Ένα blog του Βλάση Αγτζίδη
Η επάνασταση του 1866 στην Κρήτη ενάντια στην οθωμανική απολυταρχία
Στις κρητικές επαναστάσεις ήταν αφιερωμένες οι σελίδες ιστορίας της ‘Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (12-10-2014) με την συμβολή του ιστορικού Γιάννη Χρονόπουλου….
Στις κρητικές επαναστάσεις ήταν αφιερωμένες οι σελίδες ιστορίας της ‘Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» (12-10-2014) με την συμβολή του ιστορικού Γιάννη Χρονόπουλου….
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ
ΚΡΗΤΗ: Οι επαναστάσεις και η σημασία τους
Από την πρώτη αποβίβαση των Οθωμανών (1645) στο νησί, ξεκίνησε
η διαδικασία του εξισλαμισμού.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι μουσουλμάνοι στρέφονταν
ενάντια στους Χριστιανούς και
η καταπίεση οδήγησε στο ξέσπασμα
επαναστατικών κινημάτων
η διαδικασία του εξισλαμισμού.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι μουσουλμάνοι στρέφονταν
ενάντια στους Χριστιανούς και
η καταπίεση οδήγησε στο ξέσπασμα
επαναστατικών κινημάτων
Η εξέγερση του 1866 των Ελλήνων της Κρήτης, που διήρκεσε τρία χρόνια, είναι μία από τις πολλές εξεγέρσεις που συνέβησαν στο νησί από την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης. Η συγκεκριμένη επανάσταση όμως παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί συμβαίνει σε μια εποχή που κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο στην απολυταρχική Αυτοκρατορία.
Το 1856 είχε ολοκληρωθεί με το Χαττ-ι-Χουμαγιούν μια μεταρρυθμιστική περίοδος που έμεινε γνωστή ως Τανζιμάτ. Το Χαττ-ι-Χουμαγιούν (Διάταγμα Εφαρμογής των Μεταρρυθμίσεων) επιχειρούσε να εξαλείψει τις διακρίσεις εις βάρος των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, να βάλει κανόνες στη διοίκηση και να περιορίσει την αυθαιρεσία των μουσουλμάνων. Ομως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν θετικά μόνο τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην περιφέρεια, η κατάσταση δεν φαίνεται να παρουσίασε σημαντική βελτίωση.
Στην περιφέρεια, η κατάσταση δεν φαίνεται να παρουσίασε σημαντική βελτίωση.
Οι τοπικές μουσουλμανικές ελίτ, που είχαν συνηθίσει σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο άσκησης της εξουσίας και έβλεπαν τους χριστιανούς συμπολίτες τους ως κατώτερους, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμες στην υιοθέτηση των νέων κανόνων.
Η ύπαρξη αυτής της κατάστασης πραγμάτων οδήγησε στο ξέσπασμα μεγάλων επαναστάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη και την οθωμανική Μακεδονία.
Η ύπαρξη αυτής της κατάστασης πραγμάτων οδήγησε στο ξέσπασμα μεγάλων επαναστάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν στην Κρήτη και την οθωμανική Μακεδονία.
Παράλληλα, εμφανίστηκε και ο εθνοφυλετισμός σε καταπιεσμένες χριστιανικές εθνότητες, όπως για παράδειγμα οι Βούλγαροι, δημιουργώντας ακόμα πιο σύνθετο σκηνικό, το οποίο συμβάδιζε και με τις νέες κρατικές αντιλήψεις στο νεαρό ελληνικό κράτος που κωδικοποιήθηκαν με τον τίτλο «Μεγάλη Ιδέα». Επίσης, στην Ανατολή υπήρχε το αρμενικό πρόβλημα, ενώ η διάδοση των σοσιαλιστικών απόψεων ριζοσπαστικοποίησε ακόμα περισσότερο τους Αρμένιους διανοούμενους, η κυρίαρχη πολιτική τάση των οποίων θα ενταχθεί αργότερα στη 2η Διεθνή. Ολα αυτά αλληλοσυμπληρούμενα, μαζί με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων που ακολουθούσαν δικές τους πολιτικές διεύρυνσης της επιρροής τους, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό σκηνικό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Η ιδιομορφία της Κρήτης
Η Κρητική Επανάσταση του 1866 υπήρξε η πρώτη αντίδραση στις ματαιωμένες προσδοκίες που γέννησε το Τανζιμάτ. Παράλληλα, όμως, συνδέθηκαν με την ιδιομορφία της κρητικής κοινωνίας, το διχασμό της σε καταπιεσμένους χριστιανούς και κυρίαρχους μουσουλμάνους και τον τρόπο άσκησης της οθωμανικής κυριαρχίας.
Ο Robert Pasley περιγράφει το 1837 την ιδιομορφία αυτή: «…ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού δημιουργήθηκε με την αποστασία των χριστιανών κατοίκων και χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα». Ακριβώς γι’ αυτό, οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη μοιράζονται ακριβώς τον ίδιο πολιτισμό, πλην των θρησκευτικών συνηθειών και της θέσης τους στο μηχανισμό εξουσίας και στην οικονομική δομή του νησιού.
Ο Robert Pasley περιγράφει το 1837 την ιδιομορφία αυτή: «…ο μουσουλμανικός πληθυσμός του νησιού δημιουργήθηκε με την αποστασία των χριστιανών κατοίκων και χωρίς τη συρροή ξένων στη χώρα». Ακριβώς γι’ αυτό, οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι στην Κρήτη μοιράζονται ακριβώς τον ίδιο πολιτισμό, πλην των θρησκευτικών συνηθειών και της θέσης τους στο μηχανισμό εξουσίας και στην οικονομική δομή του νησιού.
Η διαδικασία του εξισλαμισμού ξεκίνησε την επαύριο της οθωμανικής κατάκτησης. Το 1645 αποβιβάστηκαν πρώτη φορά οι Οθωμανοί στο νησί. Το 1669 κατελήφθη ο Χάνδακας, ενώ το 1775 παραδόθηκαν και τα τελευταία φρούρια. Οι πολυάριθμες εκκλησίες μετατράπηκαν άλλες σε τζαμιά και άλλες σε αποθήκες. Οι καμπάνες των εκκλησιών κατέβηκαν και οι ιεροτελεστίες γίνονταν εν κρυπτώ.
Οι χριστιανοί υφίσταντο κάθε είδους εξευτελισμό. Πολλοί απελπίσθηκαν από την τραγική κατάσταση και ασπάστηκαν, επιφανειακά κατά την πρώτη περίοδο, το Ισλάμ.
Με την έγκριση αρχικά του Πατριάρχη των Ιεροσολύμων περνούν σε μια κρυπτοχριστιανική κατάσταση, για να γίνουν πιστοί του Ισλάμ μερικές γενιές αργότερα.
Το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού εμφανίστηκε και στην Κρήτη.
Οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν και το 19ο αιώνα, όπως φαίνεται από τα οθωμανικά έγγραφα που εξέδωσε η Βικελαία Βιβλιοθήκη.
Τριάντα έτη μετά την άλωση του Χάνδακα, περίπου εξήντα χιλιάδες χριστιανοί είχαν εξισλαμιστεί.
Με αυτή τη διαδικασία δημιουργήθηκαν οι «Τούρκοι» της Κρήτης, οι «λινομπάμπακοι», όπως τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί, ή «Κρητότουρκοι μπουρμάδες» ή «Μουχαμάδες» ή «ξεκουκούλωτοι», εξαιτίας της περιτομής.
Ετσι, στην Κρήτη κατοικούσαν πλέον οι Ρωμιοί -οι Ελληνες χριστιανοί ορθόδοξοι-, οι Τούρκοι -οι εξισλαμισμένοι Ελληνες-, καθώς και οι μάλλον ολιγάριθμοι εκπρόσωποι της οθωμανικής εξουσίας, που δεν ήταν ντόπιοι. Μέρος των θεωρούμενων «πραγματικών Τούρκων» -που είχαν έρθει από την υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία- είχαν ποικίλες εθνοτικές προελεύσεις. Απόδειξη αυτής της κατάστασης αποτελεί ο Ρεσίτ πασάς του Ηρακλείου, ο οποίος είχε σημαντικό ρόλο στην καταστολή της Επανάστασης του 1866.
Ο Ρεσίτ πασάς ανήκε στις μουσουλμανικές ομάδες του Καυκάσου (Αμπχάζιοι, Ατζάριοι, Τσετσένοι, Κιρκάσιοι, Οσετίνοι κ.ά.) ή ήταν Κούρδος.
Οπότε είναι ακριβέστερος ο όρος «μη Κρητικοί μουσουλμάνοι» από το «πραγματικοί Τούρκοι».
Ο Ρεσίτ πασάς ανήκε στις μουσουλμανικές ομάδες του Καυκάσου (Αμπχάζιοι, Ατζάριοι, Τσετσένοι, Κιρκάσιοι, Οσετίνοι κ.ά.) ή ήταν Κούρδος.
Οπότε είναι ακριβέστερος ο όρος «μη Κρητικοί μουσουλμάνοι» από το «πραγματικοί Τούρκοι».
Οι νέες αντιθέσεις
Η ένταξη των εξισλαμισμένων Κρητικών στην κυρίαρχη ομάδα και τα προνόμια που προέκυπταν από την ένταξη αυτή, δημιούργησε ένα χαρακτήρα βίαιο και επιθετικό.
Ο Pasley, που τους αποκαλεί άλλοτε «Τουρκοκρήτες» και άλλοτε απλώς «Τούρκους», γράφει ότι: «Ο Τούρκος, που είναι συνηθισμένος να φέρεται δεσποτικά στους Ελληνες, είναι αλαζών, ατίθασος και ρέπει προς την ανταρσία…». Περιγράφει επίσης και την πολιτικοοικονομική δομή της οθωμανικής Κρήτης:
Ο πασάς ορίζεται από την Υψηλή Πύλη, από κάτω του υπάρχει το σώμα των αγάδων, που είναι ντόπιοι και στους οποίους ανήκουν ισοβίως όλες οι γαίες της Κρήτης (σουλτανικής ιδιοκτησίας), για τις οποίες πληρώνουν ένα ποσό που ανανεώνεται από πατέρα σε γιο.
Ο Pasley, που τους αποκαλεί άλλοτε «Τουρκοκρήτες» και άλλοτε απλώς «Τούρκους», γράφει ότι: «Ο Τούρκος, που είναι συνηθισμένος να φέρεται δεσποτικά στους Ελληνες, είναι αλαζών, ατίθασος και ρέπει προς την ανταρσία…». Περιγράφει επίσης και την πολιτικοοικονομική δομή της οθωμανικής Κρήτης:
Ο πασάς ορίζεται από την Υψηλή Πύλη, από κάτω του υπάρχει το σώμα των αγάδων, που είναι ντόπιοι και στους οποίους ανήκουν ισοβίως όλες οι γαίες της Κρήτης (σουλτανικής ιδιοκτησίας), για τις οποίες πληρώνουν ένα ποσό που ανανεώνεται από πατέρα σε γιο.
Το σύστημα αυτό στηρίζεται από το σώμα των γενιτσάρων, το οποίο ο Pasley περιγράφει ως εξής:
«Το σώμα των γενιτσάρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Είναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν όταν είναι ανάγκη…
«Το σώμα των γενιτσάρων αποτελείται από ντόπιους όλων των τάξεων. Είναι άμισθοι και συνήθως κακοί και σκληροί. Αυτοί που έχουν κάνει τα περισσότερα εγκλήματα είναι περιζήτητοι στα συντάγματα και χαίρουν της προστασίας των αρχηγών και των αγάδων, οι οποίοι τους χρησιμοποιούν όταν είναι ανάγκη…
Συνεπώς η εξουσία του πασά είναι μηδαμινή σ’ αυτόν τον τόπο, ενώ οι αγάδες και οι αρχηγοί των σωμάτων προπηλακίζουν όποιον θέλουν χωρίς κανείς να τολμά να παραπονεθεί: οι κακοποιοί τού κάθε σώματος παραδίδονται σε ακρότητες και μπαίνουν στα σπίτια των ραγιάδων και τους μεταχειρίζονται όπως θέλουν. Λεπτομέρειες αυτών που αναφέρονται στην τελευταία πρόταση είδα κατά την παραμονή μου στη Κρήτη και θα μπορούσαν να γεμίσουν έναν τόμο. Ωστόσο, πολλές από αυτές είναι τόσο αισχρές και τρομερές που δεν θα τολμούσα να περιγράψω. Πρόκειται για φοβερούς συνδυασμούς πόθου και σκληρότητας που κανένας δεν θα φανταζόταν ότι υπάρχουν στην ανθρώπινη φύση, ακόμα και στην πιο άγρια και υποβαθμισμένη της κατάσταση».
Αυτή ακριβώς ήταν η κοινωνική βάση που οδήγησε στις επανειλημμένες εξεγέρσεις, του 1770, του 1821, του 1866, που καταπνίγηκαν στο αίμα. Εως ότου η τελευταία, του 1897, δρομολόγησε τέτοιες πολιτικές εξελίξεις, που 16 χρόνια αργότερα θα επιτρέψουν να υλοποιηθεί το αίτημα των Κρητών επαναστατών για ένωση με το ελληνικό έθνος-κράτος.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,https://kars1918.wordpress.com/
H πρώτη προκήρυξη των επαναστατών απευθύνεται προς ‘Οθωμανούς και χριστιανούς» και καλεί σε κοινό αγώνα για την εφαρμογή των ανθρωπιστικών αξιών
Οι Ενετοί για να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στο νησί, στέλνουν εποίκους τρεις φορές το 1212, 1223 και το 1252. Το 1252 οι Βενετοί καταφέρνουν να επιβληθούν οριστικά και στην περιοχή των Χανίων. Συνολικά τον πρώτο αιώνα της ενετοκρατίας εγκαταστάθηκαν στο νησί 10.000 έποικοι, περίπου το 1/6 του συνολικού πληθυσμού. Το ονομάζουν Regno di Candia, και το χωρίζουν σε τέσσερα διαμερίσματα: Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Την ανώτερη διοίκηση είχε ο Δούκας της Κρήτης, που εκλεγόταν για δυο χρόνια από την σύνοδο των Βενετών ευγενών. Οργάνωσαν τη διοίκηση με τοπικούς διοικητές κάθε επαρχίας, δικαστές και αστυνόμους. Αρχικά τα δημόσια αξιώματα καταλαμβάνονταν μόνο από Βενετούς, Πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο ήταν ο Χάνδακας όπου έδρευε και ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος. Οι ντόπιοι χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν μπορούσαν να έχουν αρχιερείς παρά μόνο απλούς παπάδες.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της βενετοκρατούμενης Κρήτης χαρακτηριζόταν από απόλυτη ταξικότητα. Στην ανώτατη κορυφή ήταν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ’ το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών. Μοναδική περίπτωση ντόπιου ευγενή με ισότιμα με τους Βενετούς δικαιώματα ήταν ο Αλέξιος Καλλέργης και οι απόγονοί του.
Κατώτεροι ήταν οι Κρητικοί ευγενείς (nobili cretensi), αλλά και κάποιο Βενετοί που είχαν απωλέσει τα αξιώματά τους. Η κρητική ευγένεια δινόταν με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη και κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου. Όσοι Βενετοί ανήκαν σε αυτήν την τάξη, σταδιακά εξελληνίστηκαν, όπως τα μέλη της οικογένειας Μπραγκαντίν, που άλλαξαν το επώνυμό τους σε Μπεργαδής.
Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini , burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες.
Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου (plebe , populari ή populani , villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων.
Ξεχωριστή ομάδα πληθυσμού ήταν η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.
Το 1283 άρχισε στην Κρήτη η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών, με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Ο Καλλέργης, ίσως είχε κάνει επαφές και με την Πόλη και συγκεκριμένα το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα και να αποτρέψει τους Βενετούς από το να συμπράξουν με τον Κάρολο Α΄ της Σικελίας. Ο ισχυρός Κρητικός άνδρας απαίτησε από τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτατα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε πολύ καλά ότι και η ανεξαρτησία της Κρήτης ήταν αδύνατη αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο επίσης δύσκολη. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των παροίκων και του κλήρου και ξεκίνησε το σύστημα μικροπολέμου (guerilla), με το οποίο καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Επί δέκα χρόνια ακολούθησε την ίδια τακτική.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε όταν επενέβησαν και οι Γενοβέζοι που πυρπόλησαν τα Χανιά και επιδίωξαν να καταλάβουν τη δυτική Κρήτη, Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ό,τι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του Απριλίου του 1298. Με αυτήν η Βενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη στον οποίο δόθηκαν σημαντικό οικονομικά, πολιτικά αλλά και θρησκευτικά προνόμια σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία.
Μικρότερες επαναστάσεις εξακολουθούσαν να γίνονται και στα επόμενα χρόνια.
Μια άλλη σημαντική επανάσταση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί συμμετείχαν και οι ίδιοι οι Βενετοί της Κρήτης ήταν η λεγόμενη αποστασία του Αγίου Τίτου (1383). Οι Bενετοί αυτοί, που οι περισσότεροι δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ την Βενετία, ήταν δυσαρεστημένοι και ασφυκτιούσαν από το βαρύ φορολογικό καθεστώς που τους επέβαλε η βενετική διοίκηση. Δύο βενετικές οικογένειες (Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες, κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού. Για να κερδίσουν την υποστήριξη των ντόπιων χριστιανών, υποσχέθηκαν την ισοτιμία της Ορθόδοξης με την Καθολική εκκλησία.
Η επανάσταση πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις σε όλο το νησί. Δούκας εξελέγης ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Οργανώθηκε η αποστολή στην Κρήτη ενός μεγάλου βενετικού στόλου. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι βενετοί επαναστάτες αντιμετωπίστηκαν σκληρά και αποκεφαλίστηκαν. Οι Καλλέργηδες προσπάθησαν να συνεχίσουν την επανάσταση. Το 1367, εξαλείφτηκαν και οι τελευταίες εστίες αντίστασης, μετά από προδοσία, στα Σφακιά.
Το 16ο αι. τα κινήματα στην Κρήτη έχουν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα έχει παρακμάσει και ωθούμενοι από τις βιοτικές τους ανάγκες προχωρούν σε διάφορες κινητοποιήσεις απαιτώντας ικανοποίηση διαφόρων πρακτικών αιτημάτων(διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος. Οι Κρητικοί γενικά ταυτίζονταν με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπάρχει ακόμα επί Ενετοκρατίας, απλά ο Κρητικός ταυτίζει την αυτοκρατορία με την ορθοδοξία. Το χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα του Κρητικού βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο με το ξένο, ετερόδοξο καθολικό και αυτή η διαφορά αρχίζει να θέτει της βάσεις της εθνικής συνείδησης.
Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε στην Κρήτη ερμηνεύεται από τις αυτονομιστικές τάσεις των βυζαντινών γαιοκτημόνων (οι οποίοι εκπροσωπούν στη Κρήτη τα «δώδεκα βυζαντινά αρχοντόπουλα» του «κυρ Φωκά» οι οποίοι θεωρούσαν, ακόμα και μετά την άλωση της Πόλης ότι είχαν συγγενικούς δεσμούς με τους αυτοκράτορες) και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο (αφού αυτός ταυτίζεται με το Πατριαρχείο και την Πόλη), από τον αντιστασιακό πνεύμα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Έτσι στην Κρήτη η αντίδραση και η αντίσταση στη Βενετική κατοχή είναι ισχυρή.
Η ίδια η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους βυζαντινούς αυτοκράτορες («επί της βασιλείας των ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων»).
Το θρησκευτικό συναίσθημα δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Γι΄ αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης. Συγκεκριμένα στρατιωτικό σώμα Κρητών τοξοτών θα σταλεί για βοηθήσει κατά την πολιορκία της Πόλης από τους Τούρκους (1453). Σήμερα η εκκλησία της Κρήτης είναι σε καθεστώς ημιαυτονομίας, διατηρώντας κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο αυξανόμενος ολοένα τουρκικός κίνδυνος, η μακροχρόνια συμβίωση και οι επαφές με τη Βενετία, δημιουργούν τις προυποθέσεις για τη προσέγγιση των δύο λαών. Οι Βενετοί από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα κυρίως και μετά κάνουν συνεχείς ενέργειες για να έχουν καλές σχέσεις με τους ντόπιους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον τη Βενετία ως σύμμαχο στην τουρκική απειλή.
Η καλλιέργεγεια της ελιάς είναι αρχικά μικρή, όμως στα χρόνια της Ενετοκρατίας επεκτείνεται. Υπάρχει σημαντική παραγωγή τυριού, μεταξιού, μελιού και κυρίως κρασιού. Δυστυχώς μεγάλο μερος των δασών καταστρέφεται για την εξασφάλιση ναυπηγικής ξυλείας. Οι Βενετοί επισκευάζουν και οχυρώνουν τις πόλεις και άλλες σημαντικές θέσεις της Κρήτης. Ο κρητικός λαός δοκιμάζεται κι από ισχυρούς σεισμούς με πολλά θύματα, φοβερές επιδημίες-αρρώστιες, αλλά και αρκετές πειρατικές επιδρομές. Ήδη από το 1570-1571 μετά την κατάληψη της Κυπρου ήταν φανερό πως οι Τούρκοι θα έχουν σαν επόμενο στόχο την Κρήτη.
«Εκτελεστικόν Κυβέρνησις της Κρήτης κατά την Επανάστασιν 1897», επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αι.
Οι Κρητικοί μετά την επιστροφή της Κρήτης από την ιδιοκτησία της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγείρονταν συνεχώς με εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866-1869. Η επανάσταση του 1877-1878, έφερε την Σύμβαση της Χαλέπας. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η Κρήτη αποχωριζόταν από την λοιπή Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων καθώς και να αστυνομεύεται μόνο από Κρητικούς.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Tιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.
Η άφιξη του πρίγκηπα Γεώργιου στην Σούδα.
Ο πρίγκιπας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα «Νικόλαος Α΄», συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχονταν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο κι ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων Γάλλος Ποττιέ του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της κρητικής σημαίας.
Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι «κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών». Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1905 η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» διεκήρυττε πως μόνη ορθή λύση ήταν η Ένωση, προσωρινό στάδιο η πλήρης αυτονομία. Στις 10 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στον Θέρισο υπό του Ελευθερίου Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου, που κήρυξε «την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος», έδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση στα Χανιά, η οποία ομοίως κήρυξε την ένωση ενώ ένας από τους συμβούλους του Ύπατου Αρμοστή παραιτήθηκε και πήγε στον Θέρισο να ενωθεί με τους επαναστάτες. Ο Ύπατος Αρμοστής απαίτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα μέσα σε 36 ώρες, εκήρυξε το στρατιωτικό νόμο με την έγκριση των Δυνάμεων, διέταξε συλλήψεις και φυλακίσεις αντικαθεστωτικών κι επέβαλε λογοκρισία στον τύπο. Έπειτα κάλεσε σε σύσκεψη τους προξένους και ζήτησε να λάβουν επείγοντα μέτρα για την «καταστολήν του κινήματος». Για να αυξήσει τις ένοπλες δυνάμεις του συγκρότησε το σώμα των «Δημοφρουρών». Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μήνυμα στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στον Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με τον Βενιζέλο.
Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν από το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της κρητικής πολιτείας υποστάλλθηκε για να δώσει την θέση της στην ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός. Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
ΑΠΟ ΤΟ:
Δημοσιογράφος-Αμυντικός Αναλυτής
http://perialos.blogspot.gr/2012/09/blog-post_10.html
Παρακολουθήστε την εκπομπή της ΝΕΤ «Η μηχανή του Χρόνου» το σχετικό αφιέρωμα για την πραγματική ιστορία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Πιέσατε ΕΔΩ
Roger Crowley, Empire of the sea, Faber & Faber, 2008.
Matthew Carr: Blood and Faith: The Purging of Muslim Spain, The New Press, 2009.
R. C. Anderson, Naval Wars in the Levant 1559-1853, Princeton University Press, Princeton, 1952.
John Guilmartin, Gunpowder and Galleys, Cambridge University Press, Cambridge, 1974.
John F. Guilmartin, Jr.,Galleons and Galleys: Gunpowder and the Changing Face of Warfare at Sea, 1300-1650, Cassell, 2002.
Ο Τουρκοκρητικός, σύμφωνα με τον Κ.Γ. Φουρναράκη, «ελάλει την κρητικήν διάλεκτο, εδιδάσκετο όμως την οθωμανικήν ως γλώσσαν φιλολογικήν» Έτσι, τα κείμενά τους, όταν ήταν ελληνικά, πολλές φορές, γράφονταν με τούρκικους χαρακτήρες.
Μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά. Ο Ερωτόκριτος ήταν από τα αγαπημένα τους ποιήματα και πολλοί το απήγγειλαν από στήθους. Ο Ι. Κονδυλάκης, στους Τουρκοκρητικούς, γράφει: «Τα μόνα τούρκικα τα οποία γνωρίζουν, πλην, εννοείται, των ολίγων γραμματισμένων, οίτινες παραχώνουν εις τα ελληνικά των τούρκικα, ως οι κομψευόμενοι των Αθηνών γαλλικά, τα μόνα τουρκικά των είνε οι χαιρετισμοί «μερχαμπά» και «σελαμναλέκιμ», τους οποίους διαμοίβουν μόνο μεταξύ των, μικραί τινές προσευχαί από τας οποίας δεν εννούν τίποτε και τινες όρκοι και επιφωνήματα, «Για Ραμπή! Ραμπήμ Αλλά! Μαχιαλά!»
Κάποιος Τουρκοκρητικός εξέδωσε μια μετάφραση ενός περσικού ποιήματος με τίτλο «Συμβουλαί πατρός προς υιόν»:
«Τα πράγματά ‘νε δύσκολα, παιδί μου Αμπντουραχμάνη
γιατί τα ρούχα τα καλά ο μάστορας τα κάνει»
και όταν το ρώτησαν γιατί τα μετέφρασε στην κρητική διάλεκτο απάντησε: «διότι η γλώσσα αυτή, η κρητική, είναι η μητρική μου γλώσσα» Στην ελληνική, επίσης, γλώσσα, υμνούσαν τα κατορθώματα των ηρώων τους. Το τραγούδι ενός μουσουλμάνου ήρωα του 1866, από το Ηράκλειο, άρχιζε ως εξής:
Ντελή Ξεϊνη Αξεδιανέ, ειντά τονε γραφτό σου
Στς Αράδαινας το φάραγγα να βρης το θάνατό σου
http://www.kritipoliskaihoria.gr/2017/09/blog-post_875.html
23 February 2018
© UNHCR/Christos Tolis
Ο Αχμέντ Ταρζαλάκης με τη γυναίκα του Γιασμίν στο μπαλκόνι του διαμερίσματος που μένουν στα Χανιά αγκαλιά με την κόρη τους Φατιμά.
ΧΑΝΙΑ, Κρήτη – Έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες που ο Σύρος πρόσφυγας Αχμέντ Ταρζαλάκης βρέθηκε στην Κρήτη αλλά νιώθει σαν στο σπίτι του σε αυτό το νησί της Μεσογείου, που είναι γνωστό για την άγρια ομορφιά του, την κουζίνα του και τη φιλοξενία του.