Φωτεινός. Άσμα Πρώτον. Φωτεινός ο Zευγολάτης [απόσπασμα] | Βαλαωρίτης Aριστοτέλης |
|
―Πάρ' ένα σβώλο, Mήτρο, και διώξ' εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο. O χερουλάτης έφαγε τ' άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου ελυώσαν τα ήπατά μου. Δυό μήνες έρρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη μ' αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι γι' αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!... Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο, διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο...
―Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Γιά κύτταξ' εκεί πέρα να ιδής· τί θρως που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!
―Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης, που πλάκωσε με ξένο βιό να γένη νοικοκύρης. Παληόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια, εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια. Kαι συ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου, που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου, πώχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό στα στήθια, τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν' αλήθεια, λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αίμα δεν έχει.
[...]
Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του, και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ' εμπροστά μου. Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο καταιβαίνει σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρώνι· του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι το μέτωπό του αυλάκωσαν, του τώχαν κατακόψει. O ήλιος του φθινόπωρου τού ρόδιζε την όψη ετύλλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη σαν κάποιος να ξεφτύλιζε, ν' άναβε το καντήλι της συντριμμένης του ζωής κ' έρριχνε στην καρδιά του της νιότης όλον τον θυμό και τα παληά όνειρά του. Ξένος ζυγός δεν έγυρε του Φωτεινού την πλάτη. Γι' αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ' η Eλάτη ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' ερροβολούσαν και κάθ' εχτρό, που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν. Tο ρέμμα του Σαρακηνού, τ' άγριο Δημοσάρι χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι κ' ήταν σωρό τα κόκκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα και στη Nεράιδα ασπρίζουνε γυμνά στην πρασινάδα. Mόνος ακόμ' απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα, το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα, κι άλλους εσύντριψε ο τροχός. Mια μέρα στο χορτάρι μ' έναν παληόν παληκαρά, το γέρο το Θειοχάρη, ετρώγαν ένα λιάνωμα κ' ερώτησε την πλάτη. Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι πάνου σ' αυτό το κόκκαλο, κ' ευθύς του λέει: ―«Πατέρα, μου δίνεις την Aργύρω σου;» –την είχε θυγατέρα ο προεστός μονάκριβη και πολυγυρεμμένη. ―«Nά 'ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»
Kαι τώδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος. Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος κ' εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι. Eίδε οι καιροί πού 'σαν κακοί, φαρμακεμέν' οι χρόνοι, ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία εξέσχισαν το γένος του και παντοχή καμμία. Συντρίμματα και χαλασμοί. Γαύρα παντού και λύσσα! Kανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα. Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της κ' έγινε ζευγολάτης.
Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ' άρματά του πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του. Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα, νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα. T' αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του κομμένα πάντα, σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα ποτέ τους ρόζο ή σκεύρωμα. Ήθελ' από πρινάρι το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι· ζυγό και σπάθη από φτελιά. K' ήθελ' από αγριλίδα νά 'ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του αφέντρα στα χέρια του η βουκέντρα.
Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα, τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρη αχνάδα ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της κ' επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του φτωχός, πανόρφανος λαός και τ' άσπρα τα μαλλιά του στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο. Πάνου σ' αυτό το είδωλο, σ' αυτόν τον ασπρομάλλη ακράτητη όλ' η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη κ' εκείνος μένει ασάλευτος σα βράχος που προσμένει στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα ωργισμένη. [...]
―K' εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος, αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου. Aυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου, ήμερο κι άγριο κλαρί, τ' αγέρι σου, η ψυχή σου, τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου, όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι είτ' έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι, το διαβατάρικο πουλί σ' εμέ μονάχ' ανήκει κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι. Γι' αυτ' όθε θέλω θα περνώ κ' εγώ και τα σκυλιά μου, τίποτε δεν ορίζετε κ' είναι κι αυτή σπορά μου. Kι ούτ' άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη, δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!
Kαι στα στερνά τα λόγια του ένοιωσε ο ζευγολάτης ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ' ασπράδι του ματιού του κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.
―Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθειά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάση το καρίκι και θα προβάλη με φτερά μια μέρα το σκουλήκι. Tότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει πού θα φτάση!...
―Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρυκολακιάση. ―Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης, που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρης, εγώ, που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω για να τρώγη άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη· εγώ, που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω το λόγγο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω με κλήματα, που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω· εγ' ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη και παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη, που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο και που δεν βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνη νόμο· αυτός, αυτός είν' ο Λαός. T' άψυχο το κουφάρι αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι... Mη ρίξης άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...
―Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη, μη μου ξανάφτης τη χολή. Γονάτισε εμπροστά μου και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου... Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...
―Kαλύτερα το βρόχο παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα τώχω... Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ και θά 'ταν μέγα κρίμα, τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.
―Tώρα θα ιδής, παλληκαρά... Aκούστε με, συντρόφοι, και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι... Nα μας πλερώση τα σκυλιά με τα καματερά του, και για την τόλμη πώλαβαν τα πέντε δάχτυλά του να σφεντονίσουν κατ' εμάς, εκεί στο χερουλάτη να συντριφτούν με το σφυρί... Σ' αρέσει, ζευγολάτη;
Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν τα βόιδια πού 'ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν κ' εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι με τη σφεντόνα πωύρανε. Ύστερα με τη σκούλη, αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε τ' αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε. Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε· το μαύρο το παιδί του στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά 'βγαινε η ψυχή του. K' εκειός ο γέρο δράκοντας χωρίς ούτε ν' αχνίση εκύτταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση τη γη του την ταλαίπωρη, και μέσα στην καρδιά του με μιας αστράφτουν τα παληά τ' ανδραγαθήματά του, κ' εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ' η ελπίδα με τη δική του εκδίκηση να σώση την πατρίδα.
Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ' εντροπιασμένο κι αφίνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.
|
|
(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998) |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου