Κυριάκος Βενιζέλος ή Μπενύ Σελόν, πατέρας του Ελευθερίου Βενιζέλου
«… Κερκυραία Ἑβραία, ὀρφανὴ, ὁμιλοῦσα θαυμάσια τὴν Ἑλληνικὴν, ἦλθεν εἰς Θεσσαλονίκην διὰ νὰ γνωρίσῃ τοὺς συγγενεῖς της καὶ ἐνυμφεύθη τὸν ἐξάδελφόν της Μπένυ Σελόν. Ὁ σύζυγός της ἦτο γυρολόγος. Ἐκ τοῦ γάμου των, ἐγεννήθη υἱός, ἀλλά ἕξι ἔτη μετὰ τὴν γέννησίν του ἀπέθανεν ὁ σύζυγός της καὶ ἔμεινε χήρα. Αὕτη ἐβασανίζετο ὅμως διὰ νὰ ἀναθρέψῃ τὸ καχεκτικὸν τέκνο της, λόγῳ τῆς κληρονομηθείσης πατρικῆς ἀσθενείας.
«… Μόλις ὁ υἱός της ἔγινε δέκα ἐτῶν, ἤρχισε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατρός του, κατώρθωνεν δὲ οὕτω νὰ κερδίζῃ ὀλίγα χρήματα καὶ νὰ βοηθῇ τὴν μητέρα του. Ἀλλ’ οἱ κόποι, αἱ στενοχωρίαι, αἱ στερήσεις καὶ ἡ κληρονομία τῆς συζυγικῆς ἀσθενείας, τόσον τὴν εἶχον καταβάλει, ὥστε μετὰ μικρὸν διάστημα νὰ ἀποθάνῃ καὶ αὐτή.
«… Ὁ νέος ἔμεινε μόνος του, ἐξακολουθῶν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γυρολόγου, εἶχεν ὅμως μανίαν καὶ μεγάλην ἀγάπην πρὸς τὴν θάλασσαν ὅπου ἐψάρευε τὰς ὥρας τῆς ἀργίας του. Μόλις ἔγινε δεκαέξι ἐτῶν ἤρχισε νὰ σκέπτεται ὅτι θὰ ὑπηρετήσῃ στρατιώτης καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργῇ πῶς θὰ δραπετεύσῇ ἐκ Θεσσαλονίκης διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν στράτευσίν του εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ δὲν ἄργησε νὰ παρουσιασθῇ ἡ εὐκαιρία.
«… Εἰς τὴν Θεσσαλονίκην παρέμενε ἕνα καϊκι Βατικιώτικο, τοῦ ὁποίου ὁ μοῦτσος ἐνοσηλεύετο εἰς τὸ νοσοκομεῖον , ὅπου καὶ ἀπέθανεν. Ὁ νέος ἔπεισεν τὸν πλοίαρχον νὰ τὸν παραλάβη ὡς μοῦτσον εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ ἀποθανόντος. Πράγματι ὁ πλοίαρχος τὸν παρέλαβε καὶ ἀνεχώρησε λάθρα ἐκ Θεσσαλονίκης.
«… Κατὰ τὸ μέχρι Πειραιῶς ταξίδι τὸ ὁποῖον διήρκεσε ἐπὶ πολλοὺς μῆνας, λόγῳ τῶν πολλῶν προσεγγίσεων, οἱ ναῦται τὸν ἐφώναζον «Κυριάκον» μὲ τὸ ὄνομα δηλαδὴ τοῦ ἀποθανόντος. Αὐτὸς ὄχι μόνον τὸ ἐδέχετο , ἀλλ’ ἤκουεν εὐχαρίστως εἰς τὸ ὄνομα αὐτὸ ὁσάκις τὸν ἐφώναζον καὶ ἔκτοτε ἐσυνήθισε καὶ ἐκαλεῖτο «Κυριάκος». Ὁ πλοίαρχος καὶ οἱ ναῦται ἦσαν κατενθουσιασμένοι μὲ τὸν νέον μοῦτσον διὰ τὴν ἐξυπνάδα καὶ διὰ τὴν ἐργατικότητά του.
«… Εἰς τὸν Πειραιᾶ ὁ πλοίαρχος ἐπαρουσίασεν εἰς τὸ Λιμεναρχεῖον τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ νοσοκομείου, δι’ οὗ ἐβεβαιοῦτο ὁ θάνατος τοῦ πρώτου Κυριάκου. Εἶχεν ὅμως ἀνάγκην νὰ δηλώσῃ τὸ ὀνοματεπώνυμον τοῦ νέου «Κυριάκου»διὰ νὰ γραφῇ εἰς τὸ Λιμαναρχεῖον. Ἐκάλεσεν ἰδιαιτέρως τὸν «Κυριάκον» καὶ τὸν ἠρώτησεν ἄν ἦτο εὐχαριστημένος μὲ τὴν θαλασσινὴν ζωὴν καὶ ἄν θὰ ἔμενε ἐργαζόμενος μαζί του. Εἰς καταφατικὴν δὲ ἀπάντησιν, τὸν ἠρώτησε, ποῖον ἦτο τὸ ἐπίθετόν του.
Ὁ Κυριάκος, ἐνεθυμεῖτο ἀπὸ ὅ,τι εἶχεν ἀκούσει, δηλαδὴ ὅτι ὁ πατήρ του ὀνομάζετο Μπένυ Σελόν.
«… Ὁ πλοίαρχος δὲν ἐδυσκολεύθη νὰ συνθέση τὸ νέον ὄνομα· «Κυριάκος Μπενυσέλος» καὶ τοιουτοτρόπως ἐνεγράφη εἰς τὸ λιμεναρχεῖον.
Ἐπὶ τρία ἔτη εἰργάσθη εἰς τὸ ἴδιον πλοῖον, ἀλλὰ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ τετάρτου ἔτους, ὁ πλοίαρχος ἀπέθανε καὶ ὁ Κυριάκος ἔμεινεν ἄνευ πλοίου καὶ πλοιάρχου. Μετὰ μικρὸν διάστημα προσελήφθη εἰς ἄλλο πλοῖον ὡς ναύτης, δι’ ἕν ταξίδιον διὰ τὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ὅπου τὸ πλοῖον ἐφόρτωνε πορτοκάλια. Ὁ Κυριάκος παρέλαβε τὰ χαρτιά του ἀπὸ τὸ Λιμεναρχεῖον καὶ ἀνέλαβεν ὑπηρεσίαν ὑπό τὸν νέον πλοίαρχον.
Ἔφθασεν εἰς τὰ Χανιὰ καὶ ἤρχισεν ἡ φόρτωσις. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ φορτώσουν, μιὰ μεγάλη τρικυμία συνέτριψε τὸ πλοῖον ἐντὸς τοῦ λιμένος τῶν Χανίων. Ὁ πλοίαρχος κι αὐτὸς ἔμειναν εἰς τὸν δρόμον.!.
«… Ἡ συγκοινωνία ἦτο πολὺ ἀραιὰ διότι μόνον μία «ταμπακέρα» ὑπὸ τὸν πλοίαρχον καπετὰν Κοσμᾶ προσήγγιζε τὴν Κρήτην. Αὕτη ἔφερνε καὶ παρελάμβανεν ἀλληλογραφίαν κατὰ τρίμηνον. Ὁ Κυριάκος ἐσκέφθη, διὰ νὰ μὴν μείνῃ ἄνευ ἐργασίας, νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ πατρικόν του ἐπάγγελμα. Ἐπρομηθεύθη τὴν «πανιέρα» ἠγόρασε ἀπὸ τὸν Φουλάκην ὀλίγα μικροεμπορεύματα καὶ ἤρχισε τὸ ἐμπόριον τοῦ γυρολόγου εἰς τὰ πέριξ τῶν Χανίων χωρία. Τὸ ἐμπόριον αὐτό, ἐγίνετο ἀποκλειστικῶς ἀπὸ Ἑβραίους, οἵτινες μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Καλεκαπασὶ -πύλη τοῦ φρουρίου -ἐξήρχοντο τῆς πόλεως καὶ ἐπεσκέπτοντο τὰ πέριξ Χριστιανικὰ χωρία καὶ τὰ Τουρκικὰ μετόχια.
«… Ὁ Κυριάκος γνωρισθεὶς μὲ ὅλους τοὺς Ἑβραίους, εἰς οὐδένα ἐνεπιστεύθη τὴν καταγωγήν του Κατόρθωσεν νὰ ἀναγνωρισθῇ ὅμως ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ προξενεῖον, ὡς Ἕλλην ὑπήκοος καὶ ἦτο εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων ἀνεγνωρισμένων Ἑλλήνων ὑπηκόων ἐν Κρήτῃ. Τοιουτοτρόπως ἦτο ὁ μόνος κατὰ φαινόμενον Χριστιανὸς γυρολόγος καὶ συνεπῶς ἡ ἐργασία του ἦτο μεγάλη καὶ προσοδοφόρος.
«… Οἱ γυρολόγοι ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν πόλιν ἔφερον συνήθως μαζί των αὐγὰ καὶ κοτόπουλα, διότι αἱ χωρικαὶ μὴ ἔχουσαι χρήματα ἔδιδον ταῦτα διὰ νὰ ἀγοράσωσι τὰ ἀναγκαιοῦντα αὐταῖς. Ὁ Κυριάκος ἤρχισε κι αὐτὸς νὰ συμμορφοῦται μὲ τὸ σύστημα ἐκεῖνο καὶ ἔφερνε συχνὰ εἰς τὴν πόλιν αὐγὰ καὶ κοτόπουλα, τὰ ὀποῖα συνήθως ἐπώλει εἰς τὸν μεγαλέμπορον Μαρκαντωνάκην.
«… Ὁ Μαρκαντωνάκης συμπάθησεν τὸν Κυριάκον καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν γραμματέα του νὰ κρατῇ πάντα τὰ ὑπό τοῦ Κυριάκου προσκομιζόμενα αὐγά καὶ πουλερικὰ καὶ νὰ τὸν πιστώνη διότι ὁ Κυριάκος τὸν εἶχεν παρακαλέσει νὰ τοῦ φυλάττῃ τὰ χρήματά του. Ὁ Κυριάκος συνέλαβεν σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ μαζεύσῃ χρήματα διὰ νὰ ἀνοίξῃ μαγαζάκι. Τὴν σκέψιν του ἐκείνην τὴν ἐδυνάμωσεν καὶ ὁ ἔρως του πρὸς μίαν εὔμορφην χωριατοποῦλαν. Ὁ Κυριάκος ἤρχισε νὰ ἀπομακρύνεται ἐκ τῆς ζώνης τῶν πέριξ τῶν Χανίων χωρίων τὰ ὁποῖα ἀπεῖχον περίπου μίαν ὥραν καὶ ἐπροχώρει εἰς τὰ ὀρεινὰ χωρία εἰς τὰ ὁποῖα οἱ Ἑβραῖοι γυρολόγοι ἐφοβοῦντο νὰ πηγαίνουν.
«…Εἰς ἕν ἐκ τῶν χωρίων ἐκείνων ὁ Κυριάκος ἐγνώρισε μιὰν ὡραίαν κόρην τὴν ὁποίαν ἠγάπησεν ἐμμανῶς. Τὸ χωρίον αὐτὸ ὠνομάζετο Θέρισον. Ἡ οἰκογένειά της ἦτο πτωχὴ καὶ περίεργος. Ὁ πατήρ της ἐκ τοῦ πρώτου γάμου του εἶχεν ἀποκτήσει δύο θυγατέρας, ἐξ ὧν ἡ μεγαλυτέρα ἦτο ἡ συμπάθεια τοῦ Κυριάκου. Ὁ ἔρως τοῦ Κυριάκου ηὔξανε, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ἐπίπονον τὸ καθημερινόν ταξίδιον μέχρι Θερίσου, ἐπήγαινεν ἐκεῖ τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτὰς καὶ παρέμενε καθ’ὅλην τὴν ἡμέραν, συνήθως δὲ διενυκτέρευεν εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ χωρίου καὶ τὴν πρωίαν τῆς ἐπομένης ἔκαμνε τὸν γῦρον του εἰς τὰ πλησίον χωρία.
«… Παρῆλθεν ἔτος ἀπὸ τὴν γνωριμίαν του μὲ τὴν ὡραίαν Θερισιανὴν καὶ ὁ Κυριάκος σκεπτόμενος νὰ τὴν ζητήσῃ εἰς γάμον ἀπεφάσισε νὰ ἀνοίξῃ μαγαζάκι. Καὶ πράγματι ἔχων περίπου 20 λίρας, ἄνοιξε μαγαζάκι εἰς τὰ Χανιά. Δὲν ἐλησμόνησε ὅμως καὶ τὸ παλαιόν του σύστημα καὶ κάθε Σάββατον ἐφορτώνετο τὴν «πανιέρα» του, μετέβαινε εἰς Θέρισον πρὸς ἐμπορίαν καὶ ἔβλεπεν οὕτω τὴν ἀγαπημένην του. Δὲν παρῆλθεν ἔτος, ἀπὸ τῆς ἀποκαταστάσεώς του μὲ μαγαζί καὶ ἐζήτησε εἰς γάμον τὴν χωριατοποῦλαν. Ὁ πατὴρ της ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἤθελε νὰ δώσῃ τὴν κόρην του εἰς ἕνα ξένον γυρολόγον τοῦ ὁποίου ὡς ἔλεγε, δὲν ἐγνώριζεν ἀπὸ ποῦ κρατάει ἡ σκούφια του. Καὶ ὄντως ὁ γέρος ἐκεῖνος εἶχε δίκαιον, διότι δὲν ἐγνώριζε τὴν οἰκογένειάν του, οὔτε τὴν πατρίδα του.
«… Ἡ μανία τοῦ Κυριάκου πρὸς τὴν νέαν ἐκορυφοῦτο καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὸ καταστήσῃ γνωστὸν εἰς τὸν προστάτην του Μαρκαντωνάκην, ὅστις ἐπεμβᾶς μετὰ τοῦ ἱερέως τοῦ χωρίου, ἔπειτα ἀπὸ μακρὸν διάστημα ἔπεισεν τὸν πτωχὸν Θερισιανὸν νὰ δώσῃ τὴν θυγατέρα του Στυλιανὴν, ὀρφανὴν μητρὸς, εἰς τὸν Κυριάκον. Οὗτος, ἔλαβεν ὡς προίκαν μίαν μικρὰν ἰσόγειον οἰκίαν, κληρονομίαν τῆς μητρὸς της εἰς τὸ χωρίον Μπουρνιὲς, ἀπέχον τρία τέταρτα τῆς ὥρας ἐκ τῆς πόλεως τῶν Χανίων, τὸ πλεῖστον Τουρκικὸν καὶ ὑπὸ ἐλαχίστων Χριστιανῶν κατοικούμενον. Εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην κατώκησεν ὁ Κυριάκος μέχρι τοῦ 1865. Ἐκ τοῦ γάμου του ἀπέκτησε τέσσαρας θυγατέρας, ἕνα υἱὸν ὑδροκέφαλον, παράλυτον τὰ κάτω ἄκρα, ὅστις εἰς ἡλικίαν 16 ἐτῶν ἀπέθανε, καὶ τὸν Ἐλευθέριον ».
«… Μόλις ὁ υἱός της ἔγινε δέκα ἐτῶν, ἤρχισε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατρός του, κατώρθωνεν δὲ οὕτω νὰ κερδίζῃ ὀλίγα χρήματα καὶ νὰ βοηθῇ τὴν μητέρα του. Ἀλλ’ οἱ κόποι, αἱ στενοχωρίαι, αἱ στερήσεις καὶ ἡ κληρονομία τῆς συζυγικῆς ἀσθενείας, τόσον τὴν εἶχον καταβάλει, ὥστε μετὰ μικρὸν διάστημα νὰ ἀποθάνῃ καὶ αὐτή.
«… Ὁ νέος ἔμεινε μόνος του, ἐξακολουθῶν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γυρολόγου, εἶχεν ὅμως μανίαν καὶ μεγάλην ἀγάπην πρὸς τὴν θάλασσαν ὅπου ἐψάρευε τὰς ὥρας τῆς ἀργίας του. Μόλις ἔγινε δεκαέξι ἐτῶν ἤρχισε νὰ σκέπτεται ὅτι θὰ ὑπηρετήσῃ στρατιώτης καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργῇ πῶς θὰ δραπετεύσῇ ἐκ Θεσσαλονίκης διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν στράτευσίν του εἰς τοὺς Τούρκους, καὶ δὲν ἄργησε νὰ παρουσιασθῇ ἡ εὐκαιρία.
«… Εἰς τὴν Θεσσαλονίκην παρέμενε ἕνα καϊκι Βατικιώτικο, τοῦ ὁποίου ὁ μοῦτσος ἐνοσηλεύετο εἰς τὸ νοσοκομεῖον , ὅπου καὶ ἀπέθανεν. Ὁ νέος ἔπεισεν τὸν πλοίαρχον νὰ τὸν παραλάβη ὡς μοῦτσον εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ ἀποθανόντος. Πράγματι ὁ πλοίαρχος τὸν παρέλαβε καὶ ἀνεχώρησε λάθρα ἐκ Θεσσαλονίκης.
«… Κατὰ τὸ μέχρι Πειραιῶς ταξίδι τὸ ὁποῖον διήρκεσε ἐπὶ πολλοὺς μῆνας, λόγῳ τῶν πολλῶν προσεγγίσεων, οἱ ναῦται τὸν ἐφώναζον «Κυριάκον» μὲ τὸ ὄνομα δηλαδὴ τοῦ ἀποθανόντος. Αὐτὸς ὄχι μόνον τὸ ἐδέχετο , ἀλλ’ ἤκουεν εὐχαρίστως εἰς τὸ ὄνομα αὐτὸ ὁσάκις τὸν ἐφώναζον καὶ ἔκτοτε ἐσυνήθισε καὶ ἐκαλεῖτο «Κυριάκος». Ὁ πλοίαρχος καὶ οἱ ναῦται ἦσαν κατενθουσιασμένοι μὲ τὸν νέον μοῦτσον διὰ τὴν ἐξυπνάδα καὶ διὰ τὴν ἐργατικότητά του.
«… Εἰς τὸν Πειραιᾶ ὁ πλοίαρχος ἐπαρουσίασεν εἰς τὸ Λιμεναρχεῖον τὸ πιστοποιητικὸν τοῦ νοσοκομείου, δι’ οὗ ἐβεβαιοῦτο ὁ θάνατος τοῦ πρώτου Κυριάκου. Εἶχεν ὅμως ἀνάγκην νὰ δηλώσῃ τὸ ὀνοματεπώνυμον τοῦ νέου «Κυριάκου»διὰ νὰ γραφῇ εἰς τὸ Λιμαναρχεῖον. Ἐκάλεσεν ἰδιαιτέρως τὸν «Κυριάκον» καὶ τὸν ἠρώτησεν ἄν ἦτο εὐχαριστημένος μὲ τὴν θαλασσινὴν ζωὴν καὶ ἄν θὰ ἔμενε ἐργαζόμενος μαζί του. Εἰς καταφατικὴν δὲ ἀπάντησιν, τὸν ἠρώτησε, ποῖον ἦτο τὸ ἐπίθετόν του.
Ὁ Κυριάκος, ἐνεθυμεῖτο ἀπὸ ὅ,τι εἶχεν ἀκούσει, δηλαδὴ ὅτι ὁ πατήρ του ὀνομάζετο Μπένυ Σελόν.
«… Ὁ πλοίαρχος δὲν ἐδυσκολεύθη νὰ συνθέση τὸ νέον ὄνομα· «Κυριάκος Μπενυσέλος» καὶ τοιουτοτρόπως ἐνεγράφη εἰς τὸ λιμεναρχεῖον.
Ἐπὶ τρία ἔτη εἰργάσθη εἰς τὸ ἴδιον πλοῖον, ἀλλὰ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ τετάρτου ἔτους, ὁ πλοίαρχος ἀπέθανε καὶ ὁ Κυριάκος ἔμεινεν ἄνευ πλοίου καὶ πλοιάρχου. Μετὰ μικρὸν διάστημα προσελήφθη εἰς ἄλλο πλοῖον ὡς ναύτης, δι’ ἕν ταξίδιον διὰ τὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ὅπου τὸ πλοῖον ἐφόρτωνε πορτοκάλια. Ὁ Κυριάκος παρέλαβε τὰ χαρτιά του ἀπὸ τὸ Λιμεναρχεῖον καὶ ἀνέλαβεν ὑπηρεσίαν ὑπό τὸν νέον πλοίαρχον.
Ἔφθασεν εἰς τὰ Χανιὰ καὶ ἤρχισεν ἡ φόρτωσις. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ νὰ φορτώσουν, μιὰ μεγάλη τρικυμία συνέτριψε τὸ πλοῖον ἐντὸς τοῦ λιμένος τῶν Χανίων. Ὁ πλοίαρχος κι αὐτὸς ἔμειναν εἰς τὸν δρόμον.!.
«… Ἡ συγκοινωνία ἦτο πολὺ ἀραιὰ διότι μόνον μία «ταμπακέρα» ὑπὸ τὸν πλοίαρχον καπετὰν Κοσμᾶ προσήγγιζε τὴν Κρήτην. Αὕτη ἔφερνε καὶ παρελάμβανεν ἀλληλογραφίαν κατὰ τρίμηνον. Ὁ Κυριάκος ἐσκέφθη, διὰ νὰ μὴν μείνῃ ἄνευ ἐργασίας, νὰ ἐπαναλάβῃ τὸ πατρικόν του ἐπάγγελμα. Ἐπρομηθεύθη τὴν «πανιέρα» ἠγόρασε ἀπὸ τὸν Φουλάκην ὀλίγα μικροεμπορεύματα καὶ ἤρχισε τὸ ἐμπόριον τοῦ γυρολόγου εἰς τὰ πέριξ τῶν Χανίων χωρία. Τὸ ἐμπόριον αὐτό, ἐγίνετο ἀποκλειστικῶς ἀπὸ Ἑβραίους, οἵτινες μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Καλεκαπασὶ -πύλη τοῦ φρουρίου -ἐξήρχοντο τῆς πόλεως καὶ ἐπεσκέπτοντο τὰ πέριξ Χριστιανικὰ χωρία καὶ τὰ Τουρκικὰ μετόχια.
«… Ὁ Κυριάκος γνωρισθεὶς μὲ ὅλους τοὺς Ἑβραίους, εἰς οὐδένα ἐνεπιστεύθη τὴν καταγωγήν του Κατόρθωσεν νὰ ἀναγνωρισθῇ ὅμως ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ προξενεῖον, ὡς Ἕλλην ὑπήκοος καὶ ἦτο εἷς ἐκ τῶν ὀλίγων ἀνεγνωρισμένων Ἑλλήνων ὑπηκόων ἐν Κρήτῃ. Τοιουτοτρόπως ἦτο ὁ μόνος κατὰ φαινόμενον Χριστιανὸς γυρολόγος καὶ συνεπῶς ἡ ἐργασία του ἦτο μεγάλη καὶ προσοδοφόρος.
«… Οἱ γυρολόγοι ἐπιστρέφοντες εἰς τὴν πόλιν ἔφερον συνήθως μαζί των αὐγὰ καὶ κοτόπουλα, διότι αἱ χωρικαὶ μὴ ἔχουσαι χρήματα ἔδιδον ταῦτα διὰ νὰ ἀγοράσωσι τὰ ἀναγκαιοῦντα αὐταῖς. Ὁ Κυριάκος ἤρχισε κι αὐτὸς νὰ συμμορφοῦται μὲ τὸ σύστημα ἐκεῖνο καὶ ἔφερνε συχνὰ εἰς τὴν πόλιν αὐγὰ καὶ κοτόπουλα, τὰ ὀποῖα συνήθως ἐπώλει εἰς τὸν μεγαλέμπορον Μαρκαντωνάκην.
«… Ὁ Μαρκαντωνάκης συμπάθησεν τὸν Κυριάκον καὶ παρήγγειλεν εἰς τὸν γραμματέα του νὰ κρατῇ πάντα τὰ ὑπό τοῦ Κυριάκου προσκομιζόμενα αὐγά καὶ πουλερικὰ καὶ νὰ τὸν πιστώνη διότι ὁ Κυριάκος τὸν εἶχεν παρακαλέσει νὰ τοῦ φυλάττῃ τὰ χρήματά του. Ὁ Κυριάκος συνέλαβεν σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ μαζεύσῃ χρήματα διὰ νὰ ἀνοίξῃ μαγαζάκι. Τὴν σκέψιν του ἐκείνην τὴν ἐδυνάμωσεν καὶ ὁ ἔρως του πρὸς μίαν εὔμορφην χωριατοποῦλαν. Ὁ Κυριάκος ἤρχισε νὰ ἀπομακρύνεται ἐκ τῆς ζώνης τῶν πέριξ τῶν Χανίων χωρίων τὰ ὁποῖα ἀπεῖχον περίπου μίαν ὥραν καὶ ἐπροχώρει εἰς τὰ ὀρεινὰ χωρία εἰς τὰ ὁποῖα οἱ Ἑβραῖοι γυρολόγοι ἐφοβοῦντο νὰ πηγαίνουν.
«…Εἰς ἕν ἐκ τῶν χωρίων ἐκείνων ὁ Κυριάκος ἐγνώρισε μιὰν ὡραίαν κόρην τὴν ὁποίαν ἠγάπησεν ἐμμανῶς. Τὸ χωρίον αὐτὸ ὠνομάζετο Θέρισον. Ἡ οἰκογένειά της ἦτο πτωχὴ καὶ περίεργος. Ὁ πατήρ της ἐκ τοῦ πρώτου γάμου του εἶχεν ἀποκτήσει δύο θυγατέρας, ἐξ ὧν ἡ μεγαλυτέρα ἦτο ἡ συμπάθεια τοῦ Κυριάκου. Ὁ ἔρως τοῦ Κυριάκου ηὔξανε, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο ἐπίπονον τὸ καθημερινόν ταξίδιον μέχρι Θερίσου, ἐπήγαινεν ἐκεῖ τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτὰς καὶ παρέμενε καθ’ὅλην τὴν ἡμέραν, συνήθως δὲ διενυκτέρευεν εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ χωρίου καὶ τὴν πρωίαν τῆς ἐπομένης ἔκαμνε τὸν γῦρον του εἰς τὰ πλησίον χωρία.
«… Παρῆλθεν ἔτος ἀπὸ τὴν γνωριμίαν του μὲ τὴν ὡραίαν Θερισιανὴν καὶ ὁ Κυριάκος σκεπτόμενος νὰ τὴν ζητήσῃ εἰς γάμον ἀπεφάσισε νὰ ἀνοίξῃ μαγαζάκι. Καὶ πράγματι ἔχων περίπου 20 λίρας, ἄνοιξε μαγαζάκι εἰς τὰ Χανιά. Δὲν ἐλησμόνησε ὅμως καὶ τὸ παλαιόν του σύστημα καὶ κάθε Σάββατον ἐφορτώνετο τὴν «πανιέρα» του, μετέβαινε εἰς Θέρισον πρὸς ἐμπορίαν καὶ ἔβλεπεν οὕτω τὴν ἀγαπημένην του. Δὲν παρῆλθεν ἔτος, ἀπὸ τῆς ἀποκαταστάσεώς του μὲ μαγαζί καὶ ἐζήτησε εἰς γάμον τὴν χωριατοποῦλαν. Ὁ πατὴρ της ὅμως ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ ἤθελε νὰ δώσῃ τὴν κόρην του εἰς ἕνα ξένον γυρολόγον τοῦ ὁποίου ὡς ἔλεγε, δὲν ἐγνώριζεν ἀπὸ ποῦ κρατάει ἡ σκούφια του. Καὶ ὄντως ὁ γέρος ἐκεῖνος εἶχε δίκαιον, διότι δὲν ἐγνώριζε τὴν οἰκογένειάν του, οὔτε τὴν πατρίδα του.
«… Ἡ μανία τοῦ Κυριάκου πρὸς τὴν νέαν ἐκορυφοῦτο καὶ δὲν ἄργησε νὰ τὸ καταστήσῃ γνωστὸν εἰς τὸν προστάτην του Μαρκαντωνάκην, ὅστις ἐπεμβᾶς μετὰ τοῦ ἱερέως τοῦ χωρίου, ἔπειτα ἀπὸ μακρὸν διάστημα ἔπεισεν τὸν πτωχὸν Θερισιανὸν νὰ δώσῃ τὴν θυγατέρα του Στυλιανὴν, ὀρφανὴν μητρὸς, εἰς τὸν Κυριάκον. Οὗτος, ἔλαβεν ὡς προίκαν μίαν μικρὰν ἰσόγειον οἰκίαν, κληρονομίαν τῆς μητρὸς της εἰς τὸ χωρίον Μπουρνιὲς, ἀπέχον τρία τέταρτα τῆς ὥρας ἐκ τῆς πόλεως τῶν Χανίων, τὸ πλεῖστον Τουρκικὸν καὶ ὑπὸ ἐλαχίστων Χριστιανῶν κατοικούμενον. Εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνην κατώκησεν ὁ Κυριάκος μέχρι τοῦ 1865. Ἐκ τοῦ γάμου του ἀπέκτησε τέσσαρας θυγατέρας, ἕνα υἱὸν ὑδροκέφαλον, παράλυτον τὰ κάτω ἄκρα, ὅστις εἰς ἡλικίαν 16 ἐτῶν ἀπέθανε, καὶ τὸν Ἐλευθέριον ».
Η ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
«Κατ’ Αὔγουστον τοῦ 1864 ἤρχισεν ὁ τοκετὸς τῆς Στυλιανῆς μὲ φοβεροὺς πόνους, παρῆλθον δύο ἡμέραι καὶ ὁ τοκετὸς δὲν ἐγίνετο. Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὸν προηγούμενον τοκετὸν τοῦ ὑδροκεφάλου καὶ φοβούμενοι παρομοίαν περίπτωσιν οἱ χωρικοί, ἔπεισαν τὸν Κυριάκον ὅτι πρέπει νὰ φέρη τὸν Ἱερόθεον , προηγούμενον τῆς μονῆς «Χρυσοπηγῆς» διὰ νὰ τῆς διαβάση εὐχὴν καὶ οὕτω κατορθωθῆ ὁ τοκετὸς. Οἱ δὲ Τοῦρκοι μετεκάλεσαν τὸν Χατζῆ Σακίρη ἀπὸ τὸ χωρίον Ψίρες τῆς Κυδωνείας διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν.
«… Τὴν ἑσπέραν τῆς τρίτης ἡμέρας συνηντήθησαν εἰς τὸ αὐτὸ σπιτάκι ὁ Ἱερόθεος καὶ ὁ Χατζῆ Σακίρης καὶ ἤρχισαν νὰ διαβάζουν ὑπὸ τὸ ἀμυδρὸν φῶς ἕνὸς λύχνου, ὁ μὲν τὴν φυλλάδα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἄλλα σχετικά, ὁ δὲ Τοῦρκος δικάς του φυλλάδας μὲ εὐχὰς Τουρκιστί. Τὸ διάβασμα αὐτὸ διήρκεσε πέντε ὥρας περίπου, μὲ μικρά διαλείμματα. Εἰς στιγμὴν κορεσμοῦ καὶ νυστάγρας λέγει ὁ Ἱερόθεος πρὸς τὸν Τοῦρκον: «Μωρὲ Χατζῆ ἕνα διάβολο θωρῶ» καὶ ἀπαντᾶ ὁ Τοῦρκος: «Καὶ ἐγὼ μωρὲ παπᾶ, θωρῶ ἕνα φουρὸγατο καὶ ὁ Ραμπῆς νὰ λυπηθῆ τὴν κακομοίρα νὰ τὸ ξεγεννήση». Πράγματι περὶ τὰ ἐξημερώματα τῆς τετάρτης ἡμέρας ἐγεννήθη ὁ διάβολος Ἐλευθέριος!..»
«Κατ’ Αὔγουστον τοῦ 1864 ἤρχισεν ὁ τοκετὸς τῆς Στυλιανῆς μὲ φοβεροὺς πόνους, παρῆλθον δύο ἡμέραι καὶ ὁ τοκετὸς δὲν ἐγίνετο. Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τὸν προηγούμενον τοκετὸν τοῦ ὑδροκεφάλου καὶ φοβούμενοι παρομοίαν περίπτωσιν οἱ χωρικοί, ἔπεισαν τὸν Κυριάκον ὅτι πρέπει νὰ φέρη τὸν Ἱερόθεον , προηγούμενον τῆς μονῆς «Χρυσοπηγῆς» διὰ νὰ τῆς διαβάση εὐχὴν καὶ οὕτω κατορθωθῆ ὁ τοκετὸς. Οἱ δὲ Τοῦρκοι μετεκάλεσαν τὸν Χατζῆ Σακίρη ἀπὸ τὸ χωρίον Ψίρες τῆς Κυδωνείας διὰ τὸν αὐτὸν σκοπὸν.
«… Τὴν ἑσπέραν τῆς τρίτης ἡμέρας συνηντήθησαν εἰς τὸ αὐτὸ σπιτάκι ὁ Ἱερόθεος καὶ ὁ Χατζῆ Σακίρης καὶ ἤρχισαν νὰ διαβάζουν ὑπὸ τὸ ἀμυδρὸν φῶς ἕνὸς λύχνου, ὁ μὲν τὴν φυλλάδα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἄλλα σχετικά, ὁ δὲ Τοῦρκος δικάς του φυλλάδας μὲ εὐχὰς Τουρκιστί. Τὸ διάβασμα αὐτὸ διήρκεσε πέντε ὥρας περίπου, μὲ μικρά διαλείμματα. Εἰς στιγμὴν κορεσμοῦ καὶ νυστάγρας λέγει ὁ Ἱερόθεος πρὸς τὸν Τοῦρκον: «Μωρὲ Χατζῆ ἕνα διάβολο θωρῶ» καὶ ἀπαντᾶ ὁ Τοῦρκος: «Καὶ ἐγὼ μωρὲ παπᾶ, θωρῶ ἕνα φουρὸγατο καὶ ὁ Ραμπῆς νὰ λυπηθῆ τὴν κακομοίρα νὰ τὸ ξεγεννήση». Πράγματι περὶ τὰ ἐξημερώματα τῆς τετάρτης ἡμέρας ἐγεννήθη ὁ διάβολος Ἐλευθέριος!..»
ΠΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟ ΤΙΝΟΣ ΕΒΑΠΤΙΣΘΗ
«.. Μόλις τὸ παιδὶ ἐγέννετο 40 ἡμερῶν, ἡ μητέρα του καὶ ἡ μαμμή, μετέβησαν εἰς τὴν μονὴν τῆς «Ζωοδόχου Πηγῆς» ὅπου διέμενεν ὁ Ἱερόθεος καὶ ἐζήτησαν τὴν βάπτισίν του. Ὁ Ἱερόθεος ἐδέχθη ὡς ἀνάδοχος νὰ τὸ βαπτίσῃ. Ἀλλὰ καθ’ ἥν ὥραν τὸ εἶχεν μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν καὶ τὸ ἐσήκωσε διὰ νὰ τὸ θέση εἰς τὰ μυρόπανα, ἐλέρωσεν ἐντὸς τῆς κολυμβήθρας, καὶ ὁ Ἱερόθεος τὸ παρέδωσεν εἰς τὴν μαμμὴν φωνάζων: «Αὐτὸς εἶναι Σατανᾶς καὶ θὰ κάμνη κακὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» καὶ ἀμέσως ἀπεμακρύνθη. Ἀπετελείωσε δὲ τὸ βάπτισμα ὁ παρατυχὼν Γεννάδιος. Τὰ περὶ τοκετοῦ καὶ βαπτίσματος, ἀναφέρει ὁ Ἱερόθεος λεπτομερῶς εἰς τὸ «ἡμερολόγιόν του.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος συγγραφεύς ἀναφέρει διάφορα ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυριάκου Βενιζέλου ὅστις μετὰ πλείστων ἄλλων Ἑλλήνων ὑπηκόων ἀπεμακρύνθη τῆς Κρήτης παρὰ τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως, ἐπανελθών κατὰ τὸ ἔτος 1871, ὁπότε εὑρῆκε ἄθικτον τὸ κατάστημά του καὶ ἤρχισε τὰς ἐργασίας του, ἀφοῦ προσέλαβε ὡς ὑπαλλήλους του τοὺς :Γ. Γιαννακουδάκην, καὶ Ἀνδρέαν Νοστράκην.
Τὴν τρίτη θυγατέρα του δὲ, ἔδωσε σύζυγον εἰς τὸν πρακτικὸν δικηγόρον Κωνσταντῖνον Μητσοτάκην.
«.. Μόλις τὸ παιδὶ ἐγέννετο 40 ἡμερῶν, ἡ μητέρα του καὶ ἡ μαμμή, μετέβησαν εἰς τὴν μονὴν τῆς «Ζωοδόχου Πηγῆς» ὅπου διέμενεν ὁ Ἱερόθεος καὶ ἐζήτησαν τὴν βάπτισίν του. Ὁ Ἱερόθεος ἐδέχθη ὡς ἀνάδοχος νὰ τὸ βαπτίσῃ. Ἀλλὰ καθ’ ἥν ὥραν τὸ εἶχεν μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν καὶ τὸ ἐσήκωσε διὰ νὰ τὸ θέση εἰς τὰ μυρόπανα, ἐλέρωσεν ἐντὸς τῆς κολυμβήθρας, καὶ ὁ Ἱερόθεος τὸ παρέδωσεν εἰς τὴν μαμμὴν φωνάζων: «Αὐτὸς εἶναι Σατανᾶς καὶ θὰ κάμνη κακὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» καὶ ἀμέσως ἀπεμακρύνθη. Ἀπετελείωσε δὲ τὸ βάπτισμα ὁ παρατυχὼν Γεννάδιος. Τὰ περὶ τοκετοῦ καὶ βαπτίσματος, ἀναφέρει ὁ Ἱερόθεος λεπτομερῶς εἰς τὸ «ἡμερολόγιόν του.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἴδιος συγγραφεύς ἀναφέρει διάφορα ἄλλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυριάκου Βενιζέλου ὅστις μετὰ πλείστων ἄλλων Ἑλλήνων ὑπηκόων ἀπεμακρύνθη τῆς Κρήτης παρὰ τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως, ἐπανελθών κατὰ τὸ ἔτος 1871, ὁπότε εὑρῆκε ἄθικτον τὸ κατάστημά του καὶ ἤρχισε τὰς ἐργασίας του, ἀφοῦ προσέλαβε ὡς ὑπαλλήλους του τοὺς :Γ. Γιαννακουδάκην, καὶ Ἀνδρέαν Νοστράκην.
Τὴν τρίτη θυγατέρα του δὲ, ἔδωσε σύζυγον εἰς τὸν πρακτικὸν δικηγόρον Κωνσταντῖνον Μητσοτάκην.
*Από το βιβλίο του Αντωνακέα Νικολάου «Πολιτική Ιστορία Ελλάδος 1821-1954 – Φαυλοκρατία» τόμος Α΄ σελ. 120-125 με πηγή το βιβλίο του Μ.Α. Παπαδάκη «Βιογραφία του Ελευθερίου Βενιζέλου»
Επίσης μπορείτε να διαβάσετε σχετικά με τον Κυριάκο Βενιζέλο ή Μπενυσέλο πατέρα του Ελευθερίου Βενιζέλου στα εξής βιβλία:
1ον Γεώργιον Γ. Αϋφαντήν ( στρατηγόν) εις τα βιβλία του «Αφύπνισις », « Βωμός της ελπίδος», « Άνθρωπος και επιστήμη»
2ον Κώστα Ν. Μπαρμπή (τ. Γενικό Διευθυντή Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών ,πρ. καθηγητή παρ/τος Αθηνών Πανεπιστημίου της Αλλοδαπής) εις το βιβλίον του « Ελ Βενιζέλος : Εθνάρχης ή εθνικός ολετήρας ; »
3ον Ν Τωμαδάκη στο έργο του « Ο Βενιζέλος έφηβος » (1964),
4ον Σ Μαρκεζίνη στο βιβλίο του «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος ». τόμος 2,
5ον Ξενοφώντα Στρατηγό (στρατιώτη το αξίωμα, υποστράτηγο, υπαρχηγό γενικού επιτελείου ) στο έργο του «Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία» ,
6ον Εντουάρ Ντριό (ακαδημαϊκό, πανεπιστημιακό καθηγητή Ιστορίας ) στο έργο του «Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος»
***
3ον Ν Τωμαδάκη στο έργο του « Ο Βενιζέλος έφηβος » (1964),
4ον Σ Μαρκεζίνη στο βιβλίο του «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος ». τόμος 2,
5ον Ξενοφώντα Στρατηγό (στρατιώτη το αξίωμα, υποστράτηγο, υπαρχηγό γενικού επιτελείου ) στο έργο του «Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία» ,
6ον Εντουάρ Ντριό (ακαδημαϊκό, πανεπιστημιακό καθηγητή Ιστορίας ) στο έργο του «Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος»
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου