| άρχω | <άρω [=αρμόζω]+ άγω = αράγω, άργω |
| αγαπώ | <άγω + άπτω = σπεύδω να ασπαστώ |
| αλέξω | <αλέω [=συντρίβω, αλέθω] + έχω (μέλλων έξω) {<αλεύω [=απομακρύνω, αποσοβώ <αλάομαι = περιπλανιέμαι, φεύγω μακριά] + έχω {μέλλων έξω] >αλέ = φύγε μακριά} |
| γαμέω | <μαμέω (γαία + μάμμα)= καταστώ κάποια μάμμα |
| διδάσκω | <δάω [<βασικός φθόγγος "δα" = τιμωρώ] >διδάω >διδάω + άγω (ή άκτω) >διδάκτω >διδάσκω (θαμιστικός τύπος του δάω και διδάω) |
| διψάω | <δέω + πόσις {<πίνω} |
| είμαι | < εσμί < ειμί < έϊ, ει, το φωνήεν δια του οποίου απευθύνεται κανείς σε κάποιον, παρόμοια από το εε..σσ... προέρχεται το εσμί και εστί {εσμί, εσσί, εστί, εσμές, εσθέ, εσέντι} |
| κατάληξη -ων, όντι | <μετοχή ων, ούσα, ον >δοτική όντι {π.χ. Πλάτων = πλατύς ων} |
| ελέγχω | <ε (εξ α επιτατ., α>ε) + λέγω + άγω (γ>χ) |
| ερωτώ | <είρω (ερώ) + ους (ωτός) = λέω για να πάει στο αυτί |
| ετεός | <εσ-τί, είτ-ω, προστ. του ειμί = αληθής, πραγματικός, γνήσιος > ετάζω > εξετάζω |
| έχω | σχη-, σχε- (σχήσω, έσχησα, έσχον, σχες, σχοίησαν, σχω κ.λπ.). Από την ρίζα στα- (ίστημι) > στη- > σκη- (τ>κ) > σχη- (κ>χ) > σχε-, η καταγωγή του έχω. |
| κατάληξη -έντης, -έτης, -έτωρ | <μετοχή έχοντι > έ`οντι [αχνό “χ”] >έντι > -έντης [π.χ. αυθέντης (<αυτόν έχω)] >-έτης [αφέτης (<απέχω)] |
| κατάληξη -εχεύς, -ευς, -έας, -εός, -ας | <μετοχή έχων >εχεύς > ε`ευς [αχνό “χ”] >ευς >έας >ας [συναίρεση] {π.χ. Μελισσεύς, Ανδρέας, Κελεός, ψαρεύς-ψαρέας-ψαράς} |
| κατάληξη -όχος, -ούχος, -ούχας | π.χ. μέτοχος, τροπαιούχος, πατούχας |
| ζητώ | <δια + αιτώ >> διαιτέω > ζαιτέω (δι>ζ) > ζητέω (αι>η) |
| θύω | =θυσιάζω <από το δάω=διδάσκω, πληροφορώ |
| θύω | =σπεύδω εμπρός <από το ιθύω<ίθι+ίω=αρχική προέλευση από είμι, ίω > θέω=τρέχω |
| ίστημι | <σαόω, με παρεμβολή του τ (πόλις - πτόλις, αμός - ατμός), εξ αναδιπλασιασμού, δηλαδή σί-στα-μι > ίστημι (το σ σε δασεία, α>η) |
| ιστορία | < ίστω προστακτική του οίδα = γνωρίζω |
| κολλάω | <κοιν-ός + άρω > κοινάρω > κονράω (αρ>ρα) > κολλάω (νρ>λλ) |
| κόμπλεξ | <κοινός + πλέξω >κονπλέξω |
| κρίνω | <κραίνω μέλλ. κρανέω, από το κρα-τύνω, κραναός - άρχω, εξουσιάζω |
| μέδω | άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ |
| μέμφομαι | <μένος + φημί = ψέγω, κατηγορώ |
| μαγαρίζω (=μιαίνω) | <μεγαρίζω = λατρεύω τη Δήμητρα σε μέγαρα [=σπήλαια], είμαι ειδωλολάτρης ψυχικά ρυπαρός |
| μαίνομαι, μένος | <μένος [=δύναμη, ισχύς, βία, πνεύμα, πόθος] < μήνις < μανία < μάω = επιθυμώ σφοδρά > μάμμα > μαιμάω > μαινάω (μ>ν) > μαινάς > μαίνομαι |
| μάρναμαι | <Άρης [το μ προτάσσεται {όπως όσχος - μόσχος}] >Μάρης {Λατ. Mars = Άρης και πολεμικό εμβατήριο} + νωμάω {= χειρίζομαι, επί όπλων, ω>α} > μάρναμαι {= μάχομαι, πολεμώ} |
| μηδέω, μήδομαι | σκέπτομαι, συμβουλεύω, φροντίζω, σχεδιάζω, επινοώ |
| μπερδεύω | <δεύω [=βρέχω] <Δευς, Ζευς [επειδή φέρνει τη βροχή] >αναδεύω > βριδεύω <βρι [=δυνατά]+δεύω |
| πύθω | <πάθος ( = αλλοίωση της ποιότητας, της ουσίας κάποιου πράγματος), α>υ = σαπίζω, επιφέρω σήψη > Πυθία, Πύθων |
| πείθω | <πείσομαι, μέλ. του πάσχω αλλά και του πείθω (σ>θ)< πείσις ( = πάθος) = από την σημασία του πάσχω που σημαίνει δέχομαι εντύπωση από έξω παράγεται το πείθω |
| πιάνω | <πιάζω <βιάζω [β>π] |
| πράττω | <πέρας [>πρα] + άγω [>άκτω] >πράκτω [>πρακτικός, πράξις] |
| σεβάζω, σέβομαι | <σε + βάζω, βάσις = κάνω υποκλίσεις ακουμπώντας στα χέρια στη γη, προσκυνώ με σεβασμό |
| σκορπίζω | σκορακίζω ( = στέλνω κάποιον στους κόρακες, αποπέμπω με περιφρόνηση) > σκορκίζω > σκορπίζω (κ>π) |
| τανύω | <τανν…, ο ήχος της χορδής του τόξου αμέσως μετά την εκτόξευση του βέλους |
| τείνω | <τανύω >ταινία [αι>ει] >τεινία |
| τσακώνομαι | <κακώνομαι {κ>τσ} = γίνομαι κακός >τσακωμός {<κακωμός} |
| τυλίγω, τυλίσσω | <κυλίω (κ>τ) + άγω |
| υστερώ | <ύσις {<οίσω {>ύσω [μέλλ. του φέρω] = θα φέρω >ύσις}+ τηρώ = απαγορεύεται να έρθει κάτι που πέρασε |
| φτιάχνω | <ευθειάζω >φτιάζω >φτιάνω >φτιάχνω |
| ΟΚ | <Όλα καλά |
| μπράβο | <βραβείο <επιβραβεύω # <βρι=μεγάλη + βία=δύναμη |
| αντίο | <ανά + τίω = εκτιμώ # αντιχαιρετώ, ανταπαντώ # >εναντίον # ομηρικό "αντίον ηύδα" |
| βραβείο | <βρι=μεγάλη + βία=δύναμη |
| αγάπη | <αγαπάω <άγω [=πηγαίνω] + άπτω [=αγγίζω] = σπεύδω να αγκαλιάσω ως εκδήλωση αγάπης |
| αγγαλίαση | <αγάλλομαι + ίαση = χαίρομαι και γίνομαι καλά |
| αγγαρεία | <άγω + ερώ=θα πω >άγγερος >άγγαρος [ε>α] = ο μεταφέρων ειδήσεις για κάποιον άλλον χωρίς αυτό να τον ευχαριστεί |
| αγορά | <αγείρω <άγω + είρω [=ομιλώ] = μέρος όπου μπορεί να πάει κάποιος και να συνδιαλλαγεί |
| ακάδημος | <εκάδημος <εκάς + δήμος = μακρινός δήμος |
| ακκορντεόν | α (επιτατικό) + χορδή + έχον |
| ακτή | <εκ του οξύς > οξή > οκτή (κσ>κτ) > ακτή (ο>α) |
| αλάργα | <αλέ [=φύγε μακριά <αλέομαι=πλανιέμαι] + αργός [=φωτεινός, φαινόμενος, εναργής] = κάτι που φαίνεται από μακριά |
| αλήθεια | <α (στερητικό) + λήθη [<λανθάνω = διαφεύγω >λάθος] = δεν κάνω λάθος λέγοντας την αλήθεια |
| αλκοόλ | <αλκή [δύναμη} + χολή [=διάθεση, ψυχική κατάσταση] = προκαλεί διέγερση |
| αλληλούια | <αλληλουχία = σύνθημα των οπαδών του Ιησού για αλλαγή από τη δυναστεία των Ηρωδιανών στη δυναστεία των "υιών Δαυίδ" στην οποία ανήκε ο Ιησούς |
| άλμα, άλτης | <άλλομαι (δασ.) <πάλλομαι, το π σε δασεία = πηδώ, αναπηδώ, τινάσσομαι, σκιρτώ, |
| άλτο (οξύφωνος τενόρος) | <άλτης [<άλλομαι (δασ.) <πάλλομαι, το π σε δασεία = πηδώ, αναπηδώ, τινάσσομαι, σκιρτώ] = αυτός που η φωνή του πάει ψηλά |
| αμόρε | <άμα [=μαζί] + ορώ [=φυλάσσω] >λατινικό amoro=αγαπώ, amo=ψυχή |
| αμπάρι | <εμπόριον |
| αμπούλα | < γαλλ. ampoule < λατ. ampulla "μικρή φιάλη", υποκ. του amp(h)ora < αιτ. Αμφορέα |
| άνθος | <ανά + θάλος [<θάλλω = μεγαλώνω] |
| αργός | <λαμπρός, ταχύς <αργής (εναργής) <ελάω(ελαύνω)=έρχομαι+γανάω=αστράφτω >άργυρος |
| αργός | <άεργος = αργοκίνητος |
| άρια | <αέρια [<αήρ] = αιθέριο τραγούδι |
| αρραβών | <άρω [=ταιριάζω] + λαβών |
| ασκέρι | <σάκος <σα-όω + ακή, σώζει από αιχμηρά όπλα - η μεγάλη ασπίδα, μεταφ. προστασία, υπεράσπιση >σακέρα >ασκέρα >ασκέρι=στρατός |
| άσπρος | <ασπερχής, άσπερχος {>λατινικά asper <α [επιτατικό] + σπέρχω [=κινούμαι ορμητικά <κέρας + χέω = χυμώ με τα κέρατα] = τραχύς, ακατέργαστος, χωρίς επεξεργασία που θα του έδινε χρώμα} |
| αστέρας, αστήρ, αστέρι | <α [επιτατ.] + στερεός [γεν. α-στέρ-ος, >στερέωμα = ο ουρανός] = αυτός που δεν έχει υλική υπόσταση |
| ατταβισμός | <άττα [= παλαιός {<πάππα <άππα <άττα] + βίος = κληρονομιά ιδιοτήτων προγόνου |
| αυλή | <αύρη (ρ>λ), είναι ανοιχτή και αναπεπταμένη στον αέρα {αύρη, αύρα < αήρ, αυήρ > αύρη - αέρας σε κίνηση} |
| αχούρι | μετγ. αχύριος < «σωρός από άχυρα» < αρχ. άχυρον |
| βαλς (=είδος χορού) | <βάλλισις <βαλλίζω [=ταλαντεύομαι, χοροπηδώ <βάλλω] |
| βαμβάκι | <βάμβαξ <βάμμα [<βάφω] + άγω {διότι με αυτό βάφονταν} |
| βαπόρι | <βάω + πορεύω |
| βάρκα (<βάρις) | <μεσν. < λατ. barca<barica<baris< αρχ. βάρις «πλοιάριο» [<βάρος <φέρω] + άγω {>άκτω ή άκκω} |
| βενέτης, βένετος | <φαίνω [= δείχνω {>φένω, όπως φενάκη} >βένω (φ>β)} + έτης [<έχω} = αυτός που φαίνεται όπως η μέρα, γαλάζιος >Βένετοι στη Στάση του Νίκα >Βενετία |
| βιόλα, βιολί | <βία + όλα = με δύναμη σε όλες τις χορδές ταυτόχρονα πιέζοντας με το δοξάρι |
| βόλτα | <βολίδα >βολίτα >βόλτα [όπως γαλή >γαλίδα >γαλίτα >γάλτα >γάτα} = τροχιά, πορεία βολής (από το ρήμα βάλλω = χτυπώ, ρίχνω) |
| βόμβα | < ιταλ. bomba<λατ.bombus < <αρχ. βόμβος |
| βουλιμία | <βους [=βόδι] + λιμός [<λείπω, λιμπάνω] = έλλειψη βοδιών για τροφή |
| βούτυρο | <βους [=βόδι] + τυρός [<τυρόω <τυρβάζω =ανακατεύω] |
| γαλότσα | <galozze < μεσν. λατ. calopia < λατ. calopus < αρχ. καλόπους (καλαπόδι) |
| γιαούρτι | < υγίαρτος < υγεία + άρτος = υγιεινό φαγητό |
| γιόγκα | <ζυγός, ζυγά >γιυγά >γιουγκά >γιούγκα {τεχνική αναζήτησης της ισορροπίας σώματος και πνεύματος} |
| γλυκό, γλυκύς | <λύκη [=φως] >λευκός >γλαυκός [διότι το φωτεινό είναι ευχάριστο} |
| γκαζόν | <γαζόν <γάζα (= επικάλυμμα) + ον (μετοχή του ειμί) = αυτό που χρησιμοποιείται ως επικάλυμμα του εδάφους |
| γκροτέσκος | < γαλλ. grotesque<αρχ. ιταλ. grottesca (pittura) «ζωγραφιά των σπηλαίων, θηλ. του επιθ. grottesco «σπηλαιώδης» < grotta «σπηλιά» < λατ. crypta <αρχ. κρύπτη |
| γόης | γό-ος - κυρίως ο θρηνών, ο κραυγάζων, γογγύζων, μάγος (εκ των γοερών φωνών με τις οποίες ψάλλονταν οι μαγικές επωδοί), πλάνος, επωδός, θαυματοποιός |
| γόνδολα | <κόντουρα <κοντός+ουρά |
| γούβα | <γουβάς <κουβάς <κύβος |
| γούστο (gusto) | <γευστό [<γεύση] >γεουστό >γιουστό>γούστο |
| δια (πρόθεση) | <δοιώ = διαιρώ [>δύο] = ανάμεσα από δύο, δια μέσου, μεταξύ δύο σημείων |
| διάνα [πέτυχα διάνα, ακριβώς] | <Diana <Διάνα <Διώνη [<Δία + νοώ] = η θεά του κυνηγιού Άρτεμις |
| δράμι | <μεσν. δράμιον (πβ. κ. αραβ. dirhem) <δράχμιον, υποκ. του αρχ. δραχμή |
| δραχμή | <δράγμα <δέσις + άγμα > δέσαγμα > δέραγμα (σ>ρ) > δράγμα.# δένω μέσα στο χέρι αυτό που πρόκειται να κόψω, κυρίως όσο ο θεριστής δύναται να περιλάβει στο αριστερό του χέρι. |
| έγια μόλα - έγια λέσα | <άγε μάλλον - άγε έλασσον (ρυθμικό σύνθημα αρχαίων κωπηλατών) |
| έδαφος | ε (ευφων.) + δα ( =γη) + άπτω (αφή) = αυτό που άπτεται της γης |
| έδος | ες + δα (γη) > σέδα > έδος = έδρα, θρόνος, κάθισμα, οικητήριο, θεμέλιο, βάση |
| ειρήνη | <είρω [= συναρμόζω, ομιλώ {> ως είρηται}] + νοεί {<νούς] = η με νοήμονες και δίκαιους λόγους διευθέτηση διαφορών |
| ελευθερία | <ελεύθειν όπου ερά |
| εμπόριο | <εν + περάω [=περνάω] = περνάω από το τόπο σε τόπο {μεταφέροντας αγαθά} |
| εξώστης | <εξ + ωθώ = προεξοχή οικίας που οδηγεί προς τα έξω, μπαλκόνι |
| επίσης | <επί + ίσης [εννοείται επί ίσης βάσεως] |
| έργο | <έρδω πρκμ. έ-ορ-γα, εκ των άρ-ω (α>ο>ε) + άγω (γ>δ) |
| ερμάριο | <φέρω >φέρμα [= που μπορεί να φέρεται] >φερμάριο [υποκοριστικό] |
| ερυθρός | <ε [ευφων.] + ροδαλός [ = ροδοκόκκινος], ο>υ, δ>θ, λ>ρ |
| εστία | <φαίνω, φά(ν)σις > φασ- > φεσ- (α>ε) > εσ- (το φ σε δασεία) = το μέρος του εσωτερικού της οικίας όπου άναβε το πυρ, κατοικία, οικογενειακός κύκλος, οικογένεια, βωμός |
| ζεϊμπέκικος | Ζευς + μπέκος (=άρτος) {βέκος ή μπέκος = μπουκιά, ψωμί, Αρτοζηνός = άρτος του Δία} |
| θάλασσα | <αλς (δασυνόμενο Fαλς >σάλς, σ>θ >θαλς) + αΐσσω [κινούμαι ορμητικά, κυματίζω] |
| θούριος | <θρώσκω [μέλλ. θορ-ούμαι, από το θάρ-σος (α>ο)] = πηδώ, εφορμώ, προσβάλλω |
| ιθαγένεια | <ιθύς [=ευθύς, ο κατ' ευθείαν βαίνων < ιθύω <ίθι, ίτω, ίτε προστακτ. του είμι=πηγαίνω] + γένος [<γενέσθαι / γίγνομαι] = ευρισκόμενος σε κάποιο τόπο απευθείας από γέννηση δική του και τουλάχιστον δύο προγόνων του |
| κάγκανος, γκάγκαρος | <καγ- [<καίω] + κάλον [=ξύλο, λ>ν) = κατάξηρος, |
| κάδος | <κάβειρος {<καίω + είρω (=αρμόζω)} >κάβος >κάδος |
| καΐκι | <καίω <καϊά < καΐδιον (όπως αποκαΐδι) < καΐκιον # από τις φωτιές που άναβαν για πυροφάνια |
| καλαφάτης | <κάλον [=ξύλο] + πατάσσω [=κτυπώ] >καλοπάτης >καλαφάτης |
| καλάμι | <εκε-κάρμην, υπερσυν. του κείρω, δηλαδή κάρμη > κάλμη (ρ>λ) > καλάμη >κανάνη >κάννη |
| καλέμι | κάλαμος>καλάμι |
| κάλλος | αραρώς (μετ. πρκμ. του αραρίσκω) > αρρώς > άλλος (ρ>λ) > κάλλος (το κ εκ της εκ = από, αιτιολογικό |
| κάλμα | καύμα (ζέστη που προκαλεί απραξία) |
| καλούπι | <καλόπους (καλαπόδι) <κάλον [=ξύλο] + πόδι |
| κάλτσα | καλύπτω > καλύβα > καλύζα > καλύτσα > κάλτσα |
| καμάρα | κάμπτω + αίρω |
| κάμπος | <κάμπτω >καμπή >καμπύλος = κοίλη περιοχή χωρίς βουνά |
| κανάλι | κανάσσω (από το καναχή) = καταπίνω με θόρυβο, οχετός, υπόνομος |
| καναπές | κωνωπείον |
| κανάτα | κάννη (καλάμι) |
| κάνθαρος (σκαθάρι) | <κανών {=ράβδος] + θερίζω {ή θερώ} = επίμηκες ζωύφιο επιβλαβές στα σιτηρά |
| κανόνι | <ιταλ. cannone < λατιν. canna < αρχ. κάννη (=καλάμι) |
| καπέλο | <κεφ-αλή > κεφ- > κοφ- (ε>ο) > κοπ- (φ>π) > καπ- (ε,ο>α) |
| κάπηλος, καπηλειό | <κάπη [=φάτνη, < κάπτω < χάφτω {=καταπίνω}] + ήλθον |
| καράβι | <κάραβος <κάρα=κεφάλι + βάω [>βαίνω (μετοχ. βας)] {άλλη εκδοχή <κέρας (ε>α) + φύω (φ>β)} |
| καρέκλα | <καθέκλα <κα- (<κατά, όπως καβαίνω = καταβαίνω) + θάκ-ος (= έδρα, α>ε από το θέτω<τίθημι )] >καθέκος >καθέκα >καθέκλα |
| καρπός | <κέ-καρ-μαι (πρκμ. του κείρω) + πά-ομαι ( = αποκτώ) |
| κάρτα | <κάρτος <κράτος, κρατύνω [= σκληραίνω] <κρα-ζω + τα-πτω (α>υ = κτυπώ) |
| κάστρο | <κάστρο <κας, κώας (=δέρμα<κάτω, κατά) > κάσα [=οίκημα, ιταλικά casa, στα νεότερα = κιβώτιο, κασόνι, φέρετρο] + τηρώ = οίκημα για επιτήρηση |
| καταϊφι | <κατά + υφή = πολύ ψιλής υφής, ψιλοκομμένο |
| κέντρο | <κεντώ, κεντρί <ακίς + εντός [=κάτι που έχει κοφτερή μύτη όπως ο διαβήτης που σημαδεύει το κέντρο ενός κύκλου] |
| κέρας, κέρατο | <κράτος {<κρατώ} >κάρτος >κέρτος {α>ε} |
| κέρδος | <κερ-ώ (μέλλ. του κείρω=κουρεύω, δρέπω, καταναλίσκω, μεταφορ.σπαταλώ) + δόσ-ις (δίδω) |
| κερκίδα | <καίρος+παίω >κερπίς > κερκίς = μακρυά και ευθεία ράβδος, πάσσαλος ή περόνη, όπου καίρος < ουκ είρω >κείρω >καίρος = τα λεπτά σχοινιά των αντίων όπου δένονται τα άκρα του στημονιού # είρω=συνάπτω, πλέκω |
| κεφτές | <κοπτός < κόπτω = ψιλοκομμένο κρέας |
| κιθάρα | <κίω [=κινώ, φθάνω <ίκω] + χαρά = μουσικό όργανο που φέρνει χαρά |
| κιόσκι | <κιονοσηκός <κίων [=στύλος] + σηκός [=μικρή οικία, ναΐσκος] |
| κόκκινος | <κόκκος [= καρπός της ροδιάς, του κυάμου, της πεύκης, του πρίνου (εκ των οποίων παρήγαγαν κόκκινο χρώμα)] <κυκλικός (υ>ο) > κοκλικός > κοκικός > κόκκος |
| κολλάζ, κολλάν | <κόλλα = κολλημένο στο σώμα {<κοιν-ός + άρω > κοινάρω > κονράω (αρ>ρα) > κολλάω (νρ>λλ)} |
| κόλλυβα, κολλυβογράμματα | <κόλλυβος [=κέρμα μικρής αξίας, κομμένοι ξηροί καρποί] <κολλώ + άμα {<κοιν-ός + άρω > κοινάρω > κονράω (αρ>ρα) > κολλάω (νρ>λλ)} |
| κολόνα | <κολώνη < κόρ-υς + άνω, α>ω όπου κόρυς κάρα, α>ο, α>υ - η κεφαλή |
| κόλπο | <μεσν. κόλπον<ιταλ. <λατ. <αρχ. κόλαφος |
| κολυμβάω | <κόρ-υς (ρ>λ) + βάω, βαίνω. Κατά την κολύμβηση, του σώματος όντος εντός του ύδατος, φαίνεται ωσάν να βαίνει μόνο η κεφαλή |
| κόμμα | <κοινός + άμα [=μαζί] >κόνμα >κόμμα |
| κόμμι | <κοινός + άμα [=μαζί] >κόνμα >κόμμα >κόμμιον |
| κονίστρα | <κόνις + τηρώ # μέρος που έχει άμμο, παλαίστρα |
| κοντός (κοντάρι) | <κεντώ [>κεντρί, κέντρο = πληγώνω] |
| κοντός (βραχύσωμος) | <κολούω > κολτός > κοντός (λ>ν) |
| κόντρα | <κοινός [>con] + τηρώ = κρατώ την συνοχή, διατηρούμαι στην πίεση |
| κορδέλα, κορδόνι | <χορδή |
| κόσκινο | <κόκκος + σινίον (<σείω <σάω, α>η = κόσκινο) > κοκκοσινον > κόκσινον > κόσκινον (κσ>σκ) |
| κόστος | <συνιστώ [=βάζω πολλά μαζί] > con [λατινική μορφή του συν {<κοινός}] + στω [υποτακτική του ίστημι] > κονστω > κόνστος {=βάζοντάς τα όλα μαζί} |
| κουβαλώ | <κοινός [>con] + βάλλω >κονβάλλω >κουνβάλλω = βάζω μαζί |
| κρεβάτι | κράββατος [κρας-κρατ-ός (γεν. του κρας=κεφαλή) + βατός (<βας, μετοχ. του βαίνω) > κράτ-βα-τος > κράββατος (τβ>ββ) |
| κρέμα | <χραίνω [χειρ > χεραίνω = εγγίζω ελαφρώς, αλείφω] >χρίω, χρίμα, χρίσμα = υλικό που έχει υφή αλοιφής |
| κρεμεζί (κοκκινωπό χρώμα) | <κερμεζύς <κέρμης ο βαφικός [=έντομο από το οποίο εξάγεται κόκκινη χρωστική ουσία] |
| κρίκος | <γύρος >γυρικός >γρικός >κρικός |
| κρίμα | κρίνω (για κάτι που έχει κριθεί και τέλειωσε ατυχώς) |
| κτήριο | <οικητήριο ή <ευκτήριο |
| κυανός | <πύαμος <πύραυνος (αποβολή του ρ) < πυρ + άνω = ολόπυρος # διότι ο πυρακτωμένος φαίνεται κυανός |
| κύκλος | <κατά το ένα ήμισυ κυρτός (κύ-ω), κατά δε το άλλο κοίλος, δηλαδή κύ-κοιλος > κύκλος |
| κούλουμα | <κώμη >κώμος [=όμιλος ευθυμούντων] > κούμος +όλοι >κουμούλι >αντιμετάθεση κουλούμι = σωρός ανθρώπων |
| κουράγιο | <κούρα [<κουρώ (>θαμιστικό κουράζω) <επίκουρος [επί + Fορώ] = βοηθός, προστάτης] + άγω [=πηγαίνω, οδηγώ] = αναζητώ και βρίσκω θεραπεία |
| κύρος | <κοίρανος, κοιράν(ι)νος (κ>τ, οι>υ), κατ' αρχάς επί θεού, επί του Διός. Από τον Αρχίλοχο και μετά, πάντες οι λαμβάνοντες απόλυτη εξουσία - απόλυτος άρχων |
| κυψέλη | <κύβος >κυβέλη >κυψέλη = κιβώτιο <σκεπάω >σκυβάω >κυβάω |
| κώμη | <και + εμού, εμά > καμά > αμά (το κ σε δασεία), βλ. κώμη |
| λάβαρο | <λαβή + αίρω [=σηκώνω, υποτακτ. άρω] = κάτι που πιάνω και σηκώνω |
| λάβρος (= σφοδρός) | <λα (επιτατ.) + βρό-μος, με την σημασία της τροφής {βρόμος και βρώσις} = ορμητικός, βίαιος |
| λαβύρινθος | <λαύρα [>λάβρα {<λάας [=λίθος, γη, χώρα] + αυλή [λ>ρ}] + ινδός [=δυνατός] = στενή οδός μεταξύ αυλής και οικίας, διάδρομος, χώρος γεμάτος αδιαπέραστους διαδρόμους |
| λακκούβα | <λάκκος + γούβα συμφυρμός |
| λάμα | <ιταλ. lama<λατ. lamina<αρχ. ελαμένη, μτχ. του ρ. ελαύνω |
| λαύρα (=διάδρομος) | <λάας [=λίθος, γη, χώρα] + αυλή [λ>ρ} = στενή οδός μεταξύ αυλής και οικίας, διάδρομος |
| λεξιχημείες | <λέξη + χημεία |
| λευκός | <λύκη [=φως] >λευκός >γλαυκός [διότι το φωτεινό είναι ευχάριστο} |
| λεφούσι | <ρεύσις, ρευστός = άστατος, ρ>λ, υ>φ - το πλήθος. |
| λίστα | <λογίστια [=κατάλογος <λέγω = κατατάσσω] >λο'ίστα >λίστα |
| λουλούδι | <λωλός <ώ-λωλα, πρκμ. του όλλυμι [=χάνομαι, καταστρέφω] >λωλίδιον και λωλώδιον [υποκοριστικό κατά το πλασμώδιον] >λουλούδιον = κάτι που χάνεται εύκολα |
| λύρα | < λαρός <λα (επιτατ.) + έρος ( = όρεξις, επιθυμία, έρωτας) = ευχάριστος στη γεύση, ευάρεστος στην οσμή, στην όψη, εράσμιος, ηδύς, γλυκός. |
| μάγος | μά-ω, μήχος, μα-νθάνω, μά-θος + άγω ή γόης |
| μαγαζί | <ομού + αγάζω [=ερευνώ λεπτομερώς] >ομαγαζείον [=τόπος συνάθροισης για έρευνα αγοράς] |
| μάγειρος, μαγειρείο | <μάσσω [=ψηλαφώ, κατεργάζομαι] + είρω [=συναρμόζω] = αυτός που παρασκευάζει φαγητά συναρμόζοντας τρόφιμα |
| μάζα | <μάσσω [=ψηλαφώ, κατεργάζομαι] βλ. επι-μαίομαι, μέλλ. επι-μάσσω, το οποίο μαίομαι είναι εκ των μάω, μαίω + άγω > μαίαγμαι > μαίογμαι > μαίομαι (φαίνεται εκ των πρκμ. μέμ-αγμαι, αόρ. έμ-αξα, μά-κτης, μάγις), δηλαδή μά-κτω (βλ. α-κτός) > μάσσω (κτ>σσ) - |
| μαγκούρα | <μάγα {<μέγα} + ουρά = ράβδος με μεγάλη ουρά (από το γυριστό σχήμα της ράβδου) |
| μακαρόνι | <μακρόν {ουσιαστικοποιημένο επίθετο}>υποκοριστικό μακρόνιον |
| μακελειό | <μάκελλα [<μία + κέλλω { = ελαύνω}] = τσάπα με πλατιά επιφάνεια |
| μανδύας | <μαλλί + ενδύω [=ντύνω] = κάλυμμα του σώματος από μαλλί |
| μάνδρα | <μάνδαλα [>μάνδλα >μάνδρα {λ>ρ}] <βάλ-λω > βαλ- > μαν- (β>μ, λ>ν) + δαλός {=δαυλός} |
| μανία | <μαίνομαι <μάμμα =μητέρα >μαιμάω > μαινάω = έχω ολόψυχη αφοσίωση όπως η μητέρα για το παιδί της |
| μαραγκός | <βενετική marangon <μεσαιωνική λατινική marangonus <λατινικό mergo = βυθίζω - εμπήζω |
| μαρμελάδα | μελίμηλο = κυδώνι |
| μάχαιρα | α-μυχ-ή (υ>α) + αιρ-έω ( = φονεύω |
| μεμβράνη | <μένω + πρανής {επειδή έχει την τάση να διατηρείται καμπυλωμένη} |
| μέντιουμ | <μέδιον [μέδω = συμβουλεύω, πληροφορώ, ορίζω, κυβερνώ {>μόδιος} = μέσο πληροφόρησης |
| μεράκι | ίμερος = πόθος {<ί-ημι + μείρ-ομαι, δηλαδή έχω τάση προς συμμετοχή σε κάτι - επιθυμώ σφοδρώς, ποθώ.} |
| μηχανή | <μήχος < μά-ω (=θερμώς επιθυμώ, α>η) + άκος ( = θεραπεία, επισκευή, κ>χ) {μάω βλ. μάμμα - θερμώς επιθυμώ} |
| μισθός | μεσιτεία > μιστεία (ε>ι) > μισθός (τ>θ), |
| μνα | <μνα <μονάς > μνοάς > μνα (οα>α) γι’ αυτό περισπάται = μονάδα βάρους και χρήματος. |
| μόδα | <μόδιος [μέδω = συμβουλεύω, ορίζω, κυβερνώ {>μέδιος>μόδιος} = πρότυπος,, Ματθ. 5:15, οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον] = μετρικός κάδος που χρησίμευε ως μονάδα χωρητικότητας, μεζούρα |
| μοντέλο, μοδέλο | <μόδιος [μέδω = συμβουλεύω, ορίζω, κυβερνώ {>μέδιος>μόδιος} = πρότυπο, κάτι που χρησιμοποιείται για να ορίσει τον κανόνα |
| μορφή | <οράω (Fοράω>μοράω) + φάω, φαίνω = απεικονίζω |
| μουλάρι | <ημίονος > ημι-ονάριον > η-μωνάριον (ιο>ω) > μωλάριον (ν>λ), μουλάρι |
| μούρη | <μύρω <μύω [=κλείνω] + ρέω = χύνω δάκρυα, κλαίω |
| μουρταδέλα | μύρτος (μυρσίνη) |
| μούτρο | <μύω [=κλείνω] >μύζω [θαμιστικός τύπος σε -ίζω] >μύκτω [>μυκτήρ=ρουθούνι] = μύκτρο >μούκτρο >μούτρο |
| μπακάλης | <βαύκαλις = μπουκάλι, πουλάει πράγματα σε μπουκάλια |
| μπάσος (=βαθύτονος) | <βάσος <βάση = ξεκινάει τη φωνή από χαμηλά |
| μπαστούνι (=ράβδος, βακτηρία) | <βαστώνιον <βαστώ {=στηρίζω] + ώνιον [=χρήσιμο] = αυτό που χρησιμοποιείται για υποστήριξη στο βάδισμα |
| μπάλα | <βάλλω {άλλη εκδοχή πάλλω>πάλλα {>παλμός}} |
| μπαλάντα | αρχ. βαλλίζω «χορεύω, χοροπηδώ»<βάλλω |
| μπαλαρίνα | αρχ. βαλλίζω «χορεύω, χοροπηδώ»<βάλλω |
| μπαλάσκα | <οπλασκός > οπλάσκα >πλάσκα >παλάσκα # < όπλο + ασκός=θήκη, κατά συνεκδοχή και από το οπλασκώ, οπλασκία= εξάσκηση στα όπλα |
| μπαλκόνι | <εμβάλλω + κιόνιον [=υπόστεγο στηριγμένο σε κίονες {κολόνες]] >εμβαλκιόνιον >μβαλκόνιον |
| μπάνιο | βαλανείο |
| μπαρούφα | <βαρούφα <βαρύ + ύφος = αερολογία που λέγεται με βαρυσήμαντο ύφος {>Βαρουφάκης} |
| μπαταρία | <βατόν + τηρώ [=διατηρώ] = κάτι που διατηρεί την λειτουργία = συσσωρευτής ηλεκτρ. ισχύος ή βρύση ελεγχόμενης ροής |
| μπετόν | <πήγνυμι [>αόριστ. έπηξα] + τονώ [=τονώνω, δυναμώνω] > πηγτόν >μπηγτόν > μπεγτόν |
| μπλε | έμπλεος = γεμάτος # διότι είναι το χρώμα που γεμίζει τον ουρανό |
| μπλοκ, μπλόκο, μπλοκάρω | <εμπλοκή [<εν + πλέκω {πέλας (=πλησίον, ελ>λε) + έξω, μέλλ. του έχω}] |
| μπόρα | βορράς |
| μπούγιο | πύριος<αρχ. πυρ |
| μπουζί (αναφλεκτήρας) | βυζίον >βουζί [εκτοξεύει σπίθες, όπως ο μαστός εκρέει γάλα] |
| μπουζούκι | <βυζί [=μαστός] >βουζί >βουζούκι [χαϊδευτικό όπως βυζάκι, λόγω του σχήματος του μουσικού οργάνου που μοιάζει με μαστό], αντίστοιχη στα γαλλικά η λέξη μπουζί που εκτοξεύει σπίθες, όπως ο μαστός εκρέει γάλα |
| μπουκάλι | βαύκαλις >βαουκάλιον >βουκάλιον |
| μπουρίνι | βορεινός |
| μπουτίκ | αποθήκη >αποτίκ >πουτίκ |
| μπράτσο | <βραχίων >μπρατσίων |
| μπρίκι (είδος πλοίου & βαθουλωτό σκεύος) | <βάρις = βάρκα >βαρίκιον [μικρή βάρκα] >βρίκιον |
| μύθος | <μάθος, α>υ = συμβουλή, γνώμη, ομιλία, λόγος, απόφθεγμα, διαταγή, παραγγελία, διήγημα, ιστορία, μυθολόγημα, απόφαση, σκοπός, σχέδιο |
| μύλος | μύω + λάας (πέτρα) {διότι εντός της οπής της άνω πέτρας ρίχνονταν ο σίτος και εκ των έσω (μύω) προς τα έξω έρεε το αλεύρι} |
| μύρο | <μύω {=κλείνω} + ρέω = ροή από μέσα, αρωματικό έλαιο |
| μύτη | <μύω [=κλείνω] >μύζω [θαμιστικός τύπος σε -ίζω] >μύκτω [>μυκτήρ=ρουθούνι] = μύκτη >μύτη |
| ναι (καταφατικό) | <ναί-ω {=οικοδομώ προς κατοίκηση>ναός} = όρκος επί οικίας και ναού ως ιερών πραγμάτων, ισχυρό βεβαιωτικό {ναι τω θεώ = ναι μα τον θεό} |
| νερό | <νεαρόν ύδωρ = φρέσκο νερό |
| νέφος | <κνάπτω {<κινέω + άπτω} = ξαίνω μαλλί, λαναρίζω} >κνάφω >κνάφος >γνάφος >γνέθω [διότι τα σύννεφα μοιάζουν με ξασμένο μαλλί] |
| νησί, νήσος | <νάσσω <εν + άξω = συσσωρεύω, πιέζω |
| νόρμα | <λατ. norma «γνώμων, στάθμη» από την αιτ. ενικού γνώμονα (του αρχ. γνώμων) με ετρουσκική επίδραση |
| νότος, νότιος` | <νάτωρ <νάω από το νά-σσω = γεμίζω εντελώς, πληρώ (και μετά ξεχειλίζω) > νέ-ναγ-μαι, πρκμ. του νάσσω (ναγ-, με αποβολή του γ, όπως φαγί – φαΐ) = ξεχειλίζω, ρέω, παθ., ποτίζομαι |
| νότα (μουσικό σημείο) | <νοτέω, νοτίζω = υγραίνω [<νάω από το νά-σσω = γεμίζω (και μετά ξεχειλίζω)] = σημείο γραμμένο σε χαρτί με ύγρανση από μελάνι σε αντίθεση με την χάραξη σε πλάκες |
| νότα (σημείωμα) | <νοτέω, νοτίζω = υγραίνω [<νάω από το νά-σσω = γεμίζω (και μετά ξεχειλίζω)] = γραμμένο σε χαρτί με ύγρανση από μελάνι σε αντίθεση με την χάραξη σε πλάκες |
| νοτάριος (γραμματεύς, συμβολαιογράφος) | <νοτέω, νοτίζω = υγραίνω [<νάω από το νά-σσω = γεμίζω (και μετά ξεχειλίζω)] = γραφέας σε χαρτί με ύγρανση από μελάνι σε αντίθεση με την χάραξη σε πλάκες |
| ξίφος | <οξ-ύς + ίφι ( = ισχυρώς, κραταιός) |
| οβολός | <οβελός < ο (επιτατικό όπως το α) + βέλος = σούβλα > οβελίας > οβελίσκος |
| οδός | <ουδός {ούδας έδαφος, ε>ο>ου - η επιφάνεια της γης, } |
| οίνος | <Fοίνος <φοινός [=κόκκινος σαν αίμα] <φόνος, φονεύω <πόνος <πάσχω-πέπονθα |
| οίκος | σάκος ( = προστασία), σακός ( = οικία) > σόκος (α>ο) > σοίκος (ο>οι) > οίκος, Fοίκος σε αρχαία επιγραφή |
| όλε (επιφώνημα=γεια σου) | <ούλε (προστακτ. του ούλω) = υγίαινε [<α (επιτατικό) + όλος >ούλος , α>ο, ο>υ = ολόκληρος, αληθής, σωστός] >ισπανικό ole, αγγλικό hullo |
| ομελέτα | <γαλλική omelette < λατινική lamella, υποκοριστικό του lamina [<ιταλ. lama<λατ. lamina<αρχ. ελαμένη, μτχ. του ρ. ελαύνω], βυζαντινή "σφουγγάτα" = σαν σφουγγάρι |
| ομπρέλα | όμβριος, όμβρος |
| οστούν (οστό) | <οστέον <ο [αθροιστικό ομού] + ίστημι [ρίζα στα- (α>ε)], διότι ομού ίστανται στον σκελετό |
| όχι (αρνητικό) | <ου <από > απύ > αυ (α>ο) = οπίσω, πάλι, ότι δεν είναι αρεστό ή ορθό >ουκ {προ φωνήεντος, προς άρση της χασμωδίας} >ουχ {προ δασυνομένου φωνήεντος} >ουχί >όχι |
| πάγκος | <επάνω + άγω >πάναγος >πάνγος > πάγκος (ν>γ, γ>κ) = κάθισμα, τραπέζι τεχνίτη |
| παλτό | < πάλλω < πάλιν+νοώ < παλτός=ο δυνάμενος να πάλλει, να πάει προς τα πίσω |
| πανικός | < Πάνας < ο θόρυβος των συνοδών του Διονύσου προκαλούσε φόβο |
| πάντα | <επί + αεί + όντα = αυτός που υπάρχει πάντα {ανάλογο "επ' αεί + όντα + ότε >πάντοτε" } |
| παντόφλα | <ιταλ. pantofola<μεσν. *παντο-+φελλος «(υπόδημα) εξ ολοκλήρου από φελλό»<παντο-+φελλός |
| παπούτσι | <επιπόδιον > επαπόδιον > παπόδιον >παπόζιον > παπότσιον > παπούτσιον |
| πάπυρος | <πακ-τόω + άρω [=αρμόζω] > πάκαρος > πάπυρος (κ>π, α>υ) = είδος παρυδάτιου φυτού |
| παράδεισος | <παρά [δηλωτικό αντιθέσεως, πέρα, επέκεινα] + δείσω [μέλλων του δείω, δείδω = φοβούμαι >δέος >δεισιδαίμων] = μέρος όπου δεν υπάρχει κανένας φόβος |
| παρλάρω | <παραβολή + άρω [=συναρμόζω] >παρβλάρω |
| πάρκο, πάρκιν, παρκάρω | <παρά + κείμαι |
| πάσα, πάσο | <βάω >πάω >πάουσιν >πάσιν # περνάω, μεταδίδω |
| πάστα | πάστη = πατέομαι πατάσσω = εσθίω κάτι μαλακό |
| πάστρα, παστρεύω, ξεπαστρεύω | <σπαρτεύω < χρησιμοποιώ σφουγγάρι φτιαγμένο από κοπανισμένο σπαρτό (ή σπαρτίον) για τον καθαρισμό του σώματος κατά το λούσιμο >σπαρτρικός >παστρικός |
| πέλεκυς | <περί (έφερε δύο αιχμές) + ακίς > περακις > πέλεκυς (ρ>λ, α>ε) |
| πέναλτυ | <μεσν. λατ. poenalitas<poenalis < ποινή |
| πέτρα | καρτύνω = σκληρύνω, κάρτα > κέρτα (α>ε) > πέτρα (κ>π, ρτ>τρ) |
| πηγή | επί + άγω, διότι άγει το νερό στην επιφάνεια της γης |
| πιάνο | <πιάνω {διότι παίζεται με τα δάχτυλα} |
| πιάτο | < ιταλ. piatto < λατιν. plattus < πλατύς· |
| πίδαξ | ε-πί + δα ( = γη) + άγω = φέρνω στην επιφάνεια της γης, αναβλύζω = πηγή |
| πίθος, πιθάρι | <κύω = εγκυμονώ >κεύθω = κλείνω, καλύπτω >κεύθος > κέθος > πέθος (κ>π, βλ., πύελος) > πίθος (ε>ι) |
| πιλότος | <μεσν. *πηδώτης<αρχ. πηδόν "τιμόνι, πηδάλιο |
| πίτα, πίτσα | <πετάννυμι = απλώνω >πίτνω >πίτα >τσιτακισμός του ταυ "πίτσα" |
| πλαζ | <πλάγιος > πλάζω [<πλαγιώ] = φέρομαι στο κύμα >γαλλ. plage<ιταλ. piaggia «χώρα, πλευρά, παραλία»<μεσν. λατ. plagia<αρχ. πλαγία, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πλάγιος |
| πλίνθος | <πήλινος {πηλός <πλάσσω >πλαστός >παλσός} >πλιν + οπτός >πλινπτός >πλίντος |
| πλούτος | πολύς>πολούτος |
| πόζα | <ιταλ. posa<λατ. pausa<μτγν. παύσις |
| πορθμός, πορθμείο | <πορισμός [σ>θ] <πόρος [=μέσον προς διάβαση ποταμού] <περάω [=διαβαίνω] |
| πόρτα | πορθώ = ανοίγω < πέρθω < πέρσα < πέρασα < περάω |
| πουκάμισο | < υποκάμισον < υπό + κάπα=κάλυμμα |
| πρόβα | <προ + βάω = πηγαίνω πριν, δοκιμάζω πριν κάνω κάτι |
| προίκα | <πρόοικος < προ + οίκος |
| προπαγάνδα | <προ + υπάγω [= πηγαίνω πριν] + άνδην [=απέναντι] = διαδίδω πρώτος κάτι στους άλλους |
| ράδιο | <ράδιος, ράων, ράστος=εύκολος, ευάρμοστος, προσφυής, κατάλληλος <ράος <ράπτω <ρα(από το ροή, δείχνει συνέχεια) + άπτω |
| ρεπό | <γαλλ. repos «ακινησία, ανάπαυση»<ρ. reposer «αναπαύω, ησυχάζω»<μτγν. λατ. repausare<re-+ pausare (<λατ.pausa <αρχ. παύσις) |
| ρόδα | <ρέμβω = περιστρέφομαι > ρόμβος |
| ρόλος (μέρος σε έργο) | <ήρως > η-ρο-ϊκός > η-ρο-λόγος > ρο-λόγος >ρόλος # η συμμετοχή σε έργο |
| ρόλος (τυλιγμένο χαρτί) | <ο ρόλος συμμετοχής σε έργο δινόταν στον ηθοποιο γραμμένος σε τυλιγμένο χαρτί # ρόλος χαρτιού ή ρολός ή ρολό |
| ρομπινές | <ρέμβω = περιστρέφομαι > ρόμβος |
| ρουτίνα | <ρουν [<ρους=ροή] + τείνω [=παρατείνω, διατηρώ] = επαναναλαμβανόμενη σειρά γεγονότων |
| ρούχο | <ράκος (α>ου, γ>χ) <ρήγνυμι, μέλλ. ρήξω, αόρ. ε-ράγ-ην (γ>κ) = ξεσχισμένο ρούχο. |
| σάκκος (σακούλα) | <εις + άγω {ή άκτω} >σάκτω |
| σάκος (μεγάλη ασπίδα) | σα-όω + ακή, σώζει από αιχμηρά όπλα - η μεγάλη ασπίδα, μεταφ. προστασία, υπεράσπιση >σακέρα >ασκέρα >ασκέρι=στρατός |
| σαλάμι | <εις άλμη (αλμυρό) |
| σαλάτα | <εις άλατα <άλας, άλατος <αλς=θάλασσα = αλατισμένη |
| σαλπάρω | <ιταλ. salpare, αρχική σημ. «σηκώνω την άγκυρα»,<μεσν. λατ. serpare<μεσν. λατ. *exharpare<αρχ. εξαρπάζω |
| σάλτο | <άλλομαι=πηδώ <άλτης <εξάλτης >ξάλτιος >ξάλτος |
| σάλτσα | <σαλάτα <σαλάτσα (παχύ "τ" <σάλτσα |
| σαμαράς | <σάγμα + άρω=αρμόζω # σάγμα από το εισάγω >είσαγμα=δοχείο αποσκευών ) |
| σαχλαμάρα | <σαχλός <σαθρός {=υπερώριμος, σάπιος} <αδρός {αδήν+ρέω} = πυκνός, άφθονος, ώριμος |
| σέλλα | <σέδας {<έδος=έδαφος}= καθέδρα] >σέλλα [σέδ-λα, δλ>λλ {= κάθισμα, εφίππιον] |
| σκάλα | <εις + κάλον [=ξύλο] >σκάλον >σκάλα |
| σκαμνί | <σκαμβός [=στραβός {<κάμπτω}] > σκιμβάζω [=οκλάζω] >σκαμπό >σκαμνός [για κάθισμα με λυγισμένα πόδια] |
| σκούπα | <σκύβαλον (υ > ου) {σκύβαλον το σ προτάσσεται + κόπρος > σκόπρος > σκόπαρος > σκύβαρος (ο>ου, π>β) > σκύβαλον (ρ>λ) - κόπρος, περίττωμα, σκουπίδι} |
| σόμπα | <τύφω=καίω αργά (από το "θύω", "ετύθην") > εξ-τύφω (έξω ή υπόγεια)> εξτούφα > στούπα >στζούμπα > σούμπα >σόμπα |
| σοπράνο | <έσω + πρανής [<προ άνω = κεκλιμμένος] = με φωνή που ανεβαίνει σε υψηλούς τόνους |
| σουλάτσο (νωχελικό περπάτημα) | <σαύλος <σαβρός <αβρός {<σείω + φέρω} = κινούμενος με κομψό τρόπο, ευλύγιστος, τρυφερός + άγω [>άκτω, άκω] >σουλάκο >σουλάτσο |
| σοφία | <άπτω = εγγίζω, ανάβω > αφή = άγγιγμα, άναμμα # το σ από την δασεία > σάπτω > (π>φ) σάφτω και σαφή = αφή > (α>ο) σοφή > σοφία |
| σπαθί | <σπάω [=σύρω, τραβώ, μαδώ] >σπάθα >σπαθίον |
| σπάλα (ωμοπλατη ζώου) | <σπάθουλα <σπαθί [<σπάω [=σύρω, τραβώ, μαδώ] >σπάθα >σπαθίον] |
| σπίτι | <κας [=δέρμα {>κάσα = καλύβα με τοίχους από δέρμα, οικία >λατ. casa}] + πεδίον > κασπέδιον > οσπίδιον (το κ σε δασεία, α>ο, ε>ι) > οσπίτιον (δ>τ |
| σπόγγος | <σπαργάω [<σπάω + οργάω] = είμαι πλήρης μέχρι διαρρήξεως, ώριμος, σφριγώ >σφουγγάρι, σφουγγάτα = ομελέτα |
| στάβλος | <ίσταμαι + βάλλω |
| στάμπα | <τύπτω, το σ προτίθεται = αποτύπωμα {η ρίζα αναφέρεται ως τυπ-, τοπ-, ταπ-, ταF-, ταφ-, ταυ-, ταβ-, τακ-, ταν-, ταμ-, τεκ-, τικ-) |
| στέρνα | <κιστέρνα <κίστη [=κιβώτιο {<κεύθω=περιέχω}] = τεχνητή δεξαμενή |
| σφαίρα | <{σ} + παίω + αιρέω ( = δράττομαι, πιάνω) |
| σφενδόνη | <το σ προτάσσεται + παίω, πή-ω (π>φ, η>ε) + δονέω ( =τινάζω, δ>νδ) |
| σφομύλι | <{σ} + παίω + μύλος {<μύω + λάας} = συμπιεσμένα τρίμματα |
| σπόνδυλος, σφόνδυλος | <{σ} + παίω + τύλος {=κάλος <τάλας=ταλαίπωρος} = σκληρό μέρος που σπάω για να πάρω το μεδούλι |
| τάλαντον | <τάλας < α-τά-ομαι ( = υποφέρω, πάσχω) > τά-νας > τάλας (ν>λ) = υποφέρων, πάσχων, άθλιος, ελεεινός. |
| ταπετσαρία | τάπης |
| τέμπλον | τέμνω, Τέμπη |
| τερέβινθος (ρεβίθι) | <τείρω [{>τερώ >τερηδών}= τρίβω] + βένθος {=βάθος} = εύθριπτο |
| τέρμα | <τέλειωμα >τέλ'μα >τέρμα [λ>ρ] {<τέλος, τελειώ, τελειώνω <τανύω, τείνω, εκτείνω (ταν- > τεν- (α>ε) > τελ- (ν>λ)} |
| τεστ, τεστάρω | <τι εστί [=ερευνώ τι είναι] |
| τετράδιο | <φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα |
| τεφτέρι | <διφθέρα <δεύω >δεύμα >δέψω > δέφω [ε>ι] + θερίζω, διότι ήταν δέρμα δίχως τρίχες |
| κατάληξη -τηρ | <τηρώ [=διατηρώ, φυλάω] > μήτηρ {μα (στοιχειώδης φθόγγος του μωρού >μαμά+τηρώ], πατήρ {<πα +τηρώ}, χρωστήρ {χρώσις+τηρώ}, βραστήρ {βράσις+τηρώ}, ποτήρι {πόσις+τηρώ} |
| τόπος | <έδαφος > δάφος > τάπος (δ>τ, φ>π) > τόπος (α>ο) |
| τουρισμός | <τορέω = περιστρέφομαι, περιφέρομαι {> αγγλ. Tourism, γαλλ. tour = «σύντομη μετακίνηση με επιστροφή, κύκλος» <αρχ. τόρνος |
| τούφα | <τολύπη [>τουλούπα >τούλπα >τούπα >τούφα {π>φ}] = κατεργασμένο μαλλί σχηματισμένο σε όγκο |
| τρακτέρ | <τραβώ, τράκτω {<τρέπω >άτρακτος} > attraction |
| τράπεζα, τραπέζι | <τετράς + πέζα ( = πόδι) > τετράπεζα > τράπεζα |
| τρόμπα | <τηρώ [=διατηρώ, φυλάω] + πάω [<βάω = πηγαίνω] = διατηρεί την ροή του νερού |
| τροχός | <τρέχω |
| τσαγγάρης | <αγγαρεία >αγγάριος >εξ+αγγάριος >εξαγγάριος = ο εξαναγκαζόμενος σε αγγαρείες >τσαγγάριος [ξ>τσ] |
| τσάπα | <σκάπτω >σκαπάνη >σκάπα >τσιτακισμός του κ στσάπα |
| τσεκούρι | <τεύχω, τύκος =πέλεκυς, το ε εκ του α της τακ-) |
| τσιγάρο | <σιγάρο <σιγά + ρέω >σιγάρον |
| τσιρότο | (<ιταλ. cerotto <λατ. cerotum <ελνστ. *κηρωτόν, αρχ. κηρωτή |
| τσίπα | <ξιπασιά <ξε [<εκ, επιτατικό] + πτοασιά [<πτόησις {κατάπτωση λόγω φόβου}<πτοάζω {=θαμιστικός τύπος του πτοώ = φοβίζω, καταβάλλω}] = περηφάνια, αλαζονεία {τσιπάρα >τσίπρα} |
| τσουκάλι | <έξω+κάλον (=ξύλο που καιόμενο παράγει θερμότητα, οτιδήποτε παρέγει θερμότητα) >ξωκάλιον >ξουκάλιον >τσουκάλιον # χύτρα που μπορεί να θερμανθεί από έξω |
| τσουνάμι | <κύμα ανίει > κυμάνιη > κυμάνι > κουμάνι > τσουμάνι > τσουνάμι |
| τσούρμο | <κέλευσμα>celeusma>clusma>ciurma |
| ύπνος | <υπό + νους |
| φαγητό | <έφαγον φάγον (Όμηρ.), αόρ. β΄ του εσθίω. Εκ του πα-τέομαι + άγω > παάγω > πάγω > φάγω (π>φ, βλ. παχνί - φάτνη), άνευ ενεστ. (φάγω = βιβρώσκω, |
| φάρδος, φαρδύς | <επί + αδρός [=ευμεγέθης] >φαδρός |
| φάρμακο | <φέρω + μαγμός (κάθαρση) |
| φεστιβάλ | <εσθίω [>δασυνόμενο Fεσθίω >φεσθίω] + βάλλω = ετοιμάζω γιορτή με φαγοπότι |
| φιέστα | <εσθίω >δασυνόμενο Fεσθίω >φεσθίω {ισπανικά fiesta και ελληνικά φιέστα} |
| φούρνος | <πύρινος, π>φ, υ>ου |
| φουρτούνα | <φορτώνει [= αυτή που δημιουργεί κύματα] |
| φρέσκος | <φρέω <φέρω (ερ>ρε) >φρέαρ [=πηγάδι] = δροσερό πηγαδίσιο νερό |
| φρούτο | <φρύκτω <φρύσσω <φρύγω = ξεροψήνω, ωριμάζω στον ήλιο [λατινικά fructus] |
| χαγιάτι | <έξω + άγω [ανάλογο με το εξώστης {<έξω+ωθώ}] = υπόστεγο που οδηγεί έξω > εξάγιον >εξαγιάτιον >ξαγιάτι >χαγιάτι |
| χημεία | χείμη χεί-ω - η χημία. χημία (ει>η), χημεία |
| χιτών | <χλίω [<χλαίνα, αι>ι {<λάχνη}] = είμαι ή γίνομαι θερμός >χίω + τονόω {=δυναμώνω] |
| χολή | <χλόη >χλόος [=υποπράσινος] |
| χορός | χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός {άλλη εκδοχή <ορχώ [όρχησις] >ορχός >δασυνόμενο Fορχός >χορχός >χορ'ός >χορός} |
| χώρος | <γη + όρος [=όριο] > γηόρος > χώρος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου