Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Η χειραγώγηση των μαζών μέσω του συναισθήματος

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΩΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ

(Μετάφραση Ξένης Στεφανίδου από την «Χειραγώγηση της Συνείδησης», του Σεργκέι Καρά-Μουρζά, υπόψιν, γράφτηκε το 2.000 έτσι έχει αναφορές της περιόδου λίγο πριν την εκλογή του Πούτιν στην Προεδρία...)



Ένας εξίσου σημαντικός με τη νόηση στόχος της χειραγώγησης είναι και η συναισθηματική σφαίρα. Ίσως να είναι και η κυριότερη, ή τουλάχιστον – η πρώτη σφαίρα, που προσβάλλεται κατά την χειραγώγηση. Σε κάθε περίπτωση, τα συναισθήματα είναι πιο ρευστά και εύπλαστα, και αν καταφέρει κανείς να τα «διεγείρει», τότε και η νόηση αποδεικνύεται περισσότερο ευάλωτη στην εξωτερική επίδραση. Έτσι, λοιπόν, μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι το παιχνίδι με τα συναισθήματα αποτελεί ένα απαραίτητο στάδιο σε μια μεγάλης κλίμακας χειραγώγηση της συνείδησης. 
Ο θεμελιωτής της θεωρίας της χειραγώγησης της μαζικής συνείδησης, Γ. Λε Μπον, έγραφε:
«Οι μάζες ποτέ δεν εντυπωσιάζονται από τις λογικές ομιλίες. Τις εντυπωσιάζουν όμως οι αισθαντικές εικόνες, που παράγουν ορισμένες λέξεις και συνειρμούς».

Η συναισθηματική σφαίρα αντίληψης βρίσκεται εγγύτερα στον εξωτερικό κόσμο, απ΄ ό,τι η νοητική, και αντιδράει ταχύτερα και αμεσότερα. Γι΄αυτό και είναι πολύ πιο εύκολο να την «εκμεταλλευτεί» κανείς.

 Όπως έλεγε ο Ντιζραέλι

«Εκείνο, που αποκαλούμε κοινή γνώμη, μάλλον θα έπρεπε να αποκαλείται κοινό συναίσθημα».

 Η χειραγώγηση της κοινής γνώμης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επίδραση πάνω στα συναισθήματα της μάζας: η μάζα δεν επιθυμεί να δαπανήσει ούτε τις δυνάμεις, ούτε και τον χρόνο, που απαιτούνται για την αφομοίωση μιας λογικής επιχειρηματολογίας[1].

 Ιδού το γενικό πόρισμα της κοινωνικής δυναμικής της κουλτούρας:

 "Ο όχλος δεν πείθεται με επιχειρήματα αλλά με συναισθήματα".

Στην πραγματικότητα, κάθε επιχειρηματολογία βασίζεται σε λανθάνουσες επικοινωνιακές δομές. Αυτές οι δομές φέρουν λογικό χαρακτήρα μονάχα σε περιπτώσεις μηνυμάτων, που ούτως ή άλλως σχετίζονται προς την επιστήμη». (Α. Μολ). 

Ο Νίτσε εξέφρασε αυτή την σκέψη, καταφεύγοντας στην ακόλουθη παρομοίωση: η σχέση νου και καρδιάς θυμίζει έρωτα, και την σύζευξή τους ακολουθεί η σύλληψη, με την καρδιά να είναι ο άντρας και ο νους  η γυναίκα.

Εξάλλου, στον συναισθηματικό τομέα είναι πιο εύκολο να προκληθεί η «αλυσιδωτή αντίδραση», η εξάπλωση δηλαδή ή επιδημία συναισθημάτων. Ο Λε Μπον έχει γράψει πολλά για την ενδοτικότητα στην υποβολή ως γενικό χαρακτηριστικό του όχλου:

 «Η προγραμματισμένη πρωταρχική υποβολή εξαπλώνεται απευθείας, συνέπεια της μεταδοτικότητάς της, σε όλους τους νόες, κι έτσι προκύπτει αμέσως η ζητούμενη προδιάθεση». 

Εδώ ανιχνεύονται φαινόμενα, γνωστά από παλαιοτάτων χρόνων, που δεν εντοπίζονται στον ατομικό ψυχισμό: 

ο μιμητισμός και η αυθόρμητη εξάπλωση του μαζικού συναισθήματος.

 Ήδη κατά τον Μεσαίωνα  είχαν περιγραφεί λεπτομερώς οι εμφανίσεις των αυθόρμητων επιδημιών μαζικών συναισθηματικών εξάρσεων, που άγγιζαν τα όρια της υστερίας ή της μανίας. Έτσι, το 1266, η Ιταλία κατελήφθη από την επιδημία του αυτομαστιγώματος, το 1370 στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης εξαπλώθηκε η χορεομανία, αργότερα στη Γαλλία επικράτησε  η μανία των επιληπτικών  (convulsionnaires), στη δε Ολλανδία – η μανία της τουλίπας (για έναν βολβό καλής τουλίπας οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν ένα πολυτελές σπίτι ή ένα καράβι). Επίσης, μαζικές επιδημίες συναισθημάτων παρατηρούνταν στα χρόνια της εγκαθίδρυσης του φασισμού, στη Γερμανία.

Γι΄αυτό λοιπόν

η προκαταρκτική «υποδαύλιση» της συναισθηματικής σφαίρας αποτελεί κοινή θεμελιώδη αρχή στην χειραγώγηση της μαζικής συνείδησης

Το κυριότερο μέσο, που εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό, είναι η δημιουργία ή η εκμετάλλευση μιας κρίσης, μιας ανώμαλης κατάστασης, που ασκεί ισχυρή επίδραση στα συναισθήματα.

 Σαν τέτοια μπορεί να θεωρηθεί μια τεχνολογική καταστροφή, ένα αιματηρό, βίαιο επεισόδιο (τρομοκρατική ενέργεια, μανιακός-δολοφόνος, θρησκευτική ή διεθνική σύγκρουση), η ραγδαία φτωχοποίηση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, ένα μείζον πολιτικό σκάνδαλο, κ.ο.κ.

Μάλιστα, είναι πιο εύκολο να αφυπνίσει κανείς τα συναισθήματα εκείνα, που στην κοινή ηθική θεωρούνται κατακριτέα: ο φόβος, ο φθόνος, το μίσος, η αυταρέσκεια.

Άπαξ και ξεφύγουν από το κράτος του συνειδητού, υπόκεινται μετά βίας στον εσωτερικό αυτοέλεγχο και εκδηλώνονται ιδιαίτερα έντονα. 

Από την άλλη, τα ευγενή συναισθήματα, που στηρίζονται σε παραδοσιακές θετικές αξίες, είναι λιγότερο θυελλώδη, εκφράζονται ωστόσο με μεγαλύτερη σταθερότητα

Κατά την χειραγώγηση, επίσης, χρησιμοποιείται επιτυχώς το έμφυτο αίσθημα του οίκτου και της συμπόνιας απέναντι στον αδύναμο και τον ανυπεράσπιστο. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ο παθητικός χειραγωγός, που υπογραμμίζει την αδυναμία του, την ανικανότητά του ή ακόμα και την απροθυμία του να κουμαντάρει τους άλλους, αποδεικνύεται σημαντικότατη φιγούρα στον προγραμματισμό της κοινής γνώμης. Έναν τέτοιο ρόλο έπαιζε στα χρόνια της Περεστρόικα ο Α. Σάχαρωφ (καθώς και άτομα, όπως ο Ζηνόβι Γκερντ). Δεν υποκαθιστούν τους ενεργούς και σκληροπυρηνικούς χειραγωγούς, εξασθενίζουν όμως ραγδαία την ψυχολογική αυτοάμυνα των ανθρώπων.

Για την χειραγώγηση της συνείδησης, οποιοδήποτε συναίσθημα μπορεί να αποδειχθεί κατάλληλο, εφόσον συμβάλλει, έστω και προσωρινά, στην απενεργοποίηση της κοινής λογικής. Ωστόσο, οι χειριστές πάντα αρχίζουν να υποδαυλίζουν τα συναισθήματα εκείνα, που είναι ήδη «ενεργά» στην κοινή συνείδηση. 

Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος,  Χέρμπερτ Μπλούμερ, στη μελέτη του «Η Συλλογική Συμπεριφορά» γράφει:

 «Η λειτουργικότητα της προπαγάνδας εκδηλώνεται κατεξοχήν στο παιχνίδι με τα συναισθήματα και τις προκαταλήψεις, που ήδη ενυπάρχουν στον άνθρωπο». 

Ας θυμηθούμε λίγο, πως υποδαύλιζαν το αίσθημα της θιγμένης δικαιοσύνης στον σοβιετικό άνθρωπο. Ας αναλογιστούμε το προφανές: εντελώς ξαφνικά, ο σοβιετικός άνθρωπος άρχισε να μισεί σχεδόν τη νομενκλατούρα, εξαιτίας των «προνομίων» και των «οφελών», που εκείνη  απολάμβανε. Αυτό ακριβώς το μίσος του σοβιετικού ανθρώπου απέναντι στη νομενκλατούρα αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για την προσωρινή ειδωλοποίηση του Γέλτσιν. Στις μέρες μας, οι ίδιοι εκείνοι άνθρωποι, που ανέτρεψαν τη νομενκλατούρα, παρατηρούν αδιάφορα τους απατεώνες, που όχι μόνο τους έχουν καταληστέψει, αλλά και επιδεικνύουν αναίσχυντα τον παράνομο πλούτο τους. 

Δε μπορούσαν να συμφιλιωθούν με τη μαύρη «Βόλγα» του Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής, η άσπρη «Μερσεντές», όμως, του διευθυντή της ΑΕ δεν τους θολώνει σήμερα το μάτι – ακόμα και αν πρόκειται για τον ίδιο, τέως πλέον, Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής.

Θα αναφέρουμε ακροθιγώς μόνο το εξίσου σημαντικό για την χειραγώγηση και πολύ επώδυνο για εμάς, ζήτημα της αιματοχυσίας. 

Τον Αύγουστο του 1991, τρεις νεαροί είχαν σκοτωθεί, όταν αποπειράθηκαν να πυρπολήσουν τεθωρακισμένα οχήματα του στρατού. Και μολονότι κανείς δεν είχε επιτεθεί σε αυτούς τους νεαρούς ή στους ηγέτες της «δημοκρατίας», ο θάνατός τους αναστάτωσε πλήθος ανθρώπων, ενώ το όλο γεγονός ερμηνεύθηκε ως ένα κτηνώδες έγκλημα του κομμουνιστικού καθεστώτος. 

Τον Οκτώβριο του 1993, το καθεστώς των «δημοκρατών» επιδόθηκε σε ένα απίθανο μακελειό, ασυγκρίτως μεγαλύτερων διαστάσεων, με πάμπολλα ανήθικα εγκλήματα και εξόφθαλμες παραβιάσεις στοιχειωδών δικαιωμάτων των πολιτών, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει κάποια αγανάκτηση από πλευράς του «μέσου» ανθρώπου. Τι συμβαίνει, λοιπόν;

Στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς και δεν έχουμε να κάνουμε με τη λογική κρίση. 

Επομένως, ο λόγος αυτής της αντίφασης δεν έγκειται στη λανθασμένη επιλογή ή στα κοινωνικά συμφέροντα, αλλά στο βαθύτατα θιγμένο συναίσθημα. 

Ας αφήσουμε προς το παρόν το θέμα της τεχνολογίας – το πώς δηλαδή κατάφεραν να θίξουν το αίσθημα της δικαιοσύνης του σοβιετικού ανθρώπου, κόντρα στη διάνοιά του. 

Γιατί  είναι πια ξεκάθαρο (όσο κι αν ντρέπονται ακόμα να το παραδεχτούν οι άνθρωποι),  ότι τα προνόμια και τα οφέλη, που επί είκοσι χρόνια απασχολούσαν τη σκέψη των δημοκρατών του καναπέ, δεν ήταν, παρά μύθος! Ο Χόνεκερ φάνταζε ως ένα διεφθαρμένο τέρας, όταν η ιντελιγκέντσια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας πληροφορήθηκε, ότι είχε πισίνα στο εξοχικό του, διαστάσεων 10 ολόκληρων μέτρων! 

Η μπαλαρίνα από την Κούβα, που αυτομόλησε στην Ισπανία, αφηγούταν με φρίκη στο «στρογγυλό τραπέζι», σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, σχετικά με την κοινωνική αδικία, που δέσποζε επί Κάστρο: 

στο κεντρικό νοσοκομείο της Αβάνας, οι ασθενείς από τη νομενκλατούρα νοσηλεύονταν σε ξεχωριστή αίθουσα, στην οποία δεν είχε ελεύθερη πρόσβαση ο απλός εργάτης. 

Η είδηση αυτή προκάλεσε γενική αγανάκτηση. 

Μολονότι την ίδια μέρα, σύμφωνα με τις εφημερίδες, ένας από τους διευθυντές μιας από τις εκατοντάδες τράπεζες της Ισπανίας δεν προσήλθε στην εκδίκαση κάποιας υπόθεσης, καθώς είχε αναχωρήσει για συμβουλευτικό ραντεβού με τον γιατρό του στη Νέα Υόρκη, με το προσωπικό του τζετ.   

Όμως η νεαρή από το μπαλέτο και οι συνομιλητές της ήταν ειλικρινείς στις αντιδράσεις τους! Επομένως, δεν ακολουθούσαν τη φωνή της λογικής. Διότι, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της ψυχρής λογικής, οποιαδήποτε κοινωνία θα πρέπει να παραχωρεί στα ανώτερα στελέχη της βελτιωμένες υλικές συνθήκες, αν και οι μηχανισμοί για τη δημιουργία τέτοιων συνθηκών συνήθως ποικίλλουν. 

Υπήρξε πράγματι η ηγεσία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της ΕΣΣΔ και της Κούβας τόσο αχόρταγη; 

Όχι, συνήθως η κοινωνία τής παραχωρούσε ψίχουλα υλικών απολαβών. Μια φορά πήγε ο Χρουστσόφ για κυνήγι στην Κριμαία, και το γεγονός αυτό έμεινε στην Ιστορία ως το έγκλημα του αιώνα. Το δε τυπικό όργιο του Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής συνίστατο στο γεγονός, ότι έκανε μπάνιο στη ρώσικη σάουνα και μετά έπινε ένα μπουκάλι κονιάκ. Όταν πέθανε ο Μόλοτωφ το 1986, όλη του η περιουσία ανερχόταν στα 500 ρούβλια – για την κηδεία του (εξάλλου, πριν από τον θάνατό του είχε στείλει 100 ρούβλια στο Ίδρυμα του Τσερνόμπιλ). Ακόμα και αυτός ο Μπρέζνιεφ, τον οποίον η προπαγάνδα της Περεστρόικα είχε στολίσει με τον τίτλο του αρχικλέφτη του Σύμπαντος, είχε αφήσει ως κληρονομιά, ως αποδείχτηκε, μόνο κάμποσα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα πολυτελείας – είχε αυτό το κουσούρι ο διοικητής της σοβιετικής αυτοκρατορίας, του άρεσε να οδηγεί ωραία αυτοκίνητα.

Από την άποψη των λογιστικών υπολογισμών, τα ανώτερα στελέχη υπήρξαν η πλέον «κακοπληρωμένη» κατηγορία στην ΕΣΣΔ, γεγονός, που παραδεχόταν και αυτή η ιδεολόγος της Περεστρόικα, Τ. Ζασλάφσκαγια.

Γιατί λοιπόν τα μικρο-προνόμια και οι αδυναμίες της σοβιετικής ηγεσίας προκαλούσαν την οργή του κόσμου, ενώ από την άλλη εκδηλώνεται μια τέτοια ανεξήγητη ανοχή απέναντι στην ξεδιάντροπη πολυτέλεια των νεόπλουτων ή στα αμύθητα κέρδη των διευθυντών των εργοστασίων, που ιδιωτικοποιήθηκαν εις βάρος του λαού;

Το θέμα είναι, ότι βαθιά στη συνείδησή τους, ή και σε αυτό το υποσυνείδητο πλέον, πολλοί άνθρωποι έτρεφαν κρυφά την πίστη, ότι ο σοσιαλισμός θα αποτελούσε το βασίλειο της δικαιοσύνης και της ισότητας, θα γινόταν η ουτοπία εκείνη, στην οποία οι άνθρωποι θα ζούσαν ισότιμοι, σαν αδέρφια. Η συντριβή αυτού του ιδανικού, και μάλιστα με τερατώδεις υπερβολές και βίαιη εξερέθιση της συνείδησης, προκάλεσε κρίση οργής, που ήταν αδύνατον να αντισταθμιστεί με λογικά επιχειρήματα (τα οποία δεν άφηναν κιόλας οι ιδεολόγοι της Περεστρόικα να ακουστούν). Το σοβιετικό πρότζεκτ ήταν εξαρχής βασισμένο στην ουτοπία, στην οποία ο κόσμος είχε πιστέψει: ο Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής όφειλε να είναι αδερφός μας, και όχι ένας μισθωτός μάνατζερ. Και ο αδερφός, που κλέβει στα κρυφά την οικογένεια, προκαλεί μεγαλύτερο μίσος από τον ληστή στον δρόμο, διότι πέρα από κλέφτης, είναι και προδότης. Κρίνεται με εντελώς διαφορετικά μέτρα. Ολόκληρη η Περεστρόικα, λοιπόν, εδραζόταν στην εκμετάλλευση αυτής της ουτοπίας και του θιγμένου αισθήματος της δικαιοσύνης. Αντί να επικαλεστούν την κοινή λογική και να πουν: «Η ηρωική περίοδος ανήκει στο παρελθόν, από εδώ και πέρα ο Γραμματέας του Περιφερειακού Συμβουλίου θα είναι απλά ένα διοικητικό στέλεχος», αναζωπύρωσαν στους ανθρώπους το αίσθημα του προδομένου αδερφού.  

Το προνόμιο της νέας, δημοκρατικής νομενκλατούρας, συνίστατο στο ότι «έπαψε να πουλάει παραμύθια». Εξάλλου, η τηλεόραση πείθει επίτηδες τον κόσμο, ότι οι καινούριοι κρατικοί λειτουργοί είναι κατά κανόνα διεφθαρμένοι. Ο νεαρός χειριστής Μπρεβνώφ λαμβάνει ως αμοιβή 22 χιλιάδες δολάρια τον μήνα – όσο 100 καθηγητές του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, μαζί. Ηλίου φαεινότερο, ότι πρόκειται για απροκάλυπτη κλοπή. Ωστόσο δεν του προσάπτουν τίποτα, καθώς το να είσαι κλέφτης θεωρείται λιγότερο  εγκληματικό από το να είσαι προδότης. 

Η κλοπή από πλευράς ιερέα, ακόμα κι αν πρόκειται για μικροκλοπή, συγκλονίζει τον άνθρωπο, ενώ από την άλλη η κλοπή από πλευράς του εμπόρου δεν του προξενεί καμία εντύπωση!

Παρεμπιπτόντως, μια τέτοια συμπεριφορά του μέσου ανθρώπου δεν σημαίνει επ΄ουδενί, ότι ο ίδιος έχει στραφεί προς τον καπιταλισμό. Απεναντίας, μάλιστα: η βαθιά του πίστη στον σοσιαλισμό αποδείχτηκε πολύ ισχυρότερα ριζωμένη μέσα του, από ό,τι θα περίμενε κανείς. 

Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι υπήρχε κάτι το παγανιστικό, κάτι το ειδωλολατρικό σε αυτή την πίστη - και όχι μόνο, όσον αφορά τους Ρώσους. Εκείνη η ομορφούλα από το κουβανέζικο μπαλέτο αποτελεί την καλύτερη απόδειξη του θριάμβου του σοσιαλιστικού ιδεώδους. Διότι χωρίς να το συνειδητοποιεί, η ίδια έχει πλέον μεταβεί σε εντελώς διαφορετικά κριτήρια δικαιοσύνης και είναι πρόθυμη να καταστρέψει το καθεστώς του Κάστρο, απλά και μόνο επειδή αυτό δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα κριτήρια. Η ίδια, βέβαια, δεν σκοπεύει να εφαρμόσει τα κριτήρια αυτά στη Δύση – άλλωστε, τι να περιμένει κανείς από τον καπιταλισμό; Στη Δύση θα αγωνίζεται για την επιβίωσή της βάσει του νόμου της ζούγκλας, σύμφωνα με τους ντόπιους κανόνες του παιχνιδιού.

Το βασικότερο σχεδόν συναίσθημα, που εκμεταλλεύονται κατά την χειραγώγηση της συνείδησης ευρύτερα από κάθε άλλο συναίσθημα, είναι ο φόβος. Εδώ ισχύει η εξής κοινωνική φόρμουλα:

 «η κοινωνία, που υπόκειται στην επιρροή του παράλογου φόβου, χάνει την κοινή λογική». 

Καθώς ο φόβος αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα, που καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, πάντα χρησιμοποιείται ως εργαλείο χειραγώγησης.

Ας ξεκαθαρίσουμε, όμως, τις έννοιες. Υπάρχει ο φυσικός φόβος, που ανταποκρίνεται στον πραγματικό κίνδυνο. Αυτός ο φόβος αποτελεί την έκφραση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Ειδοποιεί για την απειλή, και βάσει αυτής της ειδοποίησης επιλέγεται η πλέον σκόπιμη συμπεριφορά ή αντίδραση (φυγή, άμυνα, επίθεση, κ.ο.κ.).  Ο πραγματικός φόβος μπορεί να είναι υπερβολικός, και σε αυτή την περίπτωση γίνεται επιζήμιος στον βαθμό, στον οποίον διαστρεβλώνει τον κίνδυνο.

 Υπάρχει όμως και ο επίπλαστος, ο «νευρωτικός» φόβος, ο οποίος δεν ειδοποιεί για μια υπαρκτή απειλή, αλλά δημιουργείται στη φαντασία, στον κόσμο των συμβόλων, στην «εικονική πραγματικότητα». Η ανάπτυξη ενός τέτοιου φόβου αποδεικνύεται άσκοπη, αν όχι ολέθρια, για τον φορέα του.

Η διάκριση ανάμεσα στον πραγματικό και στον νευρωτικό φόβο απασχολούσε τους φιλοσόφους από αρχαιοτάτων χρόνων. 

Ο επίπλαστος φόβος εθεωρείτο ως φαινόμενο που δεν πηγάζει από τον άνθρωπο, αλλά από τη Φύση, και  ήδη στον Πλούταρχο αναφέρεται ως πανικός (ο Πάνας εδώ, ως προσωποποίηση της Φύσης). Ο Σοπενχάουερ γράφει, ότι 

«ο πανικός δεν συνειδητοποιεί τα αίτιά του, αναγνωρίζοντας, στην έσχατη περίπτωση,  ως αιτία του φόβου - τον ίδιο τον φόβο».

 Ο ίδιος παραθέτει τα λόγια του Ρότζερ Μπέικον

«Η Φύση εναπόθεσε το συναίσθημα του φόβου και του τρόμου σε όλα τα ζωντανά πλάσματα για την διατήρηση της ζωής και του είναι της, προς αποφυγή και απομάκρυνση οποιασδήποτε απειλής. Ωστόσο η  Φύση δεν μπόρεσε να τηρήσει το κατάλληλο μέτρο, καθώς στον σωτήριο φόβο πάντοτε προσμειγνύει και τον μάταιο και περιττό».

Μια διαφοροποίηση του επίπλαστου φόβου αποτελεί και ο μανιώδης φόβος, όταν το μέγεθος του κινδύνου, η ισχύς του «εχθρού» μεγιστοποιούνται στο πολλαπλάσιο και εμφανίζονται ως απόλυτα σχεδόν, μολονότι στην πραγματικότητα απέχουν πολύ από αυτό. 

Ένα ακραίο παράδειγμα νευρωτικού φόβου είναι ο σχιζοφρενικός φόβος, η ένταση του οποίου υπερβαίνει τα όρια αντίληψης ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Είναι πάντα φόβος ενώπιον του συνανθρώπου, του κοινωνικού περίγυρου, τόσο ισχυρός, όμως, που δεν έχει καμία σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες του περίγυρου να βλάψει το άτομο. 

Οι σχιζοφρενείς, που υπήρξαν κρατούμενοι στα πιο τρομερά ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, θυμόντουσαν αργότερα, ότι η φρίκη αυτών των στρατοπέδων αντιμετωπιζόταν πολύ πιο εύκολα από τις κρίσεις φόβου κατά τη διάρκεια της ψύχωσης.

Για την χειραγώγηση, πρωταρχικό ενδιαφέρον αποτελεί ακριβώς ο παράλογος, επίπλαστος φόβος και οι τρόποι πρόκλησής του,

ιδιαίτερα σε συνθήκες σχάσης (σχιζοφρένειας) της συνείδησης, καθώς και η απενεργοποίηση και καταστολή του πραγματικού, σωτήριου φόβου – η επίτευξη της απάθειας, της αδιαφορίας, της ψυχολογικής εξοικείωσης προς τον πραγματικό κίνδυνο.

Ο φόβος ως συναίσθημα, που συνδέεται με τα ένστικτα (ως δηλαδή βιολογικό γνώρισμα του ανθρώπου), εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο στους διάφορους πολιτισμούς. 

Για παράδειγμα, το περιεχόμενο του φόβου είναι εντελώς διαφορετικό στους Ιάπωνες και στους κατοίκους της Δύσης. Οι Ιάπωνες δεν φοβούνται τη θεία τιμωρία και τα μεταθανάτια βασανιστήρια, καθώς δεν έχουν την έννοια του θανάσιμου αμαρτήματος, που αποτελεί τη βασική πηγή φόβων στη δυτική «κουλτούρα της ενοχής». 

Οι Ιάπωνες, όμως, βιώνουν ισχυρούς φόβους ενώπιον του «ξένου», ιδιαίτερα  όταν χάνουν την αξιοπρέπειά τους μπροστά σε αυτόν, προκαλώντας ντροπή στην κοινότητα. Λένε, μάλιστα, ότι η Ιαπωνία είναι «η κουλτούρα της ντροπής». Ο φόβος του εξευτελισμού είναι τόσο ισχυρός, ώστε οι αυτοκτονίες ανάμεσα στη νεολαία εξαιτίας της αποτυχίας στις κατατακτήριες εξετάσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο  στην Ιαπωνία[2].

Όλα τα δόγματα της  χειραγώγησης της  συνείδησης εκπονούνται προσαρμοσμένα στον δυτικό πολιτισμό και στον «δυτικό» φόβο.

(Όταν εφαρμόζονται στη Ρωσία, δίνουν συχνά εντελώς διαφορετικά, τερατώδη ενίοτε, αποτελέσματα). 

Γι΄αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε την ιστορία αυτού του φαινομένου, εν πολλοίς αγνώστου σε εμάς: τον φόβο του δυτικού ανθρώπου.

 

2. Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ

Το πόσο ασυνήθιστη για την ιδιοσυγκρασία του Ρώσου είναι η δυτική «κουλτούρα του φόβου», εξακολουθεί να φαίνεται και στις μέρες μας. Σήμερα, όταν μελετάμε εντατικά τη Δύση, μας αποκαλύπτεται η εικόνα μιας βαθιά δυστυχισμένης ύπαρξης. Θυμίζει τον «Βίι» του Γκόγκολ, με όλους αυτούς τους δαίμονες και τα φαντάσματα, που βασανίζουν την ψυχή του δυτικού ανθρώπου[3].

 Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η θεματολογία του φόβου προβάλλεται με τόση επιτυχία στον τομέα της Τέχνης. Στη Δύση, η ζήτηση για τις ταινίες τρόμου είναι πρωτοφανής, με τα έργα του Χίτσκοκ να εκφράζουν την βαθύτατη ποιότητα του δυτικού πολιτισμού.

Έχω έναν αρκετά στενό φίλο από την πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που είναι φιλόσοφος. Πρόσφατα μου διηγήθηκε μια προσωπική του εμπειρία, που είχε λάβει χώρα την δεκαετία του ΄70, όταν ο ίδιος ήταν στη Μόσχα και έπαιρνε μεσημεριανό στο σπίτι του γραμματέα της Πρεσβείας τους.

 Στο τραπέζι λοιπόν, όταν οι συνομιλητές ήθελαν να πουν κάτι επί της ουσίας, αντάλλασσαν ραβασάκια. Δεν μιλούσαν δυνατά, καθώς φοβόντουσαν τους κοριούς της KGB! 

Δε μπορούσα να το πιστέψω, και έχασα μια ολόκληρη ώρα πασχίζοντας , ώστε ο φίλος μου να μου αναπαράγει με κάθε λεπτομέρεια το περιστατικό και να μου εξηγήσει τα αίτια ενός τέτοιου φόβου σε έναν κύκλο μορφωμένων ανθρώπων, που ούτε ανόητοι ήταν, ούτε πιτσιρικάδες. Ήταν ένας επώδυνος διάλογος, με τον φίλο μου να έχει αναστατωθεί σε τρομερό βαθμό, και γενικά να δείχνει λίγο παράξενος. Τον βασάνιζε το γεγονός, ότι δεν μπορούσε να βρει την απάντηση στην εξής απλή ερώτηση: «Τι φοβόσασταν;» Διότι, όταν φοβάσαι, θα πρέπει να έχεις τουλάχιστον μια κάποια εικόνα του κινδύνου, που σε απειλεί. Καθώς αποδείχθηκε, εκείνη η παρέα των σοβαρών διπλωματών και φιλοσόφων δεν είχε καμία τέτοια εικόνα:

 ο φόβος ήταν μέσα τους και δεν είχε καθορισμένη μορφή. Ανάμεσά μας εξελίχθηκε ένας εξής περίπου διάλογος:

-          Πες μου, Χανς, φοβόσασταν, ότι η KGB θα εισέβαλε στο σπίτι του διπλωμάτη και θα σας εκτελούσε όλους εν ώρα του φαγητού;

-          Μην λες ανοησίες…

-          Φοβόσασταν ότι θα απέλαυναν από τη χώρα τον οικοδεσπότη, ως persona non grata;

-          Όχι, κανένας δεν το πίστευε αυτό.

-          Φοβόσασταν, ότι θα σας καλούσαν κάπου, για να σας επιπλήξουν;

-          Όχι, ούτε αυτό. Κανένας από εμάς δεν περίμενε κάτι συγκεκριμένο.

Όταν είχα πλέον απαριθμήσει όλες τις πιθανές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον αθώων, που θα μπορούσε να είχε προκαλέσει η φωναχτή εκφορά των σκέψεων, που προκύπτουν στη διάρκεια ενός γεύματος (ακόμα και αν υποθέσουμε, ότι η KGB δεν είχε άλλη δουλειά, από το να ηχογραφεί τους πάντες και τα πάντα), στην συζήτησή μας επήλθε μια αμήχανη παύση, σαν να είχαμε αγγίξει κάτι πολύ σημαντικό, που βρισκόταν πέρα από την κατανόησή μας.

 Έγινε προφανές, ότι απέναντι στην ΕΣΣΔ (με την KGB ως σύμβολό της) στο πολιτισμικό στρώμα της Δύσης είχε διαμορφωθεί μια παθολογία, τα αίτια της οποίας δεν εντοπίζονταν στην ίδια την ΕΣΣΔ, καθώς δεν συνδέονταν με την δική της πραγματικότητα. Τα αίτια βρίσκονταν στην ίδια τη σκέψη και στο υποσυνείδητο των δυτικών διανοούμενων.

Η Δύση κατάφερε να μολύνει με τον παθολογικό της φόβο και το πολιτισμικό στρώμα της ΕΣΣΔ – την ιντελιγκέντσια, που είναι η μόνη, που εξακολουθεί να τρέφει ψευδαισθήσεις απέναντι στους δυτικούς. 

Ήταν, σαν να ενσταλάχτηκε κάποια μόλυνση στα αφτιά της.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στις πηγές του δυτικού φόβου. 

Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η σύγχρονη Δύση είναι το αποτέλεσμα της μετάβασής της από τα διάφορα στάδια του μαζικού θρησκευτικού (ή αλλιώς, «υπαρξιακού» - συνδεδεμένου, δηλαδή, με την ύπαρξη) φόβου, που καταλάμβανε ταυτόχρονα εκατομμύρια ανθρώπων στη δυτική Ευρώπη. 

Στον πολιτισμό του Ανατολικού Χριστιανισμού (για παράδειγμα, στα ρωσικά Χρονικά) δεν έχουν σημειωθεί ανάλογα φαινόμενα.

Η πρώτη λογοτεχνική περιγραφή του φαινομένου του μαζικού,  - του δυτικού, δηλαδή - φόβου, αφορά την πίστη στον επικείμενο ερχομό του Αντίχριστου και στην έναρξη της Φοβεράς Κρίσης, που είχε καταλάβει τον πληθυσμό της Δυτικής Ευρώπης στο μεταίχμιο της πρώτης χιλιετίας. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αφήγηση της υποδοχής στη Ρώμη του νέου, 1000ού έτους, από τον Πάπα Σιλβέστρο και τον Αυτοκράτορα Όθωνα τον Γ΄, εν αναμονή της Συντέλειας του κόσμου. Ωστόσο η Συντέλεια δεν σήμανε τα μεσάνυχτα, και ο γενικός τρόμος αντικαταστάθηκε με έντονους πανηγυρισμούς.

Όμως το κύμα του συλλογικού φόβου κατέκλυσε και πάλι την Ευρώπη, καθώς όλοι ξαφνικά αποφάνθηκαν, ότι η Τιμωρία του Κυρίου θα επέλθει τελικά το 1033, χίλια χρόνια ακριβώς μετά την Σταύρωση. 

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που στις μυστικιστικές διδασκαλίες των ΧΙ-ΧΙΙ αιώνων επικρατούσε το θέμα της Δευτέρας Παρουσίας[4].

Ο θρησκευτικός τρόμος είχε γίνει πλέον τόσο ισχυρός και καταστρεπτικός, ώστε η Δυτική Εκκλησία αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τα δόγματά της. Οι θεολόγοι της, μετά από μακροχρόνιες συζητήσεις, εκπόνησαν την ιδέα του «τρίτου μεταθανάτιου κόσμου» - του Καθαρτηρίου, που υποτίθεται ότι θα αντιστάθμιζε τον φόβο. 

Η ύπαρξή του κατοχυρώθηκε επίσημα το 1254, από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον IV.

 Είναι ενδεικτικό το γεγονός, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε καμιά ανάγκη να υιοθετήσει παρόμοιους θεολογικούς νεωτερισμούς.

Ένα άλλο μέσον αποδυνάμωσης του θρησκευτικού φόβου υπήρξε και ο καθορισμός του ποσοτικού μέτρου της αμαρτίας και της εξαγοράς της αντίστοιχης τιμωρίας, μέσω του ισολογισμού των πταισμάτων με τον αριθμό των πληρωμένων εκκλησιαστικών λειτουργιών, το ύψος των οικονομικών εισφορών προς την Εκκλησία και την αξία των δωρεών προς τα μοναστήρια (ενώ αργότερα μόνο δημιουργήθηκε ο τιμοκατάλογος των συγχωροχαρτίων). Ωστόσο, στο σημείο αυτό της πορείας της, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έριξε άθελά της τον σπόρο του Ορθολογισμού και της Μεταρρύθμισης.

Η ανάπαυλα δεν κράτησε πολύ, και τον XIV αι. η Ευρώπη κατακλύστηκε από ένα νέο κύμα συλλογικού φόβου. Τα αίτια, που τον προκάλεσαν, ήταν πολλά (ο φοβερός Τριακονταετής Πόλεμος, η μαζική φτωχοποίηση του πληθυσμού), η κυριότερη όμως αιτία του εντοπίζεται στην επιδημία της πανώλης, που ξέσπασε το 1348-1350,θερίζοντας ολόκληρες επαρχίες. Η ιδιαιτερότητα του συλλογικού φόβου να μεταμορφώνεται τερατωδώς, αντί να υποχωρεί με τον καιρό, εκδηλώθηκε ακριβώς με το ξέσπασμα της πανώλης. Οι βαριές επιδημίες διαδέχονταν η μια την άλλη ως τον XVII αι., και με τις πρώτες ενδείξεις μιας νέας πανδημίας, η εικόνα της προηγούμενης αναβίωνε στη μαζική συνείδηση, λαμβάνοντας εξωπραγματικές και διογκωμένες διαστάσεις.

Τον XV αι. ο «δυτικός φόβος» έφτασε στο απόγειό του. Αυτό φαίνεται ήδη από το γεγονός, ότι στις εικαστικές τέχνες την κεντρική θέση καταλαμβάνουν ο Θάνατος και ο Διάβολος. Οι απεικονίσεις τους χάνουν κάθε σχέση με την πραγματικότητα και μετατρέπονται σε ιδιαίτερο προϊόν νόησης και συναισθήματος, σε ένα πολιτισμικό πλέον προϊόν. Ο ιστορικός και εθνολόγος Johan Huizinga, στο περίφημο έργο του «Το Φθινόπωρο του Μεσαίωνα» γράφει τα ακόλουθα για το προϊόν αυτό: «πρόκειται για το ρίγος, που γεννάται στις σφαίρες της συνείδησης, τρομαγμένης από τα ανατριχιαστικά φαντάσματα, που προκαλούν ξαφνικές κρίσεις κολλώδους, παραλυτικού τρόμου». 

Παράλληλα, η γλώσσα εμπλουτίζεται με έννοιες, συνδεδεμένες με τον θάνατο, που δεν έχουν καμιά λογική αντιστοιχία στη ρωσική γλώσσα.

Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί, για παράδειγμα, ο περίφημος όρος macabre, που πρωτοεμφανίστηκε στη γαλλική λογοτεχνική γλώσσα το 1376 (πολλοί ερευνητές έχουν επιχειρήσει να εξακριβώσουν την προέλευση του όρου, και υπάρχει σειρά ολόκληρη ανεξακρίβωτων υποθέσεων). Ο όρος αυτός έχει διεισδύσει σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, και μεταφράζεται ως «νεκρικός», «ζοφερός», «φρικώδης» κ.ο.κ., ωστόσο οι λέξεις αυτές δεν αποδίδουν την πραγματική έννοια του όρου macabre, η οποία είναι πολύ πιο σημαντική και τρομακτική. Στην δυτική τέχνη έχει δημιουργηθεί αμέτρητο πλήθος πινάκων, μικρογραφιών και γκραβουρών υπό τον τίτλο  «La danse macabre» - «Ο Χορός του Θανάτου». Πρόκειται πλέον για ένα ξεχωριστό είδος Τέχνης, στο οποίο πρωταρχική σημασία έχει το γεγονός ότι δεν είναι ο θάνατος εκείνος, που χορεύει, ούτε και ο νεκρός, αλλά το «νεκρό Εγώ», ο νεκρός σωσίας που συνδέεται άρρηκτα προς τον ζωντανό άνθρωπο. 

Ο χορός του θανάτου μεταμορφώθηκε σταδιακά σε θεατρικό δρώμενο: στην Ιστορία έχει μείνει η περιγραφή της παράστασης του Χορού του Θανάτου, που είχε λάβει χώρα το 1449, στην αυλή του Κόμη της Βουργουνδίας[5].

Κατά τον XV αι., η επίδραση της θεματολογίας του θανάτου και των παθών στην συνείδηση των ανθρώπων άλλαξε ποιοτικά, χάρη στην τυπογραφία και την χαρακτική.

Η τυπογραφία έκανε τη γκραβούρα προσιτή σε όλους ουσιαστικά τους κατοίκους της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η αναπαράσταση του Χορού του Θανάτου να μπει σχεδόν σε κάθε σπίτι. 

Οι χαράκτες έφτιαχναν αντίγραφα των πινάκων των διάσημων ζωγράφων της εποχής τους, με τα περισσότερα αντίγραφα να αφορούν τους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος (1460—1516)[6]. Οι πίνακες αυτοί αποτελούν την συμπυκνωμένη και ιδιοφυή έκφραση του φόβου ενώπιον του θανάτου και των βασανιστηρίων της Κολάσεως. Λένε μάλιστα, ότι ο  Μπος υπήρξε ο δημιουργός της καλλιτεχνικής εγκυκλοπαίδειας του Κακού όλων των ειδών και μορφών.

Μέσα σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες γεννήθηκε η Μεταρρύθμιση – το σχίσμα των «προτεσταντών» με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (την «πόρνη της Βαβυλώνας»)[7]

Στην ανθρωπιστική επιστήμη υπάρχει μια ειδική ενότητα, αφιερωμένη στον λεγόμενο «φόβο του Λούθηρου». Σύμφωνα με αυτήν, ο Λούθηρος υπήρξε ο ιδιοφυής εκφραστής των μαζικών φόβων της εποχής του. Στον Λούθηρο, ο φόβος ενώπιον του Διαβόλου έφτανε σε τέτοια κατάσταση σοκ, που γεννούσε οράματα και οδηγούσε σε εκλάμψεις. Όμως ο Λούθηρος «διοχέτευσε» τους φόβους του σε ένα συναισθηματικό και δημιουργικό εγχείρημα, που είχε ως αποτέλεσμα ιδιοφυείς πραγματείες και κατηχήσεις.

Μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το πνευματικό και διανοητικό κατασκεύασμα του Προτεσταντισμού – παραείναι διαφορετικά τα πολιτισμικά μας θεμέλια. 

Αλλά και το ίδιο το κατασκεύασμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, καθώς εμπεριέχει πολλή επιτηδευμένη ηθικολογία. Αυτό, που αφορά άμεσα το θέμα μας, συνοψίζεται απλοποιημένα στα ακόλουθα.

Ο Λούθηρος κατόρθωσε να συγκεντρώσει υπό τα λάβαρά του ένα πολύ μεγάλο μέρος των Ευρωπαίων πιστών, επειδή τους έδειξε τον δρόμο για την υπέρβαση του μεταφυσικού, θρησκευτικού φόβου. Πρώτον, «νομιμοποίησε» τον φόβο, χαρακτηρίζοντάς τον όχι μόνο ως δικαιολογημένο, αλλά και ως αναγκαίο. Ο άνθρωπος, η ψυχή του οποίου δεν βασανίζεται από τον φόβο, είναι, κατά τον ίδιο, το θήραμα του Διαβόλου. Δεύτερον, ο Λούθηρος «εξατομίκευσε» τον φόβο, στερώντας του την μεταδοτική, συλλογική δύναμή του. Η εξατομίκευση αυτή του φόβου υπήρξε το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από την ιδέα της θρησκευτικής αδελφικότητας και της συλλογικής σωτηρίας της ψυχής. Από εδώ και στο εξής, ο καθένας θα έπρεπε να είναι μόνος του, να συσχετίζεται με τον Θεό ατομικά, και μάλιστα όχι τόσο με τον Χριστό-Σωτήρα, όσο με τον αυστηρό Γιαχβέ-Θεό Πατέρα. 

Έτσι, το ύψιστο δώρο του Χριστού στον άνθρωπο δεν ήταν πλέον η Θεία Χάρις, ούτε η λύτρωση από την αμαρτία, αλλά η αληθινή πίστη[8].

Στον Λούθηρο, ο δρόμος για την υπέρβαση του φόβου περνάει ακριβώς μέσα από την ατομική πίστη: «ο φόβος θεραπεύεται με την εσωτερική ακρόαση του Θεού μέσα στον εαυτό». 

Η πίστη αυτή έγινε το προσωπικό, ατομικό καταφύγιο από τον φόβο. Καθώς όμως προέκυψε από την απόρριψη της συλλογικής σωτηρίας, η εξατομικευμένη πίστη διόγκωσε με τη σειρά της απεριόριστα τον φόβο και τη μαζική έχθρα, που βύθισαν τη Δύση στο χάος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο «φόβος του Λούθηρου» οδήγησε σε ένα άγριο κυνήγι μαγισσών, που υπερέβη ασυγκρίτως σε βαναυσότητα τις διώξεις της Ρωμαιοκαθολικής Ιεράς Εξέτασης

(ο μύθος για την οποία αποτελεί γέννημα του ΧΙΧ αι. ως μέρος ενός μεγάλου προγράμματος της χειραγώγησης της συνείδησης).

 Στην Ευρώπη, που την εποχή εκείνη είχε ακόμα σχετικά μικρό πληθυσμό, κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης περίπου ένα εκατομμύριο «μάγισσες» είχαν παραδοθεί στην πυρά.

Αλλά και αυτές οι «μάγισσες» ξεχείλιζαν από μίσος – καθώς φαίνεται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων επρόκειτο για γυναίκες με μανιακό σύνδρομο 

(υπάρχουν έρευνες της Ιστορίας των ψυχικών ασθενειών της εποχής εκείνης, που στηρίζονται στην ανάλυση των πρωτοκόλλων ανάκρισης των «μαγισσών»). 

Ο Νίτσε, αναφερόμενος στην εποχή εκείνη, έγραφε: 

«Οι αιρετικοί και οι μάγοι αποτελούν δυο είδη κακών ανθρώπων: το κοινό, που έχουν μεταξύ τους, είναι ότι και αυτοί οι ίδιοι αισθάνονται, ότι είναι κακοί, παράλληλα όμως νιώθουν την ακατανίκητη ανάγκη να ξεσπάσουν την κακία τους σε οτιδήποτε το γενικά αποδεκτό (είτε πρόκειται  για άτομα, είτε για απόψεις). Η Μεταρρύθμιση, που διπλασίασε τρόπον τινά το πνεύμα του Μεσαίωνα, όταν αυτό είχε πλέον απωλέσει την καθαρή συνείδηση, γέννησε έναν τεράστιο αριθμό τέτοιων ανθρώπων».

Η Μεταρρύθμιση του Προτεσταντισμού εξάλλου οδήγησε και στον Τριακονταετή Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου αφανίστηκαν τα 3/4 του πληθυσμού της Τσεχίας και τα 2/3 του πληθυσμού της Γερμανίας. 

Η καταστροφή αυτή εντυπώθηκε για πάντα στην ιστορική μνήμη του δυτικού ανθρώπου. 

Το κύριο θέμα στην χαρακτική του Ντύρερ και του Χόλμπαϊν γίνεται και πάλι ο θάνατος, πλέον όμως ως συνέπεια των φοβερών θρησκευτικών πολέμων και των μαζικών εκτελέσεων, οι διαστάσεις των οποίων υπερβαίνουν κάθε φαντασία.

Η ιδέα του θανάτου και της αναγέννησης εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα των προτεσταντών κηρύκων και στις μέρες μας, ενώ τον ΧΙΧ αι. υπήρξε το θεμέλιο ενός ιδιαίτερου είδους κηρύγματος στις ΗΠΑ – των Revivals. Τα κηρύγματα αυτά μεταμορφώνονταν σε μαζικές παραστάσεις, στις οποίες ο κόσμος κατέφθανε με κάρα από εκατοντάδες μίλια μακριά, εφοδιασμένος με τρόφιμα, παπλώματα και μαξιλάρια για πολυήμερη διαμονή. Έχει σωθεί λεπτομερής περιγραφή μιας τέτοιας σύναξης στην Πολιτεία του Κεντάκι τον Αύγουστο του 1801, όπου είχαν συγκεντρωθεί 20 χιλ. άτομα. 

Οι ιεροκήρυκες εξωθούσαν τον κόσμο  σε τέτοιο σημείο τρόμου, ώστε οι άνθρωποι τρέπονταν πανικόβλητοι σε φυγή, ενώ πολλοί λιποθυμούσαν, με το λιβάδι να θυμίζει πεδίο μάχης, καλυμμένο με ανθρώπινα σώματα.

 Καθώς η επιτυχία του κηρύγματος καθοριζόταν από τον αριθμό των «πεσόντων», γινόταν η ακριβής καταμέτρησή τους. Σε μια μόλις μέρα, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν χάσει τις αισθήσεις τους από τον τρόμο, ανήλθε στις 3.000.

Το αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης του «φόβου του Λούθηρου» συνοψίστηκε από τον Δανό φιλόσοφο, Σ. Κίρκεγκωρ, στην τριλογία του «Φόβος και Τρόμος» (1843), «Η Έννοια της Αγωνίας» (1844) και «Ασθένεια προς Θάνατον» (1849). Στο έργο του, ο φόβος προβάλλει ως θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του ατόμου και την απόκτηση της ελευθερίας. Δεν πρόκειται, φυσικά, για τον πραγματικό φόβο, αφού «ο άνθρωπος δημιουργεί τον φόβο μόνος του».

Ο Κίρκεγκωρ γράφει: 

«Ο φόβος είναι η δυνατότητα της ελευθερίας. Μόνο ένας τέτοιος φόβος διαπαιδαγωγεί απόλυτα με τη δύναμη της πίστης, καθώς καταβροχθίζει οτιδήποτε το πεπερασμένο, ξεσκεπάζοντας όλη του την ψευτιά. Κανένας Μέγας Ιεροεξεταστής δεν είχε ποτέ στα χέρια του ένα τόσο φριχτό όργανο βασανιστηρίου, όπως είναι ο φόβος. Κανένας σπιούνος δεν μπορεί να επιτεθεί τόσο επιδέξια στον ύποπτο τη στιγμή ακριβώς της μέγιστης αδυναμίας του, δεν μπορεί να στήσει τόσο δελεαστικά τις παγίδες, στις οποίες εκείνος πρέπει να πέσει, όπως το κάνει ο φόβος. 

Και κανένας διορατικός δικαστής δεν γνωρίζει, πως πρέπει να ανακρίνει τον κατηγορούμενο, - να τον ανακρίνει , όπως το κάνει ο φόβος, που δεν τον αφήνει ούτε στις διασκεδάσεις του, ούτε στον θόρυβο της καθημερινότητας, ούτε στην εργασία, ούτε την ημέρα, ούτε και τη νύχτα».

Αναγκαζόμαστε σήμερα να διαβάζουμε αυτά τα πράγματα, όσο δύσκολο και αν είναι αυτό για εμάς, τους αναθρεμμένους με το Φως της Ορθοδοξίας, τον Πούσκιν και τα ρώσικα παραμύθια, διότι ο ύστατος σκοπός της Περεστρόικα και της πολιτικής και οικονομικής μεταρρύθμισης έχει κηρυχθεί ανοιχτά: να μας μετατρέψουν έστω και σε δευτέρας διαλογής προτεστάντες, για να «επιστρέψουμε στη Δύση». 

Νομίζω, θα ήταν καλό να ξέρουμε, πώς θα ήθελαν να μας δουν οι νέοι ηγέτες. Που είναι, λοιπόν, τα νέα μας ιδανικά; Ποιος θα μας δείξει τον δρόμο; Με τι ανατράφηκε το ελεύθερο άτομο της Δύσης;

Μας λένε, λοιπόν: με τον φόβο. «Ο φόβος έχει γίνει γι΄αυτόν το οικιακό εκείνο πνεύμα, το οποίο ακόμα και ενάντια στη θέλησή του αναγκάζεται να τον οδηγήσει, όπου εκείνος, κατειλημμένο από τον φόβο, θέλει να πάει. Διότι όταν ο φόβος μηνύει τον ερχομό του, όταν δείχνει χαιρέκακα ότι πλέον ανακάλυψε κάποιο εντελώς νέο μέσο να τρομοκρατεί, που είναι πολύ πιο τρομακτικό από οτιδήποτε άλλο είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως, το άτομο δεν τον αποφεύγει, ούτε φυσικά προσπαθεί να κρατήσει τον φόβο σε απόσταση με τον θόρυβο και την σύγχυση – όχι, καλωσορίζει τον ερχομό του φόβου, τον χαιρετίζει πανηγυρικά, όπως ακριβώς ο Σωκράτης δέχτηκε μετά χαράς το κύπελλο με το κώνειο. Απομονώνεται από όλους, μαζί με τον φόβο του, λέει, όπως ο ασθενής πριν την εγχείριση, όταν αυτή η επώδυνη διαδικασία πρέπει να αρχίσει: «Λοιπόν, είμαι έτοιμος τώρα». Και ο φόβος εισέρχεται στην ψυχή του και παρατηρεί επιμελώς τα πάντα, και με εκφοβισμούς εκμαυλίζει οτιδήποτε το πεπερασμένο και ασήμαντο, ενώ στη συνέχεια οδηγεί τον πιστό, όπου εκείνος βούλεται».

Ο θρησκευτικός φόβος της Μεταρρύθμισης ενισχύθηκε από  τον κοινωνικό φόβο της διάλυσης της κοινότητας (εκκλησιαστικής, αγροτικής, συντεχνιακής). Ο Προτεσταντισμός, άλλωστε, ήταν στενά συνδεδεμένος με την εμφάνιση της κοινωνίας της μπουρζουαζίας και τον ατομικισμό, που τη διέπει.

Ο Ν. Μπερντιάγεφ, ο φιλόσοφος αυτός της ελευθερίας, έγραφε στο βιβλίο του «Το Νόημα της Ιστορίας» (1923): 

«Τον Μεσαίωνα, ο άνθρωπος ζούσε σε συνεταιρισμούς, σε μια οργανική ενότητα, στην οποία δεν ένιωθε ως απομονωμένο άτομο, αλλά αποτελούσε ένα οργανικό μέρος του όλου, με το οποίο ένιωθε συνδεδεμένο το πεπρωμένο του. Όμως όλα αυτά σταματούν κατά την τελευταία περίοδο της νεώτερης ιστορίας. Ο νέος άνθρωπος απομονώνεται, και όταν μετατρέπεται σε ένα αποκομμένο άτομο, καταλαμβάνεται από το αίσθημα μιας ανείπωτης φρίκης. Τότε, αναζητάει τρόπους διαφυγής μέσω της συνένωσης σε κολεκτίβες». 

Ο Φρομ υποδεικνύει άλλες, σοβαρότερες συνέπειες του φόβου του ατόμου: 

«Ο άνθρωπος, έχοντας απελευθερωθεί από τα δεσμά της μεσαιωνικής συλλογικής ζωής, έτρεμε την καινούρια ελευθερία, που τον μετέτρεπε σε ένα απομονωμένο άτομο. Βρήκε καταφύγιο στη νέα ειδωλολατρία του αίματος και  του χώματος, στις πιο προφανείς μορφές της οποίας συγκαταλέγονται ο ναζισμός και ο ρατσισμός». 

Σε τελική ανάλυση, ο φασισμός είναι το αποτέλεσμα του παρανοϊκού, αφόρητου φόβου του δυτικού ανθρώπου.

Η Επιστημονική Επανάσταση πρόσθεσε άλλο ένα ισχυρό ρεύμα φόβου, γκρεμίζοντας το τακτοποιημένο Σύμπαν και κατακρημνίζοντας τον άνθρωπο από την κορυφή της δημιουργίας. Η πρώτη αντίδραση στην εικόνα του κόσμου, που πρότεινε ο Κοπέρνικος, ήταν ο φόβος. 

Ακόμα και ο σπουδαίος διανοούμενος της εποχής εκείνης, ο Πασκάλ, παραδεχόταν: 

«Με τρομάζει η αιώνια σιωπή αυτού του άπειρου διαστήματος».

Τέλος, η Αναγέννηση βάθυνε τον «φόβο, που πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο». Θα έλεγε κανείς, ότι όλος ο ενθουσιασμός του πολιτισμικού αυτού κινήματος, που «υπερβαίνει» την θρησκεία (δεν την ονόμασαν τυχαία νέο-ειδωλολατρία), αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τον φόβο μέσω της εξύψωσης της διάνοιας και της ορθολογιστικής σκέψης. 

Έχοντας αντικαταστήσει την Εκκλησία με την Επιστήμη, η Αναγέννηση ανέλαβε την αποστολή της εκκοσμίκευσης της ηθικής, στην οποία εδράζεται η αρετή της μπουρζουαζίας. 

Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το όλο κατασκεύασμα της νέας αγωγής και του νέου συστήματος διαπαιδαγώγησης (συμπεριλαμβανομένου και του σχολείου, για το οποίο θα μιλήσουμε σε ξεχωριστή ενότητα).

Η λατρεία του ορθολογισμού στην κοινωνία της μπουρζουαζίας γέννησε ξαφνικά μέσα στον άνθρωπο το Άλλο, οξύνοντας το παράλογο (ο Άγγλος ιστορικός John Turberville Needham, που μελετούσε τον πολιτισμό της Κίνας, το αποκαλούσε σχιζοφρένεια της ευρωπαϊκής σκέψης, ένα φαινόμενο πολύ ιδιαίτερο, που απαντάται μόνο στη Δύση). 

Αυτό το παράλογο, το «φυσικό» στον άνθρωπο ερμηνευόταν στην ηθική της μπουρζουαζίας ως κάτι το απειλητικό και επαίσχυντο. Υπό την επίδραση αυτής της ηθικής, στο άτομο εμφανίστηκε ο λεγόμενος «εσωτερικός φόβος» - ο φόβος ενώπιον της δικής του, «ακατανίκητης φύσης».

Σε όλο το πρόγραμμα της Αναγέννησης, το ζήτημα του φόβου ενώπιον της Φύσης κατέχει κεντρική θέση. 

Η ίδια η Επιστήμη εμφανίστηκε ως η έκφραση της επιθυμίας του ανθρώπου να υποτάξει τη Φύση, ο δε φόβος ενώπιόν της αντιμετωπιζόταν ως ένα ανεδαφικό, για να μην πούμε – αρρωστημένο, συναίσθημα. Στην προεπιστημονική, συμπαντική κοσμοαντίληψη, ο φόβος απέναντι στη φύση κατευθυνόταν στην πραγματικότητα σε εκείνο το «υπέρ-φυσικό», που βρίσκεται πίσω από όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα. Ήταν ο φόβος του Θεού. Και βρισκόμενος στο κέντρο του Σύμπαντος, ο άνθρωπος ήταν καθ΄ όλα υπόλογος στον Θεό.

Ο Διαφωτισμός έδωσε στον δυτικό άνθρωπο μια εντελώς καινούρια εικόνα του κόσμου, στην οποία όλα τα πράγματα και τα φαινόμενα παρουσιάζονταν πλέον ως οι συνέπειες απλών, γνωστικών και μαθηματικά εκφραζόμενων αιτιών. Ο Θεός εξαφανίστηκε από τη Φύση, ο δε άνθρωπος, απαλλαγμένος από την ευθύνη του απέναντί της μπροστά στον Θεό, μεταμορφώθηκε σε κυρίαρχο της φύσης (η Αναγέννηση αποκαλείται «η θεολογία της κυριαρχίας επί της φύσης»). Αυτό απομάκρυνε τον παράλογο φόβο απέναντι στη φύση (έμεινε, βέβαια, ο λογικός φόβος μπροστά στους πραγματικούς φυσικούς κινδύνους, δεν μιλάμε όμως εδώ για αυτόν τον φόβο).

Η απώλεια του φόβου ενώπιον της εξωτερικής φύσης δημιούργησε ιστορικά τη νέα μορφή φόβου ενώπιον της εσωτερικής φύσης (ο Διαφωτισμός υπήρξε η εποχή, που υπέφερε από «ψυχικό σκοταδισμό»). Κανένα άλλο κοινωνικό στρώμα δεν παραπονιόταν τόσο πολύ για την κακή ψυχική του κατάσταση, όσο η μπουρζουαζία της εποχής της Αναγέννησης. 

Η κοινωνία της μπουρζουαζίας έγινε η πρώτη κοινωνία, που μετέθεσε τον εξαναγκασμό στην εσωτερική σφαίρα, μέσω της δημιουργίας του εσωτερικού φόβου. Όντας η άλλη όψη της «αρετής» της αστικής τάξης, ο φόβος αυτός έγινε ένα από τα βασικότερα στοιχεία ενοποίησης της κοινωνίας των πολιτών. Έκφρασή του αποτελούν το αίσθημα της ενοχής, οι τύψεις και η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα (μεταφερμένη στον κόσμο του υποσυνείδητου, της φαντασίας και της διαστροφής).

Προέκυψε η αντίστοιχη αγωγή, που απαιτεί την απόλυτη κυριαρχία της διάνοιας και κηρύττει τον πόλεμο στη φαντασία και στην έλξη, καθώς τις θεωρεί ως δυνάμεις καταστρεπτικές για την ορθολογιστική σκέψη. Αυτό γέννησε στον άνθρωπο τον φόβο μπροστά στις προσωπικές του παρορμήσεις, ως επαίσχυντες παραβιάσεις της κοινωνικής ηθικής και της αρετής. Όσο περισσότερο «απομυθοποιούταν» ο κόσμος, τόσο βαθύτερα απωθούσε ο δυτικός άνθρωπος τον φόβο μέσα του. 

Πολλοί φιλόσοφοι των ΧΙΧ-ΧΧ αι. έχουν αφιερώσει τις έρευνές τους σε αυτή την απρόβλεπτη εξέλιξη του Διαφωτισμού. 

Ακόμα και οι σύγχρονοί μας Τ. Αντόρνο και Μ. Χορκχάιμερ θεωρούν, ότι το διαμορφωμένο υπό του Διαφωτισμού αίτημα της απολυταρχικής κυριαρχίας της διάνοιας οδήγησε στον διχασμό και στην αυτό-αποξένωση του ανθρώπου, που αποτελούν την ασθένεια της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας[9].

Στην αναζήτηση της απαλλαγής από τον φόβο τόσο ενώπιον του Θεού, όσο και ενώπιον της αστικής ηθικής, ο Νίτσε οδηγήθηκε στον μηδενισμό, στην ιδέα του Υπεράνθρωπου, που βρίσκεται «πέρα από το καλό και το κακό». 

Σε αυτές τις αεροβασίες του, έφτασε σε αδιέξοδο. «Να κυριαρχείς και να μην είσαι πλέον δούλος του Θεού: είναι το μόνο μέσο, που έχει μείνει, για να εξευγενίσει τον άνθρωπο» - στο σημείο αυτό, ο Γερμανός φιλόσοφος έφτασε στη δολοφονία του Θεού. 

«Όταν ηθικολογούν οι καλοί, προκαλούν την αηδία` όταν ηθικολογούν οι κακοί, προκαλούν τον φόβο» 

ιδού και οι ρίζες της εκλεκτής φυλής, που απόρριπτε κάθε ηθική.

Όταν διαβάζει κανείς για περιστατικά μαζικού πανικού στις χώρες της «ορθολογιστικής» Δύσης στην εποχή μας πλέον, μετά βίας μπορεί να πιστέψει τα γεγονότα – τόσο ασυνήθιστα μας φαίνονται. Έτσι, υπάρχουν πάμπολλες περιγραφές συλλογικού φόβου, που είχε καταλάβει τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της ραδιοφωνικής μετάδοσης μιας επικαιροποιημένης δραματοποίησης του μυθιστορήματος του Χ. Γουέλς, «Ο Πόλεμος των Κόσμων».

Το γεγονός εξελίχθηκε το 1938. Η ραδιοφωνική δραματοποίηση του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας «Εισβολή από τον Άρη» μεταδιδόταν ως ρεπορτάζ από τον τόπο του συμβάντος. Οι κάτοικοι των ανατολικών Πολιτειών, στις οποίες εξέπεμπε ο ραδιοφωνικός σταθμός, στην συντριπτική πλειοψηφία τους πίστεψαν, ότι επρόκειτο για αληθινό γεγονός, και βίωσαν ισχυρή κρίση μαζικού φόβου. Αυτό το ακούσιο περιστατικό του τεχνητά δημιουργημένου πανικού στάθηκε το αντικείμενο πολλών ερευνών και έχει προσφέρει σημαντικές γνώσεις πάνω στο θέμα της μαζικής χειραγώγησης. Σύμφωνα με ένα από τα πορίσματα, βασική προϋπόθεση για την τόσο παράξενη και κολλητική ενδοτικότητα στην υποβολή της πλειοψηφίας των Αμερικανών υπήρξε η γενική αστάθεια της συναισθηματικής σφαίρας εξαιτίας της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης (η Μεγάλη Ύφεση) και της διέγερσης, που είχαν προκαλέσει οι Συμφωνίες του Μονάχου και η αναμονή του πολέμου.

Μετέπειτα, εν είδει πειράματος, πλέον, η επικαιροποιημένη δραματοποίηση «Εισβολή από τον Άρη» επαναλήφθηκε σε χώρες, που βίωναν κοινωνικο-οικονομική αστάθεια ή κρίση – με το ίδιο αποτέλεσμα, όπως και στις ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο του 1944, η εκπομπή αυτή προκάλεσε μαζικό πανικό στο Σαντιάγο της Χιλής, ενώ τον Φεβρουάριο του 1949, στην πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, Κίτο, ο πανικός που κατέλαβε τον κόσμο οδήγησε σε απώλειες ανθρώπινων ζωών, τραυματισμούς και εμπρησμό του κτιρίου του ραδιοφωνικού σταθμού, που μετέδιδε την εκπομπή. Ο Γ. Σερκόβιν στο βιβλίο του «Τα ψυχολογικά προβλήματα των διαδικασιών της μαζικής πληροφόρησης» περιγράφει άλλα, παρόμοια περιστατικά μαζικού φόβου, που προκλήθηκαν από ραδιοφωνικές εκπομπές (κάποια από τα περιστατικά αποτέλεσαν αργότερα τη βάση σεναρίων για αρκετές ταινίες δράσης).

Εμάς, μας ενδιαφέρει το συμπέρασμα του βιβλίου του: 

ολόκληρη η ιστορία των συστημάτων μαζικής τηλεπικοινωνίας στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες δεν έχει να επιδείξει ούτε ένα προηγούμενο, που να θυμίζει έστω και αμυδρά τέτοιου είδους περιστατικά. Και όχι μόνο, επειδή η πολιτική του ραδιοφώνου δεν είχε χαρακτήρα χειραγώγησης, αλλά κυρίως επειδή η ίδια η μαζική συνείδηση του σοβιετικού ανθρώπου δεν ήταν χειραγωγήσιμη. Το ραδιόφωνο δεν θα μπορούσε να σπείρει τον πανικό, ακόμα και αν το ήθελε. 

Η συναισθηματική σφαίρα του σοβιετικού ανθρώπου δεν ήταν προπαρασκευασμένη για κάτι τέτοιο -  ήταν άλλες οι ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές της.

 

3. ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ένα νέο κύμα παράλογου  φόβου κατέκλυσε τη Δύση με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Δεν είχε κανένα νόημα να επικαλούμαστε τη λογική, εξηγώντας τα αυτονόητα, ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε ούτε την πρόθεση, ούτε τη δυνατότητα να απειλήσει με πόλεμο τις ΗΠΑ. Το ίνδαλμα της κοινής γνώμης, ο Α. Αϊνστάιν, έγραφε τον Ιανουάριο του 1948:

«Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα, ότι στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε χώρα, και πόσο μάλλον – η Σοβιετική Ένωση, κατεστραμμένη, εξαθλιωμένη και πολιτικά απομονωμένη, -  θα επιτεθεί κατά των Ηνωμένων Πολιτειών». 

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω...

Τον Ιανουάριο του 1951, ο Αϊνστάιν επανέλαβε τη θέση του: «Η τωρινή πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών δημιουργεί πολύ σοβαρότερα εμπόδια για την παγκόσμια ειρήνη, απ΄ ό,τι η πολιτική της Ρωσίας. Στις μέρες μας, ο πόλεμος διεξάγεται στην Κορέα, και όχι στην Αλάσκα. Η Ρωσία αντιμετωπίζει έναν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο, απ΄ ό,τι οι ΗΠΑ, - όλοι το ξέρουν αυτό. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως είναι δυνατόν να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι, που πιστεύουν στα μυθεύματα περί σοβιετικής απειλής. Μπορώ να το αποδώσω μόνο στην έλλειψη πολιτικής εμπειρίας. Ολόκληρη η πολιτική της Κυβέρνησης προσανατολίζεται στον αποτρεπτικό πόλεμο, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούν να μας παρουσιάσουν την Σοβιετική Ένωση ως ένα εχθρικό κράτος».

Το 1965, ένας από τους δημιουργούς του «δόγματος Τρούμαν» και ολόκληρης της θεωρίας του Ψυχρού Πολέμου, ο καλύτερος ειδικός των ΗΠΑ επί της ΕΣΣΔ, αληθινός γνώστης της Ρωσίας, Διευθυντής της ομάδας σχεδιασμού του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, G. Kennan, είχε πει τα εξής, αναφερόμενος στο πρώτο στάδιο του Ψυχρού Πολέμου:

  «Για όσους είχαν έστω και κάποια υποτυπώδη εικόνα της Ρωσίας της εποχής εκείνης, ήταν απολύτως προφανές, ότι η ηγεσία της ΕΣΣΔ δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να διαδώσει τα ιδανικά της εκτός των συνόρων της, με τη βοήθεια εχθροπραξιών από πλευράς των πολεμικών της δυνάμεων… (Κάτι τέτοιο) δεν αντιστοιχούσε ούτε στη μαρξιστική διδασκαλία, ούτε στη ζωτική ανάγκη των Ρώσων να αποκαταστήσουν τα ερείπια, που είχε αφήσει πίσω του ο μακροχρόνιος και εξουθενωτικός πόλεμος, ούτε και, από όσο γνωρίζουμε, στην ιδιοσυγκρασία του ίδιου του Ρώσου δικτάτορα». 

Όπως προκύπτει από τα λεγόμενά του, ο φόβος απέναντι στην ΕΣΣΔ, που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης, είχε προκληθεί απολύτως συνειδητά.

Την περίοδο, που εκπονούνταν τα σχέδια του Ψυχρού Πολέμου, το αμερικανικό Ινστιτούτο Ερευνών της κοινής γνώμης άρχισε να διεξάγει περιοδικές δημοσκοπήσεις του πληθυσμού των ΗΠΑ, θέτοντας την εξής ερώτηση: «Περιμένετε να γίνει πόλεμος τα εγγύτερα 25 χρόνια;». Στα τέλη του 1945, θετική απάντησε έδωσε το 32% των ερωτηθέντων, το 1946 – το 41%, ενώ τον επόμενο χρόνο το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 63%. Επρόκειτο για έναν μαζικό φόβο, που είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. 

Από την άλλη, όμως, όπως δείχνουν τα δημοσιεύματα των τελευταίων ετών, την ίδια περίοδο η ηγεσία των πολεμικών δυνάμεων των ΗΠΑ παραδεχόταν σε απόρρητα έγγραφα, ότι δεν υπήρχε καμία απειλή από πλευράς της ΕΣΣΔ.

Ο τεχνητά δημιουργημένος στις ΗΠΑ μαζικός φόβος αποτέλεσε το προϊόν του μεγαλύτερου (προ Περεστρόικας) προγράμματος χειραγώγησης της μαζικής συνείδησης. Στηριζόμενη σε αυτόν ακριβώς τον φόβο, η αμερικανική Κυβέρνηση κατάφερε να πείσει τους  αμερικανούς πολίτες, ότι η ΕΣΣΔ τους απειλούσε με πόλεμο. Ο φόβος αυτός στάθηκε η αφετηρία μιας μεγάλης τραγωδίας. Είναι γνωστό, ότι σε κατάσταση ψευδαισθησιακού φόβου ο άνθρωπος (ή και ολόκληρη η κοινωνία) δεν έχει την ικανότητα να προσεγγίσει το αντικείμενο του φόβου ως ένα υποκείμενο με τα δικά του θεσμοθετημένα ιδανικά και ενδιαφέροντα, να το κατανοήσει και να το συναισθανθεί. Μόνη επιθυμία γίνεται η καταστροφή του αντικειμένου του φόβου.

Στις 6 Μαρτίου του 1946, στο Φούλτον, ο Τσώρτσιλ, παρουσία του Τρούμαν, κήρυξε τον Ψυχρό Πόλεμο στην ΕΣΣΔ (ο Γέλτσιν χαρακτήρισε την εν λόγω ομιλία ως την πιο βαθιά και έξυπνη ομιλία, που είχε ακούσει ποτέ). Αμέσως ξέσπασε σειρά δηλώσεων, η ανάγνωση των οποίων προκαλεί ρίγη τρόμου ακόμα και στις μέρες μας. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμα την ομιλία στο Φούλτον, στις 14 Δεκεμβρίου του 1945, η Κοινή Επιτροπή στρατιωτικού σχεδιασμού είχε λάβει οδηγίες , βάσει των οποίων καθόρισε 20 πόλεις της ΕΣΣΔ, οι οποίες θα έπρεπε να βομβαρδιστούν με τη χρήση και των 196 πυρηνικών βομβών, που διέθεταν οι ΗΠΑ

Και όσο διογκωνόταν το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ, τόσο αυξανόταν και ο αριθμός των σοβιετικών πόλεων, που θα επιδέχονταν βομβαρδισμό.

Ωστόσο δεν μας ενδιαφέρει αυτό, αλλά η φύση του φόβου, που κατέλαβε τον μέσο Αμερικανό, όταν του ανακοινώθηκε ότι και η ΕΣΣΔ έγινε κάτοχος ατομικής βόμβας. Το φαινόμενο αυτό έμεινε γνωστό ως «πυρηνικός φόβος». 

Έλαβε εξαρχής τα χαρακτηριστικά ενός παράλογου φόβου, γεγονός που ανάγκασε την Ομοσπονδία των πυρηνικών επιστημόνων των ΗΠΑ να διοργανώσει μια μεγάλης κλίμακας ψυχολογική έρευνα, με σκοπό την εξεύρεση ενός μέσου, που θα μπορούσε να εντάξει τον φόβο αυτόν σε λογικά πλαίσια.

Ο Διευθυντής του Κέντρου Ιστορίας της Φυσικής, Σ. Βερτ, που μελέτησε το φαινόμενο αυτό για διάστημα 15 ετών, το περιγράφει στο ογκώδες βιβλίο του, «Πυρηνικός Φόβος: Η Ιστορία της Ψευδαίσθησης».

Εξαρχής οι ψυχολόγοι είχαν θέσει ως στόχο «να επιστρατεύσουν τον υγιή φόβο, που παρακινεί στη δράση και στην εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση του πραγματικού κινδύνου του πολέμου», να μετατρέψουν, δηλαδή, τον ψευδαισθησιακό φόβο σε πραγματικό. Τελικά, ο σκοπός αυτός δεν επετεύχθη, και ο πυρηνικός φόβος των ΗΠΑ προσέλαβε τα ίδια χαρακτηριστικά με τον φόβο του Χου αι., τον φόβο της πανώλης κατά τον XIV αι, και τον φόβο του Λούθηρου, συμπληρώνοντας την τετράδα των υπαρξιακών φόβων του δυτικού ανθρώπου.

Ο Σ. Βερτ περιγράφει την εμφάνιση στις ΗΠΑ ολόκληρου συστήματος διέγερσης του φόβου, που είχε τόση απήχηση, ώστε οποιεσδήποτε ενέργειες και ανακοινώσεις (για παράδειγμα, η δημιουργία του συστήματος πολιτικής άμυνας), αντί να μειώνουν το επίπεδο του φόβου, συνέβαλαν στην άνοδό του.

 Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 οι ειδικοί αναγκάστηκαν να παραδεχτούν, ότι η κύρια απειλή για τις ΗΠΑ δεν ήταν πλέον οι ατομικές βόμβες και οι βόμβες υδρογόνου της ΕΣΣΔ ως μέσα καταστροφής, αλλά ο πανικός, που θα ξεσπούσε σε περίπτωση πολέμου. 

Ο Σ. Βερτ σημειώνει επίσης, ότι στην ΕΣΣΔ δεν είχε παρατηρηθεί παρόμοιος φόβος. Αυτό το αποδίδει στο γεγονός, ότι τα σοβιετικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν επιδίδονταν στην ενίσχυση του φόβου, αλλά πληροφορούσαν εντατικά τον πληθυσμό για την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας. Νομίζω, ωστόσο, ότι δεν πρόκειται μόνο γι΄αυτό[10].

Η μακροχρόνια και διευρυμένη μελέτη του «πυρηνικού φόβου» πρόσφερε σημαντικές γνώσεις στον τομέα της Ψυχολογίας. Οι επιστήμονες ήρθαν αντιμέτωποι με ένα φαινόμενο, που άπτεται των βαθύτερων στρωμάτων του ψυχισμού, ώστε να απουσιάζουν όλοι οι συνηθισμένοι συσχετισμοί προς την κοινωνική κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο ή τον βαθμό ενημέρωσης του ατόμου για τον πραγματικό κίνδυνο. Ιδιαίτερα ευάλωτος αποδείχθηκε ο ψυχισμός της νεολαίας, στην περίπτωση της οποίας έχει παρατηρηθεί πολύ συχνά ο ακραίος μηχανισμός αυτοάμυνας της συνείδησης, που ενεργοποιείται σε αδιέξοδες καταστάσεις – η «παράλυση». Πρόκειται για την καταπίεση, την απόρριψη κάθε είδους κινδύνων και την κυνική υποταγή.

Ο Σ. Βερτ γράφει, ότι προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 τίποτα δεν ανησυχούσε τους ειδικούς περισσότερο από την διαπίστωση, ότι αυτή η «παράλυση» είχε καταλάβει και άτομα, που λόγω και μόνο της θέσης τους όφειλαν να διατηρούν μια ρεαλιστική προσέγγιση του προβλήματος, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες, αλλά και οι ίδιοι οι ερευνητές του «πυρηνικού φόβου». Το γεγονός αυτό ενέτεινε την ανησυχία, καθώς στη μαζική συνείδηση άρχισαν να γεννιούνται αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των αρχών να κρατήσουν υπό έλεγχο το πυρηνικό πρόβλημα. Από τα πυρηνικά όπλα, ο φόβος επεκτάθηκε στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, και στη συνέχεια – σε όλες τις εκφάνσεις της πυρηνικής ενέργειας. Την δεκαετία του ΄70 η κατάσταση χειροτέρεψε, καθώς οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι και το προσωπικό των πυρηνικών σταθμών υπέπεσε στην επίδραση του «πυρηνικού φόβου».

Ο παραλογισμός αυτού του φόβου ήταν προφανής, καθώς βαρύτατες τεχνολογικές καταστροφές εκλαμβάνονταν απείρως πιο ψύχραιμα, από κάποιο μικρο-περιστατικό σε σταθμό πυρηνικής ενέργειας (για παράδειγμα, η καταστροφή στο χημικό εργοστάσιο αμερικανικών συμφερόντων, στην πόλη Μποπάλ της Ινδίας, που κόστισε πάνω από 2.000 ανθρώπινες ζωές, ενώ πάνω από 10.000 άνθρωποι έμειναν ανάπηροι). 

Το λιγότερο ή περισσότερο σοβαρό ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας“ Three Mile Island ” της Πενσυλβανίας προκάλεσε τέτοια έκρηξη φόβου, ώστε ο Τύπος να την συγκρίνει στα σοβαρά με την Χιροσίμα και την Συντέλεια του Κόσμου. 

Ο Βερτ, στηριζόμενος σε αναφορές πολλών ερευνητικών ομάδων, γράφει, ότι οι διαστάσεις εκείνου του πανικού δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο με την επίδραση των ΜΜΕ, που ψοφάνε για έκτακτα περιστατικά: «Επρόκειτο για τον πυρηνικό φόβο εν δράσει, έναν φόβο παμφάγο και αχόρταγο, που είχε εξαπλωθεί τόσο ανάμεσα στους κοινούς πολίτες, όσο και στα ανώτερα κλιμάκια της εξουσίας». 

Φυσικά, ο πυρηνικός φόβος στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να μην είχε χρησιμοποιηθεί στην πολιτική διαφήμιση, που δεν αποσκοπούσε μόνο να δημιουργήσει την σωστή εικόνα του «εξωτερικού εχθρού», αλλά εστίαζε και στον πολιτικό αντίπαλο. Ένα από τα ισχυρότερα πολιτικά βίντεο θεωρείται η ταινία Daisy”, που κυκλοφόρησαν οι Δημοκρατικοί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1964. 

Σκοπός της ήταν η δυσφήμιση ενός επικίνδυνου ανταγωνιστή, του δεξιού συντηρητικού Ρεπουμπλικάνου Μπάρι Γκολντγουότερ. Στην ταινία, ένα μικρό κοριτσάκι μαδάει μια μαργαρίτα και μετράει: ένα, δύο, τρία… Στη συνέχεια, μια ανδρική φωνή πίσω από τα πλάνα αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση: δέκα, εννιά, οκτώ… Στο «μηδέν» βλέπουμε το πρόσωπο του παιδιού σε μεγάλο πλάνο, με τα μάτια γεμάτα φρίκη και με ένα μανιτάρι πυρηνικής έκρηξης να ξεπηδάει μέσα από αυτά. Η ταινία προβλήθηκε μονάχα μια φορά, δυο μήνες πριν από τις εκλογές, προκάλεσε όμως τέτοιον σάλο, που πλήθος ανθρώπων τηλεφωνούσαν στον Λευκό Οίκο, απαιτώντας «να σταματήσουν τον Γκολντγουότερ». Έτσι, ο φόβος των Αμερικανών μπροστά στον πυρηνικό πόλεμο κατέστρεψε τον φουκαρά, τον Μπάρι.

Στις μέρες μας, όταν πολλά έγγραφα του Ψυχρού Πολέμου έχουν πλέον αποχαρακτηριστεί, ανακαλύπτουμε έκπληκτοι, ότι πίσω από πολλές ενέργειες των αντιπάλων μας, που έμοιαζαν με επιδειξιομανία ή κυνισμό, βρισκόταν ο πλέον πραγματικός, ειλικρινής και εντελώς ακατανόητος για εμάς, φόβος. 

Δεν έλειψαν, φυσικά, και τα ευτράπελα. Πριν από 2 χρόνια, για παράδειγμα, οι επίσημοι εκπρόσωποι των ΗΠΑ παραδέχτηκαν, ότι την δεκαετία του ΄50 στην επικράτεια της ουδέτερης Αυστρίας και χωρίς την συναίνεση των αρχών της είχαν δημιουργηθεί πάνω από 50 μυστικές αποθήκες όπλων και πολεμοφόδιων. Η ηγεσία του στρατού των ΗΠΑ είχε αποφανθεί, ότι τα Σοβιέτ ήταν έτοιμα να καταλάβουν την Ευρώπη, και άρχισε να προετοιμάζει βάσεις για ανταρτοπόλεμο (θα διάβασαν, φαίνεται, τίποτα απομνημονεύματα του γέρο-Κοβπάκ). Το σκάνδαλο ξέσπασε στις μέρες μας πλέον, επειδή οι χάρτες εντοπισμού αυτών των κρησφύγετων έχουν χαθεί, και πολλές από τις αποθήκες είναι αδύνατον να βρεθούν. Καθόλου άσχημο δώρο για τους λαθρέμπορους όπλων!

Γιατί όμως η ικανότητα αυτή της πρόκλησης στην φαντασία μιας υπερβολικής μορφής του φόβου αποτέλεσε τη βάση για ολόκληρη την στρατηγική της χειραγώγησης της συνείδησης; Επειδή ο παράλογος φόβος είναι ένα πολύ δραστικό μέσο για την απενεργοποίηση της κοινής λογικής και των αμυντικών ψυχολογικών μηχανισμών. Ο συγκλονισμένος από τον φόβο άνθρωπος είναι πολύ επιδεκτικός στην υποβολή και πιστεύει σε οποιαδήποτε προτεινόμενη «πανάκεια». Ο μαζικός (και συχνά υποσυνείδητος) φόβος ως προϋπόθεση για τον προγραμματισμό της συμπεριφοράς, έχει διαπιστωθεί και από τους ψυχολόγους των διαφημιστικών εταιρειών στη διάρκεια των μεγάλων εκστρατειών. Μια από αυτές είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία στις ΗΠΑ της μαζικής αγοράς ψυγείων.

Οι ψυχολόγοι, που είχαν μελετήσει τους κρυφούς φόβους στην διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα, ότι οι Αμερικανοί ένιωθαν μεγάλη ανάγκη για πράγματα, που λειτουργούν ως σύμβολα της ασφάλειας και της σταθερότητας, της προβλεπτικότητας του μέλλοντος. Σε πολλούς εντοπίστηκε το σύνδρομο «της επιθυμίας της επιστροφής στην παιδική ηλικία», σύμβολο του οποίου ήταν η μητέρα, που προφυλάσσει το παιδί της από την πείνα. Οι ειδικοί θεώρησαν, ότι η συσκευή, που θα μπορούσε να αναλάβει τις λειτουργίες αυτού του συμβόλου, ήταν το ψυγείο: «για πολλούς ανθρώπους, το ψυγείο αποτελεί την εγγύηση, ότι πάντα θα υπάρχει φαγητό στο σπίτι, και το σπιτικό φαγητό σημαίνει ηρεμία, θαλπωρή και ασφάλεια».

Επίσης, οι έρευνες έδειξαν, ότι το φαγητό συμβολίζει κάτι πολύ περισσότερο από την τροφή καθεαυτή. Οι άνθρωποι, που βιώνουν φόβο για το μέλλον (που δεν συνδέεται με κανέναν τρόπο με το πρόβλημα της διατροφής), έχουν την τάση να κρατάνε στα σπίτια τους εφόδια τροφίμων, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα όσα οι ίδιοι είναι ικανοί να καταναλώσουν. Οι προμήθειες σε τρόφιμα είναι ένας τρόπος να αποβάλλουν το στρες.

Η ιστορία της μαζικής ζήτησης για ψυγεία στις ΗΠΑ είναι ακόμη πιο εύγλωττη, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι η ζήτηση αυτή δεν εδραζόταν ούτε σε οικονομικούς υπολογισμούς, ούτε στην κοινή λογική. Οι ΗΠΑ δεν αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο έλλειψη σε διατροφικά προϊόντα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αναλύσεις των ειδικών, το κόστος του ψυγείου, της ενέργειας, που κατανάλωνε, και των προϊόντων, που έμεναν πολύ καιρό στο ψυγείο και πετάγονταν στα σκουπίδια, ήταν τέτοιο, που από καθαρά πραγματιστική άποψη η αγορά του ψυγείου ήταν εντελώς ασύμφορη. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι προέβλεψαν μαζική ζήτηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η αντίστοιχη μαζική παραγωγή ψυγείων. Η διαφήμιση της συσκευής εκκινούσε από την παρουσία καταπιεσμένου φόβου στον καταναλωτή, και τελικά οι προβλέψεις των ειδικών επαληθεύτηκαν.

Κατά αντίστοιχο τρόπο, στη συνέχεια προβλέφθηκε μεγάλη επιτυχία σε μια άλλη συσκευή-σύμβολο, που αποβάλλει τους κρυφούς φόβους – το air-condition. Η διαφημιστική εκστρατεία αυτού του εμπορεύματος, το παρουσίαζε ως μέσον απομόνωσης από τον εξωτερικό κόσμο.

Με το air-condition το άτομο μπορούσε πλέον να κοιμάται με κλειστά τα παράθυρα, ώστε κανένας «κίνδυνος» να μην μπορεί να εισβάλλει στην κατοικία του από έξω. 

Δεν χρειάζεται να πούμε, ότι στην πολιτική τα πορίσματα των ψυχολόγων και των ψυχαναλυτών εφαρμόσθηκαν εν πλήρη ισχύ, συχνά μάλιστα με δραματικές επιπτώσεις.

 

4. ΟΙ ΦΟΒΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Ρίχνοντας μια νοητή ματιά στην Ιστορία μας και συγκρίνοντάς την με την ιστορία της διαμόρφωσης του δυτικού ανθρώπου, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε την εξής εξόφθαλμη διαφορά:

η συνείδηση του Ρώσου δεν μπολιάστηκε ποτέ από τον ιό του μυστικιστικού φόβου, ούτε από την Ορθοδοξία, ούτε από τα λαϊκά παραμύθια με την Μπάμπα-Γιαγκά. Λυτρωνόμασταν από τις αμαρτίες μας δια της μετανοίας, και ακόμα και αυτός ο Λήσταρχος Κουντεγιάρ μπορούσε να ελπίζει στην σωτηρία της ψυχής του.

Προηγουμένως, μιλήσαμε για τον ιδιαίτερο, «δυτικό» φόβο του θανάτου. Ο Ρώσος, που δεν έχει απωλέσει την ιστορική του μνήμη, ξέρει πολύ καλά, ότι δεν υπήρχε τίποτα το παρόμοιο στη Ρωσία, παρά τους φοβερούς πολέμους και τις κακουχίες.

 Ο θάνατος και το πρόβλημα της σωτηρίας της ψυχής καταλάμβαναν μεγάλο μέρος του νου και της καρδιάς του ορθόδοξου ανθρώπου, ωστόσο η φιλοσοφία του θανάτου διαποτιζόταν από λυρισμό, από την αγάπη για την επίγεια ζωή, για τους συγγενείς και φίλους, που μένουν πίσω, και για όσους έφυγαν πριν από εμάς.  

Στον πρώτο τόμο του έργου του Νταλ, «Οι Παροιμίες του Ρωσικού Λαού», η μεγαλύτερη ενότητα είναι αφιερωμένη στον θάνατο. Δεν υπάρχει, όμως, σε αυτήν ούτε μια παροιμία, που να αντανακλά τον υπαρξιακό φόβο.

Το ίδιο το γεγονός της συνάντησης με τον θάνατο εμφανίζεται στις παροιμίες ως μια υπόθεση, η οποία έχει φιλοσοφηθεί εδώ και καιρό, και δεν αποτελεί καμιά καταστροφή: «Ο θάνατος δεν θέλει κόπο. Ξαπλώνεις κάτω από τις εικόνες, τα μάτια σου γουρλώνεις – και αυτό ήταν». Στον θάνατο ο άνθρωπος όχι απλά δεν είναι μόνος, αλλά αισθάνεται ιδιαίτερα την συμπαράσταση των αδερφών του: «Αν δεν είχαν πεθάνει άλλοι πριν από εμάς, ούτε κι εμείς θα βρίσκαμε τον δρόμο για τον άλλον κόσμο». «Οι άνθρωποι πεθαίνουν, ανοίγοντάς μας τον δρόμο. Ο μπροστινός είναι η γέφυρα για αυτόν, που ακολουθεί». Ακόμα και αυτός ο αποχαιρετισμός της ζωής διέπεται από θαλπωρή: 

«Σαν πεθάνεις – αντίο, κόσμε! Αντίο, γλυκό μου χωριό!». 

Ο Johan Huizinga, στο κεφάλαιο για την ευρωπαϊκή αντίληψη περί θανάτου κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, υπογραμμίζει, ότι σε αυτήν απουσιάζουν εντελώς τα λυρικά μοτίβα και οι τρυφερές νότες: υπάρχει μόνο η έντονη, ατόφια φρίκη.

Κατά του φόβου των αιώνιων βασανιστηρίων του αμαρτωλού ανθρώπου τάσσονταν όλοι οι επιφανείς Ρώσοι θρησκευτικοί φιλόσοφοι των αρχών του ΧΧού αι

Ο Β. Ροζάνωφ μιλούσε για την καθολική συγχώρεση του ανθρωπίνου γένους στους Ουρανούς. 

Παρόμοιες απόψεις είχε και ο Ν. Μπερντιάγεφ, ο οποίος εξέφρασε τη σκέψη, ότι η Κόλαση επινοήθηκε από εκλεπτυσμένους σαδιστές. 

Ο Ν. Φιόντορωφ θεωρούσε παραλογισμό, που «οι μεν (αμαρτωλοί) καταδικάζονται σε αιώνια τιμωρία, οι δε (δίκαιοι) – στην αιώνια θέα των βασάνων τους».

Φυσικά, από καθαρά θεολογική άποψη, οι Ρώσοι ορθόδοξοι φιλόσοφοι προφανώς ήταν στα όρια της αίρεσης, εξέφραζαν όμως τα αρχέτυπα της ρωσικής κουλτούρας. 

Ο Ν. Φιόντορωφ είχε φτάσει στο σημείο να αμφισβητεί την ηθική πλευρά της δυνατότητας αποφυγής της Φοβεράς Κρίσης μέσω του ευχέλαιου. 

Ο Ν. Μπερντιάγεφ έγραφε σχετικά με τη σκέψη αυτή του Φιόντορωφ: 

«Οι αποκαλυπτικές προφητείες είναι συμβατικές, και όχι μοιραίες, και η ανθρωπότητα, μπαίνοντας στον δρόμο του χριστιανικού «κοινού έργου», μπορεί να αποφύγει την καταστροφή του κόσμου, την Φοβερά Κρίση και την αιώνια καταδίκη. Ο Ν. Φιόντορωφ διέπεται από το πάθος της καθολικής σωτηρίας, και ως προς αυτό είναι πολύ ανώτερος από κάποιους εκδικητικούς χριστιανούς, που βλέπουν σε αυτή την εκδικητικότητα την ορθοδοξία τους».

Η απουσία του «φόβου του Λούθηρου», που γέννησε την προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού, είχε ως αποτέλεσμα και την περίφημη ξεγνοιασιά των Ρώσων, όσον αφορά τις εργασιακές δραστηριότητες, γεγονός που πάντα προκαλούσε την απόγνωση στους δικούς μας δυτικόφιλους. 

Ο Μ. Σαλτικώφ-Σεντρίν γράφει, για το πόσο πολύ είχε εκπλαγεί με την θέα των σπαρμένων αγρών, όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στο εξωτερικό: «Φοβούμενος, μην προκαλέσω την δυσπιστία του αναγνώστη, σας διαβεβαιώνω, ότι η αδικημένη από τη φύση πρωσική παραθαλάσσια γη δικαιούται πολύ περισσότερο την φήμη της παραγωγής των λεγόμενων «άφθονων» σιτηρών, απ΄ ό,τι τα ευλογημένα βοσκοτόπια του Τσεμπάρ, όπου, όπως λέει ο κόσμος, το βάθος του μαυροχώματος φτάνει μέχρι και τα 2 αρσίνια… Εδώ, προφανώς, δεν υπολογίζουν σε κάποια τρανά και πλούσια ελέη από τον Θεό, αλλ΄ αντιθέτως, ένα πράγμα μόνο σκέφτονται νύχτα και μέρα: πως, ζώντας ανάμεσα στην άμμο και στους βάλτους, να μην ψοφήσουνε από την πείνα. Στο Τσεμπάρ, θυμάμαι, λένε: «Και αν τύχει και δεν μας στείλει βροχή ο Θεός, ε, τι να κάνουμε, αδέρφια – θα πεθάνουμε! Ούτε οι πρώτοι θα ΄μαστε, ούτε οι τελευταίοι!». Ενώ στο Εϊντκούνεν λένε: «Ας κάνουν ό,τι θέλουν εκεί πάνω με τη βροχή, εμείς μια φορά δεν συμφωνούμε να πεθάνουμε!». Κάποιοι θα βγάλουν από αυτή την περιγραφή ένα ηθικό δίδαγμα για την τεμπελιά των Ορθοδόξων, όμως εμείς θέλουμε να εστιάσουμε αλλού: δεν υπήρχε φόβος.

Η επιστημονική εικόνα του κόσμου ήρθε σε μια Ρωσία, που δεν είχε βιώσει το σοκ της Μεταρρύθμισης και της αστικής Επανάστασης, και όπως ήταν φυσικό, αφομοιώθηκε μετά βίας, χωρίς ωστόσο να προκαλέσει φόβο. 

Ιδού, πως εκθέτει τη στάση του Ρώσου των αρχών του 20ού αι. απέναντι στην κοπερνίκεια εικόνα του κόσμου ο φιλόσοφος Λόσεφ: «Όχι μόνο οι σπουδαστές, αλλά και όλοι οι έντιμοι επιστήμονες δεν παρατηρούν, ότι ο κόσμος τους της φυσικής και της αστρονομίας δεν είναι, παρά ένας αρκετά βαρετός, ενίοτε αποκρουστικός, ενίοτε, πάλι, απλά ένας παρανοϊκός αντικατοπτρισμός, το ίδιο εκείνο κενό, το οποίο επίσης μπορεί κανείς να αγαπάει και να λατρεύει… Όλα αυτά είναι κάπως στενάχωρα, όλα αυτά μοιάζουνε κάπως ξένα, μοχθηρά και σκληρά. Τη μια ήμουν στη γη, κάτω από τον αγαπημένο μου ουρανό, άκουγα για την Οικουμένη, η οποία «ου σαλευθήσεται»… Και ξαφνικά – δεν υπάρχει τίποτα, ούτε γη, ούτε ουρανός, ούτε το «ου σαλευθήσεται». Σε διώχνουν κακήν κακώς στο άγνωστο, και σε βρίζουνε και στο κατόπι! «Εδώ», σου λένε, «είναι η πατρίδα σου, σκουλήκι τιποτένιο!». Διαβάζοντας το εγχειρίδιο της αστρονομίας, νιώθω σαν να με διώχνει κάποιος με ραβδί έξω από το σπίτι μου, και είναι έτοιμος να με φτύσει και στα μούτρα!». Γκρινιάζει ο Ρώσος, αλλά δεν φοβάται.

Στη Ρωσία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι σκληροί ηγέτες, από τον Ιβάν τον Τρομερό ως τον Στάλιν, ενέπνεαν στους Ρώσους έναν φόβο αρκετά λογικό και ρεαλιστικό. Ο φόβος της σταλινικής εποχής, για τον οποίον μας πληροφόρησαν στη διάρκεια της Περεστρόικας οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ένας «δυτικός» φόβος. 

Δεν είναι τυχαίο, που πολλοί θεωρούσαν όλα αυτά τα διαβήματα του Γ. Αφανάσιεφ, του Ντ. Λιχατσώφ και του Λ. Ραζγκόν ανειλικρινή, καθαρή «ιδεολογία». Καθώς φαίνεται, ο απλός κόσμος έκανε λάθος: ο φόβος της ελίτ ήταν αληθινός, αλλά ήταν ξένος σε όσους δεν είχαν επηρεαστεί από το «δυτικό» πνεύμα (και οι μεγάλες οικογένειες των γονιών μου επίσης είχαν αντιμετωπίσει διώξεις, όμως γνωρίζοντας γι΄ αυτές από μικρός, δεν έβλεπα στους γονείς μου κανέναν μυστικιστικό φόβο απέναντί τους[11]).

Δεν πρόλαβε να εμφανιστεί στη Ρωσία και ο «εσωτερικός» φόβος μπροστά στην αστική αρετή και την πιθανή απώλεια του αστικού στάτους. Αλλά ούτε και μας υπέβαλαν ποτέ καμιά φοβία μπροστά στην πυρηνική Αποκάλυψη. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο πυρηνικός φόβος ήταν τόσο υποανάπτυκτος στην πλειοψηφία των σοβιετικών ανθρώπων, όσο υποανάπτυκτος ήταν και στους Ρώσους αγρότες ο φόβος της κακοσοδειάς, στον οποίον αναφέρεται ο Σαλτικώφ-Σεντρίν. Όταν, μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό ηλεκτρικής ενέργειας στο Τσερνόμπιλ, η πόλη εκκενώθηκε από τους κατοίκους της, η Αστυνομία αντιμετώπισε το εξής, αδιανόητο για τον δυτικό άνθρωπο, πρόβλημα: οι κάτοικοι, παρακάμπτοντας το περίφραγμα μέσω μυστικών περασμάτων, βάλθηκαν να πηγαινοέρχονται στα σπίτια τους, για τα πράγματά τους. Μετά, η περιοχή προσέλκυσε και τους κλέφτες, που έπαιρναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Και όλα αυτά - στην μολυσμένη ζώνη!

Μπορούμε να εκλάβουμε ως γενικό το εξής συμπέρασμα: μέχρι τα πρόσφατα έτη, ο υπαρξιακός φόβος, ο φόβος μπροστά στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, ο φόβος ως μια σημαντική πλευρά της ζωής δεν έπαιζε ουσιαστικό ρόλο στην πολιτισμική εξέλιξη της Ρωσίας. Η Ορθοδοξία και ο πολιτισμός, που βλάστησε στο έδαφός της, δίνει έμφαση στην αγάπη, γεγονός, που από μόνο του δεν άφηνε χώρο στον υπαρξιακό φόβο: «φόβος ουκ εστιν εν τη αγάπη αλλ΄ η τελεια αγάπη έξω βαλλει τον φόβον,  ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α΄ Επιστολή Ιωάννου, 4,18).

Ωστόσο στη διάρκεια της Περεστρόικας, οι ιδεολογικοί μας αντίπαλοι κατόρθωσαν να πυροδοτήσουν τον νευρωτικό φόβο στο κομμάτι εκείνο των σοβιετικών ανθρώπων, που ήταν περισσότερο διαποτισμένο από τον ορθολογιστικό τρόπο σκέψης και τις δυτικίζουσες ψευδαισθήσεις

Δεν μιλάμε, όμως, εδώ για τον λογικό φόβο μπροστά στους πραγματικούς κινδύνους, που είναι απαραίτητος για την επιβίωση σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο, απρόβλεπτο κόσμο. Κάθε άλλο: στη  διάρκεια της Περεστρόικας, αυτή ακριβώς η επιφυλακτικότητα και η ικανότητα διάκρισης έστω και αυτού του προσωπικού συμφέροντος είχε απενεργοποιηθεί στους κύκλους της φιλελεύθερης διανόησης. 

Διότι ήδη το 1988-1989 είχε γίνει προφανές, ότι η αντισοβιετική πορεία, την οποία είχε στηρίξει με ενθουσιασμό η ιντελιγκέντσια, πρώτα απ΄ όλα θα κατέστρεφε τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της.

Είχε σαφείς προειδοποιήσεις, ότι κανένας από τους ισχυρούς του κόσμου τούτου δεν θα νοιαζόταν ούτε για την επιστήμη, ούτε και για τον πολιτισμό σε μια κατεστραμμένη Ρωσία. Όχι, αυτός ο λογικός φόβος απουσίαζε, και έτσι σήμερα βλέπουμε τους εκπροσώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών και την υπερήφανη Ακαδημία των Επιστημών να  μουγκανίζουν, σαν ατάιστη αγέλη: «Δώστε μας κάτι να φάμε!».

Πρόκειται για έναν φόβο τεχνητό και παράλογο, την πηγή του οποίου ούτε ο ίδιος ο έντρομος διανοούμενος δεν μπορεί να μας εξηγήσει. Μέσα του έχουν ενσταλάξει μια μολυσματική ιδέα, μια πρότυπη ιδέα, ενώ ο ίδιος στην συνέχεια ανέθρεψε το τέρας, που του στέρησε την ικανότητα της κριτικής σκέψης. Έτσι, το 1996, η πλειοψηφία των διανοούμενων ψήφισε υπέρ του Γέλτσιν (η στάση των μεγάλων επιστημονικών πόλεων είναι ιδιαίτερα εύγλωττη). Οι κοινωνιολόγοι, που έχουν μελετήσει τα κίνητρα της επιλογής τους αυτής, οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα, ότι σε αυτήν υπερίσχυσε τελικά ο φόβος… μπροστά στον Ζιουγκάνωφ!

Η διανόηση δεν είχε πλέον κανέναν θετικό λόγο να στηρίζει τον Γέλτσιν. Ο μύθος της Δημοκρατίας είχε απορριφθεί και ξεφτιλιστεί παντελώς, ενώ δεν υπήρχε καμία ελπίδα να εισέλθουμε στο «κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι».

Είχε γίνει πλέον κατανοητό στους πάντες, ότι το καθεστώς του Γέλτσιν πραγματοποιεί την αποδόμηση της βιομηχανίας και γενικά όλων των υποδομών του σύγχρονου πολιτισμού, επομένως επί Γέλτσιν η διανόηση δεν είχε καμία πιθανότητα να καταλάβει υψηλά κοινωνικά αξιώματα (ιδιοτελείς σκοποί).

Αν εξετάσουμε το θέμα ψύχραιμα, η πίστη, που είχε καταλάβει τη σκέψη των μορφωμένων ανθρώπων («Θα έρθει ο Ζιουγκάνωφ και θα μας κρεμάσει όλους») δεν μπορούσε να στηριχθεί με κανένα απολύτως λογικό επιχείρημα, και γενικά ήταν αδύνατον να λάβεις οποιοδήποτε επιχείρημα, συζητώντας μαζί τους. Εξάλλου, όταν κατάφερνες με κάποιον τρόπο να ηρεμήσεις τον συνομιλητή σου και να τον κάνεις να συλλογισθεί, σεβόμενος τους νόμους της λογικής, εκείνος συμφωνούσε, ότι όχι μόνο δεν υπήρχε καμία ορατή σχέση ανάμεσα στις σταλινικές διώξεις και τον Ζιουγκάνωφ, αλλά απεναντίας: οι κομμουνιστές ήταν αυτοί, που παρουσίαζαν τη μεγαλύτερη δυσανεξία στις διώξεις. 

Εάν κάπου έχει φωλιάσει ο πειρασμός των διώξεων, αυτό συμβαίνει ακριβώς στους κύκλους των χαρισματικών πολιτικών-λαϊκιστών. 

Ωστόσο η προεκλογική εκστρατεία του Γέλτσιν, βασισμένη στον φόβο, αποδείχθηκε επιτυχής.

Εάν ο φόβος αυτός περιοριζόταν μόνο στο να κατατρώγει και να βασανίζει την ψυχή του φιλελεύθερου διανοούμενου, θα μπορούσαμε μονάχα να τον οικτίρουμε. Όμως η ψύχωση μετατράπηκε σε πολιτική δύναμη, καθώς, προκειμένου να απαλλαγεί από τα κόμπλεξ της, η μερίδα αυτή της διανόησης θεώρησε, ότι έχει το δικαίωμα να μην οικτίρει κανέναν. Οι διανοούμενοί μας στήριξαν αλλαγές στη χώρα, που προκάλεσαν και εξακολουθούν να προκαλούν ασύμβατες με τη ζωή κακουχίες σε έναν τεράστιο αριθμό των συμπολιτών τους.

Βλέποντας με τα ίδια της τα μάτια αυτά τα δεινά, η φιλελεύθερη διανόηση στήριξε πάραυτα το καθεστώς, που τα προκάλεσε, με μόνη δικαιολογία – την επιθυμία της να απαλλαγεί από το τρομακτικό φάντασμα, που η ίδια έπλασε στον εαυτό της.

Πριν τις βουλευτικές εκλογές του 1995, με είχαν καλέσει στο στρογγυλό τραπέζι «Πολιτισμός-Παιδεία-Επιστήμη» του Επιτελείου Κοινοτήτων του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Καθώς φαίνεται, ήθελαν να επιδείξουν τον πλουραλισμό τους. Εκεί λοιπόν είχε μαζευτεί όλος ο ανθός των «δημοκρατικών» από τον πολιτισμικό τομέα, και ήταν πολύ ενδιαφέρον να τους ακούς. Η επικεφαλής του Επιτελείου, όντας δραματουργός, έθεσε το ερώτημα σαιξπηρικά: «Εάν στις εκλογές κερδίσουν οι Κομμουνιστές, - ο Ζιουγκάνωφ, δηλαδή, - θα μας πάνε όλους για εκτέλεση. Αυτό, τουλάχιστον, το καταλαβαίνετε όλοι σας;». Όλοι άρχισαν να νεύουν συγκαταβατικά: ναι, αυτό το καταλάβαιναν. Παραλίγο να πεταχτώ από τη θέση μου: «Εξηγήστε μου, παρακαλώ, ποια φοβερά εγκλήματα φέρετε στην συνείδησή σας, για τα οποία κάποιος θα ανυπομονούσε να σας εκτελέσει;». Διότι σκέψεις, σαν αυτές, δεν έρχονται έτσι τυχαία στο μυαλό. Επομένως, κάτι ροκανίζει αυτούς τους «δραματουργούς». Προσπαθούσα να διευκρινίσω, τι ακριβώς, αλλά μάταια. Τους ροκανίζει ο παράλογος, ψευδαισθησιακός φόβος, που είναι αδύνατον να μεταφραστεί στη γλώσσα των αισθητών κινδύνων.

Πέρα από την φιλελεύθερη διανόηση, ο ίδιος φόβος κατά διαστήματα καταλάμβανε και ένα μέρος των «επιχειρηματιών» μας (που, ωστόσο, ούτως ή άλλως έχουν πολύ στενές σχέσεις με την διανόηση). Όταν το «Κρατικό Επιτελείο Εκτάκτου Ανάγκης» προχώρησε στο «τρομακτικό» του «στρατιωτικό πραξικόπημα», ήδη από το πρωί της 19ης Αυγούστου οι κάτοικοι της Μόσχας είχαν καταλάβει, ότι οι στρατιωτικοί δεν θα πυροβολούσαν κανέναν, ούτε και θα έλιωναν τον κόσμο με τα τανκς. Ειδικά μετά τη συνέντευξη Τύπου της «χούντας» έγινε προφανές, ότι ήμασταν θεατές μιας μεγάλης παράστασης. 

Τότε, την μεθεπόμενη συγκλήθηκε «αντίσταση» από τους δημοκρατικούς, μπροστά από τον Λευκό Οίκο. Ποια ήταν όμως τα αισθήματα, που βίωναν οι «αντιστασιακοί» μας;

Η εφημερίδα «Ιζβέστιγια» έγραφε: «Πολλοί παρατήρησαν, ότι στο στρατόπεδο των αντιστασιακών υπάρχουν αρκετοί επιχειρηματίες. Είναι οι ίδιοι επιχειρηματίες, τις επιχειρήσεις των οποίων ο Γκεννάντυ Γιανάεφ είχε υποσχεθεί να μην πειράξει, στην συνέντευξη Τύπου, στις 19 Αυγούστου. Από σύντομες συνεντεύξεις με τους χρηματιστές, τους μάνατζερ των συνεταιρικών και των μικρών επιχειρήσεων, των συλλόγων μετόχων και των εμπορικών τραπεζών γινόταν προφανές, τι τους οδήγησε εδώ, τι τους έκανε να πιάσουν στα χέρια τους σιδηρολοστούς, καδρόνια και τούβλα.  Στο «πρόγραμμα» του Κρατικού Επιτελείου Εκτάκτου Ανάγκης δεν βλέπουν μόνο το τέλος των δημοκρατικών ελευθεριών, αλλά και το δικό του τέλος».

Το τέλος τους! Οποία φρίκη!

Αυτό το συμπέραναν από την συνέντευξη Τύπου του Γιανάεφ με τα τρεμάμενα χέρια! Μα είναι δυνατόν να το πίστευαν; Όπως αποδεικνύεται, όμως, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Ο Μ. Λεόντιεφ γράφει στην «Ανεξάρτητη Εφημερίδα»: «Ποτέ, σε κανένα κράτος του κόσμου, το στρατιωτικό πραξικόπημα δεν σήμαινε τέτοια σωματικά αισθητή απειλή για τις ζωές δεκάδων χιλιάδων επιχειρηματιών. Και ποτέ ξανά η Δημοκρατία δεν είχε λάβει μια τόσο ομόψυχη στήριξη από τον επιχειρηματικό χώρο». Τα γράφει αυτά απολύτως σοβαρά, η ψύχωση όμως είναι εξόφθαλμη.

 Εδώ βλέπουμε ξεκάθαρα την αποκοπή από τον λαό ενός μέρους του, με κριτήριο την εξής σημαντική πολιτισμική ένδειξη: άρχισε να υποκύπτει στον δυτικό φόβο. 

Και αυτό σημαίνει, ότι υπόκειται σε νέες, ασυνήθιστες για εμάς, μεθόδους χειραγώγησης της συμπεριφοράς.

Και αυτό, πλέον, είναι επικίνδυνο. Όπως έγραφε στο «Ημερολόγιό» του, που έγινε στη συνέχεια δημοφιλές, ένας από τους υπερασπιστές του Λευκού Οίκου, ο δημοσιογράφος Σ. Χαμπίρωφ, «στην ουσία συμμετέχουμε στον προς το παρόν ήπιο εμφύλιο πόλεμο: δυο ομάδες πολιτών είναι έτοιμες να αλληλοσκοτωθούν. Τουλάχιστον, τα άτομα, που προστατεύουν τον «Λευκό Οίκο», είναι αρκετά ικανά για κάτι τέτοιο…». 

Οι στρατιωτικοί, ως γνωστόν, δεν ήταν διατεθειμένοι να πυροβολήσουν κανέναν, δεν ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένοι γι΄αυτό, αλλά και οι διαταγές που είχαν, τους το απαγόρευαν. Από την άλλη, οι δημοκρατικοί, που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα, όπως αποδεικνύεται, ήταν «αρκετά ικανοί για κάτι τέτοιο». Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της Περεστρόικας!

Γενικά, η καλλιέργεια του φόβου υπήρξε βασικό συστατικό του όλου προγράμματος της Περεστρόικας και της πολιτικής και οικονομικής μεταρρύθμισης. Προς τούτο, επιστρατεύθηκαν όλα τα πιθανά θέματα: οι διώξεις του 1937, οι λιμοί, η έλλειψη τροφίμων, οι τεχνολογικές καταστροφές, η εγκληματικότητα, το AIDS, οι οικολογικές απειλές, οι διεθνικοί πόλεμοι και η αστυνομική βία

Παράλληλα, σε κάθε θεματολογία οι μορφές του φόβου διοχετεύονταν στη μαζική συνείδηση με απίστευτη ισχύ, από όλα τα μέσα της κρατικής προπαγάνδας, ενώ αργότερα – και από αυτά της «ανεξάρτητης» τηλεόρασης. Μας έδειχναν αδιάκοπα εφιαλτικές εικόνες από τα χαλάσματα της πόλης Μπεντέρι, στη συνέχεια – τους βομβαρδισμούς του Γκρόζνυ, τις βιαιοπραγίες κατά των διαδηλωτών και, τέλος, τον βομβαρδισμό (σημ. Αντίλογου: από τανκς του Γέλτσιν!)του Ανώτατου Σοβιέτ της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, ο οποίος είχε τραβηχτεί ως υπερθέαμα από κάμερες, που είχαν στηθεί εκεί εκ των προτέρων.

Φυσικά, στη συσσώρευση φόβων στα διάφορα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας συμβάλλει η ίδια η ζωή. Προς το παρόν είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε, εάν πρόκειται για πραγματικούς φόβους, ή αν έχουν προσλάβει πλέον χαρακτηριστικά νευρώσεως ή και σχιζοφρένειας. Οι δυτικοί ειδικοί χρησιμοποιούν ως ποσοτικό δείκτη αύξησης του φόβου την αύξηση του αριθμού των σωματοφυλάκων. Βάσει αυτού του δείκτη, μπορούμε πλέον να μιλάμε για σχιζοφρενικό φόβο

Κατά την σοβιετική εποχή, μόλις 30 περίπου άτομα στη Μόσχα διέθεταν προσωπική ασφάλεια. Στις μέρες μας, οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις δαπανούν για την ασφάλειά  τους το ένα τρίτο περίπου των κερδών τους. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, στα τέλη του 1996, περίπου οι μισοί από όλους τους επιχειρηματίες στη Ρωσία βρίσκονταν σε μόνιμη ανησυχία για τη ζωή τους, καθώς και για την ασφάλεια των οικογενειών τους.

Η δεύτερη ένδειξη του σχιζοφρενικού φόβου είναι η γενική πεποίθηση των επιχειρηματιών και των ανώτατων κρατικών στελεχών, ότι οι τηλεφωνικές τους συζητήσεις καταγράφονται. Και αυτός ο φόβος αποκτάει πλέον τον χαρακτήρα της παράνοιας. Ο κοινός πολίτης, προφανώς, δεν υπόκειται σε αυτούς τους νευρωτικούς φόβους. Γιατί ο κοινός πολίτης έχει συνηθίσει τον απολύτως πραγματικό και υγιή φόβο μπροστά στην άνθιση της εγκληματικότητας σε συνθήκες απόλυτης ανικανότητας των οργάνων της τάξης. Εάν κάποτε ο κίνδυνος της επίθεσης από έναν κακοποιό περιοριζόταν στον ίδιο τον κακοποιό, ενώ τα νώτα των πολιτών προστατεύονταν από την Αστυνομία, πλέον κανείς δεν είναι σίγουρος, ότι αυτή θα πάρει το μέρος του, σε περίπτωση που ο κακοποιός αποδειχθεί μέλος κάποιας ισχυρής εγκληματικής οργάνωσης.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Β. Σλιάπεντοχ (πρώην σοβιετικός κοινωνιολόγος, που εργαζόταν στην «Πράβντα» και ειδικεύεται στη Ρωσία) γράφει: 

«Ο φόβος για τη ζωή τους, επηρεάζει πολλές αποφάσεις των Ρώσων, - μια κατάσταση σχεδόν άγνωστη κατά την περίοδο 1960-1980… Οι δικαστές φοβούνται, και όχι αβάσιμα, τους κατηγορούμενους, οι εφοριακοί – τους φοροφυγάδες, οι δε αστυνομικοί – τους εγκληματίες. Οι οδηγοί φοβούνται θανάσιμα να τρακάρουν έστω και τυχαία με άλλο αυτοκίνητο, καθώς το «θύμα» μπορεί να ζητήσει αποζημίωση, ισάξια με το κόστος ενός καινούριου αυτοκινήτου ή διαμερίσματος».

Τα αίτια της αδυναμίας της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της εγκληματικότητας και της εξυγίανσης της κατάστασης, βρίσκονται, σύμφωνα με τον Σλιάπεντοχ, στο γεγονός, ότι 

«όλοι οι Ρώσοι ολιγάρχες είναι «φεουδάρχες», και το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό τους, - τόσο αυτό, που βρίσκεται  σε δημόσιες υπηρεσίες, όσο και αυτό του επιχειρησιακού τομέα, - όλοι τους ανεξαιρέτως στην πραγματικότητα φοβούνται πολύ περισσότερο τη νόμιμη έρευνα των δραστηριοτήτων τους από τους πληρωμένους δολοφόνους… Τα στοιχεία, που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, κάνουν τον Μζαβανάντζε ή τον Τσουρμπάνωφ, που προσωποποιούν τη διαφθορά της εποχής του Μπρέζνιεφ, να δείχνουν αθώα παιδιά σε σύγκριση με τους σύγχρονους δράστες».  

Αυτοί οι πραγματικοί φόβοι είναι  ένα άλλο θέμα. Αυτό που έχει σημασία για εμάς, είναι το γεγονός, ότι δημιουργούν τη βάση για την τεχνητή μετατροπή τους σε σχιζοφρενικό φόβο, με σκοπό τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την χειραγώγηση της μαζικής συνείδησης – και πρώτα απ΄ όλα, για πολιτικούς σκοπούς

Για παράδειγμα, για την άνοδο στην εξουσία κάποιου «σκληροτράχηλου» στρατηγού, που θα υπόσχεται να βάλει τάξη στο χάος με σιδηρά πυγμή.

5. Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στις μέρες μας, στη Ρωσία έχει γίνει επίκαιρος ο φόβος της τρομοκρατίας ως αποτελεσματικό εργαλείο για την χειραγώγηση της συνείδησης – μια μέθοδος, που εφαρμόζεται εδώ και πολύ καιρό στη Δύση. Η έννοια του τρόμου (terror) εισηγήθηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη, για τον ορισμό του ιδιαίτερου εκείνου είδους τρόμου, που καταλάμβανε τους θεατές της τραγωδίας στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. Επρόκειτο για την φρίκη της ανυπαρξίας, που παρουσιαζόταν με τη μορφή του πόνου, του χάους και της καταστροφής. Θεωρείται, ότι η κατανόηση του τρόμου μέσω του θεατρικού δρώμενου γέννησε την τελετή της δίκης ως ένα είδος θεάτρου, που νικάει τον τρόμο δια του Νόμου. Αργότερα, στο απόγειο του Διαφωτισμού, στη Δύση  ανακάλυψαν την ισχυρή αυτή μέθοδο επίδρασης στις σκέψεις και στη συμπεριφορά των πολιτών – την τρομοκρατία. Το δόγμα της μετατροπής του φόβου σε εργαλείο της εξουσίας ανήκει στους Ιακωβίνους, και έχει περιγραφεί λεπτομερώς στα έργα του Μαρά. Προκειμένου να δημιουργήσει έναν καινούριο μαζικό φόβο, το νέο κράτος προχωρούσε στην καταστροφή της εικόνας του ως εγγυητή του Δικαίου: το ίδιο το κράτος διοργάνωνε «δήθεν αυθόρμητα» πογκρόμ των φυλακών με δολοφονίες των πολιτικών κρατουμένων. Ο δε Μαρά διατύπωσε την εξής σημαντική θέση: για την κατάληψη ή τη διατήρηση της εξουσίας μέσω της τρομοκράτησης της κοινωνίας (αυτή ακριβώς είναι η ουσία της τρομοκρατίας), είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί μια κατάσταση  μαζικής υστερίας.

Καθώς όμως ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» κλιμακωνόταν, εκτός από το κράτος στην τρομοκρατία άρχισαν να καταφεύγουν και πολιτικές δυνάμεις, που αντιμάχονταν το κράτος (ή τους αντιπάλους του). Έτσι δημιουργήθηκε η τρομοκρατία ως μέσον τρομοκράτησης της κοινωνίας και του κράτους, για πολιτικούς σκοπούς. Εμφανίστηκε και αυτή ως ένα πολιτικό θέατρο, οι θεατές του οποίου βιώνουν τρόμο. Κύριος στόχος της δεν είναι η δολοφονία συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, αλλά ακριβώς η επίδραση στα συναισθήματα ενός διευρυμένου κύκλου ανθρώπων. Σύμφωνα με την αποδεκτή στην αμερικάνικη πολιτική επιστήμη έννοια, τρομοκρατία είναι «η απειλή ή η χρήση της βίας για πολιτικούς σκοπούς, που πραγματοποιείται από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, που δρουν τόσο για λογαριασμό, όσο και ενάντια στην υπάρχουσα κυβέρνηση, όταν οι ενέργειες αυτές κατευθύνονται στο να επηρεάσουν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων από τα θύματα καθαυτά»[12]. Κατά αυτόν τον τρόπο, η τρομοκρατία αποτελεί μέσον ψυχολογικής επίδρασης. Κύριος στόχος της δεν είναι τα θύματά της, αλλά οι επιζώντες. Σκοπός της δεν είναι η δολοφονία, αλλά η τρομοκράτηση και η εξαχρείωση των επιζώντων. Τα θύματα είναι το εργαλείο, η δέ δολοφονία είναι η μέθοδος. Εδώ έγκειται η διαφορά της τρομοκρατικής ενέργειας από τις ενέργειες δολιοφθοράς, σκοπός των οποίων είναι η καταστροφή ενός αντικειμένου (γέφυρας, σταθμού ηλεκτρικής ενέργειας) ή η εξολόθρευση ενός αντιπάλου. Μερικές φορές οι στόχοι τους συμπίπτουν (για παράδειγμα, στις απόπειρες δολοφονίας πολιτικών παραγόντων), εδώ όμως θα μιλήσουμε μόνο για την τρομοκρατία, που στρέφεται κατά του πληθυσμού.

Προηγουμένως αναφέραμε, ότι υπάρχει ο λογικός φόβος, όταν το άτομο προσδιορίζει σωστά την πηγή και το μέγεθος του κινδύνου και παίρνει τα αντίστοιχα μέτρα για την αντιμετώπισή του. Υπάρχει όμως και ο παράλογος (νευρωτικός) φόβος, όταν το άτομο πέφτει σε απάθεια ή προβαίνει σε ενέργειες, βλαβερές ή και ολέθριες για το ίδιο. Σκοπός των τρομοκρατών είναι η δημιουργία ακριβώς του νευρωτικού φόβου. Οι εξαχρειωμένοι και τρομοκρατημένοι άνθρωποι είτε προβαίνουν οι ίδιοι σε πράξεις, που δεν τους συμφέρουν καθόλου, είτε απαιτούν από τις αρχές να προχωρήσουν σε τέτοιες πράξεις ή, έστω, τις εγκρίνουν. Μερικές φορές πρόκειται για ενέργειες, που συμφέρουν τους τρομοκράτες, ή, συχνότερα, - τους παραγγελιοδότες, τους πελάτες των τρομοκρατών. Ενίοτε το μεγαλύτερο κέρδος, το εισπράττουν οι πολιτικοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται δωρεάν τα τρομοκρατικά χτυπήματα των άλλων[13].

Οι επιθέσεις των τρομοκρατών μπορεί να έχουν ως στόχο μια μικρή ομάδα ατόμων, στην οποία ανήκεις (μια τέτοια ομάδα ήταν,  για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πολυκατοικίας στο Μπούινακσκ). Σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος είναι μεγάλος: πέφτουν στοχευμένα πυρά και είσαι στο στόχαστρο. Εάν όμως βάλλεται μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων (για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Ρωσίας, ή ακόμα και αυτοί οι μοσχοβίτες), τότε ο φόβος για τη ζωή σου δεν έχει κανένα νόημα: η πιθανότητα να πέσεις θύμα είναι πολύ μικρή, το πολύ πολύ να σε πετύχει καμιά αδέσποτη σφαίρα.  Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο  κίνδυνος είναι χίλιες φορές μικρότερος από την πιθανότητα να σκοτωθείς σε τροχαίο, στο τιμόνι του αυτοκινήτου σου. Από τα 15 εκατομμύρια οδηγών στη Ρωσία, κάθε χρόνο σκοτώνονται περίπου ένας στους χίλιους. Το 1999, η αναλογία των θυμάτων, που σκοτώθηκαν από τρομοκρατικά χτυπήματα, ήταν περίπου ένας ανά εκατομμύριο. Αυτό όμως δεν μας κάνει να φοβόμαστε να κάτσουμε στο τιμόνι.

Όμως γιατί δεν φοβόμαστε να οδηγήσουμε, ενώ τρέμουμε τα τρομοκρατικά χτυπήματα; Πρώτα απ΄όλα, επειδή οι ισχυροί του κόσμου τούτου δεν έχουν κανένα συμφέρον να φοβόμαστε τα αυτοκίνητα. Γι΄αυτό η τηλεόρασή τους δεν μας δείχνει από το πρωί ως το βράδυ διαμελισμένα πτώματα των θυμάτων των τροχαίων. Εάν μας τα έδειχνε με την ίδια συχνότητα και με την ίδια ένταση, που μας δείχνει το έργο των τρομοκρατών, θα φοβόμασταν τα αυτοκίνητα σε σημείο πανικού[14]. Έτσι, γίνεται κατανοητό το συμπέρασμα, στο οποίο έχουν οδηγηθεί εδώ και καιρό οι επιστήμονες: η τρομοκρατία εμφανίστηκε παράλληλα με τα ΜΜΕ και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί τους. Η σύγχρονη τρομοκρατία είναι η εξ αίματος αδελφή της τηλεόρασης. Οι βομβαρδισμοί του Ιράκ, ο βομβαρδισμός του κτηρίου των Σοβιέτ ή η έκρηξη στην περιοχή Πετσάτνικι δεν θα είχαν νόημα, εάν η τηλεόραση δεν τα μετέφερε σε κάθε σπίτι.

Ήδη τον ΧΙΧ αι., η εφημερίδα ήταν απολύτως απαραίτητη για τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Τότε, όμως, χρειαζόταν να χυθεί πολύ αίμα, καθώς οι εφημερίδες δεν μπορούν να μεταδώσουν τη θέα του αίματος. Σύμφωνα με στοιχεία ορισμένων ιστορικών, μέχρι το 1917 οι τρομοκράτες είχαν δολοφονήσει περίπου 17 χιλ. άτομα στη Ρωσία (προφανώς υπερβάλλουν, μιλάμε όμως πράγματι για χιλιάδες, και όχι εκατοντάδες, νεκρούς). Υπήρχε αντίκτυπος, όμως πολύ μικρότερος σε σχέση με αυτόν, που βιώνουμε σήμερα, και ενώ τα θύματα είναι πολύ λιγότερα. Είναι άλλο να διαβάζεις και να ακούς, και άλλο – να βλέπεις.

Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εφημερίδες και τηλεόραση, όμως τα μέσα αυτά μπορεί να λειτουργούν ως συνεργοί των τρομοκρατών στη δημιουργία του παράλογου φόβου, ή μπορεί να είναι «αντιτρομοκρατικά». Στην ΕΣΣΔ δεν υπήρχε τρομοκρατία, - εν πολλοίς, επειδή οι στόχοι της ήταν ανεπίτευκτοι. Τα σοβιετικά ΜΜΕ δεν έπαιρναν συνεντεύξεις από τους δολοφόνους και δεν μετέδιδαν σε ζωντανή σύνδεση τη φρίκη. Ενώ σήμερα, για παράδειγμα, η τηλεόραση της Ρωσίας είναι συνεργός των τρομοκρατών, αφού κάνει με επίγνωση και δημιουργικότητα ακριβώς αυτό, που θέλουν οι τρομοκράτες. Το 1996, η τηλεόραση ηρωοποιούσε τον Μπασάγεφ, μας έδειχνε ασταμάτητα το αρρενωπό του γένι, έχυνε κροκοδείλια δάκρυα για την «τραγική» του μοίρα («τον καημένο, έχασε από τους βομβαρδισμούς όλη του την οικογένεια!») και συγκινούταν  με την αγαθοσύνη του («Τι καλός! Χάρισε στα ρωσάκια του Γκρόζνυ μια τηλεόραση!»). Το κυριότερο, όμως – του έδιναν τηλεοπτικό αέρα, γεγονός απολύτως άστοχο, αν θέλεις να καταπολεμήσεις την τρομοκρατία, και όχι να συνεργαστείς μαζί της.

Παρεμπιπτόντως, στις μέρες μας εξακολουθεί να του παραχωρείται τηλεοπτικός χρόνος, μολονότι πλέον λιγότερο ευθαρσώς («Στο Γκρόζνυ ο Μπασάγεφ δήλωσε, ότι…»). Εξάλλου, σύσσωμη η δημοσιογραφική κοινότητα είχε ταχθεί στο πλευρό του δημοσιογράφου του «Radio Svoboda», Α. Μπαμπίτσκι, όταν αυτός συνελήφθη στο Γκρόζνυ για τις μεταδόσεις, που έκανε από το στρατόπεδο των Τσετσένων τρομοκρατών. Η υπόθεση Μπαμπίτσκι είναι εκπληκτική στο σύνολό της, εμείς, όμως, θα εξετάσουμε εδώ μόνο το πρώτο μέρος της – την διαμονή του στο στρατόπεδο των παραστρατιωτικών, την οποία οι δημοκράτες, από τον Σούστερ ως την Ολμπράιτ, παρουσίαζαν ως το δικαίωμα ή και καθήκον ακόμα, του δημοσιογράφου. Πράγματι, οι ξένοι δημοσιογράφοι ήταν μονίμως παρόντες στα αποσπάσματα των παραστρατιωτικών του Μπασάγεφ. Μάλιστα, στις  5 Φεβρουαρίου του 2000, η ρωσική τηλεόραση είχε δείξει ένα τέτοιο απόσπασμα, που παρουσίασε στην εκπομπή της κάποια ξένη τηλεοπτική εταιρεία. Ένας μουσάτος τύπος κουνούσε απειλητικά το μαχαίρι του στην κάμερα και έλεγε: «Αυτό είναι για τον Πούτιν. Το πήρα με τη σύνταξή μου». Πάρα πολύ έξυπνο και δημοκρατικό. Έχω όμως στα χέρια μου ένα απόκομμα από την ισπανική εφημερίδα «Ελ Παϊς», από τις 28 Οκτωβρίου του 1998. Η επιφανής Ομοσπονδία Θυμάτων της Τρομοκρατίας εξέφρασε στον Πρέσβη της Μ. Βρετανίας μια επίσημη διαμαρτυρία, με το αίτημα να μεταβιβασθεί στον Πρωθυπουργό Τόνυ Μπλερ, επειδή στην τηλεοπτική εκπομπή του BBC έδειξαν στιγμιότυπα των δηλώσεων δυο μελών της τρομοκρατικής βασκικής οργάνωσης ΕΤΑ, σύμφωνα με τις οποίες από τις 16 Σεπτεμβρίου η οργάνωση αυτή κήρυττε εκεχειρία και σταματούσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της. Για μια φιλειρηνική, σύντομη δήλωση των τρομοκρατών είχαμε επίσημο διάγγελμα προς τον Πρέσβη και τον Πρωθυπουργό. Φανταστείτε, τι θα γινόταν, εάν ο ανταποκριτής του BBC βρισκόταν μαζί με την συμμορία των τρομοκρατών κάπου στα Πυρηναία και αυτοί επιδείκνυαν τα μαχαίρια τους στην κάμερα, ορκιζόμενοι να σφάξουν τον βασιλιά της Ισπανίας, με την είδηση να μεταδίδεται σε όλη την Ευρώπη! Μιλάμε για μια τερατώδη ασυνέπεια, σε σχέση με τα όσα γίνονται στη Ρωσία, και όλοι αυτοί οι φιλελεύθεροι δημοσιογράφοι μας – ο Κισελιόφ, ο Φλιαρκόφσκι, - σφυρίζουν αδιάφορα[15]. Ας επιστρέψουμε, όμως, στην τρομοκρατία καθεαυτή.

Πολιτισμικό θεμέλιο της τρομοκρατίας θεωρείται ο μηδενισμός, ως απόρριψη της κοινής ηθικής. Αποτελεί προϊόν της Δύσης, που προκήρυξε ως κανόνα ζωής τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, ο τρόμος αναδείχθηκε για πρώτη φορά σε μια επίσημα επικυρωμένη και ηθικά δικαιολογημένη μέθοδο κυριαρχίας και γέννησε την δίδυμη αδερφή του – την τρομοκρατία, ως μέθοδο αγώνα κατά της εξουσίας. Στη συνέχεια, σαν απάντηση στην τρομοκρατία της αντιπολίτευσης, δημιουργήθηκε η κρατική τρομοκρατία. Οι χώρες της Δύσης καλλιεργούν στο εσωτερικό τους την τρομοκρατία, σε ελεγχόμενες διαστάσεις. Είναι ένα σημαντικό μέσο συσπείρωσης των κοινών πολιτών γύρω από την εξουσία («αναγκαζόμαστε να της συγχωρούμε πολλά, διότι δίχως αυτήν οι τρομοκράτες θα μας είχαν σκοτώσει  όλους»). Είναι ένα από τα ισχυρότερα μέσα χειραγώγησης της συνείδησης και απόσπασης της προσοχής της κοινωνίας από τις μηχανορραφίες της ελίτ. Είναι, τέλος, ένα αποτελεσματικό μέσον για την συγκέντρωση της ριζοσπαστικής νεολαίας από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και για την διοχέτευση της ενέργειάς της σε ψευδείς σκοπούς[16].  

Ένα εξαρχής νέο, σύνθετο σύστημα τρομοκρατίας δημιούργησε το Ισραήλ. Το σύστημα αυτό αποτελείται από την κρατική τρομοκρατία, τη χειραγωγούμενη ισλαμική τρομοκρατία και τις αντιτρομοκρατικές μυστικές υπηρεσίες. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ισραήλ, πολύ σύντομα άρχισαν και οι ΗΠΑ να παρέχουν στήριξη στους «ισλαμιστές» τρομοκράτες. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε ένα επώδυνο, αλλά αποτελεσματικό μέσο, ικανό να διχάσει τους μουσουλμάνους μεταξύ τους και να απομακρύνει από τον αγώνα τη γνωστική μάζα. Ο κορυφαίος άραβας ιστορικός και φιλόσοφος, Σαμίρ Αμίν, στο βιβλίο του «Ευρωκεντρισμός: η κριτική της ιδεολογίας», γράφει τα εξής για τη μυστική συμμαχία της Δύσης με τους φονταμενταλιστές του Ισλάμ: «Πως αλλιώς μπορεί να αιτιολογηθεί η στήριξη (που διαψεύδεται υποκριτικά), την οποία παρέχει η Δύση σε ένα κίνημα εχθρικό προς την ίδια, αν όχι με την τεράστια εκείνη αποδυνάμωση του αραβικού κόσμου, στην οποία οδηγεί με την πυροδότηση των εσωτερικών συγκρούσεων (και ιδιαίτερα των ομολογιακών συγκρούσεων ανάμεσα στις σέκτες και στις διάφορες παραθρησκευτικές οργανώσεις)».

Ως τραγική συνέπεια των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Ρωσία, με τις ανατινάξεις ολόκληρων πολυκατοικιών, αλλά και της ψύχωσης, που δημιούργησε η τηλεόραση, θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός, ότι στη χώρα μας τόσο η μαζική συνείδηση, όσο και όλοι σχεδόν οι πολιτικοί, έχουν δελεαστεί με την ιδέα «να διδαχθούμε από τη Δύση και το Ισραήλ», ή ακόμα χειρότερα – να «συνεργαστούμε» μαζί τους στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.

Ρίχνοντας μια επιφανειακή ματιά έχει κανείς την εντύπωση, ότι πρόκειται απλά για την «υιοθέτηση τεχνολογιών», όμως πίσω από αυτές τις τεχνολογίες βρίσκεται η αναπόσπαστη από αυτές αντίληψη περί του καλού και του κακού. Η υιοθέτησή της από τη Δύση και το Ισραήλ στην ικανότητά τους να δημιουργούν τους τρομοκράτες, και στη συνέχεια – να τους «εξημερώνουν», θα σήμαινε το τέλος της Ρωσίας ως πολιτισμού και ως πολυεθνούς χώρας. Το γεγονός, ότι αυτές οι δηλώσεις εκφωνούνται επίσημα, χωρίς να προκαλούν καμία αντίδραση από πλευράς των Ρώσων συγγραφέων, των στρατιωτικών και της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι δηλωτικό της βαριάς πνευματικής κρίσης, που περνάει η χώρα μας.

Η μεθοδολογία της Δύσης δεν αποσκοπεί στην εξάλειψη της τρομοκρατίας, καθώς αυτή είναι απαραίτητη για τη Δύση. Σκοπός της είναι η διατήρηση της τρομοκρατίας στις ορισμένες διαστάσεις της (με τη βοήθεια των διαφόρων Αζέφ). Στα τηλεοπτικά πλατό οι «ειδικοί» μας επαινούν το Ισραήλ, που πληρώνει υπέρογκα ποσά στους προβοκάτορές του στους κύκλους των τρομοκρατών, ώστε να είναι πάντα σε θέση να αποτρέψει τις υπερβολικά επικίνδυνες ενέργειες. Είχαμε ακόμα και περίπτωση τρομοκράτη, το κεφάλι του οποίου ανατινάχθηκε με την χρήση του κινητού τηλεφώνου του. Αν όμως το Ισραήλ πληρώνει, και μάλιστα αδρά, αυτό σημαίνει ότι το ίδιο παράγει την τρομοκρατία. Έτσι λειτουργεί η αγορά: η ζήτηση γεννάει την προσφορά. Για να πάρεις χρήματα από τη «Μοσάντ», θα πρέπει να κάνεις τρομοκρατικές επιθέσεις. Και πάντα θα υπάρχουν αρκετοί δυστυχισμένοι νέοι για επιχειρήσεις αυτοκτονίας.

Στο σημείο αυτό, η απώλεια της λογικής είναι καταφανής. Γιατί θα πρέπει να διδαχθούμε την εξάλειψη της τρομοκρατίας από τη Δύση, όπου αυτή ανθεί, και όχι από την Σοβιετική Ένωση, όπου αυτή απουσίαζε εντελώς; Ας καθορίσουμε τουλάχιστον με σαφήνεια, το γιατί δεν υπήρχε τρομοκρατία στην ΕΣΣΔ. Ποιες προϋποθέσεις έσβηναν αυτόματα την ίδια την επιθυμία να ριχτεί κανείς σε αυτή τη δίνη; Γιατί δεν μπορούμε να το αποδώσουμε στην τρομερή KGB, μολονότι χρειαζόταν κι αυτή, να σου κουνάει το δάχτυλο.

Άραγε, γιατί και αυτοί οι Τσετσένοι, που αυτομόλησαν στο πλευρό του Χίτλερ, και ενώ είχαν στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού ισχυρούς σχηματισμούς με πυροβόλα όπλα, έπαψαν την αντίσταση, επιβιβάσθηκαν αμαχητί στα τρένα και αναχώρησαν για το Καζαχστάν; Γιατί δεν άρχισαν τον τρομοκρατικό τους πόλεμο ούτε στα τέλη του ΄40, ούτε το ΄50, αλλά ούτε και το ΄60; Φοβόντουσαν την KGB; Όχι, δεν φοβόντουσαν τίποτα ούτε και στη διάρκεια του πολέμου, όμως μια ανταρσία στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού θα έκαιγε όλες τις γέφυρες και θα σήμαινε μεγάλο ρίσκο. Οι επαναστατημένοι Τσετσένοι υποτάχθηκαν, επειδή η τιμωρία τους ήταν σκληρή και αμετάκλητη, παράλληλα όμως στοργική ως προς τον λαό. Οι αρχές δεν προέβησαν τότε στον εξανδραποδισμό, που θα απέκοπτε τη ρίζα του λαού, αλλά τους έστειλε όλους στην άλλη όχθη της Κασπίας θάλασσας. Οι σοβιετικές αρχές δεν διέλυσαν ούτε και αυτές τις κομματικές και κομσομολικές οργανώσεις, δεν έπαψαν να δέχονται Τσετσένους στο Κόμμα. Με αυτό και μόνο έδειξαν, ότι δεν θα καταπίεζαν τον λαό. Έτσι, το πολεμοχαρές αγόρι, ο Ντουντάγεφ, θα γινόταν δεκτός στην καλύτερη στρατιωτική ακαδημία της ΕΣΣΔ και  θα εξελισσόταν σε σπουδαίο στρατηγό, το δε έξυπνο παιδί, ο Χασμπουλάτωφ, θα γινόταν καθηγητής.

Το σκληρό σοβιετικό καθεστώς δεν ώθησε τον τσετσενικό λαό στον τρομοκρατικό πόλεμο. Όμως ο πόλεμος αυτός ήρθε αμετάκλητα στη χώρα μας στα χρόνια του Γέλτσιν, όταν το καθεστώς είχε πλέον αλλάξει. Θα πρέπει να κατανοήσουμε, το τι συμβαίνει, καθώς πρόκειται για ένα ενδεικτικό μάθημα, το οποίο έχει επηρεάσει βαθύτατα όλους μας και είναι εγκληματικό να αποσιωπάται.

Προκαλώντας την ψύχωση, η τηλεόραση δεν άφησε στον κόσμο κανένα περιθώριο να αναλογιστεί το εξής σημαντικό γεγονός, που τώρα πια έχει γίνει προφανές. Σχεδόν όλοι μας πλέον έχουμε αντιληφθεί, ότι σήμερα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μια αναπτυσσόμενη οικονομία της αγοράς στη Ρωσία. Κάθε χρόνο η κατάσταση  χειροτερεύει, με τις προοπτικές να είναι ανύπαρκτες. Οι άνθρωποι το έχουν συνειδητοποιήσει, αλλά ακόμα σιωπούν, καθώς δυσκολεύονται να το παραδεχτούν. Η αιματοχυσία στη Μόσχα γκρέμισε τα προσκόμματα, και σε μια τέτοια στιγμή μπορούμε να πούμε ευθέως, ότι πλέον δεν μπορεί να υπάρξει μια επιτυχημένη οικονομία της αγοράς στη Ρωσία και εξαιτίας της εμφάνισης της τρομοκρατίας.

Αυτό σημαίνει, ότι δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος. Από τη μια, ενισχύθηκαν απότομα οι τάσεις για ένα αστυνομικό κράτος, το οποίο αναγκάζεται να επιβάλλει συνεχώς νέους περιορισμούς σε όλες τις ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης και της επιχειρησιακής. Για ποια αγορά μιλάμε, όταν για ένα τσουβάλι ζάχαρης σε κυνηγούν τα ΜΑΤ με τα λαγωνικά τους! Όταν για κάθε φορτηγό, που σταματάει, οι συνταξιούχοι καλούν απευθείας τον Υπουργό Ρουσάιλο! Από την άλλη, οι παραγωγικές δαπάνες των επιχειρήσεων αυξάνονται ραγδαία, γεγονός που τις καθιστά μη ανταγωνιστικές  στην αγορά.  

Ακόμα και μια μικρή τρομοκρατική οργάνωση αποδεικνύεται ασύλληπτα δαπανηρή για την οικονομία μιας χώρας. Η εμφάνιση στο Περού του ριζοσπαστικού  κινήματος «Sendero Luminoso» («Φωτεινό Μονοπάτι»), που αριθμούσε μόλις 2.000 μέλη, οδήγησε στον διπλασιασμό των εξόδων παραγωγής – τόσο κόστισε στους επιχειρηματίες η προστασία και η ασφάλεια των βιομηχανικών υποδομών.

Όσο για τη Ρωσία – τα πράγματα εδώ είναι  πολύ χειρότερα. Όλες οι γιγάντιες υποδομές μας – οι πετρελαιαγωγοί και οι αγωγοί φυσικού αερίου, οι γραμμές ηλεκτροδότησης, σύνδεσης κ.ο.κ., - κατασκευάστηκαν στην ΕΣΣΔ και προορίζονταν για μια σταθερή κοινωνία. Εξαρχής δεν μπορούν να προστατευθούν από τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Αν επιμείνουμε στην οικονομία της αγοράς, με την τρομοκρατία να μαίνεται, θα αναγκαστούμε να ξαναχτίσουμε από την αρχή ολόκληρη τη χώρα – ως φρούριο πλέον, με μυριάδες μικρά φρούρια στο εσωτερικό της. Κανένας ποτέ δεν θα έχει αρκετούς πόρους για κάτι τέτοιο. Εξάλλου, μια τέτοια οικονομία δεν θα είναι ικανή να επιβιώσει.

Έχουμε μόνο μια δυνατότητα να εξαλείψουμε την τρομοκρατία εξολοκλήρου, όμως δεν μπορούμε να το κατορθώσουμε με τα «μέσα της Δύσης» - με τους βομβαρδισμούς κατοικημένων περιοχών, τη ρήψη ιπτάμενων πυραύλων πάνω σε «βάσεις» και τη μίσθωση προβοκατόρων. Μόνο με έναν τρόπο μπορούμε να εξαλείψουμε την τρομοκρατία: αποκαθιστώντας εκείνες τις συνθήκες διαβίωσης, που στερούν από τους τρομοκράτες την κοινωνική και πολιτισμική τους βάση. Και φυσικά μιλάμε για συνθήκες διαβίωσης, που βασίζονται στην αλληλεγγύη, και όχι στον ανταγωνισμό.

Ισχυρίζονται, ότι οι εκρήξεις στη Μόσχα και στο Βολγκοντόνσκ ήταν έργο των Τσετσένων τρομοκρατών. Αυτό, πιθανώς, να ισχύει, μολονότι σε τέτοιου είδους ενέργειες δεν έχουν τόση σημασία οι συγκεκριμένοι εκτελεστές, όσο οι πελάτες τους, - εκείνοι, δηλαδή, που αποφάσισαν να διοργανώσουν αυτά τα χτυπήματα, εβρισκόμενοι κάπου στην Ευρώπη ή στη Μαλάχοφκα. Αν έχεις τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, μπορείς να μισθώσεις τον οποιονδήποτε – είτε τους Τσετσένους, είτε τους Λιθουανούς, ή και αυτόν ακόμα τον Γεβνό Φισελέβιτς Αζέφ. Οι Τσετσένοι όμως κοστίζουν φτηνότερα, επειδή η Τσετσενία έχει μετατραπεί στις μέρες μας σε κύρια βάση των τρομοκρατών. Όμως, γιατί επέλεξαν την Τσετσενία; Ας αποβάλλουμε τα ρατσιστικά παραμύθια περί της «γενετικής» προδιάθεσης των ορεσίβιων για ανταρτοπόλεμο. Πριν από 15 χρόνια, τέτοιου είδους σκέψεις δεν θα μας έρχονταν καν στο μυαλό. Τότε, η γενετικά ίδια νεολαία της Τσετσενίας, υπό την ηγεσία του Γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής της Πανενωσιακής Λενινικής Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας, Ραντούγεφ, προετοίμαζε την Εορτή της Συγκομιδής, ο Γιανταρμπίγεφ έγραφε τα ποιήματά του, ενώ ο Μασχάντωφ έτρεχε τον λόχο του στο πολύγωνο. Κανείς δεν ήθελε όχι μόνο να συλληφθεί στο όνομα κάποιας τρομοκρατικής οργάνωσης ή ιδεολογίας, τύπου ουαχαμπισμού, αλλά ούτε καν να εισπράξει έστω και επίπληξη, με την επακόλουθη αμαύρωση του προσωπικού μητρώου του. Η ζωή εκείνη ικανοποιούσε τους ανθρώπους.

Για την εμφάνιση της τρομοκρατίας στις διαστάσεις, που αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας, χρειάζονται κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις. Για την εξεύρεση, τη φύλαξη, τη μεταφορά και την ανατίναξη τόνων εκρηκτικών σε απόσταση δυο χιλιάδες χιλιομέτρων, χρειάζονται πολλοί έμπιστοι και ικανοί άνδρες. Θα πρέπει χιλιάδες να έχουν ωριμάσει για κάτι τέτοιο, από τους οποίους θα επιλεχθούν οι εκατό. Τέτοιες προϋποθέσεις προκύπτουν, όταν λαμβάνει χώρα η μαζική και άδικη φτωχοποίηση των προηγουμένως επιτυχημένων και αρκετά μορφωμένων ανθρώπων. Όταν για την πλειονότητα των νέων ο κόσμος, όπως τον είχαν συνηθίσει, καταρρέει, και βρίσκονται στο περιθώριο της διαβίωσης, εξαιτίας της «παλιοκοινωνίας».

Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Τσετσενία, όπου η μαζική εγκληματικότητα και η βία αποτελούν πρώτα απ΄όλα τις συνέπειες μιας επώδυνης φτωχοποίησης, που προκλήθηκε από την πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση, και όχι από τον Χατάμπ. Η φτωχοποίηση κατέστρεψε τα όρια της συνειδητότητας. Το 1980, τα έσοδα των κατοίκων της Τσετσενίας ήταν κατά μέσο όρο λιγότερα από αυτά του κατοίκου της Μόσχας κατά 2,6, ενώ το 1992 είχαν γίνει πλέον μικρότερα κατά 9,1. Το χάσμα αυτό ήταν ήδη επικίνδυνο, καθώς είχε περάσει την κόκκινη γραμμή. Το 1992, ο μέσος μοσχοβίτης είχε αγοράσει εμπορεύματα και προϊόντα, αξίας 52,3 χιλ. ρούβλια, ενώ ο κάτοικος της Τσετσενίας – αξίας 3,3 χιλ.! Κατά 17 φορές λιγότερο! Αν το βιοτικό επίπεδο των μοσχοβιτών έπεφτε στο επίπεδο της Τσετσενίας, η έκρηξη της εγκληματικότητας στην πολιτισμένη πρωτεύουσά μας θα επισκίαζε οτιδήποτε έχουμε δει μέχρι τώρα. Ως συνέπεια του πολέμου, η Τσετσενία φτωχοποιήθηκε ακόμα περισσότερο (τα στοιχεία παραμένουν αδημοσίευτα). Αυτός ο παράγοντας δεν αποτελεί την αιτία της τρομοκρατίας, αλλά μονάχα τις ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνισή της. Όπως ακριβώς το κεφάλι δεν δημιουργεί τις ψείρες, αλλά αν το αφήσουμε άλουστο, η ψείρα θα βρει ιδανικό περιβάλλον για να αναπαραχθεί.

Δεύτερη προϋπόθεση είναι η πολιτισμική μετατόπιση. Η τρομοκρατία επιζητάει οπωσδήποτε τη δικαίωση και τη νομιμοποίησή της σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος του λαού. Ειδάλλως, οι νέοι δεν θα πήγαιναν να καταταγούν στους παραστρατιωτικούς, ούτε για τα λεφτά του κόσμου ολόκληρου. Οι πληρωμένοι δολοφόνοι αποτελούν μια εντελώς διαφορετική κατηγορία. Οι κοινοί τρομοκράτες σκοτώνουν και πεθαίνουν χάριν της ιδεολογίας τους, και προκειμένου αυτή να δημιουργηθεί, πρέπει πρώτα να διαστρεβλωθεί το σύστημα αξιών τους. Θα πρέπει να πεισθούν, ότι απέναντι στην ομάδα τους (κοινωνική, θρησκευτική, εθνική κ.ο.κ.) διαπράχθηκε μια ασυγχώρητη αδικία, η οποία μπορεί να ξεπλυθεί μόνο με αίμα. Τότε το άτομο παρακινείται από το αίσθημα του μίσους, το οποίο υποτίθεται ότι εξαλείφει την αδικία και αποκαθιστά την κοσμική ισορροπία.

Οι πρώτοι, που ανέλαβαν την αποστολή να μπολιάσουν τις σκέψεις και τα αισθήματα των Τσετσένων με μίσος, ήταν οι δημοκράτες από τη Μόσχα : ο Σταροβόιτωφ, ο Πριστάφκιν, ο Μπουρμπούλης, ο Νούικιν… Από λαός, που τιμωρήθηκε για την προθυμία του να συνεργαστεί με τον Χίτλερ, οι Τσετσένοι ξαφνικά μεταμορφώθηκαν σε «καταπιεσμένο» λαό. Ποιος όμως τους καταπίεσε; Η Ρωσία! Έτσι ακριβώς δεν παρουσίαζαν το θέμα οι δημοκράτες μας;

Η ραγδαία φτωχοποίηση, που κατέκλυσε την Τσετσενία, εξελήφθη ως αδικία, η οποία προκλήθηκε ευθέως από τις ενέργειες της Μόσχας. Σαν να μην έφτανε αυτό, η Μόσχα επέβαλε στους Τσετσένους τον Ντουντάγεφ, τον οποίον η ίδια στη συνέχεια επιχείρησε να ανατρέψει με καταστρεπτικό πόλεμο. Εξάλλου, ο πόλεμος αυτός διεξαγόταν με βαρύτατες παραβιάσεις όχι μονάχα του Νόμου, αλλά και της ηθικής. Μιλάμε τόσο για την επιδρομή με τανκς από μισθοφόρους, χωρίς στρατιωτικές στολές και διακριτικά, όσο και για την άρνηση των αρχών να κηρύξουν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στη χώρα. Συνήθως είμαστε αδιάφοροι απέναντι στο Δίκαιο, όταν όμως χύνεται αίμα, οι παράνομες ενέργειες προκαλούν τεράστιο αντίκτυπο. Υπαίτιοι είναι οι πολιτικοί, όμως με τη βοήθεια της προπαγάνδας είναι εύκολο να στρέψει κανείς την ευθύνη στη Ρωσία και στους Ρώσους, γενικά. Σε αυτό, άλλωστε, επιδιδόταν ενεργά και ο Σ. Κοβαλιώφ[17].

Δεν σκοπεύουμε, φυσικά, να δικαιολογήσουμε όσους κατατάσσονται σε τρομοκρατικές ή παραστρατιωτικές οργανώσεις – η αντίδρασή τους είναι εγκληματική και παράλογη, και είμαστε αναγκασμένοι να τους πολεμάμε. Αν όμως δεν κατανοήσουμε τα κίνητρά τους, αποδίδοντας τη δράση τους αποκλειστικά στην παθολογική δίψα για αίμα ή στην φιλαργυρία τους, τότε δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να στερήσουμε από τους τρομοκράτες τη νομιμοποίησή τους στους κόλπους του τσετσενικού λαού. Διότι χωρίς αυτό, με βίαια μόνο μέσα, η τρομοκρατία είναι αδύνατον να εξαλειφθεί. Το πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς και η αεροπορία καταστρέφουν τους φανερούς τρομοκράτες, η ίδια η τρομοκρατία όμως εξακολουθεί να παράγεται και  να ενισχύεται. Σε αυτή την περίπτωση, αναγκαζόμαστε να επιλέξουμε το μικρότερο κακό, χωρίς να υποκύπτουμε στις συμβουλές των θερμοκέφαλων, όπως ο «ήρωας του Αφγανικού πολέμου», Γκρόμωφ, που προτείνει να καταφύγουμε στη χρήση μέχρι και αυτής της πολεμικής αεροπορίας στον πόλεμο κατά των τρομοκρατών.

Μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Μόσχα και στο Βολγκοντόνσκ, οι πολιτικοί και τα τηλεοπτικά κανάλια, που ανήκουν στους ολιγάρχες, βιάστηκαν να ανακοινώσουν, ότι ο «τρομοκρατικός πόλεμος» έχει κηρυχθεί σε όλους μας, σε ολόκληρη τη Ρωσία. Μας λένε, ότι ο λαός πρέπει να συσπειρωθεί. Προσπαθούν επίμονα να προσδώσουν σε αυτόν τον πόλεμο εθνικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται, όμως, για φθηνή δημαγωγία. Πίσω από τον Τσετσενικό πόλεμο κρύβεται το χνάρι ενός εμφυλίου, κοινωνικού πολέμου. Το να ανατινάξεις μια πολυτελή πολυκατοικία στην καρδιά της Μόσχας δεν θα παρουσίαζε μεγαλύτερη δυσκολία, από το να ανατινάξεις μια εργατική πολυκατοικία στα προάστια – ίσα ίσα, που στο κέντρο υπάρχουν περισσότερα γραφεία και καταστήματα για την τοποθέτηση εκρηκτικού υλικού. Και φυσικά ο ντόρος, που θα ξεσπούσε, θα έφτανε ως τα ουράνια. Καθώς φαίνεται, όμως, κάτι τέτοιο δεν εντάσσεται στα σχέδια των τρομοκρατών, διότι εκεί είναι οι «ημέτεροι» για τον Χατάμπ και τους δισεκατομμυριούχους σπόνσορές του. Εξάλλου, μια τέτοια τρομοκρατική ενέργεια είναι αμφίβολο, αν θα τρομοκρατούσε τον πληθυσμό.

Φημολογείται, ότι ο Μποροβόι[18] επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Ντουντάγεφ, ο δε Μπερεζόφσκι – με τον Ουντούγκωφ[19]. Αυτό μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι. Εκείνο, που έχει σημασία, είναι το ότι αυτές οι εικασίες δεν μας φαίνονται διόλου απίθανες. Οι άνθρωποι αυτοί – όχι ως προσωπικότητες, αλλά ως κοινωνική ομάδα – έχουν κάποια κοινά συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, η ανακοίνωση ότι ο Ουντούγκωφ βρίσκεται σε κρυφή τηλεφωνική επικοινωνία με τον Β. Κουπτσώφ[20] ή με τους απλήρωτους δασκάλους μας, που κυριολεκτικά λιμοκτονούν,  θα προκαλούσε την έκπληξη όλων μας. Διότι ούτε ο Κουπτσώφ, ούτε φυσικά και οι δάσκαλοι ασχολούνται με την πώληση πετρελαίου, και δεν είναι κάτοχοι τραπεζών, μέσω των οποίων θα μπορούσε κανείς να ξεπλένει τα αμφιβόλου προελεύσεως χρήματά του.

Επομένως, «εμείς, οι κάτοικοι της Ρωσίας» έχουμε ήδη χωριστεί σε δυο κόσμους, μεταξύ των οποίων διεξάγεται ήδη ένας «μοριακός» εμφύλιος πόλεμος. Και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός, ότι οι ημι-μορφωμένοι Τσετσένοι της κατώτερης κάστας είναι εκείνοι, που μεταφέρουν στις ιδρωμένες πλάτες τους τα τσουβάλια ζάχαρης, γεμάτα με εκρηκτική ύλη. Άλλωστε, και στο ιππικό του Σκουρό (Λευκή Φρουρά), στη σφαγή του Βορόνεζ, οι Ινγκούς ήταν εκείνοι, που διακρίθηκαν για την σκληρότητά τους. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε, ότι και η CIA κατόρθωσε μέσω του Βατικανού να στρέψει τους Ινδιάνους Μισκίτο κατά των Σαντινίστας, οι οποίοι προηγουμένως τους είχαν επιστρέψει τις γαίες τους, υφαρπαγμένες από την αμερικανική εταιρεία “United Fruit”.

Η τηλεπαρουσιάστρια και δημοσιογράφος Μιτκόβα ισχυρίζεται επίμονα και ασταμάτητα, ότι κατά της Ρωσίας πολεμούν οι «ισλαμιστές», οι «θρησκευτικοί φανατικοί», και ότι δήθεν πρόκειται αποκλειστικά για θρησκευτικό πόλεμο. Η ίδια είναι στρατιώτης ή εθελοντής στις ενέργειες δολιοφθοράς, με τη βοήθεια των οποίων η Ρωσία βάλλεται θανάσιμα, αφού σκοπός τους είναι να στρέψουν τους Ρώσους κατά του μουσουλμανικού κόσμου. Άσχετο, που οι πνευματικοί εκπρόσωποι των μουσουλμάνων έχουν ήδη εκφράσει τις διαμαρτυρίες τους. Άσχετο, που οι Άραβες επιστήμονες έχουν δηλώσει επανειλημμένα, ότι ο «ισλαμισμός» δεν είναι παρά μια πολιτική μάσκα, που δημιουργήθηκε βιαστικά στο πρόσφατο παρελθόν. Το τηλεοπτικό κανάλι NTV, στο οποίο εργάζεται η Μιτκόβα, δεν θα μας τα πει αυτά.

Για τον άνθρωπο, που πεθαίνει στα χέρια των τρομοκρατών, η μοίρα του προδιαγράφεται βάσει της αρχής του «όλα ή τίποτα» - ή θα ζήσει ή θα πεθάνει. Για την κοινωνία, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά: δεν της είναι αδιάφορο, το πόσο ισχυρό θα είναι το τρομοκρατικό χτύπημα, που θα δεχτεί, και ποιες θα είναι οι πιθανότητες να σκοτωθεί ο κάθε ζωντανός άνθρωπος. Προς το παρόν, όμως, ποτέ και πουθενά στον κόσμο οι τρομοκράτες δεν έχουν κηρύξει ολοκληρωτικό πόλεμο στην κοινωνία, δεν έχουν μεταβεί στη μαζική αντεκδίκηση - κάτι, που θα τους απέκοπτε την οδό των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας διέπεται από τους δικούς του κανόνες, από τη δική του ηθική. Με άλλα λόγια, ο τρομοκράτης αναγνωρίζει, ότι έχεις το δικαίωμα να τον σκοτώσεις, όμως κατά πάσα πιθανότητα να θεωρεί άδικη την συλλογική τιμωρία δικών του ανθρώπων (γένος, φυλή, λαός) για κάτι, που ο ίδιος διέπραξε.

Τι είναι ο δυναμίτης και ο κυκλονίτης μπροστά στα σύγχρονα νευροπαραλυτικά αέρια; Για ποιον λόγο, και ενάντια σε ποιον διεξήχθησαν τα πειράματα στο μετρό της Νέας Υόρκης και στο Τόκιο (το δεύτερο υπήρξε ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, με τη χρήση του Zarin, που βρίσκεται σε δοκιμαστικό στάδιο, στον στρατό); Το φάσμα δυνατοτήτων της τρομοκρατίας είναι ευρύ, και γι΄αυτό είναι προτιμότερος ένας ουσιαστικός πόλεμος εναντίον της, σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να είμαστε αμείλικτοι με τους τρομοκράτες, δεν πρέπει όμως να ξεπερνάμε κάποια όρια.

Όταν ακούμε τους πολιτικούς, είναι δύσκολο να καταλάβουμε, αν πρόκειται για ανθρώπους κυνικούς, που συνειδητά κοροϊδεύουν τον κόσμο, ή αν οι ίδιοι στερούνται λογικής. Μάλλον όμως έχουμε να κάνουμε με κυνικούς, διότι ο Γκράτσεφ, που παρείχε όπλα στους τρομοκράτες, κυκλοφορεί ελεύθερος, ο δε Τσερνομίρντιν, που έσωσε τον Μπασάγεφ, κάνει ανενόχλητος τις δηλώσεις του, προφανώς υπερήφανος για τα κατορθώματά του. Όλοι επευφημούν τον Στεπάσιν, ο οποίος είχε πάει σε ειδική αποστολή στα οχυρώματα των παραστρατιωτικών του Χατάμπ, και αφού τα ήλεγξε όλα, επέστρεψε και ανέφερε, ότι τα βρήκε όλα εν τάξει, και ότι εκεί μένουν καλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν επιβουλεύονται το Σύνταγμα. Δεν ήταν όλα αυτά, το λιγότερο - υπηρεσιακές παραβάσεις; Και μήπως οι ίδιοι άνθρωποι δεν αποτελούν σήμερα την πολιτική ηγεσία της χώρας μας;

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διέλυαν τη Ρωσία και οδηγούσαν συνειδητά στην αποκοπή της Τσετσενίας: για κάποιον λόγο, ήθελαν να δημιουργήσουν εντός της χώρας μια εγκληματική ζώνη. Στα χέρια αυτών των ανθρώπων, όσο βρίσκονται στην εξουσία, οποιαδήποτε ενέργεια μετατρέπεται σε εργαλείο διάλυσης της Ρωσίας – ακόμα και αυτός ο πόλεμος για την διάσωσή της. Η ρίζα λοιπόν της τρομοκρατίας έγκειται σε αυτούς τους ανθρώπους και στην τάξη, που καθιέρωσαν.

Είναι εκπληκτικό, το με πόση άνεση κι ευχαρίστηση πολλοί Ρώσοι συμπολίτες μας δέχονται ακόμα και την πιο φθηνή δημαγωγία. Τι σημαίνει αυτό το «ιδιαίτερο καθεστώς» της Μόσχας; Σημαίνει απλούστατα την ανομία! Πως θα μπορούσε να χαίρεται κανείς με αυτό; Είναι αδύνατον να φανταστούμε μια Ρωσία, γεμάτη μαφιόζους, χωρίς ίχνος νόμου. Όλες οι αστυνομικές δυνάμεις της πρωτεύουσας έχουν ριφθεί στον εντοπισμό των «προσώπων με καυκάσια εμφάνιση», των οποίων τα χαρτιά δημιουργούν αμφιβολίες. Και οι μοσχοβίτες χαίρονται, γιατί έχουν την εντύπωση ότι οι τρομοκράτες δεν έχουν αρκετά χρήματα, για να εξασφαλίσουν καλύτερα έγγραφα. Είναι θλιβερό να βλέπεις αυτή τη μαζική ηλιθιότητα, που προκλήθηκε τεχνητά από τον φόβο.

Και τι πάει να πει «υγειονομικά σύνορα»; Ποιους πάμε να περιχαράξουμε; Στις μέρες μας, οι μισοί δραστήριοι Τσετσένοι βρίσκονται σκορπισμένοι σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ρωσίας. Τα γραφεία και τα επιτελεία τους βρίσκονται στη Μόσχα, στο Μόναχο, στο Αμμάν… Εκείνοι, που κάθονται σε αυτά τα γραφεία, είναι καλοξυρισμένοι και γραβατωμένοι, δεν τους συλλαμβάνουν τα ΜΑΤ στο μετρό. Πως είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε ακόμα με έννοιες του προπερασμένου αιώνα; Όχι, κατά πάσα πιθανότητα απλά μας κοροϊδεύουν. Η Αγγλία είναι νησί, και βρίσκεται πάρα πολύ μακριά από τις πρώην αποικίες της, ωστόσο ούτε αυτή είναι σε θέση να δημιουργήσει κάποιο υγειονομικό σύνορο. Η Ρωσία εξαρχής, από την εποχή του πρίγκιπα Βλαδίμηρου, αφομοίωνε στη σύστασή της πολλούς λαούς. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κανένα «σύνορο», για να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της ασθένειες. Οι ασθένειες πρέπει να θεραπεύονται, χωρίς την αποκοπή των εσωτερικών ζωτικών οργάνων.

Με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, που δέχτηκε, η Ρωσία βρέθηκε και πάλι σε ένα σημείο ασταθούς ισορροπίας. Μόνη μας ελπίδα είναι οι στρατιωτικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και η μάζα των απλών ανθρώπων να συμφωνούν φαινομενικά με τους πολιτικούς και να τους χαιρετίζουν σε στάση προσοχής, ενώ οι ίδιοι κάνουν αθόρυβα, με σύνεση και μεράκι, τη δουλειά τους, περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την τρομοκρατία. Και το σημαντικότερο: ο νευρωτικός φόβος, που προκλήθηκε τεχνητά, έχει υποχωρήσει: ο ρωσικός πολιτισμός εξακολουθεί να παίζει τον σταθεροποιητικό του ρόλο.

 

 

 



[1] Ο συντάκτης ομιλιών του Λευκού Οίκου, Γ. Γκάβιν, υπήρξε ένας από τους δημιουργούς του δογματικού-θεωρητικού σκέλους της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, το 1968. Έγραφε: «Οι ψηφοφόροι είναι στην πραγματικότητα τεμπέληδες, και δεν επιθυμούν να καταβάλλουν καμία προσπάθεια, προκειμένου να κατανοήσουν αυτά, που τους λέμε. Η διάνοια απαιτεί άκρα πειθαρχία και συγκέντρωση της προσοχής. Άλλο πράγμα, η απλή εντύπωση. Η νόηση απωθεί τον θεατή, η λογική τον φουρκίζει. Τα συναισθήματα, από την άλλη, τον εξάπτουν, καθώς βρίσκονται εγγύτερα στην επιφάνεια και είναι περισσότερο εύπλαστα».

[2] Τεράστια επιτυχία στην Ιαπωνία και στη Δύση γνώρισε το βιβλίο του γνωστού επιστήμονα Σιτι-Χέι Γιαμαμότο, «Οι Ιάπωνες και οι Εβραίοι» (το εξέδωσε υπό το ψευδώνυμο του Ησαϊα Μπεν-Ντασάν). Στο εν λόγω βιβλίο εξετάζεται η ιστορική διαμόρφωση των εντελώς διαφορετικών τύπων «φόβων» σε αυτούς τους δυο καθ΄ όλα ιδιαίτερους λαούς.

[3] Πολλοί από αυτούς συνδέονταν με τον Ψυχρό Πόλεμο - η πυρηνική ψύχωση και το σύνδρομο «οι Ρώσοι επιτίθενται» δεν ήταν για αστειάκια. Έτσι, γίνεται κατανοητή η ευγνωμοσύνη της Δύσης απέναντι στον Γκορμπατσώφ. Αλλά θα μιλήσουμε ξεχωριστά για αυτούς τους φόβους.

[4] Κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα αυτός ο φόβος του θανάτου απουσίαζε, καθώς στη μαζική συνείδηση εξακολουθούσαν να επιβιώνουν οι παλιές, παγανιστικές παραστάσεις για την μετά θάνατον ζωή, οι οποίες δεν προέβλεπαν φριχτά αντίποινα για τον άδικο επίγειο βίο.

[5] Ο Huizinga σχολιάζει: «Εάν μπορούσαμε να φανταστούμε την εξωτερική μορφή ενός τέτοιου θεάματος, με τα χρώματα και τις κινήσεις του, με το παιχνίδισμα του φωτός με τις σκιές πάνω στις φιγούρες των χορευτών, ίσως να αντιλαμβανόμασταν πολύ καλύτερα τον ειλικρινή φόβο, που προκαλούσε ο Χορός του Θανάτου στις ψυχές των ανθρώπων της εποχής εκείνης».

[6] Το πόσο μεγάλη ζήτηση είχαν τα αντίγραφα του Μπος, φαίνεται και από το πονηρό τέχνασμα του σπουδαίου ζωγράφου Pieter Bruegel του Πρεσβύτερου, ο οποίος δεν υπέγραφε με το όνομά του τις πρώτες του γκραβούρες, προβάλλοντάς τες ως αντίγραφα των πινάκων του Μπος.

[7] Όπως εξηγεί ο ψυχολόγος Ε. Φρομ, «Την σημαντικότερη και διαρκέστερη επίδραση στην εξέλιξη της Ευρώπης, αλλά και του κόσμου ολόκληρου, την άσκησε τελικά η Μεταρρύθμιση. Ο Προτεσταντισμός και ο Καλβινισμός στράφηκαν προς το καθαρά πατριαρχικό πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης, αποβάλλοντας την αρχή της μητρότητας από τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους. Η μητρική αγάπη της Εκκλησίας και της Παναγίας δεν σκέπαζε πλέον τον άνθρωπο. Έτσι, ο άνθρωπος έμενε μόνος του μπροστά σε έναν σοβαρό και αυστηρό Θεό, το έλεος του Οποίου μπορούσε να κερδίσει μόνο χάρη στην απόλυτη υπακοή».

[8] Σαν να το είχε προβλέψει, ο Λούθηρος προειδοποιούσε: «η νόηση είναι η πόρνη του διαβόλου».

[9] Σε αυτό το κεφάλαιο δεν εξετάζουμε την σκόπιμη δημιουργία «κοινωνικών φόβων», που παράγει η κοινωνία της μπουρζουαζίας, – τον φόβο του λιμού, της φτώχειας, της ανεργίας. Όντας αρχικά ορθολογικοί, οι φόβοι αυτοί με τον καιρό προσέλαβαν στη Δύση υπαρξιακό χαρακτήρα και έγιναν σχεδόν θρησκευτικοί. Ο επιφανέστατος Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρ. Μέρτον στο βιβλίο του, «Η Κοινωνική Θεωρία και Ο Κοινωνικός Πολιτισμός» (1968), γράφει: «Ο ατέλειωτος ανταγωνισμός προκαλεί στο άτομο έντονη ανησυχία σχετικά με το κοινωνικό του στάτους. Ένας από τους τρόπους ελαχιστοποίησης αυτής της ανησυχίας είναι η συνεχής μείωση του πήχη των αξιώσεων. Ο φόβος προκαλεί την αδράνεια, ή, για την ακρίβεια, την δράση αυστηρά μέσα στα πλαίσια της καθορισμένης τάξης».

[10] Μετά την καταστροφή στο Τσερνόμπιλ, τα σοβιετικά ΜΜΕ έκαναν τα πάντα, για να προκαλέσουν στη χώρα πυρηνική ψύχωση. Εκείνη η εκστρατεία αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο της Περεστρόικας, ωστόσο δεν κατάφερε να προκαλέσει μαζικό, παράλογο φόβο.

[11] Το γεγονός, ότι οι διώξεις δεν προκάλεσαν ούτε τον μυστικιστικό φόβο, ούτε την «παράλυση», φαίνεται από το ότι η κοινή συνείδηση είχε εφεύρει πολλούς τρόπους να αποφεύγει τις διώξεις και να ελέγχει τον κίνδυνο. Θυμάμαι, ότι ούτε η μάνα μου, ούτε οι θείοι μου δεν έκαναν ποτέ «ιδιαίτερα» μαθήματα σε εμάς, τα παιδιά, όμως ανεπαίσθητα, εν τη ρύμη του λόγου, μας έδιναν ένα ολόκληρο σύστημα γνώσεων, για το πώς, για παράδειγμα, να εντοπίζεις τους «ρουφιάνους». Όπως θα θυμούνται οι μεγαλύτερες γενιές, συνήθως σε κάθε ομάδα οι ρουφιάνοι ήταν γνωστοί, και μάλιστα τους αντιμετώπιζαν όχι δίχως κάποια συμπάθεια. Κανείς δεν προσπαθούσε να τους εξοστρακίσει, π.χ. αποκλείοντάς τους από τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Είχαν γίνει μέρος του περιβάλλοντος κόσμου και δεν εξέπεμπαν κανέναν υπαρξιακό φόβο.

[12] Αξίζει να σημειωθεί, ότι η τρομοκρατία μπορεί να είναι φιλοκυβερνητική, και ενίοτε – κρατική. Το σπουδαιότερο όμως, είναι το εξής: οι κυβερνητικοί κύκλοι έμαθαν να χρησιμοποιούν τον φόβο για τους δικούς τους σκοπούς, ακόμα και όταν αυτός προέρχεται από τρομοκράτες κάθε είδους, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια, ποιοι δημιούργησαν τις διάφορες «ερυθρές ταξιαρχίες» και για ποιον δουλεύουν.

[13] Για παράδειγμα, για το καθεστώς του Γέλτσιν η αποσταθεροποίηση της συνείδησης μέσω των τρομοκρατικών χτυπημάτων ήταν απόλυτα επωφελής. Στο απόγειο της ψύχωσης, θα μπορούσαν ή να ενισχύσουν τη θέση του Γέλτσιν («δεν αλλάζεις καπετάνιο στη φουρτούνα»), ή να τον απομακρύνουν με τρόπο μέσα στη γενική σύγχυση, καλώντας την κοινωνία να συσπειρωθεί γύρω από τη «νέα κυβέρνηση». Αλλά με το ξέσπασμα των τρομοκρατικών χτυπημάτων, το σκάνδαλο με την εταιρεία «Μαμπετέξ» πέρασε σε δεύτερο πλάνο - ντρέπομαι και μόνο, που το θυμάμαι. Όσο για τους Σέρβους – αυτούς τους είχαμε ξεχάσει εντελώς, σαν να μην υπήρχαν.

[14] Λένε, ότι όταν ο Χένρι Φορντ άρχισε να ξεσκεπάζει με περίσσιο ζήλο το εβραϊκό λόμπυ, τον επισκέφθηκαν κάποιοι επιφανείς παράγοντες του Χόλυγουντ και του είπαν, ότι εάν η κατάσταση συνεχιστεί, σε κάθε προβολή των κινηματογραφικών επίκαιρων θα εμφανίζονται πλάνα από τροχαία, με πρωταγωνιστές τα αυτοκίνητα της μάρκας “Ford”. Έτσι, ο αντισημιτισμός του Φορντ πήγε περίπατο.

[15] Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό Δίκαιο, οι επαφές με τους τρομοκράτες αντιμετωπίζονται ως ποινικό κακούργημα. Έχω παρακολουθήσει στην ισπανική τηλεόραση ένα θέαμα για γερά νεύρα: έναν άνδρα, που έκλαιγε. Οι Βάσκοι τρομοκράτες τον κρατούσαν όμηρο, καθώς ήταν επιχειρηματίας. Είχε χρήματα, και ο φίλος του, που ήταν δικηγόρος, παρέδωσε τα  λύτρα στους τρομοκράτες και τον έσωσε. Η ιστορία μαθεύτηκε με κάποιον τρόπο, και ο δικηγόρος καταδικάστηκε σε 5αετή φυλάκιση, αν δεν απατώμαι – με την κατηγορία για επαφές με τους τρομοκράτες. Ο άνδρας έκλαιγε, επειδή σε όλες τις παρακλήσεις του να εκτίσει ο ίδιος την ποινή για τον φίλο του, εισέπραξε την άρνηση του δικαστηρίου. Τι έχουν να μας πουν για όλα αυτά οι υπερασπιστές του δημοσιογράφου του «Radio Svoboda»;

[16] Μαζί με τον καπιταλισμό, η τρομοκρατία ερχόταν από τη Δύση και σε άλλες χώρες. Στην τσαρική Ρωσία, η τρομοκρατία της αντιπολίτευσης και του κράτους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες. Το 1903, επικεφαλής της μαχητικής οργάνωσης των Σοσιαλιστών Επαναστατών ορίστηκε ο Γεβνό Αζέφ, ο οποίος από το 1893 ως το 1908 υπήρξε μισθωτός πράκτορας της Αστυνομίας. Το 1904, τον άφησαν να δολοφονήσει τον Υπουργό Β. Πλέβε, το 1906, ωστόσο, διατάχθηκε να αποτρέψει τη δολοφονία του Υπουργού Ντούρνοβο.

[17] Ο Σεργκέι Αντάμοβιτς Κοβαλιώφ υπήρξε επικεφαλής της «Αποστολής του αρμόδιου ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον Β. Καύκασο» (με τον ίδιο να κάνει και τον «αρμόδιο»), μια ανεπίσημη οργάνωση, που ωστόσο είχε την στήριξη ορισμένων βουλευτών της Δούμας και χρηματοδοτούνταν από την διεθνή ΜΚΟ “Memorial”. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1994, ο ίδιος, εβρισκόμενος στο στρατόπεδο του Ντουντάγεφ μαζί με άλλους «δικαιωματιστές», παρότρυνε τους Ρώσους στρατιώτες να παραδοθούν αμαχητί, λήγοντας τον «αιματηρό πόλεμο». Το γεγονός αναφέρει και ο στρατηγός Γκεννάντυ Τρόσεφ στα απομνημονεύματά του, «Ο δικός μου πόλεμος: Το ημερολόγιο ενός στρατηγού στα αναχώματα της Τσετσενίας»: «Στις μάχες για το Γκρόζνυ εμφανίστηκαν οι πρώτοι αιχμάλωτοι, που αποτέλεσαν θέμα αψιμαχιών με τη συμμετοχή πολιτικών, δημοσιογράφων και «δικαιωματιστών» από τη Μόσχα. Έναν ιδιαίτερα ζοφερό ρόλο σε όλα αυτά έπαιξε ο τότε αρμόδιος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Σ. Κοβαλιώφ, ο οποίος καλούσε ανοιχτά τους στρατιώτες μας να παραδοθούν, τάζοντάς τους την απελευθέρωση με τις τρανές του εγγυήσεις. Τα όσα τους περίμεναν στην αιχμαλωσία των «καλών» Τσετσένων, δεν τους πολυενδιέφερε… Θα μας έπαιρνε ώρες να αναφέρουμε τους ξυλοδαρμούς, τα σαδιστικά βασανιστήρια, τις δημόσιες εκτελέσεις και άλλα «ευχάριστα» της τσετσενικής αιχμαλωσίας, που δεν εκπλήσσουν πια τον αναγνώστη. Όμως οι αποκεφαλισμοί, το γδάρσιμο του δέρματος και των σκαλπ σε ζωντανούς στρατιώτες και τα σταυρωμένα πτώματα στα παράθυρα – όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα για τα ομοσπονδιακά στρατεύματα, και όλα αυτά τα είδαμε στο Γκρόζνυ». (Σ. τ. Μ.)

[18] Κονσταντίν Ναθάνοβιτς Μποροβόι: Ρώσος πολιτικός και επιχειρηματίας. Από το 1989 ως το 1993 συμμετείχε στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων για τη σύγχρονη οικονομία (χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτικές εταιρείες, τηλεοπτικές εταιρείες, γραφεία πληροφοριών κ.α.), ενώ από το 1990 ως το 1993 διετέλεσε Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων και Πρώτων Υλών της Ρωσίας. Το 1992 ίδρυσε το «Κόμμα Οικονομικής Ελευθερίας», ενώ αυτή τη στιγμή ανήκει στο κόμμα «Δυτική Επιλογή». Στις 21 Απριλίου του 1996, στη διάρκεια της τηλεφωνικής συνομιλίας του με τον Ντουντάγεφ, οι ρωσικές Ειδικές Δυνάμεις διεξήγαν μια επιχείρηση, με συνέπεια την εκτέλεση του Ντουντάγεφ με «έξυπνο πύραυλο», που εκτοξεύθηκε από αεροπλάνο. Το 2019, δήλωσε σε αμερικανικό τηλεοπτικό κανάλι, ότι οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ανάμειξη στα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου (Σ.τ.Μ.)

[19] Μοβλάντι Ουντούγκωφ: Τσετσένος πολιτικός, επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών «Εμιράτο του Καυκάσου», ιδρυτής και ηγετικό στέλεχος της τρομοκρατικής οργάνωσης «Κογκρέσο των λαών της Ιτσκερίας και του Νταγκεστάν». Διετέλεσε Υπουργός Πληροφόρησης και Τύπου της αυτοανακηρυχθείσας Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας. Ένας από τους κύριους ιδεολόγους του ουαχαμπισμού, το 1999 διέφυγε από την Τσετσενία και σύμφωνα με τις δηλώσεις του Καντίρωφ πιθανώς σήμερα να βρίσκεται στην Τουρκία (Σ.τ.Μ.).

[20] Βαλεντίν Αλεξάντροβιτς Κουπτσώφ: Σοβιετικός και Ρώσος πολιτικός, τέως βουλευτής του ΚΚΡ. Το 1991, μετά την απαγόρευση του Κόμματος, εργάστηκε σθεναρά για την αποκατάστασή του. Στις 30 Νοεμβρίου του 1992, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας έκρινε την απαγόρευση ως αντισυνταγματική. Τον Φεβρουάριο του 1993, παραχώρησε την θέση του στον Ζιουγκάνωφ (Σ.τ.Μ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια: