και του θ σε τσ (τσιτακισμός).

κατσούλα: γαλή, γάτα, από το γατούλα με τσιτακισμό, όπως αλάτι/αλάτσι (κατσούλι=κατούλι, γατούλι).

κατσουλόμάτος/κατσουλός/κατσουλομάτης: 1. αυτός που έχει μάτια πονηρά ή χαδιάρικα σαν της γάτας.
2. ο γαλανομάτης.   Ριζίτικο: "Αρνάσαι πως με φίλησες... χήρας υγιέ πλανόματε, κατσουλέ, κατσουλοπαιχνιδόματε..."

κατσουλεύω: ερωτοτροπώ ζωηρά, "γκομενίζω". Από το κατσούλι, κάτσα/κατσιά

κατσούνα: μπαστούνι από λυγισμένο στην άκρη κλαδί πρίνου, αγριελιάς ή από άλλο σκληρό, ανθεκτικό  ξύλο. Ετυμολ από  μεγεθ. της λέξης κατσούνι (βλ λέξη)

κατσούνι: κυρτός σουγιάς. Ετυμολ. από το γάντζος>γατζούνι

κατσουνωτός: κυρτός. Από το κατσούνι

κάτωλας : κατωφέρεια όπου (μπορούν να) τρέχουν νερά. Έτσι ονομαζόταν από παλιά πχ  η περιοχή όπου είναι ο κατηφορικός δρόμος της οδού Μουσούρων (τα πρώην "Κεράδικα", κηροπωλεία) στα Χανιά. 
Κατά την άποψή μου από το επίρ. κάτω+λας(=γη,  αλλά κυρίως, επειδή είναι συχνό το -λας ως επιτατική κατάληξη,  πχ ζήτου-λας, καργιάτζου-λας, γλειμίτζου-(ρ)ας-με ευφωνική μετατροπή του λ σε ρ)
Κατά Ξανθ, από το βενετσιάν. gatolo=οχετός. 

κατωμέρια: τα πεδινά, τα μη ορεινά μέρη.Τα κάτω μέρη. Αντίθετο,  πανωμέρια, τα ορεινά μέρη. Αντίστοιχα, κατωμερίτες-πανωμερίτες
"Κατωμερίτικο πουλί, έβγα στο πανωμέρι, 
απού ΄ναι το νερό κρυγιό και δροσερό τ΄αέρι!"

καυκί: 1. δοχείο για μετάγγιση υγρών,από φλασκί ή κομμένη στη μέση ξερή νεροκολοκύθα. Από το αρχ καύκη ή καύκα=είδος ποτηριού, καυκάλιον=αγγείο υάλινο (και καύκαλις/βαύκαλις/βουκάλιον, εξ ου το γαλλ. bocal, μπουκάλι)
           2. μέτρο αρίθμησης αιγοπροβάτων:1 καυκί=20 ζώα. 
Πιθανά η δεύτερη έννοια από την κάπη=φάτνη, με παραφθορά συμφώνων.

καύκος: εραστής,αγαπητικός. Από το καύχος=κομπασμός, εκ του καυχώμαι (Ξανθ).

καφάς: τράχηλος,σβέρκος. Κατά Ξανθιν. από το τουρκ.  kafa=κεφαλή,κρανίο. Όμως η λέξη κεφαλή ή κάπη εξ ής καπάς>καφάς,  είναι πολλούς αιώνες αρχαιότερη, ελληνική. Άρα είναι αντιδάνειο.

κείτομαι: είμαι ξαπλωμένος, κοιμούμαι ή είμαι άρρωστος στο κρεβάτι. Από το αρχ κείμαι.

κεντώ:κεντώ κλωστή με βελόνι,  καμιά σχέση με το καιντώ=καίω, πυροδοτώ (βλ. λέξη)

κερκέλι/κέρκελος: κρίκος σιδερένιος. Ριζίτ Διγενή: 
"...Νά ΄χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια, 
να πάθιουν τα πατήματα, νά ΄πιανα τα κερκέλια..." 
Από το αρχ κρίκος,υποκοριστικό κρίκελος>κίρκελος>κέρκελος, κερκέλι.

κέρτος: σε άλλα μέρη της Ελλάδας, κιούρτος, πλεκτή με λεπτές βέργες κυρτή γύρω γύρω παγίδα για αλίευση ψαριών. Από το αρχαίο κύρτος (δηλ.κυρτός) με τροπή του υ σε ε όπως κυρά>κερά, μυρωτικός (που έβαλε μύρο στο βαφτιστήρι) >μερωτικός.

κεφάλωπο: ρίφι (ερίφιο) με χρώμα κεφαλής διαφορετικό από του σώματός του(κεφαλή+κατ.-ωπο)

κηδεψιά/κήδεψη: φροντίδα για κάτι.Από το αρχ κήδομαι=φροντίζω, κήδος=φροντίδα (εξ ων: κηδεία, κηδεμόνας)

κιαμέ (επίρρ): ναι,βέβαια! Από το και+αμέ, από το αρχ. αμμή/αν μη.

κιάμε!(επίρρ): όχι δα! όχι βέβαια!Από το και+αμέ, από το αρχ. αμμή/αν μη.

κιαμεδά; : και τώρα; κι αμ(έ) εδά;

κιανείς,κιαμιά,κιανένα: κανείς, καμιά, κανένα γεν αρσ και ουδ. κιανούς ή κιανενούς, θηλ. κιαμιάς

κιαπόης(επίρρ): κι από κει και πέρα, ύστερα, Κ.Ντ. Από το και/κι+  αφ΄ ής/κι από ής=κι από της οποίαςόπως λέμε κιαπόκειας (βλ. παρακάτω).

κιαπόκειας/κιαπός: κι από κει (και πέρα) κι αφότου, ύστερα. Ετυμολ. κι+από+(ε)κει+κατάληξη-ας. Το κιαπός από το κιαπόης (βλ. παραπάνω).

κιλύφι: μαξιλαροθήκη, αρχ κελύφιον, υποκοριστ. του κέλυφος.

κιοφτές: κεφτές. Κατά την Τζιροπ/Ευσταθίου από το κόπτω,  "κοφτάδες"=κοπτόν  κρέας, "περικόμματα κρεάτων". Από αυτό και το τουρκ. kofte πρβλ κεμάς/κιμάς εκ του κεάζω=κόπτω.

Κίσσαμος: (από δημοσίευσή μου προ ετών στον τοπικό τύπο)

"....Κυνώ σημαίνει φιλώ, στην αρχαία ελληνική.
Απ' αυτό προέρχεται το προσκυνώ (προς + κυνώ) προσκυνητής κλπ. Ο αόριστος του κυνώ είναι έκυσα ή κύσα.
Είναι γνωστό ότι οι δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων (όχι μόνο στη νεοελληνική, μα και στις ευρωπαϊκές γλώσσες π.χ. kiss αγγλικά, kussen γερμανικά = φιλώ...) γίνονται συνήθως από το θέμα του αορίστου. Που είναι κυσ (αλλοιωμένα κισ-) στην προκειμένη περίπτωση (βλ. "Ελλην Λόγος", Αννας Τζιροπούλου - Ευσταθίου).
Ο Αριστοφάνης (Νεφ. 81) γράφει: "Κύσον με και την χείρα δος την δεξιάν". Ο Κισσός, λέγεται έτσι γιατί "κύσει" (φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ' αυτό καθώς αναρριχάται.
 Αρα: 
1. Πιθανά Κίσ(σ)αμος = Κισ- ή κυσ- και (ψ)άμ(μ)ος (άμμος).Κατά το έγκυρο μέγα λεξικό Ελληνικής Liddell & Scott: Ψάμμος ή ψάμμαθος=άμμος ενώ ψάμαθος (σημ. Κ.Ντ:με ένα μ όπως στην λέξη Κίσσαμος)=η παρά την θάλασσαν άμμος
Δηλαδή, τοποθεσία την οποία κύσει (φιλά, αγκαλιάζει) ή ψάμαθος/άμαθος (θαλάσσια άμμος). Οι Έβανς και Τσάντγουικ εξάλλου πριν 60 περίπου χρόνια κατέρριψαν την (μάλλον σκόπιμη...) πλάνη πως οι Μινωίτες δε μιλούσαν Ελληνικά, όταν αποκρυπτογράφησαν την Γραμμική Β και αποδείχθηκε πως ήταν Δωρική διάλεκτος και όχι "προελληνική" η ομιλούμενη Γλώσσα της Γραμμικής...
2. Αν πάλι πιθανολογηθεί ότι δεν ισχύει το δεύτερο συνθετικό (ψ)άμμος, Κίσσαμος, απλά σημαίνει "προσφιλής" τοποθεσία, "αξιαγάπητη" περιοχή, σε ελεύθερη απόδοση.Το -αμος σε αυτή την εκδοχή είναι απλή κατάληξη. Όπως λέμε Πέργ-αμος κλπ. Ίσως μάλιστα το α σε αυτήν είναι η που στην ομιλούμενη επί ονοματοθεσίας της δωρική διάλεκτο γίνεται α (πχ ταν ή επί τας=την ή επί της, το κάδος=το κήδος, δηλ. φροντίδα) 
Σημειωτέο επίσης, για την ετυμολογία της λέξης "Καστέλι" το εξής: Κατά την εξαιρετική, διακεκριμένη ερευνήτρια γλωσσολόγο κ. Τζιροπούλου Ευσταθίου, στο προαναφερθέν μνημειώδες επιστημονικό της πόνημα για το οποίο, στην εισαγωγή του, εκφράζουν τον απέραντο θαυμασμό τους κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων καθώς και όλοι οι τέως και νυν πρόεδροι της Δημοκρατίας, στη σελ. 287 αναφέρεται: "Castellum: αλλοιωμένη προφορά του castrum όπερ εκ του castro=>κεάζω (αρχ. ελλην. ρίζα του "Κάστρο, Καστέλι"), ή κόσσω (σχίζω) εννοιολ. κτίσμα... castrat (γαλλική) castrato (ιταλ.) σημ. εκτομίας, εκ του ελλην. κεάζω - κόσσω –> αποσχισμένο. Αντιδάνειο: Κάστρο - Καστέλλι = απομεμακρυσμένο. Πρβλ.: από το τέμνω –> τέμενος"...
Για τον Ιναχο, προμινωϊκό εξ Αρκαδίας οικιστή της Κρήτης και το Ιναχώριο, θα μιλήσουμε άλλη φορά. Οπως και για τη μόνη λογική ερμηνεία - ετυμολογία της λέξης Αποκόρωνας: Υπό (συχνότητα το Υ και Η γίνεται Α στη γλώσσα μας + Κορωνίς (Κορώνη, στέμμα οροσειράς Λευκών Ορέων) και όχι... του αλόγου (!!!) κορώνα (Ιπποκορών(ε)ιον) όπως ισχυρίζονται κάποιοι. Αποκόρωνας λέγεται, γιατί είναι υπό-από την Κορώνη, την οροσειρά των Λευκών Ορέων. Τι λογικότερο;...
Οσο για το αν τα "προελληνικά" - πελασγικά ήταν "μη ελληνικά" είναι ένα άλλο, τεράστιο θέμα...

κλιτά-κλιτά: με κλίση, πλαγίως.
κλιτός: σκυφτός, παραπονεμένος. Επειδή κλίνει (σκύβει) την κεφαλή.

κνεκνές/κνουκνές: βραδυκίνητος, ράθυμος, από το
κνουκνουκώ/κνουκνουκίζω(κρητ)=αργώ πολύ να κάνω κάτι,διστάζω,κάνω κάτι πολύ βαριεστημένα,κωλυσιεργώ.
 Ίσως (κατά τον Ξανθ.) από συμφυρμό των αρχ. ρημ. κνάω-ώ+κνίζω (σημαίνουν και τα δυο ξύνω,τρίβω, παράγωγα κνησμός, κνίδωσις

κνησάρα: κόσκινο με λεπτές τρύπες για αλεύρι, κρησάρα. 
Από αρχ κρησέρα

κνησαρίζω: λεπτολογώ μεταφορικά, από το ψιλοκοσκίνισμα

κνισάρι: ξίγγι αιγοπροβάτων γύρω από την κοιλιά, λεπτό, το περιτόναιο. Υποκοριστικό του αρχ. κνίσα=οσμή λίπους ψητού κρέατος

κοδέλες: 1.είδος υδρόφυτου, κορδελόσχημα βρύα. 2.παράσιτα  κορδελόσχημα, στα έντερα αιγοπροβάτων ("κοδελιαρέ αίγα"). Από το ουσιαστ. κορδέλες, με σίγηση του ρ.

κοιλιδάντερα: κοιλιά και έντερα σφαγμένου ζώου. Συνών: κοιλοβέδουρα, απομεσούδια, γκουφικά (από κούφια>κουφικά)

κοιμητέ: μέρος διαμορφωμένο πρόχειρα,συνήθως με μαλακό θάμνο όπως η καλοκοιμηθιά για προσκεφάλι, για να κοιμηθεί κάποιος στο ύπαιθρο.

κοινάτο/κοινιάτο/γκοινάτο: κοινοπραξία βοσκών. Από το κοινό/κοινά. Μαντιν: 
"κοινιάτο έχω τσι  καημούς, συμμισιακό τον πόνο 
κι αμοναχός τα βάσανα ολοχρονίς το χρόνο!"

κοιτάζω: 1.περιποιούμαι κάποιον, "άμε να κοιτάξεις το κοπέλι, για δεν εί΄ γ- καλά!"  2.κοιμούμαι,   από την αρχ. κοίτη=φωλιά, κλίνη "εκοιτάξανε οι γι όρθες"(όρνιθες, κότες)

κοιτάσσω: κοιμούμαι.

κοκαλάς: σπάνιο  είδος γυπαετού που κομματιάζει και τρώει κόκκαλα ζώων

κοκαλίζω; τρώγω κάτι σκληρό, τραγανίζω. Από κόκαλο+κατάλ. -ίζω

κοκαράδα: χαραγή, χαρακιά. Από τη ρίζα κο- (κόβω, εγ-κο-πή, κό-ψιμο, κό-πος κλπ)

κοκάρι: σαμά, σημάδι αναγνώρισης με τομή εμπρός ή  πίσω, δεξιά ή αριστερά, στο αυτί αιγοπροβάτου "ζερβό μπροσκόκαρο, δεξιό πίσωκόκαρο" κλπ). Από τη ρίζα κο- που δηλώνει κόψιμο

κολέβδα: θήκη από δέρμα όρχεων κριγιού (κριού) που χρησίμευε ως αράι (βλ λέξη). Κατά Ξανθ.  από τον κολεό=θήκη, θηκάρι, πιθανώς από τον τύπο κολεϊδα, με παραφθορά.
Κολεόπτερα λέγονται τα έντομα στα οποία το πρώτο ζευγάρι των φτερών (τα έλυτρα) είναι σκληρό.
Δεν χρησιμοποιείται για το πέταγμα, αλλά για να προστατεύει (σαν κολεός/θήκη)το πίσω μέρος του σώματος και το δεύτερο ζευγάρι φτερών. Τα πίσω φτερά συνήθως είναι διπλωμένα σαν σε θήκη, κάτω από τα έλυτρα, και ξεδιπλώνονται μόνο για το πέταγμα.

κολιακούδα/καλιακούδα: η κάργια.Από το αρχ. κολοιός

κολισαύρα: σαύρα με κοντή ουρά κατά Ξανθ, από το αρχ επίθ. κόλος=κολοβός+σαύρα

κολλημένος: ο πολύ αδύνατος, καχεκτικός(λέγεται ειρωνικά)

κολύμπα, η /κόλυμπος, ο: λάκκος με νερά βροχής ή με θαλασσινό νερό σε παραλία με λακκούβες σε βράχια. Από αρχ. κόλυμβος, ρ. κολυμβάω

κομμάγρα: κομμάρα,έντονο αίσθημα απώλειας δυνάμεων,ατονία.Από το κόπτω>κόμμα+άγρα,δηλωτικό πάθησης ή κατάστασης, όπως ποδάγρα,νυστάγρα κλπ

κομμάτσουλα ή αποκομάτσουλα: τα κομματάκια

κομμεναρειό: λεπροκομείο. Από το κομμένος

κομμένος: 1."έκοψε το γάλα", δηλαδή χάλασε, νεροχώρισε κατά το βράσιμο  2."μυαλοκομμένος είναι", λέγεται  μεταφορικά για άμυαλο, ανόητο άτομο.  3. ο λεπρός άνθρωπος

κομμόλιθος, κομμόλιθρος, γομμόλιθος: σβώλος χώματος πολύ συμπαγής, σαν πέτρα, που θρυμματίζεται  όμως εύκολα: "Εκομμολίθιασε το πιλάφι!" Από το κόπτω>κομμός+λίθος.

κομμός: κόψιμο "δεν είναι δα και κομμός κεφαλής ετούτο νά!" Αρχ. κομμός από το κόπτω

κομπίτσαλος, κομπίτσακας, κομπίτσα: ο σκόρος. Ίσως, κατά Ξανθ. από  κόμπιτσα (η)=κοψάς(είδος πολύ μικρής πόρπης).

κομπώνω: 1. κουμπώνω. 2.εξαπατώ,δειλιάζω,υποχωρώ. Από το αρχ.  κομβόω=1.κουμπώνω 2.εξαπατώ, ξεγελώ, βλ. και κομπωτής, παρακάτω 

κομπωτής: Κ.Ντ: Όπως  (βλ. Λεξ. L.Scott) το αρχ. κομβωτής=επιθέτης, απατεών, από το ρ. κομβόω (εξαπατώ, ξεγελώ).
 Ριζίτ: 1.Μηνάς μου κόρη κι έρχομαι κι είντα να βάλω νά ΄ρθω;/ Α΄ βρέχει βάλε τσόχινα κι ά΄ κάνει βια τα άσπρα,/ πάλι κι αν είναι συννεφιά, βάλε τα βελουδένια./ Μα κόμπωσέ τον ο καιρός και βάζει τα λινά του/ και βάζει τα λινούρια του και τα μεταξωτά του..."
2. "Μα ΄γώ περνώ και δε μιλώ κι η κόρη χαιρετά με! 
Πού πάεις κλέφτη τση χαράς και κομπωτή τσ΄αγάπης;..."

κονταρίδα: δρόμος προς ένα μέρος, ο πιο σύντομος από άλλους.Από το κονταρίζω, όπως αναγυρίδα

κοντίνου(επίρρ): συχνά. "'Έρχεται κοντίνου στο γ- καφενέ κι ελόγου ντου"Άννα Τζιροπ. Ευσταθίου: Αντιδάνειο από το ιταλ. continuo=συνεχής, το οποίο είναι από το ελλην συντείνω=επισπεύδω,εντείνω,σπεύδω κλπ. 

κοντοκλιό/κοντοκλιά: μικρόσωμο,μικρόσωμη. Από κοντό+κώλος/υποκορ. κωλιό > κοντοκωλιό, με συγκοπή του ω >κοντοκλιό.

κοντυλίζομαι: νιώθω να φράζει, να πνίγεται ο λαιμός μου, από γρήγορη κατάποση τροφής ή νερού, ενώ μιλούσα ταυτόχρονα. 
Από το αρχ ελλ  κόνδυλος=εξόγκωμα (στον λαιμό)>κονδυλίζομαι>κοντυλίζομαι.

κοπανέ: 1.χτύπημα με κόπανο ή ραβδί 
2."μια κοπανέ(ή μιας κοπανιάς) επήγα"=μια στιγμή, μια φορά επήγα 3."μιας κοπανιάς, νά  τονε μπροστά μου!"=ξαφνικά, νά τονε μπροστά μου

κοπέλι/κοπελούρι: αγόρι,παιδί (μεσαιων. ελλ. κοπέλιν, κόπελος=υπηρέτης, ιταλ.copelo)
Κ.Ντ: Αντιδάνειο από το αρχ. ελλ. κοπιάω=κουράζομαι, κοπόω=κουράζω, ενοχλώ

κοπελίζω: φέρομαι σαν κοπέλι, παιδιαρίζω.

-κοπώ: κατάληξη ρημ. που δείχνει πως κάνω ή μου συμβαίνει εντατικά κάτι: χαρο-κοπώ, γλεντο-κοπώ, βρωμοκοπώ, ιδρωκοπώ κλπ

κορακιάζω: 1.ξεραίνομαι από δίψα, διψώ πάρα πολύ  
2.μαυρίζω σαν τον κόρακα.

κοράκιο: ασθένεια αιγοπροβάτων από στέρηση νερού ή  κακοήθες, σκούρο δερματικό εξόγκωμα ανθρώπων.

κοργιάλλι(ρεθ)/κουργιάλλι(χαν): κάτι απόλυτα καθαρό "έπλυνα τα σεντόνια, τά ΄κανα κουργιάλι!". Από το κοράλλι

κόρδα: 1.χορδή μουσ. οργάνου 2.δρόμος ευθύς χωρίς κλίσεις. 
Από το αρχ. δωρικό η χορδά=η χορδή, λατ.chorda, μεσαιων. κόρδα

κορδίζω: τεντώνω (σαν κόρδα) το κορμί, κορδώνω

κορδοκώλι: στενό παντελόνι. Παλιότερα λεγόταν περιπαιχτικά γενικά κάθε "φράγκικο" παντελόνι σε αντίθεση με την ευρύχωρη βράκα. Από κόρδα+κώλι (κωλίον) υποκορ. του κώλος

κορκός: 1.κρόκος αυγού 2. μεταφορικά, το καλύτερο μέρος πράγματος: "Ετούτονέ το χωράφι είναι ...κορκός!" .Από το αρχ. κρόκος, όπως από ζωγράφος>ζγωράφος>ζγουράφος, ή από προπατώ > πορπατώ.

κορνιάζω/κορνιώ/κορμιάζω: 1.μουδιάζω: "εκόρνιασε η χέρα μου"   2.υποχωρώ,διστάζω,τρομάζω: "Έβαλά του τσι φωνές κι εκόρνιασε". Ετυμολ. κορμί>κορμιάζω>κορνιάζω.

κοτσομπός και υποκοριστ. (το)κοτσομπίθι: κοντούλης,μικροκαμωμένος, κολοβός, κομμένος στην κορυφή. Κατά Ξανθιν. από το αρχ. κόσυμβος=άκρη, κράσπεδον ιματίου, ποιμενικό δασύμαλλον επανωφόριον.

κουζουλός: στερούμενος σοβαρότητας, πολύ επιπόλαιος, τρελός μα και αυτός που δε λογαριάζει κινδύνους κατ΄αντίθεση με το "φρόνιμο", το ραγιά: "Οι κουζουλοί την κάνανε αθάνατη την Κρήτη!"
Οι ετυμολογ. απόψεις  διίστανται: Από το ...κούζα=στάμνα χωρίς χέρι+κατάλ.-ουλός (Ν.Ανδριώτης) 
ή (όπως και θεωρώ πιθανότερο) από το κουλός+ζουρλός (Στέφ.Ξανθουδίδης) ή από το τουρκ. kuzulu=προβατίνα με αρνί! επειδή λέει κάνει παλαβά πηδήματα το αρνί! (Τριανταφυλλίδης).

κούκλης: κόκκορας, πετεινός, από το κούκλα/κούκλος.

κουλούκι:σκυλάκι, από το υποκοριστικό κυλάκιον>σκυλάκιον του κύνα>κύλα>σκύλου.

κουλουκουρά/κουλουκουρίζω ή κωλοκουρίζω: το ανοιξιάτικο κούρεμα του πίσω μέρους προβάτων, από το κωλο+κουρίζομαι (κουρεύομαι)

κουλουμούντρι/κουλουμούντρα/κουλουμούντρισμα:τούμπα. Ξανθιν: Από τα κωλο+μούτρι.

κούμος: μικρός πετρόχτιστος  θολωτός χώρος πρόχειρης διαμονής βοσκών.Από το αρχ. κύμα=διόγκωση, εξ αυτού το φούσκωμα θαλάσσιου νερού  εκ του ρ. κύω .

κουμπές:θόλος, αντιδάνεια τουρκική λέξη ελληνικής ρίζας, από το κύβη και κύμβη=κοίλον αγγείον ή ποτήρι ή κεφαλή, επίσης κύμβαλον, κύπελλον.

κουνενός:δοχείο υγρών χωρητικότητας περίπου μισής οκάς (640 γραμμαρίων) κουνενίδα, δοχείο δυο οκάδων, δυόμισι κιλών περίπου. Από το ρ. κουνώ επειδή είχαν σχήμα κατάλληλο για ανακίνηση, κούνημα υγρών.

κούντουρος:κοντός, από κοντό+ουρά>κόντουρος>κούντουρος.
Εξ αυτού, κουντουρίζω κάτι=κονταίνω κάτι.

κούπα:κύπελλο.Από τα αρχ.ελλην.  κύπη, κύπελλον,κύμβη, η ρίζα κυ- (κυρτόν, κύ-κλος, κύ-ω) συνήθως σημαίνει καμπυλότητα. Από αυτά και το λατινικό cupa.

κουράδι:κοπάδι αιγοπροβάτων.  Άποψη του γράφοντος: Στο πολλάκις  αναφερόμενο εδώ 8τομο Λεξικό Ελληνικής L&S(Liddell Scott) φαίνεται καθαρά η ταλαιπωρηθείσα από μερικούς, αν και μάλλον αυτονόητη, ετυμολογία από την κουρά=κούρεμα (οι Κρητικοί βοσκοί λένε " κουρά των προβάτων": "κουρά, το κείρεσθαι, κόπτειν την κόμην, το κούρευμα των τριχών..." 
και παρακάτω:
"κούρειον, το πρόβατον ή ο αμνός όν έθυον και εν συμποσίω ήσθιον οι φράτερες κατά την εορτήν ήτις εκαλείτο κουρεώτις..." Πόσο μοιάζει με την συνέχειά της-τωρινή "κουρά" στα ορεινά της Κρήτης, κοινή εργασία κουράς των κοπαδιών και γιορτή-γλέντι γερό στο τέλος της! 
Εξηγεί επίσης το ίδιο Λεξικό: "κουράτωρ και λατιν. curator, επιμελητής,επιστάτης..." (ο βοσκός προφανώς, όσον αφορά το κοπάδη του, εξ ού  αποκαλείται και κουραδάρης στην Κρήτη).
Από το αρχαίο κούρειον>κουράδι λοιπόν, όπως ακριβώς  από τη λέξη σημείον>σημάδι, από πηγή>πηγάδι κλπ
και  κουράτορας (εξ αυτού το μεταγενέστερο λατιν. 
curator, όχι αντιστρόφως...) είναι ο σημερινός κουραδάρης. 

κουργιάλι/κοργιάλι, το:το πεντακάθαρο. Από το κοράλλι.

κουργιαλό, το : για αιγοπρόβατα,με  κατάμαυρο γυαλιστερό
 τρίχωμα. Κ.Ντ: Μάλλον ως δηλωτικό μαύρου σαν τον κόρακα, από το θέμα κορακ- του κόραξ/κόρακος+κατάλ. -αλό, όπως λέμε πράο-πραγαλό,   έτσι έχουμε: κορ(α)κι-αλός > κορκιαλός > κοργιαλός, ευφωνική μετατροπή του ο σε ου > κουργιαλός-ή-ό.

κουργυαλός, κόργυαλος, κούργελος, ο : μεγάλο κοχύλι σχήματος χωνιού, η "μπουρού"(βλ λέξη) που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί μα και οι βοσκοί και πολλοί αγρότες παραθαλάσσιων περιοχών, σαν τηλεβόα. Κ.Ντ: Από το αρχ. κόρυς=κορυφή(έχει κορυφή, είναι κωνικού σχήματος) +αλς/αλός=θάλασσα (εξ ού άλας, αλιεύω, αιγι-αλός κλπ). Οπότε:  κόρυς+αλός>κορυαλός, κουρ(γ)υαλός.
Ο ταπεινός  κουργυαλός (ή κουργιαλός) ή κούργ(υ)αλος, είναι το κοχύλι με την επιστημονική  ονομασία charonia tritonis και αποτελούσε για αιώνες έναν ισχυρό κώδικα συνθηματικής από μακριά επικοινωνίας. Δεν υπήρχε πλεούμενο ή βοσκός, κυρίως στα νότια της Κρήτης, να μην έχει τη "μπουρού" του, πολύτιμο απόκτημα επικοινωνίας ώρας ανάγκης και όχι μόνο.

κουρκουνώ/κρουκουνώ:ταρακουνώ δυνατά, από το κρούω+κουνώ

κουρμούλα, αμπελοκουρμούλα:ο κορμός ενός κλήματος του αμπελιού. Κορμός/κορμούλα/κουρμούλα

κουρνός: ασπρόμαυρος τράγος.Από το μαύρο με άσπρη κοιλιά πουλί κουρούνα, αρχ. κορώνη. Συνώνυμο το ουσιαστ. χελιός.

κουρούπι/κουρούπα: πιθάρι. Από το κυρτιάω/κυρτός, το υ μετατρέπεται σε ου.

κούρτα: μάντρα. Από το κυρτός, επειδή είναι κυκλική, κυρτή συνήθως. Η ιταλική corte=αυλή, είναι παράγωγη. Παράβαλε επίσης: κέρτος ή κιούρτος, από την ίδια ρίζα.

κουρφός/κουρφά: κρυφός, κρυφά.

κούτουλος: ο χωρίς κέρατα τράγος ή κριός. Από το κούτελο. Συνώνυμο κούτρικος, από την κούτρα, κούτελο.

κουτσάκι: μικρός πάσσαλος, συνήθως για δέσιμο αίγας ή προβάτου.Από το κόπτω>κόβω> κοψάκι.

κουτσοκανώ,κουτσουκαμνώ,κουτσοκανιώ: μισοκλείνω πονηρά συνήθως το μάτι μου. Από το κουτσο+αρχ. καμμύω>καμνιώ>κανιώ=μισο+κλείνω.

κουτσούλα: τρύπα στο πάνω μέρος του φούρνου, που την κλείνουν όταν πυρώσει ο φούρνος. Από το κουτσουλώ.

κουτσούνα: κούκλα φτιαγμένη από πανιά ή λαμπριάτικη κουλούρα σχήματος κούκλας. Κατά Ξανθιν. ίσως από το κουτσο+τσούνα/κοψοτσούνα.

κουτσουνάδα: παπαρούνα, Κ Ντ: Μάλλον από αρχ. κύτινος(L&S)= κάλυξ της ροιάς δηλ. της παπαρούνας. Κυτινάς/κυτινάδα κουτσινάδα/κουτσουνάδα.

κουτσουνάρα,η: μικρή, προεξέχουσα ελάχιστα από τη στέγη υδρορροή, με τα δυο άκρα της κομμένα και διευρυμένα για να δέχεται μεγαλύτερη ποσότητα νερού. Τσούνι λέγεται το άκρο στην κρητική τοπολαλιά, κουτσό είναι από το κόβω, κομμένο, οπότε από κουτσο+τσούνι+κατάλ.-άρα,  κουτσοτσουνάρα>κουτσουνάρα. 

κοφίνι/κοφίνα/κοφινίδα:1.Πλεχτό με βέργες μακρόστενο καθ΄ύψος καλάθι ή πλεχτή με βέργες κυψέλη.2.Μακρόστενη κατασκευή από την οποία περνά ο ελαιόκαρπος για να πέσει στις μυλόπετρες. Από το αρχ. κόφινος.
κοχιάζει:απαγκιάζει.Από το κόγχη/κόχη=προστατευμένο, απάνεμο μέρος.

κράι (το): παγωνιά, δριμή κρύο.Από τη λέξη κρύο.

κράνα, η: κρήνη, πηγή. Δωρικός τύπος κράνα αντί κρήνη. Υπάρχει πχ το γνωστό ιερό του "Κραναίου Ερμή" πάνω στο οποίο δυστυχώς χτίστηκε ναϊσκος αγ. Αικατερίνης, στο φαράγγι Πατσού Αμαρίου.

κρέβατος: καδελέτο (βλ. λέξη) ειδικό, πλεχτό με χοντρές βέργες συνήθως, ξύλινο  φορείο που είχαν στα νεκροταφεία για μεταφορά του νεκρού. Από το  αρχ. κράββατος ή κράβατος=ανάκλινδρον, κλίνη/νεοελλ.κρεβάτι.

κρεμανταλέ/κρεμανταλιά:ορμαθιά, αρμαθιά.Από το κρεμώ/κρεματαριά πρβλ κρεμανταλάς

κρησάρα:κόσκινο, αρχ. κρησέρα=κόσκινο λεπτό.

κριγιός:κριός.

κρίταμο, το ή κρίταμος, ο: παραθαλάσσιος θάμνος με τρυφερά πυκνά χυμώδη φύλλα και βλαστούς, τα οποία γίνονται τουρσί.  Ετυμολ. βάσει Λεξ. Liddell & Scott, λήμμα κρηθμός, κρήθμον: "...Κατά τον Διοσκουρ. 2,157, κρίθμον, το, "οι δε κρίταμον, θαμνοειδές εστι βοτάνιον...εν πετρώδεσι και παραθαλασσίοις τόποις..."

κρούσσια ή κρόσσια: τα θυσανωτά νήματα γύρω, στις άκρες παλιών κρητικών ενδυμάτων, εργόχειρων ή του κρητικού κεφαλομάντηλου.Από το αρχ. κροσσός=θύσανος,υποκοριστικό κροσσίον.

κρυγιός,κρυγιά / η κρυγιότη:κρύος,επίσης κρύο το κρύος=το κρύο, κρυγιαδερός=κάπως κρύος, κρυγιαίνω=κρυώνω.

κύρης: ο πατέρας. "Έμπεψέ με ο κύρης μου.."

                                                                  Λ
λα: λέγεται περίπου με την σημασία του επιτέλους πχ "Σώπα λα!" "Άμε λα!" Ετυμολ. από την φράση "λέω εδά"/λωδά/λά.

λαβέτζι (το): αρχ και νέο ελλ. ο λέβης/του λέβητος, επέστρεψε ως αντιδάνειο από το ιταλ. laveggio=καζάνι.

λαβώνω: ματιάζω, αρχ. ελλ. λαβή=τραύμα.

λαγκός:λαγκάδι, στενή κοιλάδα μεταξύ βουνών. Από το λάκκος.

λαγωνάρης: αυτός που λαγωνεύει, που κυνηγά λαγούς, κυνηγά γενικά.

λαδικό: κουτσομπόλα. Από το μεσαιωνικό λαδικόν=ελαιοδοχείο

λαδωπό:αίγα ή ρίφι  μαυριδερό με άσπρο τρίχωμα στην κοιλιά.

λάλη(Χανιά)λαλά(Ρέθυμνο) και λάλος: γιαγιά, παππούς. Επειδή στην παλιά παραδοσιακή οικογένεια λαλούσαν (μιλούσαν) πολύ αναθρέφοντας και διδάσκοντας τα παιδιά.

λαλώ:1.μιλώ."Δε γροικάς απού σου λαλώ;"  2.Οδηγώ τα ζώα:. "Λάλιε τα ωζά στην κούρτα". 3. Αναγκάζω κάποιον να πηγαίνει εκεί που του λέω ή να κάνει όπως θέλω: "έζεψέ σε ο ...διάολος και σε λαλεί και πηαίνεις!" 4.Στην προστακτική μόνο, πάρε δρόμο, φύγε από εδώ, δε σε θέλουμε εδώ: "Λαλείτε πέρα από έπαέ!" 
Όλα από το αρχαίο λαλώ/λαλιά, από το οποίο προέκυψαν και οι άλλες ερμηνείες.

λαντουρώ/λαντουρίζω: καταβρέχω, ραντίζω, κάνω μούσκεμα. Ξανθ: Από το ραντίζω>ραντουρώ>λαντουρώ.

λαπούρδα: το λίπος της κοιλιάς, στα "φτενά" του ζώου. Από το αρχ. λαπαρός.

λάτης, ο: οδηγός κοπαδιού τράγος (μπροσταρότραος)  ή μπροστάρης (οδηγός κοπαδιού) κριός. Από το ρήμα ελαύνω(προχωρώ)>ελάτης>λάτης όπως δρομο-λάτης, ποδη-λάτης.

λαφτακά (και γλαφτακά):παφλάζει, καταχτυπά. Λέγεται για υγρά, πχ "γέρνε σιγά σιγά τη λαϊνα στο μαστραπά, μη λαφτακά και χύνεται το νερό τση".Από το αρχ. λάπτω=αναρουφώ, καταπίνω με θόρυβο, εξ ού και το Λαφο-νήσι (και όχι "Ελαφο"-νήσι) λόγω των πλοίων που καταπίνει η γεμάτη υφάλους και βράχια παραλία του.

λαχτέ : λάκτισμα. "έδωκέ μου μια λαχτέ απού με σακάτεψε!" Από το αρχ. λακτίζω >  λακτιά> λαχτιά>λαχτέ.

λεζέτι: γούστο, νοστιμάδα πχ "αυτός μωρέ δεν έει λεζέτι απάνω ντου!" Από το τουρκικό lezzet(γεύση)

λειχούτης: λειχούδης, αρχ. λείχω=γλείφω+κατάληξη -ούδης.

λέρι (το):κουδούνι αιγοπροβάτων. Από αρχ. λύριον, υποκοριστικό της λύρας ή κατ΄ άλλους από τον ήχο του που μοιάζει με  "λερ-λερ".

λέσκα (η):κατακόρυφος, απρόσιτος γκρεμός στον οποίο μερικές φορές "λεσκώνουν", παγιδεύονται δηλαδή τα αιγοειδή. Κατά τον γλωσσολόγο Γ. Πάγκαλο από το αρχ. λέχομαι=πλαγιάζω, εξ ού λεχώνα

λέφακας, ο : ο πολύ ψηλός και ογκώδης. Από το ελέφας με σίγηση του αρχικού ε και τη μεγεθυντική κατάληξη -ακας. (Ξανθιν.)

λιακόνι, το: είδος σαύρας που της αρέσει να λιάζεται ακόμα και το καλοκαίρι. Ετυμ. μάλλον εξ αυτού, από το ηλιακόνιον, υποκοριστικό του ουσ. ηλιακό. 

λιγωμάρα, η: η λιγούρα ή η τάση για εμετό. Από το λιγώνομαι>λίγωμα>(μεγεθυντικό) λιγωμάρα. 

λιγώνομαι: 1.λιποθυμώ, 2.θέλω πολύ κάτι, νοσταλγώ, από το αρχ. ολιγόω=λιποψυχέω (Liddell/Scott) 

λιμάγρα, η: η μεγάλη πείνα, λίμασμα, αχόρταγη βουλιμία. Από το αρχ. λιμός=μεγάλη πείνα η δε κατάληξη -αγρα υποδηλώνει πάθηση, όπως πχ ποδ-άγρα.

λιο, άκλιτο επίρρ: πιο, μπλιο, τελείως, περισσότερο-από το αρχ. πλέον: "ήτονε ο λιο(ν) πρώτος και λιο τελευταίος ο άλλος ". 
 
λιόκουρνο, το: κέρατο σπάνιου φιδιού με ιαματικές ιδιότητες. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας το λένε λιόκρινο και  λιόκρουνο. Κατά Ξανθ. από το ιταλ. liocorno-λατιν. unicornum=μονοκέρατο

λοή, η: το είδος, από το αρχ λέγω/συλλέγω/εκλέγω, μεσαιων λογή, εξ ού συλλογή (συν=μαζί+λογή). Συνηθίζεται σε γεν.πτώση εν. και πληθ πχ "είντα λοής άθρωπος είναι;" και στον πληθυντικό πχ  "είναι πολλώ΄ λογιώ(ν)τα βάσανα". 

λοήσιμο: λογιών λογιών, ποικίλο, διαλεχτό. "Ετούτο τ΄ αμπέλι έχει λοήσιμα σταφύλια".

λοϊσμός: λο(γ)ισμός, σκέψη.

λουβί, το: αρχ. ελλ ο λοβός, ολόκληρος ο  καρπός χλωρού ψυχανθούς, οσπρίου, ασπαλάθου κλπ. "Με τ΄ασπαλάθου το λουβί και τσ΄αβρωνιάς τη ρίζα,  εκάμασί μου μαγικά, για κείνο δε σε πήρα"... 

λουβός, λουβιάρης, λούβαρης : 1. λεπρός, από το μεσαιων ελλ  λωβός- εκ του αρχ ελλ λωβάομαι/λώβη=όνειδος, αργότερα λέπρα.
2. ο σαμιάμιθος.

λούμακας: ο ακμαίος βλαστός δέντρου ή και θάμνου, ετυμ. υποκοριστικό του αρχ ελλ η λείμαξ της λείμακος=λιβάδι, με τροπή του ει σε ου όπως στα σειρώνω/σουρώνω, κουρά/κείρω κλπ 

λούπης: ο άρπαγας, επιθετικός, άγριος βλ. Ριζίτικο Μάχης Κρήτης "...επέσανε οι λούπηδες οι Γερμανοί σα λύκοι, λεβέντες εσκοτώσανε παιδιά γυναίκες γέρους..."  από το λατιν lupus (λύκος)

λουπός: μουλωχτός, ύπουλος. Από το ρ. λουπώνω/λουπάσω και λουφάσσω=παραμονεύω κρυμμένος κάπου

λουτρουγιά ή λουτουργιά: η λειτουργία,  από μετατροπή του ει σε ου ως παραπάνω και μετάθεση του ρ όπως στο περπατώ/προπατώ/πορπατώ.

λωδά: επιβεβαιωτικό επίρρημα, λ(έ)ω (ε)δά. "Εθάρρουνα λωδά πως αποράβδισες τσ΄ελιές σου".

λώπης, λώμπης, λώπως: υποθέτω πως, μήπως (από το λέω πως)  



                                    
                                  Μ
μαγάρι: μακάρι, με μετατροπή του κ σε γ

μαγαρισιά και γαμαρισιά, η: μεταφορικά, υβριστικά, παλιάνθρωπος, κάθαρμα, κοινωνική λέρα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μετέπειτα   ανατροπή της αρχαίας ελλ. έννοιας του αρχικού ρήματος μεγαρίζω/μαγαρίζω: 
1. αποδίδω τιμές σε θεούς χρησιμοποιώντας την τελετή με τα μέγαρα, κατά την οποία σκότωναν γουρουνάκια, τα έριχναν σε μεγάλους λάκκους ή χάσματα και στη συνέχεια οι γυναίκες αναλάμβαναν να τα ανασύρουν και να τα αναμίξουν σε λίπασμα επειδή πίστευαν ότι το νεκρό ζώο θα προσέφερε ευφορία και καρποφορία 
2.(μεταγενέστερη έννοια) είμαι ειδωλολάτρης και ρυπαρός ή δεν νηστεύω (ο χριστιανισμός απαξίωσε το μεγάρισμα ως ρυπαρή  και ανθυγιεινή συνήθεια...)

μαγκλάβι: το μαστίγιο/βούρδουλας,μεσαιων. λέξη σύνθετη από το αρχ ελλ μάστιγξ και το λατιν. clava (ρόπαλο)
μαγκλαβίτες λέγονταν οι σωματοφύλακες των ρωμαιοβυζαντινών αυτοκρατόρων

μαγκλαβίζω: δέρνω με μαγκλάβι, μαστιγώνω, βασανίζω,  ριζίτικο: "Μαρούλα δέρν΄η μάνα τζη, Μαρούλα μαγκλαβίζει, 
δέρνει και μαγκλαβίζει ντη κι αδικοτυραννά τη..."

μάγλα,η: η πτυχή, η δίπλα μεταφορικά λέγεται πχ για πονηρό αχόρταγο χαρακτήρα "πολλές μάγλες έχει η κοιλιά του", από την ιταλ maglia=θηλειά
γάγ(κ)λες-μάγλες λέμε συνεχείς στροφές δρόμου (γάγκλες, βλ. λέξη, αρχ διάκλες από το διακλώμαι=διακλαδίζομαι

μαγλινός: λείος, κατά τον Ξανθ. μάλλον από το ομαλινός εκ του ομαλός με αποκοπή του ο και ανάπτυξη του γ προ του λ.

μαδάρα/μαδάρες : 1.τα Λευκά Όρη. 2. γυμνό βουνό ή βοσκότοπος με χαμωτούς θάμνους σε μεγάλο υψόμετρο,  από το αρχ μαδαρός=μαδημένος, άδεντρος φαλακρός τόπος, από το  ρ. μαδώ

μαζάνα ή ματζάνα: η μελιτζάνα, από μεσαιων ελλ ματζάνα.

μαθές και μαθώς, επίρρ: δηλαδή, βέβαια. Το μαθές από το μάθε, με κατέβασμα του τόνου, όπως στα δες, πες, βρες και το μαθώς από το μαθών με τροπή του ν σε ς 

μαλάθρακας: δοθιήν, "καλόγερος", αρχ. ελλ. μελανθράκη (μέλας+άνθραξ)=απόστημα,  εξ ού μαλανθράκη/μαλάθρακας.

μαλάκα, η: μαλακό λιπαρό πρόβειο τυρί, από το επίθ. μαλακή με ανέβ. τόνου όπως λέμε φαλάκρα από το φαλακρή.

μαλιτζέβελος: ευκολομεταχείριστος, καλόβολος. Από το με αυτή την έννοια ιταλ. maneggevole. 

μαλιχουλές, ο: η στεναχώρια, φασαρία, αναμπουμπούλα. Αντιδάνειο από το δανεισμένο απ΄την ελληνική λέξη μελαγχολία, τουρκικό malihulya.

μαναρόλια: τα μπιζέλια, βενετσιάν. λέξη.

ματζιπέτι ή ματσιπέτι : Υπερυψωμένο με πελεκημένες πέτρες άκρο του δώματος ή της αυλής ή πλάκα της στέγης που προεξέχει λίγο έξω πάνω απ τον τοίχο για να μην τρέχουν σ΄αυτόν τα νερά του δώματος, λέξη αντιδάνεια βενετσιάνικη, ελληνικής ρίζας (mezzo=μισός peto=πέτασος, δηλ πέταγμα-προεξοχή από το ρ. πετάννυμι)

μανιάκι, το: παριλαίμιο ζώου. Υποκοριστικό του αρχ ελλ ο μάν(ν)ος= το περιδέραιο  (Ξανθ.)

μανίζω: θυμώνω, από το αρχ μαίνομαι/μανία.

μάντακας: τσιμπούρι αιγοπροβάτων και σκύλων ετυμολ από το  αιμάταξ(αυτό που απομυζά αίμα) αιμάτακας/μάντακας.

μαντάτο, το: η είδηση, το χαμπέρι, ανακοίνωση ετυμ από το αρχ μαντείο, μάντης,  που έδιναν σημαντικές ειδήσεις, "μαντάτα"

μαντινάδα: Το περιεχόμενο σε ένα δωρικό ιαμβικό 15σύλλαβο, όπως στους χρησμούς των αρχαίων μαντείων, δίστιχο-ποιητικό μήνυμα, δηλ. "μαντάτο", εξ ού μαντι-νάδα,  θεωρώ πως δείχνει την ετυμολογία της. 
Κάθε μαντινάδα έχει ένα δικό της έμμετρο σαν τα αρχαία ιαμβικά 15σύλλαβα, μήνυμα. Ένα μαντάτο! 
Δεν πείθει το περί matinata (matina στα ιταλ=πρωί) επιχείρημα, αφενός γιατί δεν τραγουδιέται μόνο ούτε κυρίως το πρωί, αφετέρου γιατί αφού όλα τα λόγια των μαντινάδων είναι παλιότερα και νεότερα ελληνικά, θα ήταν παράλογος ο συνολικός αυτο-προσδιορισμός τους ως δημοτικής-λαϊκής ελληνικής και δη κρητικής ποίησης, να εκφράζεται με έναν ξενικό, ακατανόητο για τους δημιουργούς και ακροατές της όρο. (Κ.Ντ.) 

μασιά, η :μεταλλική διχαλωτή λαβίδα για να πιάνει τα κάρβουνα στο πυρομάχι, σαν να τα "μασά", εξ ού η ονομασία, όπως από το τσιμπώ>τσιμπιά κλπ. 

ματοθό! και ματοθές (επιφώνημα): σημαίνει "μα το Θ(ε)ό'!

ματοζά! σημαίνει "μα τον Δία" (Ο Ζευς, του Διός, τον Ζα ή τον Ζήνα): ιερός, απαραβίαστος όρκος που παίρνανε οι βοσκοί του Ψηλορείτη και των γύρω περιοχών στη νυν αφιερωμένη στον Άη Γιώργη μονή Δισκουρίου Μυλοποτάμου, η οποία οφείλει το όνομά της στο επί αιώνες  προϋπάρχον αυτής εκεί, αρχαίο ιερό των υιών του Δία  Διόσκουρων.
Αρχαίες παρόμοιες φράσεις και λέξεις  αφθονούν άλλωστε στη νεοελληνική γενικότερα πχ με τις προχριστιανικών δοξασιών αναφορές σε Άδη, Κάτω Κόσμο, Χάρο κλπ. 
Μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα, στην περιοχή Άη Γιάννη-Αράδαινας Σφακίων, κατά μαρτυρία γύρω στο 1978 του 90χρονου τότε συγγραφέα Γιάννη Μανούσακα στον νέο τότε, ζώντα σήμερα Κώστα Σηφάκη από Στράτους Σελίνου
οι γέροντες έκαναν πρόποση -σπονδή με την πανάρχαια  φράση "νη Δ(ι)ί φάσκουσι" δηλαδή "ναι μα τον Δία (το) λένε".
Όρκοι βοσκών για ζωοκλοπές δίνονται στη σύγχρονη εποχή στον Άη Νικόλα στα Κεραμειά (συνήθως αρχίζει με τη φράση "αν είναι έργο και βουλή μου να..." και παρόμοιοι όρκοι στον Άη Αστράτηγο Αράδαινας ή και σε οποιοδήποτε ξωκλήσι στα Σφακιά και άλλες περιοχές.

μαχίζω/μαχιάζω/μπαχίζω: "μαχίζει ο σκύλος!" το λέμε για σκύλο που ανακαλύπτει ή καταδιώκει λαγό.  Ηχοποίητο, από το ιδιαίτερο σαν "μαχ" γάβγισμα του σκύλου όταν δει λαγό. 

μαχώνω: στριμώχνω, εγκλωβίζω κάποιον ή κάτι. Ξανθιν: Από το μυχός>μυχώνω, αρχαίο ρ. μύω, με μετατρ. του υ σε α

μελιγκούνι,το: το μικρό μηρμύγκι, ετυμολ από το μέλι, επειδή μαζεύεται εκεί. Γιαυτό τα πιθάρια μελιού είχαν λίγο κάτω απ΄το στόμιό τους ολόγυρα ένα μικρό αυλάκι στο οποίο έμπαινε νερό για να μη μπαίνουν στο μέλι τα μελιγκούνια.
μελίντακας, ο:  το μεγάλο μηρμύγκι, ετυμολ επίσης κατά Γ. Χατζηδάκη από το μέλι με μεγεθυντική κατάληξη.

μελοκοπάνισμα : η πρόκληση πόνου σε μέλη του σώματός μου εξαιτίας χτυπήματος ή και πολύ βαριάς εργασίας. Από τις λέξεις μέλος και κοπάνισμα, λιγότερο πιθανό από το μέλας (μαύρος) και κοπάνισμα γιατί δε μαυρίζει πάντα το πονεμένο μέλος ή σημείο, αλλά συχνά είναι εσωτερικός ο πόνος, το γνωστό μυικό "πιάσιμο".

μεράστρι, το: ο αυγερινός, τση μέρας το άστρι (αστέρι)  όπως στο ριζίτικο "Άστρι μου κι αστρίτσι μου κι αυγερινέ κι εσπερινέ και χρυσοπράσινέ μ΄αετέ..."

μερός, ο: ο μηρός, το μπούτι-πληθυντ. τα μεριά.

μερωμένος-η-ο, επίθ: (εξ)ημερωμένος-η-ο. Συνήθως λέγεται για τα ήμερα βόδια ζευτικά (για το ζευγάρισμα) και για οικόσιτα ήμερα ζώα. Ριζίτικο: "Αγρίμια κι αγριμάκια μου λάφια μου μερωμένα..."

μερωτικός (σύντεκνος) αυτός που μύρωσε, έβαλε το μύρο, βάφτισε  το παιδί, με μετατροπή του υ σε ε  όπως λέμε μερθιά τη μυρτιά.

μεσημεράς: όταν θέλανε οι μητέρες να φοβίσουν τα μικρά παιδιά το καλοκαίρι μεσημεριάτικα να μη βγαίνουν  ή να κοιμηθούν  τους λέγανε "μη πορίσετε όξω για θα σας αρπάξει ο μεσημεράς" εννοώντας κάποιο υποτιθέμενο κακό πνεύμα του μεσημεριού. Λεγόταν απαξιωτικά και για χασομέρηδες που ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία.

μεσκίνης: ο λεπρός, μεσκινιά=συνοικία λεπρών, κατά Ξανθ. από το τουρκ. miskin-λεπρός και όχι από το ιταλ. meschino που σημαίνει άθλιος. Όμως πιθανό και το  ιταλ αφού οι λεπροί ήταν άθλιες υπάρξεις, η δε τουρκ. λέξη μάλλον είναι αρχαιότερης, λατινικής, προέλευσης.

μεταδηγούμαι : δ(ι)ηγούμαι μετά, ό,τι άκουσα το ξαναλέω, ριζίτικο: "Αφήσετε τσ΄αθιβολές και τα ροζοναμέντα και μη τα ροζονάρετε, μη τα μεταδηγάστε, κοπιάστε σόντας λάχαμε να φάμε και να πιούμε..."

μετερίζι/μιτιρίζι, το: πρόχωμα, θέση, έρεισμα μάχης αρχικά μετέρεισμα/μετά+έρεισμα - τουρκ.  δάνειο meteris, αντιδάνειο μετερίζι. 

μήλιγγας, ο : το μηλίγγι, από το αρχ η μήνιγξτης μήνιγγος.

μήμπανα ή μήμπας: μήπως, μπας, μην πάει να, πχ "μήμπανα θαρρεί πως τονε πίστεψα;" 

μήστιτί μου! (επιφώνημα): σημαίνει "προς Θεού!" από παραφθορά του ευαγγελικού "μνήσθητί μου Κύριε"

μητάτο (κατ΄άλλους μιτάτο), το: πετρόχτιστη κατοικία βοσκών με μικρό τυροκομείο μαζί. Κατά Ξανθ από το λατιν. metatum=στρατιωτική εγκατάσταση,  metor=καταμετρώ.
Κατά την άποψη του γράφοντος, η παραπάνω πιθανολόγηση δεν ευσταθεί καθόλου νοηματικά, αντίθετα ευσταθεί πλήρως νοηματικά και λεκτικά μόνο η ετυμολόγηση από το ρ. μήδομαι(Λεξ. L&S)=βουλεύομαι, σκέπτομαι, μελετώ και πράττω τι ευφυώς ή επιδεξίως, παρασκευάζω, (σημ δική μου στα μητάτα όντως παρασκευάζουν επιδέξια τα τυροκομικά προϊόντα οι βοσκοί). 
Επίσης (Λεξ. L&S) μήδομαι = φροντίζω περί τινος, ως το κήδομαι, το κήδομαι έχει εισαχθεί εις τας νεωτέρας εκδόσεις τού Πλουτ.2.407D δηλαδή κήδεσθαι  αντί του μήδεσθαι."
Έτσι έχουμε μήδομαι > μηδάτο-με την συνήθη μετατροπή του δ σε τ > μητάτο = το μέρος όπου οι βοσκοί φροντίζουν για τα κουράδια τους μα και  παρασκευάζουν τυροκομικά).   

μιαρά/μνιαρά, τα: Λέγεται για όλα τα μικρά ζώα της υπαίθρου (ποντικούς, ζουρίδες, καλογεννούδες κλπ) μα και για τα οικόσιτα ζώα γενικά. Από το αρχ. ρ. μιαίνω/μιαρός=αυτός που λερώνει.

μιγάδι,το: μίγμα από σιτάρι και κριθάρι για ψωμί. Το σκέτο κριθάρι κάνει πολύ σκληρό  παξιμάδι  μιγαδερός ο ανάμικτος, ετυμολ αρχ ρ. μ(ε)ίγνυμι,ουσ. μιγάς, υποκοριστικό μιγάδιον, η κατάληξη -ερός όπως δροσιά-δροσερός.

μιγόμι, το: μισό φορτίο, συνήθως μεταφορικού ζώου. "Φόρτωσα ένα μιγόμι κοκκάρι στο γάιδιαρο". Από το ημι/μισό και γόμος(εξ ού γομάρι)-υποκοριστικά γόμιον/φορτίο.


μονιταρίζω: συνενώνω, συμμαζεύω, πιθανά από το μονο-με την έννοια κάνω ένα, όπως λέμε μονομεριάζω

μονιτάρου ή μονυτάρου και ολομονιτάρου/ολομονυτάρου, επίρρ: σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει "τι είναι αυτά που λές! συμμαζέψου! συγκρατήσου! για το Θεό!" Αβέβαιη η ετυμολόγηση, πιθανά κατά την άποψη του γράφοντος από το μονιταρίζω/προστ. μονιτάρου με την έννοια συμμαζέψου, ίσως όμως από το όμνυμι/ομνύω=ορκίζομαι, ομνυτάρω/με αναγραμματισμό μονυτάρω, όπως λέμε από το σαλπίζω/σάλπιγγα-σαλπάρω και προστ. ενεστ. μονυτάρου=ορκίσου, οπότε το σωστό θα είναι η γραφή με υ και όχι με ι. 

μονομεργιάζω/μονομερίζω και μονομεργιώ: συγκεντρώνομαι σε ένα μέρος, μόνο+μέρος "Τέθοια παρέα όμορφη όποιος μονομεριάσει, βαρέλια νά ΄χει το κρασί, ούλο θα το ξοδιάσει!"

μονώρας: εντός μιας ώρας, από το μόνο+ώρα, επίρρ όπως τα απώρας, αποτώρας κλπ.

μοσκοκούζουλος, ο: μισοκούζουλος, μισότρελος, με περιπαιχτική μετατροπή του μισό/μεσό σε μοσχο/μοσκο.

μοτάσσω (ρεθυμν): συντάσσομαι με κάποιον, συμφωνώ, πειθαρχώ, επικοινωνώ "σιργουλεύγει ντη μα κείνη δε μοτάσσει!" από το ομού+τάσσω, συνώνυμο το λόγιο ομο-ταγής=ομοίως τασσόμενος.

μοτσέρνω: μαλώνω, προσβάλλω. "Εμότσαρέ με ο κύρης μου". Από το ιταλ macchiarre, προσβάλλω.

μου διόχνει: μου έρχεται σκέψη, μου φαίνεται, επιθυμώ, μου μπήκε ιδέα, από το αρχ. ελλ. "ως εμοί δοκεί", ρήμα δοκώ=θεωρώ, νομίζω>εμοί δοκεί>μου διόχνει: "Είντα σού δ(ι)οξε να πας εκειά ;"

μουδιώ, αμμουδιώ, αμουδιάζω: μουδιάζει, ναρκώνεται ένα μέρος του σώματός μου.  "Αμμούδιασε το στόμα μου από τη στυφάδα των απιδιών",  παροιμία: "Γονέοι τρώνε τα όξινα και τα παιδιά μουδιούνε". Ετυμολ από το αρχ αιμωδιάω ή αιμωδώ="έχω τους οδόντας νεναρκωμένους" (L&Scot) μεσαιων. μουδιώ.

μουζεβίρης,ο: απατεώνας, προδότης, καταδότης, από το τουρκ muzevvirσυνώνυμα τα  τραϊτόρος, καντζίκης, τσαρσίτης.

μουζούρι,το: 1. Μονάδα μέτρησης δημητριακών, συνήθως ποσότητας 12 οκάδων (1 οκά=1,28 χιλιόγραμμα).
2. Μονάδα υπολογισμού αγροτεμαχίων , κάλαντα:"Άγιε Βασίλη δέσποτα πόσα μουζούρια σπέρνεις; Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε..."
Ετυμ. (Ξανθ) ιταλ. misura, λατιν. mensura, από το ρ. metior<δάνειο από το ελλ μετρώ.

μουρέλο, το: το σχετικά μικρής ηλικίας και μεγέθους ελαιόδεντρο.
Λεξ. L&S: "μόριον, το: κυρίως υποκοριστικόν του μόρος, τεμάχιον, μέρος, μερίς...
μορία, η, το πλείστον εν τω πληθυντικώ μετά της λέξεως ελαίαι  ή άνευ αυτής), αι ιεραί ελαίαι... Ζευς Μόριος ήν ο προστάτης και φύλαξ των ιερών των ελαιών...".
 Άρα  "μόριαι ελαίαι">μορελαίαι>μορέλα>μουρέλα, εξ ού το ενετικό morello= κομμάτι πράγματος.   

μουράγια και μουρίδαμουρίθρακαλαθίναμαλαθούνα, η:  φίμωτρο στη "μούρη" βοοειδών και μεταφορικών κυρίως ζώων, συνήθως από πλεγμένες βέργες ή σχισμένα καλάμια ή σύρμα, για να μην τρώνε από καλλιέργειες.

μουράκι, το:  γωνιακή θέση υψώματος, άνω μέρος στροφής λόφου, υποκοριστικό της ίδιου νοήματος λέξης μουρί . συνηθίζεται και σαν τοπωνύμιο. Η ονομασία προήλθε από τη λέξη "μούρη" (εννοώντας του βουνού).

μουρνιδιά ή μουρνόρακη, η: είδος δυνατής ρακής, από μούρ(ν)α  από "ξινές" αγριομουρ(ν)ιές (μούρνο+ρακή)

μουσάντρα, η: (Σφακιά)=εσωτερική κλειστή αποθήκη, από τουρκ. musandira=σκευοθήκη

μουσκούλα,η: το ρίφι που γεννά στο πρώτο του έτος ηλικίας, ετυμολ: υποκορ. του μόσχος/μούσκος, στην αρχαιότητα(βλ L&S)  μοσχίας = "όμοιος μικρώ μόσχω, εν χρήσει επί νεογνών ζώων". Συνώνυμα: μουσκουλογγάλι, μαρωπογγάλι,μουσκουλογέννα αίγα.

μουστάρα ή μουσταρέ, η: ο μαστός αιγοπροβάτων και βοοειδών κυρίως, μα και γενικά των θηλαστικών ζώων. Από το ουσ. μαστός με μετατρ του α σε ου και τη μεγεθ κατάληξη -άρα.

 μουστερής, ο: ο επιζητών να πάρει  κάτι, πελάτης, αγοραστής, τουρκ. musteri. Αν όμως λάβουμε υπόψιν τη συχνή μετατροπή του α σε ου όπως στο μαστός/μουστάρα, ερευνώντας στο Λεξ. L&S θα δούμε: "μαστήρ, ο μαστεύων, ζητών, αναζητών, ερευνητής τινος..." Πιθανό λοιπόν κατά τον γράφοντα, το musteri να προέκυψε από το μαστήρ και  ως αντιδάνειο, έχουμε τη λέξη μουστερής.

μουφλούζης ή μουφλούσης, ο: μπατίρης, χρεοκοπημένος, από το τουρκ. muflis.

μπαδιερίτης, ο: σημαιοφόρος, από το ιταλ bandiera=σημαία 

μπαλοθιά/μπαλοτιά/μπαλοτέ, η: ο πυροβολισμός, Ετυμ: μεσαιων ελλ μπαλοτιά, βενετσιάν. balota=βολίδα, υποκοριστικό του balla, από το ελλην ρήμα βάλλω, ουσιαστικό βολή. Αντιδάνειο εξ αυτών, μπαλο-τιά.

μπαμπιόλι, το: 1. θιαμπόλι, είδος  φλογέρας,
2.  μηριαίο οστό. Αβέβαιης ετυμολογίας.

μπάντα, η: 1. η μεριά, η περιοχή, το μέρος  
2.ο εαυτός "ξάνοιγε τη μπάντα σου κι άσε τσ΄άλλους" μεσαιων. μπάντα>ιταλ. banda, υπόψιν (L&Scott) αρχ ελλ πάντη/δωρικό παντά=κατά πάσαν διεύθυνσιν, προς όλα τα μέρη.

μπαντίζει ή μπαντίδει: διευκολύνει, βολεύει "έπαέ μού μπαντίζει", ετυμ. από τη λέξη μπάντα.

μπαντούρης: εγκαταλειμμένος, έρημος και μόνος. Μάλλον από το αμπαντονιάρομαι (βλ λέξη).

μπάρε μου: έστω, τουλάχιστον, ετυμ. από τουρκ. bari=τουλάχιστον,  ίσως και από το "παρ΄εμού".

μπαρής, ο: στενός φίλος. Ίσως, κατά εικασία του γράφοντος, από το παρά (με την έννοια δίπλα στον φίλο του)+συνήθης κατάλ. αρσεν ονομάτων -ής, παρής/μπαρής. Κατά Ξανθ. από το τουρκ. baris=ειρήνη.

μπασαλής, ο:  μαχαίρι "καπετανίστικο", μπάσης-bas  τουρκ. σημαίνει αρχηγός, ηγέτης, άρα αρχηγικό μαχαίρι.  

μπασμός: βρεγμένο ψωμί ή ψωμοτύρι που ρίχνεται στη θάλασσα απ΄τη στεριά από αυτόν που ψαρεύει με καλάμι ή πετονιά   για να προσελκύσει ψάρια.Από το  ρήμα επι-πάσσω, αρχ. πάσμα (πασπάλισμα) >πασμός>μπασμός.

μπατάρω ή μπατέρνω: εκτιμώ ότι, θεωρώ, υπολογίζω "μπάταρε πως δε σ΄άκουσε " ίσως από το αρχ ελλ αποτηρέω=περιμένω το αποβησόμενον-"αποτηρούντες την ροπήν του πολέμου"(Διόδ.14.1).
Λιγότερο πιθανό νοηματικά από το ιταλ. bandire=βάζω κατά μέρος (πιθανολόγηση Ξανθ.)

μπέλεικεί (ή συνήθως μπέλικι) : ίσως ,υπάρχει πιθανότητα, μήπως άραγε. Πιθανή προέλευση 1.από το τουρκ. belki κατά τον Ξανθ  
2.πιθανότερη, κατά την άποψη του γράφοντος, από το εκ του ρήματος πελάω/πελάζω=πλησιάζω 
πέλει=υπάρχει, γίνεται, δίδωσι, εστί(Ησύχιος Λεξ.)  με μετατροπή του π σε μπ και προσθήκη του επιρρ. εκεί (όπως λέμε "άκου ΄κεί!") οπότε έχουμε:  πέλει εκεί>πέλει΄κεί>μπέλεικεί. 
Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι ότι το ρ. μπορώ στην τουρκική είναι yapabilmek (βλ. διαδικτ μεταφράσεις) ενώ ξεκομμένο από αυτό το ρήμα το belki (μόνο στο 3ο πρόσωπο ή επιρρηματικά) σημαίνει μπορεί, άρα μάλλον είναι λεκτικό δάνειο από την ελληνική στην τουρκική και, αν δεν είναι ευθέως συνέχεια της  αρχαίας έκφραση, ίσως να ξαναγύρισε έτσι, ως αντιδάνειο, στην τοπολαλιά μας. 

(μ)πομπαίνω (χαν.) ή απομπαίνω (ρεθ.) : "άφης το φαϊ να μπομπάνει"-τα πήλινα τσικάλια με τα οποία μαγείρευαν συνήθως στο πυρομάχι με τα ξύλα, συνέχιζαν και μετά το κατέβασμά τους απ΄τη φωτιά να σιγοβράζουν για λίγο. Αυτό δηλώνει η παραπάνω φράση. Ετυμολ, από+βαίνω>(α)πομπαίνω με μετατροπή του β σε μπ, όπως βόμβα>μπόμπα.

μπόμπολα, τα: πολύ μικρά ασπριδερά, συνήθως ενωμένα πολλά μαζί,  χοχλιδάκια.  Βράζονται σε αλατόνερο, πασπαλίζονται με ρίγανη και τρώγονται βγάζοντάς τα απ΄το καβούκι τους με λεπτό ξυλάκι ή οδοντογλυφίδα. Παλιότερα τα πουλούσαν στις πόλεις πλανόδιοι στους περαστικούς,  ψημένα, μέσα σε  χωνάκια. 
Από το μεσαιων. ελλ. πόπολον= πολύς λαός/μέγα πλήθος κι αυτό απ΄ το ιταλ. populus=λαός. 

μποτόνια, τα: χρυσά φλουριά περιδέραιου γυναικείας κρητικής φορεσιάς, Ξανθ: από το ιταλ bottoni=κουμπιά.

μπουγλούρι, το  (εκτός Κρήτης λέγεται μπουλουγούρι): σούπα από χόντρο κυρίως. Από πλιγούρι ( κι αυτό πιθανά από το αρχ ελλ. πλίκιον(L&S)=είδος πλακουντίου) >πλικούριον>πλικούρι>(μ)πλιγούρι>μπουγλούρι  (τουρκ. bulgur)

μπουζιάζω: συμπιέζω ακινητοποιώντας το κάτω σαν ασκί (συνήθως αναφέρεται σε  αιγοπρόβατα)  "μπουζιάζετε  τα ωζά, κι εμείς θα τα κουλουκουρίζουμε!"  
Κ.Ντ:Από το αρχ ελλ επίρρημα βύζην=στενώς πιεσμένος (βλ. Λεξ. L&S)>βυζιάζω>με μετατρ του β σε μπ και του υ σε ου μπουζιάζω.

μπούκα, η: η στοματική κοιλότητα, στόμιο "άνοιξε τη μπούκα σου να φας", εξ ού μπουκιά, μπουκώνω. Επίσης λέμε "στη μπούκα του λιμανιού" δηλ στο στόμιο του λιμανιού. Μεσαιων. ελλ. μπούκα<λατιν bucca=στόμα<αρχ ελλ βουκάλιον=στενόλαιμον αγγείον >γαλλ. bocal=δοχείο/ και bouteille=φιάλη=μπουκάλι (αγγλ. bottle).

μπουμπουλές, ο: πυκνός θαμνότοπος. Αβέβαιη η ετυμολογία, πιθανολογούν κάποιοι από το πουπουλές<πούπουλα. 
Πιθανότερο κατά τη γνώμη μου από το πάμπολλα, αφού σημαίνει πάμπολλα θαμνώδη φυτά

μπούμπουρα (επίρρ.): μπρούμυτα, πρηνηδόν, από το επίμουρα (επί+μούρη=με τη μούρη κάτω) > επίμουρα> πίμουρα> πούμουρα >μπούμπουρα

μπούμπουρας, ο :βομβύνος, σκούρκος, σερσένι, είδος μεγάλης σφήκας, συνήθως κόκκινη (αυτή ενοχλεί πολύ τα μελίσσια και κεντρώνει ισχυρά αν ενοχληθεί)  άλλο είδος είναι κίτρινο με λεπτές μαύρες ρίγες, μεγαλύτερη και χοντρύτερη απ΄τις κοινές σφήκες (χρήσιμος βιολογικός επικονιαστής)  και μια άλλη κατάμαυρη μεγάλη και χοντρή που φωλιάζει σε τρύπια καλάμια (ακίνδυνη). Λέξη ηχοποίητη, από τον "βόμβο" που παράγει πετώντας>βόμβυρας>μπόμπυρας (μεταφορ. λέγεται έτσι το μικρό παιδί γιατί θορυβεί) >μπούμπουρας.

μπουμπουριά, η: 1. Η φωλιά των μπουμπούρων, συνήθως είναι σε αναμεσάδες πετρότοιχων κι  έχει (αυτή των κοκκινομπουμπούρων, των άλλων ειδών ελάχιστους) δεκάδες ως και μερικές εκατοντάδες μπουμπούρους. 2. Μεταφορικά, η ενοχλητική, ανεπιθύμητη, επικίνδυνη (σαν τη φωλιά μπουμπούρων αν την πειράξεις) υπόθεση:
"Μεγάλη μπουμπουριά μού άνοιξες μωρέ διάολε!"

μπουμπουριστός,ο: αυτός που είναι μπούμπουρα -επίμουρα- δηλαδή μπρούμυτα. "Χοχλιοί μπουμπουριστοί" είναι οι μαγειρεμένοι μπούμπουρα στο τηγάνι χοχλιοί

μπουρμάς, ο: πρώην χριστιανός που άλλαξε θρησκεία κι έγινε μουσουλμάνος,  εξωμότης, τουρκ. burma=ευνούχισμα, άρα ήταν  χαρακτηρισμός προσβλητικός προς τους  λόγω καιροσκοπίας και ραγιαδισμού εξωμότες τουρκοκρητικούς

μπούρμπερη/μπόρμπερη, η: σκόνη, μπαρούτι, από το μεσαιων. πούλβερη<λατ pulveris=σκόνη.

μπουρού, η: τα ψαροκάικα παλιά, μα και πολλά άλλα σκάφη, χρησιμοποιούσαν σαν κόρνα ένα μεγάλο άδειο κωνικό εξωτερικά, ελικοειδές εσωτερικά, όστρακο κουργιαλού, κομμένο ελαφρά στο μυτερό του άκρο από το οποίο ένας ναύτης φυσούσε με δύναμη και τέχνη, ώστε να γίνεται είδος τηλεβόα με δυνατό βούισμα που ακουγόταν από εκατοντάδες μέτρα μακριά. Η ονομασία ηχοποίητη προφανώς, από τον ήχο "βου" όπως το βου-ητό, 
βου-ρού>μπουρού με μεταρ του β σε μπ, όπως από  βόμβα>μπόμπα.

μπουτσουνάρα, η: κουτσουνάρα, υδρορροή στέγης. Ετυμολ. ίσως από βυτίνη (βλ. Λεξικόν Ησυχίου)=λάγυνος, αμίς (σταμνίον), ίδιας ρίζας το βυτίον  και βύσσαλος=βόθρος, οπότε από βυτινάρα > βουτινάρα>βουτσινάρα>μπουτσουνάρα. 
Αλλιώς, από την κουτσουνάρα (βλ. λέξη) με μετατροπή του κ σε μπ. 
Η εικαζόμενη από το ιταλ buzzunara=μεγάλη φιάλη, αβάσιμη, αφού οι ίδιοι οι Ιταλοί λένε zoppo την κουτσουνάρα και grondalia  υδρορροή ή λούκι.

μπράτη ή μπράτικα, τα: σκουτελικά, διάφορα πράγματα, αποσκευές,  Μεταφορικά και τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Από τη λέξη πράγματα>πράτα>πράτη>μπράτη.

μπροσκάδα, η: ενέδρα "του στέσανε μπροσκάδα και τονε καταλύσανε". Ετυμολ: προ ή εμπρός/μπρος + δεύτερο συνθετικό -σκάνδα>σκάδα από το θέμα σκανδα- της αρχ ελλ. λέξης σκάνδαλον=παγίδα (Λεξικό Pierre Chandraine) και σκανδάλη=το τμήμα της παγίδας στο οποίο τοποθετείται το δόλωμα, εξ ής η με την σημερινή έννοια σκανδάλη όπλου. 
Η πιθανολόγηση προέλευσης από το ιταλ. imposcata, μάλλον ανάποδα ισχύει, η εννοιολογική ετυμολογική ανάλυση των συνθετικών της ιταλικής λέξης δεν πείθει. 

μπροστελίνα(από το επίρρ. μπροστά+κατάληξη -λίνα  όπως από το πλάθω/πλαστό, λέμε πλαστελίνη) είναι η ζώνη στο εμπρός μέρος του σαμαριού η οποία πιάνει το κάτω μέρος του λαιμού του γαϊδάρου ή μουλαριού για να δένει καλά το σαμάρι στο ζώο σε συνδυασμό με τον καπουλοδέτη (βλ λέξη) που πιάνει το πίσω μέρος, τα καπούλια του ζώου δένοντας κάτω απ΄τη βάση της ουράς. 

μπυθιάζω: συμπιέζω, από το βυθιάζω, παράγωγο του βυθός. Συνώνυμο μπαστίζω

μυλάρι, το: η μυλόπετρα, από μύλος+κατάλ. -άρι, λαξευτή μεγάλου βάρους κυλινδρική που κινούμενη  πάνω από  άλλη μια συνθλίβει τις ελιές στο αλετριβειδιό ή σιτάρι/κριθάρι στον αλευρόμυλο.

μύσμα/μύσματα: βογγητό, βαριανασάνεμα, στίχοι από  Ερωτόκριτο: "...όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ'  αρρωστάρη και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει...".
Από το ρήμα μύσω, βλ. παρακάτω.


μύσω:αναπνέω απ΄τη μύτη δύσκολα και με θόρυβο από το αρχ ελλ μύζω=βογγώ, αναπνέω ισχυρώς, μεταγενέστερο μυσιάω>μύσω.







                              Ν
                         
Νάδης, ο: Άδης, όπως η Ίδα γίνεται Νίδα, ο ώμος νώμος κλπ. Ριζίτικο: "Ακούσετε είντα μήνυσε  γεις νιος απού το Νάδη. Χαρείτε σεις οι ζωντανοί εις τον Απάνω Κόσμο..."

ναίσκε ή ναίσκες : ναι, βεβαίως. Κατά τον Γλωσσολόγο Γ. Χατζηδάκη από το "ναι συ καλέ".

νάκλι, το: σχόλιο, εξιστόρηση, διήγηση "όμορφά απού ΄τανε όντεν αποσπερίζανε παλιά στα χωριά μας, με τα νάκλια γύρω από το πυρομάχι!" Από το ανακαλώ (στη μνήμη) >ανάκληση, βυζαντινό ανάκλημα.

νάμι, το: καλό ή κακό όνομα, φήμη για ένα πρόσωπο, "έβγαλε νάμι για τη λεβεντιά και την αθρωπιά ντου"  μα και αντίθετα "να βγάλεις θέλει νάμι με τσι τροζάδες σου". 
Ετυμολ. από τη λέξη όνομα, την οποία  δανείστηκαν τα λατινικά (nomen) οι ευρωπ. γλώσσες (αγγλ. name, γαλλ.nome κλπ) ως και η τουρκική (κυρίως isim, αλλά και από ελλην.  nam). 

νάτος, το: νεύμα. Λέγεται μόνο μαζί με το άρθρο του, όπως στο   ριζίτικο: "...Μά΄ ενας νιος καλός, καλός και διωματάρης, μού πεζογελά και κάνει μου το νάτος...". 
Στην καθομιλουμένη λέμε πχ όταν θέλουμε να δηλώσουμε την παρουσία κάποιου "νά τον, εκεί είναι". Οπότε "κάνει το νάτος" σημαίνει υποδηλώνει την παρουσία του, γνέφει.

νέικος, ο: αρκετά νέος, νιούτσικος. Από το νέος με κατάληξη -ικος.

νέτος,ο: ο σίγουρος, από το ιταλ. netto.

΄νιούς ή ΄νούς ή ενούς, του: ενός. μαντινάδα: "Είναι άντρες  ενούς ργιαλιού, είναι κι οχτώ στο ργιάλι, είναι και τσι ζυγιάζουνε με το μαργαριτάρι..." Και αντίστοιχα λέμε κιανούς ή κιανιούς ή κιανενούς=κανενός. "Εγώ δεν είμαι κιανενούς, παρά ΄μαι τ΄απατού μου, μονάχος μου και λεύτερος εις τσι κορφές του νού μου!"

νοδάρος, ο: γραμματέας, συμβολαιογράφος, ταχυγράφος,  από το βυζαντ. ελλ. νοτάριος, προερχόμενο από το ιταλ. notaio-λατιν. notarius publicus.

ντάκος, ντάγκος, τάκος, τάγκος, ο: κομμάτι ξύλου για στήριξη αντικειμένων να μην κυλίσουν ή κομμάτι ψωμιού ή μεγάλου παξιμαδιού ή ξύλινο στρογγυλό καπάκι φρέσκου τυριού που μπαίνει για να "κάτσει" το μαλακό φρέσκο τυρί μέσα στο τουπί (καλούπι) του. 
Κατά Ξανθιν. από το ιταλ. tacco (=φτέρνα). 
 Θεωρώ πιθανότερο από το αρχ. ελλ. θάκος, που όπως και θώκος, σημαίνει έδρα, κάθισμα, εκ του ρ. θακέω ή θωκέω=κάθομαι.
Το κομμάτι ξύλου λοιπόν, που τοποθετούμε, "καθίζουμε" στο πλάι ενός βαρελιού ή μιας βάρκας στην ξηρά για να μη γείρουν αυτά, να "καθήσουν" ακίνητα όπως και τα ξύλινα (όπως όλα καθίσματα παλιά) καπάκια που βάζουμε στο φρέσκο τυρί για να "καθήσει", είναι θάκοι>τάκοι ή ντάκοι. 
Όπως από το θάκος>τάκος>(υποκοριστικό) τακούνι=το μέρος του υποδήματος στο οποίο "κάθεται" το πέλμα. 

νόμι
, το:  η αμοιβή σε είδος (σε τυρί ή ζώα) για παραχώρηση βοσκότοπου, "έδωκά του δέκα οκάδες τυρί για νόμι στα χωράφια του". Από το νέμω=μοιράζω, διανέμω>νομάς=περιφερόμενος χάριν βοσκής>νομεύς=ποιμήν, βοσκός > νομή=βοσκότοπος. 

νουργιούμαι : ουρλιάζω, θρηνώ γοερά, λέγεται κυρίως για σκυλιά αλλά μεταφορικά και για παιδιά κι ανθρώπους γενικά"πράμα έπαθε ο σκύλος και νουργιέται!". Από το ωρύομαι(L&S)=ουρλιάζω, κυρίως επί λύκων και κυνών, ωρυγή=ούρλιαμα κυρίως επί λύκων και κυνών, ωρυτός=όν εθρήνησέ τις ωρυόμενος. Άρα από ωρύομαι>ωριούμαι> νουριούμαι, με μετατροπή του ω σε ου και αρχικό ν,  όπως ο ώμος>ο νώμος, η ΄Ιδα > η Νίδα, ο Άδης>ο Νάδης

ντα (ως  εισαγωγή σε ερωτηματική πρόταση): τι, μα, σάμπως, "ντα δε σου τό ΄λεγα;". Από το είντα (βλ. λέξη) με αποχωρισμό του εί.

νταβάς,ο: μήνυση ή δίκη, από τουρκ. dava

ντάε ή ντάι : άντε, γρήγορα, εμπρός. "ντάε, τέλειωνε μπλιο!".  Πιθανά από  άντε>ντάε ή (κατά Ξανθ) από το εν τάχει>εντάει>ντάε/ντάι

ντουάς, ο:  δέηση,γονυκλισία. "μη μπα να θέλεις να σου κάνω ντουάδες και παρακάλια για να πας;" Από το δέομαι>τουρκ. dua=δέηση>αντιδάνειο, ντουάς

ντρακέρνω ή ντακέρνω: αρχίζω, ξεκινώ κάτι, μιλώ δηκτικά σε κάποιον, μαλώνω ή επιτιμώ κάποιον. Κατά Ξανθ. από το ιταλ. attacare=επιτίθεμαι εξ ού και το νεοελλην. τρακάρω.

ντρούβαλος,  δρούβαλος, δρούβαλης: ο  τελείως βλάκας. Ίσως από το υδροβούβαλος>δρόβαλος>δρούβαλος

ντρύζος, ντρύζινος : δυναμικός χαρακτήρας, ισχυρογνώμων, ζόρικος. Από το δρυς, δρύινος (σκληρός σαν δρυς) >δρύγινος>ντρύζινος




















                                               Ξ

                               








                                   
                                    Ο                        


ορφός: ροφός. Η ονομασία ροφός, προέρχεται εξ αναγραμματισμού του "ορ" από την αρχαία, όπως την αναφέρει στα "Φυσικά" του ο Αριστοτέλης, "ορφός",  την χρησιμοποιούν ακόμα οι παλιοί ψαράδες στην Κρήτη. Ετυμολογείται όπως και το όνομα Ορφεύς και το όνομα ορφανός (που υποδηλώνει την ψυχικά σκοτεινή, "μαύρη ορφάνια") από το ορφ(ν)ός εκ του ερέβους (σκότους). Έτσι έχουμε: ερεφνός>ερφνός>ορφνός (με την συνήθη μετατροπή του ε σε ο, όπως εύμορφος, έμορφος/όμορφος) >ορφός=σκοτεινός, μέλας.
O ορφός ζει σε σκοτεινές τρύπες και σπηλιές του βυθού, μα και έχει σκοτεινό χρώμα.




                                
                                           Π


παρασιά και πυροστιά
Ετυμολόγηση, την οποία καταχώρησα στις 26/7/2017  στην Βικιπαίδεια: Η γλώσσα μας ακριβολογεί, είναι ίσως η μόνη ζώσα "εννοιολογική γλώσσα". Δηλαδή ταυτίζεται το σημαίνον (η λέξη) με το σημαινόμενο (αυτό που σημαίνεται από την λέξη, το αντικείμενο). Εννοιολογική λοιπόν η ετυμολόγηση τής λέξης πυροστιά-παρασιά, από το πυρ+εστία: πυρός εστία -πυροστιά, όπως λένε την φωτιά στο πυρομάχι (τζάκι) στην Ήπειρο και στην κεντρική Ελλάδα στα χωριά.
Χάριν ευφωνίας με την συνήθη μετατροπή του υ σε α,  πυροστιά-παραστιά-παρασιά.

πυροκότα, η: πυρίμαχα, ψημένα σε πολύ δυνατή φωτιά συμπαγή τούβλα της βάσης στο εσωτερικό του θόλου του φούρνου. Ονομασία αντίστοιχη της λατινικής λέξης «τερακότα», από το terra - cotia, που σημαίνει «ψημένη γη», η πυροκότα είναι μισή ελληνική, πυρ+μισή λατ. cotia/γη.


πυρομάχι (το): Το μέρος εκείνο, κάτω απ΄τον ανηφορά (την καμινάδα) όπου ανάβουμε τη φωτιά. 
Όπως από πυρ+σβήνω>πυροσβέστης, έτσι κι εδώ, από πυρ+μαχώνω (βλ λέξη, σημαίνει εγκλωβίζω) >πυρομάχι,  δηλ. αυτό που εγκλωβίζει τη φωτιά.





Ρ










Σ


σαλεύω, σαλεύγω: Κινούμαι, βαδίζω, προχωρώ, βηματίζω. Από αυτό και το ζάλο, η ζαλιά, η ζαλέ (δρασκελιά, βήμα, βηματισμός).
 Από το αρχ.ελλσάλος = θόρυβος (προκαλείται κατά το βάδισμα).  Εκτός Κρήτης λένε επίσης: "Σαλαγώ τα πρόβατα", "σαλάγα τα" "αυτοί ξεσάλωσαν" κλπ.

σκάρος, σκαρ(θ)μός, ο: αν και είναι δυο διαφορετικά ψάρια, και τα δυο προκύπτουν από το ρήμα σκαίρω (Λεξ L&S)=πηδώ,σκιρτώ, χορεύω, προφανώς επειδή μόλις βρεθούν στην στεριά αγκιστρωμένα απ΄ τον ψαρά, αυτό ακριβώς κάνουν έντονα.











(Η λεξικογράφηση θα συνεχιστεί για καιρό, διαρκώς εμπλουτιζόμενη και διορθωνόμενη)










                                 
                         

 Πηγές,βοηθήματα,βιβλιογραφία:

Liddell & Scott: 8τομο "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" 2η έκδοση, 2006, εκδ. Πελεκάνος.

Ησύχιος 5τομο "Λεξικόν, Συναγωγή πασών λέξεων ανά στοιχείον". Εκδ. Κάκτος-Οδυσσέα Χατζόπουλου "Οι Έλληνες", Πρώτη Έκδοση, 2004.

Λεξικό Σουίδα: 10ος αι.μ.Χ. σύγχρονη έκδ. "Θύραθεν".

Ευάγγελος Μαντουλίδης: Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής, ηλεκτρονική έκδοση Εκπ/ρίων Μαντουλίδη, Μάιος 2009

Μακάριος Π. Πελέκης: "Λεξικό ρημάτων της αρχαίας ελληνικής", εκδ. Σαββάλας 1999.

Γεώργιος Παπανδρεόπουλος:"Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας",εκδ. Ρώσση,3η έκδ. 1994.

Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου: "Έλλην Λόγος πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο"
                                                    4η έκδ. 2006, εκδ. "Βιβλιοθήκη των Ελλήνων".

Ηλίας Τσατσόμοιρος: "Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας από τον έλλοπα-θηρευτή μέχρι την                                        Εποχή του Διός". εκδ.Δαυλός, 1991.

Pierre Chandraine: "Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής".

Henrriette Walter: "Η περιπέτεια των Γλωσσών της Δύσεως".

Αντωνίου Ξανθινάκη: "Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού                                                    ιδιώματος", Πανεπιστημ. Εκδόσεις  Κρήτης, 2000.

Σταμάτη Αποστολάκη
: "Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης", Γλωσσάρι σελ.565-588,                                                    εκδ."γνώση", 1η έκδοση, καλοκαίρι 1993.

Αριστείδη Κριάρη
: "Κρητικά Άσματα",εκδ.1920- "Μικρόν Λεξιλόγιον" στις σελ. 186-197 του βιβλίου.

Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη: "Συλλογή ξενόγλωσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη" Χανιά 1952.

Προσωπικές καταγραφές,σημειώσεις,παρατηρήσεις Κώστα Σπ. Ντουντουλάκη

Κώστας Σπ. Ντουντουλάκης: "Η επίδραση της Ελληνικής στις άλλες Γλώσσες".Ανέκδοτη ακόμα μελέτη, παρουσιασθείσα δημόσια προ ετών  υπό την αιγίδα της Νομ.Αυτοδ/σης Χανίων στο Πολιτιστικό Κέντρο της Μητρόπολης Χανίων.

Προσωπική καταγραφή λέξεων κρητικής τοπολαλιάς του δασκάλου Ανδρέα Περράκη






Τοπολαλιά ή Ντοπιολαλιά;

Μερικοί ισχυρίζονται πως "μόνο η λέξη ντοπιολαλιά είναι σωστή γιατί εννοεί ντόπιων λαλιά ενώ τοπολαλιά σημαίνει τόπου λαλιά, αλλά, ο τόπος δε μιλά, μιλούνε μόνο οι άνθρωποι."
-Τοπολαλιά όμως, αφενός είναι η πιο εύηχη, άρα η πιο χρηστική λέξη (προσπαθήστε απλά να πείτε ντοπιολαλιά, αμέσως μπερδεύει η γλώσσα...) αφετέρου είναι και νοηματικά σωστή, όπως ακριβώς λέμε "τοπικές συνήθειες, τοπική κουζίνα, τοπικά ήθη, τοπικά έθιμα, τοπικές γιορτές, τοπικές ενδυμασίες, τοπικά τραγούδια, τοπική μουσική" κλπ κλπ, μη εννοούντες φυσικά πως ...τα βουνά τα λαγκάδια και οι πέτρες ενός τόπου τα δημιουργούν, αλλά οι άνθρωποι του τόπου, γιαυτό τα λέμε "τοπικά"...
Ας μην κατασκευάζουν λοιπόν κάποιοι εγκεφαλικά σχήματα που δε στέκουν λογικά όταν τα δούμε σε σύγκριση με παραδείγματα όπως τα παραπάνω και σ΄αυτά να προσπαθούνε να στριμώχνουν την πάμπλουτη σε κυριολεξίες, μεταφορές, λογοπλασία και αποχρώσεις εννοιών Γλώσσα μας!

Κώστας Σ. Ντουντουλάκης




 Πηγές, βοηθήματα, βιβλιογραφία:


Liddell & Scott: 8τομο "Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" 2η έκδοση, 2006, εκδ. Πελεκάνος.

Ησύχιος 5τομο "Λεξικόν, Συναγωγή πασών λέξεων ανά στοιχείον". Εκδ. Κάκτος-Οδυσσέα Χατζόπουλου "Οι Έλληνες", Πρώτη Έκδοση, 2004.

Λεξικό Σουίδα: 10ος αι. μ.Χ. σύγχρονη έκδ. "Θύραθεν".

Μακάριος Π. Πελέκης: "Λεξικό ρημάτων της αρχαίας ελληνικής", εκδ. Σαββάλας 1999.

Γεώργιος Παπανδρεόπουλος:"Λεξικό αρχαίας ελληνικής γλώσσας", εκδ. Ρώσση 3η έκδ. 1994.

Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου: "Έλλην Λόγος πώς η ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο"
 4η έκδ. 2006, εκδ. "Βιβλιοθήκη των Ελλήνων".

Αμαλία Μεγαπάνου: "Πρόσωπα και άλλα Κύρια Ονόματα μυθολογικά-ιστορικά έως τον 1ο μΧ αιώνα της Ελληνικής Γραμματείας",  Μουσείο Μπενάκη Εκδόσεις Έναστρον Αθήνα 2006


Ηλίας Τσατσόμοιρος: "Ιστορία γενέσεως της ελληνικής γλώσσας από τον έλλοπα-θηρευτή μέχρι την 
Εποχή του Διός"  εκδ.Δαυλός, 1991. 
                                  

Pierre Chandraine: "Ετυμολογικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής".

Henrriette Walter: "Η περιπέτεια των Γλωσσών της Δύσεως".

Αντωνίου Ξανθινάκη: "Λεξικό ερμηνευτικό και ετυμολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού                                                    ιδιώματος", Πανεπιστημ. Εκδόσεις  Κρήτης, 2000.

Σταμάτη Αποστολάκη
: "Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης", Γλωσσάρι σελ.565-588,                                                    εκδ."γνώση", 1η έκδοση, καλοκαίρι 1993.

Αριστείδη Κριάρη
: "Κρητικά Άσματα",εκδ.1920- "Μικρόν Λεξιλόγιον" στις σελ. 186-197 του βιβλίου.

Ιδομενέα Παπαγρηγοράκη: "Συλλογή ξενόγλωσσων λέξεων της ομιλουμένης εν Κρήτη" Χανιά 1952.

Μαρίας Δημάση-Αχμέτ Νιζάμ: "To Κοινό Λεξιλόγιο της Ελληνικής και Τουρκικής Γλώσσας" Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, εκδ. Κυριακίδη, 2018.

Προσωπικές καταγραφές, έρευνες,σημειώσεις, παρατηρήσεις Κώστα Σπ. Ντουντουλάκη.

Κώστας Σπ. Ντουντουλάκης: "Η επίδραση της Ελληνικής στις άλλες Γλώσσες". Ανέκδοτη ακόμα μελέτη, παρουσιασθείσα δημόσια προ ετών  υπό την αιγίδα της Νομ.Αυτοδ/σης Χανίων στο Πολιτιστικό Κέντρο της Μητρόπολης Χανίων.

Προσωπική καταγραφή λέξεων κρητικής τοπολαλιάς του δασκάλου Ανδρέα Περράκη







  









Συμπληρωματικά στοιχεία και επισημάνσεις


Σέλινο, Έλος, Άη Δίκιος...

 Φωτογραφία από την κορφή του Άη Δίκιου Κισσάμου όπου, πολύ μεταγενέστερα της παμπάλαιας, προχριστιανικής αρχικής ρίζας της ονοματοθεσίας της, μόλις το 1933, κτίστηκε  ομώνυμο ξωκκλήσι, πάνω από το Έλος Κισσάμου.

Πιθανή και πιο λογική προέλευση αυτής της μη υπάρχουσας σε καμιά άλλη εκκλησία ονομασίας,  κάποια αρχαία της ονομασία, (Δίον, Διός, Διός ιερόν κλπ) ως κορυφή συμβολίζουσα τον Δία ή αφιερωμένη σε αυτόν, πιθανά με ιερό-ναϊσκο ή βωμό  αφιερωμένο σ΄αυτόν, μιας και είναι η ψηλότερη κορφή της Κισσάμου. 

Εξάλλου και το εκεί ορεινό χωριό Έλος, φδεν σημαίνει ...έλος-βάλτο, αλλά φωτεινό, ηλιόλουστο μέρος, από το *σελ- ή ελ πχ: σέλας, σελήνη, (*Σ)Ελ-λάς<(Σ)ελ=λας (λίθος εξ ού λάνδη=έδαφος, τόπος, γη). (Σ)ΕΛΛΑΣ  σημαίνει Ηλιόλουστος, φωτεινός πετρώδης τόπος. Από το λας=λίθος, έχουμε Λασ-ίθι, Λασθένης(Λας+σθένος).

Από τη λάνδη/τόπος (άγνωστο πώς) το αγγλικό land μα και η κατάληξη της ονομασίας πολλών ευρωπαϊκών χωρών πχ England, Finland, Iceland, Scotland κλπ...


Σέλινο (η πρώην επαρχία) =Φωτεινός τόπος.


*Υπήρχε παλιότερα η αλήστου μνήμης δασεία ως πνεύμα, σε ανάμνηση του αρχαίου δασέος δηλαδή με παχεία προφορά αρχικού Σ.

Κ.Ντ.

 

 



ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΩΣ ΤΟ ΔΕΚΑ ΚΑΙ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ

(Από το Ετυμολογικό Λεξικό του Σταύρου Βασδέκη)


Ένα (1)

Εις, μία, εν (δασυνόμενα). Γενική, ενός, μιάς, ενός. Στις γενικές του αρσενικού και ουδετέρου γένους (ενός) διακρίνουμε ρίζα εν- . Επίσης στο θηλυκό υπάρχει το μ (μία). 

Η δασεία δηλώνει την αποβολή κάποιου συμφώνου. Το πιθανότερο είναι να δηλώνει το μ το οποίο παρέμεινε στο θηλυκό. Άρα η ρίζα είναι μεν- . Πρόκειται για το ρήμα μέν-ω, από το οποίο παράγεται η λέξη μονάς, που θα πει ένα.
Η λέξη μονάς παράγεται από το μονόω
(= μένω μόνος) κι αυτό από το μένω, με ε>α.
Από το μει-, του έ-μει-να (αόρ. του μένω) το εις (μει-ς > εις, το μ σε δασεία).
Το μία από το μέν-ω> μίνα (ε>ι) > μία (αποβολή του ν).
(Στο λεξικό εξηγείται το πώς και γιατί το μένω προέρχεται από τη βασική ρίζα μα- , κάτι που ισχύει για όλες τις λέξεις που ετυμολογούνται σ΄αυτό).


Δύο (2)
Αρχαίοι τύποι, δοιώ, δοιοί, δύω. Από το δαίω (= διαιρώ), δαΐζω (= κόβω στα δύο), με αι> οι> υ.


Τρία (3)
Τρεις. Από το ταράσσω, ταρα- > τρα- > τρε- (α>ε) > τρει- (ε>ει) > τρι-. Ο Ποσειδώνας με την τρίαινα δεν καμάκωνε κάτι, αλλά τάραζε την θάλασσα και προξενούσε σεισμούς. Είχε δε τρεις αιχμές διότι ο αριθμός ήταν ιερός από αρχαιοτάτων χρόνων. Το δε –αινα (τρί-αινα) εκ του αινός = δεινός, φοβερός, τρομερός (βλ. τριαινόω). Εκτός και αν εκ του θρίον (θ>τ) (= φύλλο συκιάς), εκ των τριών λοβών του (βλ. θρίναξ) ή εκ του τέλειος (ιερός), δηλαδή τέλειος > τλείος > τρείος (λ>ρ). Το φύλλο συκιάς υπήρχε σε κάθε σπίτι διότι μ’ αυτό καθάριζαν τα μαγειρικά σκεύη, λόγω της τραχύτητάς του. Στις αγορές πουλούσαν τέτοια φύλλα για όσους δεν διέθεταν δέντρο στην αυλή τους. Επομένως ήταν κάτι το πολύ γνωστός στους πάντες, από αρχαιοτάτων χρόνων.


Τέσσερα (4)
Από το δεύτερος με αναδιπλασιασμό, δηλαδή, δεδεύτερος > τετεύτερα (δ>τ) > τέττερα (αποβολή του ευ) > τέσσερα (ττ>σσ).


Πέντε (5)
Αρχαίος τύπος, πέμπε (ν>μ, τ>π). Στον Όμηρο το πεμπάζομαι σημαίνει αριθμώ επί των πέντε δακτύλων, δηλαδή το πέντε εκ του πάντα (α>ε) τα δάκτυλα της χειρός. Στο πενταδικό σύστημα αριθμήσεως το έξι λέγονταν ένα και πέντε (βλ. έξι) και ούτω καθ’ εξής.


Έξι (6)
Εξ (δασ.) δηλαδή (Σ)εξ/έξι. Από το πενταδικό σύστημα αριθμήσεως μετά το πέντε, το έξι λέγονταν ένα και πέντε, το επτά δύο και πέντε (όπως στο δεκαδικό έν-δεκα) κ.λπ.. Η πεντάδα περιελάμβανε άπαντα το δάκτυλα του χεριού, δηλαδή εξ = εν + πας > ενπάς > επάς > εκάς (π>κ) > εκς > εξ.


Επτά (7)
Επτά (δασ.). Από το σεπτός, το σ σε δασεία, ιερός αριθμός (έβ-δομος, εβ- > σεβ- > σέβας)


Οκτώ (8)
Οκτώ. Από το κοτύλη, κοτυληδών (βλ. δικότυλος), στον πληθυντικό έτσι λέγονται οι θηλές στις πλεκτάνες του πολύποδα (οκτάπους, χταπόδι). Το μόνο γνωστό πράγμα στη φύση (γνωστότατο) που χαρακτηρίζεται με τον αριθμό οκτώ, από τα αντίστοιχα άκρα του (πόδια). Το κάθε ένα δε από αυτά, φέρει πολλές κοτύλες, είναι δηλαδή κοτυλωτός > κοτυωτός > κοτωτός (βλ. κοτύλη) > κοτω-τός > οκτω-τός (μετάθεση, κο>οκ) και προς γενίκευση οκτώ.


Εννέα (9)
Είνατος. Από το αινέω, αινητός > είνατος (α>ε, η>α), ήταν ιερός αριθμός ως τριπλάσιος του τρία, όπως το επτά εκ του σεπτός. Το εννέα από τα εν + αινέω > εναινέω > εννέα, με αποβολή του αι.


Δέκα (10)
Από το δέχομαι (πρκμ. δεί-δεκ-το). Απλώνω τα χέρια, τα δέκα δάκτυλα ταυτοχρόνως.













ΕΛΛΗΝΙΚΈΣ ΛΕΞΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΉΣ

Παρακινηθείς από  διάλογο, ή μάλλον, απόπειρα διαλόγου εκ μέρους μου περί ετυμολογίας  με άτομο που έχει όπως και άλλοι πολλοί την έμμονη ιδέα πως όσες λέξεις της ελληνικής φαίνονται ξενικές πάντα είναι κιόλας, και πως ελάχιστες ελληνικής ρίζας λέξεις έχουν οι άλλες γλώσσες πχ  η τουρκική, περί της οποίας ήταν ο λόγος, παραθέτω ενδεικτικά (γιατί είναι ασύγκριτα περισσότερες) μόνο μερικές από τις αναγραφόμενες στο εξαιρετικό σύγγραμμα της αείμνηστης γλωσσολόγου Άννας Τζιροπούλου 'Έλλην Λόγος" (σελ 182) ελληνικής ρίζας λέξεις της τουρκικής, κυρίως απ΄αυτές  που αρχίζουν από Α.

Δειγματολειπτικά κοινοποιώ και κάμποσες αρχόμενες από τα υπόλοιπα γράμματα  του τουρκολατινικού αλφαβήτου,  από τις αναγραφόμενες στις σελ 183-189 του προαναφερθέντος βιβλίου:


Α

abanoz-έβενος, 

abis-άβυσσος, 

acete-(βιασύνη) -κέλλω(σπεύδω) 

aci-(πικρός) εκ του ακίς=πικρόν τι, 

aerodrom-αεροδόμιο,

af(συγγνώμη) -άφεσις, 

aforoz-αφορισμός, 

aglama-κλάμμα, 

ahlat-αχράς-αχλάδι,

ahrem-ακρώμιον, 

ahtapod-χταπόδι/οχταπόδι, 

ahter-αστήρ, 

akca-αξία,

akaya-ακακία, 

azi και akdes-άγιος,

akantium-ακάνθιον,

aksiyon-αξίωμα,

amnios-αμνός/αμνίον,

ana(μητέρα)εκ του αρχ ελλην.αννίς=μήτηρ

ali-(μέγας) εκ του άλω/αλδαίνω=αυξάνω

ambrion-έμβρυον, 

ampirik-εμπειρικός,

anadoln-ανατολή,

anafor(ανάρρους)-ανα+φορά(επαναφορά) 

anahtar(κλειδί)-ανοιχτήρι,

 analjeji-αναλγησία,

 analoyi-αναλογία, 

anarsi-αναρχία,

 anason-άνησον(άνηθο-χόρτο)

 anavaftiz-αναβάπτιση,

 anemon-ανεμώνη, 

anydrit-άνυδρο 

ankilos-αγκύλωση, 

anofel-ανωφελής,

anot-άνοδος,

ansefal-εγκέφαλος,

anterit-εντερίτις, 

antipod-αντίποδες

antitez-αντίθεση,

aoma-αόμματος, 

aort-αορτή,

aparmak-αρπάζω,

apokorya-απόκρεω

apotek-αποθήκη, 

apotem-απόθεμα, 

ar-(όνειδος) εκ του αρά (εξ ού το νεοελλ. κατ-άρα),

ari-καθ/άριος

ariz-ευρύς,

arhont-άρχοντας, 

arma(εξοπλ. πλοίου -άρμενο)- armoz-αρμός

as-(φαγητό) εκ του εσθίω/έδω/άση=κορεσμος, 

arz-(γη) εκ του άρουρα,

arsin-αρχείο, 

asa-άοσον, όσα, 

asaf-σοφός, 

asayis-ησυχία,

asepsi-ασηψία, 

asit-οξύ, 

asfalt-άσφαλτος, 

astma-άσθμα, 

ata(πατήρ) εξ ού Ατα/Τούρκ - Ατατούρκ για τον Κεμάλ=πατέρας των Τούρκων -εκ του αρχ.ελλην. άττα, τάττα (πατήρ)

aterina-αθερίνα 

ates=φωτιά, εκ του αίθω 

aster-αστήρ

atme-ατμοί, 

avlak-αυλάκι, evlek ayla


Β

balada-πουλάδα, 

bacter-βακτηρίδιο 

balos(χορός)- αρχ.ελλην. βάλλισμα 

bar-βάρος, 

buru(σωλήν)-ελλην. πόρος


C

cafer(ποταμός)εκ του κατωφερής 

cimnas-γυμναστική, 

cins-γένος 

cografya-γεωγραφία


D

dafne-δάφνη,

daktiloskopi(σήμανση)-εκ του δακτυλοσκόπησις

dam-δώμα, 

damar(καταγωγή) -ελλην. δάμαρ(σύζυγος) 

diyoptri-διόπτρα,

duru-δώρο, 

dusku(δυστυχία)-από το δύσκολο, 

dusman(εχθρός) εκ του δυσμενής


E

eda-ήθος, 

ede-αδελφός εκ του ηθείος

ebedi-αιών (αρχαιοελληνικά αιFών, προφερόμενος περίπου αιβόν)

efrenci-αφροδισιακός 

eksantrik-εκκεντρικός, 

embriyon-έμβρυον, 

erg-έργον

ergamun-όργανον

eristik-εριστική 

eros-έρως

esir,eter-αιθήρ

esit-ίσος


F

faz-φάση

falaka-φάλαγγα

far-φάρος, 

fanos/fanar/fenar-φανός/φανάρι. 

faraklit-παράκλητος,

fasil-φασόλι από το αρχ φασίολος,

filakter-φυλακτήριο

filoksera-φυλλοξήρα

fisika-φυσική

fira-φύραμα

firin, furun-φούρνος

fobia-φοβία

fok-φώκια



G

gargare-γαργάρα,

gen-γόνος/εκ του γεννώ, 

gilaf-(θήκη)-εκ του κέλυφος,

gol-(λίμνη) από το κοίλωμα

gram-γράμμα



H

hapta(έβδομος)-από το επτά

hafta(εβδομάς)-από το εφτά

hala-χάλασμα, 

handak,χάνδαξ, χανδόν εκ του χαίνω

harta-χάρτης 

hasar(απώλεια)-από το ελλ. χασούρα

havli-αυλή, 

hiipotez-υπόθεση, 

hipostaz-υπόσταση

homogen-ομογενής

hora-χώρα

horata-χωρατά

horataci-χωρατατζής

horon-χορός


I

idil-ειδύλλιο, 

iklim-κλίμα, 

illet-ελάττωμα, 

inek-γυναίκα, 

ιntiba-εντύπωση, 

iskelet-σκελετός, 

iskolastik-σχολαστικός 

izomeri-ισομέρεια

ipotek-υποθήκη

ipotetik-υποθετικός

iris-ίρις

isfenc-σπόγγος

isfendam-σφένδαμος

isfinah-σπανάκι

isfin-σφήν, σφήνα

iskara-εσχάρα

iskardion-σκόρδον



j

jale(όχθη)-αιγιαλός/γιαλός,

 jeologi-γεωλογία


K

kadirga-κάτεργα

kaitas-κήτος

kalem(γραφίς)-από το ελλ. κάλαμος

kamak-κάμαξ,καμάκι,

kanal(διώρυγα)-κάναλος/κανάλι

kaliba ή kulibe-καλύβα,

kap (δοχείο)-από την κάπη(κύπελο,δοχείο)

karavida-καρίς, καραβίδα

karakter-χαρακτήρας

karaci(αξιωματικός) -κάρανος (αρχηγός)

kardam-κάρδαμον

karfica-καρφίς,κάρφος

kasdir-κασίτερος

katil (φονεύω)-καταλύω(εξοντώνω,φονεύω)

kelise-εκκλησία

kestane-καστανός

keylus-χυλός

keymus-χυμός

kidra-χύτρα

kilar-κελάρι

kilinder-κύλινδρος

kilometro-χιλιόμετρο

kimya-χημεία

kofteros-κοπτερός

kola-κόλλα

kolyos-κολιός

kuti-κυτίον/κουτί

kriko-κρίκος

kristal-κρύσταλλον

krom-χρώμα

kron-χρόνος



L

lastik-λάστιχο,

lahana-λάχανα, 

layik-λαϊκός

lehuna-λεχώνα

leken ή ligen-λεκάνη 

lenfa-λέμβος,

liman-λιμάνι

limon-λεμόνι 

lipsos-λειψός, 

lura-λύρα, 

lirik-λυρικός


M

madalya-μετάλλια,

magnatis/mihladiz-μαγνήτης 

mahulya/malihulga-μελαγχολία

maimu-αρχ ελλ. η μιμώ-αντιδάνειο νεοελλ:μαϊμού,

mani(θλίψη)-από το ελλ μανία εκ του μένους

mantar-μανιτάρι

mandal-μάνδαλος/μάνταλο

mandil(μαντήλι) -από το ελλ. μανδύας-υποκοριστ. μανδύλιον

mandra- αρχαίο ελλ. μάνδρα

marul-μαρούλι

masal (παραμύθι)-μύθος

mastik-μαστίχα

matrabaz-μεταπράτης

melisa-μέλισσα

men(απαγορευτικό μη) -μη(ν)

mermer-μάρμαρον

mersin-μυρσίνη

mest-μέθη

mezat(δημοπρασία)-μεσιτεία 

metamorfor-μεταμόρφωσις

meteortasi-μετεωρίτης

metre-μήτρα

miasmos-μιασμός/μίασμα

midya-μύδια

mikrob-μικρόβιο

mizitra-μυζήθρα

miras(κληρονομιά)-μερίς/μοίρασμα

misira (σύνορα)-μεθόριος

misk-μόσχος

misket-μοσχάτο σταφύλι

musiki/muzik-μουσική

molohya-μολόχα

moloz-μώλος

monarsi-μοναρχία

mysamere-μεσημέρι



N

neogen(πρόσφατος)-εκ του νέον γένος 

nefes(αναπνοή) από το νέφωσις

nergis-νάρκισσος 

nister-νυστέρι

novralgi-νευραλγία


O

okianos-ωκεανός 

oksijen-οξυγόνο,

org(an)-όργανο

orgut-οργάνωση

orfane-ορφανός

oya-ούγια/άκρον από το αρχ. ώα/ ώια 

otomat-αυτόματο


P

panik-πανικός,

panayir-πανηγύρι,

papara(τεμάχιο άρτου, συνήθως βουτηγμένο σε γάλα κλπ)-από το  πεπαίνω(μαλακώνω) 

petaka(σήμα)- αρχ ελλ. πιτάκιον,

pirina-πυρήνας

pirno-πειρούνι

pisikanaliz-ψυχανάλυση

pisikoz-ψύχωση

plaka (επιγραφή)-πλάκα

plastik-πλαστική

plazma-πλάσμα,

politika (φιλοφροσύνη)-από το ελλ. πολιτική

prisma-πρίσμα 

purnar -πουρνάρι

program-πρόγραμμα



R

radicia-ραδίκι-ράδιξ, 

ratin-ρητίνη, 

renga-αρίγγη, ρέγγα, 

rehitis-ραχίτις, 

romatizma-ρευματισμοί



S

sabun-σάπων

safir-ζαφείρι/σάπφειρος,

sako(επανωφόρι)-σάγος(μανδύας)

salapati-τσαλαπατώ εκ του λακτοπατώ, 

sefer(πόλεμος) εκ του "εισφέρω πόλεμον"/εσφέρομαι (ορμώ)

seringa-σύριγγα

sempati -συμπάθεια

simandira (σημαδούρα) -σημαντήρ

simfit-σύμφυτο 

sindik -σύνδικος 

sinor-σύνορο εξ ού sinordas-όμορος

soda-σόδα

sofi(μυστικιστής και  sofu(ευλαβής) -από το σοφός

sperme-σπέρμα

stadyum-στάδιον

statik-στατική

subye(σουπιά)-σηπία/σουπιά



T

tagan-τηγάνι/τάγηνος,

tagar-ταγάρι/ταγήριον (δια την ταγή)

tayfun-τυφών,

tavus-ταώς(παγώνι)

telgraf-τηλέγραφος

temel-θεμέλιο

tenya-ταινία

teras-τέρας(υβριστικά)

tiatro-θέατρο,

toksin-τοξίνη, 

tolos-θόλος

tornos-τόρνος

tracedia-τραγωδία

tragani-τραγανός

trapeza-τράπεζα

tropik-τροπικός

tsekur(τσεκούρι) αρχ ελλ -σάγαρις

tufan (κατακλυσμός)-τυφών

turpu-τρυπώ




U

ur-πρήξιμο -από το αρχ. ορούω, όρνυμι

ure-ουρία 

uskuli-σκουλλί από το αρχ σκόλλυς

uskurun-σκωρία/σκουριά




V

vaftiz-βάφτιση

varil-βαρέλι

varyoz-η βαρειά (σφύρα)

velence(βελέντσα)-αρχ. ελλ. Fούλος/βούλος (εριούχος) 

voli(ρίψη δικτύων) -βολή, αρχ βόλος=δίκτυ



Y

yali-γιαλός(αιγιαλός) 

yasemin-γιασεμί/ίασμος 

yem(γεύομαι/τρώγω) -γεύμα

yer(χώμα/γη) -αρχ. έρα 

yigit(ανδρείος)-υγιής 

yortu-γιορτή/εορτή



Z

zevc-ο σύζυγος από το ζεύ-γος / zevce-η σύζυγος

zunar-ζώνη ζωνάριον 

ziyan-ζημία/ζημιά 

 

 

 

 




Κρήτη,  Νάξος, Πάρος, Σάμος Σέριφος, Σίφνος, Αίγινα, Χίος κλπ…Τι σημαίνουν τα ονόματά τους;

 

 Ο  Γιώργος Λεκάκης, συγγραφέας του βιβλίου «Αιγαίο-ετυμολογίες νήσων» γράφει:


«… κατά την αρχαιότητα υπήρχαν περίοδοι μεγάλων γεωλογικών αναταράξεων. Έτσι οι ονομασίες των νησιών εξυπηρετούσαν και την ανάγκη καταγραφής των αναταράξεων αυτών.  Για παράδειγμα το νησί  Αγκίστρι, ονομαζόταν Κεκρυφάλεια, και έτσι ο αρχαίος καταλάβαινε ότι επρόκειτο για ύφαλο» και προσθέτει: «Όποιος μπορεί και διαβάζει πίσω από τις λέξεις, θα γνωρίσει την προϊστορία της Ελλάδας. Το όνομα κρύβει μνήμη».

 Κεφαλονιά: Η Κεφαλονιά πήρε το όνομα της από τον ήρωα Κέφαλο, τον πρώτο ηγεμόνα του νησιού, ο οποίος ήταν Αθηναίος αρχηγός και γιος του Διονύσου. Ο Κέφαλος εκδιωχθείς από την Αθήνα για κάποιο φόνο, εξορίστηκε και εγκαταστάθηκε το νησί. Γι’ αυτό μάλιστα και η ορθή ονομασία είναι Κεφαλονιά με ένα λάμδα.


 Χίος: Το νησί απέκτησε το όνομά του από την Χιόνη, η οποία ήταν κόρη του Ποσειδώνα. Όταν γεννήθηκε στο νησί έπεσε χιόνι γι’ αυτό το μωρό ονομάστηκε έτσι και εξ’ αυτού το νησί Χίος. Λένε μάλιστα ότι όταν έφτασε ο Ποσειδώνας στο νησί ήταν έρημος και με το χιόνι που έπεσε το έδαφός του έγινε γόνιμο. 


Σάμος: Το όνομα προκύπτει από την μηκυναϊκή λέξη «σάμη» ή «σάμος», η οποία σημαίνει ύψωμα δίπλα στην ακτή. (Σημ. Κώστα Ντουντουλάκη: Σάμος είναι και στην δωρική διάλεκτο με μετατροπή του η σε α το σημάδι, όπως λένε ακόμα οι βοσκοί στην Κρήτη η "σαμά" των αιγοπροβάτων.Σάμη-σημάδι είναι κάθε ύψωμα, ο κάθετος διαμελισμός γενικά) 

Η γεωμορφολογία της Σάμου επιβεβαιώνει αυτήν την ονομασία, αφού το νησί έχει αρκετά βουνά και υψώματα.

 Λευκάδα: Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο Όμηρος και προέρχεται από το «λευκάς» γιατί ήταν λευκογαία, είχε δηλαδή άσπρο χώμα. Το όνομα της νήσου Λευκάδας μας το παραδίδει ο Όμηρος και προέρχεται από το «λευκάς». 


 Κως: Από το «ΚωFoς» (το Fαντιπροσωπεύει το αρχαίο δίγαμμα), το οποίο σημαίνει νήσος με πολλά σπήλαια. Από το «κωFoς» προκύπτει η λέξη cave, στα αγγλικά, καθώς επίσης και το όνομα του καβουριού, το καβούκι του οποίου θυμίζει σπήλαιο. 


Τήνος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική ρίζα «ταν», η οποία μας έδωσε το «ταναός» που σημαίνει μακρύς, λόγω του σχήματός του νησιού. Αν και η λέξη «ταναός» δεν χρησιμοποιείται πλέον, παρ’ όλα αυτά από αυτή τη λέξη προκύπτει το ρήμα τανύζω και η «ταινία».


 Ιθάκη: Από το «ιθύς», που σημαίνει ευθύς, ίσιος, μακρύς. Η μακρόστενη νήσος. Από το «ιθύς» προκύπτει και ο ιχθύς, το ψάρι, επειδή είναι κι αυτό μακρόστενο. 

(Σημείωση Κ.Ντουντουλάκη:Όπως και τα ιθύνουσα τάξη=δι-ευθύνουσα,  ιθύνων νους,  κλπ)

 Σίφνος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Σίφνο, ο όποιος ήταν γιος του ήρωα Σουνίου και πρωτοκατοίκησε το νησί. 


Παξοί: Το όνομά τους το πήραν από τη λέξη «πάθος», το ερωτικό πάθος. Ο Ποσειδώνας έχοντας ερωτευτεί παράφορα τη νύμφη Αμφιτρίτη, μπορούσε να την κάνει δική του μόνο αν της χάριζε μια δική της γη, όπως εκείνη του ζήτησε. Έτσι σήκωσε την κοσμική του τρίαινα, έκοψε ένα κομμάτι από την Κέρκυρα, το οποίο… μετακίνησε λίγο νοτιότερα και εκεί, στους Παξούς, στέγασε τον έρωτά του με τη νύμφη. 


Αγκίστρι: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Κεκρυφάλεια, που σήμαινε κορυφή υφάλου, γιατί πρόκειται για ένα μικρό νησάκι σαν εξοχή υφάλου. Σήμερα ονομάζεται Αγκίστρι γιατί είναι αγκιστρωμένο στην Αίγινα.


 Πόρος: Ο Πόρος είναι στην ουσία δύο νησιά. Το ένα λεγόταν Σφαιρία από τον Σφαίρο, ηνίοχο του άρματος του Πέλοπα (ο οποίος σημειωτέον υπήρξε ονοματοδότης της Πελοπονήσου) ο οποίος Σφαίρος πέθανε και τάφηκε στο ένα νησί. 
Το άλλο νησί ήταν η Καλαυρία και ονομάστηκε έτσι επειδή είχε καλή αύρα. Τα δύο αυτά νησάκια γίνανε ένα και ονομάστηκαν Πόρος γιατί εκεί υπάρχει ένας μικρός πόρος, ένα πέρασμα δηλαδή που χωρίζει το νησί από τον Γαλατά.


 Φολέγανδρος: Ο πρώτος οικιστής της ήταν ο Φολέγανδρος, γιος του Μίνωα, ο οποίος έφερε στο νησί μεγάλο πληθυσμό Κρητών, χαρίζοντας παράλληλα το όνομά του σε αυτό. 


Σέριφος: Το όνομα προκύπτει από τη ρίζα «σερ», η οποία μας έχει δώσει το σέριφον, θαλάσσιο φυτό και διάφορα άλλα ονόματα βοτάνων. Σε συνδυασμό με το άφθονο χρυσάφι που είχε στην αρχαιότητα, σήμαινε ότι αυτά τα βότανα ήταν ισχυρά και ιαματικά. Επομένως, το όνομα Σέριφος, δηλώνει την πλούσια σε ιαματική χλωρίδα νήσο, με πλούσιο υπέδαφος. 


Αίγινα: Το κοντινό στην Αττική νησί, οφείλει την ονομασία του στην ελληνική μυθολογία και στην κόρη του Θεού Ασωπού Αίγινα, την οποία ερωτεύτηκε ο Δίας και την… ξεμονάχιασε στο νησί Οινώνη, το οποίο και μετονομάστηκε σε Αίγινα.


 Αλόννησος: Το όνομά της προκύπτει από την αρχαία ελληνική λέξη « η αλς, της αλός» (=της θάλασσας) συν τη λέξη νήσος. Πρόκειται δηλαδή για ένα νησί καταμεσής της θάλασσας. Το αρχαίο της όνομα ήταν Ίκος, ενώ το σύγχρονο της το πήρε επί Όθωνα, το 1838. 


 Άνδρος: Από τον ήρωα Άνδρο ή Ανδρέα, ο οποίος ήταν περίφημος μάντης, τόσο σπουδαίος που του χάρισε το νησί ο Ραδάμανθης, αδελφός του Μίνωα.
 Ο Ραδαμάνθης θεωρείτο ο πιο δίκαιος άνθρωπος του κόσμου και γι’ αυτό όταν πέθανε έγινε ο κριτής του Κάτω Κόσμου. Αυτός έκρινε ότι ο περιφημότερος μάντης της εποχής ήταν ο Άνδρος και έτσι αποφάσισε να του χαρίσει ένα ολόκληρο νησί. 


Αστυπάλαια: Ονομάστηκε έτσι γιατί υπήρξε ένα από τα παλαιότερα άστεα, δηλαδή πόλεις του Αιγαίου. Είναι το νησί που ενώνει τα Δωδεκάνησα με τις Κυκλάδες και βρισκόταν σε κομβικό σημείο για τους ναύτες. Γι’ αυτόν τον λόγο ιδρύθηκε στο νησί μια ολόκληρη πόλη, η οποία μάλιστα ήταν από τους πρώτους ναύσταθμους στο Αιγαίο. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το νησί πήρε το όνομα του από την κόρη του Φοίνικα και της Περιμήδης, η οποία υπήρξε αδελφή της Ευρώπης. 


Αμοργός: Το όνομά του ατμοσφαιρικού αυτού νησιού προκύπτει από την αμόργη, (σημ.Κ.Ντουντουλάκη: σημαίνει καταρχήν σκούρα γκρίζα άμμος ή λάσπη, εξ ού και το σύγχρονο μούργα, όπως είναι η άμμος και τα οι ψαμόλιθοι-βράχια εκεί) σημαίνει και  ένα φυτό από το οποίο οι αρχαίοι έφτιαχναν ένα εξαιρετικό λινάρι, ένα διάφανο λινό ύφασμα. Γιαυτό  στην αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα αμοργινά ιμάτια, από τα οποία έφτιαχναν τους καλύτερους χιτώνες.


Εύβοια: Η χώρα με τα καλά βόδια (ευ+βους), από τις πολλές αγέλες βοδιών που είχε εκεί. Ως γνωστόν τα βόδια καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φαγητού και δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν σε μικρό νησάκι. Μάλιστα στα νομίσματα της Εύβοιας στην αρχαιότητα, σύμβολο ήταν ο βους. 

Ζάκυνθος: Από τον Ζάκυνθο ο οποίος ήταν γιος του πρίγκιπα Τρώα. Όταν τέλειωσε η τρωική εκστρατεία, ο Ζάκυνθος με τον λαό του έφυγε από την Τροία και κατοίκησαν στο νησί που πήρε το όνομά του. 


Κύθηρα: Το όνομά τους σημαίνει «τα κρυφά» γιατί σε αυτά γεννήθηκε εν κρυπτώ η Αφροδίτη (κεύθω =κρύβω, επομένως κύθηρα = τα κρυμμένα). Ο μύθος λέει ότι η θεά γεννήθηκε στα κύματα κοντά στην Κύπρο, όμως την έβαλαν σε ένα κοχύλι για να κρατηθεί μυστική η γέννα της και την «έκρυψαν» σε ένα άλλο νησί μέχρι να μεγαλώσει. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι τα Κύθηρα στην αρχαιότητα ήταν κορυφαίος προορισμός για γαμήλια ταξίδια, ένα νησί βαθιά ...αφροδισιακό, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. 


 Λήμνος: Για το όνομά της υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η μία ότι προκύπτει από το ρήμα λείβω που σημαίνει «πλήρης υδάτων», αυτός δηλαδή που έχει πολλά ύδατα (λίμνη, λημνιώνας σήμερα) και η άλλη από το λήιον πεδίον, δηλαδή την πολύ πλούσια πεδιάδα, φράση που πραγματικά αντικατοπτρίζει τη Λήμνο, η οποία ήταν και είναι ο σιτοβολώνας του Αιγαίου. Σήμερα η λέξη «λήιον» έχει αφήσει τα… απομεινάρια της στην λέξη «ληστής», αυτός δηλαδή που πάει να κλέψει κάποιον που έχει λήη, πλούτο. 


Μήλος: Πήρε το όνομά της από τον ήρωα Μήλο, ο οποίος κατοίκησε πρώτος το νησί. Ο Μήλος κάποτε πήγε στην Κύπρο, όπου γνώρισε τον Άδωνι και οι δυο νέοι έγιναν φίλοι με παροιμιώδη φιλία. Όταν πέθανε ο Άδωνις, ο Μήλος αυτοκτόνησε κάτω από ένα δέντρο το οποίο έκτοτε ονομάστηκε μηλέα/μηλιά. Αυτός ο Μήλος ήταν και ο πρώτος διδάξας της κουράς των προβάτων, ο πρώτος κτηνοτρόφος θα λέγαμε σήμερα, γι’αυτό και στα ομηρικά έπη «μήλος» σημαίνει πρόβατο. 


Νάξος: Στα αρχαία χρόνια το νησί λεγόταν Δία, γιατί είναι η μεγαλύτερη των Κυκλάδων και ως τέτοια πήρε το όνομα του μεγαλύτερου των Θεών. Όταν την αποίκησε ο ήρωας Νάξος, γιος του Ενδημίωνα του εραστή της Σελήνης, ονομάστηκε από τον ήρωα με το σημερινό της όνομα. 


Πάρος: Το όνομα του νησιού σημαίνει «παραλία». Πάρος, λοιπόν, ένα νησί με ωραίες παραλίες.  


Σκιάθος: Το όνομά της προκύπτει από την σκιά επειδή είναι πολύ σκιερή νήσος με πολλά δέντρα. Μία άλλη ερμηνεία αναφέρει ότι το όνομα προκύπτει από τη σκιά του Άθου, η οποία «πέφτει» πάνω στο νησί. 


Ικαρία: Πήρε το όνομά της από τον Ίκαρο, ο οποίος προσπαθώντας να πετάξει με κέρινα φτερά, έπεσε στη θάλασσα και τα κύματα ξέβρασαν το σώμα του στο νησί. 


Κρήτη: Το όνομά της κατά μια εκδοχή, προκύπτει από το  κραταιή. Κραταιή σημαίνει ισχυρή, δυνατή, ού και η λέξη κράτος. Η Κρήτη υπήρξε  θαλασσοκράτειρα του τότε γνωστού κόσμου και οι πρώτοι της φύλακες ήταν οι Κουρήτες από τους οποίους πήραν το όνομά τους οι Κρήτες.


 Πηγή: Το Ποντίκι Web... 


Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/kriti-naxos-paros-serifos-sifnos-egina-chios-ti-simenoun-ta-onomata-dekadon-ellinikon-nision/






Από πού προέρχονται οι λέξεις χίλια, μύρια, μάρμαρο, πλημμύρα, μίλι και Μαρία

 Αντισθένης: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις».

 Σαγηνευτική η ιστορία των λέξεων, αλλά δυστυχώς δεν διδάσκεται στα σχολεία και επιδερμικά μόνο στις με τον βαρύγδουπο τίτλο "φιλοσοφικές" και άλλες συναφείς σχολές.

-Την λέξη "χίλια" τα περισσότερα λεξικά την θεωρούν "αγνώστου ετυμολογίας", άλλα κάνουν γελοίες απόπειρες ανασύνθεσης κάποιας υποτιθέμενης αρχικής ρίζας της από απίθανους, συχνά ξένης προέλευσης μάλιστα, συνδυασμούς φθόγγων.

 Ο λεξικογράφος Ησύχιος όμως αναφέρει: "ΧΙΛΙΌΣΙΤΟΣ" είναι ο περιέχων μεγάλες ποσότητες τροφής, σίτου. Το ρήμα χιλόω κατά το  8τομο λεξικό της αρχαίας ελληνικής Liddell & Scott σημαίνει εφοδιάζω με χιλόν (καμιά σχέση με τον χυλό) δηλαδή με άφθονο τεμαχισμένο χόρτο, τα ζώα (χιλούσθαι=σιτίζεσθαι).

Έτσι η λέξη "ΧΊΛΙΟΣ" κατέληξε να σημαίνει μεγάλο αριθμό, αφθονία τροφής μα και γενικότερα, κάθε πράγματος. Και εχρησιμοποιήθη ως επόμενη τάξη μέτρησης μετά την εξάντληση των εκατοντάδων.

Η μεταγενέστερη και στον μεγαλύτερό της βαθμό θυγατρική της ελληνικής, λατινική γλώσσα, κατέγραψε με αρνητική διατύπωση την ελληνογενή αριθμητική έκφραση του πλήθους, παντός αριθμού τελικά, με το NIHIL=μηδέν (νη χιλός=μη χιλός) το μόριο νη καταδείχνει έλλειψη πχ νηνεμία νη+άνεμος= απουσία ανέμου.

-Ο επόμενος μεγάλης τάξεως αρχαίος μας αριθμός είναι οι "ΜΥΡΙΟΙ" που σημαίνει δεκάδα χιλιάδων, εξ ού εκατόν+μύριο/εκατομμύριο =εκατό δεκάδες χιλιάδων.

Ρίζα του είναι η λέξη "ΜΎΡΑ" που σημαίνει θάλασσα, κάτι το απέραντο. Μύρα εκ του μαρμαίρω=απαστράπτω, εξ ής μάρμαρο, μαρμαρυγή κλπ. Η θάλασσα από μακριά φαίνεται σαν μια απαστράπτουσα απεραντοσύνη. Οι Λατίνοι από τον ελληνικό όρο την είπαν mare, παρόμοια οι Γάλλοι,οι Άγγλοι από εκεί πήραν το marine κλπ...

Από την αρχαία λέξη μύρα=θάλασσα, παράγονται οι σημερινές ΠΛΗΜΜΎΡΑ, ΑΛΜΎΡΑ (αλς=άλας και θάλασσα +μύρα).

Μαρούσι, από το αρχ. ΑΜΑΡΎΣΣΙΟΝ=τόπος με πολλά-απαστράπτοντα, ύδατα.

αρχαία Νύμφη-ΝΗΡΗΊΔΑ της θάλασσας , η ΜΑΙΡΑ- ΜΑΙΡΗ εσήμαινε την απαστράπτουσα Κυρά της Θάλασσας, εξ ής η εβραϊκή δάνεια λέξη ΜΑΡΙΆΜ-αντιδάνεια πάλι στην Ελλάδα από θρησκεία ΜΑΡΊΑ=Φωτεινή, Λαμπερή (η ελληνική τότε ήταν όπως σήμερα τα αγγλικά η παγκόσμια γλώσσα της αρχαιότητας κι επηρέασε πάρα πολύ όλες τις γλώσσες του τότε γνωστού κόσμου. Βλ. πχ στο διαδίκτυο το σύγγραμμα του κορυφαίου -αν και "θαμμένου" λόγω ...παντεπόπτη σιωνιστικού ρατσισμού-Εβραίου μη σιωνιστή Γλωσσολόγου Ιωσήφ Γιαχούντα "Τα εβραϊκά είναι ελληνικά"...)

Πολλοί ισχυρίζονται αυθαίρετα πως εβραϊκά Marjam και σημαίνει «αυτή που πικράθηκε αλλά υψώθηκε και δοξάστηκε».

*Κατά τον Άγιο Αμβρόσιο όμως, σοβαρό μελετητή της γλώσσας, Επίσκοπο Μεδιολάνων,

το όνομα Μαρία σημαίνει «πέλαγος» και στα λατινικά* Maria σημαίνει «θάλασσα» συμβολική λέει ονομασία "διότι, όπως η θάλασσα περιέχει το σύνολο των υδάτων και όλοι οι ποταμοί χύνονται σε αυτή, έτσι και η πάναγνος κόρη της Ναζαρέτ ονομάσθηκε Μαρία, διότι αναδείχθηκε ταμείο των χαρισμάτων του Θεού και χώρεσε όλους τους ποταμούς των δωρεών του Θεού".

*Αγνοούσε, λόγω έλλειψης πηγών τότε, την ελληνική προέλευση της λατινικής λέξης, αλλά δίνει επιστημονικά σωστή ερμηνεία.

 

-Μύριοι λοιπόν είναι οι πολύ μεγάλου πλήθους, σαν την απεραντοσύνη της μύρας/θάλασσας, οι μυριοπληθείς.

Που συνέπεσε και ως τίτλος της ιστορικής διηγήσεως του Ξενοφώντα "Κάθοδος των Μυρίων" να εκφράζει το πλήθος, την περίπου δεκάδα χιλιάδων ανδρών της εκστρατείας εκείνης.

Στα λατινικά έγινε mile από εκεί στα αγγλικά κλπ ως δική τους μονάδα μέτρησης μεγάλου μήκους, mile (και million το εκατομμύριο) και ...επέστρεψε ως αντιδάνεια μίλι/μίλια στην νέα ελληνική...

Κ.Ντ.

 

 

 

 




Η ανάγνωση των πολυάριθμων πινακίδων στην Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο και αλλού, απέδειξε κάτι που θεωρούνταν εντελώς απίθανο στον επιστημονικό κόσμο, δηλαδή ότι

η κρητομυκηναϊκή αυτή συλλαβική γραφή αποτύπωνε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας.


Μάικ Βέντρις – ο ερασιτέχνης αρχαιοδίφης που αποκρυπογράφησε τη Γραμμική Β’

  Κατιούσα 06-09-2018

 

Έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια από τότε που ένας νεαρός αρχιτέκτονας, ο Μάικ Βέντρις, μόλις 30 ετών ανακοίνωνε τον Ιούνιο του 1952 πως έλυσε έναν από τους μεγαλύτερους ως τότε αρχαιολογικούς γρίφους, την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’. Τα συγκλονιστικά νέα δεν τελείωναν εκεί, καθώς η ανάγνωση των πολυάριθμων πινακίδων στην Κρήτη, τις Μυκήνες, την Πύλο και αλλού, απέδειξε κάτι που θεωρούνταν εντελώς απίθανο στον επιστημονικό κόσμο, δηλαδή ότι η κρητομυκηναϊκή αυτή συλλαβική γραφή αποτύπωνε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας.

Όπως σημείωνε ο κλασικός φιλόλογος Τζον Τσάντγουικ, που βοήθησε αποφασιστικά τον αρχαιοδίφη Βέντρις, εκείνος “ξεκίνησε να δοκιμάσει την υπόθεση ότι η γλώσσα ήταν ελληνική, χωρίς να προσδοκά ότι θα οδηγούσε πουθενά. Αλλά καθώς εφάρμοζε τις αξίες του σε ολοένα περισσότερες λέξεις, συνέχισαν να εμφανίζονται ελληνικές λέξεις”.

Ποιος ήταν όμως ο παθιασμένος ερασιτέχνης που με την αρωγή της επιστήμης άλλαξε την εικόνα που υπήρχε ως τότε για την προϊστορία του Αιγαίου; Ο Βέντρις προερχόταν από βρετανική στρατιωτική οικογένεια. Ο πατέρας του υπηρετούσε στον ινδικό αποικιακό στρατό, ενώ η μητέρα του ήταν Πολωνίδα ευγενής. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ελβετία και από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, καταλήγοντας ως ενήλικας να γνωρίζει δώδεκα διαφορετικές. Επιστρέφοντας στη Βρετανία, μπήκε υπότροφος στη σχολή Μπίκλεϋ, όπου έμαθε λίγα Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Η μεγάλη του αγάπη όμως έγινε η Γραμμική Β’, για την οποία άκουσε πρώτη φορά σε διάλεξη του πρώτου ανασκαφέα της Κνωσού, Άρθουρ Έβανς, στο Βρετανικό Μουσείο, το 1936. Έζησε με τη μητέρα του μετά το διαζύγιο των γονιών του, εκείνη όμως έπασχε από κατάθλιψη και πέθανε από υπερδοσολογία βαρβιτουρικών στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Βέντρις “υιοθετήθηκε από ένα φίλο της οικογένειας, το Ρώσο γλύπτη Ναούρ Γκαμπό κι αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Το 1942 κατατάχθηκε στη Βασιλική Αεροπορία και συμμετείχε στο βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων. Παρέμεινε κάποιο διάστημα μετά τον πόλεμο στη Γερμανία, όπου οι φίλοι του πιστεύουν πως υπηρέτησε στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, κάτι που ο ίδιος αρνούνταν. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν αποδείξεις και για τη θρυλούμενη συμβολή του στο σπάσιμο μυστικών κωδίκων, που χρησιμοποιήθηκε ως εξήγηση για την επιτυχία της αποκρυπτογράφησης της Γραμμικής Β’.

Αρχικά ο Βέντρις θεώρησε πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ Ετρουσκικής γλώσσας (η οποία μέχρι σήμερα παραμένει ανερμήνευτη) και Γραμμικής Β’. Σημαντική ώθηση του έδωσε το έργο της Άλις Κόμπερ, η οποία παρατήρησε τις αλλαγές στις καταλήξεις των λέξεων, κάτι που υποδήλωνε μια γλώσσα με κλιτικό σύστημα, όπως τα Λατινικά και τα Αρχαία Ελληνικά. Η εύρεση 600 πινακίδων Γραμμικής Β’ από τον Καρλ Μπλέγκεν στην Πύλο, όπως και οι πινακίδες του “Κυπριακού συλλαβαρίου”, μιας επίσης συλλαβικής γραφής, ήταν το συγκριτικό υλικό που χρειαζόταν ο Βέντρις. Αντιλήφθηκε ότι ορισμένες λέξεις εμφανίζονταν μόνο στις κρητικές πινακίδες, κι οδηγήθηκε στην ευφυή σύλληψη πως επρόκειτο για τοπωνύμια.

Ταυτίζοντας πολλά σύμβολα με αυτόν τον τρόπο, αντιλήφθηκε ότι η υπόθεση περί ελληνικής προέλευσης της γραφής ήταν σωστή. Με τη βοήθεια του Υφηγητή Κλασικών Σπουδών, Τζον Τσάντγουικ, ταύτισε τις αρχαιοελληνικές λέξεις, ορισμένες από τις οποίες χάθηκαν στις μεταγενέστερες μορφές της γλώσσας. Με τον τρόπο αυτό, η ιστορία της ελληνικής γραφής αναγόταν ήδη στον 15ο αιώνα π.Χ., αντί για τον 8ο, όταν και εμφανίζονται σε αγγεία οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές στην ελληνική.

Η συγκλονιστική ανακάλυψη των Τσάντγουικ και Βέντρις δημοσιεύτηκε το 1953 στην “Journal Hellenic Studies”. Η θεωρία επιβεβαιώθηκε από τον  Καρλ Μπλέγκεν, καθώς την εφάρμοσε στη δίγλωσση” “Πινακίδα των Τριπόδων” της Πύλου. Ο Βέντρις τιμήθηκε με σειρά διακρίσεων στη Βρετανία και το εξωτερικό (αν και όχι στην Ελλάδα), έφυγε όμως πρόωρα και άδοξα από τη ζωή σε τροχαίο δυστύχημα, το 1956, σε ηλικία μόλις 34 ετών.

 

 

 

 


 Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ

 Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις. είναι από την Ελληνική γλώσσα. (βιβλίο Γκίνες). Κατ΄ άλλους πολύ περισσότερες.

Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ' αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
(Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

 

Η Ελληνική και η Κινέζικη. είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από τη μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
(Francisco Adrados, γλωσσολόγος).

 

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από το βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πώς να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι θα έπρεπε να γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

 

Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λες, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.
Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιο φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.

Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ

Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια).

Στην ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.

Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να ισχύει. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι' αυτό το λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει:

«Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

 

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις».

 

Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του άρα(γη). Οπότε: ο άρα+έχων/άρ-χων.

 Άρχοντες ήταν οι της τάξεως των γαιο-κτημόνων, κτητόρων γης, αυτών που είχαν πολλή ιδιό-κτητη γη.

 

«Βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω.

 

 Ο αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό

(α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

 

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» - ελαττώνει ως ανθρώπους - και μας φθίνει μέχρι και την υγεία μας.

Και, βέβαια, όταν αναφερόμαστε σε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην φθίνει-τελειώνει, πως το λέμε; Μα, φυσικά, «άφθονο».

 

Έχουμε τη λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έλθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι το φρούτο όταν είναι άγουρο ή σαπισμένο και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή, σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

 

Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία!!!

 

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε (σε αρχική φάση οι Θεοί) ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας ευχαριστείται, αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα, για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και γιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία.

 

Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι.

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που μόνο Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα...

 

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου.  Απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη, λέει ο Όργουελ στο "1984", στο οποίο άλλη κατ΄αυτόν επικείμενη τότε πραγματικότητα επιχείρησε να παρουσιάσει, αλλά παρουσιάζει απόλυτα την σημερινή πραγματικότητα του συστήματος που τότε θεωρούσε σωστό...  Στο "1984",  το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. (Κάτι που κάνει μεθοδικά   με ιδεοληπτικά και αποπροσανατολιστικά προσχήματα τα τελευταία χρόνια η πλανητική επιβολή της ιδεοληψίας του λεγόμενου 'political correct", αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση...)

«Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.
Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού.

Το να μπορείς να μιλάς σωστά σημαίνει ότι ήδη είσαι σε θέση να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.

 

Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

Η ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή».

 Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία αφού προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.


Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

«Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

 

Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα:

«Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα - μητέρα των εννοιών μας - μου απεκάλυπτε ένα άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

 

Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιωάννης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

 

Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. 

 

Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

«Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ' εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες»,

 σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

 


Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να θαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Να τονίσουμε εδώ ότι 

 οι άνθρωποι της επαρχίας, του οποίους συχνά κοροϊδεύουν πολλοί για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην αρχαιοελληνική προφορά από ό,τι οι άνθρωποι της πόλης.Όπως  και στο λεξιλόγιο.

Σημ. Κ.Ντ: Δεινοπαθώ συχνά σε συζητήσεις προσπαθώντας να δεχτούν φίλοι ή γνωστοί μου, Αθηναίοι μα και Χανιώτες, κι άλλοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε πόλεις ξεκομμένες από την (έστω μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες) "άλλη Ελλάδα" της υπαίθρου, πως αίγα (ή έστω γίδα από το αίγα-αιγίδα, όπως σωστά την έλεγαν ως πρόσφατα σε Ρούμελη-Μοριά) και ρίφι (από το ερίφιον της αρχαίας ελληνικής) που λέμε στα χωριά της Κρήτης είναι οι ελληνικές λέξεις και όχι οι τούρκικες κατσίκα-κατσικάκι

Πως πυρομάχι (πυρ-μάχη) και παρασιά ή πυροστιά (παρά ή πυρ και εστία) είναι στα ελληνικά το "τζάκι" (λέξη από την τουρκική λέξη ocak) και η φωτιά του. 

Πως δώμα όπως λέμε στα χωριά μας και όπως έγραφε ο Όμηρος, είναι το σωστό και όχι ταράτσα, πως καπνοδόχος ή  ανηφοράς που λέμε στα χωριά μας είναι η ελληνική λέξη (από αυτόν ανηφορίζει ο καπνός...) και όχι η ιταλική - αν και προερχόμενη από ελληνική ρίζα καμινάδα (από την βενετική caminada < λατινική caminata, ρήμα camino < caminus-αντιδάνειο "καμίνι" από το καίω, καμ-ένο...κλπ, κλπ... κλπ....



Ο Όμηρος στην Οδύσσεια για την Κρήτη:


"Κρήτη τις γαι’ εστί, μέσω ένί οίνοπι πόντω

καλή καί πίειρα, περίρρυτος' εν ’ άνθρωποι

πολλοί, άπειρέοιοι, καί έννήκοντα πόληες.

άλλη δ’ άλλων γλώσσα μεμιγμένη εν μεν ’Αχαιοί

εν ’ Έτεόκρητες μεγαλήτορες, εν δε Κύδωνες

Δωριέες τε τριχάϊκες* δΐοι τε Πελασγοί

τήσι δ' ένι Κνωσσός μεγάλη πόλις ένυά τε Μίνως

έννέωρος βασίλευε Διός μεγάλου δαριστής."


*Δωριέες τε τριχάϊκες( Λεξικό Liddell Scott): "οι εις τρία διηρημένοι Δωριείς κληθέντες ούτως εκ των τριών αυτών φυλών (Υλλαίοι, Δαμάνες, Πάμφυλοι).




Ενδεικτική ετυμολογία μερικών μινωικών πόλεων, βουνών και ονομάτων



Κυδωνία/Κύδων ο ιδρυτής της (κυδος με περισπωμένη=δόξα, ρήμα κυδαίνω).

Κνωσσός, μάλλον Κωνοσός/Κνωσός, εκ των κώνων (κεράτων βοός), που είναι το σύμβολό της και το βλέπει κανείς στον αρχαιολογικό της χώρο. Στην Γραμμική Β΄ , εκ του κώνοι (κέρατα) + κατάληξη -σος, έχουμε ΚΟ-ΝΟ-ΣΟ > Κνωσός.

Μαδάρες, οι ονομαζόμενες (ποτέ από ντόπιους)  και "Λευκά Όρη" τους τελευταίους δυο αιώνες. Αν και υπάρχουν δασώδεις περιοχές γεμάτες πρίνους κυπάρισους κλπ σ΄αυτές, σε μεγάλο μέρος τους, ειδικά σε μεγάλα υψόμετρα,  κυριαρχεί η γύμνια, σαν σεληνιακό τοπίο. Γι΄ αυτό ονομάστηκαν έτσι, από το αρχαιοελληνικό μαδαρός που σημαίνει φαλακρός, γυμνός από βλάστηση.

'Ιδα ή Ίδη: Από το ιδείν = μέρος το οποίο (ή από το οποίο) βλέπει μακριά κάποιος. 

  

Δίκτη 
1. Ίσως από το δείκνυμι = κάνω φανερό < δεικνύω < δείκτης
2.δίκτυς: ο ικτίνος παρά Λακώνων(Ησύχιος Λεξ.) - ικτίνος (είδος γερακιού, περδικογέρακο κατά το Λεξ. L.&Scott) οπότε αν ισχύει η δεύτερη προσέγγιση, είναι το όρος που έχει πολλά γεράκια αυτού του είδους (τα λέμε συνήθως λαγουδογέρακα).

Φα-ιστός, (φάος =φως) άρα φωτεινή πόλις

Γόρτυνα: o Πλάτωv (428/7-347 π.Χ.), στoυς Νόμoυς 708α, αvαφέρει ότι η Γόρτυvα της Κρήτης είvαι απoικία της Πελoπovvησιακής «...εκ Γόρτυνος γάρ τυγχάνει απωκηκός ταύτης της Πελοποννησιακής...». 

Ιεράπυτνα: η ιστορική ονομασία της Ιεράπετρας παράγεται από το «Ιερά» και το «Πύτνα» που είναι Πελασγική ονομασία του λόφου, της πέτρας, δείχνει τη λατρευτική ση­μασία του χώρου γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε ο πρώτος οικισμός. Δωρική απόδοση του ονόματός της είναι «Ιαράπυτνα». 

Ανδρόγεως, εκ του ανήρ/θέμα ανδρ- από τη γενική του ανδρ-ός+γη, δηλαδή άνδρας της γης/υπαίθρου ή κύριος γης,  υιός του Μίνωα και της Πασιφάης, πρωταθλητής δρομέας, δολοφονημένος άνανδρα  από Αθηναίους, αφορμή κήρυξης πολέμου Μίνωα κατά Αθήνας. 

Διόγνητος, (Κρητικός, ολυμπιονίκης πυγμάχος το 488 πΧ, στην 73η Ολυμπιάδα)  Διός + γενητός/γνητός (Λεξ. ρημ. αρχ. ελλ. Πελέκη: γίγνομαι/παράγωγα...γενητός: αυτός που έλαβε αρχή) Άρα Διόγνητος=αυτός που έλαβε αρχή από τον Δία

Αιακός (αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ) Από νόματα Ελλήνων ηρώων και ανθρώπων" Ν. Μπαλάσκα: αί  (επιφώνημα θαυμασμού ή αγανακτήσεως) + ίω (=αγωνιώ, υποτακ. του είμι) + κοέω [=ακούω] = αυτός που κατανοεί φωνές αγωνίας.

Ραδάμανθυς, ο σοφός και δίκαιος αδελφός του Μίνωα: 

1.Υπόψιν (από Λεξ. Liddell& Scott: ράδα=ρόδα,ραδίως =ευκόλως, αμάθειν=θερίζειν, μανθάνω=μαθαίνω ή μάω=ερευνώ/ζητώ). Άρα Ραδάμανθυς ίσως είναι αυτός που εύκολα μαθαίνει, λιγότερο πιθανό) αυτός που θερίζει, συλλέγει ρόδα.

2.Κατά Ν. Μπαλάσκα: Ραδάμανθυς <φράζω [=εκφράζομαι, σκέπτομαι] > φράδσω >φραδάζω >φραδάμων + θεις [μετοχή του τίθημι=θέτω] = αυτός που χρησιμοποιεί τη σκέψη του για να κρίνει (μετά θάνατο έγινε ένας από τους τρεις κριτές στον Άδη) 

Σήμερα υπάρχει  ακόμα το όνομα αυτό στην Κρήτη ως Ροδάμανθος.


Μίνως, κατά  Νίκο Μπαλάσκα: Μίνως<μένω - παραμένω σταθερός (βλ. μένος), αντέχω, διαρκώ, παραμένω, περιμένω κάτι.

Πασι-φάη, πας-πάσα/τοις πάσι+φάος/φώς/φάη=πολύ φωτεινή) 

ΙδομενέαςΙδομενεύς<Ἴδα + μένος [=σφρίγος, οργή, δύναμη] = η δύναμη της Ίδας 

Αριάδνη, πολύ αγνή, αρι=πολύ, δυνατά+ αδνή=αγνή (Ησύχιος Λεξικό)    

Κρηταγενής Ζευς: Η υπέρτατη μαζί με την γλώσσα κοινή των Ελλήνων έκφραση και ηθικός αξιακός κώδικας ήταν η κοινή τους θρησκεία. Και στην κοινή τους θρησκεία οι Έλληνες τοποθετούσαν την γέννηση του αρχηγού των θεών τους στην Κρήτη στην οποία λατρευόταν κατεξοχήν φυσικά ο εκεί γεννηθείς Ζευς (οι βοσκοί στον Ψηλορείτη ακόμα έχουν ιερό όρκο  "Μα το Ζα!" (Μα τον Δία)...

Βριτόμαρτις (η θεά Άρτεμις στην Κρήτη)  από το ρήμα βρίθω=είμαι πλήρης, έχω άφθονο κάτι + άρτιος (αρμόζων) = γεμάτη χάρες, μεγαλόχαρη.


Κίσσαμος(από δημοσίευσή μου προ ετών στον τοπικό τύπο)
Έπεσε στα χέρια μου η πολύ αξιόλογη έκδοση των Δήμων Κισάμου - Μηθύμνης - Ιναχωρίου "Η Κίσσαμος των εναλλακτικών διακοπών σας". Βιβλίο ολόκληρο, με χρήσιμες ιστορικές επισημάνσεις και πληροφορίες για την περιοχή.
Επιθυμώντας να βοηθήσω στην αποσαφήνιση της ετυμολογίας της λέξης "Κίσαμος" (ή "Κίσσαμος") έχω να επισημάνω τα εξής, ελπίζοντας ότι σε μελλοντικές εκδόσεις, επανεκδόσεις κλπ. θα αποκατασταθεί η αλήθεια:
Στη σελ. 26 της καλαίσθητης παραπάνω έκδοσης, αναγράφεται: "... το όνομα αυτό (Κίσσαμος) κατά πάσα πιθανότητα είναι προελληνικό". Και παρακάτω (πολύ σωστά αυτό) απορρίπτει την εντελώς απίθανη και αυθαίρετη ετυμολογική θεωρία της λέξης, που επιχείρησε ο Αntonio Trivan, που αγνοεί την αρχαία ελληνική, γλώσσα, όσο, δυστυχώς, και οι "ειδικοί" που ελαφρά τη καρδία "ξεμπλέκουν" με την ετυμολογία της λέξης (και όχι μόνο αυτής) αποκαλώντας την... "προελληνική"!
Για να δούμε όμως, πόσο "δύσκολη" είναι η ετυμολογία και λογική - λογικότατη ερμηνεία της λέξης για όποιον ψάχνει - ερευνά λίγο παραπέρα απ' ό,τι μάθαμε στα σχολεία: Κυνώ σημαίνει φιλώ, στην αρχαία ελληνική.
Απ' αυτό προέρχεται το προσκυνώ (προς + κυνώ) προσκυνητής κλπ. Ο αόριστος του κυνώ είναι έκυσα ή κύσα.
Είναι γνωστό ότι οι δανεισμοί θεμάτων των ρημάτων (όχι μόνο στη νεοελληνική, μα και στις ευρωπαϊκές γλώσσες π.χ. kiss αγγλικά, kussen γερμανικά = φιλώ...) γίνονται συνήθως από το θέμα του αορίστου. Που είναι κυσ (αλλοιωμένα κισ-) στην προκειμένη περίπτωση (βλ. "Ελλην Λόγος", Αννας Τζιροπούλου - Ευσταθίου).
Ο Αριστοφάνης (Νεφ. 81) γράφει: "Κύσον με και την χείρα δος την δεξιάν". Ο Κισσός, λέγεται έτσι γιατί "κύσει" (φιλά) το δένδρο ή βράχο, τυλιγμένος σ' αυτό καθώς αναρριχάται. Αρα: 
1. Πιθανά Κίσ(σ)αμος = Κισ- ή κυσ- και (ψ)άμ(μ)ος (άμμος).Κατά το έγκυρο μέγα λεξικό Ελληνικής Liddell & Scott: Ψάμμος ή ψάμμαθος=άμμος ενώ ψάμαθος (σημ. Κ.Ντ:με ένα μ όπως στην λέξη Κίσσαμος)=η παρά την θάλασσαν άμμος
Δηλαδή, τοποθεσία την οποία κύσει (φιλά, αγκαλιάζει) ή ψάμαθος/άμαθος (θαλάσσια άμμος). Οι Έβανς και Τσάντγουικ εξάλλου πριν 60 περίπου χρόνια κατέρριψαν την (μάλλον σκόπιμη...) πλάνη πως οι Μινωίτες δε μιλούσαν Ελληνικά, όταν αποκρυπτογράφησαν την Γραμμική Β και αποδείχθηκε πως ήταν Δωρική διάλεκτος και όχι "προελληνική" η ομιλούμενη Γλώσσα της Γραμμικής...
2. Αν πάλι πιθανολογηθεί ότι δεν ισχύει το δεύτερο συνθετικό (ψ)άμμος, Κίσσαμος, απλά σημαίνει "προσφιλής" τοποθεσία, "αξιαγάπητη" περιοχή, σε ελεύθερη απόδοση.Το -αμος σε αυτή την εκδοχή είναι απλή κατάληξη. Όπως λέμε Πέργ-αμος κλπ. Ίσως μάλιστα το α σε αυτήν είναι η που στην ομιλούμενη επί ονοματοθεσίας της δωρική διάλεκτο γίνεται α (πχ ταν ή επί τας=την ή επί της, το κάδος=το κήδος, δηλ. φροντίδα) 

Σημειωτέο επίσης, για την ετυμολογία της λέξης "Καστέλι" το εξής: Κατά την αείμνηστη διακεκριμένη ερευνήτρια γλωσσολόγο  Τζιροπούλου-Ευσταθίου, στο προαναφερθέν μνημειώδες επιστημονικό της πόνημα για το οποίο, στην εισαγωγή του, εκφράζουν τον απέραντο θαυμασμό τους κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων καθώς και όλοι οι τέως και νυν πρόεδροι της Δημοκρατίας, στη σελ. 287 αναφέρεται: "Castellum: αλλοιωμένη προφορά του castrum όπερ εκ του castro=>κεάζω (αρχ. ελλην. ρίζα του "Κάστρο, Καστέλι"), ή κόσσω (σχίζω) εννοιολ. κτίσμα... castrat (γαλλική) castrato (ιταλ.) σημ. εκτομίας, εκ του ελλην. κεάζω - κόσσω –> αποσχισμένο. Αντιδάνειο: Κάστρο - Καστέλλι = απομεμακρυσμένο. Πρβλ.: από το τέμνω –> τέμενος"...

Για τον Ίναχο, προμινωϊκό εξ Αρκαδίας οικιστή της Κρήτης και το Ιναχώριο, θα μιλήσουμε άλλη φορά. Οπως και για τη μόνη λογική ερμηνεία - ετυμολογία της λέξης Αποκόρωνας: Υπό (συχνότατα το Υ και Η γίνεται Α (όπως πχ υπογράφω>απογράφω, υπομονή>απομονή) στη γλώσσα μας + Κορωνίς (Κορώνα, στέμμα οροσειράς Λευκών Ορέων) και όχι... του αλόγου (!!!) (Ιπποκορών(ε)ιον) όπως αυθαίρετα  έγραψαν κάποιοι, επηρεάζοντας έτσι κι άλλους.
Αποκόρωνας λέγεται, γιατί είναι υπό>από την κορώνη, την οροσειρά των Λευκών Ορέων. Τι λογικότερο;...

Οσο για το αν τα "προελληνικά" - πελασγικά ήταν τάχα "μη ελληνικά" είναι ένα άλλο, τεράστιο θέμα...
Κ.Ντ.



 

 

Γ. Μπαμπινιώτη14 Αυγούστου . :

Πολλοί φίλοι τού Προσωποδικτύου (f/b) μου ζητούν να τούς δώσω δείγματα "αντιδανείων" τής Ελληνικής. Ανταποκρίνομαι με τον ακόλουθο Πίνακα παραδειγμάτων από το λεξικό μου.

ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΑ (λέξεις τής καθημερινής ελληνικής γλώσσας [μη λόγιες], οι οποίες προέρχονται μεν από ξένη γλώσσα, αλλά που η ξένη γλώσσα τις είχε δανειστεί από παλαιότερη φάση τής Ελληνικής).

αλχημεία μεσαιων. λατ. alchimia ελνστ. χυμεία / χημεία
αμμωνία ν.λατ. ammonia ελνστ. (ἅλας) ἀμμωνιακόν
αμπούλα γαλλ. ampoule αρχ. ἀμφορεύς
αντσούγια ιταλ. acciuga (βεν. anciua) αρχ. ἀφύη
άρια ιταλ. aria αρχ. ἀήρ, ἀέρος
αφιόνι τουρκ. afyon ελνστ. ὄπιον
αψέντι τουρκ. absent / apsent αρχ. ἀψίνθιον
βάρκα λατ. barca αρχ. βᾶρις
βόμβα ιταλ. bomba αρχ. βόμβος
βραχιόλι λατ. bracchiāle αρχ. βραχίων, -ονος
γαζία βεν. gazia ελνστ. ἀκακία
γάμπα ιταλ. gamba αρχ. καμπή
γαρύφαλλο παλ. ιταλ. garofalo ελνστ. καρυόφυλλον
γκάζι γαλλ. gaz αρχ. χάος
γκάμμα ιταλ. gamma αρχ. γάμμα
γκλάμουρ αγγλ. glamour ελνστ. γραμματική
γκράφιτι ιταλ. graffiti αρχ. γραφεῖον
γόμμα ιταλ. gomma αρχ. κόμμι, -εως
γραίγος βεν. grego αρχ. Γραικός
γρύλος ιταλ. grillo αρχ. γρῦλος / γρύλλος
διαμάντι ιταλ. diamante αρχ. ἀδάμας, -αντος
διαπασών γαλλ. diapason αρχ. διαπασῶν
δραγόνος γαλλ. dragon αρχ. δράκων, -οντος
δράμι αραβ. dirhem / αρχ. δραχμά αρχ. περσ. diram
έγια (μόλα) ιταλ. / βεν. eia αρχ. επιφών. εἶα 
ελιξήριο γαλλ. élixir ελνστ. ξηρίον
εξωτικός γαλλ. exotique ελνστ. ἐξωτικός
εστέτ γαλλ. esthète αρχ. αἰσθητικός
ζαμπόν γαλλ. jambon αρχ. καμπή /(δωρ.) καμπά
καλάρω ιταλ. calare αρχ. χαλῶ (-άω)
καλέμι τουρκ. kalem αρχ. κάλαμος
κάλμα ιταλ. calma αρχ. καῦμα
καλούμ(π)α ιταλ. caluma / caloma ελνστ. χάλασμα
καλούπι τουρκ. kalıp αρχ. καλάπους /καλόπους
καμαρίνι βεν. camarin αρχ. καμάρα
καμβάς γαλλ. canevas αρχ. κάνναβις
κάμερα αγγλ. camera αρχ. καμάρα
καμεράτα ιταλ. camerata αρχ. καμάρα
καμινάδα βεν. caminada αρχ. κάμινος (ἡ)
καμινέτο ιταλ. caminetto αρχ. κάμινος
(ἡ)
καμπούρης τουρκ. kambur αρχ. καμπύλος
καναπές γαλλ. canapé ελνστ. κωνώπιον
κανναβάτσο ιταλ. canavaccio / αρχ. κάνναβις
καννάτα μεσν. λατ. cannata αρχ. κάννᾱ / κάννη
καννέλα ιταλ. canella αρχ. κάννᾱ / κάννη
καννόνι ιταλ. cannone αρχ. κάννᾱ / κάννη
κάννουλα υστ.λατ. cannula αρχ. κάννᾱ / κάννη

καντίνα ιταλ. cantina αρχ. κανθός
καραμέλα ιταλ. caramella αρχ. κάλαμος
καρατερίστας ιταλ. caratterista αρχ. χαρακτήρ, -ῆρος
καράτι ιταλ. carati αρχ. κεράτιον
καρέκλα παλ. βεν. charegla αρχ. καθέδρα
καρίνα λατ. carīna αρχ. επίθ. καρύινος
κάρτα ιταλ. carta αρχ. χάρτης
καρτέλ γερμ. Kartell αρχ. χάρτης
καρτέλα ιταλ. cartella αρχ. χάρτης
καρώτο ιταλ. carota ελνστ. καρωτόν
κατακόμβη ιταλ. catacomba αρχ. κατα- + κύμβη
κολλάζ γαλλ. collage αρχ. κόλλα
κολλάν γαλλ. collant αρχ. κόλλα
κόλπο ιταλ. colpo αρχ. κόλαφος
κόλπος ιταλ. colpo αρχ. κόλαφος
κορδέλα βεν. cordela αρχ. χορδή
κορδόνι βεν. cordon αρχ. χορδή
κορώνα ιταλ. corona αρχ. κορώνη
κοτσάρω ιταλ. cozzare αρχ. κοχλίας
κουπέ γαλλ. coupé αρχ. κόλαφος
κουπόνι ιταλ. couponi αρχ. κόλαφος
κουρδίζω λατ. c(h)orda αρχ. χορδή
κοχλιάριο λατ. cochlear, -āris αρχ. κοχλίας
κρετίνος ιταλ. cretino ελνστ. χριστιανός
λάμπα γαλλ. lampe αρχ. λαμπάς, -άδος
λαμπατέρ γαλλ. lampadaire αρχ. λαμπάς, -άδος
λάστιχο ιταλ. elastico ελνστ. ἐλαστός
λατέρνα τουρκ. laterna αρχ. λαμπτήρ, -ῆρος
λιμάνι τουρκ. liman ελνστ. λιμένιον
λίμπα,  διαλεκτ. ιταλ. limba αρχ. λέμβος


· 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (ΜΕΡΟΣ 4ον) : ΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΙΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΕΣ ΝΗΣΟΥΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ/ΣΚΩΤΙΑ/ΙΕΡΝΗ/ΘΟΥΛΗ κ.ἄ

Λίγο πιὸ κάτω στὸ προαναφερθὲν (εἰς τὸ 3ον μέρος) ἀπόσπασμα ποὺ γράφει γιὰ τοὺς Κέλτες, ὁ Στράβων τοὺς συγκρίνει μὲ τοὺς Βρεττανούς, δίνοντάς μας μία ἰδέα γιὰ τὸ πῶς ἦταν οἱ Βρεττανοί (Γεωγραφικά, Δ, 5,2) :

«οἱ δὲ ἄνδρες εὐμηκέστεροι τῶν Κελτῶν εἰσι καὶ ἧσσον ξανθότριχες͵ χαυνότεροι δὲ τοῖς σώμασι…τὰ δ΄ ἔθη τὰ μὲν ὅμοια τοῖς Κελτοῖς τὰ δ΄ ἁπλούστερα καὶ βαρβαρώτερα͵ ὥστ΄ ἐνίους γάλακτος εὐποροῦντας μὴ τυροποιεῖν διὰ τὴν ἀπειρίαν͵ ἀπείρους δ΄ εἶναι καὶ κηπείας καὶ ἄλλων γεωργικῶν. δυναστεῖαι δ΄ εἰσὶ παρ΄ αὐτοῖς. πρὸς δὲ τοὺς πολέμους ἀπήναις χρῶνται τὸ πλέον͵ καθάπερ καὶ τῶν Κελτῶν ἔνιοι. πόλεις δ΄ αὐτῶν εἰσιν οἱ δρυμοί· περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῆ κύκλον ἐνταῦθα καὶ αὐτοὶ καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν οὐ πρὸς πολὺν χρόνον. ἔπομβροι δ΄ εἰσὶν οἱ ἀέρες μᾶλλον ἢ νιφετώδεις· ἐν δὲ ταῖς αἰθρίαις ὁμίχλη κατέχει πολὺν χρόνον͵ ὥστε δι΄ ἡμέρας ὅλης ἐπὶ τρεῖς μόνον ἢ τέτταρας ὥρας τὰς περὶ τὴν μεσημβρίαν ὁρᾶσθαι τὸν ἥλιον. τοῦτο δὲ κἀν τοῖς Μορίνοις συμβαίνει καὶ τοῖς Μεναπίοις καὶ ὅσοι τούτων πλησιόχωροι».

Συνοπτικῶς ἀναφέρει πὼς ἦταν ψηλότεροι τῶν Κελτῶν καὶ λιγότερον ξανθότριχες καὶ ἐν συγκρίσει μὲ αὐτούς χαυνότεροι/χαλαρότεροι στὰ σώματα. Κάποια ἔθιμά τους ἦταν ὅμοια μὲ τῶν Κελτῶν, ἀλλὰ γενικῶς ἦταν πιὸ ἁπλοϊκοὶ καὶ βάρβαροι καὶ μάλιστα ἀπορεῖ ποὺ παρ’ὅτι εἶχαν ἄπλετον γάλα δὲν ἤξεραν νὰ τυροποιοῦν!

(Ἡ Ἄννα Τζιροπούλου εὐστόχως σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖον τῶν «Γεωγραφικῶν» τοῦ Στράβωνος, σημειώνει πὼς ἀκόμα καὶ ὁ πανάρχαιος καὶ ἄγριος Κύκλωψ, παρουσιάζεται στὴν Ὀδύσσεια ὄχι μόνον νὰ ξέρει νὰ τυροποιεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχει τὸ ἄντρον του γεμάτο ταρσοὺς τυριῶν κι αὐτοὶ τόσα χρόνια μετὰ δὲν ξέρουν τί νὰ κάνουν τὸ γάλα! ).

Γράφει ἀκόμη ὁ Στράβων πὼς ἦταν ἄπειροι τῆς γεωργίας καὶ γενικῶς κάθε τινὸς σχετικοῦ τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν καὶ ὅτι σὲ αὐτοὺς ὑπῆρχαν δυναστεῖες. Ζοῦσαν σὲ δρυμοὺς ἐντὸς καλυβῶν καὶ τὰ βοσκήματά τους δὲν τὰ κατεστάθμευαν/σταύλιζαν γιὰ πολὺ χρόνον.

Καὶ ἄν σκεφτεῖ κανεὶς πὼς ὁ Ἀππιανὸς γράφει στὰ «Ῥωμαϊκά» (7,1) :

«οἱ Κελτοί, τήν τε φύσιν ὄντες ἀκρατεῖς, καὶ χώραν ἔχοντες, ὅτι μὴ πρὸς δημητριακοὺς καρπούς, τῶν ἄλλων ἄγονον καὶ ἀφυᾶ. τά τε σώματα αὐτοῖς μεγάλα ὄντα καὶ τρυφηλὰ καὶ σαρκῶν ὑγρῶν μεστὰ ὑπὸ τῆς ἀδηφαγίας καὶ μέθης ἐς ὄγκον καὶ βάρος ἐξεχεῖτο, καὶ πρὸς δρόμους καὶ πόνους ἀδύνατα πάμπαν ἐγίγνετο: ὑπό τε ἱδρῶτος καὶ ἄσθματος, ὅπου τι δέοι κάμνειν, ἐξελύοντο ταχέως.»

καταλαβαίνει περὶ τίνος ἀκρατείας, βαρβαρότητος, χαυνοσύνης καὶ ἀδηφαγίας ὁμιλοῦμε γιὰ τοὺς χειροτέρους αὐτῶν!

Καὶ γράφει ὁ Στράβων πὼς βρέχει περισσότερον, παρὰ χιονίζει στὰ μέρη τους, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁμιχλώδη, ὥστε ὅλη τὴν ἡμέρα τὸ φῶς τοῦ ἡλίου μποροῦν νὰ τὸ δοῦν μόνον 3-4 ὧρες τὸ μεσημέρι. Καὶ τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στοὺς πλησίον αὐτῶν.

Προηγουμένως βεβαίως ἔχει ὁρίσει ποὺ τοποθετεῖται στὸν χάρτη ἡ Βρεττανικὴ (Α,4,2), ἐνῶ συνάμα ἀναφέρει διάφορες περιοχὲς κοντά της, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι μέχρι σήμερον ἄγνωστες, παρ’ὅτι τὰ ὀνόματά τους ἔχουν εἴτε ἀλλάξει, εἴτε ἐκβαρβαριστεῖ:

«καὶ οἱ τὴν Βρεττανικὴν [καὶ] ΙΕΡΝΗΝ ἰδόντες οὐδὲν περὶ τῆς ΘΟΥΛΗΣ λέγουσιν͵ ἄλλας νήσους λέγοντες μικρὰς περὶ τὴν Βρεττανικήν· αὐτή τε ἡ Βρεττανικὴ τὸ μῆκος ἴσως πώς ἐστι τῆι Κελτικῆι παρεκτεταμένη͵ τῶν πεντακισχιλίων σταδίων οὐ…ὁ δὲ πλειόνων ἢ δισμυρίων τὸ μῆκος ἀποφαίνει τῆς νήσου͵ καὶ τὸ ΚΑΝΤΙΟΝ ἡμερῶν τινων πλοῦν ἀπέχειν τῆς Κελτικῆς φησι».

Λέγει πὼς ἡ Βρεττανία εἶναι παρεκτεταμένη στὴν Κελτική, καὶ δὲν εἶναι μεγαλυτέρα ἀπὸ πέντε χιλιάδες στάδια. Ἀναφέρει ἀκόμα τὸ Κάντιον (σημερινὸν Κέντ), τὴν παραπλήσια τῆς Βρεττανίας, ΙΕΡΝΗΝ (Ἰρλανδία) καὶ τὴν ΘΟΥΛΗ ( < θολός, κατὰ τοὺς περισσοτέρους ἐρευνητὰς εἶναι ἡ Ἰσλανδία «Θούλη, νῆσος μεγάλη ἐν τῷ ὠκεανῷ ὑπὸ τὰ Ὑπερβόρεια μέρη, ἔνθα τὴν θερινὴν ἡμέραν ὡρῶν εἴκοσιν ὁ ἥλιος ἰσημερινῶν ποιεῖ, τὴν δὲ νύκτα τεσσάρων, τὰς δὲ χειμερινὰς τοὐναντίον», Στ. Βυζάντιος, Ἐθνικά, 315).

Τὸ ποῦ βρίσκονται ἀκριβῶς οἱ Βρεττανικὲς νῆσοι μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλοὺς παλαιοτέρους τοῦ Στράβωνος, συγγραφεῖς, ὅπως τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ τὴν τοποθετεῖ στὸ «Περὶ κόσμου» στὸν Ὡκεανόν, τὸν ἐπωνομαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄτλαντος, Ἀτλαντικόν:

«Εἶτα κατ' ὀλίγον ὑπὲρ τοὺς Σκύθας τε καὶ Κελτικὴν σφίγγει τὴν οἰκουμένην πρός τε τὸν Γαλατικὸν κόλπον καὶ τὰς προειρημένας Ἡρακλείους στήλας, ὧν ἔξω περιρρέει τὴν γῆν ὁ Ὠκεανός. Ἐν τούτῳ γε μὴν νῆσοι μέγι- σται τυγχάνουσιν οὖσαι δύο, Βρεττανικαὶ λεγόμεναι, Ἀλβίων καὶ Ἰέρνη, τῶν προϊστορημένων μείζους, ὑπὲρ τοὺς Κελτοὺς κείμεναι».

Καὶ στὰ πανάρχαια «Ὀρφικὰ» (1170-1174/1186-9/1190-99) ὅμως φαίνεται πὼς οἱ Ἕλληνες ἤξεραν πολὺ καλὰ αὐτὰ τὰ μέρη, ἀφοῦ ἡ ὁμιλοῦσα Ἀργώ λέγει τὰ ἑξῆς:

«Νῦν γάρ δή λυγρῇ τε καί ἀλγεινῇ κακότητι ἔξομαι, ἥν νήσοισιν Ἰερνίσιν ἆσσον ἵκωμαι.Εἰ μή γάρ μ' ἱερῇσιν ἐπιγνάμψαντες ἄκρῃσικόλπον ἔσω γαίης τε καί ἀτρυγέτοιο θαλάσσηςἵξεσθ’ ἅμ πέλαγός κεν Ἀτλαντικόν ἐκτός ἵκωμαι…Πάρ δ' ἄρα νῆσον ἄμειβον 'Ιερνίδα· καί (οἱ) ὄπισθεν ἷκτο καταΐγδην δνοφερή βρομέουσα θύελλα, ἐν δ' ὀθόνας κόλπωσε· θέεν δ' ἄφαρ ὑγρόν ἐπ' οἶδμα…Λυγκεύς εἰσενόησεν (ὅ γάρ τήλιστον ὄπωπε) νῆσον πευκήεσσαν, ἰδ' εὐρέα δώματ' ἀνάσσης Δήμητρος· περί δ' αὖ μέγα οἱ νέφος ἐστεφάνωτο…ἤλπετο δωδεκάτη γάρ ἐπήϊεν ἠριγένεια. Οὐδέ τίς ἔγνω ἦσιν ἐνί φρεσίν, ὀππόθ' ἄρ' ἐσμέν, εἰ μή (ἐπ’) ἐσχατιαῖς ἀκαλαρρόου Ὠκεανοῖο.

( = Διότι θὰ πέσω σὲ ἄθλια τώρα καὶ θλιβερὰ δεινὰ φθάνοντας κοντὰ στὶς Ἰερνίδες νήσους, ἐκτὸς ἐάν, παρακάμπτοντας τὰ ἱερά ἀκρωτήρια, φθάσετε στὸν ἐσωτερικὸ κόλπο τῆς ξηρᾶς καί τῆς ἀδαμάστου θαλάσσης καὶ ἀνοιχτῶ ἔξω στὸ πέλαγος τὸ Ἀτλαντικόν…Καθῶς ὁ Ἀγκαῖος κινοῦσε μὲ τέχνη τὰ πηδάλια, παρέπλεαν τὴν Ἱερνίδα νῆσο, ἐνῶ πίσω τους ὁρμητικῶς ξεσποῦσε μὲ βροντὲς ζοφερὴ θύελλα, ποὺ τὰ πανιά τους φούσκωνε· κι ἔτρεχε γρήγορα πάνω στὰ φουσκωμένα νερά…διότι ἔφθανε ἤδη ἡ δωδεκάτη αὐγὴ κι οὔτε κανεὶς δὲν ἦταν σίγουρος στὸν νοῦ του γιὰ τὸ μέρος, ὅπου βρισκόμαστε, ἄν ὁ Λυγκεύς δὲν διέκρινε στὶς ἐσχατιὲς τοῦ ἡσύχου ὠκεανοῦ τὴν πευκόφυτη νῆσο καὶ τὰ μέγαρα τῆς ἀνάσσης Δήμητρος, στεφανωμένα μὲ πελώριον νέφος).

Στὸ χωρίον αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς ὄχι ἁπλῶς οἱ Ἕλληνες εἶχαν ταξιδεύσει ἐκεῖ ἀπὸ τόσον παλαιὰ, ἀλλὰ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἱερὸν τῆς Δήμητρος, πρὸ τῆς Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας!

Γιὰ τὰ ταξίδια ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων τῶν Ἑλλήνων σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ τὴν ὀνοματοθεσία των γράφει (μεταξὺ καὶ ἄλλων πολλῶν συγγραφέων) ὁ Στράβων, στὸ Δ’, 4,6 πὼς ὑπάρχει νῆσος κοντὰ στὴν Βρεττανία ποὺ ἱεροποιοῦνται, ὅπως στὰ μυστήρια τῆς Δήμητρας καὶ τῆς κόρης, στὴν Σαμοθράκη «φησὶν εἶναι νῆσον πρὸς τῆι Βρεττανικῆι͵ καθ΄ ἣν ὅμοια τοῖς ἐν Σαμοθράικηι περὶ τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Κόρην ἱεροποιεῖται».

Καὶ στὴν ψηφιακὴ βιβλιοθήκη τοῦ Περσέως διαβάζουμε ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Ora Maritima» (109-113) τοῦ Ἀβιήνου ποὺ λέγει τὴν Ἰέρνη, στὰ λατινικὰ «Sacra» καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτει σύνδεσις πὼς τὸ ὄνομα τῆς ἐδόθη ἀπὸ τὴν φράσιν Ἱερ(ὰ) νῆ(σος), θέσις ποὺ ἐπιρρωνύει τὰ ἤδη προαναφερθέντα περὶ Ἰέρνης.

Ὕστερα, γιὰ τὶς συνήθειες τῶν κατοίκων τῆς Ἰέρνης ὁ Στράβων λέγει τὰ ἑξῆς (Δ,5,3) :

«Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι περὶ τὴν Βρεττανικὴν νῆσοι μικραί· μεγάλη δ΄ ἡ Ἰέρνη… περὶ ἧς οὐδὲν ἔχομεν λέγειν σαφὲς πλὴν ὅτι ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν ὑπάρχουσιν οἱ κατοικοῦντες αὐτήν͵ ἀνθρωποφάγοι τε ὄντες καὶ πολυφάγοι͵ τούς τε πατέρας τελευτήσαντας κατεσθίειν ἐν καλῶι τιθέμενοι καὶ φανερῶς μίσγεσθαι ταῖς τε ἄλλαις γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖς. καὶ ταῦτα δ΄ οὕτω λέγομεν ὡς οὐκ ἔχοντες ἀξιοπίστους μάρτυρας·»

Ἐν ὀλίγοις οἱ κάτοικοι τῆς Ἰρλανδίας ἦταν ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν, ἀνθρωποφάγοι καὶ πολυφάγοι. Ὅταν πέθαιναν οἱ πατέρες τους τοὺς…ἔτρωγαν καὶ λέγει ἀκόμα πὼς «ἔσμιγαν» δημοσίως μὲ τὶς γυναῖκες, ἀκόμη ὅμως καὶ μὲ τὶς ἴδιες τους τὶς μητέρες καὶ ἀδελφές!

Καὶ μιᾶς καὶ ἀνεφέρθησαν τὰ Ὑπερβόρεια μέρη, ὁ Διόδωρος Σικελιώτης παρατηρεῖ (Β’, 47,4-5) πὼς οἱ Ὑπερβόρειοι τρέφουν φιλικὰ αἰσθήματα πρὸς τοὺς Ἕλληνες καὶ κυρίως πρὸς τοὺς Ἀθηναίους καὶ Δηλίους καὶ πρόκειται περὶ φιλίας ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων.

Γράφει πὼς ὑπάρχει μῦθος ( =λόγος) πὼς οἱ Ἕλληνες ἐπεσκέφθησαν τοὺς Ὑπερβορείους καὶ ἄφησαν μάλιστα πίσω τους καὶ ἀναθήματα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές.

Λέγει πὼς οἱ κάτοικοι ψάλλουν καὶ ἀπονέμουν τιμὲς καθημερινῶς στὸν ναὸν τοῦ Ἀπόλλωνος, ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ, δοξάζοντας τὰ ἔργα του. Ἐπίσης, μᾶς ἐνημερώνει πὼς ἡ σελήνη ἀπὸ ἐκεῖ φαίνεται σὰν νὰ ἀπέχει πολὺ λίγο ἀπὸ τὴν γῆ καὶ πὼς φαίνονται ἀκόμη καὶ οἱ ἐδαφικὲς ἐξάρσεις τής!

Καὶ ἀναφέρει καὶ ἀστρονομικὰ φαινόμενα, ποὺ εἶχαν παρατηρήσει ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων οἱ Ἕλληνες, ὅπως ὅτι κάθε 19 ἔτη συντελεῖται ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἄστρων στὸ ἴδιο σημεῖον τοῦ οὐρανοῦ (ἔτος Μέτωνος < Μέτων, Παυσανίου, Ἀθηναῖος μηχανικός-ἀστρονόμος-γεωμέτρης τοῦ 5ου π.Χ αἰ. ποὺ παρετήρησε τὸ φαινόμενον) καὶ λέγει πὼς ὁ θεὸς (Ἀπόλλων), ἐπισκέπτεται κάθε 19 χρόνια τὸ νησὶ αὐτὸ καὶ «παίζει τὴν λύρα του καὶ χορεύει ἀπὸ τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία μέχρι τὴν ἀνατολὴ τῶν Πλειάδων» ἐπεξηγώντας μὲ ἀλληγορικὸν τρόπον τὸ ἀστρονομικὸν φαινόμενον.

Τώρα σχετικῶς μὲ τὸ ὄνομα τῆς ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ ὑπάρχουν πολλὰ νὰ εἰπωθοῦν. Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης γράφει στὴν «Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη» (5, 21) ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν Γαλατία ποὺ βρέχεται ἀπὸ τὸν Ὤκεανὸ καὶ ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς κατὰ τὸν ἴδιο μεγαλυτέρους δρυμοὺς τῆς Εὐρώπης, τοὺς Ἐρκυνίους δρυμούς (στοὺς ὁποίους ὁ Στράβων στὸ Ζ,1,3 γράφει πὼς κατοικοῦν τὰ ἔθνη τῶν Σοήβων «Ἐνταῦθα δ᾽ ἐστὶν ὁ Ἑρκύνιος δρυμὸς καὶ τὰ τῶν Σοήβων ἔθνη», δηλαδὴ ἄς ποῦμε χονδρικῶς τὰ γερμανικὰ φύλα ποὺ κατοικούσαν κατὰ μῆκος τοῦ ποταμοῦ Ἔλβα) βρίσκονται πολλὰ νησιά, μεγαλύτερον τῶν ὁποίων εἶναι ἡ Πρεττανικὴ νῆσος. Καὶ ἐκεῖ ἔρχεται ὁ σχολιαστὴς τοῦ Διοδώρου τοῦ Σικελιώτου, ὁ ὁποῖος δίνει τὴν ἐκδοχὴ πὼς ὁ λαὸς ποὺ συνάντησε ὁ Καῖσαρ ἐλέγετο «Πρετανοί», ἀλλὰ γνωρίζοντας τοὺς Βρεττονοὺς τῆς Γαλατίας ἤλλαξε τὸ ὄνομα σὲ «Βρεττανοί» καὶ μαζὶ καὶ τὴν ὀρθογραφία.

Ὁ Διόδωρος γράφει ἀκόμα πὼς τὸ νησὶ αὐτὸ εἶναι πλούσιον σὲ κασσίτερον καὶ ἔχει σχῆμα τριγωνικὸν. Ἐκτείνεται λοξὰ σὲ σχέσιν μὲ τὶς ακτὲς τῆς Εὐρώπης καὶ ἐκεῖνος λέγει πὼς τὸ ἀκρωτήριον, ποὺ ἀπέχει λιγότερον ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, τὸ Κάντιον (Κέντ) ἀπέχει ἀπὸ τὴν στεριὰ περίπου ἑκατὸ στάδια, ἐνῶ τὸ Βελ(λ)έριον ἀπέχει τέσσερεις μέρες ταξίδι ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ χώρα καὶ τὸ τρίτο, ποὺ ὀνομάζεται Ὄρκα/Ὀρκάδες, ἐκτείνεται πρὸς τὸ ἀνοιχτὸν πέλαγος. Τὸ ΒΕΛΛΕΡΙΟΝ λέγεται πὼς τὸ ὠνόμασε ἔτσι ὁ Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης καὶ εἶναι τὸ σημερινὸν Cap land’s end, κατὰ τὸν πλοῦν του στὴν Βρεττανία, ὅπου καὶ μελέτησε τὰ παλιρροϊκὰ φαινόμενα, γιὰ νὰ καταλήξει πὼς ὀφείλονται στὴν ἑλκτικὴ δύναμιν τῆς σελήνης ( «Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης τῇ πληρώσει τῆς σελήνης τὰς πλημμύρας γίνεσθαι τῇ δὲ μειώσει τὰς ἀμπώτιδας», Περὶ τῶν ἀρεσκόντων τοῖς φιλοσόφοις φυσ. δογμ, ΙΖ’, 897b, Πλούταρχος), ἐνῶ οἱ ΟΡΚΑΔΕΣ κατέληξαν…Orkney!

Σὲ κάθε περίπτωσιν καὶ ὁ Διόδωρος ἐπιρρωνύει τὰ γραφόμενα τοῦ Στράβωνος (5,21), ἀφοῦ ἀναφέρει πὼς οἱ κατοικίες τῶν Βρεττανῶν εἶναι εὐτελεῖς, φτιαγμένες ἀπὸ καλάμια καὶ ξύλα. Γράφει ἀκόμη πὼς τὸ κλῖμα τους εἶναι κατεψυγμένο, πὼς τὰ ἤθη τους εἶναι ἁπλοϊκὰ καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσιν μὲ τὴν ἀγχίνοια/ὀξύνοια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. Στὴν ἀναφορά ποὺ κάνει (5,22) γιὰ τὰ κοιτάσματα κασσιτέρου ἀναφέρει καὶ μία νησίδα μὲ τὸ ὄνομα ΙΚΤΙΣ, ἡ ὁποία ἔγινε Vectis ἀπὸ τοὺς Λατίνους (οἱ μεταγενέστεροι τὴν λέγουν Οὐηκτίς) καὶ κατέληξε σήμερα νὰ λέγεται (Isle of) Wight.

Γιὰ τὴν ἐναλλαγὴ π/β στὴν Πρεττανία/Βρεττανία κάνει ἀναφορὰ καὶ ὁ Στέφανιος Βυζάντιος :

«εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι ἐν τῷ ὠκεανῷ, ὧν τὸ ἐθνικὸν Βρεττανοί. Διονύσιος ὑφελὼν τὸ ἓν τ ἔφη ὠκεανοῦ κέχυται ψυχρὸς ῥόος, ἔνθα Βρετανοί. καὶ ἄλλοι οὕτως διὰ π Πρετανίδες νῆσοι, ὡς Μαρκιανὸς καὶ Πτολεμαῖος.

Βρέττος, πόλις Τυρρηνῶν, ἀπὸ Βρέττου τοῦ Ἡρακλέους καὶ Βαλητίας τῆς Βαλήτου. οἱ οἰκοῦντες Βρέττιοι, καὶ ἡ χώρα Βρεττία καὶ ἡ γλῶσσα», Ἐθνικά, 185-6

Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ υἰοῦ τοῦ Ἡρακλέους, Βρεττοῦ ποὺ ἀναφέρει ὁ Στ. Βυζάντιος, δίνει καὶ ἄλλες ἐκδοχὲς τῆς ὀνοματοθεσίας τῆς Βρεττανικῆς στὸ βιβλίον καθηγητοῦ τοῦ Γ’ κύκλου σπουδῶν τῶν μαθημάτων ἀρχαίων ἑλληνικῶν.

μία προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα ποὺ λέγει πὼς οἱ Βρεττανοὶ εἶναι ἔθνος ποὺ ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς Κελτοῦς, Βρεττανό («Βρεττανοί, ἔθνος ἀπὸ τῆς Κελτοῦς τῆς Βρεττανοῦ θυγατρός. Βρεττία ἡ νῆσος ἐν τῷ Ἀδρίᾳ…Εἰσὶ καὶ Βρεττανίδες νῆσοι…Τὸ ἐθνικὸν Βρεντανοί» ) καὶ ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπὸ τὸ λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει πὼς βρέττανα εἶναι τὰ φοβερά.

Πολλὲς φορὲς ἡ Βρεττανία ἀναφέρεται καὶ ὡς Γηραιὰ ΑΛΒΙΩΝΑ καὶ ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν χονδρικῶς ΑΓΓΛΙΑ («Βρεττανία. Οἱ Ῥωμαῖοι ὠνόμαζον οὕτω τὴν εἰς τὸν Ὠκεανὸν μεγάλην νῆσον, ἥτις περιλαμβάνει τὴν σήμερον τὴν Ἀγγλίαν καὶ τὴν Σκωτίαν· ἐκάλουν δὲ αὐτὴν καὶ Ἄλβιον. Τὸ βόρειον μέρος, χωρισθὲν ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ἀπὸ τοῦ λοιποῦ διὰ χάνδακος καὶ τείχους, ἐκαλεῖτο Καληδονία, καὶ τοῦτο τὸ μέρος εἶναι ἡ σημερινὴ Σκωτία», Γεωγρ. Στοιχ., 319, Ἰ. Κοκκώνης). Δὲν θὰ σταθῶ στὶς γεωπολιτικὲς διαφοροποιήσεις (βλ. κεντρικὴ εἰκόνα), παρὰ στὴν ἐτυμολογία τῶν ὀνομάτων.

Ἀλεβιὼν ὠνομάζετο ὁ υἰὸς τοῦ Ποσειδῶνος, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὂ ὄνομά του προέρχεται ἐκ τοῦ ἀλφός ( =λευκός). Ἡ δὲ ὀνομασία «Ἀγγλία» περιγράφει ἐναργῶς τὸ σχῆμα της, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀγκυλον, δηλαδὴ σχηματίζει γωνία ὡς ὁ ἀγκών μας (βλ. ἀγκόλαι=ἀγκῶνες, ἀγκλόν=σκολιὸν κατὰ τὸν Ἡσύχιον, ἐξ οὗ καὶ angulus στὰ λατινικὰ εἶναι ἡ γωνία, βλ. καὶ angle, angolo, triangle κοκ). Γι’αὐτὸ καὶ οἱ ἀλλοδαποὶ τὴν λέγουν «ἀγκλή λανία/λάνδη, ἤτοι σκολιὰ γῆ» (Angle-terre < τέρσα/τέρρα= ξηρὰ γῆ, Eng-land, Inghil-terra, Ingla-terra κοκ).

Σχετικὰ μὲ τὴν ΣΚΟΤΙΑ καὶ μὲ μεταγραφὴ ἀπὸ τὸ ἐκβαρβαρισμένον λατινικόν λῆμμα/ἀντιδάνειον, «ΣΚΩΤΙΑ» ποὺ ἀναφέρεται καὶ ὡς ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ ἔχουν γραφτεῖ πολλά. Γιὰ ὅσους λέγουν πὼς τὸ -ω τῆς Σκωτίας δὲν δικαιολογεῖ τὴν ἐτυμολογία της ἐκ τῆς ἐλληνικῆς λέξεως «σκότος», ὡς ἀνήλια καὶ ὁμιχλώδης χώρα ποὺ εἶναι, μπορεῖ νὰ καταρριφθεῖ τὸ ἐπιχείρημα, ἀπὸ τὸ ὅτι λέξεις μας μεταναστεύουν, ἐκβαρβαρίζονται καὶ ὅταν ἐπιστρέψουν ἀκολουθοῦν ὀρθογραφία, ἡ ὁποία πρὸ τῆς γλωσσικῆς ἁπλοποιήσεως, ἀπαιτοῦσε γιὰ τὶς «δάνειες» λέξεις διατήρησιν τῶν μακρῶν φωνηέντων.

Δεδομένου πὼς ὅταν ἕπεται φωνήεντος διπλὸ σύμφωνον ἤ τουλάχιστον δύο σύμφωνα ἀκόμα καὶ τὰ φύσει βραχέα, γίνονται θέσει μακρά, θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ αὐτὴ ἡ μεταγραφή. Ἔτσι λοιπὸν οἱ Scotti, ποὺ ἀργότερα μὲ ἁπλοποιημένη γραφὴ ἔγιναν Scoti, ἀπὸ ὅπου ἀντιδανειστήκαμε τὸ ὄνομα τῆς χώρας, διατήρησαν τὸ -ο αὐτὸ θέσει μακρόν. Καὶ γι’αὐτὸ καὶ στὸ λατινικὸν λῆμμα, προσδιορίζεται ἡ μακρότης τοῦ -o. Καὶ οἱ προσθαφαιρέσεις αὐτὲς ἐκ τῆς βαρβαρικῆς πλευρᾶς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπισις τῆς λέξεως ὡς ἀλλογενοῦς καὶ ὄχι ἑλληνικῆς, δημιουργεῖ τεράστια σύγχυσιν. Ἔτσι ὑπάρχουν ἀκόμη λαοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἁπλοποιήσει τὴν γραφὴ καὶ τὴν γράφουν ἀκόμη μὲ δύο -τ, ἤ -σ, κρατώντας τὶς μνῆμες τῆς γλώσσης μας, ποὺ τοὺς ἔδωσε λαλιὰ καὶ τῆς ἐναλλαγῆς μεταξὺ διαλέκτων ττ/σσ (πράττω-πράσσω).

Καὶ ἔτσι βλέπεις τὸν Γάλλον νὰ γράφει Écosse, τὸν Γερμανὸ Schottland, τὸν Νορβηγὸ Skottland κοκ. Καὶ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον ὑπάρχουν καὶ λαοὶ ποὺ ἀποκαλοῦν τὴν σκοτεινὴ αὐτὴ λάνδη μὲ μακρὸν μὲν [ο], ἀλλὰ μὲ τὴν μεταγενεστέρα ἁπλοποιημένη ὀρθογραφία τοῦ λατινικοῦ λήμματος (Scoti), ποὺ πάρ’αὐτα εἶναι ἴδια, ὡς πρὸς τὴν ὄψιν (διότι τὸ δικό μας -ο στὸ «σκότος» δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θέσει μακρόν) μὲ τὴν λέξιν «σκότος». Ἐξ οὗ καὶ «Σκωτία, Scotland, Scotia, Schotland, Scotija κλπ».

Σχετικῶς τώρα μὲ τὴν Καληδονία σὲ ἀναζήτησιν σὲ λεξικὰ (ὅπως τὸ LSJ) τοῦ ὀνόματος Caledonicus βρίσκεις δύο μεταφράσεις. Ἡ μία εἶναι ὁ σχετικὸς μὲ τὰ δάση, τὴν ὕλη (καὶ πῶς ἀλλοιῶς ἐφ’ὅσον κᾶλον= ξύλον, τὸ ἐξ ὕλης δηλαδή καὶ ἡ βόρειος Σκωτία-Καληδονία εἶναι γνωστὴ καὶ γιὰ τὸ Καληδόνιον δάσος της) καὶ ἡ ἄλλη τὸν μεταφράζει ὡς ἄγκυλον (βλ. Ἀγγλία)!

Σὲ κάθε περίπτωσιν, ὅ,τι καὶ ἄν ἰσχύει κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὰ ἀμέτρητα τοπωνύμια ἑλληνικῆς προελεύσεως στὴν εὑρύτερη περιοχὴ καὶ τῆς Σκωτίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Βρεττανικῆς νήσου γενικότερα, οὔτε καὶ τὶς ἀμέτρητες ἀναφορὲς ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία γιὰ τὰ ταξίδια τῶν Ἑλλήνων στὸν βορρά. Μέχρι καὶ σήμερα ἐπιβιώνουν ἀπὸ πάρα πολὺ παλαιὰ, ὀνόματα ὅπως Μυκῆνες (στὰ νησιὰ Φερόες, βορείως τῆς Σκωτίας), νησίδες ὅπως Γιοῦρα (στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, ὅπως καὶ ἡ ὁμώνυμη περιοχὴ στὴν Ἁλόννησον), Γίγα (Gigha), Iona (βλ. Ἴωνα), Achill (στὴν Ἰρλανδία, βλ. Ἀχιλλέα), Kirkisbowl (βλ. Κίρκη), Limnu, Easdale (βλ. Αἴαντα), Helensburg (βλ. Ἑλένη), Troon (βλ. Τρῶες), Arisaig (βλ. Ἄρης), Port Ellen, Thursos ( < θυρσός), καὶ ἄλλα ἀναρίθμητα, ποὺ μᾶς δίνουν νὰ καταλάβουμε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀναμφισβήτητα ἀφήσει τὸ στίγμα τους στὴν περιοχὴ.

Ἄλλωστε καὶ ὁ Λατῖνος χρονογράφος Σολίνος γράφει πὼς ὑπῆρχαν ἴχνη τοῦ Ὀδυσσέως στὴν Σκωτία καὶ μάλιστα ὑπῆρχε καὶ ὕπαρξις βωμοῦ μὲ ἑλληνικὴ ἐπιγραφή («in quo recessu Ulyxem Caledoniae appulsum manifestat ara Graecis litteris scripta votum», Collectanea Rerum Memorabilium, 22, 1-12).

Καὶ ὁ ἱστορικὸς Πολύβιος ἰσχυρίζεται πὼς ὁ Πυθεὺς ὁ Μασσαλιώτης ἐπεσκέφθη τὴν Βρεττανία καὶ κατάφερε νὰ μετρήσει τὴν περίμετρόν της.

Ἄννα Τζιροπούλου-Εὐσταθίου στὸ «Ἕλλην Λόγος» κάνει ἀναφορὰ σὲ μυκηναϊκὰ θραύσματα καὶ κοσμήματα ποὺ βρέθηκαν στὴν περιοχὴ τοῦ Οὐέσσεξ.

Ἰ. Κοκκώνης στὴν «Γεωγραφία στοιχειώδη» (Α’,3,320-340) ἔχει συνοψίσει τὶς διάφορες ἀναφορὲς στὴν γραμματεία μας, σχετικῶς μὲ τὶς ὀνομασίες τῶν ἐκεῖ τοπονυμίων ἐλληνιστὶ καὶ ἀναφέρει μερικὲς ἀπὸ αὐτές :

«Αἰ ἐπισημότεραι πόλεις ἦσαν ΛΟΝΔΡΑ/ΛΟΝΔΙΝΙΟΝ (Londinium, Londres, Augusta Trinobantum) Δ(Ο)ΥΡΟΒΕΡΝΟΝ (Durovernum, Douvres, Canterbury), ΚΑΜΕΛΟΔΟΥΝΟΝ (Colchester)…ΕΥΟΡΑΚΟΝ (Evoracum > York…Ποτ. ὀνομαστὸς τοῦ τόπου ὁ Τάμισις (Tamise < ΙΑΜΙΣΑ, βλ. καὶ (ε)ἰαμενή =λιβάδι σὲ ὑγρὸν τόπον, παραποτάμιον ἕλος ἤ κατὰ τὸν ἴδιον «ἐκ δύο ποταμίων συνιστάμενος, τοῦ Τάμη καὶ Ἴση»)…Ἡ Ἰρλανδία…ἐκαλεῖτο ΙΒΕΡΝΙΑ (ὁ Κοῦμας τὴν ὀνομάζει καὶ Ἰουβέρνη, Ἰέρνη, Ἴρις, «Σύνοψ. παλ. γεωγρ). Πόλις σημαντική ΕΒΛΑΝΗ (Evlana, Dublin). Αἰ λοιπαὶ νῆσοι ὠνομάζοντο ΚΑΣΣΙΤΕΡΙΔΕΣ (Sorlingues)…ΟΥΗΚΤΙΣ (Ἰκτίς > Wight)…ΜΟΝΟΒΙΑ (Man), ΕΒΟΥΔΕΣ (ΕΒΡΙΔΕΣ, Westernes, Hebrides)…Τὸ Μεσημβρινὸν μέρος αὐτῆς κατέχει ἡ Ἀγγλία (Angleterre) συγκείμενον ἐκ τοῦ μέρους τοῦ λεγομένου κυρίως Ἀγγλία καὶ τοῦ Πριγγιπάτου τῆς ΓΑΛΛΗΣ ἢ Οὐάλλης (Οὐαλλίας)…ΛΙΒΕΡΠΟΥΛΗ, μία τῶν ἐμπορικωτάτων ΜΑΓΧΕΣΤΕΡΗ (Μάντσεστερ)… καὶ ΒΙΡΜΙΓΧΑΜΗ (Μπίρμιγχαμ)…ΒΡΙΣΤΟΛΗ (Μπρίστολ)…ΓΡΗΝΟΥΪΣΙΟΝ (Γκρίνουιτς)…ὀνομαστὴ πόλις διὰ τὸ Ἀστεροσκοπεῖόν της, ὅθεν λαμβάνεται καὶ ὁ πρῶτος Μεσημβρινὸς τῶν Ἄγγλων…ΦΑΛΜΟΥΘΗ (Φάλμαουθ), ὁ δυτικώτατος λιμὴν τῆς Ἀγγλίας· πλησίον αὐτῆς ΕΞΕΤΕΡΗ (Ἔξετερ)…ΠΛΥΜΟΥΘΗ (Πλύμουθ) ΚΑΝΤΑΒΡΙΓΙΑ (Cambridge)… καὶ ΟΞΦΟΡΔΗ…ΔΟΒΕΡ ἢ ΔΟΥΒΡΗ…Ἡ Σκωτία…Κυριώτεραι πόλεις· ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΗ…ΓΛΑΣΚΟΒΗ…ΠΕΡΘΗ… ΑΒΕΡΔΗΝΗ (Aberdeen)…Ἡ Ἰρλανδία (Ἰβερνία) χωρίζεται ἀπὸ τὴν Ἀγγλίαν διὰ τοῦ πορθμοῦ… Μεταξὺ δὲ πολλῶν περιέργων θεαμάτων τῆς φύσεως παρατηρεῖται ἡ Κρηπὶς τῶν Γιγάντων, ἥτις εἶναι παμμεγέθης ὄγκος βασαλτικῶν λίθων…Κυριώτεραι πόλεις. ΔΟΥΒΛΙΝΟΝ…ΚΟΡΚΗ (Κόρκ)… Λιμέρικα (Λίμερικ)…ΚΙΛΚΕΝΙ…ΑΡΜΑΓΗ (Armagh)…

Αἱ μικραὶ νῆσοι εἶναι…αἱ κυριώτεραι εἶναι ἡ ΑΕΥΣ, ἡ ΣΚΙΗ/ΣΚΙΑ, ΜΥΛΛΗ…αἱ νῆσοι ΜΑΝΗ καὶ ΑΓΓΛΕΣΗ…»

Καὶ ὁ Κοῦμας στὸ «Σύνοψις τῆς παλαιᾶς Γεωγραφίας» προσθέτει καὶ ἄλλα τοπωνύμια τῶν έκεῖ περιοχῶν, ὅπως τὸν κόλπον τῆς ΒΟΔΟΤΡΙΑΣ (Firth of Forth) καὶ ΓΛΟΤΑΣ (Firth of Clyde), τὶς πόλεις ΜΑΓΝΟΣ ΠΟΡΤΟΣ (Portsmouth, μέχρι καὶ σήμερα δικαιολογεῖ τὸ ὄνομά της, καθῶς θεωρεῖται μεγάλη πόλις-λιμάνι/πέρασμα), ΜΕΝΑΠΙΑ (Waterford), τὶς νησίδες ΜΟΝΑΒΙΑ (Man) κ.ἄ…

Πληροφορίες αντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλία:

<<ΕΘΝΙΚΑ>>, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, <<ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΡΩΜΥΛΟΣ>>, ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΓΕΡΜΑΝΙΑ>>, ΤΑΚΙΤΟΣ, <<ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ>> ΔΙΟΔΩΡΟΣ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΣ, <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ>>, <<ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ>>, <<ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ>>, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ, <<ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ>>, ΣΤΡΑΒΩΝ, «ΗΘΙΚΑ, ΠΕΡΙ ΠΟΤΑΜΩΝ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, <<ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΝΙΒΑ>>, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΝΕΠΩΣ, <<DICTIONNAIRE ÉTYMOLOGIQUE DE LA LANGUE LATINE>>, ERNOUT- MEILLET, «ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ», ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΚΚΩΝΗ, «ΣΥΝΟΨΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ», Κ. Μ. ΚΟΥΜΑ, «ETYMOLOGICA», ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΕΒΙΛΛΗΣ, «GEOGRAPHI GRAECI MINORES», ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ, «ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ, ΠΟΜΠΗΙΟΣ», ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, «ΡΩΜΑΪΚΑ», ΑΠΠΙΑΝΟΣ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «DEEL», «ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ», ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, «ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ», (σύγχρονη ἀπόδοσις Σωτήρη Σοφιᾶ), «PERSEUS DIGITAL LIBRARY», <<Ο ΕΝ ΤΗ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>> ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΝ ΜΑΘΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ, << ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ, Γ’ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ,





 
Ίναχος και Δευκαλίωνας (Ιναχώριο Κισσάμου;...)
Ο Απολλόδωρος αναφέρει ότι οι αρχαίοι βασιλιάδες χωρίζονται  σε δυο γένη’ στο γένος του Δευκαλίωνα και στο γένος του Ινάχου και τα παρακλάδια τους (Γένος Ηρακλειδών, Γένος Αγηνορειδών κ.α.). Στο βασιλικό γένος του Δευκαλίωνα ανήκουν οι βασιλιάδες του οίκου της Φθιώτιδας. Δηλαδή ο βασιλιάς Έλληνας  και τα παιδιά του: Δώρος, Ξούθος, Αίολος, καθώς και τα εγγόνια του: Ίων, Αχαιός, Μάγνης κ.τ.λ. , στα οποία διαμοίρασε τη χώρα τους και σχηματίσθηκαν τα σχετικά βασίλεια στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα κ.α..  Στο βασιλικό γένος του Ινάχου ανήκουν οι βασιλιάδες του οίκου του Άργους. Δηλαδή οι βασιλιάδες Άργος και Πελασγός, απόγονοι του Ινάχου, και οι απόγονοί τους. Γιος του Πελασγού ήταν ο  Λυκάονας, που έγινε  βασιλιάς των Αρκάδων και με πάρα πολλές γυναίκες απόκτησε 50 γιους, τους: Θεσπρωτό, Μάκεδνο, Μαίναλο, Φθίο, Λύκιο, Ορχομενό ….   Κόρη του Άργους ήταν η Ιώ απ΄όπου προέρχονται οι βασιλιάδες της Αιγύπτου, Αραβίας, Κιλικίας κ.α. Δηλαδή οι βασιλιάδες Έπαφος, Δαναός, οι Αγηνορίδες, οι Καδμείοι κ.α. (Περισσότερα βλέπε στα παρακάτω Κεφάλαια)


1 σχόλιο:

Παντελής Βλαχάκης είπε...

εργώ ή ηργώ: κρυώνω. Ριζίτ: "Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν κι εγώ ΄μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν ε-ήργουν! Όφου ο νιος και για δεν ήργασα..." Από το ρ. ριγώ (με πιάνει ρίγος,κρυώνω)

Έργω από TA "ΕΡΗ" = χώρος πάνω από τη Γη (έχει τα ερη πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα) όλοι ξέρουν ότι 3,000 μέτρα πάνω από τη γη η θερμοκρασία είναι 50 κάτω από το μηδέν