ΣΠΟΝΔΗ (ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΗ) ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΈΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΡΙΖΙΤΙΚΟΥ
Παιδιά κι ήντα γινήκανε του κόσμου οι αντρειωμένοι
Μουδέ στσι μέσες φαίνουνται μουδέ στσ’ αναμεσάδες
Κάτω στην άκρη τ’ ουρανού στην τέλειωση του κόσμου
Σιντεροπύργο χτίζουνε του Χάρο να χωστούνε
Αν υπάρχουν ακόμα αντρειωμένοι, αυτοί είμαστε μεις. Και το έργο που έχομε είναι πολύ βαρύ. Γιατί καλούμαστε σε μιαν εποχή που αντιπαθεί την παρέα, την κοινότητα, τις ταυτότητες, να τα κρατήσομε για να επιβιώσομε.
Αλλιώς, θα μας καταπιεί το μοντέλο του ατόμου-καταναλωτή, που καταλήγει στον έλεγχο των ανθρώπων μέσα από τη διάλυση των συλλογικοτήτων. Τα έθνη, οι τοπικές κουλτούρες, οι τάξεις, η οικογένεια, κάθε τι που ξεπερνά το εγώ και χτίζει το εμείς, αποτελεί κίνδυνο. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι μόνος του, αδύναμος, ευάλωτος στη διαφήμιση, να καταναλώνει δίχως αντιστάσεις. Κι αυτό, σε μεγάλο βαθμό έχει επιτευχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, ο κόσμος προσχωρεί με χαρά στη φαινομενικά προοδευτική ρητορική της παγκοσμιοποίησης, ακολουθεί το μεγάλο αδελφό κι όχι τους οικείους του.
Αλλοίμονο πού’ χει δικούς και πορπατεί με ξένους
Και κάνει ξένους εδικούς και τσι δικούς του ξένους
Ετσά κι ο Γιώργης ο Πλανάς με ξένους επορπάθιε
Με ξένους ‘τρώγε κι έπινε, με ξένους χαροκόπα
Τσι ξένους έκανε δικούς και τσι δικούς του ξένους
Κι όντε τον τριγυρίσανε οι γι-αναμαζωξιάροι
Ζερβά δεξιά συντήρηξε, κιανένα δε γνωρίζει
Το βιβλίο που παρουσιάζομε σήμερο μας μιλεί για μια σειρά από τέτοια θέματα, μέσα από το δημοτικό μας τραγούδι. Δεν είναι μια ακόμα λαογραφική μελέτη. Ο συγγραφέας πολύ θα ήθελε να μη χρειαζόταν να το γράψει. Όταν όμως μας τριγυρίζουν οι αναμαζωξιάροι, πρέπει κι εμείς ν’ αντισταθούμε, να γυρέψομε βοήθεια από τους δικούς μας που δε θα τους έχομε κάμει ξένους, και το δημοτικό μας τραγούδι, η παράδοσή μας γενικότερα, είναι από αυτούς. Θα δούμε λοιπόν κάποια πράγματα με την οπτική του βιβλίου που παρουσιάζομε, όπως εκδηλώνονται στα τραγούδια της τάβλας της Δυτικής Κρήτης, αυτά που οι επιστήμονες αποκάλεσαν ριζίτικα κι ο λαός απλώς «τραγούδια».
Η απειλή στην ταυτότητά μας εμφανίζεται με διάφορους τρόπους: χτύπημα στις αξίες μας, ξαναγράψιμο της ιστορίας, μας, σπάσιμο της κοινότητας.
Κι εμείς πρέπει ν’ ακολουθήσομε τον άλλο δρόμο, αυτόν της διατήρησης της ταυτότητάς μας, της συλλογικότητας, της αντίστασης. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η «παρέα», δηλαδή η κοινότητα: Ήδη, από μόνη της, σπάει την κυριαρχία του ατομικού, του ανθρώπου-παθητικού δέκτη του όποιου προϊόντος. Στην παρέα συμμετέχουν ενεργά όλοι, δημιουργούν και συμβάλλουν σε συλλογικό επίπεδο. Το άτομο υποχωρεί, η ένωση προσώπων φτιάχνει κάτι ωραίο. Η παρέα έχει τους δικούς της κώδικες και αξίες που κουβαλάει και παραδίδει από γενιά σε γενιά: Αλληλεγγύη, σεμνότητα, ελευθερία, αντίσταση, εργατικότητα, ολιγάρκεια, σεβασμός, εντιμότητα.
Ο καταναλωτισμός δε μπορεί να νικήσει τον ολιγαρκή και αυτόν που κοιτάζει την ουσία. Δημιουργεί ψεύτικες ανάγκες, υποδουλώνει τους ανθρώπους σ’ αυτές και τότε μόνο επικρατεί. Ένας άνθρωπος ελεύθερος από ανάγκες, ευχαριστημένος με τα λίγα, είναι επικίνδυνος: δεν υποτάσσεται κι αποτελεί και κακό παράδειγμα στους υποταγμένους, υπόμνηση του τι ήταν κι αυτοί κάποτε, κι ελπίδα πως μπορούν να ξαναγίνουν ελεύθεροι.
Καημός στσι νιούς που γεύγουνται κάτω στο κατωμέρι
Και τρων του κόσμου τα καλά, τση Χώρας τα ξαρέσια
Και κάνουν όψη και μορφή ως είν’ η κολισαύρα
Χαρά στσι νιούς που γεύγουνται απάνω στη μαδάρα
Και τρών τα πάχνη του χιονιού, το δροσερόν αέρι
Και κάνουν όψιν έμορφη ως είν’ το πορτακάλι
Για να πετύχει τους σκοπούς της, η Νέα Τάξη χρησιμοποιεί ένα προοδευτικό λεξιλόγιο επικεντρωμένο στα ατομικά δικαιώματα. Και μόνο αυτά. Όταν μιλούνε αυτοί για δικαιώματα εννοούνε μόνο τη δυνατότητα ελεύθερου αυτοκαθορισμού των ατόμων ως προς τις κάθε είδους προτιμήσεις τους.
Ο αυτοκαθορισμός αυτός μπορεί να γίνεται σε ακραίο βαθμό, δίχως περιορισμούς (αυτό που παλιά ονομάζαμε αρχές), προκειμένου να εμπεδωθεί η απόλυτη ελευθερία του ατόμου σε πολιτικό επίπεδο, δίπλα στην απόλυτη ελευθερία του εμπορίου και του κεφαλαίου σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά, μόνο σε ατομικό επίπεδο, ποτέ σε συλλογικό. Αυτή η «ελευθερία» ήδη γνωρίζει τα όριά της δια της γελοιοποίησης, αφού πρόσφατα είδαμε δυο περιπτώσεις που την εξαντλούν, μια στην Αμερική όπου ένας λευκός αυτοκαθορίστηκε ως μαύρος και γύρευε και σχετικά επιδόματα, και μια στην Ευρώπη όπου ένας 70χρονος διεκδικούσε την αναγνώρισή του ως 50χρονου, γιατί τόσο ένοιωθε! Ο καθένας είναι ελεύθερος να τα κάνει αυτά, αλλά δε μπορεί να μιλάει για την πατρίδα ή για δικαιώματα των εργαζομένων, πατρίδες δεν πρέπει να υπάρχουν και οι εργαζόμενοι έχουν την «ελευθερία» να διαπραγματεύονται μόνοι τους, άρα αδύναμοι, με τον εργοδότη την ατομική τους σύμβαση. Και εδώ, οι διάφοροι προοδευτικοί σιωπούν. Σε μαζικό επίπεδο, ο κοινός παρονομαστής πρέπει να είναι μόνο το εμπόρευμα και η κατανάλωση, όχι κοινές αξίες και συλλογικές ταυτότητες.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, η μνήμη μας, πηγή της ταυτότητάς μας, πρέπει να σβηστεί, η ιστορία να ξαναγραφεί, κι εμείς να προετοιμαστούμε για τη νέα διπλή σκλαβιά που ήδη βιώνομε, αυτή της αποικιοποίησής μας από τη Δύση και της υποτέλειάς μας στο νεοοθωμανισμό. Για να το χωνέψομε αυτό όμως, θα πρέπει να χάσομε το βάθος της μνήμης μας, να θεωρήσομε το παιδομάζωμα μορφή κοινωνικής ανέλιξης, την καταστροφή της Σμύρνης συνωστισμό, τη συνέχεια της πορείας του λαού μας στο χρόνο ως μύθο.
Επίθεση στις αξίες μας λοιπόν και επίθεση στην ιστορία μας. Και μεις;
Νικόλα τ’ αντροκάλεσμα άφηστο μην το κάνεις
κι ακόμα ζωντανοί είμεστα κι ακόμα γης παθιούμε
κι ακόμα τα δοξάρια μας κι εκείνα ζωντανά νειαι
Είμαστε πράγματι ζωντανοί απέναντι στο υπερεθνικό διευθυντήριο των απρόσωπων οργανισμών, των ΜΚΟ, των φιλελεύθερων, πολιτικά και οικονομικά θεωριών; Και ποια είναι τα δοξάρια μας;
Το σύστημα ζητά να διαλύσει την κοινότητα και να την καταντήσει άθροισμα ατόμων δίχως συνοχή και δεσμούς. Και σε μια διαλυμένη κοινωνία, δε μπορούμε να μιλούμε για ελευθερία κι αντίσταση, αφού αυτά προϋποθέτουν κοινή δράση και αλληλεγγύη.
Το παγκόσμιο κέντρο επιφυλάσσει στην πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια τη μετατροπή της από χώρα σε χώρο όπου την κυριαρχία την ασκούν άλλοι. Την προνομιακή γεωπολιτική μας θέση δεν την εκμεταλλευόμαστε εμείς. Δεν έχουμε τις προϋποθέσεις για πολλούς λόγους, αλλά και γιατί, μέσα από την ηθική παρακμή μας τα τελευταία 35 χρόνια, έχουμε χάσει την παραγωγική μας βάση, καθιστάμενοι παράσιτα της Δύσης. Κι αν δεν έχομε παραγωγή, αν δε μπορούμε να καλύψομε τις πραγματικές μας ανάγκες, δεν έχομε πατρίδα. Οι αποικιοκράτες ήδη ελέγχουν τη γη μας:
Αμπέλι μου πλατύφυλλο και μακρυκοντυλάτο
οι χρωφελέτες ήρθανε να σε πουλήσω θέλει
πουλήσεις με χαρίσεις με το χρέος δεν το βγάνεις
βάλε να με κλαδέψουνε γέροντες με τα γένεια
και βάλε να με σκάψουνε απάρθενα κοπέλια
βάλε να με τρυγήσουνε απάρθενα κοράσια
τότες θα ιδείς αφεντικό το χρέος πώς το βγάνεις
Η δημοτική μας ποίηση και τα τραγούδια δίδουν και την απάντηση σ’ όλες τις προκλήσεις, σε κάθε αντροκάλεσμα της παγκοσμιοποίησης, στη μετατροπή της πατρίδας μας σε αποικία ξανά των δυτικών και υποτελή των Τούρκων. Και βέβαια, η δημοτική μας ποίηση είναι η έκφραση του λαού μας στο διάβα των αιώνων, είναι τα τραγούδια που φτιάχτηκαν από κάποιους και υιοθετήθηκαν από όλους, δέχτηκαν προσθήκες, παραλλαγές, άλλαξαν, συνυπάρχουν σε διαφορετικές μορφές, αλλά πια ως δημιουργήματα του λαού, αυτού που τα υιοθέτησε και εκφράζεται μέσα απ’ αυτά.
Είναι κι αυτό από τα στοιχεία που αναδεικνύει το σημερινό βιβλίο. Γιατί η ίδια η ύπαρξη των τραγουδιών μας, επιβεβαιώνει την ιστορική μας συνέχεια, καταγράφει έμμετρα τα γεγονότα και τις ιστορικές στιγμές, διατηρώντας τες ζωντανές στη μνήμη των επόμενων γενεών, σε περιόδους που δεν υπήρχε ο καταιγισμός πληροφόρησης και η πληθώρα ερμηνειών που βιώνομε σήμερο, σε περιόδους που τα αυτονόητα ήταν όντως αυτονόητα. Γιατί ποιός θα ισχυριστεί πειστικά ότι τα ιστορικά μας τραγούδια δε δείχνουν ακριβώς αυτό που τα ανδρείκελα του Σόρος θέλουν να μας κρύψουν, ότι ο ίδιος δηλαδή λαός από τότε μέχρι τώρα τραγουδάει στιγμές της ιστορίας του; Ποιος θα πει ότι το κάθε τραγούδι αφορά κάποιον άλλο κι όχι εμάς, στη διαδρομή μας μέσα στο χρόνο;
Στην Κρήτη, τραγουδούμε το Διγενή μαζί με το υπόλοιπο ακριτικό Βυζάντιο, την Καππαδοκία και την Κύπρο. Θρηνούμε, πρώτοι απ’ όλους τους Έλληνες, το κούρσος της Αντριανούπολης. Και κάθε επεισόδιο γίνεται Τραγούδι.
Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης
Κλαίσιν αργά, κλαίσι ταχιά, κλαίσι το μεσημέρι,
Κλαίσι την Αντριανούπολη τη βαροκουρσεμένη
Απού τηνε κουρσεύανε τσι τρεις γιορτές του χρόνου
Η υπόμνηση της ιστορικής μας συνέχειας και των αξιών μας μέσα από τα Τραγούδια, που συντίθενται τη στιγμή που το γεγονός λαμβάνει χώρα, αποτελεί κομβική συνεισφορά της παράδοσής μας απέναντι στην πολιτική της λήθης. Υπόμνηση που έρχεται να δώσει σε ανύποπτο χρόνο και δίχως σκοπιμότητες απάντηση στις θεωρίες των νεοταξικών ιστορικών που προσπαθούν να μας πείσουν ότι εμείς σα λαός έχομε ιστορία διακοσίων χρόνων μόνο, ότι το Βυζαντινό και αρχαίο μας παρελθόν είναι παρελθόν άλλου λαού κι όχι του δικού μας.
Κι έρχεται ο λαός μας και τραγουδεί τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, το Λέοντα Καλλέργη, μιλεί για τους Μπαρμπαρέζους και τη σκλαβιά, παίρνει θέση με το «εδικονίζεντο», ενάντια την υποταγή στους δυτικούς που συζητήθηκε στη σύνοδο Φερράρας Φλωρεντιας το 1439 και απέτρεψε ο λαός στην πράξη.
Όντεν εδικονίζεντο ο Κωνσταντής στα ξένα
Τσι ρούγες ρούγες πορπατεί και τα στενά διαβαίνει
Κι είχε τα ράσα κούντουρα κι εφάνουν τ’ άρματά ντου
Κι εφάνη τ’ αλαφρό σπαθί και τ’ αργυρό φουκάρι
Βασιλιοπούλα το θωρεί από ψηλό παλάτι.
- Αυτός δεν είν' καλόγερος, μουδέ και διακονιάρης,
μόνο 'ναι βασιλιά παιδί μεγάλου ρήγα γέννα
Το ότι τότε τα τραγουδήσαμε και το ότι ακόμα τα λέμε στις παρέες στη Δυτική Κρήτη, αιώνες τώρα, δεν είναι σημάδι τρανό της συνέχειας του έθνους μας; Πώς να μας σβήσει λοιπόν τη μνήμη το θεριό της Νέας Τάξης;
Η ίδια η λειτουργία του Τραγουδιού, η στιβαρή μελωδία, που δίδει αυτή το μήνυμα ανεξάρτητα από τα λόγια όπως εύστοχα παρατηρεί ο Καβρουλάκης στο βιβλίο του για το ριζίτικο, παραδομένη από γενιά σε γενιά σε βάθος χρόνου απροσδιόριστο, απηχεί κοινωνίες αντιστασιακές και ολιγαρκείς, γι’ αυτό ελεύθερες.
Κι ακόμα, μέσα και από το Τραγούδι, αντιστέκεται ο λαός μας στην απανθρωπιά που μας επιβάλλεται αναβαπτιζόμενος στο ήθος και τις αξίες που περνούν μέσα από τα ίδια τα τραγούδια αλλά και μέσα από τη διαδικασία της παρέας στη Δυτική Κρήτη.
Μια μάνα που ψυχομαχεί του γιού τζη παραγγένει
Γιε μου και παραγγένω σου παραγγελιά μεγάλη
Στον ξένο πόνο μη γελάς, φτωχό μην αδικήσεις,
Μην αποδιώξεις ορφανό
Το τραγούδι λοιπόν, η παράδοσή μας, η παρέα, περιέχουν μέσα τους όλα τα στοιχεία που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσομε την επέλαση της Νέας Τάξης. Από μας εξαρτάται αν θα τ’ ακούσομε, εμείς είμαστε οι φορείς τους.
Σε ψηλό βουνό σε χαμηλό λαγκάδι,
Γιάννος πορπατεί μαζί με την καλή του
Και στη στράτα του και στην πορπατηξιά του
Δράκος τ’ απαντά θεριό του συντυχαίνει
Γεια σου Γιαννακέ γεια σου καλ’ αντρειωμένε
Κι ας τα παίξομε Γιάννη για την καλή σου
Κι απαλεύγανε απ’ το ταχύ ως το βράδυ
Γειά σου Γιαννακέ που νίκησες το Δράκο
Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που θα νικήσομε το Δράκο. Όμως κι αυτός έχει γοητεία και δύναμη, πολλές φορές νομίζομε ότι τον έχομε νικήσει αλλά είναι εκεί, κάποτε κρατούμε τον τύπο της παρέας αλλά χάνομε την ουσία, κι εκεί θέλει όχι μόνο αντίσταση προς τα έξω, αλλά και εσωτερική, ενάντια στον εγωιστή και επιφανειακό εαυτό μας. Να κερδίσομε τη μεγάλη πρόκληση του να μείνομε αυθεντικοί σε ένα περιβάλλον που αλλάζει και που θέλει καινούργιες απαντήσεις. Μέσα από την παράδοσή μας όμως, δηλαδή μέσα από τον εκσυγχρονισμό της με τα δικά της μέσα, δίχως τα βολικά άλλοθι του ότι οι εποχές άλλαξαν κι εμείς μόνο να τραγουδούμε πια μπορούμε.
*Ο Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης είναι δικηγόρος-ερευνητής
(Αναδημοσίευση από το newshab.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου