Η ιστορική περίοδος από το 1330 ως το 1451, που καθόρισε την πορεία άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453
Μετά το 1330 η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-το "Βυζάντιο", ταλαιπωρούνταν από τη μεγάλη σερβική αυτοκρατορία του Στεφάνου Ντουσάν, ενώ το 1341 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και των αντιβασιλέων που κυβερνούσαν στο όνομα του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε'.
Από καιρό οι Βυζαντινοί στρατηγοί είχαν μισθώσει τις υπηρεσίες τουρκικών στρατευμάτων από διάφορες φυλές, παρά την αδιόρθωτη συνήθεια των Τούρκων να λεηλατούν τα εδάφη τα οποία διέσχιζαν.
Οι άνδρες του Ορχάν ήταν οι πιο αποτελεσματικοί και οι πιο πειθαρχημένοι.
Έτσι, ενώ οι υποστηρικτές του Ιωάννη Ε' προσλάμβαναν μισθοφόρους από τη Μαγνησία και το Αϊδίνι, ο Ιωάννης Καντακουζηνός κέρδισε το 1344 την υποστήριξη του Ορχάν δίνοντάς του σε γάμο την κόρη του Θεοδώρα*.
Σε ανταπόδοση ο σουλτάνος έστειλε έξι χιλιάδες άνδρες να πολεμήσουν στη Θράκη. Όταν ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο εξακολούθησε να προσκαλεί οθωμανικά στρατεύματα για να τον βοηθήσουν στους πολέμους του εναντίον των Σέρβων. Όταν τελείωσαν οι εκστρατείες φαίνεται ότι πολλοί από αυτούς τους Τούρκους εγκαταστάθηκαν στη Θράκη...
Η πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού από την εξουσία, το 1355, έδωσε στον Ορχάν τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να εισβάλει στην Ευρώπη για λογαριασμό του. Το 1356 ένας στρατός υπό το γιο του Σουλεϊμάν πέρασε τα Δαρδανέλλια. Μέσα σε ένα έτος τα στρατεύματά του κατέλαβαν την Τυρολόη και το Διδυμότειχο και ασκούσαν πιέσεις στο εσωτερικό προκειμένου να καταλάβουν την Αδριανούπολη. Όπως είχε συμβεί και με τις κατακτήσεις του στην Ασία, ο σουλτάνος ενεθάρρυνε τους Τούρκους νομάδες να ακολουθούν τους γαζήδες αρχηγούς και να εγκαθίστανται αμέσως στις χώρες που καταλάμβαναν. Όταν πέθανε ο Ορχάν, μάλλον το 1362, οι Τούρκοι ήταν κυρίαρχοι της Δυτικής Θράκης. Ο σουλτάνος είχε αυξήσει παράλληλα την επικράτειά του στην Ασία, λιγότερο με εχθροπραξίες και περισσότερο από τη διάθεση άλλων Τούρκων να γίνουν μέλη ενός τόσο επιτυχημένου κράτους γαζήδων. Φαίνεται ότι ενσωμάτωσε τα εμιράτα του Σαρουχάν και του Καρασί, στα βορειοδυτικά. Η δύναμη του Γκερμιγιάν εξασθενούσε και κατόρθωσε να επιβάλει την εξουσία του στο Εσκί Σεχίρ και στην Άγκυρα. Ο κυριότερος αντίπαλός του στην Ασία ήταν το εμιράτο του Αϊδινίου, που του έκλεινε το δρόμο προς τα νοτιοδυτικά .
Ο Ορχάν δεν ήταν σπουδαίος ηγεμόνας μόνο εξαιτίας των κατακτήσεών του. Με τη βοήθεια του βεζίρη του έφτιαξε για το κράτος του μια στερεή οργάνωση χωρίς να του καταστρέψει τις ιδιότητες των γαζήδων, από τις οποίες αντλούσε την ορμητικότητά του. Ενθάρρυνε την αστική ανάπτυξη αξιοποιώντας τους αχήδες, συντεχνίες τεχνιτών που ακολουθούσαν τη φουτούβα. Αντιστάθμισε την κάπως αποδιοργανωτική επίδραση των δερβίσηδων επιζητώντας τη συνεργασία των ουλεμάδων, των επίσημων φυλάκων της μωαμεθανικής πίστης και των παραδόσεών της. Η διδασκαλία τους εξασφάλιζε την κατάλληλη μεταχείριση του αυξανόμενου αριθμού των χριστιανών υπηκόων του. Εάν μια πόλη ή περιοχή τού είχε αντισταθεί και καταλαμβανόταν δια της βίας, οι Χριστιανοί δεν είχαν δικαιώματα. Το ένα πέμπτο του πληθυσμού μπορούσε να μετατραπεί σε σκλάβους, οι άνδρες να σταλούν για εργασία στα κτήματα των κατακτητών και τα παιδιά να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες. Εάν συνθηκολογούσαν, τους επιτρεπόταν να διατηρούν τις εκκλησίες και τα έθιμά τους. Πολλοί Χριστιανοί προτιμούσαν την εξουσία του από εκείνη του αυτοκράτορα, επειδή η φορολογία του ήταν λιγότερο αλόγιστη. Αν και ορισμένοι από αυτούς προσχωρούσαν στο Ισλάμ από μια φυσική επιθυμία να αποτελούν τμήμα της άρχουσας τάξης, δεν γίνονταν υποχρεωτικές αλλαξοπιστίες. Επιπλέον οι ουλεμάδες έκτιζαν μεντρεσέδες, ή ιεροδιδασκαλεία, σε κάθε πόλη στην οποία πήγαιναν και έτσι ήταν σε θέση να παρέχουν στο σουλτάνο μια μορφωμένη ελίτ η οποία επάνδρωνε τις δημόσιες υπηρεσίες του .
Την ίδια περίοδο αναδιοργανωνόταν και ο στρατός. Μέχρι τότε αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ελαφρύ ιππικό με προέλευση τις φυλές που ήταν ακόμη κυρίως νομαδικές. Τώρα όμως ανασχηματίστηκε σε δύο κύρια τμήματα. Υπήρχε μια τακτική εθνοφυλακή που αποτελούνταν από άνδρες στους οποίους είχε παραχωρηθεί γη από το σουλτάνο και για την οποία πλήρωναν ένα μικρό ενοίκιο σε χρήμα και με την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία όποτε τους το ζητούσαν. Παρόμοια φέουδα, που ήταν κληρονομικά, ήταν γνωστά ως τιμάρια. Μεγαλύτερα ή μεγαλύτερης αξίας φέουδα, γνωστά ως ζιαμέτ, κατέβαλλαν μεγαλύτερο ενοίκιο και ο ενοικιαστής κατείχε υψηλότερη θέση στο στρατό, με περισσότερες υποχρεώσεις να εξασφαλίζει τον εξοπλισμό του. Ο πλουσιότερος από αυτούς τους ζαΐμηδες γινόταν πασάς ή σαντζάκμπεης, ή ακόμη και μπεηλέρμπεης, με διοικητικές αρμοδιότητες και περισσότερες στρατιωτικές εξουσίες και υποχρεώσεις.
Στο πλάι αυτής της εθνοφυλακής με τοπική βάση υπήρχε ένας στρατός που αμειβόταν για τις υπηρεσίες του. Οι γενίτσαροι, οι οποίοι υπηρετούσαν ισόβια και αργότερα επρόκειτο να αποτελέσουν τη φρουρά του σουλτάνου, ήταν ακόμη ένα σύνταγμα πεζικού που αποτελούνταν από χριστιανούς ή πρώην χριστιανούς σκλάβους.
Η κυριότερη δύναμη την περίοδο του Ορχάν ήταν γενικά γνωστή ως σπαχήδες. Από αυτούς προέρχονταν οι πυροβολητές, οι οπλουργοί, οι σιδεράδες και οι ναυτικοί. Σε πολλούς είχαν παραχωρηθεί γαίες και υπόκεινταν σε στρατιωτική υπηρεσία οποιαδήποτε στιγμή, αλλά πληρώνονταν γι' αυτήν και συνήθως μισθώνονταν μόνο για μία εκστρατεία. Μαζί με τους σπαχήδες ήταν το πιγιαντέ, το πεζικό. Αυτό το όνομα αργότερα περιορίστηκε μόνο σε όσους κατείχαν κτήματα, ενώ οι υπόλοιποι αποκαλούνταν αζάπηδες και κατέληξαν να ταυτίζονται με τους βαζιβουζούκους, άτακτους οι οποίοι υπηρετούσαν για όσα λάφυρα και λεία μπορούσαν να αποκομίσουν. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ακιμπί, ελαφρούς ιππείς που χρησιμοποιούνταν ως αιχμή του δόρατος. Ο Ορχάν επέμενε κάθε τμήμα του στρατού του να έχει διαφορετική στολή.
Επίσης καθόρισε αποτελεσματικούς τρόπους επιστράτευσης, ώστε να είναι σε θέση οποιαδήποτε στιγμή να συγκεντρώνει μια μεγάλη και καλά εκπαιδευμένη δύναμη σε πολύ σύντομο διάστημα .
Ο διάδοχός του, ο Μουράτ Α', αξιοποίησε πλήρως αυτή την εξαίρετη μαχητική δύναμη. Η μητέρα του Μουράτ ήταν Ελληνίδα, γνωστή στους Τούρκους ως Νιλουφέρ, Νούφαρο, κόρη ενός ακρίτα οπλαρχηγού*. Ο μεγαλύτερος αδελφός του από την ίδια μητέρα, ο Σουλεϊμάν, είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν από τον Ορχάν. Υπήρχε ένας μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός, ο Ιμπραήμ, τον οποίο ο Μουράτ θανάτωσε αμέσως, όπως και ένας νεώτερος, ο Χαλήλ, ο γιος της Θεοδώρας Καντακουζηνής, που πέθανε λίγο αργότερα, ίσως από φυσικά αίτια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της βασιλείας του ο Μουράτ ήταν απασχολημένος στα ασιατικά σύνορά του, όπου αντίπαλοι εμίρηδες προκαλούσαν ταραχές που έπρεπε να κατασταλούν. Μερικές από τις πόλεις που είχαν κατακτηθεί στη Θράκη ανακαταλήφθηκαν από τους Βυζαντινούς, αν και δεν ήταν δυνατό οι Τούρκοι να εκδιωχθούν από την ύπαιθρο. Όταν ο Μουράτ επέστρεψε στην Ευρώπη, το 1365, δεν αντιμετώπισε δυσκολίες να τις ανακτήσει και να εγκαταστήσει την ευρωπαϊκή πρωτεύουσά του στην Αδριανούπολη. Η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της ήταν τώρα απομονωμένα, εκτός από την πλευρά της θάλασσας. Τα ασιατικά της προάστεια βρίσκονταν ήδη στα χέρια των Τούρκων .
Τώρα πλέον άρχισε να αντιλαμβάνεται και η Ευρώπη την απειλή που αποτελούσαν οι Τούρκοι. Η Βενετία και η Γένοβα, ανήσυχες και οι δύο για τις αποικίες τους και το εμπόριό τους, άρχισαν να διερευνούν πιθανότητες για μια γενική συμμαχία "εναντίον των απίστων". Τίποτε όμως δεν προέκυψε από τις προσπάθειές τους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' ταξίδεψε στην Ιταλία για να παρουσιάσει τους κινδύνους που απειλούσαν και για να προσπαθήσει να προσλάβει Δυτικούς μισθοφόρους, για τους οποίους αδυνατούσε να πληρώσει. Κατά την επιστροφή του αναγκάστηκε, το 1373, να αναγνωρίσει το σουλτάνο ως επικυρίαρχό του, υποσχόμενος έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας και στρατιωτική βοήθεια όποτε του το ζητούσε. Παράλληλα ο γιος του Μανουήλ πήγε ως όμηρος στην Αυλή του Μουράτ. Ο Ιωάννης υπήρξε πιστός υποτελής. Ανταμείφθηκε όταν το 1374 ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ανδρόνικος, συνωμότησε μαζί με το γιο του Μουράτ, το Σαουτζή, εναντίον των πατέρων τους. Την εξέγερση κατέστειλαν τα στρατεύματα του Μουράτ. Όταν ο Ανδρόνικος επαναστάτησε και πάλι, κρατώντας την Κωνσταντινούπολη από το 1376 μέχρι το 1379, ο Μανουήλ κατόρθωσε να εξασφαλίσει αρκετή βοήθεια από το σουλτάνο η οποία του επέτρεψε να αποκαταστήσει τον πατέρα του στο θρόνο. Το τίμημα όμως που πλήρωσε τότε ήταν η υποχρέωση να συνδράμει τον τουρκικό στρατό στην κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, πιστής, ηρωικής και απομονωμένης ελληνικής πόλης, της τελευταίας βυζαντινής κτήσης στην Ασία, εκτός από την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας .
Παρ' όλο που η Δύση τώρα ανησυχούσε σοβαρά, σχεδιάζοντας ατελέσφορα σταυροφορίες, η μόνη κυβέρνηση που τηρούσε συνεχή επιθετική στάση εναντίον των Τούρκων ήταν το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου. Αλλά ο κύριος εχθρός του ήταν ο εμίρης του Αϊδινίου, και οποιοσδήποτε περιορισμός της δύναμής του απέβαινε προς όφελος του αντιπάλου του, του Οθωμανού σουλτάνου. Έτσι ο Μουράτ ήταν ελεύθερος να προελάσει στα Βαλκάνια.
Ορδές Τούρκων από κάθε σημείο της Ανατολίας συνέρρεαν τώρα στη Θράκη, με τις οικογένειές τους και συχνά με τα κοπάδια τους. Η παρόρμηση για επέκταση συνεχιζόταν. Η Σερβία εξακολουθούσε να είναι η κύρια δύναμη στη χερσόνησο, αν και είχε διχαστεί μετά το θάνατο του Ντουσάν, το 1355. Η Βουλγαρία δεν είχε ποτέ συνέλθει από την ήττα της από τους Σέρβους στο Βελμπούζντ το 1330, αλλά η σερβική πολιτική ταπείνωσης της Βουλγαρίας απλά εξαφάνισε το κράτος που θα ήταν χρήσιμο ως ενδιάμεση ζώνη. Οι Βούλγαροι δεν έκαναν πολλά για να παρεμποδίσουν την τουρκική προέλαση, εκτός από το να στείλουν ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο μεγάλο στρατό που έστειλε ο Βουκασίν, ο βασιλιάς της νότιας Σερβίας, στη Θράκη το 1371. Ο Βουκασίν ήλπιζε να αναχαιτίσει τους Τούρκους, αλλά δεν ήταν καλός στρατηγός. Άφησε να τον αιφνιδιάσει και να τον κατατροπώσει ένας πολύ μικρότερος τουρκικός στρατός στο Τσίρμεν, στον ποταμό Έβρο.
Η νίκη στον Έβρο παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρίας, όπως και τη σερβική Μακεδονία, στα χέρια του Μουράτ. Ο Βούλγαρος βασιλιάς, ο Ιωάννης Σισμάν, αναγκάστηκε να δεχθεί το Μουράτ ως επικυρίαρχο και να στείλει την κόρη του Θάμαρ στο σουλτανικό χαρέμι. Ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς, ο ηγεμόνας της βόρειας Σερβίας ο οποίος ανέλαβε τώρα την ηγεσία ολόκληρου του σερβικού βασιλείου, ανακάλυψε ότι ήταν και ο ίδιος αναγκασμένος να δεχθεί το καθεστώς υποτέλειας .
Ο Μουράτ πέρασε τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του παγιώνοντας τις κατακτήσεις του. Οργάνωσε τη μετανάστευση των Τούρκων στην Ευρώπη. Η κατοχή των νεώτερων ευρωπαϊκών επαρχιών του δεν μπορούσε να είναι τόσο παγιωμένη όπως ήταν στην Ανατολία ή ακόμη στη Θράκη. Αλλά σύντομα τουρκικά στρατιωτικά φέουδα ξεφύτρωσαν μεταξύ των ελληνικών, των σλαβικών ή των βλάχικων χωριών, και Τούρκοι μπέηδες και πασάδες κυριάρχησαν στην ύπαιθρο. Το 1386 η αυτοκρατορία του Μουράτ εκτεινόταν στα δυτικά μέχρι το Μοναστήρι, κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, και στα βόρεια μέχρι τη Νις. Τον επόμενο χρόνο παραδόθηκε σ' αυτόν η Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν αποκλεισμένη επί τέσσερα χρόνια. Η ευημερία της στηριζόταν στο εμπόριο από την ενδοχώρα και δεν μπορούσε να επιβιώσει σε απομόνωση. Ο Μουράτ την αντιμετώπισε με επιείκεια, τοποθετώντας έναν Τούρκο κυβερνήτη, αλλά χωρίς να παρέμβει στην εσωτερική της ζωή .
Το 1381 ο σουλτάνος, ο οποίος είχε καταστήσει το εμιράτο του Γκερμιγιάν υποτελές, θεώρησε απαραίτητο να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον του εμίρη του Καραμάν και διέταξε τους Βαλκάνιους υποτελείς του να του προμηθεύσουν αποσπάσματα. Η ντροπή που αισθάνθηκαν οι υπερήφανοι Σέρβοι ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο βασιλιάς Λάζαρος αποκήρυξε την υποτέλειά του. Μια γρήγορη τουρκική επίθεση που του στέρησε τη Νις τον ανάγκασε να υποταχθεί ξανά.
Στο μεταξύ όμως προγραμμάτιζε μια παμβαλκανική συμμαχία εναντίον των εισβολέων.
Το 1387 οι Σέρβοι κέρδισαν την πρώτη και μοναδική τους νίκη εναντίον των στρατών του σουλτάνου στις όχθες του ποταμού Τόπλιτσα.
Ο Μουράτ δεν άργησε να πάρει εκδίκηση. Βάδισε γρήγορα εναντίον της Βουλγαρίας, όπου απέσπασε από τους δύο τοπικούς βασιλείς, τον Ιωάννη Σισμάν του Τιρνόβου και τον Ιωάννη Στρασιμίρ του Βιδινίου, τα περισσότερα εδάφη τους, κι έπειτα πέρασε στη νότιο Σερβία, όπου ένας υποτελής ηγεμόνας, ο Κωνσταντίνος του Κιουστεντίλ, τον φιλοξένησε και του διέθεσε ένα σύνταγμα για να ενωθεί με το στρατό του. Στη συνέχεια στράφηκε βόρεια, για να συναντήσει το βασιλιά Λάζαρο στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου.
Νωρίς το πρωί της 15ης Ιουνίου 1389, καθώς ο σουλτάνος ντυνόταν, έφεραν στη σκηνή του ένα Σέρβο δήθεν λιποτάκτη ο οποίος υποσχόταν να δώσει πληροφορίες για τις χριστιανικές θέσεις. Εκείνος πλησίασε το σουλτάνο και ξαφνικά έσκυψε μπροστά και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Ο ίδιος θανατώθηκε αμέσως, και η θυσία του ήταν ανώφελη, καθώς και οι δύο γιοι του σουλτάνου βρίσκονταν μαζί με το στρατό. Ο μεγαλύτερος, ο Βαγιαζήτ, ανέλαβε την ηγεσία αμέσως, αποσιωπώντας την είδηση για το θάνατο του πατέρα του μέχρι τη λήξη της μάχης. Οι Τούρκοι πολέμησαν με τέλεια πειθαρχία, αντίθετα με τους Χριστιανούς οι οποίοι, όταν η πρώτη ισχυρή τους επίθεση έχασε την έντασή της, άρχισαν να κλονίζονται, ενώ ψίθυροι για προδοσία διαδίδονταν στις γραμμές τους. Το σούρουπο η τουρκική νίκη ήταν ολοκληρωτική.
Ο βασιλιάς Λάζαρος αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε στη σκηνή όπου είχε πεθάνει ο Μουράτ. Ο Βαγιαζήτ αυτοανακηρύχθηκε τώρα σουλτάνος και διέταξε ο αδελφός του να στραγγαλιστεί αμέσως. Δεν υπήρχε θέμα διανομής της υπέρτατης εξουσίας .
Στα τριάντα χρόνια της βασιλείας του ο Μουράτ, κάνοντας άψογη χρήση του στρατού του και της οργάνωσης που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, είχε μεταμορφώσει ένα εμιράτο γαζήδων στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του συμβόλιζε τη μεταλλαγμένη φύση του κράτους του. Αντίθετα με τον πατέρα και τον παππού του, του άρεσαν η μεγαλοπρέπεια και η εθιμοτυπία, και έβλεπε τον εαυτό του σαν αυτοκράτορα. Ήταν άτεγκτος, ακόμη και σκληρός, με μια δόση κυνισμού την οποία είχε ίσως κληρονομήσει από τους Έλληνες προγόνους του. Μπορούσε όμως να είναι και γενναιόδωρος, ενώ ήταν πάντα δίκαιος και απαιτητικός σε θέματα πειθαρχίας.
Ο Βαγιαζήτ, ο κληρονόμος του, ήταν επίσης, όπως φαίνεται, γιος μιας Ελληνίδας, αλλά, αντίθετα από τη Νιλουφέρ, εκείνη ήταν μάλλον μια σκλάβα, ονόματι Γκιούλτσιτσεκ, ή Ροδανθός. Ο Βαγιαζήτ είχε το ίδιο πάθος με τον πατέρα του για τη μεγαλοπρέπεια, αλλά ήταν πιο επιεικής με τον εαυτό του και με ορμητικότερη ιδιοσυγκρασία, δεν ήταν μεγαλόψυχος προς τους άλλους και ήταν λιγότερο επιτυχημένος ως τηρητής της πειθαρχίας. Οι γρήγορες αντιδράσεις του τού χάρισαν την προσωνυμία Γιλδιρίμ, Κεραυνός, αλλά δεν ήταν σπουδαίος διοικητής. Η βασιλεία του ξεκίνησε έξοχα.Η νίκη στο Κοσσυφοπέδιο του προσέφερε πλήρη κυριαρχία στα Βαλκάνια. Φαινόταν πιθανό ότι σε λίγα χρόνια θα ενσωμάτωνε ολόκληρη τη χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των περιοχών της Ελλάδας και της Αλβανίας στις οποίες δεν είχαν ακόμη διεισδύσει οι Τούρκοι. Ο γιος του Λαζάρου, ο Στέφανος, τον διαδέχθηκε στο σερβικό θρόνο, αλλά με το μετριόφρονα τίτλο του δεσπότη και ως υποτελής του σουλτάνου, στον οποίο έδωσε σε γάμο την αδελφή του Μαρία. Το βουλγαρικό βασίλειο του Τιρνόβου εξαλείφθηκε το 1393. Το 1394 ένας τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Πελοπόννησο, αναγκάζοντας τους τοπικούς ηγεμόνες να περιέλθουν σε καθεστώς υποτέλειας.
Το 1396 ο Βαγιαζήτ σχεδίασε την κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, αλλά καθώς κατευθυνόταν εναντίον των τειχών της πόλης έλαβε την είδηση για τη Σταυροφορία που οργάνωσε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισμούνδος και ιππότες απ' όλη τη Δύση. Ο Βαγιαζήτ έκανε μεταβολή, έσπευσε στα βόρεια, δικαιολογώντας την προσωνυμία του Κεραυνός, και έπεσε επάνω στο στρατό της Δύσης στη Νικόπολη. Η απερισκεψία των Δυτικών τον βοήθησε να κερδίσει μια συντριπτική νίκη που του επέτρεψε στη συνέχεια να προσαρτήσει το υπολειπόμενο βουλγαρικό κρατίδιο του Βιδινίου και να καταστήσει υποτελή του τον ηγεμόνα της Βλαχίας, πέρα από το Δούναβη. Αφού στερέωσε την εξουσία του κατά μήκος του συνόρου του Δούναβη επέστρεψε προς την Κωνσταντινούπολη αλλά δεν επιχείρησε ξανά να την καταλάβει, ενδεχομένως επειδή είχε ακούσει φήμες ότι εξοπλιζόταν μια αρμάδα από τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις . Αντίθετα, προσπάθησε μάταια να στρέψει το συναυτοκράτορα Ιωάννη Ζ' εναντίον του θείου του Μανουήλ Β', με τον οποίο, αντίθετα με τη συνηθισμένη βυζαντινή πρακτική, μοιραζόταν το θρόνο του με απόλυτα φιλικές σχέσεις. Η μόνη βοήθεια που πραγματικά έφθασε στο Βυζάντιο ήταν η δράκα των στρατιωτών που έφερε ο στρατάρχης Μπουσικώ. Αυτοί παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη επί ένα έτος χωρίς καμία επιτυχία στο ενεργητικό τους . Όταν αποχώρησαν ο Βαγιαζήτ, βλέποντας πόσο ασθενικές ήταν οι δυτικές απόπειρες παροχής βοήθειας, ήταν έτοιμος για μία ακόμη επιχείρηση εναντίον της αυτοκρατορικής πόλης. Πρόσφατα είχε ολοκληρώσει το κάστρο το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως Αναντολού Χισάρ, στην ασιατική πλευρά των Στενών του Βοσπόρου. Την άνοιξη του 1402 έστειλε ένα αλαζονικό μήνυμα στον αυτοκράτορα παραγγέλλοντάς του να παραδώσει την πρωτεύουσά του. Ο Μανουήλ Β' εξακολουθούσε να περιοδεύει στην Ευρώπη, αλλά ο Ιωάννης Ζ' απάντησε στους απεσταλμένους του σουλτάνου με θάρρος:
«Πείτε στον κύριό σας ότι είμαστε αδύναμοι, αλλά ότι έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, ο οποίος μπορεί να μας κάνει δυνατούς και να γκρεμίσει ακόμη και τους πιο ισχυρούς από τους θρόνους τους. Ας κάνει ο κύριός σας ό,τι του αρέσει» .
Η πίστη του Ιωάννη είχε τονωθεί ακόμη περισσότερο από ειδήσεις που έφθαναν από την Ανατολή.
Ο Τάταρος Τιμούρ Λενκ, γνωστός στην αγγλική δραματουργία ως Ταμερλάνος, ήταν στην πραγματικότητα Τούρκος, αλλά καταγόταν από θηλυγονία από τη σπουδαία μογγολική φυλή του Τζένγκις Χαν.
Είχε γεννηθεί στο Κες, στο Τουρκεστάν, το 1336. Στο τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα είχε δημιουργήσει μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τα όρια της Κίνας και τον Κόλπο της Βεγγάλης μέχρι τη Μεσόγειο. Ως προς την αίγλη των στρατιωτικών του κατορθωμάτων έμοιαζε με τον ίδιο το Τζένγκις Χαν, στον οποίο έμοιαζε επίσης ως προς την αδίστακτη αγριότητα. Του έλειπε όμως η ικανότητα της οργάνωσης των κατακτήσεών του, την οποία είχαν επιδείξει οι Μογγόλοι Χαν. Ο θάνατός του θα προκαλούσε τη διάσπαση των κτήσεών του, όσο όμως ζούσε ήταν ένας άγριος και τρομερός εχθρός. Αν και ήταν ευσεβής Μωαμεθανός, δεν υπήρχε καμία ιδιότητα των γαζήδων επάνω του.
Πολεμούσε για την προσωπική του ανάδειξη, όχι για την πίστη. Τα κυριότερα θύματα των σφαγών του ήταν Μωαμεθανοί.
Δυσφορούσε από καιρό με την ύπαρξη του οθωμανικού σουλτανάτου, εν μέρει από ζήλεια, επειδή υπήρχε κι άλλος Τούρκος δυνάστης, και εν μέρει επειδή φοβόταν ότι μπορεί να έθετε σε κίνδυνο τις δυτικές του επαρχίες. Ήδη το 1386 είχε εισβάλει στην ανατολική Ανατολία και είχε νικήσει ένα στρατό που είχαν στείλει οι εμίρηδες της Ανατολίας στο Ερζιντζάν. Στη συνέχεια αποσύρθηκε, αλλά απειλούσε να επιστρέψει. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Βαγιαζήτ, που είχε παντρευτεί μια πριγκίπισσα του Γκερμιγιάν και είχε καταλάβει τα περισσότερα εδάφη της οικογένειάς της ως προίκα, πήγε προσωπικά στο Ερζιντζάν για να επιβλέψει τα αμυντικά έργα της χερσονήσου. Αλλά το 1395 ο Τιμούρ επανεμφανίστηκε και διέσπασε την άμυνα μέχρι τη Σεβάστεια, σφαγιάζοντας τον πληθυσμό, στον οποίο περιλαμβανόταν ένας γιος του Βαγιαζήτ που κυβερνούσε την επαρχία. Προς ανακούφιση του Βαγιαζήτ ο στρατός των Τατάρων μετακινήθηκε προς τα ανατολικά, για να λεηλατήσει το Χαλέπι, τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Αλλά τα προβλήματα του Οθωμανού σουλτάνου δεν είχαν τελειώσει. Ο Τιμούρ βρισκόταν σε στενότερη επαφή με τους εχθρούς του απ' ό,τι πίστευε.
Όταν οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, έφθασαν στο στρατόπεδο πρέσβεις από τον Τιμούρ με την αυστηρή διαταγή ο Βαγιαζήτ να επιστρέψει στο χριστιανό αυτοκράτορα όλες τις χώρες που του είχε πάρει. Ο Βαγιαζήτ απάντησε με μια βαρειά προσβολή. Στη συνέχεια διέλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και μετέφερε το στρατό του στην Ανατολία. Τα στρατεύματα του Τιμούρ είχαν ήδη φθάσει στη Σεβάστεια.
Η αποφασιστική μάχη πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα, στις 25 Ιουλίου 1402*. Εξαιτίας της έπαρσής του ο Βαγιαζήτ επέτρεψε στον εαυτό του να περιέλθει σε τακτικά μειονεκτική θέση, ενώ οι στρατιώτες του ήταν απείθαρχοι και είχαν εξοργιστεί με τη φιλαργυρία του. Όταν η τεράστια δύναμη του Τιμούρ, ενισχυμένη από ένα σώμα ελεφάντων από την Ινδία, εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση, οι οθωμανικές δυνάμεις διασπάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας το Βαγιαζήτ και το δεύτερο γιο του, το Μουσά, αιχμαλώτους στα χέρια του Τιμούρ. Το μόνο τμήμα που κράτησε τη θέση του ήταν ένα σερβικό απόσπασμα υπό την ηγεσία του δεσπότη Στεφάνου. Αυτός κατόρθωσε να διασώσει το μεγαλύτερο γιο του σουλτάνου, το Σουλεϊμάν, μαζί με έναν από τους αδελφούς του. Ένας τέταρτος αδελφός, ο Μουσταφά, εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι επιζώντες κατέφυγαν στην ασφάλεια του Αναντολού Χισάρ, ενόσω ο Τιμούρ προέλαυνε θριαμβευτικά διαμέσου της δυτικής Ανατολίας, λεηλατώντας τις πόλεις της, περιλαμβανομένης της παλαιάς οθωμανικής πρωτεύουσας, της Προύσας, όπου έπεσαν στα χέρια του οι κυρίες του σουλτανικού χαρεμιού. Τον αιχμάλωτο σουλτάνο τον μετέφερε μαζί του σε ένα φορείο, το οποίο αργότερα ο θρύλος μετέτρεψε σε ένα χρυσό κλουβί. Στην πραγματικότητα ο Βαγιαζήτ είχε ευγενική μεταχείριση, και όταν πέθανε, πιθανόν αυτοκτονώντας, το Μάρτιο του 1403, ο γιος τους Μουσά αφέθηκε ελεύθερος και του επιτράπηκε να μεταφέρει τη σωρό στο οικογενειακό μαυσωλείο στην Προύσα.
Ο ίδιος ο Τιμούρ έφυγε από την Ανατολία αργότερα εκείνο το έτος και επέστρεψε στην κύρια πρωτεύουσά του, τη Σαμαρκάνδη, όπου πέθανε το 1405, σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, ενώ έκανε σχέδια για την κατάκτηση της Κίνας.
Αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία, εάν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα και τη διάθεση να συνασπιστούν γρήγορα σε μια μεγάλη συμμαχία, η οθωμανική απειλή για τη χριστιανοσύνη ενδεχομένως να είχε συντριβεί για πάντα.
Αλλά, ακόμη και αν η δυναστεία είχε χαθεί, το πρόβλημα των Τούρκων θα εξακολουθούσε να παραμένει. Οι ιστορικοί που κατηγορούν τους "Χριστιανούς" επειδή έχασαν μια ουρανόπεμπτη ευκαιρία ξεχνούν ότι στην Ευρώπη ήταν ήδη εγκατεστημένοι σταθερά εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι. Η υποταγή τους θα ήταν ένα τρομακτικό έργο και η απομάκρυνση τους σχεδόν αδύνατη.
Στην πραγματικότητα η επέμβαση του Τιμούρ είχε αυξήσει τη δύναμη τους, καθώς οικογένειες, ακόμη και ολόκληρες φυλές, διέφυγαν τρομαγμένες μπροστά από τους στρατούς του στην ασφάλεια των ευρωπαϊκών επαρχιών, ενώ οι Γενοβέζοι αποκόμισαν σημαντικό κέρδος από τις διαμετακομιστικές υπηρεσίες που τους προσέφεραν. Περί το 1410, όπως πίστευε ο ιστορικός Δούκας, υπήρχαν περισσότεροι Τούρκοι στην Ευρώπη παρά στην Ανατολία.
Επιπλέον ο Βαγιαζήτ είχε αφήσει εκεί μεγάλους στρατούς για να φυλάνε τα σύνορα και να αστυνομεύουν τις επαρχίες. Η οθωμανική δυναστεία είχε ταπεινωθεί στην Άγκυρα και η στρατιωτική της μηχανή είχε εξασθενίσει, αλλά δεν είχε καταστραφεί .
Ο Μανουήλ Β' έκανε όσο καλύτερη χρήση μπορούσε του καθιερωμένου βυζαντινού όπλου της διπλωματίας. Οι γιοι του Βαγιαζήτ άρχισαν να μάχονται για το θρόνο. Ο Σουλεϊμάν, ο μεγαλύτερος, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος, αλλά ήταν ανασφαλής. Προκειμένου να λάβει βοήθεια από το Μανουήλ του επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη και μερικές πόλεις στα παράλια της Θράκης, και του υποσχέθηκε μερικές πόλεις στην Ασία τις οποίες στην πραγματικότητα δεν ήλεγχε. Έστειλε το νεώτερο αδελφό του Κασίμ ως όμηρο στην Κωνσταντινούπολη και ως αντάλλαγμα του δόθηκε ως νύφη η ανιψιά του αυτοκράτορα, η νόθος κόρη του Θεοδώρου Α', του δεσπότη του Μορέα. Το 1405 ο Σουλεϊμάν νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του Ισά, αλλά ήταν ένας νευρωτικός άνθρωπος, με προδιάθεση για έντονες κρίσεις μέθης και ληθάργων. Οι στρατιώτες του έχασαν το σεβασμό τους γι' αυτόν και μετατόπισαν την αφοσίωσή τους στον αδελφό του Μουσά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής του Ισλάμ, εναντίον της φιλοβυζαντινής πολιτικής του Σουλεϊμάν. Το 1409 ο Σουλεϊμάν εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύματά του και δολοφονήθηκε καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει στην Κωνσταντινούπολη.
Τον διαδέχθηκε ως σουλτάνος ο Μουσά που ρήμαξε με βαρβαρότητα τη Σερβία επειδή είχε υποστηρίξει τον αδελφό του. Ανακατέλαβε και λεηλάτησε τη Θεσσαλονίκη, την οποία υπεράσπιζε για λογαριασμό των Χριστιανών ο γιος του Σουλεϊμάν, ο Ορχάν, που φυλακίστηκε και τυφλώθηκε. Παρόλο που νικήθηκε σε μια ναυμαχία, μετέφερε τις χερσαίες δυνάμεις του μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ένας νεώτερος αδελφός, ο Μωάμεθ, που αποκαθιστούσε την οθωμανική κυριαρχία την Ανατολία, βάδισε τώρα εναντίον του και, με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και τουρκικών μονάδων που είχαν απαυδήσει με τη σκληρότητα του Μουσά, νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του το 1413 και έγινε ο ίδιος σουλτάνος .
Ο Μωάμεθ, στον οποίο οι σύγχρονοι του έδωσαν την προσωνυμία Τσελεμπί, λέξη που σ' αυτή την περίπτωση μεταφράζεται καλύτερα ως «τζέντλεμαν», είχε φανεί εξαιρετικός στρατιωτικός αλλά από την ιδιοσυγκρασία του ήταν ένας φιλειρηνικός άνθρωπος. Επέστρεψε στο Μανουήλ τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις που είχε προσαρτήσει ο Μουσά, και διατήρησε μαζί του σχέσεις εγκάρδιας φιλίας σε όλη του τη ζωή. Το 1416 αναγκάστηκε να εμπλακεί σε έναν αναποτελεσματικό πόλεμο με τη Βενετία, όπως και σε έναν άλλο με την Ουγγαρία το 1419. Επιπλέον αναγκάστηκε να καταστείλει την εξέγερση ενός άνδρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο αδελφός του, ο Μουσταφά, και ο οποίος είχε επιζήσει από τη μάχη της Αγκύρας. Τον περισσότερο χρόνο του τον πέρασε κατασκευάζοντας φρούρια κατά μήκος των συνόρων του, σταθεροποιώντας τη διακυβέρνησή του και εξωραΐζοντας τις πόλεις της αυτοκρατορίας του. Το θεσπέσιο Πράσινο τζαμί στην Προύσα είναι ένα διαρκές μνημείο αυτού του ευγενικού και καλλιεργημένου δυνάστη. Πέθανε από αποπληξία το 1421.
Ο μεγαλύτερος γιος του Μωάμεθ, ο Μουράτ, εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα του πατέρα του στην Ανατολία. Τα νέα του θανάτου του σουλτάνου αποσιωπήθηκαν μέχρις ότου κατόρθωσε να φθάσει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Όπως ο Μωάμεθ, έτσι και ο Μουράτ ήταν από ιδιοσυγκρασία φιλειρηνικός άνθρωπος. Λέγεται ότι ανήκε σε ένα τάγμα δερβίσηδων, και ότι αποζητούσε να αποσυρθεί και να ζήσει μια ζωή με διαλογισμό . Ήταν όμως ευσυνείδητος ηγεμόνας, και οι περιστάσεις απαιτούσαν από εκείνον να είναι στρατιώτης και κυβερνήτης. Ο ανταπαιτητής Μουσταφά ήταν ακόμη ελεύθερος και ο Μουράτ υποπτευόταν ότι έπαιρνε βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Έστειλε μήνυμα στο Μανουήλ να παραπονεθεί γι' αυτό και να ζητήσει να συνεχιστεί η φιλία που υπήρχε μεταξύ του αυτοκράτορα και του πατέρα του. Ο Μανουήλ θα είχε συμφωνήσει με ευχαρίστηση, αλλά ήταν γέρος και κουρασμένος και επέτρεψε να υπερισχύσει ο γιος του, ο Ιωάννης Η', ο οποίος, με την υποστήριξη της βυζαντινής συγκλήτου, πίστευε ότι ήταν δυνατή η επωφελής υποκίνηση προβλημάτων στην οθωμανική δυναστεία. Έτσι ο Ιωάννης απαίτησε να σταλούν δύο αδελφοί του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ως όμηροι. Ο Μουράτ, πολύ φυσικά, αρνήθηκε την πρόταση και όταν απαλλάχθηκε από το Μουσταφά, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1422.
Αλλά τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά για ένα στρατό χωρίς πολιορκητικές μηχανές, και οι υπολογισμοί του Ιωάννη είχαν κάποια βάση. Στην Ανατολία ξέσπασε μια εξέγερση, κατ' όνομα υπό την ηγεσία του δεκατριάχρονου αδελφού του Μουράτ, του Μουσταφά, αλλά υποκινημένη από τους ζηλόφθονες εμίρηδες του Γκερμιγιάν και του Καραμάν. Ο Μουράτ εγκατέλειψε την πολιορκία για να ασχοληθεί με τους επαναστάτες, έπειτα αρκέστηκε να στείλει ένα στρατό να ρημάξει την Πελοπόννησο .
Του δόθηκε μόνο λίγη από την ειρήνη που επιθυμούσε.
Το 1428 αναγκάστηκε να αποκρούσει μια εισβολή από την άλλη πλευρά του Δούναβη, επικεφαλής της οποίας ήταν οι βασιλείς της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το 1430 τα στρατεύματά του μπήκαν στα Ιωάννινα, στην Ήπειρο. Το ίδιο έτος πήρε τη Θεσσαλονίκη από τους Βενετούς, οι οποίοι την κατείχαν επί επτά χρόνια. Η Σερβία, όπου ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε διαδεχθεί το θείο του Στέφανο Λαζάρεβιτς ως δεσπότης το 1427, εξαναγκάστηκε σε μεγαλύτερη υποτέλεια και ο δεσπότης υποχρεώθηκε να διαρρήξει μια συμμαχία με τους Ούγγρους, στους οποίους είχε παραδώσει το Βελιγράδι. Επιπλέον του ζητήθηκε να δώσει την κόρη του Μάρα ως σύζυγο στο σουλτάνο. Η αργοπορία του προκάλεσε μια τουρκική εκστρατεία εναντίον του. Ο Μουράτ ήταν δύσπιστος απέναντι στο δεσπότη. Το 1440 τέθηκε επικεφαλής ενός νέου στρατού εναντίον του και κατέστρεψε το φρούριο Σεμεντρία, επάνω στο Δούναβη, την άδεια για την οικοδόμηση του οποίου είχε δώσει ο ίδιος στους Σέρβους. Έπειτα προχώρησε και πολιόρκησε το Βελιγράδι, αλλά οι οχυρώσεις του ήταν πολύ ισχυρές για εκείνον και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί .
Η αναχαίτιση στο Βελιγράδι ενεθάρρυνε τους εχθρούς του Μουράτ.
Ο πάπας, ενθουσιασμένος με την επιτυχία της συνόδου της Φλωρεντίας, οργάνωσε μια σταυροφορία.
Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λαδίσλαος την αποδέχθηκε με προθυμία. Ο Σέρβος δεσπότης συμφώνησε να βοηθήσει τους Ούγγρους. Ο κυριότερος Αλβανός οπλαρχηγός, ο Γεώργιος Καστριώτης, ο επονομαζόμενος Σκεντέρμπεης, κήρυξε πόλεμο στο σουλτάνο και ο εμίρης του Καραμάν πείστηκε να του επιτεθεί στην Ασία . Ενόσω ο Μουράτ ήταν απασχολημένος με την τιμωρία των Καραμανιδών, ο ουγγρικός στρατός και οι σύμμαχοί του, υπό το νόθο γιο του βασιλιά της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη Κορβίνο, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, διέσχισε το Δούναβη και σάρωσε τους Τούρκους από το σερβικό δεσποτάτο. Ο Μουράτ έσπευσε με όλες του τις δυνάμεις πίσω στην Ευρώπη και κατευθύνθηκε προς το Δούναβη. Δεν ήταν όμως διατεθειμένος να διακινδυνεύσει μια μάχη, και ανακάλυψε ότι ο βασιλιάς Λαδίσλαος είχε παρόμοια διάθεση. Με τους Ούγγρους είχαν συνενωθεί στρατεύματα που είχε στρατολογήσει ο πάπας στη Δύση, υπό την ηγεσία του λεγάτου του, καρδιναλίου Ιουλιανού Τσεζαρίνι. Αλλά ο Λαδίσλαος είχε ελπίσει περισσότερα. Εκείνος και ο Μουράτ συμφώνησαν να συναντηθούν στο Σεγκεντίν, τον Ιούνιο του 1444. Εκεί καθένας τους ορκίστηκε, ο Μουράτ στο Κοράνιο και ο Λαδίσλαος στο Ευαγγέλιο, να τηρήσουν ανακωχή για δέκα χρόνια, περίοδο στη διάρκεια της οποίας κανείς τους δεν θα προσπαθούσε να διαβεί το Δούναβη.
Ο Ουνυάδης, που διαφωνούσε με την ανακωχή, αρνήθηκε να έχει ανάμιξη.
Ο Μουράτ αισθανόταν τώρα ότι μπορούσε να αποσυρθεί και να ζήσει τη ζωή με διαλογισμό την οποία επιθυμούσε από καιρό. Δεν είχε προλάβει όμως να αποσύρει το στρατό του από τα σύνορα και να ανακοινώσει τα σχέδια για την παραίτησή του, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο βασιλιάς της Ουγγαρίας είχε διασχίσει το Δούναβη και βάδιζε διαμέσου της Βουλγαρίας. Ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι είχε αποφανθεί ότι ένας όρκος που είχε δοθεί σε άπιστο ήταν άκυρος, και η ευκαιρία φαινόταν πολύ καλή για να τη χάσουν. Η επιορκία συγκλόνισε τόσο τους Χριστιανούς όσο και τους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας απέσυρε τις δυνάμεις του και απέτρεψε το Σκεντέρμπεη να ενωθεί με τους συμμάχους. Ο Ουνυάδης ακολούθησε την εκστρατεία απρόθυμα και οι συμβουλές του σε θέματα στρατηγικής αγνοήθηκαν από τον καρδινάλιο.
Ο Μουράτ, που τακτοποιούσε τις υποθέσεις στην Ανατολία προετοιμαζόμενος για την απόσυρσή του, έσπευσε με το στρατό του πίσω προς τα βόρεια. Στις 11 Νοεμβρίου 1444 έπεσε επάνω στους Χριστιανούς στη Βάρνα με μια δύναμη τριπλάσια από τη δική τους*. Εκείνοι κατατροπώθηκαν.
Ο βασιλιάς Λαδίσλαος και ο καρδινάλιος σκοτώθηκαν. Μόνο ο Ουνυάδης και τα συντάγματά του ξέφυγαν από τη σφαγή.
Η νίκη αποκατέστησε τον έλεγχο του σουλτάνου στην περιοχή μέχρι το Δούναβη .
Λίγο αργότερα ο Μουράτ παραιτήθηκε επίσημα υπέρ του δωδεκάχρονου γιου του Μωάμεθ και αποσύρθηκε στη Μαγνησία. Αλλά και πάλι δεν τον άφησαν σε ησυχία. Οι υπουργοί του και ο στρατός του ήταν δυσαρεστημένοι με το νέο ηγεμόνα, που ήταν ανώριμος, ισχυρογνώμων και αλαζονικός, ενώ στα ευρωπαϊκά σύνορα εξακολουθούσαν τα προβλήματα. Η κοινή γνώμη και οι ανάγκες της διακυβέρνησης επανέφεραν το Μουράτ στο θρόνο.
Ο Σκεντέρμπεης ήταν ακατανίκητος στην Αλβανία και οι τουρκικές εκστρατείες εναντίον του εξακολουθούσαν να αποτυγχάνουν. Το 1446 ο Μουράτ έστειλε ένα στρατό στην Ελλάδα, που ρήμαξε την Πελοπόννησο.
Το 1448 ο Ουνυάδης, τώρα αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, επανέλαβε την επίθεση με ένα στρατό από Ούγγρους, Βλάχους, Βοημούς και Γερμανούς μισθοφόρους. Κανόνισε να συναντήσει το Σκεντέρμπεη στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου. Προτού όμως μπορέσουν να τον συναντήσουν οι Αλβανοί εμφανίστηκε ξαφνικά ένας τεράστιος τουρκικός στρατός και εξολόθρευσε τις δυνάμεις του. Ο ίδιος ξέφυγε μετά βίας με τη βοήθεια των γερμανικών και των βοημικών στρατευμάτων του. Η καταστροφή, η οποία ακολούθησε τόσο σύντομα μετά την καταστροφή της Βάρνας, σακάτεψε τη στρατιωτική δύναμη της Ουγγαρίας για μία γενιά. Η ουγγρική σημαία εξακολουθούσε να κυματίζει στο Βελιγράδι, αλλά δεν υπήρχε πια δυνατότητα για άλλες εκστρατείες νότια από το Δούναβη. Όταν έφθασε η κρίση ο Ουνυάδης δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη.Σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο μόνο στα αλβανικά βουνά υπήρχε συνεχής αντίσταση στον τουρκικό ζυγό .
Ο Μουράτ ήταν εξίσου επιτυχής στην Ανατολία. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ενσωμάτωσε τα εμιράτα του Αϊδινίου και του Γκερμιγιάν και οι Καραμανίδες τρομοκρατήθηκαν. Αλλοι αυτόνομοι ηγεμόνες, όπως οι εμίρηδες της Σινώπης και της Αττάλειας, αναγνώρισαν την οθωμανική κυριαρχία. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ήταν τόσο αδύναμος και υποτακτικός όσο ο γαμπρός του στην Κωνσταντινούπολη.
Εσωτερικά η Οθωμανική αυτοκρατορία διακρινόταν από τάξη και ευημερία. Η κυριότερη στρατιωτική μεταρρύθμιση του Μουράτ ήταν η αναδιοργάνωση των γενιτσαρικών συνταγμάτων, τα οποία μέχρι τότε αποτελούνταν από αιχμαλωτισμένα παιδιά-σκλάβους. Τώρα καθιέρωσε ένα κανονικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο κάθε χριστιανική οικογένεια, ελληνική, σλαβική, βλάχικη ή αρμένικη, ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει ένα αρσενικό παιδί στους αξιωματούχους του σουλτάνου. Αυτά τα αγόρια ανατρέφονταν σε δικά τους σχολεία ως πιστοί Μωαμεθανοί. Μερικά, με ιδιαίτερα ταλέντα, χρησιμοποιούνταν ως τεχνικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα περισσότερα εξελίσσονταν σε άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες που αποτελούσαν τα επίλεκτα συντάγματα της σουλτανικής φρουράς. Είχαν δικούς τους στρατώνες και τους απαγορευόταν να παντρεύονται, έτσι ώστε όλη η ζωή τους να είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία του σουλτάνου. Παρά την επιβολή αυτού του μέτρου που προκάλεσε πικρία και παρά τις περιστασιακές απαιτήσεις του για μαζικούς εξισλαμισμούς, ο Μουράτ δεν ήταν αντιδημοφιλής μεταξύ των χριστιανών υπηκόων του, που τον θεωρούσαν ευσυνείδητο και δίκαιο. Είχε πολλούς χριστιανούς φίλους και λέγεται ότι τον επηρέαζε πολύ η ωραία Σέρβα γυναίκα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος. Πραγματικά, σε πολλούς "Ρωμιούς" η ζωή κάτω από την ευνομούμενη και συνήθως ανεκτική εξουσία τους φαινόταν ευκολότερη απ' ότι στα αγωνιώδη και βασανιστικά υπολείμματα της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας .
Ο Μουράτ πέθανε στην Αδριανούπολη στις 13 Φεβρουαρίου 1451, αφήνοντας στο διάδοχό του μια θαυμάσια κληρονομιά.,,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου