Η άνοδος του ΔΗΣΥ στη διακυβέρνηση σήμανε την επαναφορά του ενδεχόμενου για ΝΑΤΟϊκή λύση του Κυπριακού και τον ολικό αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου υπέρ των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των σχέσεων Ρωσίας-Κύπρου.
Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολη υπόθεση για την κυβέρνηση.
Ο κυπριακός λαός στη συντριπτική του πλειοψηφία γνωρίζει πολύ καλά ποιος ήταν ο ρόλος των ΑμερικανοΝΑΤΟϊκών στη δημιουργία και διαιώνιση του Κυπριακού, ενώ –ακόμα και ένα μεγάλο μέρος των αστικών κομμάτων- παραδέχεται την ανιδιοτελή στήριξη που είχε η Κύπρος από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και τη θετική για την Κύπρο στάση της Ρωσίας σε διάφορες περιπτώσεις.
Αφού λοιπόν η Ιστορία δε βολεύει την ελληνοκυπριακή δεξιά και ακροδεξιά, αποφάσισαν να αλλάξουν την ιστορία. Η επιχείρηση «τολμηρής αναθεώρησης της κυπριακής ιστορίας» περιλαμβάνει συστηματική αρθρογραφία στη μερίδα του Τύπου που πρόσκειται στην ηγεσία του ΔΗΣΥ («Αλήθεια», «Πολίτης») και βέβαια το περιβόητο βιβλίο του τέως συμβούλου του Προέδρου, Μακάριου Δρουσιώτη, ο οποίος φθάνει στο σημείο να καταλογίζει ευθύνες στην ΕΣΣΔ για την τουρκική εισβολή. Η λεγόμενη φιλελεύθερη ε/κ δεξιά ανέκαθεν είχε πρόβλημα με τη σοβιετική στάση στο Κυπριακό, όπως επίσης με την αδέσμευτη πολιτική του Μακάριου και τις διαχρονικές αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του ΑΚΕΛ. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στις αντικομμουνιστικές και αντιμακαριακές της αλλεργίες. Στην πραγματικότητα, ενοχλούνται με όποιον δεν συναινεί με τις ΝΑΤΟϊκές επιδιώξεις για την Κύπρο και το Κυπριακό. Σε αυτό το σημείο, μάλιστα, οι φιλελεύθεροι και οι εθνικιστές ταυτίζονται πλήρως.
Σήμερα, θεωρούν ότι έχουν ξεθωριάσει οι λαϊκές μνήμες και έτσι μπορούν να διακηρύττουν αυτά που σε άλλες εποχές δεν τολμούσαν να πουν ξεκάθαρα. Η Ιστορία, όμως, λέει άλλα.
Σύμμαχος στον αντιαποικιακό αγώνα
Η σοσιαλιστική κοινότητα ήταν ο πιο ισχυρός σύμμαχος των λαών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες που πάλευαν για την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή τους.
Στη δεκαετία του 1950, όταν γίνονταν προσπάθειες από την Ελλάδα να τεθεί στον ΟΗΕ το αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και Ένωση, το σκηνικό ήταν μονίμως το ίδιο. Από τη μια πλευρά, η Βρετανία, οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ προσπαθούσαν (και συνήθως το κατάφερναν) να εμποδίζουν τη συζήτηση θεωρώντας το ως «εσωτερικό ζήτημα της Βρετανίας». Από την άλλη, η Σοβιετική Ένωση, οι σοσιαλιστικές χώρες και οι απελευθερωμένες αποικίες στήριζαν με θέρμη τις ελληνικές προσφυγές. Τα πρακτικά των συζητήσεων και των ψηφοφοριών που διεξήχθησαν στη Γενική Επιτροπή, στην Πολιτική Επιτροπή και στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, επί των προσφυγών της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1950, μιλούν από μόνα τους.
Ασπίδα ενάντια στα σχέδια ΝΑΤΟποίησης και διαμελισμού
Λίγο αργότερα η ΕΣΣΔ, που συνήψε διπλωματικές σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία δύο μέρες μετά την ανακήρυξη της (18.08.1960), πρόσφερε πολιτική αλλά και στρατιωτική στήριξη στην Κύπρο ενάντια στα σχέδια της Τουρκίας (σχέδια με τη βρετανική στήριξη βεβαίως), για να υποσκαφθεί η υπόσταση του νεοσύστατου κυπριακού κράτους. Με το ξέσπασμα των διακοινοτικών συγκρούσεων και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα του κράτους, η Τουρκία επιχείρησε να αμφισβητήσει την Κυπριακή Δημοκρατία ως τη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρου του πληθυσμού και ολόκληρης της επικράτειας του νησιού. Παράλληλα, οι Αμερικανοβρετανοί κατέθεταν τα πρώτα σχέδια για κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και εγκατάσταση ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων (Σχέδιο Σάντις-Μπολ). Με μήνυμα του τότε Σοβιετικού ηγέτη Ν. Χρουστσόφ προς τις κυβερνήσεις ΗΠΑ, Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας, η ΕΣΣΔ εξέφραζε την υποστήριξη της στην ανεξαρτησία της Κύπρου και εναντιωνόταν στα σχέδια επιβολής ΝΑΤΟϊκής κατοχής, υπογραμμίζοντας ότι «δε θα παραμείνει αδιάφορη για την κατάσταση που δημιουργείται στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου». Επιπρόσθετα, η ΕΣΣΔ ήταν αυτή που πρωτοστάτησε το Μάρτη του 1964 στην υιοθέτηση του Ψηφίσματος 186 από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που θωράκισε την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Όταν τον Αύγουστο του 1964, η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Τηλλυρία και απείλησε να εισβάλει, η ΕΣΣΔ αφ’ ενός ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Μακάριου προειδοποιώντας την Τουρκία ότι σε τέτοια εξέλιξη θα υπήρχε σοβιετική αντίδραση και αφ’ ετέρου ζήτησε να φύγουν από την Κύπρο όλα τα ξένα στρατεύματα. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι οι τουρκικοί βομβαρδισμοί απεκάλυψαν την ανεπάρκεια της κυπριακής άμυνας, η ΕΣΣΔ προσφέρθηκε –μετά από παρέμβαση του ΑΚΕΛ- να προμηθεύσει την Κύπρο με πυραυλικά συστήματα που θα αντιμετώπιζαν μια ενδεχόμενη νέα τουρκική επίθεση. Η συμφωνία Μόσχας-Λευκωσίας υπογράφθηκε στις 30.9.1964, ωστόσο οι πύραυλοι δεν έφτασαν ποτέ. Οι ασφυκτικές πιέσεις των ΗΠΑ προς την ελληνική κυβέρνηση Παπανδρέου (και η πίεση του Γρίβα προς το Μακάριο που ανησυχούσε ότι η εξέλιξη αυτή θα ενίσχυε τους «εν Ελλάδι και Κύπρω οπαδούς της Σοβιετικής Ενώσεως»), οδήγησαν στη ματαίωση της προμήθειας των πυραύλων.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ΝΑΤΟϊκοί σχεδιασμοί για διαμελισμό της Κύπρου –με τη στήριξη της Χούντας και της εοκαβήτικης τρομοκρατίας- κορυφώθηκαν. Η ΕΣΣΔ και ολόκληρο το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν και πάλι στο πλευρό του λαού της Κύπρου και του Προέδρου Μακαρίου. Μετά από την επίσκεψη Μακαρίου στη Μόσχα, τον Ιούνη του 1971, η κυπριακή κυβέρνηση προμηθεύτηκε τσεχοσλοβάκικα όπλα αξίας δύο εκατομμυρίων λιρών, προκειμένου να εξοπλιστεί το Εφεδρικό Σώμα που δημιουργήθηκε για να εξαρθρώσει την ΕΟΚΑ Β’ –αφού η Εθνική Φρουρά και μέρος της αστυνομίας ελεγχόταν από τους χουντικούς. Ήταν ακόμα –όπως τεκμηριώνεται στο Πόρισμα της Βουλής για το Φάκελο της Κύπρου- ο Σοβιετικός πρέσβης στη Λευκωσία που το Δεκέμβρη του 1971 μετέφερε στο Μακάριο τις πληροφορίες που συνέλλεξε η ΕΣΣΔ για όσα αποφασίστηκαν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα (Ιούνη 1971) και τα σχέδια για πραξικοπηματική ανατροπή του.
Μαζί με την Κύπρο, ενάντια στο πραξικόπημα και τηξένη κατοχή
Όταν τον Ιούλη του 1974 εκδηλώνεται το ΝΑΤΟϊκό σχέδιο σε βάρος της Κύπρου, η ΕΣΣΔ με ανακοινώσεις της στις 16 και 18 Ιουλίου καταδικάζει δριμύτατα το πραξικόπημα, ζητά από τη Χούντα να τερματίσει την επέμβαση της στα εσωτερικά της Κύπρου και ξεκαθαρίζει ότι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση είναι η κυβέρνηση Μακαρίου. Όταν, δε, ακολουθεί η τουρκική εισβολή, με αποφασιστική παρέμβαση της ΕΣΣΔ εκδίδεται την ίδια μέρα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το Ψήφισμα 353 που απαιτεί κατάπαυση του πυρός, άμεσο τερματισμό της ξένης επέμβασης και επαναβεβαιώνεται η αναγνώριση του Μακάριου ως του νόμιμου Προέδρου της Κύπρου.
Αντίθετα, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ επιχειρούσαν να εμποδίσουν τη διεθνοποίηση του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ και επιδίωκαν να συζητηθεί ενδοΝΑΤΟϊκά προκειμένου να αποκλειστεί η ΕΣΣΔ και να μεθοδευτεί η οριστική απομάκρυνση του Μακαρίου από την Προεδρία και από το νησί, όπως ήταν ο διακαής πόθος του Αμερικανού Υπ. Εξ., Χ. Κίσινγκερ.
Για αυτό και έσπρωξαν για τη σύγκληση τον Ιούλη-Αύγουστο 1974 της Διάσκεψης της Γενεύης μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων και των δύο κοινοτήτων, η οποία όμως κατέρρευσε μετά την ιταμή αξίωση της Τουρκίας για ουσιαστικά κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και παράδοση του 1/3 του κυπριακού εδάφους. Η ΕΣΣΔ, από την άλλη, υποστήριξε ότι απαιτείται η σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κυπριακό, στη βάση της υπεράσπισης της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και με αντικατάσταση του συστήματος εγγυήσεων της Ζυρίχης.
Σήμερα, οι κύκλοι του ιστορικού αναθεωρητισμού κατηγορούν την ΕΣΣΔ, επειδή κατά την άποψη τους εκείνες τις μέρες έδινε βάρος στην επάνοδο του Μακαρίου, αντί στην καταδίκη της τουρκικής εισβολής, αλλά και επειδή ζητούσε αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, αντί να εστιάζει μόνο στα τουρκικά. Πράγματι, η ΕΣΣΔ ζητούσε σθεναρά την επιστροφή του Μακαρίου στην Προεδρία, όπως άλλωστε απαιτούσε και ο ίδιος ο κυπριακός λαός στα μεγαλειώδη συλλαλητήρια εκείνων των μηνών. Η επιστροφή του Μακάριου θα αφαιρούσε από την Τουρκία το επιχείρημα της ανατροπής της συνταγματικής τάξης που «δικαιολογούσε» την εισβολή της. Μόνο οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η ΕΟΚΑ Β’ και κατά βάθος και η κυβέρνηση Καραμανλή, δεν ήθελαν να επιστρέψει ο δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος Μακάριος, διότι τον θεωρούσαν εμπόδιο σε μια ΝΑΤΟϊκή λύση του Κυπριακού, στην οποία ο τότε Προεδρεύων Γλαύκος Κληριδης προφανώς και δε θα αντιτασσόταν. Επιπρόσθετα, το σοσιαλιστικό στρατόπεδο όπως και το ΑΚΕΛ, υποστήριζαν την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση του νησιού, με την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων αφού, πέρα από τους Τούρκους εισβολείς, στο έγκλημα είχαν συνεργήσει και οι χουντικοί Ελλαδίτες αξιωματικοί, ενώ και οι βρετανικές βάσεις αποτελούσαν κέντρο μηχανορραφιών σε βάρος της Κύπρου.
Συμπαραστάτης στον αντικατοχικό αγώνα
Με τη συμβολή του ΑΚΕΛ, αμέσως μετά τη β’ φάση της εισβολής, το Σεπτέμβρη του 1974, ο υφυπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ, Λεονίντ Ιλιτσόφ, πραγματοποίησε επίσκεψη στην Κύπρο το Σεπτέμβρη του 1974, στέλλοντας ισχυρό μήνυμα συμπαράστασης προς τον κυπριακό λαό, ο οποίος του επεφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή.
Στα χρόνια που ακολούθησαν του 1974, η ΕΣΣΔ ήταν ουσιαστικά η μόνη δύναμη που ενίσχυε την κυπριακή άμυνα. Ζωτική ήταν η σοβιετική στήριξη στην κυπριακή οικονομία με τη σύναψη αλλεπάλληλων συμφωνιών –συνήθως όχι συμφερουσών για την ίδια την ΕΣΣΔ- για μαζική αγορά αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της Κύπρου. Πιο σημαντική ήταν η διπλωματική στήριξη της σοσιαλιστικής κοινότητας στον αγώνα της Κύπρου εντός του ΟΗΕ και στην διεθνή καταδίκη της ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Αποδεικτικές της βασισμένης σε αρχές πολιτικής της ΕΣΣΔ στο Κυπριακό ήταν οι Σοβιετικές Προτάσεις για τις «Αρχές Λύσης του Κυπριακού και οι Τρόποι Επίτευξής της» της 21ης Ιανουαρίου 1986, που καθόριζαν με τετραγωνική ορθότητα το πλαίσιο λύσης της διεθνούς και της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού.
Πικρά αισθητή η απουσία της ΕΣΣΔ
Η απουσία της ΕΣΣΔ και της σοσιαλιστικής κοινότητας σήμερα είναι ιδιαίτερα αισθητή για τον κυπριακό λαό αλλά και κάθε άλλο λαό που αγωνίζεται ακόμα για την ελευθερία του. Αυτή η απουσία, δεν υποκαθίσταται από την θετική στάση της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όχι μόνο γιατί το σοσιαλιστικό στρατόπεδο είχε αισθητά μεγαλύτερη ισχύ και βάρος, αλλά γιατί η Σοβιετική Ένωση ως σοσιαλιστικό κράτος είχε εξ ορισμού ποιοτικά διαφορετική στάση στα θέματα ειρήνης και αλληλεγγύης με τους αγωνιζόμενους λαούς. Η εκτροπή του Κυπριακού από τις αρχές λύσης του που συντελέστηκε στη δεκαετία του 1990, από τους G7 -με τη συνέργεια βέβαια της τότε κυβέρνησης ΔΗΣΥ- ήταν κι αυτός ένας από τους πικρούς καρπούς της νεοταξίτικης εποχής που εγκαινιάστηκε με την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Γιώργος Κουκουμάς
Μέλος ΚΣ ΕΔΟΝ
Συντακτική Επιτροπή «Ν»
*Δημοσιεύτηκε στη "Νεολαία", στο τεύχος Δεκεμβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου