Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Τμήμα Φιλολογίας
Τομέας Γλωσσολογίας
Καραγιωργάκης Ιωάννης, εαρινό εξάμηνο 2020 διδάσκουσα: Ε. Παπαδάμου
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ
ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
Η διάλεκτος της Κρήτης: Ιστορική εξέλιξη,
αποκλίσεις και επιμέρους χαρακτηριστικά
Θεσσαλονίκη 2020
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τον όρο “κρητική διάλεκτος” νοείται η ποικιλία εκείνη της
ελληνικής που ομιλείται στο νησί της Κρήτης. Η διάλεκτος αυτή
όπως και όλες οι διάλεκτοι της νεοελληνικής εκτός από τα
τσακώνικα, προέρχεται άμεσα από την ελληνιστική κοινή και
διαμόρφωσε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πριν το 823 μ.Χ.
(Browning 1991) αν και η μετέπειτα κατάληψη της Κρήτης από τους
Βενετούς και τους Οθωμανούς συνέβαλε στην απομόνωσή της και
κατ’ επέκταση στην περαιτέρω ανάπτυξη της διαλέκτου. Υπάρχουν
και κάποιοι μελετητές που θεωρούν την κρητική φυσική εξέλιξη της
δωρικής διαλέκτου (Willetts 1967) και αυτό το στηρίζουν σε
κάποιους δωρικούς τύπους που ανιχνεύονται στη διάλεκτο όπως ο
τύπος θορώ που προέρχεται από το δωρικό ορώ (βλέπω), κατέχω
(ξέρω) και μηδέ (ούτε), αν και υπάρχουν ισχυρότερα επιχειρήματα
υπέρ της καταγωγής της κρητικής από την ελληνιστική κοινή.
Κατά την αραβική κατοχή του νησιού (823 – 961) δεν υπάρχουν
καθόλου στοιχεία για την προφορική γλώσσα που
χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι και όπως είναι φυσικό απουσιάζουν
παντελώς και τα γραπτά τεκμήρια τα οποία εμφανίστηκαν - με
ολοκληρωμένη μορφή - πολύ αργότερα κατά την ενετοκρατία όπως
αναλύουμε παρακάτω.
Ο Browning (1991) θεωρεί το διάστημα της αραβικής κατοχής ως
ένα πολύ κρίσιμο σημείο, κατά το οποίο η διάλεκτος αυτή
διαμόρφωσε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Κατά την
περίοδο της βυζαντινής κατοχής του νησιού (961 – 1204) πάλι τα
γραπτά τεκμήρια της γλώσσας είναι αρκετά πενιχρά έως
ανύπαρκτα. Τα περισσότερα κείμενα της εποχής είναι
εκκλησιαστικού τύπου και η γλώσσα τους είναι αρκετά
επηρεασμένη από τη λόγια κοινή της εποχής. Είναι γνωστό πως σε
συνθήκες πολιτικής και κρατικής ενοποίησης η χρήση των
διαλέκτων αποθαρρύνεται έτσι και σε αυτή την περίπτωση η κρητική
δεν ξέφυγε από τον γενικό κανόνα και η χρήση της παραγκωνίστηκε
για χάρη της επίσημης μορφής της ελληνικής που χρησιμοποιούσε η
βυζαντινή γραμματεία.
Ο Σπανάκης (1963) επισημαίνει ότι μετά την Άλωση (1453) πολλοί
λόγιοι δάσκαλοι και πνευματικοί άνθρωποι της
Κωνσταντινούπολης κατέφυγαν στη βενετοκρατούμενη τότε Κρήτη
κουβαλώντας τη γλώσσα και τη μόρφωσή τους. Έτσι η Κρήτη, αν
και υπόδουλη, εντούτοις λόγω της συχνής επικοινωνίας που είχε με
τη Βενετία, διέσωσε κάθε τι το ελληνικό. Όλη η πνευματική και
καλλιτεχνική κίνηση της εποχής συγκεντρώθηκε στο νησί, ενώ
ταυτόχρονα στην υπόλοιπη Ελλάδα άρχισαν τα “πέτρινα χρόνια”
της τουρκικής κατοχής που καθυστέρησαν σημαντικά την
πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Η κρητική λοιπόν, ως συνέπεια της συγκέντρωσης σημαντικών
λογίων της εποχής από τον 15ο αιώνα κι εξής, είναι μία από τις λίγες
νεοελληνικές διαλέκτους που απέκτησαν λογοτεχνική υπόσταση
καθώς καλλιεργήθηκε μέσα από θεατρικά έργα που γνώρισαν
ιδιαίτερη ακμή την εποχή της βενετικής κατοχής.
Τα πρώτα
λογοτεχνικά δείγματα εμφανίστηκαν τον 14ο αιώνα και η
κορύφωση της λογοτεχνικής παραγωγής στο νησί σημειώθηκε τον
16ο με 17ο αιώνα.
Ενδεικτικά αναφέρονται οι τρεις μεγάλες
τραγωδίες του κρητικού θεάτρου, η Ερωφίλη του Γεώργιου
Χορτάτση (τέλη 16ου αιώνα), ο Βασιλεύς Ροδολίνος του Ιωάννη
Ανδρέα Τρωίλου (1647) και ο Ζήνων άγνωστου συγγραφέα (περί
το 1631)
και οι τρεις κωμωδίες, ο Κατσούρμπος του Γεώργιου
Χορτάτση,
ο Στάθης (ανώνυμου) και ο Φορτουνάτος του Μ.
Αντώνιου Φώσκολου.
Τέλος, το πιο γνωστό έργο της κρητικής
λογοτεχνίας για το οποίο αξίζει να αναφερθούμε και το οποίο
αποτελεί αστείρευτη πηγή άντλησης πληροφοριών για τα κρητικά
της εποχής και κυρίως για το ιδίωμα της περιοχής της Σητείας, στο
Λασίθι της ανατολικής Κρήτης, είναι φυσικά ο Ερωτόκριτος του
Βιτσένζου Κορνάρου.
Mε την έλευση των Οθωμανών στα τέλη του 17ου αιώνα, η
λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης σβήνει, οι περισσότεροι λόγιοι
μεταναστεύουν στα Επτάνησα ή την Ιταλία και έτσι το κύρος της
κρητικής αρχίζει να φθίνει.
Οι γραπτές μαρτυρίες επίσης
περιορίζονται δραστικά και κύριο χαρακτηριστικό λογοτεχνικής
κίνησης στο νησί είναι κάποια μακροσκελή δημοτικά τραγούδια
(ρίμες) σε έντονο ιδιωματικό λόγο (Κοντοσόπουλος 1981).
Η διάλεκτος παραδοσιακά χωρίζεται σε δύο βασικά ιδιώματα που
συμπίπτουν και με τη γεωγραφική διαίρεση του νησιού,
το
ανατολικό ιδίωμα του Ηρακλείου και του Λασιθίου
και το δυτικό
ιδίωμα των Χανίων και του Ρεθύμνου.
Τα δύο αυτά ιδιώματα
παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους ως προς ορισμένα γλωσσικά
φαινόμενα· για παράδειγμα, στο ανατολικό ιδίωμα, το υγρό
πλευρικό σύμφωνο [l] ουρανικοποιείται σε περιβάλλον πρόσθιου
φωνήεντος, όχι όμως και στο δυτικό· έτσι η λέξη λύκος [líkos]
πραγματώνεται ως [ʎíkos] και είναι χαρακτηριστικό της περιοχής
του Ηρακλείου. Ένα άλλο τυπικό παράδειγμα είναι οι μεσαιωνικές
καταλήξεις -έα, -έας οι οποίες στο μεν ανατολικό κρητικό ιδίωμα
συνιζήθηκαν όπως και στην κοινή νεοελληνική σε -ιά, -ιάς (π.χ.
μηλέα>μηλιά, απιδέα>απιδιά) (Κοντοσόπουλος, 1981), αλλά στο
δυτικό ιδίωμα απέβαλαν το άτονο φωνήεν -α (π.χ. οι προηγούμενες
λέξεις προφέρονται ως μηλέ, απιδέ). Το προαναφερθέν φαινόμενο
ονομάζεται συνίζηση και θα συζητηθεί παρακάτω.
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η γλωσσική διάκριση ανάμεσα σε
ανατολικό και δυτικό ιδίωμα δεν ταυτίζεται πάντα με τα
γεωγραφικά όρια.
Όπως αναφέρει ο Ξανθινάκης (2001), η γειτνίαση
των περιοχών παίζει σημαντικό ρόλο διότι επηρεάζουν γλωσσικά η
μία την άλλη, όπως για παράδειγμα το ιδίωμα της επαρχίας
Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο που γεωγραφικά ανήκει στη δυτική
Κρήτη, αλλά έχει πολλές γλωσσικές ομοιότητες με το ανατολικό
ιδίωμα, διότι γειτνιάζει άμεσα με τον νομό Ηρακλείου.
Επίσης, μέσα
στο ίδιο το ιδίωμα μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιήσεις· έτσι, όταν
πρόκειται για ουσιαστικά που έχουν την έννοια της μυρωδιάς, τότε
οι μεσαιωνικές καταλήξεις σε -έα διατηρούνται μεν στις
περισσότερες περιοχές που ομιλείται το δυτικό ιδίωμα (π.χ. λαδέα,
τυρέα, σκορδέα), όχι όμως και στην περιοχή του Ρεθύμνου (π.χ.
λαδέ, τυρέ, σκορδέ) (Ξανθινάκης 2001).
Σε λεξιλογικό επίπεδο η κρητική διάλεκτος, εκτός από τους
ποικίλους αρχαϊσμούς και τις μεσαιωνικές λέξεις που διατηρεί
(Χαραλαμπάκης 2001), έχει παράλληλα υιοθετήσει σημαντικό
αριθμό δανείων λέξεων από την τουρκική και την ενετική (πρβλ.
Πάγκαλος 1955, Ξανθινάκης 2001, Ορφανός 2014) ως αποτέλεσμα
της μακροχρόνιας κατοχής του νησιού από τους Οθωμανούς και
τους Βενετούς αντίστοιχα, για τα οποία θα κάνουμε λόγο στην
ενότητα για το λεξιλόγιο.
Σήμερα, η κρητική διάλεκτος χρησιμοποιείται εκτός από το νησί της
Κρήτης και από Κρητικούς που κατοικούν εκτός του νησιού και από
ελληνόφωνους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Σμύρνης, των
Αδάνων, του Αδραμύτιου και των Μοσχονησιών (Κοντοσόπουλος
1981, Σπανάκης 1963). Επίσης και σε κάποια χωριά που βρίσκονται
στα παράλια του βόρειου Λιβάνου και στο χωριό Χαμεντιγιέ της
νότιας Συρίας. Πρόκειται για περίπου 7.000 άτομα, μετανάστες
τρίτης έως και πέμπτης γενιάς, που χρησιμοποιούν την κρητική
κυρίως στον προφορικό τους λόγο. Είναι απόγονοι των
μουσουλμάνων Τουρκοκρητικών που εγκατέλειψαν το νησί κατά το
διάστημα 1866-1897, δηλαδή από το ξέσπασμα της τελευταίας
κρητικής επανάστασης μέχρι την έναρξη του ελληνοτουρκικού
πολέμου. (Τσοκαλίδου 1999).
Αν και έχει δεχτεί πολύ μεγάλες επιρροές από την κοινή η κρητική
εξακολουθεί να είναι πολύ ζωντανή ως γλώσσα επικοινωνίας στην
ύπαιθρο της Κρήτης αλλά και στις κωμοπόλεις του νησιού.
Στα
μεγάλα αστικά κέντρα (Ηράκλειο, Χανιά) η χρήση της έχει
υποχωρήσει χάριν της κοινής αν και αυτό ποικίλει ανάλογα την
κοινωνική θέση, το φύλο και την ηλικία.
Ο Χ. Τζιτζιλής (2000) έχει προτείνει είκοσι τέσσερα (24) διαφορετικά
χαρακτηριστικά των νεοελληνικών διαλέκτων με σκοπό την
καλύτερη δυνατή περιγραφή και ταξινόμησή τους.
Τα βασικά αυτά
χαρακτηριστικά µπορούν να µας εξασφαλίσουν ένα
αντιπροσωπευτικό δείγμα των διαλέκτων.
Τα χαρακτηριστικά αυτά
χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
1) τα ήδη γνωστά φαινόμενα και τα
ήδη χρησιμοποιημένα από τους μελετητές των διαλέκτων,
2) τα
γνωστά φαινόμενα αλλά μη αξιοποιημένα από τη διεθνή
επιστημονική κοινότητα και
3) φαινόμενα τα οποία ήταν εξ
ολοκλήρου άγνωστα και “ακατέργαστα”.
ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ
Από τα χαρακτηριστικά αυτά, τα δέκα πρώτα έχουν να κάνουν με
φωνολογικούς κανόνες και ιδιαιτερότητες.
Το πρώτο
χαρακτηριστικό αφορά τη διάκριση ανάμεσα σε βόρεια και νότια
ιδιώματα με βάση το φαινόμενο της στένωσης και της αποβολής
των άτονων φωνηέντων. Το φυσικό σύνορο της διάκρισης αυτής
είναι η περιοχή του Κορινθιακού Κόλπου.
Το φαινόμενο της στένωσης και της αποβολής των φωνήεντων που
δεν τονίζονται, είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιων
νεοελληνικών διαλέκτων. Όσες διάλεκτοι και ιδιώματα το
παρουσιάζουν, τείνουν να αποβάλλουν τα άτονα [i] και [u] ειδικά
όταν αυτά βρίσκονται στο τέλος της λέξης. Η στένωση από την
άλλη, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα [e] και [o] όταν δεν
τονίζονται, τρέπονται σε [i] και [u] αντίστοιχα. Οι διάλεκτοι και τα
ιδιώματα που εμφανίζουν αυτά τα φωνολογικά φαινόμενα
προέρχονται κυρίως από τον βόρειο ελλαδικό χώρο.
Ας επανέλθουμε όμως στην κρητική, η οποία από αυτή την άποψη
είναι ένα κλασικό δείγμα νότιου ιδιώματος αφού δεν παρουσιάζει
ούτε αποβολή ούτε στένωση των φωνηέντων σε κανένα περιβάλλον
της.
Ένας ομιλητής της κρητικής δε θα αποβάλλει τα άτονα [i] και
[u] σε οποιαδήποτε θέση ούτε θα τρέψει τα [e] και [o] σε [i] και [u]
αντίστοιχα. Ας πούμε, η λέξη κουτί στα κρητικά θα προφερθεί
κανονικά [ku΄ti] ενώ στα βόρεια ιδιώματα θα προφερθεί [kti].
Η
λέξη χωράφια στα κρητικά θα προφερθεί κανονικά [xo΄rafça] ενώ
στα βόρεια ιδιώματα θα προφερθεί [xu΄rafça].
Με βάση αυτό το
χαρακτηριστικό του Τζιτζιλή, η κρητική παρουσιάζει σημάδια
νότιου φωνηεντισμού και ανήκει λοιπόν στη νότια διαλεκτική ομάδα
κατά την παραδοσιακή ταξινόμηση του Χατζιδάκι (1905).
Το δεύτερο φωνολογικό χαρακτηριστικό που πρότεινε ο Τζιτζιλής
για την ταξινόμηση των διαλέκτων, είναι η διατήρηση ή όχι του
ρινικού στοιχείου των συμπλεγμάτων μπ, ντ και γκ [mb], [nd], [ŋg].
Έτσι, με βάση αυτό το γνώρισμα, οι διάλεκτοι χωρίζονται σε αυτές
που διατηρούν το ρινικό στοιχείο και σε αυτές που το αποβάλλουν.
Η περίπτωση της κρητικής είναι και εδώ κάπως “ριζοσπαστική”
καθώς υπάρχει η τάση να αποβάλλεται το ρινικό στοιχείο σχεδόν σε
όλες τις περιοχές του νησιού. Για παράδειγμα, ένας ομιλητής της
κρητικής θα προφέρει τη λέξη μπάλα ως [΄bala] και όχι ως [΄mbala]
ή τη λέξη πέντε ως [΄pede] και όχι [΄pende].
Από αυτή την άποψη, τα κρητικά κατηγοριοποιούνται μαζί με
κάποια ιδιώματα των Κυκλάδων, τα μανιάτικα, τα
μεγαροκουμιώτικα κλπ.
Αξιοσημείωτο είναι πως αν και στην κοινή
νεοελληνική επικρατεί μία σύγχυση όσον αφορά το φαινόμενο αυτό,
μιας και επικρατεί πότε η μία πότε η άλλη προφορά, η κρητική
αντιστέκεται στην ισχυρή επίδραση της κοινής και επιμένει να
αποβάλλει το έρρινο στοιχείο.
Το τρίτο στη σειρά χαρακτηριστικό που έχει προτείνει ο Τζιτζιλής
γίνεται και αυτό με βάση φωνολογικά κριτήρια. Οι διάλεκτοι
ταξινομούνται με βάση την παρουσία ή όχι φατνοουρανικών
φθόγγων.
Οι φατνοουρανικοί φθόγγοι είναι μία συγκεκριμένη
κατηγορία φθόγγων που λείπουν από την κοινή νεοελληνική και
ορισμένες διαλέκτους. Επιβιώνουν όμως ακόμα και σήμερα σε
διάφορα διαλεκτικά ιδιώματα. Οι φθόγγοι αυτοί είναι οι [ʃ], [ʒ] που
είναι συριστικοί και οι [tʃ] και [dʒ] που είναι προστριβόμενοι.
Κάποιες διάλεκτοι διατηρούν αυτούς τους φθόγγους όπως η
κατωιταλική, η καππαδοκική, η ποντιακή κ.α. Δεν υπάρχει
οµοφωνία µεταξύ των ερευνητών σχετικά µε τη φωνολογική αξία
των συµφώνων αυτών, αν δηλαδή είναι φωνήµατα ή όχι.
Στην κρητική παρατηρείται το εξής φαινόμενο: τα υπερωικά /k/ και
/x/ όταν έπονται τα πρόσθια φωνήεντα [i] και [e] έχουν μία
συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ο Κοντοσόπουλος (1981) επισημαίνει
ότι είναι το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της κρητικής προφοράς.
Ο υπερωικός φθόγγος [x] όταν συναντήσει [i] ή [e] εμφανίζει το
ουρανικό αλλόφωνο [ç] στην κοινή και σε πολλές περιπτώσεις στην
κρητική τον φατνοουρανικό [ʃ] π.χ. [ma΄çera] - [ma΄ʃ era].
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τον φθόγγο [k] ο οποίος εμφανίζει
στην κοινή το αλλόφωνο [c]. Σε κάποια ιδιώματα της κρητικής
παρουσιάζεται ο φατνοουρανικός φθόγγος [tʃ], π.χ. [ceros] -
[tʃ eros] έχουμε δηλαδή ακραία μορφή ουράνωσης που οδηγεί σε
τσιτακισμό.
Καλό θα ήταν να επισημανθεί πάντως πως το
συγκεκριμένο φωνολογικό χαρακτηριστικό έχει χάσει αρκετό
έδαφος σε πολλές περιοχές της Κρήτης χάριν των τύπων [c’e΄ros] ή
[ma΄ç’era] όπου η απόστροφος δηλώνει την ουράνωση των
φθόγγων χωρίς όμως παράλληλα την εμφάνιση φατνοουρανικών
(φαινόμενο που θα αναλυθεί παρακάτω).
Το τέταρτο φωνολογικό χαρακτηριστικό που προτείνει ο Τζιτζιλής
για την ταξινόμηση και την περιγραφή των νεοελληνικών διαλέκτων
αφορά την παρουσία ή απουσία διπλών συμφώνων. Όπως
γνωρίζουμε, η αρχαία ελληνική γλώσσα όταν ήταν
κατακερματισμένη σε διαλέκτους διέθετε και εκείνη διπλά
συμφωνικά συμπλέγματα, τα οποία με την έλευση της ελληνιστικής
κοινής (από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα και εξής) άρχισαν
σταδιακά να απλοποιούνται και να προφέρονται ως ένα σύμφωνο.
Η απλοποίηση αυτή κληρονομήθηκε και από την κοινή νέα ελληνική
και από αρκετές διαλέκτους και ιδιώματά της. Η κρητική φαίνεται
πως δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την αλλαγή αυτή και ανήκει στις
διαλέκτους που δεν χαρακτηρίζονται διπλωτικές, μιας και προφέρει
τα διπλά σύμφωνα ως ένα σύμφωνο. Για παράδειγμα, ένας
ομιλητής της κρητικής θα προφέρει τη θάλασσα όχι ως [΄θalas-sa]
αλλά ως [΄θalasa] ή τη λέξη αλλάζω ως [al΄azo] και όχι ως [al-l΄azo]
όπως κάνει π.χ. η κυπριακή.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κρητικής διαλέκτου είναι η τάση
για απλοποίηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων όταν
αποτελούνται από ένα εξακολουθητικό και έρρινο χειλικό σύμφωνο
ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτό δε συμβαίνει ούτε καν στην
κοινή, π.χ. ένας Κρητικός θα προφέρει [fta΄menos] όταν θέλει να πει
τη λέξη φτασμένος ή [sapi΄menos] όταν θέλει να πει τη λέξη
σαπισμένος. Βλέπουμε έτσι ότι το ρινικό στοιχείο διατηρείται αλλά
το εξακολουθητικό αποβάλλεται (Κάππα 2015).
Ακόμα, ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της κρητικής είναι η τάση για
αποβολή του οδοντικού [n] όταν ακολουθεί το επίσης οδοντικό [θ]
π.χ. άθρωπος [΄aθropos] αντί για άνθρωπος [΄anθropos] και άθος
[΄aθos] αντί για άνθος [΄anθos], αθόγαλο [a΄θογalo] αντί για
ανθόγαλο [an΄θoγalo]. Το ημίφωνο [w] που παρατηρείται στη
φωνολογία της κοινής π.χ. που ανατέλλει [pwanat΄eli] στην κρητική
φωνολογία απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά όταν ακολουθεί το
φωνήεν [a], άρα ένας ομιλητής της κρητικής θα πει [panat΄eli]
π’ανατέλλει με απαλοιφή του ημίφωνου [w] τουλάχιστον στο ιδίωμα
της ανατολικής Κρήτης.
Με βάση το πέμπτο φωνολογικό χαρακτηριστικό, η κρητική
παρουσιάζει αξιομνημόνευτο ενδιαφέρον.
Ο Τζιτζιλής διακρίνει τις
διαλέκτους σε αυτές που παρουσιάζουν ουράνωση των φθόγγων
[k], [g] [γ] και [x] όταν έπονται τα φωνήεντα [i] και [e] και σε αυτές
που δεν εμφανίζουν αυτό το φαινόμενο.
Η κρητική εδώ έχει την
πρωτοκαθεδρία καθώς όχι μόνο παρουσιάζει ουράνωση, αλλά έχει
δημιουργήσει κατά κάποιο τρόπο μία ολόκληρη υποκατηγορία, την
ουράνωση κρητικού τύπου που εμφανίζεται και σε κάποια ιδιώματα
των Κυκλάδων, στα μανιάτικα και αλλού. Για να γίνει αυτό πιο
κατανοητό, ένας ομιλητής της κρητικής θα προφέρει αρκετά πιο
δασέα τη λέξη καιρός από ότι προφέρεται στην κοινή νεοελληνική ή
σε βόρεια ιδιώματα. [c’er΄os]. Σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης
μάλιστα φτάνουμε στα όρια του τσιτακισμού και της εμφάνισης
φατνοουρανικών (έγινε λόγος παραπάνω γι’ αυτό)
Με τον ίδιο τρόπο θα προφερθούν και οι λέξεις γύρη [΄ʝ’iri], χέλι
[΄ç’eli] και αγκίστρι [aɟ’istri] (με ταυτόχρονη ολική αποβολή του
ρινικού στοιχείου στο τελευταίο παράδειγμα). Η ουράνωση είναι
σχεδόν καθολικό χαρακτηριστικό όλων των μορφών που εμφανίζει
η διάλεκτος στο νησί ακόμα και σήμερα, σε σημείο ένας Κρητικός
να προδίδει αυτόματα την καταγωγή του αν χρειαστεί να πει τις
παραπάνω (κι όχι μόνο) λέξεις, πολύ απλά γιατί θα χρησιμοποιήσει
την ουράνωση “κρητικού τύπου”.
Σε κάποιες περιοχές του νησιού (όπως αναφέρθηκε παραπάνω)
παρατηρείται μάλιστα και ουράνωση των φθόγγων [n] και [l] μετά
από το φωνήεν [i], ένα χαρακτηριστικό που απαντάται και σε άλλα
ιδιώματα. Για παράδειγμα, είναι πιθανό να ακούσουμε τη λέξη
Νίκος ως [΄ɲikos] αντί για [΄nikos] ή τη λέξη πόλη ως [΄poʎi] αντί για
[΄poli]. Το φωνολογικό αυτό χαρακτηριστικό απαντάται σε κάποιες
επαρχιακές κυρίως περιοχές στα κεντρικά και ανατολικά του
νησιού (Ηράκλειο, Λασίθι), αλλά δεν αποκλείεται να το ακούσει
κανείς και στα ανάλογα αστικά κέντρα, κυρίως από άτομα μεγάλης
ηλικίας αλλά και νεότερους. Η δυτική Κρήτη φαίνεται πως δεν
παρουσιάζει εκτενώς αυτό το φωνολογικό φαινόμενο.
Το έκτο χαρακτηριστικό που πρότεινε ο Τζιτζιλής, είναι και αυτό
φωνολογικής φύσεως και αφορά την εμφάνιση ή όχι συνίζησης. Η
συνίζηση είναι ένα φωνολογικό φαινόμενο το οποίο έχει να κάνει με
τις ακολουθίες φωνήεντων. Συγκεκριμένα, παρατηρείται απώλεια
της συλλαβικής αξίας ενός φωνήεντος, συνήθως του πρώτου. Η
συνίζηση είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε στη μεσαιωνική
ελληνική και επηρέασε σημαντικά την κοινή και κάποιες διαλέκτους,
μεταξύ αυτών και την κρητική.
Ένας ομιλητής της κρητικής κάνει χρήση της συνίζησης και
προφέρει παιδιά [peδʝ’a] (με παράλληλη ουράνωση του φθόγγου ʝ)
σε αντίθεση με κάποιον που μιλάει π.χ. ποντιακά, ο οποίος θα
προτιμήσει τον ασυνίζητο τύπο παιδία [pe΄δia]. Το φαινόμενο της
συνίζησης συναντάται και στην κοινή νεοελληνική. Η κρητική έχει
γενικά την τάση να αποφεύγει την ασυνιζησία ακόμα και στις
περιπτώσεις που η κοινή έχει αναπτύξει δύο τυπους, έναν ασυνίζητο
και έναν με συνίζηση π.χ. μία - μια, δύο - δυο, αγία - αγια., εκκλησία
- εκκλησια. Οι Κρητικοί προτιμούν τον δεύτερο τύπο που έχει
συνίζηση.
Οι φωνητικές ιδιαιτερότητες της κρητικής φυσικά δε σταματάνε
εδώ. Η κρητική διατηρεί τον νόμο της τρισυλλαβίας, σύμφωνα με
τον οποίο μία λέξη δεν μπορεί να τονιστεί πάνω από την
προπαραλήγουσα και δεν τον καταστρατηγεί όπως συμβαίνει σε
κάποια βόρεια ιδιώματα. Για παράδειγμα, ένας ομιλητής της
κρητικής θα προφέρει έκαμα (έκανα) και εκάμαμε (κάναμε) χωρίς
να ανεβάσει τον τόνο στην αρχική συλλαβή. Τον νόμο της
τρισυλλαβίας τον διατηρεί και η κοινή νεοελληνική αλλά και αρκετά
νότια ιδιώματα. Αυτό αποτελεί και το έβδομο χαρακτηριστικό
διάκρισης των νεοελληνικών διαλέκτων κατά τον Τζιτζιλή.
Το όγδοο κριτήριο αφορά την τάση για ανοιχτές συλλαβές. Εδώ η
κρητική πρωτοτυπεί και φαίνεται πως υπάρχει μία προτίμηση στις
ανοικτές συλλαβές, δηλαδή σε αυτές που λήγουν σε φωνήεν, παρά
στις κλειστές (π.χ. κοιτούνε αντί κοιτούν ) κυρίως στα ρήματα αλλά
και αλλού, π.χ. να ‘τον ήρθε- να’τονε ήρθε, σας λέει - σασε λέει, την
θωρώ - τηνε θωρώ, ανέ πας αντί του αν πας.
Από αυτή την
άποψη λοιπόν, παρουσιάζει γνωρίσματα των νότιων ιδιωμάτων και
πάλι. Σήμερα βέβαια, ειδικά στις νέες γενιές αυτό το γνώρισμα είναι
ελεύθερο καθώς μπορεί να απαντηθούν και τύποι με κλειστές
συλλαβές, ειδικά στα αστικά κέντρα του νησιού.
Το φαινόμενο
πάντως των ανοιχτών συλλαβών έχει παγκρήτια εφαρμογή (Κάππα
2015).
Το ένατο χαρακτηριστικό διάκρισης είναι η αποβολή ή όχι του
ληκτικού -ν στα ονόματα, όπου η κρητική εδώ παρουσιάζει ένα
ιδιαίτερο φαινόμενο. Η διάλεκτος αυτή, έχει την τάση να αποβάλλει
το ληκτικό -ν σχεδόν καθολικά στα ονόματα και ιδίως στη γενική
πληθυντικού, π.χ. ένας ομιλητής της κρητικής θα προφέρει
[toʝerma΄no] αν θέλει να πει των Γερμανών [ton ʝermanόn],
[tospiθ΄ço] αν θέλει να πει των σπιτιών [tonspitçon].
Σε
παραδείγματα βέβαια τέτοιου τύπου, αν η δεύτερη λέξη ξεκινάει από
φωνήεν δεν αποσιωπάται το τελικό -ν της πρώτης λέξης, π.χ.
των αλλονώ, ή αν φύγει το -ν φεύγει και το /ω/ π.χ. τ’αλλονώ γιατί
αλλιώς δημιουργείται χασμωδία. Χαρακτηριστική είναι και η
έκφραση της κρητικής πολλώ λογιώ “πολλών ειδών”, όπου έχουμε
συνεκφορά σε γενική πτώση με αποβολή του -ν.
Ένα άλλο
χαρακτηριστικό παράδειγμα απαλοιφής του τελικού -ν είναι η
φράση αδέ που απαντάται σχεδόν σε όλες τις ποικιλίες της
διαλέκτου και η οποία προέρχεται από τη φράση αν δεν .
Στα ουδέτερα το ληκτικό -ν επίσης δε διατηρείται (όπως και στην
κοινή) π.χ. παιδί αντί για παιδίν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το
φαινόμενο της αφομοίωσης τρόπου άρθρωσης στην κρητική, π.χ.
όταν μετά το [n] ακολουθεί κάποιο από τα [p], [t] και [k] αυτά
ηχηροποιούνται ύστερα από επιρροή του [n] το οποίο είναι ηχηρό
και φεύγει εντελώς. Για παράδειγμα, η φράση των πετεινών θα
προφερθεί ως τω μπετεινώ [tobetino], με παράλληλη αποβολή του
ληκτικού -ν και στο άρθρο και στη λέξη αλλά και ηχηροποίηση του
[p] (χωρίς μάλιστα παρουσία ρινικού στοιχείου). Το φαινόμενο αυτό
παρατηρείται μεν και στην κοινή, με παρουσία δε του ρινικού
στοιχείου δηλαδή το [n] δεν αποβάλλεται.
Με βάση το δέκατο φωνολογικό χαρακτηριστικό, η κρητική
εμφανίζει ακόμα μία ιδιαιτερότητα που δεν απαντάται στην κοινή
νεοελληνική: την επένθεση του φθόγγου [γ] στην κατάληξη των
ρημάτων που τελειώνουν σε -εύω π.χ. χορεύω, παντρεύω. Ένας
ομιλητής της κρητικής θα πει χορεύγω, χορεύγεις, χορεύγει κλπ,
αντί για χορεύω, χορεύεις, χορεύει. Μάλιστα στο β΄ και γ΄ενικό
όπως και στο β΄ πληθυντικό (χορεύγετε) θα παρατηρηθεί η σχετική
ουράνωση στην προφορά του φθόγγου [ʝ], δηλαδή [xo΄revʝ’ete]. Σε
κάποιες περιοχές (Βιάννος) εμφανίζεται και ο τύπος [xo΄revʝ’ite].
Το φαινόμενο αυτό απαντάται και σε άλλα ιδιώματα του νότιου
χώρου όπως στις Κυκλάδες και την Κύπρο.
Ο φθόγγος /γ/ εμφανίζεται συχνά και μεσοφωνηεντικά προκειμένου
να αποφευχθεί η χασμωδία, π.χ. τρώγω [΄troγο] αντί για τρώω,
ακούγω [ak΄uγο] αντί για ακούω. Σε περίπτωση που το πρώτο από
τα δύο φωνήεντα σε χασμωδία είναι [i], τότε δεν έχουμε επένθεση
του /γ/ αλλά αναπτύσσεται ένα ημίφωνο άσχετα με το αν το δεύτερο
φωνήεν είναι οπίσθιο. Το ημίφωνο αυτό σταδιακά συμφωνοποιείται
και τρέπεται στο ουρανικό αλλόφωνο [ʝ] τόσο εντός του θέματος,
όσο και στα όρια του με ένα παραγωγικό επίθημα ή ανάμεσα στο
άρθρο και την προσωδιακή λέξη (Κάππα 2015). Ενδεικτικά
παραδείγματα: [a΄ʝeras] αγέρας*, [kriʝ΄os] κριγιός**, [rʝ΄ac’i]
ργιάκι***.
Συμπεραίνουμε έτσι ότι η κρητική αγνοεί εντελώς τη
χασμωδία και αυτό όπως είπαμε συμβαίνει και ανάμεσα στο άρθρο
και την προσωδιακή λέξη, π.χ. [iʝanθropi] οι γιάνθρωποι αντί για οι
άνθρωποι [janθropi] που είναι ο τύπος της κοινής ή [iʝ΄oreksi] η
γιόρεξη αντί η όρεξη [joreksi] (Ερωτόκριτος).
Η κρητική βέβαια παρουσιάζει και περαιτέρω φωνολογικές
εξελίξεις: π.χ. η θέση του τόνου. Αν και γενικά υπακούει στον νόμο
της τρισυλλαβίας, στην κρητική ο τόνος μπορεί να αλλάζει θέση σε
κάποιες λέξεις ανάλογα με την προσωδία και συνήθως
παρατηρείται η κάθοδός του από την προπαραλήγουσα στην
παραλήγουσα ή από την παραλήγουσα στη λήγουσα.
Για
παράδειγμα, αντί για τη λέξη άνθρωποι ένας ομιλητής της κρητικής
συχνά θα πει α(ν)θρώποι ή μοναχός αντί για μονάχος (μπορεί να
εμφανιστεί και ο τύπος αμοναχός), Σαββάτο αντί Σάββατο, ή
σχολειό αντί για σχολείο. Αυτό σε κάποια παραδείγματα εξηγείται
αν λάβουμε υπόψη την αποφυγή της χασμωδίας.
Μία ακόμη φωνολογική εξέλιξη της κρητικής είναι η τάση για πιο
συριστική προφορά του [s] δηλαδή λίγο πιο παρατεταμένα, όχι
όμως από το σύνολο του πληθυσμού (Κοντοσόπουλος 2001) και η
τροπή του [t] σε [θ] και του [d] ως [δ] όταν ακολουθούν οι φθόγγοι
[ç], [ʝ] κυρίως, π.χ. σπίθια [΄spiθça] αντί για σπίτια, αρχοδιά
[arxoδ΄ʝa] αντί για αρχοντιά [arxod΄ʝa], [xarθ΄ça] χαρθιά αντί για
[xart΄ça] χαρτιά. Έχουμε δηλαδή αφομοίωση τρόπου άρθρωσης
που συμβαίνει ανάμεσα σε δύο μέλη ενός συμφωνικού
συμπλέγματος όταν το πρώτο σύμφωνο είναι στιγμικό και το
δεύτερο εξακολουθητικό και έτσι δημιουργούνται δύο
εξακολουθητικά σύμφωνα.
Ο Κοντοσόπουλος (1981) εξαιρεί το
ιδίωμα της Σητείας από αυτόν τον κανόνα.
Το άτονο φωνήεν [i] που παρουσιάζεται στις καταλήξεις -ιάς, -ιά,
αποβάλλεται εφόσον προηγείται [r], π.χ. μακρά αντί μακριά, γρα
αντί γριά, κοπρά αντί κοπριά, μαχαιρά αντί μαχαιριά χάριν
ευφωνίας (Κοντοσόπουλος 2001, 33).
Στη δυτική Κρήτη παρόλα
αυτά, το άτονο [i] μετά από τα συριστικά [s] και [z] διατηρείται.
Συχνά μπορεί να συμβεί και μετάθεση φθόγγου, π.χ. δόντια [΄δodʝa]
- ντόδια [΄doδʝa] (Ηράκλειο).
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η μεσαιωνική ονοματική
κατάληξη σε -έα/-έας διατηρείται στη δυτική Κρήτη (μηλέα, απιδέα)
με παράλληλη απαλοιφή του -α (μηλέ, απιδέ).
Το φαινόμενο της μη
συνίζησης των μεσαιωνικών καταλήξεων σε [ea(s)] εντοπίζεται με
ιδιαίτερη μορφή στη κεντρική και δυτική Κρήτη (Κοντοσόπουλος
1969).
Το τελικό [s] αποβάλλεται στα ουσιαστικά, πριν από ασθενή τύπο
κτητικής αντωνυμίας α’ πληθυντικού, π.χ. ο χωριανό μας. Το
φαινόμενο αυτό αποτελεί γνώρισμα της δυτικής Κρήτης.
Επίσης το
συμφωνικό σύμπλεγμα [sti] + φωνήεν τρέπεται σε [si] + φωνήεν, π.χ.
χρισιανός αντί για χριστιανός.(Κοντοσόπουλος 2001).
Στα ιδιώματα της κεντρικής και δυτικής Κρήτης παρουσιάζεται το
ανακεκαμένο [r] ένας αρκετά σπάνιος φθόγγος στις ευρωπαϊκές
γλώσσες που στο ΔΦΑ συμβολίζεται ως [ɹ]. Για παράδειγμα, η λέξη
νερό θα προφερθεί στις περιοχές αυτές ως [neɹ΄o] με την άκρη της
γλώσσας να ακουμπάει μία φορά τον ουρανίσκο και να
τοποθετείται όσο πιο κεντρικά γίνεται.(Πάγκαλος 1955, Kappa &
Vergis 2011).
Ακόμα και ο υγρός φθόγγος [l] παρουσιάζει ιδιαίτερη συμπεριφορά
στα κρητικά. Πέρα από την τάση για ουράνωσή του στα ορεινά
ιδιώματα της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης κάτι για το οποίο
μιλήσαμε προηγουμένως, στο ιδίωμα των Σφακίων και στο ιδίωμα
της επαρχίας Μονοφατσίου στο Ηράκλειο, παρατηρείται η
ανακεκαμένη προφορά του, ως [ɻ] δηλαδή όταν ακολουθούν τα
φωνήεντα /o, a, u/, π.χ. [kaɻ΄os] αντί για [kal΄os] καλός, [΄ɻaδi] αντί
για [΄laδi] λάδι.
Βέβαια, η συμπεριφορά των υγρών φθόγγων ως ανακεκαμένων δεν
είναι καθολική και το φύλο και η ηλικία παίζουν καθοριστικό ρόλο
στην πραγμάτωσή τους, για παράδειγμα στη Χώρα Σφακίων
χρησιμοποιείται κυρίως από άνδρες όπως και στην περιοχή του
Μονοφατσίου στο Ηράκλειο ενώ στην περιοχή του Μυλοπόταμου
στο Ρέθυμνο (Ανώγεια, Αμάρι, Ζωνιανά) η χρήση του ανάμεσα σε
γυναίκες ηλικίας 30 – 65 ετών αποφεύγεται (Vergis & Terkurafi
2013).
Στα ιδιώματα της δυτικής Κρήτης παρατηρείται η αντικατάσταση
του [l] (λ) από το [r] όταν αυτό βρίσκεται σε θέση πυρήνα συλλαβής,
π.χ. /el.pi.δα/ (όπου το l αποτελεί τη ρίμα της συλλαβής) και έτσι
συχνά ακούγεται ο τύπος [erp΄iδa].
Στην ανατολική Κρήτη
παρατηρείται επένθεση κάποιων φθόγγων σε ορισμένες λέξεις, π.χ.
ρογδιά [roγδ΄ʝa] “ροδιά”, γδυμνός [γδim΄nos] “γυμνός”.
Στα
συμπλέγματα της κοινής όπου ο πρώτος φθόγγος είναι [s] και ο
δεύτερος κάποιος στιγμικός παρατηρείται το εξής φαινόμενο: το
σύμπλεγμα [sx] της κοινής μετατρέπεται σε [sk] στα κρητικά, π.χ.
[΄skoli] σκόλη - [΄sxoli] σχόλη, [isk΄nos] ισκνός - [isx΄nos] ισχνός.
(Kappa 2016)
Αν μετά το σύμπλεγμα [sk] εμφανιστεί το [i] ή το [e] τότε η κρητική
εμφανίζει κανονικά το ουρανικό αλλόφωνο [c] με την
χαρακτηριστική ουράνωση: π.χ. [asc’imos] άσκημος - [asçimos]
άσχημος. Στο σύμπλεγμα της κοινής [sθ] η κρητική εμφανίζει το
σύμπλεγμα [st], π.χ. [eftis] ευτύς - [efθis] ευθύς, [mistos] μιστός-
[misθos] μισθός. (Kappa 2016)
Ιδιαίτερα φαινόμενα παρατηρούνται και σε επιμέρους συμφωνικά
συμπλέγματα της κοινής όπου στα κρητικά διαμορφώνονται με
τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε το πρώτο σύμφωνο να είναι
εξακολουθητικό και το δεύτερο στιγμιαίο, π.χ. κοινή [΄ekpliksi]
κρητική [΄expliksi], κοιν. [΄katoptro] κρητ. [΄katoftro], κοιν. [ektro΄pi]
κρητ. [extro΄pi], κοιν. [΄ekθesi] - κρητ. [΄exθesi].
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η κρητική φωνολογία παρουσιάζει
περαιτέρω αποκλίσεις από την ΚΝΕ, για παράδειγμα έχει
παρατηρηθεί το φαινόμενο της αφομοίωσης ενός φωνήεντος. Ας
πούμε, σε κάποιες λέξεις το φωνήεν [e] τρέπεται σε [o] αν στην
επόμενη συλλαβή ακολουθεί [ο], π.χ. [΄ekso] έξω - [΄okso] όξω,
[ex΄θros] εχθρός - [ox΄θros] οχθρός, [peδe΄mos] παιδεμός -
[peδο΄mos] παιδομός.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, τρέπεται σε [a],
π.χ. [elaf΄ris] ελαφρύς - [alaf΄ris] αλαφρύς, [δre΄pani] δρεπάνι -
[δra΄pani] δραπάνι.
Το [o] ενδέχεται να τρέπεται και αυτό σε [a] αν
στην επόμενη συλλαβή υπάρχει [a], π.χ. [ol΄aceros] ολάκερος -
[al΄aceros] αλάκερος, [monas΄tiri] μοναστήρι - [manas΄tiri]
μαναστήρι. Λιγότερο συχνή είναι η αφομοίωση του [i] σε [o] όταν
έπεται πάλι [o] στην επόμενη συλλαβή, π.χ. [iγ΄ros] υγρός - [ογ΄ros]
ογρός. Το άτονο [i] πολλές φορές τρέπεται σε [e] συνήθως πριν ή
μετά από υγρά σύμφωνα, π.χ. [ci΄ra] κυρά - [ce΄ra] κερά,
[maksi΄lari] μαξιλάρι - [makse΄lari] μαξελάρι, [pliro΄mi] πληρωμή -
[plero΄mi] πλερωμή. (Kappa 2016)
Επιπλέον, είναι δυνατό το άτονο [e] να μετατραπεί σε [o] χωρίς
απαραίτητα να έπεται ένα άλλο [o] στην αμέσως επόμενη συλλαβή,
π.χ. [ʝe΄firi] γεφύρι - [ʝo΄firi] γιοφύρι, [re΄viθi] ρεβύθι - [ro΄viθi]
ροβύθι, [ʝe΄mizo] γεμίζω - [ʝο΄mizo] γιομίζω, [kre΄miδι] κρεμμύδι -
[kro΄miδi] κρομμύδι.
Καμιά φορά πάντως ενδέχεται να αλλάζει το
[e] σε [o] ακόμα κι όταν τονίζεται, π.χ. [΄psema] ψέμα - [΄psoma]
ψόμα.
Συνοψίζοντας, παρατηρούμε ότι η κρητική παρουσιάζει αρκετές
φωνολογικές αποκλίσεις από την κοινή, αλλά έχουν και αρκετά
όμοια χαρακτηριστικά. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι
φωνολογικές προτιμήσεις της διαλέκτου συμβαδίζουν κατά κανόνα
με τα ιδιώματα του νότιου ελλαδικού χώρου και ειδικότερα με
ορισμένα της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων και της
Δωδεκανήσου.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ
ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ
Τα επόμενα οκτώ χαρακτηριστικά (11 έως 19) που προτείνει ο
Τζιτζιλής (2000) έχουν να κάνουν κυρίως με μορφολογικές
ιδιαιτερότητες.
Το πρώτο χαρακτηριστικό μορφολογικής φύσης για
την ταξινόμηση των διαλέκτων έχει να κάνει με την ύπαρξη ή μη
μορφολογικής διάκρισης ανάμεσα στην ονομαστική και την
αιτιατική του πληθυντικού σε αρσενικά που λήγουν σε -ος (αιτιατική
πάλι σε -ος).
Στην κρητική διάλεκτο (όπως και στην κοινή νεοελληνική, στα
μανιάτικα, στην κατωιταλική, στα κυπριακά κλπ) σημειώνεται
μορφολογική διάκριση της ονομαστικής από την αιτιατική
πληθυντικού σε αντίθεση με άλλες διαλέκτους και ιδιώματα. Στο
ουσιαστικό ο κισσός για παράδειγμα, ένας ομιλητής της κρητικής
θα πει εφύτεψα οψές δύο κισσούς (φύτεψα χθες δύο κισσούς) και
όχι εφύτεψα οψές δύο κισσοί, όπως γίνεται στη βορειοανατολική
ηπειρωτική Ελλάδα. Παρατηρούμε συνεπώς, ότι η κρητική ανήκει
στη διαλεκτική ομάδα που κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στην
ονομαστική και την αιτιατική του πληθυντικού.
Όσον αφορά τη χρήση διμελούς ή τριμελούς δεικτικού συστήματος,
οι διάλεκτοι χωρίζονται σε αυτές που χρησιμοποιούν διμελές ή
τριμελές σύστημα δείξης για κοντινή ή μακρινή απόσταση. Στα
κρητικά (όπως και στη Χίο και σε κάποια πελοποννησιακά
ιδιώματα) το δεικτικό σύστημα είναι τριμελές αλλά μη λειτουργικό.
Για να γίνει πιο κατανοητό το φαινόμενο, η κρητική δε χρησιμοποιεί
μόνο τις αντωνυμίες αυτός και εκείνος για την κοντινή ή μακρινή
δείξη αλλά παρατηρείται και ευρεία χρήση της αντωνυμίας
(ε)τούτος για την κοντινή κυρίως δείξη και εκείνος ή κείνος για τη
μακρινή δείξη χωρίς σαφή διακριτή λειτουργία. Ίσως διαχρονικά να
υπήρχε μία πιο ξεκάθαρη διάκριση και αργότερα να χάθηκε. Με τα
τοπικά επιρρήματα παρατηρείται ένα παρόμοιο φαινόμενο: όταν
θέλουμε να αναφερθούμε σε κάτι που είναι κοντά στον ομιλητή
χρησιμοποιούμε το επίρρημα επαέ (εδώ) και αν θέλουμε να
αναφερθούμε σε κάτι που είναι μακριά από τον ομιλητή
χρησιμοποιούνται τα επιρρήματα εκιά ή ετά (εκεί), ανεξάρτητα από
το αν είναι κοντά ή μακριά από τον συνομιλητή.
Όσον αφορά τώρα, τη μορφή του ουδετέρου της ερωτηματικής
αντωνυμίας τι, η κρητική παρουσιάζει διαφοροποίηση από την
κοινή νεοελληνική και άλλες (κυρίως βόρειες) διαλέκτους καθώς
κάνει ευρεία χρήση του τύπου είντα ή ίντα αντί για το τι. Το
φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλες τις περιοχές του νησιού. Με
βάση αυτό το χαρακτηριστικό, η κρητική ανήκει στις διαλέκτους
που κάνουν χρήση του είντα με βάση τη διάκριση του Τζιτζιλή σε
διαλέκτους που κάνουν χρήση του τι, του είντα, του τίμbου και πιο
σπάνια του τίνα. Το είντα χρησιμοποιείται τόσο στον ευθύ λόγο, π.χ.
ειντά ‘καμες; (τι έκανες; με ταυτόχρονη έγκλιση τόνου στη λήγουσα)
όσο και στον πλάγιο π.χ. Ήρθε και μου ‘πε ειντά ‘θελε (ήρθε και μου
είπε τι ήθελε).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που πρέπει να επισημανθεί όσον αφορά
την κρητική μορφολογία, είναι η κατά κανόνα απουσία σιγματικών
παρατατικών τύπων στα ρήματα. Το εν λόγω κριτήριο αφορά το
είδος του παρατατικού των παλαιών συνηρηµένων ρηµάτων και
κυρίως αυτών σε -ώ, -άς. Για παράδειγμα, στην Κρήτη είναι πιο
πιθανό να ακούσει κανείς τον τύπο βοήθαγα (και συχνά μάλιστα με
συλλαβική αύξηση εβοήθαγα) παρά τον σιγματικό τύπο βοηθούσα.
Παρόλα αυτά, αυτό το χαρακτηριστικό - ίσως λόγω ισχυρής
επίδρασης της κοινής - έχει “χαλαρώσει” κάπως και οι τύποι με
σιγματικό παρατατικό είναι επίσης αρκετά πιθανό να ακουστούν
στα αστικά κέντρα και από νεαρούς ομιλητές. Στον πληθυντικό
αριθμό, η τάση για ανοιχτές συλλαβές που αναφέραμε παραπάνω
επιμένει: π.χ. (ε)βοηθάγανε, (ε)χτυπάγανε
Ένα άλλο μορφολογικό χαρακτηριστικό που διακρίνει την κρητική
και την ταξινομεί σε σχέση με τις υπόλοιπες διαλέκτους, είναι ο
σχηματισμός ή μη του παθητικού αορίστου με την κατάληξη -κα.
Κάποια νεοελληνικά ιδιώματα δεν εμφανίζουν καθόλου αυτή την
κατάληξη και επιμένουν σε τύπους του παλαιού αορίστου, κάποια
άλλα δέχονται επίδραση του ενεργητικού στις καταλήξεις τους και
κάποια άλλα παρουσιάζουν εμφάνιση του τύπου -κα μόνο σε
συγκεκριμένα πρόσωπα, κυρίως στο α΄ ενικό.
Η κρητική από αυτή την άποψη, ανήκει στην τελευταία ομάδα
καθώς παραδοσιακά εμφανίζει τον τύπο -κα κυρίως στο α’ ενικό
και λιγότερο στα υπόλοιπα πρόσωπα (π.χ. ηκούστηκα αλλά
ηκούσθης/ηκούστης, ηκούσθη/ηκούστη, ηκούσθημε/ηκούστημε κλπ
με διατήρηση της αρχαίας χρονικής αύξησης). Καλό θα ήταν να
επισημανθεί πάντως πως αυτό το φαινόμενο λόγω πάλι επιδράσεων
από την κοινή έχει περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό και οι τύποι σε -
κα μπορούν να εμφανιστούν σχεδόν εξίσου με τους παλαιούς
τύπους.
Το επόμενο μορφολογικό κριτήριο που έχει προτείνει ο Τζιτζιλής
αφορά την ύπαρξη ή όχι φωνηεντικών επεκτάσεων στα ενικά
πρόσωπα των οξύτονων ρημάτων που τελειώνουν σε -άω, π.χ.
τιμάω, κεντάω. Κάποιες διάλεκτοι εμφανίζουν φωνηεντικές
επεκτάσεις σε όλα τα πρόσωπα (κεντάω, κεντάεις, κεντάει) κάποιες
μόνο στο α’ και στο γ’ πρόσωπο (κεντάω, κεντάς, κεντάει) και
κάποιες άλλες δεν εμφανίζουν σε κανένα πρόσωπο. Στις τελευταίες
ανήκει και η κρητική. Ένας ομιλητής της κρητικής θα προτιμήσει τον
τύπο χτυπά, κεντά ή τιμά παρά τον αντίστοιχο χτυπάει ή κεντάει.
Στα υπόλοιπα πρόσωπα, παρατηρείται σχεδόν καθολική προτίμηση
της απόρριψης φωνηεντικών επεκτάσεων (π.χ. χτυπάς και όχι
χτυπάεις, μιλώ και όχι μιλάω ). Εξαίρεση αποτελούν τα ιδιώματα
των Χανίων καθώς εκεί προτιμάται η χρήση της επέκτασης
φωνηεντικών τύπων στο α΄ και στο γ΄ πρόσωπο.
Για το επόμενο μορφολογικό κριτήριο που προτάθηκε, η κρητική
ακολουθεί το εξής σχεδιάγραμμα: στο β΄ πληθυντικό των
ενεργητικών παρελθοντικών χρόνων παρατηρείται μία ανισομέρεια
στο ισόγλωσσο: μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου και ο τύπος -έτε
και ο τύπος -άτε αν και θα λέγαμε ότι υπάρχει μία ελαφρά
προτίμηση στον τύπο -έτε (π.χ. εξανοίξετε, εγινήκετε αλλά και
εγινήκατε ). Ο Καυκαλάς (1992) ακολουθεί την ίδια γραμμή και
αναφέρει πως υπάρχει προτίμηση στην κατάληξη -ετε αντί για -ατε
στο β΄ πληθυντικό αορίστου και παρατατικού ενεργητικών και
παθητικών ρημάτων, π.χ. εφύγετε αντί για εφύγατε.
Όσον αφορά το κριτήριο περί χρήσης των καταλήξεων -ουν(ε) ή -
ουσι(ν) και -αν(ε) ή -άσι(ν) η κρητική με τη σημερινή της μορφή
φαίνεται πως προτιμά τους τύπους -ούν(ε) και -αν(ε) με ελεύθερη
επιλογή όσον αφορά τη χρήση τους (προτιμάται ο πρώτος τύπος
από τις μεγαλύτερες γενιές ομιλητών). Στη διάλεκτο ωστόσο
απαντούσαν και παλαιότερα τύποι σε -ούσι(ν) και -άσι(ν) (πρβλ.
Ερωτόκριτος 35, Αρτέμη την ελέγασι τη Ρήγισσαν εκείνη) οι οποίοι
επιβιώνουν ακόμα και σήμερα σε λίγα χωριά στη δυτική Κρήτη.
Το τελευταίο μορφολογικό χαρακτηριστικό που προτείνει ο
Τζιτζιλής έχει να κάνει με την παρουσία συλλαβικής ή χρονικής
αύξησης. Σε αντίθεση με την κοινή νεοελληνική και ορισμένα
θρακοβυθινιακά ιδιώματα που εμφανίζουν μόνο τονισμένη
συλλαβική αύξηση (έπεσα, πέσαμε) πολλές διάλεκτοι του
νεοελληνικού χώρου παρουσιάζουν συλλαβική αύξηση άσχετα με
το αν τονίζεται η συλλαβή ή και χρονική αύξηση που η κοινή έχει
περιορίσει σημαντικά.
Η κρητική ανήκει σε αυτό το σύνολο των διαλέκτων που
εμφανίζουν συλλαβική αύξηση ανεξάρτητα από το εάν η συλλαβή
τονίζεται αλλά και χρονική αύξηση ανεξάρτητα πάλι από το αν
τονίζεται ή όχι. Η χρονική αύξηση κυρίως παρατηρείται εκεί που η
κοινή νεοελληνική κάνει συλλαβική αύξηση. Ενδεικτικά
παραδείγματα συλλαβικής αύξησης: εβάλαμε (βάλαμε), εκόλλησα
(κόλλησα), επόρισα (βγήκα έξω) και χρονικής αύξησης: ήβρασα
(έβρασα), ήκουσα (άκουσα), ήφυγα (έφυγα). Βλέπουμε έτσι, πως
στα κρητικά έχουμε χρονική αύξηση, όπου στην κοινή νεοελληνική
έχουμε συλλαβική. Η κρητική προσαρμόζει τον κανόνα αυτό και σε
λέξεις - “δάνεια” από την κοινή, ας πούμε το κρητικό ρήμα για το
τρέχω είναι το γλακώ (εγλάκηξα) και για το ακούω είναι το γροικώ
(εγροίκηξα) όμως όπου προτιμάται ο τύπος της κοινής,
προσαρμόζεται φωνολογικά και μορφολογικά στο μοντέλο της
διαλέκτου. Πάντως, ο Καυκαλάς (1992) λέει πως στη δυτική Κρήτη
η συλλαβική αύξηση προτιμάται έναντι της χρονικής (έδωκα αντί
ήδωκα).
Θα πρέπει να αναφερθούμε και σε συγκεκριμένες μορφολογικές
ιδιαιτερότητες που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
κρητικής μορφολογίας. Ένα από αυτά - και το πιο κοινό - είναι η
εμφάνιση των τύπων τσι και τση σε αδύνατους τύπους
προσωπικών αντωνυμιών ή στο οριστικό άρθρο, π.χ. τση ‘πα (της
είπα), τσι καλύτερους (τους καλύτερους), τση Μαρίας (της Μαρίας)
κλπ. Σε ορισμένες περιοχές του Ηρακλείου παρατηρείται ακόμα και
ηχηροποίηση κάποιων τύπων των προσωπικών αντωνυμιών
κυρίως στη γενική: π.χ. είπα dου (του είπα), το μέλι dως/dους (το
μέλι τους), το μυστικό dου (το μυστικό του).
Επιπρόσθετα, στα ιδιώματα της επαρχίας Πεδιάδας και του
Μονοφατσίου της ανατολικής Κρήτης παρατηρείται ο τύπος στση
ή στσι, αντί των τύπων της κοινής στη και στις, (π.χ. στση χέρα, στο
χέρι). Στο ιδίωμα της Βιάννου μπορεί να παρατηρηθούν και
ηχηροποιημένοι τύποι όπως τζη, τζι στη θέση των τση, τσι
φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές.
Σε αρκετές λέξεις της κρητικής προστίθεται το πρόθημα α- ή ομάλλον από επίδραση της αρχαίας ελληνικής. Ενδεικτικά
παραδείγματα: αμοναχός (μονάχος), οφέτος (φέτος), αζωντανοί
(ζωντανοί), οψάργας ή οψές (χθες το βράδυ, χθες), ογλήγορα
(γρήγορα). Στο α΄ πληθυντικό του ενεστώτα των ρημάτων
παρατηρείται εκτενώς η κατάληξη -όμε αντί για -ούμε, π.χ. κάνομε,
ψάχνομε, έχομε, ξανοίγομε. Τα αυτοπαθή ρήματα που στην κοινή
λήγουν σε -άμαι στην κρητική λήγουν σε -ούμαι, π.χ. φοβούμαι αντί
για φοβάμαι, κοιμούμαι αντί για κοιμάμαι. (Καυκαλάς 1992).
Η συνοπτική όψη πολύ συχνά δηλώνεται με το -ξ- αντί για το -στης κοινής: π.χ. (ε)τραγούδηξα, (ε)συνάντηξα, (θ)α τραγουδήξω,
(θ)α φτάξω. Το φαινόμενο αυτό είναι παγκρήτιας εμβέλειας. Σε όλη
την επικράτεια της Κρήτης εξίσου, διαδεδομένη είναι η χρήση του
μορίου μπλιο που έχει τη σημασία του “ακόμα” ή του “πια”, η χρήση
των τύπων κιανείς ή κιανένας, κιαμια, κιανένα στη θέση των τύπων
κανείς - κανένας, καμία, κανένα της κοινής και η χρήση της
αρχαίας ελληνικής πρόθεσης εις στα κρητικά, π.χ. εις κιανένα
πόλεμο (σε κανένα πόλεμο).
Αξιοσημείωτη είναι και η χρήση του μορίου ντα στην ανατολική
κυρίως Κρήτη το οποίο συναντάται στην αρχή της πρότασης
ισοδυναμεί με το “μα” ή το “όμως” ή μένει και αμετάφραστο. Μπορεί
να χρησιμοποιηθεί σε ερωτήσεις, π.χ. Ντα που παντίξατε; [(μα) που
συναντηθήκατε;] ή και σε καταφατικές προτάσεις, π.χ. Ντα
οψάργας μου ‘πενε πως να πήγαινε θέλει στα χωράφια (μα χθες το
βράδυ μου είπε πως θα πήγαινε στα χωράφια).
Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του σχηματισμού του
μέλλοντα στα κρητικά, ο οποίος σχηματίζεται με το να + ρήμα +
θέλω, π.χ. να φύγω θέλω (θα φύγω), να πιούμε θέλει (θα πιούμε). Σε
κάποιες άλλες περιοχές αποσιωπάται το ν στο να ή το θ στο θα
όπου αυτό χρησιμοποιείται, π.χ. α πάμε θέλει (θα πάμε), α πάμε (θα
πάμε).
Τα κρητικά επίσης προτιμούν τύπους ρημάτων που προκύπτουν
από συναίρεση, π.χ. τιμώ αντί για τιμάω, ρωτώ αντί για ρωτάω
κ.ο.κ. Στα κρητικά επίσης παρατηρείται και το φαινόμενο της
χρήσης μετοχών εκεί όπου η κοινή τις έχει εγκαταλείψει, συνήθως με
χρήση παρακειμένου ή υπερσυντελίκου: π.χ. σου ‘χω λεομένο (σου
έχω πει), έχω θορώντα (έχω δει, από το θορώ που σημαίνει βλέπω),
έχω καομένο ένα κοπέλι (έχω κάνει ένα παιδί), ειδικά στα ιδιώματα
της ανατολικής Κρήτης.
Περαιτέρω μορφολογικές ποικιλίες της κρητικής θεωρούνται η
διατήρηση της κατάληξης -σσω σε ρήματα που στην ΚΝΕ λήγουν
σε -ζω, π.χ. φράσσω αντί φράζω. Ρήματα που στην ΚΝΕ λήγουν σε
-άλλω, -έλλω, -άρω, -έρω και είναι δάνεια από την ιταλική, στα
κρητικά υιοθετούν την κατάληξη -έρνω, π.χ. τουμπέρνω αντί
τουμπάρω, προσφέρνω αντί προσφέρω, προσβέρνω αντί
προσβάλλω, παραγγέρνω αντί παραγγέλλω (Καυκαλάς 1992). Στην
ανατολική Κρήτη, στα σύνθετα ρήματα με την πρόθεση ανά - , όταν
αυτή είναι άτονη εμφανίζει τον αλλόμορφο τύπο ανέ -, π.χ.
ανεκάτεψα (συχνά αποσιωπάται και το αρκτικό α- και έχουμε
‘νεκάτεψα).
Παρατηρούμε ολοκληρώνοντας, πως η μορφολογία της κρητικής
είναι αρκετά διαφορετική από αυτή της κοινής νεοελληνικής ή
άλλων νεοελληνικών ιδιωμάτων και διαλέκτων και ακολουθεί άλλα
πρότυπα, κάτι που της προσδίδει μορφολογική ποικιλία και
δυνατότητα διάκρισης από άλλα ιδιώματα του ελλαδικού και μη
χώρου.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ
Η θέση των αδύνατων τύπων των προσωπικών αντωνυμιών σε
συγκεκριμένα συντακτικά περιβάλλοντα αποτελεί το πρώτο
συντακτικό κριτήριο που έχει προτείνει ο Τζιτζιλής. Η κρητική
παρουσιάζει απόκλιση από την κοινή σε αυτό το μοτίβο, η οποία
προτάσσει τον αδύνατο τύπο της προσωπικής αντωνυμίας σε
οποιοδήποτε περιβάλλον. Στα κρητικά, οι αδύνατοι τύποι των
προσωπικών αντωνυμιών επιτάσσονται συνήθως αν και υπάρχουν
και κάποιες εξαιρέσεις, π.χ. αντί για τον είδα στα κρητικά λέμε είδα
τον, όμως δεν τον είδα και όχι δεν είδα τον. Ένα άλλο παράδειγμα:
ρωτώ σε (σε ρωτάω). Όμως, σε χρήση της προστακτικής ή της
υποτακτικής έγκλισης έχουμε πρόταξη της προσωπικής
αντωνυμίας μετά το αντικείμενο, π.χ. ένα κερί μου δώσε (δώσε μου
ένα κερί), έναν καφέ μου να κάμεις (να μου φτιάξεις έναν καφέ).
Από αυτή την άποψη λοιπόν, τα κρητικά ανάλογα το περιβάλλον
είτε επιτάσσουν είτε προτάσσουν τους αδύνατους τύπους των
προσωπικών αντωνυμιών.
Το άμεσο αντικείμενο στα κρητικά είναι πάντα σε αιτιατική πτώση,
ενώ το έμμεσο σε γενική, όπως και στα περισσότερα νότια ιδιώματα
και στην κοινή νεοελληνική. Για παράδειγμα, ένας ομιλητής της
κρητικής θα πει αυστηρά του μίλησα και όχι τον μίλησα, όπως θα
πει κάποιος που χρησιμοποιεί τα βόρεια ιδιώματα. Το επόμενο
χαρακτηριστικό με βάση το οποίο η κρητική διαμορφώνει τα
συντακτικά της χαρακτηριστικά, είναι ο τρόπος εκφοράς των
υποθετικών λόγων του μη πραγματικού, για παράδειγμα στην κοινή
νεοελληνική το μόριο συμπίπτει με αυτό του μέλλοντα και η χρονική
βαθμίδα του παρελθόντος εκφράζεται με το κύριο ρήμα, π.χ. αν
μπορούσα να παντρευτώ, θα το έκανα. Στα κρητικά όμως
παρατηρείται η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου δείκτη
αντιγεγονοτικότητας, και συγκεκριμένα ο “ήθελα να” + υποτακτική
αορίστου ή παρακειμένου ή υπερσυντελίκου του ρήματος “έχω”
(Κοντοσόπουλος 2001). Τα κρητικά επομένως εκφράζουν έτσι το
απραγματοποίητο, π.χ. άμα μπορούσα να παντρευτώ, ήθελα να το
‘χα κάμει. (ή: ήθελα να το ‘χω καομένο).
Ορισμένες ακόμη συντακτικές ιδιαιτερότητες της κρητικής
περιλαμβάνουν την αποβολή του να μπροστά από ρήμα, όταν πριν
από αυτό υπάρχει η άρνηση δεν έχω, π.χ. δεν έχω που πάω . Μερικά
ρήματα συντάσσονται με αντωνυμία σε γενική πτώση και όχι σε
αιτιατική, π.χ. Θεός σχωρέση του (Ο Θεός να τον συγχωρέσει).
Σε όσα έχουν να κάνουν με τα παραγωγικά ταξινομικά κριτήρια, το
πρώτο κριτήριο που έχει προταθεί (αν και αρκετά προβληματικό)
είναι η χρήση της κατάληξης -στος ή -γος στα στερητικά επίθετα. Η
κρητική παρουσιάζει την πιο συνηθισμένη μορφή, δηλαδή τη -στος,
π.χ. ακοίμηστος, αγέλαστος, όπως και στις περισσότερες άλλες
διαλέκτους και στην κοινή. Υπενθυμίζεται ότι επειδή υπάρχουν
τύποι και σε -στος και σε -γος εντός του ίδιου ιδιώματος, το κριτήριο
αυτό έχει κάποια προβλήματα αλλά επιτυγχάνει μία πιο οικονομική
ταξινόμηση γι’ αυτό και προτιμάται. Ένα συντακτικό
χαρακτηριστικό της κρητικής που αξίζει να αναφερθεί είναι η
προτίμηση της γενικής έναντι αναλυτικών προθετικών τύπων με
αιτιατική που παρατηρούνται σε αρκετά βόρεια ιδιώματα λόγω
επίδρασης γειτονικών βαλκανικών γλωσσών.
Το παράδειγμα της κρητικής όσον αφορά το τελευταίο παραγωγικό
ταξινομικό κριτήριο, είναι πάλι ιδιαίτερα πρωτοποριακή: Στην
ελληνιστική εποχή, εμφανίστηκαν αρκετοί υποκοριστικοί τύποι στην
ελληνική γλώσσα, οι οποίοι πέρασαν και στις επιμέρους διαλέκτους
που ξεπήδησαν. Η κρητική χρησιμοποιεί αρκετά διαφορετικούς και
πρωτότυπους τύπους για να δηλώσει υποκοριστικά: π.χ. ο πόδας
(το πόδι), η χέρα (το χέρι), ο μπέτης (το στήθος), η αίγα (κατσίκα), η
μαχαίρα (το μαχαίρι). Όπως είναι φανερό από αυτά τα
παραδείγματα, η κρητική δεν αγαπάει τα υποκοριστικά και τα
ουδέτερου γένους ονόματα. Στην περιοχή του Ηρακλείου
παρατηρείται και ο τύπος δαχτύλι αντί για δάχτυλο, έχουμε δηλαδή
υποκορισμένο τύπο εκεί που η κοινή έχει πρωτότυπο, μάλλον
πρόκειται για επίδραση από ανατολικά ιδιώματα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Το λεξιλόγιο της κρητικής διαλέκτου είναι ένα πεδίο για το οποίο
αξίζει να γίνει ξεχωριστή αναφορά. Μεγάλο μέρος του κρητικού
λεξιλογίου έχει κληρονομηθεί απεθείας από την ελληνιστική κοινή ή
τη μεσαιωνική ελληνική (κυρίως όταν το νησί ήταν υπό βυζαντινή
κυριαρχία). Ένα σημαντικό ποσοστό είναι λέξεις λατινικής
προέλευσης που τα κρητικά κληρονόμησαν από τα ιταλικά στη
διάρκεια της βενετικής κατοχής, και λέξεις τουρκικής ή αραβικής
προέλευσης που πέρασαν στη διάλεκτο από τη γλώσσα του
Οθωμανού κατακτητή. Κάποιες λέξεις της κρητικής δεν απαντούν
σε καμία άλλη διάλεκτο είναι δηλαδή γηγενείς και μάλιστα
αποτελούν και τις πιο αναγνωρίσιμες. Μέσα στις πιο γνωστές
κρητικές λέξεις συγκαταλέγονται οι εξής: κοπέλι (παιδί), είντα (τι),
γιάντα (γιατί), κουζουλός (τρελός, αν και εμφανίζεται και ο τύπος
τρεζός) και αντίστοιχα κουζουλαίνομαι - κουζουλαίνω
(τρελαίνομαι - τρελαίνω), εδά (τώρα), αθιβολή (σκέψη, συζήτηση),
απόκειας (έπειτα, μετά),οψές ή εψές (χθες), σύντεκνος (κουμπάρος,
νονός), τζάρουκας (λαιμός), βάγκα (χαράδρα), δέτης (γκρεμός),
οψάργας (εχθές το βράδυ), επαέ ή επά (εδώ, όπου ο τύπος επά
εμφανίζεται κατά κανόνα στη δυτική Κρήτη), ετσά (έτσι), γλακώ
(τρέχω), πράμα (τίποτα), κακορίζικος (κακότυχος), ψακώνω
(δηλητηριάζω), γραίνω (βρέχω), άφτω (ανάβω), κάψα (ζέστη).
Όσον αφορά ονόματα δέντρων και καρπών, σε πολλά ιδιώματα της
κεντρικής Κρήτης παρουσιάζεται ο τύπος καρά αντί για καρυδιά
παρόλο που ο καρπός του δέντρου παραμένει ίδιος με αυτόν της
κοινής (καρύδι) αλλά και ο τύπος απιδιά ή απιδέ (δυτική Κρήτη) για
την αχλαδιά και απίδι για τον καρπό της. Άλλες ιδιομορφίες σε
ονόματα δέντρων είναι ο τύπος μουρνιά για τη μουριά (και ανάλογα
βατομουρνιά) με επένθεση δηλαδή ενός -ν-, αλλά ο τύπος για τον
καρπό του δέντρου είναι αναλλοίωτος και παραμένει “μούρο”
(ιδιώματα Ηρακλείου, Οροπέδιο Λασιθίου), και ο τύπος πορτακάλι
και πορτακαλιά για την πορτοκαλιά και τον αντίστοιχο καρπό του.
Για τη φραγκοσυκιά και τον καρπό της, οι Κρητικοί χρησιμοποιούν
τον τύπο καπλοσυκιά και καπλόσυκο. Στο ιδίωμα του Χουδετσίου
και άλλων περιοχών παρατηρείται και ο τύπος αροδαρά για την
τριανταφυλλιά και αρόδο για το τριαντάφυλλο. Σε πολλές περιοχές
(ειδικά στο ιδίωμα της Βιάννου) παρατηρείται ο τύπος μουρέλο για
να περιγράψουν οι ομιλητές μία ελιά συνήθως νεαρής ηλικίας.
Εξίσου αξιόλογο ερευνητικό πεδίο είναι και οι τοπικές λέξεις για
διάφορα είδη ζώων: Για τον “ασβό” χρησιμοποιείται η λέξη
άρκαλος, για τα αιγοπρόβατα η πολύ διαδεδομένη λέξη ζα ειδικά
στο ιδίωμα των Ανωγείων (ή οζά σε κεντρικά και νότια ιδιώματα
του Ηρακλείου), για τον “κάβουρα” χρησιμοποιείται η λέξη καβρός,
για τον “βάτραχο” οι τύποι αφορδακός στην ανατολική Κρήτη και
αβορθακός στη δυτική, για το “κουνάβι” ο τύπος ζουρίδα, στο
ιδίωμα της Βιάννου υπάρχει και η λέξη λάγα για τον θηλυκό λαγό,
οι τύποι κουράδι και κριγιός για το πρόβατο και το κριάρι
αντίστοιχα για τους οποίους έγινε λόγος και παραπάνω. Η κρητική
φαίνεται να προτιμάει τον αρχαιότερο τύπο χοίρος αντί για τον
νεότερο “γουρούνι”. Ο σκύλος λέγεται κουλούκι και κατ’ αναλογία
υπάρχει και ο τύπος κουλούκα για τον θηλυκό σκύλο. Συναντώνται
και οι λέξεις κάτης, κάτα και κατσούλι για τον γάτο, τη γάτα και το
γατάκι αντίστοιχα (γίνεται λόγος παρακάτω για την προέλευσή
τους), ρίφι ή ριφάκι για το κατσικάκι, ντανάς για τον ταύρο, όρνιθα
και πετεινός για την κότα και τον κόκορα, κούβα για τη θηλυκή
γαλοπούλα (ιδιώματα ανατολικής Κρήτης), βλαντούσα για την
κατσαρίδα, σκάρα για ένα είδος γερακιού, χοχλιός και λιανοχοχλιός
για το σαλιγκάρι και το μικρό σαλιγκάρι αντίστοιχα, αϊτός ή αητός
αντί για αετός και πολλές άλλες. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει
στα ονόματα διάφορων ειδών νυφίτσας, ενδημικό ζώο της κρητικής
πανίδας. Πέραν του τύπου ζουρίδα που είναι ένας γενικός όρος για
τα κουνάβια και τις νυφίτσες, σε ορισμένες ορεινές περιοχές της
δυτικής Κρήτης απαντάται εκτενώς ο τύπος καλογεννουσάκι και ο
τύπος καλογυναικάρι σε αντίστοιχες της ανατολικής Κρήτης, για να
περιγράψει ένα συγκεκριμένο είδος νυφίτσας που είναι μικρότερο σε
μέγεθος από την κοινή. Ακόμη, σε ορισμένες περιοχές του νησιού
μπορεί να εμφανιστεί ο τύπος αλουπού ή αλωπού αντί για αλεπού.
Στο Βραχάσι της ανατολικής Κρήτης συναντάται η λέξη
ανυφαντούσα για τη νυφίτσα. (Kaczyńska & Witczak 2007).
Άλλες λέξεις άξιες αναφοράς είναι οι, κατέχω ή γατέχω (γνωρίζω),
όι (όχι), γροικώ (ακούω), πορίζω (βγαίνω), ξαμώνω (σημαδεύω),
ντακάρω (αρχίζω), μανίζω (θυμώνω, νευριάζω), γιαγαίρνω
(επιστρέφω), ξανοίγω (κοιτάζω), κρούβ(γ)ω (πνίγω), ντελόγο
(αμέσως, κατευθείαν), όντε (όταν), αίγα (κατσίκα), σαλεύ(γ)ω
(βαδίζω, περπατάω) και κάποιοι τύποι προστακτικής π.χ. άμε
(πήγαινε), λάλιε (φύγε), μόλαρε (φύγε), γιάε (κοίτα εδώ ή πρόσεχε).
Οι τύποι άμε και γιάε απαντούν μόνο στο β’ ενικό προστακτικής ενώ
οι υπόλοιποι κλίνονται κανονικά αν και η πιο συχνή χρήση τους
είναι το β΄ενικό προστακτικής.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο ιδίωμα του Χουδετσίου
(ανατολική Κρήτη) στο οποίο παρατηρούνται λέξεις όπως: κούμος
(κοτέτσι) μουζντές που σημαίνει “είδηση” (μάλλον τουρκικής
προέλευσης), μπαρντάκι που χρησιμοποιείται για την κούπα του
νερού, πίκουλο που σημαίνει “μωρό”, διακονιάρης που σημαίνει
“ζητιάνος”, ανατρανίζω που σημαίνει “παίρνω τα πάνω μου”,
ξενομπάτης που χρησιμοποιείται για τον ξένο, έχνος που είναι ένας
γενικός όρος για τα έντομα, νέφαλο που σημαίνει “σύννεφο” κλπ.
Στο ιδίωμα της Σητείας (ανατολική Κρήτη) παρατηρούνται λέξεις
όπως αμασκάλη (μασχάλη), ανεμαζωξάρης (κάτοικος ενός τόπου
που κατάγεται όμως από αλλού), βαβαλίζω (περιποιούμαι), βγατίζω
(προκόβω), γιαίνω (θεραπεύομαι), φρίσαλο (μικρό ξύλο),
λυπησάρης (πονόψυχος), δακάνω (δαγκώνω) και φράσεις όπως
μια τζη μιας (πρώτη φορά), ψαχνάτο χωράφι (χωράφι με πολύ
χώμα) (Γαρεφαλάκης 2002). Αρκετές λέξεις από το ιδίωμα της
Σητείας απαντούν και σε ιδιώματα της κεντρικής και της νότιας
Κρήτης (Βιάννος και αλλού).
Υπάρχουν και κάποιες λέξεις, κυρίως ρήματα, στην κοινή που
υπάρχουν και στα κρητικά με διαφορετική σημασία όμως, π.χ. το
ρήμα κατέχω στην κοινή σημαίνει “έχω κάτι στην κατοχή μου” ενώ
στα κρητικά σημαίνει “ξέρω”, το ρήμα βλέπω στην κοινή έχει τη
γνωστή σημασία ενώ στα κρητικά σημαίνει “προσέχω” (Απόκοπος)
το ζυγώνω στην κοινή σημαίνει “πλησιάζω” ενώ στα κρητικά
σημαίνει “κυνηγάω”, το παίζω που στα κρητικά σημαίνει (και)
“χτυπάω” και τέλος το θέτω στην κοινή σημαίνει “πλαγιάζω” ή
“δημιουργώ” (π.χ. θέτω όρους, θέτω ένα πρόβλημα) ενώ στα
κρητικά σημαίνει απλά “κοιμάμαι”. Είναι πιθανό κάποια κρητική
λέξη να έχει δύο σημασίες ακόμα και μέσα στην ίδια τη διάλεκτο,
π.χ. ιδιαίτερη είναι η σημασία του ρήματος γροικώ μιας και στο
ιδιώματα της κεντρικής Κρήτης μπορεί να σημαίνει και “μυρίζω”
εκτός από “ακούω”. Μέσα στις πιο γνωστές κρητικές εκφράσεις
συγκαταλέγονται τα: μια κοπανιά (συχνά προφέρεται με
ηχηροποιημένο το [k] δηλαδή [mɲagopaɲa]) που σημαίνει
“ξαφνικά”, μια ολιά που σημαίνει “λίγο”, ξα σου που σε ελεύθερη
μετάφραση σημαίνει “κάνε ό,τι νομίζεις”. Στα ιδιώματα της
κεντρικής και ανατολικής Κρήτης παρουσιάζεται η λέξη
συμμισακός που σημαίνει “μισός - μισός” και χρησιμοποιείται
κυρίως στις συναλλαγές (π.χ. συμμισακό χωράφι).
Κάποιες λέξεις ιταλικής - λατινικής προέλευσης είναι οι εξής: κάτης
(γάτος) από το λατινικό cattus (κατ’ αναλογία υπάρχουν οι λέξεις
κάτα και κατσούλι για τη γάτα και το γατάκι αντίστοιχα), αλάργο
(μακριά) και αλαργινός (μακρινός) από την ιταλική έκφραση al largo
που ανάγεται με τη σειρά της στο λατινικό largus (μεγάλος), το
ουσιαστικό μπούκα (στόμα) που ανάγεται στο αντίστοιχο λατινικό
bucca, το επίρρημα ντρέτα (ίσια, ευθεία) που ανάγεται στο λατινικό
directus (ευθύς), γαλέτι ή γαλέτο (αλουμινένιο δοχείο για μεταφορά
φαγητού) με τη βενετσιάνικη κατάληξη -έτο (-etto), βεντέμα
(συγκομιδή) από τον ομώνυμο βενετικό τύπο vendema που
ανάγεται στο λατινικό vindemnia < vinum + demo, φιλιότσος
(βαφτιστικός) από το ενετικό filiozzo που με τη σειρά του ανάγεται
στο λατινικό filius (γιος), στιβάνι ή στιβάλι (κρητική μπότα) που
προέρχεται από το βενετικό stival, που με τη σειρά του αυτό
ανάγεται στο λατινικό estivus. Ορισμένα κρητικά ρήματα που
προέρχονται από βενετικά δάνεια είναι τα τσετάρω (δέχομαι) από
το accetar, στιμάρω (εκτιμώ) από το stimar, αβισέρνω (συμβουλεύω)
από το avisar κλπ (Ράλλη 2013)
Λέξεις τουρκικής προέλευσης συναντάμε επίσης σε ευρεία έκταση,
π.χ. αμπλά (αδερφή) από το τουρκικό abla, μουσαφίρης
(επισκέπτης) από το misafir, σεβντάς (καημός) από το sevda, οντάς
(χώρος στο σπίτι, σοφίτα) από το oda, μπαξές (κήπος) από το
bahçe, μπεγίρι (άλογο) από το beyir, χαΐνης (αντάρτης, πολεμιστής)
από το hain, καφάς (σβέρκος) από το kafa, μπαρντάκι (κούπα) από
το bardak, μιλέτι (έθνος) από το millet, τσαΐλι (χαλίκι, πέτρα) από το
çakil, ασκαλντί ή ασκαρντί (παραλίγο) από την τουρκική φράση az
kaldi που σημαίνει “λίγο έμεινε”, ελίφι (σφουγγάρι για το μπάνιο)
από το lif και τέλος κερεβίζι (σέλινο) από τον τύπο kereviz
(Ορφανός 2014). Στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης παρατηρούνται οι
λέξεις ντουσουμάνης (εχθρός) από το düsman, γιουμουρούκι
(φόρος) από το yumruk, κατιμέρι (είδος λουλουδιού) από το katmer
κλπ (Kappa 2006). Στο γλωσσικό ιδίωμα των Σφακίων εντοπίζεται η
λέξη κιρκιμίσι (πικροδάφνη) από τον τουρκικό όρο kıpkırmızı και
στην ανατολική Κρήτη η λέξη μπεχτσής (φύλακας) δάνειο από την
τουρκική λέξη bekçi. (Kaczyńska & Witczak 2019).
Ανάμεσα στις λέξεις που προέρχονται από τη μεσαιωνική ελληνική
ή την ελληνιστική κοινή είναι η όρνιθα (κότα) από τον τύπο ὄρνις,
ρίφι (κατσικάκι) από τον ελληνιστικό τύπο ἐρίφιον, θέτω (κοιμάμαι)
από το τίθημι, όφης (φίδι) από τον αρχαιοελληνικό τύπο ὄφις ,
χοχλιός (σαλιγκάρι) από τον αττικό τύπο κοχλίας, αίγα (κατσίκα)
από τον ομώνυμο τύπο αἶ ξ, αβάρσαμο (δυόσμος) από τον τύπο
βάλσαμον, το επίρρημα χάμαι (καταγής) από τον αρχαιοελληνικό
τύπο χαμαί, ανιστορούμαι (διηγούμαι, εξιστορώ) από τον τύπο
ἱ στορέω -ἱ στορῶ κλπ.
Τέλος, ως γηγενείς κρητικές λέξεις προσλαμβάνονται τα κρητικά
επιρρήματα, τα οποία μάλιστα αποτελούν αρκετά ενδιαφέρον
ερευνητικό πεδίο. Για παράδειγμα, ετά (εκεί), εκειά ή εκιά (εκεί), επαέ
(εδώ), ντελόγο (αμέσως), πριχού (πρωτού), οψάργας (χθες το
βράδυ), κοντό (άραγε, μήπως), σκιάς (τουλάχιστον). Μεταξύ των
γηγενών κρητικών λέξεων θεωρούνται και ουσιαστικά όπως κοπέλι
(παιδί) ή ξέτελο (αποτέλεσμα), λέσκα (χαράδρα, στο ιδίωμα των
Χανίων), αμάχη (έχθρα) ο σύνδεσμος γιάντα (γιατί) και φυσικά
πολλές άλλες.
ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
Όσον αφορά την κρητική ονοματολογία, ένα από τα συχνότερα
αντρικά ονόματα που συναντάμε στην Κρήτη είναι το Εμμανουήλ
(συχνά με παραλλαγές Μανόλης - Μάνος) το οποίο το κατέχει το
14 – 16% των Κρητικών. Το όνομα Νικόλαος απαντά στις νότιες
περιοχές του Ηρακλείου (Βιάννος) ως Κοκολής ή Κοκόλας, ενώ
εξίσου προτιμητέο είναι και το όνομα Ζαχαρίας ως Ζαχάρης. Στην
περιοχή Σελίνου ακούγεται αρκετά το όνομα Ευτύχης, ενώ στα
Σφακιά και την Παλαιόχωρα απαντώνται τα βαφτιστικά Σταύρος
(Σταυρής), Ρούσος, Κανάκης, Γερώνυμος, Διωματάρης και
Αρτέμης. Στο Ηράκλειο αρκετά συχνό είναι και το Στυλιανός (με
παραλλαγές Στέλιος ή Στελής). Στα Σφακιά, στην περιοχή του
Αποκορώνου στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στα Ανώγεια, είναι συχνό
το όνομα Ιωσήφ (Σήφης) και το Μανούσος. Ιδιαίτερη αναφορά
αξίζει να γίνει στην ονοματολογία των Ανωγείων και γενικότερα της
επαρχίας Μυλοποτάμου με ονόματα όπως τα Αστρινός, Βενιζέλος,
Μύρων (Μύρος) και Δράκος. Στο Ηράκλειο απαντώνται τα
ονόματα Μηνάς, Φανούριος, Δημάρατος και Φραγκίσκος ενώ το
Μιχαήλ (Μιχάλης) έχει και αυτό ευρεία παρουσία. (Σιακαβέλα 2017)
Για τα γυναικεία ονόματα, συχνότερο είναι το Μαρία με
παραλλαγές όπως Μαρίκα ή Μαριό. Αρκετά συχνά είναι και τα
Στυλιανή (Στέλλα), Καλλιόπη, Εμμανουέλα και Γαρυφαλλιά. Στο
Ρέθυμνο προτιμάται το όνομα Αγάπη ή το Καδιανή, το Ζαμπία στα
ορεινά των Χανίων και του Ηρακλείου και το Χρυσή στα Σφακιά.
Στην ανατολική Κρήτη υπάρχει το όνομα Αργυρή, ο τύπος Ερήνη
αντί για Ειρήνη και στα Χανιά το Χριστίνη. Τέλος, τα βαπτιστικά
ονόματα και των δύο φύλων συχνά εκφέρονται κατά ουδέτερο
γένος, με κατάληξη -ιό, όπως π.χ το Μανολιό, το Σηφαλιό, το Ρηνιό,
το Λενιό κ.ο.κ. (Κοντοσόπουλος 2001).
Τα επώνυμα των Κρητικών σε μεγάλο βαθμό (95%) λήγουν σε -
άκης, κατάληξη που δηλώνει απλώς το παιδί, τον γιο κάποιου.
Η
κατάληξη αυτή εκτιμάται πως εμφανίστηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας και επικράτησε στα περισσότερα οικογενειακά επίθετα. Εντούτοις, σε ορεινές περιοχές του νησιού η κατάληξη αυτή σπανίζει και έχουν επιβιώσει επίθετα διαμορφωμένα προ της τουρκικής κατοχής, π.χ. Ξυλούρης (Ανώγεια), Σαλούστρος (Χανιά), Σουλτάτος (Ηράκλειο), Σκουλάς (Ρέθυμνο), Χνάρης (Ρέθυμνο), Κοκοσάλης (Ηράκλειο) Καλλέργης (Ρέθυμνο) κλπ.
(Σημ. Αντίλογου:Υπάρχει μεγάλη διαστρέβλωση, όπως σε πλείστα άλλα, της ιστορικής αλήθειας ότι δήθεν την επέβαλαν οι Τούρκοι και οι ορεινοί δεν την εφάρμοσαν! Κατάληξη σε -άκης είχαν και τα ονόματα των επιφανέστερων τουρκοκρητικών αρχόντων όπως του περιβόητου μεγαλοτσιφλικά και τυρράνου Ιμπραήμ Αληδάκη, του υπουργού επί Κρητικής Πολιτείας Χουσεϊν Γενιτσαράκη, ενώ δεν την είχαν οι πλείστοι μη εξέχοντες τουρκοκρητικοί πχ οι αιμοσταγείς "παλικαράδες" Καούρης στο Σέλινο και ο διαβόητος αλήτης Ταμπουρατζής στα Χανιά...
Αποστομωτική απόδειξη εξάλλου προς ανόητους ιστορικούς παραχαράκτες αποτελεί το παρακάτω ιστορικό, βλ https://www.e-sfakia.gr/2010-06-04-22-51-54/365-12-1866-1869, όπου φαίνεται πως οι περισσότεροι καπεταναίοι σε όλη την Κρήτη, μα και στα ορεινά, Σφακιά-Λάκκους-Θέρισσο-Κεραμειά, Αποκόρωνα, Μυλοπόταμο, υπέγραφαν με επίθετα σε -άκης:
"1866 Επαναστατική Συνέλευση
Την επιστολή με τις απαιτήσεις του λαού της Κρήτης υπογράφουν οι παρακάτω.
Οι αντιπρόσωποι του Χριστιανικού λαού της Κρήτης,
Σφακίων.
Πολωγιαννάκης, Αναγνώστης Παπαδάκης, Αναγνώστης Παπαγεωργίου, Παύλος Πωλογιαννάκης, Γεώργιος Καρκαβάτσος, Ευθύμιος Γιαμπιτσάκης, Ανδρέας Καυκαλάκης, Ρούσος Κουντουράκης. Λάμπης Τσοντάκης, Γ. Κουντουράκης, Δημ. Παπαδάκης, Ιωσήφ Μανουσογιαννάκης.
Αποκορώνου
Κώστας Βολουδάκης, Εμμ. Τζουστάκης , Σταμάτιος Μυλωνάκης, Ματθαίος Μυλωνάκης ,Αναγν. Πανηγυράκης, Κυριάκος Προεστάκης, Γ.Κοντογιαννάκης.
Κυδωνίας
Παναγ. Σεργάκης, χατζή-Μιχάλης Γιανναράκης, Χατζή-Γεώργιος Κοκκινάκης, Ι.Κοκκαλάκης Αναγν. Μαντακάκης, Ν. Νικολουδάκης,Ν. Μαντακάκης ,
Ι. Σπυριδάκης, Αναγν. Κολοκυθάκης, Ε. Τσεπετάκης,
Γεώργιος Γαλανάκης, Πέτρος Λυβιάκης, Αντώνιος Παπαδογιαννάκης, Ευστρ. Στυλιανουδάκης, Γ. Γιαννουδάκης, Ν. Τροχαλάκης.
Σελίνου
Νικόλαος Πρωτόπαπας, Ιω. Φιωτάκης, Αναγνώστης Γιαννακάκης, Αναγνώστης Κασελάκης, Αναγνώστης Γρυφάκης, Γεώργιος Κορκίδης, Αναγνώστης Παπαγιαννάκης, Κωνσταντίνος Κριγιάρης.
Κισσάμου
Ι. Αναστασάκης, Αναγν. Παναγιωτάκης, Εμμ. Φουντουλάκης.
Χανίων.
Αντώνιος Ησυχάκης, Ιωαν. Πολιουδάκης, Νικόλαος Πατσιμίδης.
Ρεθύμνου
Γ. Μανιουδάκης, Γ. Τσίχλης, Αναγν. Σταμαθιουδάκης, Γ.Μανολεδάκης, Στυλιανός Κατζαντρετάκη, Παντελής Στρατουδάκης, Ανδρ. Καλούδης.
Αμαρίου
Νικόλαος Ανδρεαδάκης, Α. Χ. Καλοϊδής, Α. Κ. Πατακός
Αγίου Βασιλείου
Μιχαήλ Τσουδερός, Αρτέμιος Πατεράκης, Στυλιανός Δημητρακάκης,
Ν. Αντωνογιαννάκης, Παύλος Σαββάκης.
Μυλοποτάμου
Μάρκος Τζανουδάκης, Ν.Τουρνάκης, Εμμανουήλ Μελισσιώτης, Μιχαήλ Σκουλάς , Αναγν. Φουργιελακης.
Μαλεβυζίου
Παύλος Χατζή Ντεντιδάκης, Εμμ. Μπαμπουκάκης, Αναγν. Χαιρετάκης,\Αντ. Μπουμπουλάκης, Μιχ.Βιστάκης.
Πεδιάδος
Κωνσταντίνος Βουρβαχάκης, Ι. Σφακιανάκης.
Εμμ. Κραντιωτάκης, Αντ. Ζωγράφος, Αντ. Τζιφόπουλος, Ν.Τυλλιανάκης,
Σητείας
Νικόλαος Χατζηδάκης, Γεώργιος Ζερβάκης.
20 Ιουλίου 1866 )
Τα αρχαία
τοπωνύμια της Κρήτης έχουν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό
αναλλοίωτα, π.χ. Κυδωνία, Κίσσαμος, Κνωσός, Φαιστός, Πολυρρήνια, Φαλάσαρνα, Άπτερα, Ελούντα, Μάταλα,
Τύλησ(σ)ος, Αρχάνες, Σητεία, Ζάκρος.
Το 80-85% περίπου των
τοπικών εθνικών στη Κρήτη σχηματίζονται με το επίθημα -ιανός,
όπως π.χ Σφακιά-Σφακιανός, Βάμος - Βαμιανός, ΚαστέλλιΚαστελλιανός, Ανώγεια-Ανωγειανός, Μίλατος-Μιλαθιανός, Σέλια -
Σελιανός, Γάζι-Γαζανός κλπ (Κοντοσόπουλος 2001).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ολοκληρώνοντας, μπορούμε μέσα σε αδρές γραμμές να
διαπιστώσουμε μεγάλο μέρος των επιμέρους χαρακτηριστικών της
κρητικής διαλέκτου, την ιστορική της εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες
και αποκλίσεις που εμφανίζει από την κοινή νεοελληνική ή τα
υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα. Όπως παρατηρούμε επίσης,
υπάρχουν διαφορές έντονες από περιοχή σε περιοχή και από χωριό
σε χωριό.
Η χρήση της διαλέκτου σήμερα αν και αποθαρρύνεται
στις πόλεις γνωρίζει μεγάλη απήχηση στην ύπαιθρο και μπορούμε
να πούμε ότι η κρητική βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από πολλά από
τα υπόλοιπα νεοελληνικά ιδιώματα.
Από τις πληροφορίες του Κοντοσόπουλου (υπό εκδ.)
συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για διάλεκτο με ικανοποιητικό
βαθμό επιβίωσης, τόσο σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας όσο και σε
νεότερους, αρκετοί από τους οποίους διατηρούν “έντονο διαλεκτικό
τόνο σε επίπεδο προφοράς, μορφολογίας και λεξιλογίου”.
Πράγματι, ο βαθμός διατήρησης της διαλέκτου, ειδικά στις πιο
απομονωμένες αγροτικές και κτηνοτροφικές περιοχές είναι
ικανοποιητικός ακόμα και σε νεότερες ηλικίες. (Παπαναστασίου
2005).
Πρόσφατα, το Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής
Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης καθιέρωσε τη διδασκαλία
της κρητικής σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
*: αέρας
**: κριάρι
***: ρυάκι
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Για την εκπόνηση της εργασίας μου αντλήθηκαν πρωτογενείς
πληροφορίες και υλικό για τα ιδιώματα της κεντρικής και
ανατολικής Κρήτης και ειδικότερα της ευρύτερης περιοχής της
Πεδιάδας και του Μονοφατσίου αλλά και της Βιάννου και του
δυτικού Λασιθίου. Οι άμεσοι πληροφορητές μου κυρίως όσον
αφορά τη μορφολογία, το λεξιλόγιο και τη σύνταξη ήταν τρεις
άνδρες ηλικίας 65 - 82 ετών, και δύο γυναίκες 65 και 75 ετών, όλοι
κάτοικοι χωριών της πεδινής και ορεινής περιοχής του Ηρακλείου
και του Λασιθίου. Άμεσο και πρωτογενές υλικό κυρίως όσον αφορά
τη φωνολογική κατάσταση των ιδιωμάτων αντλήθηκαν από
νεαρούς ομιλητές χωριών ηλικίας από 20 έως 30 ετών αλλά και από
τους προαναφερθέντες ηλικιωμένους. Για το λεξιλόγιο του
ιδιώματος του Χουδετσίου αστείρευτη πηγή στάθηκε μία νεαρή
ομιλήτρια ηλικίας 20 ετών και η γιαγιά της, ηλικίας 78 ετών. Μεγάλο
ρόλο έπαιξαν και τα προσωπικά μου ακούσματα.