Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας
- (Αναδημοσίευση από: Δημοσιογραφία 25/1/2023)
Η αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, γεωπολιτικό, τεχνολογικό και ιδεολογικό.
του Ευάγγελου Χωραφά*
Οι ΗΠΑ προσπαθούν να ομογενοποιήσουν την Δύση και να διατηρήσουν την υπεροχή της στους τομείς που αυτή υπάρχει. Χρησιμοποιούν νέα σχήματα, ή αναζωογονούν τα υπάρχοντα. Έτσι δημιουργήθηκε η Σύνοδος των Δημοκρατιών από την οποία η Ουάσιγκτον απέκλεισε τα, κατά την άποψη της, αυταρχικά καθεστώτα. Ένα ευρύ σχήμα που συγκλήθηκε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο 2021 και θα επανασυγκληθεί τον Δεκέμβριο 2022.
Εκτός από την Σύνοδο των Δημοκρατιών, η Ουάσιγκτον έχει υιοθετήσει το σχήμα τεχνοδημοκρατίες vs τεχνοαπολυταρχίες. Αφορά την αντιπαράθεση προηγμένων τεχνολογικά δημοκρατιών με προηγμένα τεχνολογικά, αυταρχικά καθεστώτα. Υπάρχουν πολλές απόψεις για το ποιες χώρες θα συμμετέχουν στις τεχνοδημοκρατίες που καταγράφονται σε σχήματα όπως οι Τ-12, οι D-10 κλπ.
Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενισχύουν το ΝΑΤΟ μέσα από το σχέδιο «ΝΑΤΟ 2030» που μεταξύ των άλλων έχει στόχο την διατήρηση του στρατιωτικού και τεχνολογικού πλεονεκτήματος απέναντι στην Ρωσία και την Κίνα.
Η ΕΕ στα πλαίσια της Δύσης, προσπαθεί να αναπτύξει την στρατηγική της τεχνολογικής κυριαρχίας, παράλληλα με την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Η τελευταία περιλαμβάνει την στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης σε συνδυασμό με την διατήρηση του διατλαντικού δεσμού.
Για την ΕΕ, η τεχνολογική κυριαρχία μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την υιοθέτηση του σχεδίου «Digital Compass 2030». Ωστόσο, αυτό που χαρακτηρίζει την ΕΕ είναι η διάσπαση της στο θέμα των σχέσεων πρωτίστως με την Κίνα και δευτερευόντως με την Ρωσία. Μπορεί τον Δεκέμβριο 2020 η ΕΕ να υπέγραψε εμπορική συμφωνία με την Κίνα, αλλά οι σχέσεις των δύο μερών δεν έχουν εξομαλυνθεί πλήρως.
Από την πλευρά της, η Κίνα ακολουθεί μια στρατηγική τεχνοεθνικισμού. Αυτή η στρατηγική της επιβάλλει να αυξάνει τις εσωτερικές της τεχνολογικές ικανότητες, καθώς και το βάρος της στην παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα συμπορεύεται πλήρως με την Ρωσία στο θέμα της αντιμετώπισης των ΗΠΑ και μερικώς, σε θέματα ενεργειακής ασφάλειας. Ωστόσο, μεταξύ των δύο χωρών εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιφυλάξεις για κάποια θέματα. Η ενσωμάτωση του Ιράν, της Βενεζουέλας και χωρών της Λατινικής Αμερικής που διαμορφώνουν τον επονομαζόμενο «άξονα αντίστασης» σε σχήματα υπό τον έλεγχο της Κίνας και της Ρωσίας, θα ενισχύσει τον έλεγχο τους στην «Καρδιά της Γης-Heartland» και θα δημιουργήσει νέα δεδομένα στις παγκόσμιες ισορροπίες.
Η προσπάθεια για επιρροή στον Τρίτο Κόσμο γίνεται από την Κίνα μέσω του Digital Silk Road. Αν και αυτός εμφανίζει προβλήματα το τελευταίο διάστημα, η Δύση δεν έχει αρθρώσει ακόμα, ένα συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του. Υπάρχουν δύο προτάσεις στρατηγικής. Η πρώτη εμφανίστηκε στην Σύνοδο των G-7 στην Κορνουάλη και ονομάζεται Build Back Better World. Η δεύτερη αφορά την διατύπωση ενός Ψηφιακού Σχεδίου Marshall, το οποίο διατυπώνεται στις ΗΠΑ και φαίνεται ότι κερδίζει έδαφος.
Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο μπορούμε να δούμε κάποια από τα επιμέρους θέματα.
ΤΕΧΝΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΑΠΟΛΥΤΑΡΧΙΕΣ
Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν από την εποχή της ακρόασης του στη Γερουσία, αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση μεταξύ τεχνοδημοκρατιών και τεχνοαπολυταρχιών, ως κρίσιμου στοιχείου στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ο Άντονι Μπλίνκεν αποδίδει αυτόν τον διαχωρισμό στον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος τον χρησιμοποιούσε ως βάση για τη δημιουργία μιας «Ψηφιακής Συμμαχίας» την οποία οραματίζεται.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ έχει διαμορφωθεί η θέση ότι είναι αναγκαία η διατύπωση μίας εθνικής στρατηγικής για τις ΗΠΑ, που θα έχει τη στήριξη και των δύο κομμάτων και θα καθοδηγεί τις πολιτικές των κυβερνήσεων απέναντι στην Κίνα, τα επόμενα τριάντα χρόνια. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ρίξει το βάρος της στην αντιμετώπιση του Σι Τζινπίνγκ. Και αυτό γιατί πιστεύεται ότι ο Κινέζος πρόεδρος έχει δημιουργήσει ρήγματα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας παρόμοια με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, δίνοντας έμφαση, μεταξύ άλλων στον προσωπικό και οικογενειακό του πλουτισμό.
Κάποιοι άλλοι, απορρίπτουν τη στρατηγική επικέντρωσης στον Σι, θεωρώντας ότι η απομάκρυνσή του από την ηγεσία δεν θα αλλάξει τη φύση και την οπτική του ΚΚΚ, το οποίο θα μπορούσε να κάνει ακόμα μεγαλύτερη στροφή προς τον εθνικισμό, ή να αυξηθεί στο εσωτερικό του η επιρροή του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.
Πώς μπορεί να υλοποιηθεί μία τέτοια πολιτική που ενσωματώνει τον σημαντικό παράγοντα της τεχνολογίας; Κυρίως με τη βοήθεια της Big Tech, η οποία θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει τα μακροχρόνια συμφέροντα των ΗΠΑ, επάνω από τα βραχυχρόνια συμφέροντα της Silicon Valley, της Wall Street και των πολυεθνικών, οι οποίες θα πρέπει να κατανοήσουν τις νέες διεθνείς ισορροπίες.
Η εξεταζόμενη συμμαχία των τεχνο-δημοκρατιών, η οποία θα μπορούσε να ονομάζεται «Τ-12», θα περιλάμβανε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Νότια Κορέα, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Ινδία, η Αυστραλία και το Ισραήλ. Υπάρχει και η πρόταση για τους D-10 στην οποία και πάλι εμφανίζονται οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες χώρες.
Η στάση της Ευρώπης
Η στάση της Ευρώπης στο ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη από την Ουάσιγκτον. Προς το παρόν, οι Βρυξέλλες δεν έχουν διευκρινίσει ακόμα, το αν επιθυμούν και σε τι βαθμό θα ήθελαν να εμπλακούν στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Επιπρόσθετα, το σχήμα τεχνο-δημοκρατίες vs τεχνο-απολυταρχίες, ίσως να μην είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για την Ευρώπη.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι στις 30 Δεκεμβρίου 2020, η ΕΕ υπέγραψε τη Συμφωνία Επενδύσεων ΕΕ-Κίνας, με βασική κατεύθυνση ότι «προηγούνται τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης». Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως μονομερής ενέργεια από την πλευρά της Ουάσιγκτον, η οποία θεωρεί ότι η ΕΕ γενικότερα και η Γερμανία ειδικότερα, θα πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα, υπερβαίνοντας τη μερκαντιλιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις.
Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, εκτός από τις εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο, οι Βρυξέλλες και η Ουάσιγκτον διαφωνούν για τον ψηφιακό φόρο, για την επιβολή του οποίου, υπάρχει πίεση από πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Με τα δεδομένα αυτά, η συμμετοχή ευρωπαϊκών χωρών στο σχήμα των τεχνο-δημοκρατιών, ή της «Ψηφιακής Συμμαχίας», θα πρέπει να διευκρινιστεί μέσα από συνεννοήσεις με την Ουάσιγκτον, οι οποίες δεν θα είναι εύκολες.
ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Το ακρωνύμιο GAFAM αναφέρεται στις πέντε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας: Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft. Πρόκειται για τις εταιρείες που θεωρούνται ανάμεσα σε αυτές με τη μεγαλύτερη αξία σε παγκόσμια κλίμακα, από το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.
To 2018 οι GAFAM πέρασαν στην 4η θέση της παγκόσμιας οικονομίας με συνολική κεφαλαιοποίηση περίπου $4,250 τρις. To 2020 βρέθηκαν στην 3η θέση, με συνολική κεφαλαιοποίηση που ξεπερνούσε τα $7.2 τρις. Στην πρώτη θέση βρίσκονται οι ΗΠΑ και στην δεύτερη η Κίνα. Αυτό θα προέκυπτε αν συγκρίναμε (αν και δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη το ΑΕΠ και η κεφαλαιοποίηση) το ΑΕΠ των μεγαλύτερων χωρών με την κεφαλαιοποίηση (market capitalization) των GAFAM.
Αντίπαλοι τους οι ΒΑΤΧ, εταιρείες από την Κίνα και οι NATU, μία δεύτερη ομάδα εταιρειών από τις ΗΠΑ.
Τα χαρακτηριστικά των GAFAM
Η κάθε μία από αυτές εξειδικεύεται στο software, στο hardware, στις διαδικτυακές πωλήσεις, στις υπηρεσίες messaging και στη διαδικτυακή διαφήμιση και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους δεν αφορά επιμέρους υπηρεσίες και προϊόντα, αλλά είναι συνολικός. Οι πέντε εταιρείες έχουν γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια χάρις στις επενδύσεις που έχουν κάνει στην έρευνα και την ανάπτυξη, αλλά και στις εξαγορές και συγχωνεύσεις που έχουν προβεί, εξαλείφοντας κάθε πιθανό μελλοντικό ανταγωνισμό.
Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των GAFAM είναι η μεγάλη σημασία που δίνουν στη συλλογή στοιχείων των χρηστών τους, τα επονομαζόμενα big data, για την προώθηση της ανάπτυξής τους. Τα στοιχεία αυτά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα και χρήσιμα για τις Google και Facebook που εξαρτώνται από τη διαφήμιση και πρέπει να μελετούν τις ιδιαιτερότητες των χρηστών τους για να τους προσφέρουν προσωποποιημένες διαφημίσεις. Οι Amazon, Apple και Microsoft επικεντρώνονται στην πώληση προϊόντων, αλλά και αυτές συλλέγουν πληροφορίες για τους χρήστες τους, όπως είναι οι τοποθεσίες στις οποίες κινούνται και ο τύπος συσκευών που χρησιμοποιούν. Λόγω αυτών των μεθόδων, τα προϊόντα των GAFAM προσανατολίζονται σταδιακά προς αυτούς τους στόχους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα επονομαζόμενα wearables, τα οποία συλλέγουν βιομετρικά στοιχεία, ή τα κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook και το Instagram τα οποία συλλέγουν τάσεις και προτιμήσεις.
Οι κινεζικές ΒΑΤΧ
Αν και οι GAFAM κυριαρχούν επί χρόνια στον τομέα της τεχνολογίας, η εμφάνιση των Κινέζων αντιπάλων τους, των BATX, μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της ηγεμονίας τους. Το ακρωνύμιο BATX αφορά τις Baidu, Alibaba, Tencent και Xiaomi, οι οποίες έχοντας κυριαρχήσει στην κινεζική αγορά για χρόνια, επεκτείνονται σε παγκόσμια κλίμακα.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση των ΒΑΤΧ ανέρχεται σε $1,1 τρις. Σε ό,τι αφορά τους αριθμούς, οι δύο υπηρεσίες messaging της Tencent, QQ και WECHAT, έχουν 1,1 δις χρήστες, κυρίως Κινέζους, ενώ οι υπηρεσίες του ομίλου Ζούκερμπεργκ, Facebook, Instagram, WhatsApp και Messenger, έχουν περισσότερο από 2 δις χρήστες σε όλο τον κόσμο.
Ο ανταγωνισμός GAFAM vs BATX έχει και έντονα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά καθώς συνδέεται με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Για πρώτη φορά, οι τεχνολογικές καινοτομίες, δίνουν τη δυνατότητα σε αυτές τις εταιρείες να πάρουν τον έλεγχο σε μεγάλους τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, στηριζόμενες μεταξύ άλλων, και σε κρατικές πολιτικές και διευκολύνσεις.
Η άνοδος των NATU
Υπάρχει όμως και μία τρίτη ομάδα εταιρειών που ανταγωνίζεται τις άλλες δύο. Πρόκειται για τις NATU, δηλαδή τις Netflix, AirBnb, Tesla και Uber οι οποίες είναι επίσης αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας. Τα προϊόντα τους έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στον χώρο του θεάματος, στη διαχείριση της φιλοξενίας, στην αυτοκινητοβιομηχανία και στις αστικές μεταφορές. Στην ομάδα αυτή, ίσως θα έπρεπε να προστεθεί και η εταιρεία Spotify που ενεργοποιείται στη streaming μουσική. Η κεφαλαιοποίηση τους είναι περίπου ίδια με αυτή των ΒΑΤΧ, δηλαδή περίπου $1,1 τρις.
Προς το παρόν, η διαχείριση των big data των πελατών αυτών των ομάδων εταιρειών δημιουργεί προβλήματα δημοκρατίας και παραβίασης της ιδιωτικότητας των πελατών τους. Η επέκταση όμως της διαχείρισης αυτής στα big data επιμέρους κρατών, δημιουργεί προϋποθέσεις ελέγχου πληθυσμών και ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας.
Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι εξοικειωμένες με αυτές τις εξελίξεις και η κάθε μία αγωνίζεται ώστε η άλλη να μην αποκτήσει προσβάσεις στα data του πληθυσμού της, αλλά και να μειωθεί η δυνατότητα κατάκτησης μεγαλύτερων μεριδίων στην παγκόσμια αγορά.
Αναμένεται ότι οι GAFAM θα προχωρήσουν αργά ή γρήγορα στο σχέδιο Diem (Libra) της Facebook που θα επιτρέψει την δημιουργία ψηφιακού νομίσματος, που με την σειρά του, μπορεί να οδηγήσει και στην οικονομική τους ανεξαρτησία.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗΣ
Αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι θα ήταν πολύ καλύτερο να δημιουργηθούν στα πλαίσια της Δύσης ad hoc συνασπισμοί για συγκεκριμένα θέματα, παρά να δημιουργηθεί μια ενιαία σταθερή δημοκρατική τεχνολογική συμμαχία.
Η τεχνολογική αποσύνδεση της Δύσης από την Κίνα αποτελεί την πτυχή μιας τέτοιας στρατηγικής (καμουφλαρισμένη κάτω από την στρατηγική της ανάκτησης «κλεμμένων» θέσεων εργασίας και πνευματικής ιδιοκτησίας στις ΗΠΑ): Το έπαθλο που πραγματικά επιδιώκει η Αμερική είναι να ιδιοποιηθεί τις επόμενες δεκαετίες, όλα παγκόσμια πρότυπα στην τεχνολογία αιχμής και να τα αρνηθεί στην Κίνα.
Τέτοια πρότυπα αποτελούν κρίσιμο στοιχείο της σύγχρονης τεχνολογίας. Αν στον Ψυχρό Πόλεμο κυριαρχούσε ο αγώνας για την κατασκευή των περισσότερων πυρηνικών όπλων, ο σημερινός ανταγωνισμός μεταξύ των Η.Π.Α. και της Κίνας —όπως και έναντι της ΕΕ— θα διαδραματιστεί τουλάχιστον εν μέρει, μέσω ενός αγώνα για τον έλεγχο του γραφειοκρατικού καθεστώτος των ρυθμιστικών κανόνων που βρίσκεται πίσω από τις σημαντικότερες βιομηχανίες της εποχής.
Η Κίνα έχει από καιρό τοποθετηθεί στρατηγικά για να αντιμετωπίσει αυτόν τον «πόλεμο» τεχνολογικών προτύπων, μέσα από το China Standards 2035, ένα σχέδιο για τις ρυθμίσεις στον κυβερνοχώρο και στα big data.
Μέχρι τώρα υπάρχουν ανάμικτα αποτελέσματα. Οι ΗΠΑ. έχουν επικεντρωθεί στην αποσύνδεση σε ορισμένες τεχνολογίες αιχμής. Αλλά η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο έχουν μείνει μακριά από την οικονομική αποσύνδεση (μέχρι στιγμής) – καθώς η Wall Street δεν θέλει να χάσει εμπορικές συναλλαγές 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτό μας φέρνει μας φέρνει σε μια δεύτερη διάσταση. Μέχρι στιγμής, τόσο οι Η.Π.Α. και η Κίνα κράτησαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε μεγάλο βαθμό, μακριά από την κύρια αποσύνδεση. Όμως μια ουσιαστική αλλαγή μπορεί να βρίσκεται σε εξέλιξη: Οι Η.Π.Α. και πολλά άλλα κράτη—χωρίς να υστερεί η Κίνα- ήδη ασχολούνται με τα ψηφιακά νομίσματα σε επίπεδο Κεντρικής Τράπεζας και οι διαδικτυακές πλατφόρμες FinTech αρχίζουν να εκτοπίζουν τα παραδοσιακά τραπεζικά ιδρύματα
Προς το παρόν, δεν έχουμε φτάσει στο σημείο «βαλκανιοποίησης» στην τεχνολογία. Αλλά το μέλλον είναι πιθανό να γίνει πιο περίπλοκο –και δαπανηρό– εάν η Ευρώπη, οι Η.Π.Α. και η Κίνα υιοθετήσουν διαφορετικά πρωτόκολλα για το 5G. Το τελευταίο, με τη χαμηλή καθυστέρηση μεταφοράς δεδομένων, επιτρέπει την απόκτηση και τη μοντελοποίηση διαφορετικών δεδομένων σε σχεδόν πραγματικό χρόνο (ένας παράγοντας που αλλάζει το παιχνίδι για τη στόχευση των πυραύλων και τα συστήματα αεράμυνας, όπου κάθε χιλιοστό του δευτερολέπτου μετράει).
Είναι πιθανόν το 5G να χωριστεί σε δύο ανταγωνιστικά μπλοκ για να αντικατοπτρίζει διαφορετικά αμερικανικά και κινεζικά πρότυπα. Κάποιο μέτρο διαίρεσης είναι επίσης δυνατό στους ημιαγωγούς, την τεχνητή νοημοσύνη και άλλους τομείς όπου ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας είναι έντονος. Προς το παρόν, οι υποδομές της Ρωσίας και του Ιράν είναι πλήρως συμβατές με την Κίνα. Η Δύση δεν είναι ακόμα ένας ξεχωριστός χώρος. Μπορεί ακόμα να λειτουργήσει με το Ιράν και τη Ρωσία, αλλά η διπλή λειτουργία στον τεχνολογικό τομέα θα κοστίσει, και πιθανότατα θα απαιτήσει προσεκτική νομική προσπάθεια, για να αποφευχθούν νομικές ή κανονιστικές κυρώσεις.
Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΩΝ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΕΩΝ
Ψυχρή Ειρήνη-Ψυχρός Πόλεμος
Η «Ψυχρή Ειρήνη» είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη στρατηγική αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Δομικά πολύ διαφορετική από τον «Ψυχρό Πόλεμο» με την ΕΣΣΔ, είναι πολύ πιο περίπλοκη. Οι στρατηγικές αντιμετώπισης της Κίνας πρέπει να είναι παγκόσμιες. Όχι μόνο στρατιωτικές, αλλά πρωτίστως τεχνολογικές, οικονομικές, χρηματοοικονομικές, πολιτικές και επίσης στο τομέα υποδομών. Η κινεζική πρωτοβουλία BRI αλλάζει τη γεωπολιτική ολόκληρης της Ευρασίας, επηρεάζοντας επίσης τη διευρυμένη Μεσόγειο και ολόκληρη την Αφρική.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και οι νέες τεχνολογίες της πληροφορίας έχουν ενοποιήσει τον πλανήτη. Η οικονομική ανάπτυξη έχει μετατρέψει την Κίνα σε θεμελιώδη πυλώνα της οικονομίας. Η στρατιωτική σύγκρουση είναι τουλάχιστον προς το παρόν περιφερειακή, περιορίζεται στον Ινδο-Ειρηνικό, ειδικά στις άμεσες παρυφές της Κίνας, από τις νότιες και ανατολικές θάλασσες της Κίνας, μέχρι την Ταϊβάν και τα σύνορα των Ιμαλαΐων. Ωστόσο, επεκτείνεται σε ολόκληρο τον Ινδικό Ωκεανό και, μετά την αποχώρηση του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν, στην Κεντρική Ασία.
Η στρατηγική των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση της κινεζικής απειλής βρίσκεται μόλις στην αρχική φάση σχεδιασμού. Η διαφορά στα συμφέροντα επηρεάζει τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, δημιουργώντας ρήγματα στην Δύση. Η συμφωνία Quad, η συμφωνία Aukus και οι διμερείς συμφωνίες μεταξύ της Ουάσιγκτον και διαφόρων χωρών της περιοχής, ακόμη και οι ανεπίσημες με την Ταϊβάν – εν μέρει σε αντίθεση με την πολιτική της «Μίας Κίνας» που υιοθέτησαν ο Νίξον και ο Κίσινγκερ πριν από την επίσκεψή τους στο Πεκίνο το 1972 – καθώς και ο επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας και της Ινδίας, δείχνουν μια κατεύθυνση.
Η στρατηγική των ΗΠΑ πρέπει να λάβει υπόψη τη μείωση της αμερικανικής υπεροχής, οικονομικής και στρατιωτικής, την αστάθεια της πυρηνικής αποτροπής, πυλώνα του Ψυχρού Πολέμου, καθώς και την περιθωριοποίηση των παραδοσιακών Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ. Οι τελευταίοι δεν βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο και είναι διχασμένοι τόσο μεταξύ τους όσο και ως προς την αμερικανοκινεζική αντιπαράθεση. Δεν θέλουν να εμπλακούν, λόγω των αυξανόμενων επιχειρηματικών συμφερόντων τους με το Πεκίνο.
Επιπρόσθετα, η στρατηγική των ΗΠΑ αμφισβητείται από τη φαινομενικά μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του κινεζικού συστήματος, που αντιστοιχεί περισσότερο στα αυταρχικά καθεστώτα που κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος του κόσμου. Τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα κάποιων χωρών έρχονται σε αντίθεση με εκείνα της ασφάλειας, τα οποία είναι λιγότερο άμεσα και πιο αμφισβητήσιμα, κυρίως λόγω της οξυδερκούς «πολιτικής του χαμόγελου» που εφαρμόζει σχεδόν παντού η Κίνα.
Με την ΕΣΣΔ τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Ο ανταγωνισμός ήταν κυρίως στρατιωτικός. Το κύριο θέατρο αντιπαράθεσης ήταν η Ευρώπη. Η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ των δύο μπλοκ ήταν σταθερή, καλά καθορισμένη από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Η παγκόσμια στρατηγική της Ουάσιγκτον και τα αποτελέσματα της αντιπαράθεσης είχαν ήδη προβλεφθεί το 1946 στο «Long Telegram» του George Kennan από τη Μόσχα, που θεωρήθηκε δύο χρόνια αργότερα από το «Δόγμα Τρούμαν», ως η βάση του ΝΑΤΟ και της στρατηγικής του. Η Δύση έπρεπε να περιορίσει στρατιωτικά την ΕΣΣΔ και να περιμένει την αναποτελεσματικότητα του κρατικού καπιταλισμού να καταστήσει αδύνατη τη χρηματοδότηση της στρατιωτικής της δύναμης. Τότε θα κέρδιζε η Δύση, όπως και έγινε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80.
Δεν υπήρχε σύγκρουση μεταξύ ασφάλειας και οικονομίας (εν μέρει θα προέκυπτε μόνο στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, με την κατασκευή των μεγάλων αγωγών φυσικού αερίου που έκαναν την Ευρώπη εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο). Οι ΗΠΑ κυριάρχησαν οικονομικά και τεχνολογικά στην Ευρώπη. Με τον έλεγχο στρατηγικών τεχνολογιών, που πραγματοποιήθηκε επίσημα με την CoCom (Συντονιστική Επιτροπή), και με κυρώσεις όχι τόσο στις κυβερνήσεις, αλλά απευθείας στις βιομηχανίες που παραβίασαν τους κανόνες τους, οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να αποτρέψουν το σοβιετικό μπλοκ εφοδιάζεται με τις προηγμένες τεχνολογίες που δεν διέθετε. Για να τις αποκτήσει, έπρεπε να καταφύγει σε κατασκοπεία ή παράνομες εμπορικές συμφωνίες. Ωστόσο, οι τεχνολογίες που μπορούσαν να αποκτηθούν με αυτόν τον τρόπο ήταν περιορισμένες και στοίχισαν κατά μέσο όρο 10 φορές την εμπορική τους αξία.
Η σταθερότητα των δύο μπλοκ εξασφαλιζόταν όχι μόνο από τους μηχανισμούς αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής, αλλά και από το κοινό συμφέρον της Ουάσιγκτον και της Μόσχας να κρατήσουν την Ευρώπη διχασμένη. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές έντασης, ιδιαίτερα κατά την «κουβανική κρίση», αλλά τα δύο μπλοκ προσπάθησαν να αποφύγουν την άμεση αντιπαράθεση, όπως στην περίπτωση των εξεγέρσεων στη Βουδαπέστη και την Πράγα στην Ευρώπη, ή των πολέμων στην Κορέα και στο Βιετνάμ. Αν και σε εναλλασσόμενες φάσεις, η αποτροπή και η εκτόνωση συνέχισαν να συνυπάρχουν, επιτρέποντας επίσης συμφωνίες όπως οι Συνθήκες περιορισμού των πυρηνικών δοκιμών, οι συνθήκες μη διάδοσης και η SALT-1 που σταθεροποίησαν την MAD (Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή).
Φυσικά η σύγκρουση ήταν και ιδεολογική, η οποία έγινε με αντιπαράθεση δογμάτων, με προπαγάνδα, με παραπληροφόρηση και δημόσια διπλωματία.
Η «Ψυχρή Ειρήνη» είναι δομικά πολύ διαφορετική, όχι μόνο επειδή η Κίνα έχει μια ισχυρή οικονομία που εξακολουθεί να αναπτύσσεται και μειώνει τη στρατιωτική και τεχνολογική της διαφορά από τη Δύση, αλλά και λόγω του κεντρικού της ρόλου στην παγκόσμια οικονομία. Μπορεί να διορθωθεί μόνο εν μέρει με τις συνεχιζόμενες αναθεωρήσεις των αλυσίδων εφοδιασμού και το εμπάργκο των πιο ευαίσθητων τεχνολογιών. Για τις ασιατικές χώρες, αλλά και για την ΕΕ, υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των αναγκών ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων.
Το ΝΑΤΟ παραμένει απαραίτητο για την Δύση, αλλά έχει δει το brand της συλλογικής άμυνας να διαβρώνεται. Με την εισβολή στο Αφγανιστάν, η προσπάθειά του να δικαιολογηθεί για την επέμβαση, μέσα από το state building, ή την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, απέτυχε επίσης. Παραμένει απαραίτητο όχι μόνο για την πυρηνική αποτροπή, αλλά και για την ίδια την ΕΕ, της οποίας οι ΗΠΑ παραμένουν ο στρατιωτικός «προστάτης», καθώς και για να επιτραπεί στην κατακερματισμένη Ευρώπη να διαδραματίσει παγκόσμιο ρόλο σε έναν κόσμο που κυριαρχείται ολοένα και περισσότερο από «κράτη-ηπείρους».
Το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, του Ιουνίου 2021, διαμορφώνει την εικόνα μίας Συμμαχίας η οποία κινητοποιείται για να προσαρμοστεί στα νέα διεθνή δεδομένα. Η διαδικασία προσαρμογής στις προκλήσεις του μέλλοντος, ονομάζεται ΝΑΤΟ 2030.
Ένα επίπεδο προσαρμογής αφορά το «περισσότερο παγκόσμιο» ΝΑΤΟ. Αυτό αναμένεται να επιτευχθεί μέσα από τη νέα Στρατηγική Αντίληψη του ΝΑΤΟ, η οποία καλείται να διαμορφώσει την στάση της Συμμαχίας, μέσα στα πλαίσια του νέου σεναρίου της «αντιπαράθεσης μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων».
Αυτή η αντιπαράθεση αφορά πρωτίστως την Κίνα, η οποία ήδη από το 2019 έχει ενταχθεί στις προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ. Έχει διασαφηνιστεί ότι το ΝΑΤΟ δεν αναζητά έναν Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα, αλλά υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές που σχετίζονται με τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την κατάσταση στην Νοτιοανατολική Ασία, καθώς και την κινεζική διείσδυση στην Ευρώπη, στην Αφρική και σε διάφορες άλλες περιοχές.
Για να διατηρήσουν την παρουσία και την υποστήριξη των ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι πρέπει να είναι αλληλέγγυοι με τις ΗΠΑ ακόμη και στον Ινδο-Ειρηνικό, παρόλο που τα εμπορικά τους συμφέροντα με το Πεκίνο αυξάνονται ενώ η αξιοπιστία του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης για τις ΗΠΑ θα μειώνεται. Πώς μπορούν οι Ευρωπαίοι να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ για ασφάλεια σε αυτόν τον όλο και πιο ζωτικό τομέα για τις ίδιες τις ΗΠΑ; Σε αυτή την φάση, καλό θα είναι να ξεχάσουμε τα οράματα περί «Παγκόσμιας Ευρώπης» που προωθεί η Κομισιόν, ή ότι αρκεί η ΕΕ να διακηρύξει την αλληλεγγύη με τις ΗΠΑ και τους Ασιάτες συμμάχους τους, στέλνοντας μερικά πλοία στον Ινδικό Ωκεανό.
Μια ουσιαστική ευρωπαϊκή υποστήριξη για την πολιτική των ΗΠΑ, ειδικά έναντι της Κίνας, θα μπορούσε να προκύψει στο TTC (Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας) του Πίτσμπουργκ, που πρότεινε ο Μπάιντεν τον περασμένο Ιούνιο. Σκοπός του είναι να τεθούν τα θεμέλια για τον διατλαντικό συντονισμό, όχι μόνο στον τομέα της τεχνολογικής και εμπορικής ανάπτυξης (μετά την περιθωριοποίηση και την κρίση του ΠΟΕ), για την αποφυγή ενός διατλαντικού «οικονομικού πολέμου», αλλά και στον τομέα του ελέγχου και εμπάργκο κρίσιμων τεχνολογιών αλλά και ξένων επενδύσεων υποδομής. Αυτοί είναι καθοριστικοί τομείς για την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.
Το TTC δεν ενδιαφέρεται ρητά για θέματα ασφάλειας. Συμμετέχουν μόνο οι υπουργοί Εμπορίου. Κατά τα άλλα, για να ενισχύσουν τους διατλαντικούς δεσμούς, οι Ευρωπαίοι πρέπει αφενός να ξεπεράσουν τους φόβους ότι οι ΗΠΑ σκοπεύουν να το χρησιμοποιήσουν για έναν εμπορικό πόλεμο με την ΕΕ και ότι η αλληλεξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες απαιτεί διατομεακό συντονισμό. Από την άλλη πλευρά, ότι η ΕΕ πρέπει σε κάθε περίπτωση να σταθεροποιήσει το ΝΑΤΟ ενισχύοντας τον εαυτό της στρατιωτικά, δίνοντας υπόσταση στην επονομαζόμενη «στρατηγική αυτονομία» της και αποκτώντας τις κατάλληλες ικανότητες και μια ενιαία στρατηγική όχι μόνο για τη Μεσόγειο και την Αφρική, αλλά και για την Ανατολική Ευρώπη.
Η πυρηνική ισορροπία
Στην πρόσφατη εικονική τους συνάντηση, ο Τζο Μπάιντεν και ο Σι Τζινπίνγκ αποφάσισαν να συζητήσουν διμερώς πώς να εγγυηθούν την πυρηνική σταθερότητα μεταξύ των δύο χωρών, μειώνοντας τους κινδύνους ενός τυχαίου πολέμου. Ο τελευταίος, είναι πάντα δυνατόν να συμβεί σε περιοχές αντιπαράθεσης μεταξύ των δυνάμεων των δύο χωρών, όπως στην Ταϊβάν ή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Μια κλιμάκωση θα μπορούσε να είναι μη διαχειρίσιμη. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και το Πεκίνο θέλουν να αποφύγουν τη σύγκρουση, ενώ συνεχίζουν τον ανταγωνισμό τους για την παγκόσμια υπεροχή και τη νίκη του οικονομικοκοινωνικού τους μοντέλου, του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού
Μια συμφωνία που μειώνει τον κίνδυνο πυρηνικής σύγκρουσης, τουλάχιστον από μια τυχαία εξέλιξη, είναι προς το συμφέρον και των δύο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να διατηρήσουν το status quo στον Ινδο-Ειρηνικό. Επιπλέον, αναδιοργανώνουν το σύστημα συμμαχιών τους στην περιοχή (Quad, Aukus κ.λπ.), ενώ οι φίλες τους χώρες (όπως η Ιαπωνία και η Ταϊβάν) διπλασιάζουν τους στρατιωτικούς τους προϋπολογισμούς. Τέλος, ο Μπάιντεν σκοπεύει να μειώσει τον ρόλο των πυρηνικών όπλων στην αμερικανική παγκόσμια στρατηγική, αντικαθιστώντας την αρχή της «πρώτης χρήσης» με την αρχή του «αποκλειστικού σκοπού». Μια διφορούμενη φόρμουλα που θα πρέπει να προσδιορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πρόεδρος επιτρέπεται να χρησιμοποιεί πυρηνικά όπλα, ακόμη και στην περίπτωση μόνο συμβατικής επιθετικότητας. Η “εκτεταμένη αποτροπή” πρέπει να είναι εγγυημένη. Σίγουρα πάντως θα αποδυναμωθεί σε σχέση με την τρέχουσα στρατηγική.
Και για την Κίνα, ο «διάλογος» έχει διάφορα πλεονεκτήματα. Ο Σι Τζινπίνγκ είναι πεπεισμένος ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε ασταμάτητη παρακμή. Η Κίνα πρέπει λοιπόν να αφήσει τον χρόνο να τρέξει υπέρ της.
Το Πεκίνο γνωρίζει ότι μια στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, για την υπεράσπιση της Ταϊβάν στη Νότια Θάλασσα της Κίνας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς πυρηνική κάλυψη, δεδομένης της δυσκολίας τους να επιτύχουν αεροπορική και ναυτική υπεροχή. Τέλος, πιθανότατα ελπίζει ότι οι αμφιβολίες που εγείρονται από την αμερικανική εμπλοκή στον Ινδο-Ειρηνικό θα αποδυναμώσουν το σύστημα συμμαχιών της Ουάσιγκτον, διευκολύνοντας την επέκταση της κινεζικής επιρροής.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο ηγετών δεν αφορά την έναρξη πραγματικών διαπραγματεύσεων για τον έλεγχο των πυρηνικών οπλοστασίων, δηλαδή τον περιορισμό ή τη μείωσή τους. Και οι δύο έχουν σε εξέλιξη μαζικά προγράμματα εκσυγχρονισμού, στα οποία δεν σκοπεύουν να επιτρέψουν εξωτερική παρέμβαση. Επίσης, η αμερικανοκινεζική συμφωνία αποκλείει τη Ρωσία, την δεύτερη μεγάλη πυρηνική δύναμη μετά τις ΗΠΑ, τουλάχιστον προς το παρόν. Η συμμετοχή της θα ήταν απαραίτητη για την παγκόσμια στρατηγική σταθερότητα. Τέλος, οι πυρηνικές κεφαλές της Κίνας είναι το ένα δέκατο πέμπτο αυτών της Αμερικής, όπως και της Ρωσίας. Αυτή η ανισορροπία έχει μέχρι στιγμής καταστήσει αδύνατη τη συμφωνία σχετικά με τους κανόνες με τους οποίους θα μειωθεί ο κίνδυνος στρατηγικού ανταγωνισμού. Ο Σι είχε δηλώσει ότι θα συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά μόνο αφού η Ουάσιγκτον και η Μόσχα μείωναν τα οπλοστάσια τους σε κινεζικό επίπεδο.
Η συμφωνία μεταξύ Μπάιντεν και Σι φαίνεται να ξεμπλοκάρει μια κατάσταση που χειροτέρευε, αυξάνοντας τον κίνδυνο σύγκρουσης. Ποιες είναι όμως οι προοπτικές, οι δυνατότητες και τα όριά της;
Στον έλεγχο των όπλων, τόσο των πυρηνικών όσο και των συμβατικών, πρέπει να διακρίνονται δύο κατηγορίες μέτρων: τα διαρθρωτικά και τα επιχειρησιακά. Τα πρώτα αφορούν τον περιορισμό ή τη μείωση του αριθμού των διαφόρων τύπων όπλων ή την εξάλειψή τους, όπως στις συνθήκες Salt και Start μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας. Τα δεύτερα είναι «μέτρα εμπιστοσύνης», όπως το «κόκκινο τηλέφωνο» μεταξύ Λευκού Οίκου και Κρεμλίνου, που εφαρμόστηκε μετά την κουβανική κρίση του 1962, ή τα πιο αυστηρά μέτρα «ασφάλειας και εμπιστοσύνης», που αφορούν την κοινοποίηση ασκήσεων, τις περιοδικές επισκέψεις, την ανάπτυξη δυνάμεων κ.λπ.
Ο διάλογος για τη στρατηγική σταθερότητα, που συμφωνήθηκε μεταξύ Μπάιντεν και Σι, αφορά «επιχειρησιακά μέτρα», όχι διαρθρωτικά. Τα τελευταία προϋποθέτει μια βαθιά συνεννόηση, όπως αυτή μεταξύ των ΗΠΑ και της τότε ΕΕ στον Ψυχρό Πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος των όπλων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο τυχαίας ή εσφαλμένης σύγκρουσης, αλλά όχι τη σκόπιμη χρήση βίας. Υποβάλλει τον στρατηγικό ανταγωνισμό σε κανόνες, οι οποίοι τηρούνται μόνο εφόσον θεωρούνται θετικοί από όλα τα μέρη. Ο «διάλογος» θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανταλλαγή πληροφοριών, κοινοποιήσεις ασκήσεων και τεχνολογικών αλλαγών και βελτίωση των επικοινωνιών μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Οριακά, μπορεί να περιλαμβάνει συμφωνίες που απαγορεύουν τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο κατά των συστημάτων προειδοποίησης, διοίκησης και ελέγχου των πυρηνικών δυνάμεων. ,
Ουσιαστικά προγράμματα εκσυγχρονισμού βρίσκονται σε εξέλιξη στα πυρηνικά οπλοστάσια και των δύο υπερδυνάμεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες (αλλά και στη Ρωσία που έχει ήδη σχεδόν ολοκληρώσει το πρόγραμμα της), αφορούν την ποιότητα των πυρηνικών δυνάμεων, από κεφαλές, μέχρι μεταφορείς και συστήματα συναγερμού, διοίκησης και ελέγχου. Ο αριθμός των στρατηγικών κεφαλών είναι αυτός που ορίζει η Συνθήκη New Start , που λήγει το 2026, δηλαδή 1.550. Λίγο κάτω από 2.500 άλλες κεφαλές παραμένουν επιχειρησιακές, πολλές από τις οποίες είναι ικανές να πλήξουν την Κίνα, ειδικά μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ το 2019 από τη Συνθήκη IBM που υπογράφηκε με την ΕΣΣΔ το 1987.
Στην Κίνα, ο εκσυγχρονισμός επηρεάζει επίσης τον αριθμό των κεφαλών και των φορέων. Αναμένεται να τετραπλασιαστούν μέχρι το 2030. Η Κίνα έχει τώρα 300-350 κεφαλές, εκ των οποίων λιγότερες από 150 μπορούν να πλήξουν εδάφη των ΗΠΑ: 98 σε ICBM και 48 στα 4 υποβρύχια πυραύλων κλάσης Jin-Type 094. Υπάρχουν ακόμα 70 πύραυλοι IRBM μέσου βεληνεκούς και 174 πύραυλοι με διπλές, συμβατικές και πυρηνικές δυνατότητες, που αποτελούν τους πυλώνες της κινεζικής στρατηγικής A2 / AD ( Anti Access / Area Denial). Είναι σε θέση να χτυπήσουν βάσεις των ΗΠΑ στον δυτικό Ειρηνικό και ακόμη και αεροπλανοφόρα που πλέουν σε απόσταση έως και 4.000 χιλιόμετρα. Μέχρι το 2030, η Κίνα αναμένεται να έχει 1.000 κεφαλές. Οι πύραυλοι ICBM της θα πρέπει να αποκτήσουν τη δυνατότητα εκτόξευσης με προειδοποίηση, μεταβαίνοντας από υγρό σε στερεό καύσιμο. Θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια σειρά συστημάτων από το διάστημα, FOBS. Τα υποβρύχια που εκτοξεύουν πυραύλους θα πρέπει να γίνουν δέκα. Την «πυρηνική τριάδα» θα συμπλήρωναν τα βομβαρδιστικά stealth, τύπου H-6N.
Η Κίνα θα μπορούσε να τροποποιήσει τη στρατηγική της για την πυρηνική της αποτροπή, βασισμένη από το 1964 (έκρηξη της πρώτης κινεζικής πυρηνικής βόμβας) στις αρχές της ελάχιστης πυρηνικής αποτροπής και της αρχής της μη πρώτης χρήσης. Ορισμένοι εκφράζουν αμφιβολίες για την ικανότητα επιβίωσης του κινεζικού αποτρεπτικού συστήματος σε μια αιφνιδιαστική επίθεση, δηλαδή σε ένα πρώτο χτύπημα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ελπίζουν να καταστρέψουν όλα, ή σχεδόν όλα, τα κινεζικά στρατηγικά πυρηνικά συστήματα και να καταρρίψουν τους πυραύλους που θα επιβιώσουν με την αντιπυραυλική άμυνα της Αλάσκας και της Καλιφόρνια.
Ακόμη και αν δεν αλλάξει την πρώτη χρήση του για διπλωματικούς λόγους, το Πεκίνο θα μπορεί να βασιστεί περισσότερο στις αποτρεπτικές του ικανότητες. Θα μπορούσε να αυξήσει την πιθανότητα επιθετικότητας στον γεωγραφικό του περίγυρο, αν κρίνει απίθανη την επέμβαση των ΗΠΑ. Το άνοιγμα του Σι στον διάλογο για την πυρηνική ενέργεια θα σηματοδοτούσε μια επιστροφή στην «υπομονετική αναμονή», τυπική της κινεζικής στρατηγικής παράδοσης. Αντί να εδραιώσει τη σταθερότητα, ο «διάλογος» θα μπορούσε επομένως να αυξήσει τους κινδύνους περιφερειακών συγκρούσεων και κλιμάκωσης τους με την χρήση πυρηνικών όπλων.
Ακόμη και αν περιορίζεται μόνο στα «μέτρα εμπιστοσύνης», ο «διάλογος» παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών γεωπολιτικών συνθηκών των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, αλλά και λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών. Η αντιπυραυλική άμυνα έχει γίνει πιο αποτελεσματική. Τα διαστημικά και τα επιθετικά όπλα στον κυβερνοχώρο μπορούν να επηρεάσουν τα συστήματα συναγερμού, διοίκησης και ελέγχου, τα οποία με τη σειρά τους έχουν γίνει πιο ευάλωτα λόγω της εκτεταμένης χρήσης αυτοματισμού και ψηφιοποίησης. Ένα πρώτο χτύπημα, δηλαδή μια αιφνιδιαστική επίθεση για την καταστροφή των εχθρικών πυρηνικών δυνάμεων (που δεν πρέπει να συγχέεται με την αρχή της πρώτης χρήσης) μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με τα νέα συμβατικά όπλα μεγάλης ταχύτητας, καθώς και με επιθέσεις στον κυβερνοχώρο.
Ωστόσο, ο διάλογος, αν και οι προοπτικές του παραμένουν περιορισμένες, αποτελεί ένα πρώτο βήμα εν αναμονή της δημιουργίας νέων στρατηγικών ισορροπιών. Μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να προκύψει μια ισορροπία τρόμου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, όπως αυτή που υπήρχε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, μια στρατηγική ανάλογη με την Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (MAD), που βασίζεται στην αμοιβαία ευπάθεια, είναι πιθανόν να υιοθετηθεί στο μέλλον. Τα πυρηνικά όπλα μπορεί να αποτελέσουν ένα θεμελιώδες μέσο μιας «Ψυχρής Ειρήνης» μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας.
*Διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής Geoeurope.org και ειδικός σε θέματα κρίσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου