Ετυμολογία μερικών λέξεων από Π
παγανισμός: Από το αρχ. ελληνικό παγάς (Λεξικό Liddell&Scott): "γή τις υπό των γεωργικών", Ησύχιος: σκληρά γη, χέρσος
Προφανέστατο αντιδάνειο αλλά οι πλείστοι των υποτιθέμενων "ειδημόνων", συνήθως σταματούν ...από κεκτημένη συνήθεια στις κατά περίπτωση λατινικές "ρίζες" γράφοντας ότι πρόκειται δήθεν για "γλωσσικό δάνειο, από ξένη λέξη (αγγλικά paganism, γαλλικά paganisme), που προήλθε από τη λατινική paganismus (ειδωλολατρία). Αυτή προέρχεται από τη λατινική λέξη paganus (χωρικός), παράγωγο της λέξης pagus ( χωριό). Η λέξη paganus απέκτησε τη σημασία «ειδωλολάτρης» μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, επειδή η αρχαία θρησκεία διατηρήθηκε κυρίως στα χωριά. Από τη λέξη paganus προέρχεται η ελληνιστική λέξη παγανός (χωρικός), από την οποία προήλθε πιθανόν η μεσαιωνική λέξη παγάνα ( ομαδικό κυνήγι αγρίων ζώων) και από αυτήν η νεοελληνική λέξη παγανιά."...
-Μα και η λέξη παγάνα και παγανιά, αν έριχναν μια ματιά στο Liddel&Scott και σε άλλα σοβαρά λεξικά αρχ. ελληνικής, θα έβλεπαν πως ...κάτι έχει να κάνει με τις πολύ αρχαιότερες της λατινικής "παγίς=πάγη, ρίζας ΠΑΓ εκ του πήγνυμι, κοινώς παγίδα...
παιδεύω: πρόκειται για αρχαίο ρήμα, που προέρχεται από τη λέξη ο παις, γενική του παιδός. Αρχικά σήμαινε «εκπαιδεύω, ανατρέφω παιδί, σωφρονίζω», ενώ έπειτα απέκτησε την έννοια «βασανίζω, ταλαιπωρώ» λόγω της χρήσης βασανιστικών πειθαρχικών μέτρων που συνήθως λαμβάνονται κατά την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών.
~ Επίσης, από τη λέξη παις προέρχεται και το αρχαίο ρήμα παίζω, από το οποίο προήλθε η αρχαία λέξη παίγνιον, ενώ από το υποκοριστικό της παιγνίδιον προέκυψε έπειτα η νεοελληνική λέξη παιχνίδι.
πακτωλός: προέρχεται από το αρχαίο όνομα Πακτωλός, ποταμός στη Λυδία της Μ. Ασίας, η κοίτη του οποίου περιείχε ψήγματα χρυσού.
παλληκάρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη παλληκάριον, η οποία προήλθε από την αρχαία λέξη ο πάλληξ, γενική του πάλληκος (και γι αυτό με δύο λ και η-παλληκάρι όχι με ένα λ και ι -παλ(ι)κάρι που γράφουν ιδιόρρυθμα κάποιοι "ειδικοί", που σημαίνει «το παιδί που πρόκειται να γίνει έφηβος» και είναι παράγωγο της λέξης η παλλακή (νεαρή γυναίκα).
παλινωδία: πρόκειται για αρχαία λέξη, που προέρχεται από το ρήμα παλινωδώ, σύνθετο από τις λέξεις πάλιν + ωδή (τραγούδι). Η πρώτη χρήση αυτής της λέξης ανάγεται στην ωδή «Παλινωδία» του ποιητή Στησίχορου, στην οποία ανακαλούσε όσες κατηγορίες εναντίον της ωραίας Ελένης είχε προηγουμένως αναφέρει.
πανηγύρι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη πανηγύριον, που προήλθε από την αρχαία λέξη η πανήγυρις, σύνθετη από τις λέξεις παν- + άγυρις (συγκέντρωση, αγορά). Οι λέξεις αυτές παράγονται αντίστοιχα από το ουδέτερο παν της αντωνυμίας πας (γενική παντός) και το ρήμα αγείρω (συγκεντρώνω).
~ Σύνθετες από την αντωνυμία πας είναι και οι αρχαίες λέξεις:
1) το επίθετο πανακής (από το παν + το άκος = θεραπεία), από το οποίο παράγεται η λέξη #πανάκεια (φάρμακο για όλες τις ασθένειες).
2) η λέξη πανδαισία (από το παν- + δαίτη (γεύμα).
3) το επίθετο πανούργος, που προήλθε από τη φράση παν έργον (ποιών).
πανικός: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πανικός (φόβος), που προήλθε επίσης από το αρχαίο όνομα ο Παν, γενική του Πανός, θεός των ορέων και των δασών, ο οποίος όταν φώναζε, πιστευόταν ότι προκαλούσε ταραχή στα κοπάδια.
πανούκλα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, είναι μεσαιωνική λέξη και προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική panucula (η ασθένεια πανώλης), παράγωγο της λατινικής λέξης panus (πρήξιμο).
πανσές: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη γαλλική λέξη pensée (σκέψη), παράγωγο του ρήματος penser (σκέφτομαι), που ανάγεται στο λατινικό ρήμα penso (σταθμίζω, σκέφτομαι). Ονομάστηκε έτσι, επειδή το λουλούδι αυτό είχε συνδεθεί γενικά με τις ευχάριστες σκέψεις.
παντόφλα: πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο, προέρχεται από την ιταλική λέξη pantofola, που προήλθε από τη μεσαιωνική λέξη *παντόφελλος (όλος από φελλό), σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις παντός (γενική της αντωνυμίας πας) + φελλός.
~ Από τη λέξη pantofola προέρχεται η γαλλική pantoufle, από την οποία προήλθε η νεοελληνική λέξη παντούφλα.
παξιμάδι: προέρχεται από τη μεσαιωνική λέξη παξιμάδιον, που προήλθε από την ελληνιστική παξαμάδιον, αυτή από τη λέξη παξαμάς κι αυτή από το όνομα Πάξαμος, μάγειρος και συγγραφέας μαγειρικής κατά τον 1ου αι. μ.Χ.
παρέα: Από το τοπ, επίρρημα παρά=δίπλα, κοντά, πλησίον,κάτι που μοιάζει κλπ (πχ η αρχαία λέξη παραστάτης=ο διπλανός στη μάχη οπλίτης, οι σύγχρονες παράπλευρα, πάροδος, παρομοίωση, παραμάνα, παραλίμανο κλπ). Έτσι, όπως από την προστακτική ιδέ του ρ. ορώ>ιδέα, από το παρά>παρέα επειδή ο ένας είναι παρά του άλλου, δίπλα στον άλλο.
-Μερικοί "ειδήμονες" επιπόλαια ισχυρίζονται ότι πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, από την …ισπανική λέξη pareja (ενώ αντίθετα, αυτή όπως χιλιάδες λέξεις των λατινογενών γλωσσών, είναι δάνειο από την αρχαιοελληνική παρά), προήλθε λένε από το επίθετο parejo (όμοιος), το οποίο παράγεται από τη λέξη par (ίδιος), που ανάγεται στο λατινικό επίθετο par, γενική paris (ίσος, ίδιος).
πασαλείβω: προέρχεται από τη μεσαιωνική ελλην. λέξη *πισσαλείφω, σύνθετη από τις αρχαίες λέξεις πίσσα + αλείφω.
πατερίτσα: πρόκειται για νεοελληνική λέξη, για την οποία υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές προέλευσης:
1) από τη μεσαιωνική λέξη η πατέρα, που προήλθε από τη λέξη πατερόν (δοκάρι πατώματος) και αυτή από την αρχαία λέξη πάτος.
2) από την (αμάρτυρη) λέξη πατερίκα, που προήλθε από τη φράση πατερική (ράβδος), όπου το μεσαιωνικό επίθετο πατερικός είναι παράγωγο της αρχαία λέξης πατήρ, γενική πατρός.
πατσαβούρα: πρόκειται για γλωσσικό δάνειο, προέρχεται από τη βενετική spazza(d)ura, που προήλθε από το ρήμα spazzare (αδειάζω, σκουπίζω), το οποίο ανάγεται στη λατινική λέξη spatium (κενός χώρος, διάστημα).
πειρατής: πρόκειται για ελληνιστική λέξη, που προέρχεται από το αρχαίο ρήμα πειρώ (προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ), παράγωγο της λέξης πείρα (δοκιμή, επιχείρηση, από-πειρα)εξ ής και έμπειρος, άπειρος,πείραμα κλπ.
πελεκάνος: προέρχεται από την αρχαία λέξη ο πελεκάν, γενική του πελεκάνος, που προήλθε από τη λέξη ο πέλεκυς (τσεκούρι), επειδή αυτό το πτηνό χτυπά το ράμφος του με χαρακτηριστικό τρόπο και θόρυβο όπως το τσεκούρι.
πεμπτουσία: προέρχεται από την ελληνιστική φράση πέμπτη ουσία, που δήλωνε την ουσία «αιθέρας», η οποία προστέθηκε από το φιλόσοφο Αριστοτέλη ως το πέμπτο στοιχείο της φύσης μετά τα τέσσερα γνωστά για την εποχή πρωταρχικά στοιχεία της (γη, νερό, φωτιά, αέρας).
πεμπτοφαλαγγίτης: προέρχεται από τη φράση "πέμπτη φάλαγγα", η οποία αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της ισπανικής φράσης quinta columna. Η φράση αυτή πιθανόν ειπώθηκε κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο από ένα στρατηγό, που ήθελε να δηλώσει την προδοσία, την κατασκοπεία, η οποία ενεργείται μέσα στο στρατόπεδο από μια «πέμπτη» εσωτερική φάλαγγα και όχι από τις τέσσερις εξωτερικές φάλαγγες του εχθρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου