Τετάρτη 15 Μαρτίου 2023

Οι άγρια αλληλοεξοντωνόμενοι Κομνηνοί, το τότε χρυσόβουλο κατά Κρητών και οι Ισαάκιος Β΄ και Αλέξιος Γ΄ Άγγελος...

 Ο 12ετής το 1180 Αλέξιος Β΄, ο με την βοήθεια της μητέρας του σφετεριστής του θρόνου, εξάδελφός του Αλέξιος, ο αδίστακτος δημαγωγός Ανδρόνικος που τον ανέτρεψε,  τον τύφλωσε  και επίσης δολοφόνησε τον ανήλικο Αλέξιο Β΄, για να δολοφονηθεί μετά εξίσου άγρια από τον, επίσης δολοφονηθέντα αργότερα, Ισαάκιο Άγγελο που έφερε το 1203 τους σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη...



αναδημοσίευση από: Βυζαντινή Ιστορία

.

Η επανάσταση του 1081 ανέβασε στο θρόνο τον Αλέξιο Α΄Κομνηνό, του οποίου ο θείος Ισαάκιος υπήρξε αυτοκράτορας, για ένα μικρό χρονικό διάστημα στα τέλη της 6ης δεκαετίας του 11ου αιώνα. (1057-1059).

Η βυζαντινή οικογένεια των Κομνηνών, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές επί Βασιλείου Β’, προέρχεται από ένα χωριό που δεν απέχει πολύ από την Αδριανούπολη. Αργότερα τα μέλη της οικογένειας εξελίχθηκαν σε μεγαλοκτηματίες της Μικράς Ασίας. Τόσο ο Ισαάκιος όσο και ο ανεψιός του Αλέξιος ξεχώριζαν λόγω των στρατιωτικών τους ικανοτήτων. Με τη καθοδήγηση του Αλέξιου το κόμμα των στρατιωτικών και οι μεγαλοκτηματίες των επαρχιών θριάμβευσαν κατά των γραφειοκρατών και της πολιτικής εξουσίας της πρωτεύουσας θέτοντας συγχρόνως τέλος στην εποχή των ανωμαλιών.

Οι πρώτοι τρεις Κομνηνοί πέτυχαν να κρατήσουν το θρόνο επί ένα αιώνα και τον μεταβίβαζαν από τον πατέρα στο γιο.

Χάρη στη δραστήρια κι επιδέξια διοίκησή του ο Αλέξιος Α’ (1081-1118) εξασφάλισε την αυτοκρατορία από σοβαρούς εξωτερικούς κινδύνους, οι οποίοι μερικές φορές απειλούσαν την ύπαρξη του κράτους. Η διαδοχή όμως του θρόνου δημιουργούσε πολλές δυσκολίες. Αρκετά πριν το θάνατό του, ο Αλέξιος, είχε ορίσει το γιο του Ιωάννη ως διάδοχό του, πράγμα που ερέθισε τη μεγαλύτερή του κόρη Άννα, την περίφημη συγγραφέα του ιστορικού έργου «Αλεξιάδα», η οποία δημιούργησε μια περίπλοκη συνωμοσία για να απομακρύνει τον Ιωάννη και να αναδείξει ως διάδοχο του θρόνου τον άντρα της (επίσης ιστορικό) Νικηφόρο Βρυέννιο. Ο ηλικιωμένος Αλέξιος παρέμεινε όμως σταθερός στην απόφασή του και, μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης.

Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ιωάννης Β’ (1118-1143) αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει μια σκληρή δοκιμασία. Μια συνωμοσία εναντίον του αποκαλύφθηκε, αρχηγός της οποίας ήταν η αδελφή του Άννα, ενώ συγχρόνως είχε αναμιχθεί και η μητέρα του. Η απόπειρα αυτή απέτυχε, αλλά ο Ιωάννης μεταχειρίστηκε τους συνωμότες με πολλή επιείκεια τιμωρώντας τους περισσότερους με στέρηση της περιουσίας τους. Λόγω των μεγάλων του ηθικών προσόντων ο Ιωάννης ήταν γενικά σεβαστός, και ονομαζόταν «Καλο-Ιωάννης».

Τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Λατίνοι συγγραφείς εξυμνούν τον χαρακτήρα του Ιωάννη. Ο Νικήτας Χωνιάτης τον χαρακτηρίζει ως «κορωνίδα» όλων των αυτοκρατόρων της οικογένειας των Κομνηνών. Ο Γίββων, που ήταν πάντα αυστηρός στις κρίσεις του για τους άρχοντες του Βυζαντίου, όταν αναφέρεται σ’ αυτόν «τον καλύτερο και μεγαλύτερο από τους πρίγκιπες των Κομνηνών», λέει ότι «ούτε ο φιλοσοφημένος Μάρκος Αυρήλιος δε θα καταφρονούσε τις ανεπιτήδευτες αρετές του διαδόχου του, οι οποίες πήγαζαν από την καρδιά του, δίχως να είναι δανεισμένες από τα σχολεία».

Καθώς ήταν αντίθετος με τις άσκοπες πολυτέλειες και τις σπάταλες ασωτίες, ο Ιωάννης επηρέασε την αυλή του, η οποία, στη διάρκεια της βασιλείας του έζησε μια αυστηρή και οικονομική ζωή χωρίς διασκεδάσεις, εορτές και τεράστια έξοδα. Αφετέρου η βασιλεία αυτού του εύσπλαχνου, ήρεμου και πολύ ηθικού αυτοκράτορα υπήρξε μια μικρή, αλλά συνεχής στρατιωτική εκστρατεία.

Ο γιος και διάδοχός του Μανουήλ Α’ (1143-1180) ήταν ένας τελείως αντίθετος τύπος από τον Ιωάννη. Εκ πεποιθήσεως θαυμαστής της Δύσης, ο νέος αυτοκράτορας άλλαξε αμέσως την αυστηρή ατμόσφαιρα που είχε εγκαταστήσει ο πατέρας του στη αυλή. Χαρούμενες διασκεδάσεις, έρωτες, δεξιώσεις, γιορτές, οργάνωση κυνηγιού με βάση τα δυτικά πρότυπα, αθλητικοί αγώνες, όλα αυτά αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της ζωής της Κωνσταντινούπολης. Οι επισκέψεις στην πρωτεύουσα ξένων αρχόντων, όπως για παράδειγμα, των βασιλιάδων της Γερμανίας και της Γαλλίας, του Σουλτάνου του Ικονίου και πολλών Λατίνων πριγκίπων της Ανατολής, με τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ επικεφαλής, απαιτούσαν τεράστια χρηματικά ποσά.

Πολλοί Ευρωπαίοι από τη Δύση παρουσιάστηκαν στην αυλή του Βυζαντίου και οι πιο υπεύθυνες θέσεις της αυτοκρατορίας περιήλθαν στα χέρια τους. Ο Μανουήλ παντρεύτηκε δυο φορές, κάθε φορά από μια πριγκίπισσα της Δύσης. Πρώτη του γυναίκα ήταν η Γερμανίδα Βέρθα-Ειρήνη, ενώ η δεύτερη, η Μαρία, ήταν μια Γαλλίδα με σπάνια ομορφιά, κόρη ενός πρίγκιπα της Αντιόχειας. Η όλη βασιλεία του Μανουήλ ρυθμιζόταν από τις δυτικές του ιδέες, καθώς και από το απατηλό του όνειρο της αποκατάστασης της ενότητας της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία ήλπιζε να πετύχει με τη βοήθεια του Πάπα, που θα στερούσε το βασιλιά της Γερμανίας από το αυτοκρατορικό του στέμμα. Για τον σκοπό αυτό ήταν ήδη έτοιμος να επιδιώξει την ενότητα με τη Δυτική Καθολική Εκκλησία. Η πίεση των Λατίνων και η παραμέληση των εσωτερικών συμφερόντων όμως δημιούργησαν μια μεγάλη δυσαρέσκεια ανάμεσα στον πληθυσμό και άρχισε να δημιουργείται μια έντονη επιθυμία αλλαγής του συστήματος. Ο Μανουήλ όμως πέθανε πριν προλάβει να δει τις συνέπειες της πολιτικής του.

Ο Αλέξιος Β’ (1180-1183), γιος και διάδοχος του Μανουήλ, ήταν μόλις 12 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του Μαρία ανακηρύχθηκε αντιβασιλέας. Στην πραγματικότητα όμως η εξουσία περιήλθε στα χέρια του ανεψιού τού Μανουήλ, Αλέξιου Κομνηνού (εξαδέλφου και συνονόματου τού 12ετούς Αλέξιου Β΄). 
Η νέα κυβέρνηση εξαρτιόταν από την υποστήριξη του λατινικού παράγοντα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η αυτοκράτειρα Μαρία, η οποία στην αρχή ήταν πολύ λαοφιλής, θεωρείτο τώρα σαν «ξένη».
Ο Γάλλος ιστορικός Diehl συγκρίνει τη θέση της  με τής Μαρίας Αντουανέτας, η οποία την εποχή της Γαλλικής επανάστασης ονομαζόταν από τον λαό «Αυστριακιά».

Ένα ισχυρό κόμμα σχηματίστηκε εναντίον του παντοδύναμου Αλέξιου Κομνηνού, με αρχηγό τον Ανδρόνικο Κομνηνό, μια μοναδική και ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, (τόσο για τον ιστορικό όσο και για τον μυθιστοριογράφο) της βυζαντινής ιστορίας.

Ο Ανδρόνικος, ανεψιός του Ιωάννη Β’ και ξάδελφος του Μανουήλ Α’, ανήκε στους πιο νεαρούς από τους Κομνηνούς, που ενώ είχαν απομακρυνθεί από το θρόνο, διακρίθηκαν λόγω της εξαιρετικής τους δραστηριότητας, την οποία μερικές φορές όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν σωστά. 
Αργότερα, στην τρίτη γενιά, η γραμμή αυτή των Κομνηνών έδωσε τους άρχοντες της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, που είναι γνωστοί στην ιστορία ως η δυναστεία των Μεγάλων Κομνηνών.

«Εξόριστος πρίγκιπας» του 12ου αιώνα «ο μέλλων Ριχάρδος Γ’ της βυζαντινής ιστορίας», στου οποίου την ψυχή υπήρχε «κάτι το παρόμοιο με ό,τι είχε ο Καίσαρ Βοργίας», «Αλκιβιάδης της μέσης Βυζαντινής αυτοκρατορίας», ο Ανδρόνικος αντιπροσώπευε «έναν τέλειο τύπο Βυζαντινού του 12ου αιώνα, με όλες τις αρετές και όλες τις κακίες». Ωραίος, λεπτός και ευφυολόγος, αθλητής και πολεμιστής, μορφωμένος και θελκτικός (κυρίως για τις γυναίκες που τον λάτρευαν) κουφός και ευερέθιστος, σκεπτικιστής και, σε περίπτωση ανάγκης, υποκριτής και επίορκος, φιλόδοξος συνωμότης και ραδιούργος, τρομερός, αργότερα, για τη θηριωδία του, ο Ανδρόνικος, όπως λέει ο Diehl, όντας εκ φύσεως μεγαλοφυΐα, θα μπορούσε να γίνει σωτήρας και αναμορφωτής της εξαντλημένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας αν διέθετε έστω και μερικά ηθικά κριτήρια.

Ένας σύγχρονος ιστορικός του Ανδρόνικου, ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφει γι’ αυτόν: «Ποιος γεννήθηκε από τέτοια δυνατή πέτρα ή με μια καρδιά σφυρηλατημένη σε τέτοιο αμόνι που να μη μπορεί να μαλακώσει από τα δάκρυα του Ανδρόνικου ή να μη συγκινηθεί από την πανουργία των λόγων του που πήγαζαν σαν από μια σκοτεινή πηγή».

Ο ίδιος ιστορικός συγκρίνει τον Ανδρόνικο με τον «πολύμορφο Πρωτέα».

Παρά τη φαινομενική φιλία του με τον Μανουήλ, ο Ανδρόνικος ήταν ύποπτος στον αυτοκράτορα και γι’ αυτό δεν είχε ευκαιρίες δημόσιας προβολής του στο Βυζάντιο. Πέρασε το περισσότερο διάστημα της βασιλείας του Μανουήλ περιπλανώμενος στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας. Όταν στάλθηκε από τον αυτοκράτορα πρώτα στην Κιλικία και μετά στα σύνορα της Ουγγαρίας, ο Ανδρόνικος κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον της ζωής του Μανουήλ και κλείστηκε σε μια φυλακή της Κωνσταντινούπολης, όπου πέρασε αρκετά χρόνια. Ύστερα από πολλές περιπέτειες πέτυχε να δραπετεύσει μέσω ενός εγκαταλειμμένου οχετού, αλλά συνελήφθη και πάλι για να φυλακιστεί για αρκετά ακόμα χρόνια.

Δραπέτευσε όμως και πάλι στο Βορρά και κατέφυγε στη ΝΔ Ρωσία, στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ. Το 1165 ένας Ρώσος χρονογράφος ανέφερε ότι «ο ξάδελφος του αυτοκράτορα Κύριος (Kyr) Ανδρόνικος, κατέφυγε από την Κωνσταντινούπολη στον πρίγκιπα της Γαλικίας Γιαροσλάβ, ο οποίος τον δέχθηκε με μεγάλη αγάπη, δίνοντάς του αρκετές πόλεις για παρηγοριά». Όπως αναφέρουν οι βυζαντινές πηγές, ο Ανδρόνικος έγινε δεκτός από τον Γιαροσλάβ, με ευγένεια.

Έμεινε στο σπίτι του πρίγκιπα, έτρωγε και κυνηγούσε μαζί του και ακόμα συμμετείχε στα συμβούλιά του με την αριστοκρατία. Η παραμονή όμως του Ανδρόνικου στην αυλή του πρίγκιπα της Γαλικίας φαινόταν επικίνδυνη στον Μανουήλ, ενώ ο ανήσυχος συγγενής του είχε ήδη αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Ούγγρους, οι οποίοι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ αποφάσισε να συγχωρήσει τον Ανδρόνικο, ο οποίος έφυγε από τη Γαλικία για την Κωνσταντινούπολη, αφού τον αποχαιρέτησε ο Γιαροσλάβ (όπως λέει ένας Ρώσος χρονογράφος) «με μεγάλες τιμές».

Αφού διορίστηκε Δούκας της Κιλικίας στη Μικρά Ασία, δεν έμεινε εκεί για πολύ καιρό. Έφτασε στην Παλαιστίνη μέσω Αντιόχειας όπου ερωτεύτηκε τη συγγενή του αυτοκράτορα και χήρα του βασιλιά των Ιεροσολύμων Θεοδώρα, που υποχώρησε στις παρακλήσεις του. Ο εξαγριωμένος αυτοκράτορας διέταξε την τύφλωση του Ανδρόνικου, που ειδοποιήθηκε εγκαίρως, ξέφυγε με τη Θεοδώρα και για αρκετά χρόνια περιπλανιόταν στη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αρμενία, φτάνοντας ακόμα μέχρι και τη μακρινή Ιβηρία.

Τελικά οι απεσταλμένοι του Μανουήλ πέτυχαν να συλλάβουν τη Θεοδώρα και τα παιδιά που είχε κάνει με τον Ανδρόνικο, ο οποίος μη μπορώντας να υποφέρει το χαμό αυτόν αποφάσισε να υποταχθεί στον αυτοκράτορα. Ο Μανουήλ συγχώρεσε τον Ανδρόνικο, που φαινομενικά μετανόησε για τα σφάλματά του. Ο διορισμός του ως διοικητή του Πόντου, στη Μικρά Ασία, υπήρξε ένα είδος τιμητικής εξορίας ενός επικίνδυνου συγγενή. Την εποχή αυτή (1180) πέθανε ο Μανουήλ και ο γιος του Αλέξιος Β’ (ένα παιδί 12 ετών) έγινε αυτοκράτορας, ενώ ο Ανδρόνικος ήταν τότε 60 ετών.

Αυτή είναι η βιογραφία του ανθρώπου, στο πρόσωπο του οποίου ο λαός της πρωτεύουσας είχε συγκεντρώσει όλες του τις ελπίδες εναντίον της λατινόφιλης πολιτικής της αυτοκράτειρας-αντιβασίλισσας Μαρίας και του Αλέξιου Κομνηνού. Με πολύ ικανότητα, ισχυριζόμενος ότι υπερασπίζεται τα δικαιώματα του ανήλικου Αλέξιου, που βρισκόταν υπό την εξουσία των αδύνατων αρχόντων, κινδυνεύοντας να εξελιχθεί σε «φιλο-ρωμαίο», ο Ανδρόνικος πέτυχε να κερδίσει τις καρδιές του απελπισμένου λαού, που και τον θεοποίησε. 
Ένας σύγχρονός του, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης λέει ότι ο Ανδρόνικος «ήταν για την πλειονότητα του λαού πιο αγαπητός και από τον ίδιο τον Θεό» ή το λιγότερο η αγάπη του λαού προς τον Ανδρόνικο ερχόταν αμέσως μετά την αγάπη του προς τον Θεό.

Αφού καλλιέργησε κατάλληλα τα αισθήματα του λαού της πρωτεύουσας, ο Ανδρόνικος βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Μόλις μαθεύτηκε το νέο, ο πληθυσμός της πρωτεύουσας άφησε να εκδηλωθεί όλο του το μίσος για τους Λατίνους και επιτέθηκε εναντίον της περιοχής τους, σφάζοντας Λατίνους χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας. Το εξαγριωμένο πλήθος δεν κατέστρεφε μόνο τα σπίτια, αλλά και τις λατινικές εκκλησίες, καθώς και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Μάλιστα, σ’ ένα νοσοκομείο σκοτώθηκαν οι άρρωστοι που ήταν στα κρεβάτια τους. Ο αντιπρόσωπος του Πάπα αποκεφαλίστηκε, ενώ πολλοί Λατίνοι πουλήθηκαν ως δούλοι στις τουρκικές αγορές.

Με τη σφαγή αυτή των Λατίνων, το 1182, όπως λέει ο Uspensky, «ο σπόρος της φανατικής έχθρας που υπήρχε μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αν δεν φυτεύτηκε, εν τούτοις αυξήθηκε». 
(Έτσι τροφοδοτήθηκαν τα εγκλήματα των παπικών σταυροφόρων με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204...) 


 ΤΟ 1182 ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΆΛΛΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, ΑΥΤΟΣ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ Β΄  ΕΣΤΕΙΛΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ ΓΝΩΣΤΟ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΟ* ΚΑΙ ΤΟΥΣ 12 ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΣΤΗ ΦΟΡΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΙΜΟΣΤΑΓΟΥΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΡΗΤΙΚΩΝ... 


Ο παντοδύναμος Αλέξιος Κομνηνός φυλακίστηκε και τυφλώθηκε, ενώ ο Ανδρόνικος μπήκε στη πρωτεύουσα θριαμβευτικά. Εκτός από τον Αλέξιο τυφλώθηκε και ο νικητής των Ούγγρων, ο στρατηγός Ανδρόνικος Κοντοστέφανος.
Ο Ανδρόνικος, θέλοντας να ενισχύσει τη θέση του, άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφει τους συγγενείς του Μανουήλ και διέταξε τον πνιγμό της αυτοκράτειρας Μαρίας
Έτσι ο Ανδρόνικος έγινε συν-αυτοκράτορας με τον Αλέξιο Β’. 

Λίγες μέρες αργότερα, παρά την υπόσχεση που έδωσε να σεβαστεί τη ζωή του Αλέξιου, διέταξε κρυφά τον πνιγμό του.
Έτσι, το 1183 ο Ανδρόνικος, σε ηλικία 63 ετών, έγινε ο μόνος και παντοδύναμος αυτοκράτορας.

Καταλαμβάνοντας το θρόνο με σχέδια που έγιναν αργότερα γνωστά, ο Ανδρόνικος μπορούσε να παραμένει στην εξουσία μ’ ένα σύστημα εκφοβισμού κι απερίγραπτης σκληρότητας. Στα εξωτερικά ζητήματα του κράτους δεν έδειξε δραστηριότητα ή πρωτοβουλία. 
Ο λαός στράφηκε εναντίον του και το 1185 ξέσπασε επανάσταση, η οποία οδήγησε στο θρόνο τον Ισαάκιο Άγγελο.
Η προσπάθεια του Ανδρόνικου να ξεφύγει, απέτυχε. Εκθρονίστηκε και υπέστη θάνατο με βδελυρά βασανιστήρια και προσβολές..

 Ο νέος αυτοκράτορας δεν επέτρεψε καν την ταφή του κομματιασμένου Ανδρόνικου και, με την τραγωδία αυτή, έληξε κι αυτή η δυναστεία του Βυζαντίου.

Ποιος ο βίος και πολιτεία μα και η ίδια με των προκατόχων (και επόμενων...) του θρόνου;

Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος εκθρονίστηκε στις 8 Απριλίου 1195 στα Κύψελα της Θράκης, στο ξεκίνημα άλλης μιας εκστρατείας κατά των Βουλγάρων, οπότε συνελήφθη και τυφλώθηκε. 

Η συνωμοσία έφερε στο θρόνο (τι "άγιες οικογένειες" !!!) τον μοναδικό εν ζωή αδελφό του, Αλέξιο Γ΄ Άγγελο.
Ο Ισαάκιος φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον πρωτότοκο γιο του, Αλέξιο.
Το 1201 ο Αλέξιος κατάφερε να δραπετεύσει και να φτάσει στη Δύση, όπου ήδη είχε κηρυχθεί η Δ΄ Σταυροφορία. Υποσχόμενος πλουσιοπάροχη αμοιβή στους σταυροφόρους και μόνιμη στρατιωτική βοήθεια στο έργο τους, ο Αλέξιος Δ΄ κατάφερε να εκτρέψει τη σταυροφορία προς την Κωνσταντινούπολη. Στις 17 Ιουλίου 1203, όταν διαπιστώθηκε η φυγή του Αλεξίου Γ΄ από την Κωνσταντινούπολη, ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και αποκαταστάθηκε στο θρόνο του από τους Βαράγγους φρουρούς των ανακτόρων. Την επόμενη μέρα ο Αλέξιος Δ΄ εισήλθε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, και κατ’ απαίτηση των σταυροφόρων στέφθηκε αυτοκράτωρ την 1η Αυγούστου 1203. Για να αποζημιωθούν οι σταυροφόροι όμως γι’ άλλη μία φορά αξιοποιήθηκαν οι αυτοκρατορικοί θησαυροί, αλλά και αυτοί των εκκλησιών και ο πλούτος που βρέθηκε σε σπίτια της αριστοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ακόμη υποστηρικτές του Ισαακίου Β΄ στην αυλή, η τυφλότητά του αποτελούσε ουσιαστικό εμπόδιο τόσο για την καθολική του αποδοχή, όσο και για την διακυβέρνηση. Πολύ γρήγορα απομονώθηκε και σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής έχασε τη λογική του. 

Ο Αλέξιος Δ΄ βασίλευσε μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου 1204, οπότε φυλακίστηκε και λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκε κι αυτός...
Και έπεται μέχρι τέλους σχεδόν, παρόμοια "χριστιανική"  και "ηθική" συνέχεια στην ανατολική, αυτοπροσδιοριζόμενη ως "Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία"- το καθ΄ημάς "Βυζάντιο"...




ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΧΡΥΣΟΒΟΥΛΟ ΤΟΥ 1182 ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ 

(το έστειλε ο Ανδρόνικος Κομνηνός εν ονόματι του ανηλίκου και αργότερα δολοφονηθέντος απ αυτόν Αλεξίου Κομνηνού...)

Αλέξιος εν Χριστώ Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Ο Κομνηνός.
Διάπειρον και πλούσιον έλεος του επουρανίου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος, και της Αειπαρθένου Θεοτόκου Μητρός Αυτού, Εγώ ο επί της γης κραταιός Βασιλεύς όλης Οικουμένης, της Θεοφρουρήτου και περιφήμου Κυρίας πασών των πόλεων της Κωνσταντίνουπόλεως, Πατήρ και κορυφαίος των ορθοδόξων χριστιανών, των τιμώντων και πιστευόντων την ομοούσιον και προσκυνητήν Αγίαν Τριάδα, των ομολογούντων ένα Θεόν τρισυπόστατον, των σεβόντων τα δόγματα της αγίας και οικουμενικής πρώτης Συνόδου, συνηθροισμένης και πληρουμένης υπό ενεργείας των αγίων και φιλοχρίστων ημών Βασιλέων, και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, και των αγίων Συνόδων, Αλέξιος ο Κομνηνός ο και Πορφυρογέννητος, Βασιλεύς Κωνσταντίνου πόλεως, Νέας Ρώμης, και καθολικός διάδοχος των μακαρίων Βασιλέων του Ιορδάνου και πάσης Αιγύπτου, Αραβίας, Φρυγίας, Ασίας και Μεσοποταμίας, και άνωθεν του Ευξείνου Πόντου, και έως τας Βρεττανικάς νήσους, Ευρώπης και πάσης Αρμενίας, από ανατολών μέχρι δυσμών, και από μεσημβρίας έως του άρκτου, βοηθός του Παναγιωτάτου Τάφου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του τιμίου και ζωοποιού σταυρού, και ετέρων αγίων τόπων της Ιερουσαλήμ, και υπέρμαχος των πιστών και ορθοδόξων χριστιανών, ρεφενδάριος δι’ αυτούς προς την αγίαν και ορθόδοξον ημών πίστιν, 
Γράφω προς εσάς τους κατοίκους και ευρισκομένους εν τη νήσω Κρήτης, ότι ωσάν άφρονες και αρίζικοι, οπού εξ ιδίας σας προαιρέσεως και θελήσεως γίνεσθε, καθώς και οι παρέμπροσθέν τους οπού εκατοικούσαν εις το αυτό νησίον, και εγίνεσθε απειθείς της ημών Βασιλείας, 
και αφανισθήκασιν υπό τον κραταιόν στρατηγόν Βελισάριον, απεσταλμένον από τον κράτιστον Βασιλέα τον πρώην ημών αγιώτατον Ιουστινιανόν τον μέγαν, 
και πάλιν από τον Κραταιόν στρατηγόν Βελισάριον αποσταλμένον από τον κράτιστον τον πρώην ημών αγιώτατον Ιουστίνον τον μέγαν, 
και πάλιν από τον κράτιστον στρατηγόν Νικηφόρον τον Φωκάν απεσταλμένον από τον κράτιστον Βασιλέα Βασίλειον τον Πορφυρογέννητον
και μετέπειτα υπό τον ανδρικώτατον και στερεόν εν πολέμοις Βάρδαν τον θαλάσσιον Πατρίκιον και επίτροπον του ορθοδόξου ημών Βασιλέως Ρωμανού του Αργυροπούλου, και το όλον δια την παράβασιν αυτών, και αποστασίαν, 
ως καθώς και εσείς εδώ κάμνετε, και είσθε απειθείς της ημών βασιλείας, κυριεύοντες το αυτό νησίον της Κρήτης, δεν δίδοντας τα τέλη τα βασιλικά, και τους κριτάς και επιτρόπους όπου εστείλαμεν δεν τους εδεκτήκατε, μάλιστα με αισχύνην πολλήν και κατεφρόνεσιν εις εμάς τους αντιστείλετε. 
Δια τούτο με βουλήν συνοδικήν των παναγιωτάτων πατριαρχών, και ετέρων αρχιερέων, με γνώμην πάσι τοις άρχουσι της Συγκλήτου, δια το τέλειον και ακατάκρετον αφανισμόν εσάς ολωνών των κατοίκων της νήσου Κρήτης, γυναικών αι τέκνων, και πραγμάτων σας παντελώς,
 εντέλλομεν ένα μέρος μικρόν από ταις δυνάμαις ταις βασιλικαίς, ήγουν κάτεργα εκατόν, και εξαιρέτως το κάτεργον το Βασιλικόν, οπού εις αυτό σέρνω δια Βασιλέα και επίτροπον της ημών Βασιλείας τον περιπόθητον και φίλτατόν μου υιόν Ισαάκιον, ομού με τους παρόντας δώδεκα γενεών άρχοντας της ημών Βασιλείας και Συγκλήτου, με τέλος αποφασιστικόν και σύγκησιν αφανισμού του πολέμου,
 διατί τέτοιας λογής δύναμιν, οπού ακόμη μήτε σεις, μήτε οι πρώτοι σας, ούτε την είδετε, αλλά ουδέ την ηκούσατε. Και έτσι σας θέλουσι μαζώξει όλους να παιδευθήτε με τυραννισμένους θανάτους και ανακράτους χαλασμούς, ατοί σας είστε η αιτία δια την άμετρόν σας αποστασίαν.
 Ταύτα πάντα σας ανήγγειλα, και αν ποιήσετε προσκύνησιν έως εγγίσωσι τα κάτεργα εις πάσαν άκραν του νησίου, θέλετε έχει παραμικρόν συμπάθειον, ειδέ αλλέως ποιήσετε θέλετε αφανισθή κατά κράτος με απόστασιν της παρούσης, όσον είνε αμετασάλευτη.

Ο εν Χριστώ Βασιλεύς, και περιπόθητος μοι υιός Ισαάκιος, καγώ ο πατήρ αυτού Αλέξιος
αρπβ  (1182).

Οι αγαπητοί μου υιοί εν άρχουσιν. 
Κύρις Ιωάννης ο Φωκάς, Κύρις Κωνσταντίνος ο Βαρούχας, Κύρις Μαρίνος ο Σκορδύλης, Κύρις Λέων ο Μούσουρος, Κύρις Φίλιππος ο Γαβαλάς, Κύρις Ανδρέας ο Μελισσηνός, Κύρις Θωμάς ο Αρκολέος, Κύρις Δημήτριος ο Βλαστός, Κύρις Ευστράτιος ο Χορτάτζης, Κύρις Νικηφόρος ο Αργυρόπουλος, ο Αγιοστεφανίτης, Κύρις Λουκάς ο Λίτινος, Κύρις Ματθαίος ο Καλαφάτος.

Επιμέλεια εύρεσης, παράθεσης και παρουσίασης κειμένων και ιστορικών πηγών,
Κώστας Σ. Ντουντουλάκης
, ιστορικός ερευνητής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: