Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Λαφαζάνης: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ


Home

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ

E-mailΕκτύπωσηPDF
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΠΙΟ ΕΝΩΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗΡΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΓΕΣΙΕΣ ΤΗΣ !
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ Π. ΛΑΦΑΖΑΝΗ ΣΤΟ "ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" (31/3) ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΚΩΒΑΙΟ
Ερ: Κύριε Λαφαζάνη, έπειτα από τις δραματικές αποφάσεις της Ευρώπης για την Κύπρο, αισθάνεστε πολιτικά δικαιωμένος για τα όσα έχετε υποστηρίξει το τελευταίο διάστημα για την πολιτική των Βρυξελλών και του Βερολίνου;
Δεν θα σας πω τι λέω σήμερα, θα σας αναφέρω αποσπάσματα για το τι έγραφα, για παράδειγμα, στο περιοδικό «Δίαυλος» το Φεβρουάριο του 1998, πριν καν συγκροτηθεί η ευρωζώνη και φυσικά πολύ πριν την ένταξη της Ελλάδας σ’ αυτήν, όταν από παντού πανηγύριζαν. Διαβάζω επί λέξει: «Το "ευρώ" έτσι όπως οικοδομείται, αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής εκθεμελίωσης της Ευρώπης. Η διαμόρφωση του "ευρώ" δεν πρόκειται να αποβεί παράγοντας σταθερότητας αλλά περαιτέρω αστάθειας και ανασφάλειας για την Ευρώπη ως σύνολο και τα κράτη μέλη της. Ο αποκλειστικά αγοραίος και μονεταριστικός δρόμος νομισματικής οικοδόμησης δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην ενοποίηση αλλά μάλλον στην αποενοποίηση και σε περαιτέρω αποκλίσεις, παράλληλα με την πολιτική επικυριαρχία των ισχυρών κρατών εντός της ευρωπαϊκής Ζώνης. Η Ελλάδα θα υποστεί βαρύτατες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για να εισέλθει στο ευρώ, οι οποίες όχι μόνο δεν θα ανακοπούν, αλλά θα επιταθούν στη συνέχεια, προκειμένου η χώρα να παραμείνει στη Ζώνη του ενιαίου νομίσματος». Βλέπετε να έχει διαψευσθεί τίποτα απ’ αυτά; Η ευρωζώνη δυστυχώς μετατρέπεται σε πολιτική “φυλακή” του Γερμανικού ιμπεριαλισμού, σε καταστροφέα μικρών χωρών και “αποικιοποίησης” του ευρωπαϊκού Νότου.

Ερ: Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση σας για την (μη περαιτέρω) συμμετοχή της Ελλάδος στο ενιαίο νόμισμα ενισχύεται; Πιστεύετε ότι έχει η Ελλάδα δυνατότητα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη, πότε και πώς;
Ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήθελα να επαναλάβω γνωστές αλλά προσωπικές μου θέσεις για τη συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωζώνη, πολύ περισσότερο που τα γνωστά άθλια επικοινωνιακά κέντρα της ΝΔ, σε συνεταιρισμό με τα κυρίαρχα μίντια, παίζουν βρώμικα παιχνίδια με προσωπικές μου απόψεις. Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνει την έξοδο από την ευρωζώνη. Από εκεί και πέρα, όμως, το θεμελιώδες για την Ελλάδα και το μέλλον της είναι να πει το μεγάλο προοδευτικό «όχι» στην τρόικα και τα μνημόνια. Και αυτό το «όχι» δεν πρέπει να μείνει μισό, όπως τραγικά συνέβη στην Κύπρο. Πρόταση μου είναι ότι τα κατεστημένα κέντρα πρέπει να ξεχάσουν πως το «όχι» μιας κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα μπορεί να ακυρωθεί με εκβιαστικά διλήμματα σε σχέση με το ευρώ.

Ερ: Την άποψη για το ευρώ υποστηρίζει σθεναρά ο κ. Αλ. Αλαβάνος. Βλέπετε πιθανή μία στροφή μερίδας του ΣΥΡΙΖΑ προς τον πρώην επικεφαλής του;
Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Δεν θέλω, όμως, να σκεφτόμαστε την Αριστερά με όρους άγονου ανταγωνισμού για την πολιτική και εκλογική επιρροή ανάμεσα στις δυνάμεις της. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, η χώρα χρειάζεται τη συμπαράταξη όλων ανεξαιρέτως των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μεγαλύτερων και μικρότερων. Και προς αυτήν την κατεύθυνση, η οποία κερδίζει έδαφος στον κόσμο, πρέπει να συμβάλλουμε ειλικρινά όλοι, όχι μόνο με εκφωνήσεις αλλά και με πράξεις.
Ερ: Ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για πόσο θεωρείτε ότι μπορείτε να πορευτείτε ακόμη με δύο τόσο διαμετρικά αντίθετες θέσεις, δεδομένου ότι η πλειοψηφία υπό τον κ. Τσίπρα εμμένει στην λύση «εντός ευρώ, χωρίς τρόικα».
Στο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν διαφορές αλλά όχι αγεφύρωτες, ενώ τα πράγματα δεν είναι στατικά. Πιστεύω ότι οι τραγικές εξελίξεις στην ευρωζώνη αλλά και ο εφιάλτης που ζει η Κύπρος, μπορούν να αξιοποιηθούν για γόνιμες επεξεργασίες αλλά και για επανεξέταση θέσεων, που αν δεν εξαφανίσουν τις διαφορές, μπορούν να τις περιορίσουν εξαιρετικά.
Ερ: Εκτιμάτε ότι η επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ για την κυπριακή κρίση, όπως αυτή εκφράστηκε την προηγούμενη εβδομάδα από τον κ. Τσίπρα και τον κ. Δραγασάκη ήταν επαρκώς μελετημένη και επεξεργασμένη; 
Η επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εκφράστηκε από τον Αλέξη Τσίπρα και όλα τα ηγετικά του στελέχη, ήταν η στήριξη στο Κυπριακό «όχι», ως προϋπόθεση για να μπορέσει η Κύπρος να ακολουθήσει ένα δρόμο διεξόδου και προοδευτικής προοπτικής. Και αυτή η θέση ήταν σωστή. Το συμπέρασμα από την Κύπρο είναι ότι δεν αρκεί μόνο το «όχι» αλλά αυτό πρέπει να συνοδεύεται και με ένα εναλλακτικό σχέδιο αντίστασης στους εκβιασμούς και αποτελεσματικής προοδευτικής πορείας, που πρέπει να ακολουθείται μέχρι τέλος.
Ερ: Το συνέδριό σας μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις, υπό την έννοια μίας μετωπικής σύγκρουσης για τα ζητήματα αυτά; Απειλεί τελικά το ευρώ την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ;
Η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε κάθε περίπτωση αδιαπραγμάτευτη και δεν απειλείται. Αν αναμένουμε κάτι από το Συνέδριο, είναι μόνο θετικές και δημιουργικές εκπλήξεις για ένα πιο ισχυρό και πιο ριζοσπαστικό ΣΥΡΙΖΑ, πιο ικανό να φέρει μια προοδευτική ανατροπή στη χώρα μας και να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά στην ευρωζώνη και την Ευρώπη.
Ερ: Για ποιο λόγο  επιθυμείτε μετάθεση του χρόνου διεξαγωγής του συνεδρίου;
Δεν ζήτησα μετάθεση του χρόνου του Συνεδρίου. Αυτό που ζήτησα είναι να προσδιοριστεί ο χρόνος διεξαγωγής του με βάση αυτό που είναι το κύριο: να κάνουμε ένα Συνέδριο με πλατιά και ουσιαστική συμμετοχή όλων των οργανώσεων και μελών του ΣΥΡΙΖΑ και όσο το δυνατόν ευρύτερου αριστερού προοδευτικού κόσμου. Ένα Συνέδριο, τέλος, που εξαιτίας των ραγδαίων τραγικών εξελίξεων σε Ελλάδα, Κύπρο και ευρωζώνη, οφείλει να κάνει τολμηρές επαναπροσεγγίσεις, χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των κακώς εννοούμενων «κεκτημένων». Γιατί αν όλα είναι «κεκτημένα» τότε δεν χρειάζεται και συζήτηση.
Ερ: Θεωρείτε ότι το επικείμενο συνέδριο του ΚΚΕ υπάρχει πιθανότητα να ενισχύσει την επιχειρηματολογία σας περί συνεργασίας της Αριστεράς; Θεωρείτε πιθανό έναν διχασμό στο ΚΚΕ με αφορμή την πολιτική συνεργασιών;
Στο ΚΚΕ, ενόψει του 19ου Συνεδρίου του, αναπτύσσεται ένας πολύ γόνιμος, ενδιαφέρον, ζωντανός και ουσιαστικός διάλογος με ισχυρές διαφορετικές απόψεις. Δεν θεωρώ καθόλου θετικό να προκύψει διχασμός και στείρο διαιρετικό κλίμα στο ΚΚΕ. Αντίθετα, μέσα από μια δημιουργική Συνεδριακή συζήτηση είναι πιθανή, παρά τις διαφορές, μια εξέλιξη στο ΚΚΕ που μπορεί να υποβοηθήσει εποικοδομητικές διεργασίες μετατοπίσεων και συγκλίσεων στην ριζοσπαστική Αριστερά. Ο κόσμος της Αριστεράς είναι πολύ πιο ενωμένος, πιο αποφασισμένος και πολύ πιο τολμηρός από τις ηγεσίες της.
Ερ: Στελέχη της δικής σας πτέρυγας θέτουν ευθέως ζητήματα εσωτερικής δημοκρατίας στον ΣΥΡΙΖΑ και μιλούν ακόμη και για αυθαίρετες αποφάσεις της ηγεσίας, χωρίς ενημέρωση των οργάνων. Συμφωνείτε με αυτές τις φωνές;
Δεν ξέρω σε ποια στελέχη αναφέρεστε αλλά αυτό που είναι βέβαιον είναι ότι η δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα, ο πλήρης σεβασμός στις διαφορετικές απόψεις, η συλλογική συζήτηση και η συλλογική λήψη αποφάσεων, αποτελούν μεγάλες και αδιαπραγμάτευτες αξίες όλων μας στο ΣΥΡΙΖΑ, τις οποίες έχουμε χρέος να προασπίζουμε στην πράξη, γιατί χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρξει καμία ανατρεπτική προοπτική, παρά μόνο αξιοθρήνητη συντηρητική αναδίπλωση.
Ερ: Πώς φαντάζεστε ότι μπορείτε να συνεργαστείτε με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τον κ. Π. Καμμένο; Είχατε ενημέρωση για την «επισημοποίηση» αυτής της συνεργασίας την προηγούμενη εβδομάδα; 
Άλλο πράγμα η κοινή δράση σε συγκεκριμένους στόχους και άλλο η ευρύτερη πολιτική συνεργασία, που προϋποθέτει κοινό συνολικό πρόγραμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προωθεί ευρύτερες συνεργασίες με δυνάμεις που ακολουθούν πορεία μετατόπισης προς τα αριστερά και επομένως κινούνται πέραν από την κεντροαριστερά και την κεντροδεξιά. Δεν ξέρω, επίσης, να έχει «επισημοποιηθεί» κάποια ευρύτερη συνεργασία σαν αυτή που αναφέρεστε.

Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ : ΣΠΙΘΑ ....ΤΕΛΟΣ!

Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ : ΣΠΙΘΑ ....ΤΕΛΟΣ!: Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ Μετά τις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών αποφάσισα ...

ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ Του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*


Η ΗΓΕΣΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ

1) Αντιγράφω (Ντοκουμέντα 16ου Συνεδρίου, σελ. 71, σ. Παπαρήγα):

«Στο 15ο Συνέδριο ξεκαθαρίσαμε το εξής πράγμα: Οτι η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του Κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεση μονοπώλια – ιμπεριαλισμός. (…). Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ομως, δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πείρα αυτό δείχνει». Κανένα νέο δεδομένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση όσων θεωρητικά και εμπειρικά, κατά το 16ο Συνέδριο, είναι λυμένα. Εντούτοις στις Θέσεις γίνεται ακριβώς αυτό το λάθος: Προτείνεται οικοδόμηση πολιτικής συμμαχιών στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός. Αλλά πάνω σε αυτή την αντίθεση, όπως σωστά διαπιστώναμε στο 16ο Συνέδριο, δεν χτίζεται η - στρατηγικής σημασίας για την Επανάσταση - πολιτική συμμαχιών.

2) Με αυτήν την (μη) πολιτική συμμαχιών «πλησιάζουμε» το σοσιαλισμό μόνο ως αντικατοπτρισμό. Η Λαϊκή Συμμαχία, που δεν είναι πολιτική, δεν συμμετέχει σε εκλογικές μάχες, που απορρίπτει όσους διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ (Θέση 67), που «έχει μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με τη δράση σε κοινό πλαίσιο των ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ», είναι «συμμαχία» μόνο με τον εαυτό μας.

3) Η πολιτική γραμμή των Θέσεων ουσιαστικά εφαρμόζεται εδώ και χρόνια. Εχουμε ήδη δείγματα ότι δεν περπατάει: οργανωτική στασιμότητα, πτώση κυκλοφορίας «Ρ», επίπεδο ταξικού κινήματος, οδυνηρό εκλογικό αποτέλεσμα. Ας σταθούμε στις εκλογές. Η σ. Παπαρήγα («Ρ», 22/3/2012) έλεγε: «Αντικειμενικά λοιπόν στην εκλογική μάχη το κριτήριο ψήφου προς το ΚΚΕ μπορεί και πρέπει να είναι πάνω στη συνολική του στρατηγική». Δεν συνιστά απολυτότητα να λέμε ότι «επιβεβαιώθηκε» (Θέση 48) μια στρατηγική που την αναδείξαμε ως κριτήριο ψήφου, αλλά αντί να συγκεντρώσει δυνάμεις τις μείωσε στο μισό; Βέβαια, όποτε έρχεται η κουβέντα στο εκλογικό αποτέλεσμα επαναλαμβάνουμε τα περί «κοινοβουλευτικών αυταπατών». Οχι. Αυταπάτες δημιουργούνται όταν αρνούμαστε να ερμηνεύσουμε απροκατάληπτα την ζωντανή εμπειρία από κάθε πολιτική μάχη. Τέτοια μάχη είναι και οι εκλογές. Δεν σπέρνει «κοινοβουλευτικές αυταπάτες» ο Λένιν όταν ισχυρίζεται («Γράμματα στον Γκόργκι») ότι «απ’ τα αποτελέσματα των εκλογών εξαρτάται κατά πολύ και η ανάπτυξη του κόμματος».

4) Επί κρίσης, θέτοντας ως προαπαιτούμενο κάθε λαϊκής συσπείρωσης τη συμφωνία με τη θέση μας για λαϊκή εξουσία, αφήσαμε αναξιοποίητους σειρά πολιτικούς «κρίκους». Π.χ. Το «δεν πληρώνω». Εμείς είπαμε: Δεν πληρώνω, αλλά πρώτα λαϊκή εξουσία. Χρέος. Εμείς είπαμε: Οχι στο χρέος, αλλά στη λαϊκή εξουσία. Ευρώ – ΕΕ. Εμείς είπαμε: Δεν αρκεί το όχι στην ΕΕ, χωρίς το «ναι» στη λαϊκή εξουσία. Μνημόνιο. Εμείς είπαμε: Δεν φταίει το μνημόνιο, αλλά ο καπιταλισμός, η κρίση και ότι δεν έχουμε λαϊκή εξουσία. Σωστά. Ομως υπηρετείται ο στόχος της λαϊκής εξουσίας, όταν, στη μαζική πάλη για την ανακούφιση του λαού από τα βάσανά του, τίθεται σαν (διαχωριστική) προϋπόθεση; Πανομοιότυπα απουσιάσαμε από το καθήκον να παρέμβουμε στο αυθόρμητο που εκδηλώθηκε. Δεν δηλώσαμε «παρών» για τον προσανατολισμό και τη συνειδητοποίησή του. Αφήσαμε άλλους να το κατευθύνουν, να το αξιοποιούν. Από τις πλατείες που τις καταγγείλαμε από την Ισπανία κιόλας, πριν ακόμα εμφανιστούν στην Ελλάδα, μέχρι τις πατάτες. Από τις διαδηλώσεις για το μνημόνιο μέχρι τα διόδια – όταν έρχονταν άλλοι εμείς φεύγαμε.

5) Η εξάρτηση για την αστική τάξη μιας εξαρτημένης χώρας είναι το πλαίσιο προσαρμογής της στο διεθνή καπιταλισμό. Πολιτικά, η εξάρτηση για την αστική τάξη σημαίνει τη διεθνή της εγγύηση – στήριξη για την παραμονή της στην εξουσία. Η ταξική ανάδειξη του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού δεν σημαίνει συσκότιση των ευθυνών της αστικής τάξης για τα δεινά του λαού ή απαλλαγή από αυτές, ή πολύ περισσότερο «παράθυρο» συνεργασίας με τμήματά της. Είναι πολιτική της καταδίκη. Η εξάρτηση συνιστά καταισχύνη του συνόλου της αστικής τάξης και χειροπιαστή απόδειξη ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και για το λόγο αυτό, για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, υποδουλώνει το λαό, σε συμμαχία με το ξένο κεφάλαιο. Αυτή η ανάλυση του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό», στο «Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Μπάτση, στο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» τουΜπελογιάννη, ισχύει ακέραια και σε συνδυασμό με τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, η πραγματικότητα βοά: Η εξάρτηση της Ελλάδας βαθαίνει. Πραγματικότητα που για να έχουμε αποτελεσματική πολιτική γενικά (και ειδικά όσον αφορά τη διασύνδεση του ταξικού με το πατριωτικό) δεν γίνεται να αγνοούμε, να θολώνουμε με σχήματα περί «αλληλεξάρτησης», να μισοδεχόμαστε (ή μισοαρνιόμαστε) με φράσεις όπως «ισχυρές εξαρτήσεις», εισάγοντας έτσι στην επιστήμη του μαρξισμού το «ολίγον έγκυος».

6) «Ριζοσπάστης»: Δημοσιεύματα όπως το διήγημα για το δολοφόνο του 15χρονου, τα «πέρασε για λίγο από τον ΔΣΕ» για τον Μίσσιο, ανιστόρητες αναφορές ότι «το ΚΚΕ καμία σχέση δεν έχει με την αριστερά», κείμενα όπου αντί επιχειρημάτων βρίθουν ασυνταξιών και αφορισμών, πρωτοσέλιδα όπου απουσιάζει ή υποβαθμίζεται το σημαντικό της επικαιρότητας (π.χ. θάνατος Τσάβες), δεν συνηγορούν στην εκτίμηση περί «βελτίωσής του».

ΠΡΟΤΑΣΗ: Επαναφορά – επικαιροποίηση του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου, συγκρότησηΑντιιμπεριαλιστικού – Αντιμονοπωλιακού – Δημοκρατικού Μετώπουμε κατεύθυνση την ανατροπή του καπιταλισμού. Ενα Πρόγραμμα πιο αναγκαίο κι από την πρώτη φορά που το εμπνευστήκαμε επειδή ακριβώς τα προβλήματα που επιφέρουν ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια, οι αντιδημοκρατικές εκτροπές, η αναβίωση του φασισμού, η καπιταλιστική κρίση, έχουν οξυνθεί στο έπακρο. Το ΑΑΔΜ μπορεί να οικοδομήσει αντικαπιταλιστική συμμαχία, διότι:

Πρώτον, συνδέει τώρα, σήμερα, την πάλη για το καθημερινό πρόβλημα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Δεύτερον, είναι πειστικό και το κατορθώνει γιατί λαμβάνει υπόψη, ειδικά στις παρούσες συνθήκες εξαθλίωσης του λαού, ότι πρώτα «Οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να ζουν για να μπορούν να κάνουν ιστορία» (Μαρξ – Ενγκελς, «Γερμανική ιδεολογία»).

Τρίτον, δεν παραιτείται από κανένα όπλο και από κανένα ενδεχόμενο - έστω και το πιο αμυδρό – στον επαναστατικό αγώνα, μη εξαιρουμένου του ενδεχομένου κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, η οποία θα συνιστούσε διαστρέβλωση αν συσχετιζόταν με «στάδια», με «ενδιάμεσες εξουσίες» ή με την «αριστερή» κυβέρνηση αστικής διαχείρισης που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτον, μιας και εμείς δεν είμαστε Μπλανκιστές ώστε να αδιαφορούμε για τη λαϊκή πλειοψηφία, συνιστά επιτομή του αντικαπιταλιστικού αγώνα γιατί οικοδομεί λαϊκή πλειοψηφία, που δικό της έργο με επικεφαλής την εργατική τάξη είναι η Επανάσταση, καθώς προωθεί τις αναγκαίες συμμαχίες που δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από τον ίδιο τον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου ανατροπής του καπιταλισμού.

Νίκος Μπογιόπουλος
μέλος ΚΟΒ «Ριζοσπάστη»

*Δημοσιεύθηκε στο “Ριζοσπάστη” της Κυριακής 31 Μαρτίου 2013

Image

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Μερικές επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι στην σκέψη και την δράση του επαναστατικού εργατικού κινήματος


Δημοσιεύτηκε από τον Δ.Καζάκη την Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου 2011.Το αναδημοσιεύουμε γιατί θεωρούμε σημαντικές τις αναφερόμενες,αποκρυπτόμενες από λογιών λογιών ψευτοεπαναστάτες αναλύσεις του Τρότσκι όπως:"Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών." 



Του Δημήτρη Καζάκη

Ο Τρότσκι, η σκέψη και η δράση του, ανήκουν οργανικά στην λενινιστική κληρονομιά του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές, αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες που μπορεί να επισημάνει κανείς ανάμεσα στον Τρότσκι και στον Λένιν. Και οι δυο τους, ο καθένας τους μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που έδρασε και αναδείχθηκε, συνθέτουν την διαλεκτική ενότητα της κληρονομιάς του μεγάλου Οχτώβρη και του κινήματος που άντλησε την καταγωγή του από αυτόν. Πρόκειται για μια κληρονομιά η οποία στις μέρες μας είναι επίκαιρη παρά ποτέ. Αρκεί να ξέρουμε πώς να την μελετήσουμε και πώς να διδαχθούμε από αυτή.
Το δυστύχημα με τον Τρότσκι, όπως και με τον Λένιν, ήταν ότι είχε πολύ περισσότερους οπαδούς από άξιους συνεχιστές και επιγόνους. Κι ο οπαδός, όπως πάντα, αυτό που θέλει και χρειάζεται είναι να προσκυνά ένα άγιο εικόνισμα, ένα ιδεατό σύμβολο. Έτσι συνέβη και με τον Τρότσκι. Πολλοί από τους οπαδούς του ούτε καν αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος ο Τρότσκι, ακόμη και την εποχή που ίδρυσε την λεγόμενη 4η Διεθνή, δεν θεμελίωσε ένα ξεχωριστό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, αλλά διεκδίκησε τη συνέχεια – άσχετα με το αν και κατά πόσο το κατάφερε – της λενινιστικής, μπολσεβίκικης γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια ο Τρότσκι δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, αλλά λενινιστής, μπολσεβίκος, κομμουνιστής. Και μ’ αυτή την έννοια η εμμονή ορισμένων ακόμη και σήμερα που οι παλιές ιστορικές διαμάχες στο πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα έχουν ξεθωριάσει, να επιμένουν στον αυτοπροσδιορισμό τους ως τροτσκιστές λέει πολλά για την μεταφυσική, σχεδόν θεολογική προσέγγιση του ίδιου του Τρότσκι.

Αν και κατά τη γνώμη μου θα έλεγα ότι σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για μια καθυστερημένη προσπάθεια να δικαιωθεί εκ των υστέρων μια πολιτική γραμμή, η οποία παρέμεινε στο περιθώριο του κινήματος όλη την περίοδο που αυτό βρισκόταν στα «πάνω του». Τώρα που το κομμουνιστικό κίνημα ηττήθηκε και διαλύθηκε, ή βιώνει με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο την χρεοκοπία του, κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να δικαιώσουν εκ των υστέρων ένα σύστημα ιδεολογίας και πρακτικής, που ελάχιστα κοινά είχε με τις απόψεις και τις θέσεις του ίδιου του Τρότσκι, αλλά και συνεισέφερε ελάχιστα, αν συνεισέφερε καθόλου, στο οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης και στην επαναστατική πάλη των μαζών, την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει, ούτε καν να κατανοήσει. Ιδίως στις πιο κρίσιμες στιγμές της, στις κορυφώσεις της. Δεν ξέρω βέβαια πόσο τιμά όσους επιχειρούν κάτι τέτοιο σήμερα, χωρίς να κάνουν τον κόπο να μας εξηγήσουν το γιατί δεν μπόρεσαν να εκφράσουν το κίνημα ούτε όταν βρισκόταν σε άνοδο, αλλά ούτε κι όταν βρέθηκε ηττημένο και αυτοί «δικαιωμένοι». Εκτός βέβαια κι αν για όλα φταίει πάντα ο κακός εχθρός και η άτιμη κοινωνία.
Έτσι αντί να κατανοηθεί στην ουσία της η «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», που αν αξίζει κάτι αυτό έχει να κάνει με το πώς μια δημοκρατική επανάσταση συνδέεται οργανικά στην πορεία της με την σοσιαλιστική, ή διαφορετικά με το πώς η πάλη για τις δημοκρατικές διεκδικήσεις σήμερα ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική αλλαγή και τον σοσιαλισμό αύριο, ερμηνεύθηκε όχι σπάνια σαν μια θεωρία προσπεράσματος της πάλης για την κατάκτηση της δημοκρατίας, σαν μια συνταγή για το απευθείας πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το ίδιο συνέβη επίσης και με την θεωρία για την «άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη» του παγκόσμιου καπιταλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση η ταυτολογία του προφανούς υποκατέστησε την συγκεκριμένη ανάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης, εξάρτησης και υποδούλωσης που υπάρχουν ανάμεσα στις χώρες του ιμπεριαλισμού και στην πληθώρα των χωρών υπό καθεστώς υποτέλειας.

Ο ορθόδοξος μαρξισμός του Τρότσκι
Ο Τρότσκι σε όλο του το έργο ήταν και παρέμεινε ορθόδοξος μαρξιστής και μάλιστα πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Λένιν. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο ο Α. Λουνατσάρσκι όταν έγραφε για τον Τρότσκι τα εξής: «Κατά τη γνώμη μου ο Τρότσκι είναι ασύγκριτα πιο ορθόδοξος από τον Λένιν, αν και πολλοί ίσως να βρουν κάτι τέτοιο πολύ παράξενο. Η πολιτική καριέρα του Τρότσκι υπήρξε κάπως βασανιστική: δεν ήταν ούτε Μενσεβίκος, ούτε και Μπολσεβίκος, αναζήτησε τη μέση οδό πριν το δικό του ρυάκι συγχωνευθεί με τον ποταμό των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο Τρότσκι στη πραγματικότητα είχε πάντα σαν γνώμονα του, τους ακριβής κανόνες του επαναστατικού Μαρξισμού. Ο Λένιν είναι ταυτόχρονα δεσποτικός και δημιουργικός στο βασίλειο της πολιτικής σκέψης και έχει πολύ συχνά διαμορφώσει παντελώς καινούργιες γραμμές πολιτικής, που κατοπινά αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανές να οδηγούν σε αποτελέσματα. Ο Τρότσκι δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια τόλμη της σκέψης: παίρνει τον επαναστατικό Μαρξισμό και βγάζει από αυτόν τα συμπεράσματα που είναι εφαρμόσιμα σε μια δοσμένη κατάσταση. Είναι όσο τολμηρός χρειάζεται να είναι όταν αντιπαρατίθεται με τον φιλελευθερισμό και τον μεσοβέζικο σοσιαλισμό, αλλά δεν είναι καινοτόμος.»[1]
Ο Λουνατσάρσκι μιλά για την ορθοδοξία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας οι κύριοι θεωρητικοί εκπρόσωποι, όσο ιδιοφυείς κι αν ήταν, είχαν μετατρέψει τον μαρξισμό σ’ ένα σύστημα έτοιμων συμπερασμάτων, σιδερένιων νομοτελειών, απ’ όπου το κίνημα αντλούσε κάθε φορά αυτό που χρειαζόταν. Ο Τρότσκι ήξερε πώς να πάρει αυτό που χρειαζόταν από την ιστορική παράδοση του μαρξισμού, ώστε να ερμηνεύσει τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και την πολιτική που το εκπληκτικό επαναστατικό του ένστικτο αντιλαμβανόταν με αλάνθαστο τρόπο, αλλά ως εκεί. Απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που γέννησε από τα σπλάχνα του το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά δεν υπήρξε αντίστοιχα και μεγάλος θεωρητικός του. Φυσικά με μέτρο τον ίδιο τον Λένιν και τις άλλες πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες που γνώρισε το κίνημα. Κι όχι βέβαια σε σύγκριση με όλους τους κατοπινούς άξεστους και ανεκδιήγητους γραφειοκράτες της κομματικής μετριότητας που κληρονόμησαν ελέω μηχανισμού το «αλάθητο» των μεγάλων δασκάλων.
Η αλήθεια αυτή φαίνεται και στο γεγονός ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που διαχωρίστηκε στον τρόπο που κατανοούσε εκείνη την εποχή η ιστορική σοσιαλδημοκρατία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ωστόσο, η κυριαρχία της επίσημης προσέγγισης των θεωρητικών ταγών της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν τέτοια, που δεν άφησε τον Τρότσκι να βαθύνει στις διαφορές ανάμεσα στην «εθνική» οπτική της σοσιαλδημοκρατίας και την «διεθνική» οπτική του νέου επαναστατικού ρεύματος που γεννιόταν στα σπλάχνα της. Στην πραγματικότητα, η βασική συνεισφορά του Τρότσκι έμεινε ακριβώς σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι ανακάλυψε ξανά τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα και απέρριψε την εθνοκεντρική λογική της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, γι’ αυτόν ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά η επεκτατική πολιτική των ισχυρών κρατών, αλλά η κορύφωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι έτσι, το να απαλλαγεί η εργατική τάξη από τον ιμπεριαλισμό σήμαινε ότι πρέπει να απαλλαγεί όχι μόνο από μια μορφή «εθνικού καπιταλισμού», αλλά από τον παγκόσμιο καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, η μόνη απάντηση στον ιμπεριαλισμό, η μόνη διέξοδος από αυτόν, δεν ήταν άλλη από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.
Με αυτή την έννοια η άποψη του Λ. Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι είχε αποβάλει την εθνοκεντρική οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας, διέφερε ουσιαστικά μόνο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού. Δεν μπόρεσε να βαθύνει στην ουσία της νέας περιόδου, στην ταυτότητα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού μονοπωλίου, όπως επεχείρησε ο Μπουχάριν και φυσικά ολοκλήρωσε σε μεγάλο βαθμό ο Λένιν.
Ο Τρότσκι αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο όχι ως οργανική εκδήλωση μιας νέας ποιοτικά ανώτερης φάσης μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά κυρίως ως κορύφωση μιας διαδικασίας καταστροφικής «υπέρβασης» του εθνικού κράτους, που είχε καταστεί πλέον αναγκαία από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Τρότσκι όριζε την εποχή του παγκόσμιου πολέμου ως εξής: «Οι παραγωγικές δυνάμεις που ο καπιταλισμός δημιούργησε, έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους και του κράτους. Το εθνικό κράτος, η παρούσα πολιτική μορφή, είναι πολύ στενή για την εκμετάλλευση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως, η φυσική τάση του οικονομικού μας συστήματος είναι η επιδίωξη να ξεπεραστούν τα κρατικά σύνορα. Ολόκληρος ο πλανήτης, η γη και η θάλασσα, η επιφάνεια, όπως και το υπέδαφος, έχουν μεταβληθεί σ’ ένα οικονομικό εργαστήριο, όπου τα ξεχωριστά μέρη συνδέονται αδιάρρηκτα μεταξύ τους. Αυτό το έργο κατορθώθηκε από τον καπιταλισμό. Όμως, στην προσπάθειά τους να επιτευχθεί αυτό, τα καπιταλιστικά κράτη κατέληξαν σε μια πάλη για την υποταγή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της αστικής τάξης κάθε ξεχωριστής χώρας. Αυτό που η πολιτική του ιμπεριαλισμού έχει αποδείξει περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ότι το παλιό εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στις επαναστάσεις και τους πολέμους του 1789-1815, 1848-1859, 1864-1866 και 1870 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και τώρα αποτελεί ένα αφόρητο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.»[2]    
Η άποψη αυτή που έβλεπε στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου τη μετατόπιση του «ειδικού βάρους» της ιστορικής εξέλιξης από την «εθνική οικονομία», το εθνικό κράτος, στην παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, αντικατόπτριζε περισσότερο τις βαθύτερες πολιτικές ανάγκες μετεξέλιξης των φορέων της, την ίδια στιγμή που η θεωρητική εμβάθυνση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα παρέμενε αιχμάλωτη των ανελαστικών παραδοσιακών σχημάτων της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι, ακόμη και από τους πιο προικισμένους, που στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την παλιά «εθνικο-κρατική» οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας – η οποία όλο και περισσότερο ανέδυε τη δυσοσμία της καθολικής παραίτησης από τα ταξικά καθήκοντα και της ανοιχτής προσχώρησης στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων – έβρισκαν πιο απλή την αντιστροφή των παραδοσιακών σχημάτων της καθιερωμένης μαρξιστικής ορθοδοξίας της εποχής τους.
Από τις κυρίαρχες ιδέες που είχαν αλυσοδέσει τη συνείδηση του κινήματος την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν είχαν απαλλαγεί οι θεωρητικές αναλύσεις ακόμη και κορυφαίων προσωπικοτήτων των διεθνιστών επαναστατών, όπως ήταν ο Λ. Τρότσκι. Απλά προσπαθούσε να κατανοήσει τη νέα ιστορική κατάσταση, τα νέα καθήκοντα, που το ιδιαίτερα οξύ ταξικό και πολιτικό του αισθητήριο αντιλαμβανόταν, αντλώντας θεωρητικό υλικό και επιχειρήματα από την κατεστημένη ιδεολογική συγκρότηση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η θεμελιώδης διαφορά της οπτικής του Τρότσκι με εκείνη του Λένιν και της δικής του ανάλυσης του ιμπεριαλισμού, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα και πολύ πιο βαθιά από την απλή διαπίστωση της «άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης» που όπως κι αν την αντιλαμβάνεται κανείς χαρακτήριζε τον παγκόσμιο καπιταλισμό εξαρχής, από τη γέννησή του. Κι επομένως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εξηγήσει την νέα εποχή.

Η μεγάλη στροφή στην θεωρία

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που έσπασαν τα κυρίαρχα θέσφατα της κατεστημένης μαρξιστικής ορθοδοξίας σχετικά με τον τρόπο που αυτή κατανοούσε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μέχρι τότε η κυρίαρχη λογική της σοσιαλδημοκρατίας έβλεπε την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου σαν ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών σε διαδικασία «αλληλεξάρτησης», κυρίως εμπορικής, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κάθε χώρας. Στην πράξη έβλεπαν οικονομίες ίδιου τύπου, όπου το επίπεδό τους διαφοροποιόταν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες γέννησης του καπιταλισμού σε κάθε συγκεκριμένη χώρα και «εισόδου» της στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί και πέρα ο ιστορικός δρόμος και τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει κάθε χώρα ήταν πανομοιότυπος με όλους τους άλλους και κυρίως με εκείνον που ακολούθησαν οι πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού.
Γι’ αυτό και ο μόνος διαχωρισμός που αναγνώριζε επίσημα η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης ανάμεσα στις χώρες του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν ανάλογα με το επίπεδο και τον τύπο των παραγωγικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν σ’ αυτές. Έτσι κάποιες από αυτές ήταν πρωτίστως βιομηχανικές και άλλες πρωτίστως αγροτικές. Όμως κι αυτός ο διαχωρισμός ήταν προσωρινός, μιας και το τράβηγμα μιας χώρας στην παγκόσμια οικονομία την έσπρωχνε αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική ανάπτυξη «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των ήδη ανεπτυγμένων χωρών. Η θεωρία αυτή την συναντάμε ακόμη και σήμερα μέσα από τη λογική του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού», να διεκδικεί τα εχέγγυα του πιο συνεπούς και μάλιστα επαναστατικού μαρξισμού ισχυριζόμενη ότι η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού δεν είναι παρά ένα άθροισμα εθνικών μερών του ίδιου τύπου υπό καθεστώς αλληλεξάρτησης.[3]
Η άποψη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι δεν ήταν η άποψη του Μαρξ, μιας και κατάγεται ουσιαστικά από την αντίληψη του μερκαντιλισμού για την εθνική οικονομία, ήταν αδύνατο να κατανοήσει την αποικιοκρατία παρά μόνο ως ένα λογικό και προοδευτικό φαινόμενο επέκτασης των ανώτερων παραγωγικών δυνάμεων που διέθεταν οι ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Έτσι, οι ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας δεν έβλεπαν τίποτε κακό στην αποικιοκρατική εξόρμηση των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλισμού, πέρα από το αναγκαστικό, βίαιο τράβηγμα των καθυστερημένων πληθυσμών και περιοχών του πλανήτη στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας. Γι’ αυτούς ήταν ένα αναγκαίο ξύπνημα στον σύγχρονο πολιτισμό των βαρβάρων αυτού του πλανήτη και ως εκ τούτου η μόνη διαφωνία τους με την αποικιοκρατική πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων επικεντρωνόταν στις απάνθρωπες μεθόδους που αυτές χρησιμοποιούσαν. Ολόκληρη αυτή η λογική αποτυπώθηκε στις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Στουτγκάρδη το 1907, όπου για πρώτη φορά η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διασπάστηκε γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Η μάχη τα κατοπινά χρόνια γύρω από τον τρόπο κατανόησης του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας, έκρινε όχι μόνο την τύχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την έκβαση των επαναστατικών αναμετρήσεων του κινήματος διεθνώς.
Ο Τρότσκι είχε εντελώς διαφορετική γνώμη: «Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ένα σύνολο από εθνικά μέρη ίδιου τύπου. Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι απλά συμπληρωματικά στα γενικά χαρακτηριστικά, όπως οι κρεατοελιές πάνω σ’ ένα πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές ιδιαιτερότητες αντιπροσωπεύουν έναν πρωτότυπο συνδυασμό των βασικών γνωρισμάτων της παγκόσμιας διαδικασίας.»[4] Με αυτόν τον τρόπο ο Τρότσκι επανατοποθέτησε το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού στην ορθή του βάση, δηλαδή στη βάση που το είχε τοποθετήσει και ο Μαρξ. Όμως δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ότι οι ανισότητες και οι ιστορικές καθυστερήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, όχι μόνο δεν έπαψαν να αναπαράγονται μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά άρχισαν να διευρύνονται στο έδαφος του καπιταλιστικού μονοπωλίου και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των εξαρτημένων χωρών. Ο ιμπεριαλισμός και το μονοπώλιο μετασχηματίζουν όλες τις χώρες κατά το πρότυπό τους, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν τις αποστάσεις ανάμεσά τους, οδηγούν αναγκαστικά σε μια όλο και πιο οξεία πόλωση. Μόνο έτσι μπορεί το καπιταλιστικό μονοπώλιο να αντλήσει υπερκέρδη από την παγκόσμια οικονομία.

Η άποψη του Μαρξ για τον παγκόσμιο καπιταλισμό

Για τον Μαρξ, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού, δεν είναι ένα απλό άθροισμα, μια συνηθισμένη εμπορική αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών», ή κάποιων «εθνικών καπιταλισμών». Οικονομικό υποκείμενο της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τα έθνη, τα «έθνη-κράτη», ή οι «εθνικές οικονομίες», αλλά αυτό καθαυτό το κεφάλαιο. Αντίθετα, τα έθνη, οι εθνικές οικονομίες και οι εθνικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων κρατών, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, πολύτιμο εξάρτημα του παγκόσμιου κυνηγητού για «πρόσθετο κέρδος», που χαρακτηρίζει τον επεκτατισμό του κεφαλαίου από την εποχή της εμφάνισής του έως σήμερα.
Η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό όριο. Για το κεφάλαιο όλα τα όρια, μαζί και τα σύνορα των εθνικών κρατών, των «εθνικών οικονομιών», είναι μόνο εξωτερικά, προσωρινά, ιστορικώς παροδικά, τυχαία εμπόδια, που πρέπει να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο και κατά συνέπεια ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι αδιανόητος, είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως την παγκόσμια αγορά. «Η τάση δημιουργίας – τόνιζε ο Μαρξ – της παγκόσμιας αγοράς ενυπάρχει απευθείας στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο, το οποίο οφείλει να ξεπεραστεί[5] Ο Μαρξ μιλά για μια παγκόσμια αγορά που δεν αποτελεί μια απλή «προέκταση», ούτε μια απλή αλληλεξάρτηση εθνικών οικονομιών, αλλά για απόσπαση του εθνικού εδάφους κάτω από τα πόδια του κεφαλαίου, της παραγωγής και του εμπορίου. ΜΕ αυτήν την έννοια η παγκόσμια αγορά σαν προνομιακό πεδίο δράσης του κεφαλαίου γίνεται αδυσώπητος «πολιορκητικός κριός» ενάντια στις εθνικές οικονομίες.
Έτσι, για τον Μαρξ το πραγματικό περιεχόμενο της «αλληλεξάρτησης των εθνών», που φέρνει στο ιστορικό προσκήνιο ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, είναι μια ανελέητη διαδικασία απαλλοτρίωσής τους από την παγκόσμια αγορά, με όρους που καθορίζονται πρωταρχικά, όχι από «ιστορικές ιδιαιτερότητες και καταγωγές», αλλά από τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις σε διεθνές επίπεδο για μερίδια αγοράς, εμπορικά και παραγωγικά «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και προπάντων για σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Γι’ αυτό και ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να εξιχνιάσει το μυστικό των «εθνικών ανταγωνισμών», αναζητώντας το όχι στους όρους «εθνικής ανάπτυξης» κάθε κράτους, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά πρωταρχικά στις αδήριτες αναγκαιότητες και τις αντιθέσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
Τι είναι, όμως, εκείνο που ωθεί ακατάπαυστα το κεφάλαιο να επεκτείνεται, να διεθνοποιείται και να καθολικοποιεί τους ιστορικούς όρους της συσσώρευσής του μέσα από την παγκόσμια αγορά; Η απάντηση που έδιναν παραδοσιακά οι οικονομικοί στοχαστές, εντοπιζόταν στη δυνατότητα μιας «εθνικής οικονομίας» να παράγει «περίσσευμα» αγαθών γενικά, ή ειδικά εκείνων που με όρους αγοράς διέθετε «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στις υπόλοιπες. Γι αυτό και επέμεναν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις πρωταρχικά και κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής με τη μορφή του εξωτερικού εμπορίου και κατ’ επέκταση αντιλαμβάνονταν ως βάση της παγκόσμιας αγοράς, τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.    
Για τον Μαρξ, αντίθετα, κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς και συνολικά της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, δεν ήταν το εμπόριο, αλλά η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Αυτή η οργανική ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό – με όλες τις μορφές του, χρηματική και εμπορευματική – δεν γίνεται γιατί τα κεφάλαια αυτά γενικά «περισσεύουν» από την εγχώρια αγορά, αλλά γιατί μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μαρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους[6]
Το κυνήγι αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους είναι που οι έως τότε κλασσικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ανισότιμες ανταλλαγές, μέσα από δυσμενείς εμπορικούς όρους με τις πιο φτωχές χώρες. Κι ως εκ τούτου αργά η γρήγορα η αγορά – απελευθερωμένη από τις «στρεβλώσεις» της – θα μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία. Αντίθετα, για τον Μαρξ αυτό το πρόσθετο κέρδος μπορεί να το καρπωθεί η πλούσια χώρα, ακόμη κι όταν η φτωχή δεν χάνει, αλλά κερδίζει από τις εμπορικές της δοσοληψίες: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα πλαίσια μιας χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με την θεωρία του Ρικάρντο… μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα εργασίας μιας άλλης χώρας. Ο νόμος της αξίας υφίσταται εδώ ουσιαστική τροποποίηση… Στην περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι όταν η δεύτερη χώρα κερδίζει από την ανταλλαγή…»[7]
Ο Μαρξ, λοιπόν, θεωρούσε ότι με την καθολικοποίηση των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση μιας φτωχής από μια πλούσια χώρα, μπορεί να υπάρξει ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν τυπικά και εμπορικά ισότιμες ανταλλαγές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το μονοπώλιο του κεφαλαίου μεταφράζεται πάντα σε μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, της υψηλότερης παραγωγικότητας. Μάλιστα εκτιμούσε ότι ακριβώς επειδή το κεφάλαιο τείνει στην επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου πρόσθετου κέρδους με βάση την μονοπώληση των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, τη μονοπώληση της υψηλότερης παραγωγικότητας, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και διευρυμένης αναπαραγωγής διεθνώς, χωρίς τα τεχνητά όρια που θέτουν τα αποικιακά προνόμια και τα εθνικά σύνορα. Γι’ αυτό και προέβλεπε ότι θα φτάσει η στιγμή που ο ίδιος ο καπιταλισμός θα κάνει αναγκαία την εξαφάνιση των αποικιών. Πράγμα που συνέβη, αλλά πολύ αργότερα και με αρκετά πιο διαφορετικούς όρους, από ότι προέβλεπε ο Μαρξ.
Επομένως, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη – και άρα της οικονομικής εξάρτησης των φτωχών από μια χούφτα πλούσιων χωρών – είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου από την εποχή ακόμη του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, από τη μια, μετέτρεπε ακόμη και «πολιτισμένα έθνη» σε αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, από εκείνα που κατείχαν το μονοπώλιο της πιο προηγμένης παραγωγής και, από την άλλη, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη για να αποκτήσουν τα δικά τους «συγκριτικά πλεονεκτήματα», που θα τους επιτρέψουν την απόσπαση πρόσθετου κέρδους από την εκμετάλλευση των ανταγωνιστών τους στην παγκόσμια αγορά, όπως και των λιγότερο ανεπτυγμένων, ή καθυστερημένων εθνών.
Επομένως, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο προνομιακό πεδίο διεθνοποίησης των εσωτερικών νομοτελειών του καπιταλισμού, αλλά και «τροποποίησής» τους, έτσι ώστε η ανισομέρεια και η απόκλιση ανάμεσα στα επίπεδα χωρών και περιοχών, να προσφέρουν ικανά περιθώρια «πρόσθετου κέρδους» και διαρκώς νέες δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίου. Έτσι, στο έδαφος της παγκόσμιας αγοράς, το κεφάλαιο δεν απορροφά μόνο, ούτε μεταπλάθει απλά «κατ’ εικόνα» του το σύνολο του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει την ιστορική καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, που με καταναγκαστικό τρόπο τραβά στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας.
Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε, ιδίως την εποχή του ιμπεριαλισμού, για αλληλεξάρτηση αν δεν τονίζουμε ταυτόχρονα όχι μόνο την ανισότητα και την ανισομέρεια, αλλά και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, εκμετάλλευση, υποταγή και υποτέλεια της πλειοψηφίας των λιγότερων ανεπτυγμένων χωρών από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να «δεθούν» οι χώρες αναμεταξύ τους μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κι αν δεν είμαστε αιχμάλωτοι μιας τυπικής αστικής ή μικροαστικής ερμηνείας του ιμπεριαλισμού, που παραδοσιακά τον αντιλαμβάνεται μόνο ή κυρίαρχα στο επίπεδο της στρατιωτικοπολιτικής ισχύος και κατάκτησης, τότε οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιμπεριαλιστική υποταγή και υποτέλεια πρώτα και κύρια με οικονομικούς όρους, με όρους επικυριαρχίας των παγκόσμιων αγορών, των υπερεθνικών μονοπωλίων και κεφαλαίων και φυσικά των οργάνων τους διεθνώς, όπως είναι το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.
Αυτό όπως είναι φυσικό μας αναγκάζει να διαχωρίζουμε τις εκμεταλλεύτριες από τι εκμεταλλευόμενες χώρες, να προσεγγίζουμε διαφορετικά το πρόβλημα της επανάστασης και της προετοιμασίας της σε μια ιμπεριαλιστική και σε μια εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό χώρα. Στην δεύτερη περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα είναι στενά δεμένο με το ταξικό. Με άλλα λόγια το ταξικό ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί – τουλάχιστον στην αρχή – ξεχωριστά από το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα. Και ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης δεν τίθεται μόνο υπό καθεστώς στρατιωτικοπολιτικής κατοχής, αλλά κάθε φορά που ο ιμπεριαλιστικός ζυγός γίνεται αφόρητος για τον λαό μιας εκμεταλλευόμενης χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση της αστικής τάξης, αλλά κατεξοχήν της ίδιας της εργατικής τάξης, που πρέπει να το σηκώσει, να το αναδείξει και να συσπειρώσει γύρω της τα υπόλοιπα καταπιεσμένα τμήματα του έθνους της έτσι ώστε να αποδείξει αυτό που ο ίδιος ο Τρότσκι έλεγε: «Η διαρκής επανάσταση δεν είναι ένα ‘άλμα’ για το προλεταριάτο, αλλά η ανοικοδόμηση του έθνους κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου.»[8]
Αλήθεια, τι σημαίνει αυτή η αποστροφή του Τρότσκι, την οποία είχε αφιερώσει σε όλους εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι με τη «διαρκή επανάσταση» προσπαθούσε να αποφύγει, να «υπερπηδήσει» τις δημοκρατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου στο όνομα του σοσιαλισμού; Μήπως σημαίνει ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να αναδείξει στην πάλη του για το σοσιαλισμό όλα εκείνα τα ενδιάμεσα και μεταβατικά αιτήματα που του χρειάζονται για να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους; Για το ακριβώς αντίθετο μιλούσε ο Τρότσκι. Όπως άλλωστε έκανε ανέκαθεν κάθε αληθινός μαρξιστής, λενινιστής, κομμουνιστής.
Ο ίδιος ο Τρότσκι με αφορμή τον Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο είχε γράψει σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα ενός λαού και κατηγορούσαν ως ‘σοσιαλπατριώτες’ όσους επαναστάτες καλούσαν το προλεταριάτο να σηκώσει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, τα εξής: «Δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ όλους του πολέμους με τον ίδιο τρόπο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριξαν την επαναστατική πάλη των Ιρλανδών εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, των Πολωνών εναντίον του τσάρου, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτούς τους δύο εθνικούς πολέμους οι ηγέτες ήταν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, μέλη της αστικής τάξης και σε ορισμένες περιπτώσεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας… σε κάθε περίπτωση, αντιδραστικοί καθολικοί. Όταν ο Αμπέλ Καρίμ εξεγέρθηκε εναντίον της Γαλλίας, οι δημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες μίλησαν με μίσος για τον αγώνα του «βάρβαρου τύραννου» εναντίον της «δημοκρατίας». Το κόμμα του Λέοντα Μπλουμ υποστήριξε αυτή την άποψη. Όμως εμείς, οι Μαρξιστές και Μπολσεβίκοι θεωρήσαμε την πάλη των ανθρώπων του Ριφ ενάντια στην επικυριαρχία του ιμπεριαλισμού ως έναν προοδευτικό πόλεμο. Ο Λένιν έγραψε εκατοντάδες σελίδες αποδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του να ξεχωρίζει κανείς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά έθνη και στα έθνη των αποικιών ή ημιαποικιών που συνιστούν την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών.»[9]
Το ίδιο ισχύει σήμερα και για την Ελλάδα. Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της, της εθνικής ανεξαρτησίας της, τίθεται εκ των πραγμάτων από το καθεστώς κατοχής που έχει θεσμοθετήσει το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.. Το καινούργιο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει σήμερα η αστική τάξη, η οποία ένα κομμάτι της έχει ταυτιστεί με καθεστώς κατοχής, ενώ ένα άλλο κομμάτι της – ιδίως το μη μονοπωλιακό – διαλύεται μαζί με την αποσύνθεση της εσωτερικής αγοράς. Η μόνη δύναμη που μπορεί και οφείλει να το αναδείξει ως κυρίαρχο ζήτημα είναι η εργατική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συσπειρώσει γύρω της και όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα του λαού και να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα εξουσίας. Χωρίς να αναδείξει το ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης από την σύγχρονη ιμπεριαλιστική κατοχή, δεν είναι σε θέση να θέσει ή να αναδείξει το ταξικό της ζήτημα. Χωρίς να ηγηθεί της σωτηρίας της χώρας, της ανόρθωσης του έθνους, της κατάχτησης της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την δική της εξουσία. Το να αγνοούν αυτό το γεγονός σήμερα ορισμένοι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, υπερασπιζόμενοι υποτίθεται την καθαρότητα των ταξικών στόχων του κινήματος, τότε να με συγχωρείτε αλλά ισχύει αυτό που σε μια ανάλογη περίπτωση είχε πει με τον δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ίδιος ο Τρότσκι:
«Εδώ πρόκειται είτε για πραγματικούς προδότες, είτε για παντελώς ηλίθιους. Όμως η ηλιθιότητα, ανεβασμένη σ’ αυτό το επίπεδο, ισοδυναμεί με προδοσία.»[10]
10/12/2010
Δημήτρης Καζάκης



[1] A. V. Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes, New York: Hill and Wang, 1968, σ. 66-67.
[2] Leon TrotzkyThe Bolsheviki and World PeaceNew YorkBoni & Liveright, 1918, σ. 20-21.
[3] Αν και σήμερα αυτή η παλιά σοσιαλδημοκρατική διαστροφή του μαρξισμού κυριαρχεί στην ιδεολογία της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο πιο συνεπής εκπρόσωπός της στην χώρα μας είναι ο Γ. Μηλιός, ο οποίος αποδίδει στον Μαρξ την άποψη ότι «συνέδεε πάντοτε την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με το εθνικό κράτος» και κατανοούσε την παγκόσμια οικονομία μόνο στο επίπεδο της «αλληλεξάρτησης» των «εθνικών οικονομιών» (Βλέπε χαρακτηριστικά Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό. Αθήνα: Κριτική, 1997, σ. 20, κ. ά.)
[4] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta: Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 4.
[5] Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. MoscowProgressPublishers, 1986, σ. 335
[6] Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,1978, σ. 324.
[7] Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 120.
[8] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta, Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 58.
[9] L. Trotsky, On the Sino-Japanese War, International Bulletin, Organizing Committee for the Socialist Party Convention (New York), no. 1, October 1937.
[10] Στο ίδιο.


[i] Εισήγηση στην παρουσίαση του 4ου τόμου της βιογραφίας του Τρότσκι από τον Τόνι Κλιφ, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, ΕΣΥΕΑ, 10/12/2010.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΚΥΛΛΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΚΕ


O Αντώνης Σκυλλάκος είναι ιστορικό και παλαίμαχο στέλεχος του ΚΚΕ, πουδιετέλεσε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπήρξε για πολλές θητείες βουλευτήςκαι επιτυχημένος κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κόμματος.
Αποκτά, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο Αντ. Σκυλλάκοςαναλαμβάνει την ευθύνη να διατυπώσει δημόσια από τον προσυνεδριακό διάλογο τη διαφωνία του με τις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριοκαι να υποστηρίξει κατά βάση την πολιτική που διαμορφώθηκε με το 15ο Συνέδριο και η οποία, ως γνωστόν, έχει εγκαταλειφθεί ατύπως εδώ και χρόνια, ενώ και επισήμως με τις θέσεις του 19ου Συνεδρίου πετάγεται σονκάλαθο των αχρήστων!

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΚΥΛΛΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΚΕ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΜ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΜ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΡΙΖ...: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ Ε.ΠΑ.Μ. Στις 20.02.2013 κυκλοφόρησε ανακοίνωση του Συνδικαλιστικού Τομέα του ΕΠΑΜ, με...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: Τώρα, γιατί είναι ήδη αργά!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: Τώρα, γιατί είναι ήδη αργά!: Όσο τους αφήνουμε τόσο το χειρότερο. Όσο είναι πολλοί αυτοί που ελπίζουν ότι σύντομα θα έρθει κάποια λύση, τόσο το χειρότερο γι αυτο...
ΚΥΠΡΟΣ ΩΡΑ  ΜΗΔΕΝ:

ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ, ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΝΙΣΤΙΚΟ "ΟΧΙ" ΣΤΗΝ ΤΡΟΪΚΑΝΗ ΜΑΦΙΑ, ΜΑΤΑΙΑ ΧΑΡΗΚΑΜΕ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ... 

Βρώμικος παραπλανητικός του λαού ελιγμός ήταν το όχι των πουλημένων πολιτικών της Κύπρου, για να περάσουν πιο εύκολα το προδοτικό τους ναι...

ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ ΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ ΔΕΝ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΕΙ ΤΑ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΩΝ ΔΕΞΙΑ "ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ" ΚΙ "ΑΡΙΣΤΕΡΑ"  ΕΥΡΩΛΙΓΟΥΡΙΚΑ  ΚΟΜΜΑΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ! 

ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ...

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ; ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ; (Ομιλία-συζήτηση με τον Δημήτρη Καζάκη)

Κοινή σε όλους κι όλες μας η αγωνία και τα παραπάνω ερωτηματικά. Είναι πια ολοφάνερη  η όλο και πιο καταστροφική πολιτική των μνημονίων για τον ελληνικό λαό και την πατρίδα μας. Κανείς λογικός άνθρωπος δε μπορεί να πιστέψει πια πως το παλιότερο δημόσιο χρέος που συσσώρευσαν τοκογλυφικές και κυβερνητικές πολιτικές, μπορεί να εξαλειφθεί με νέους υπερδανεισμούς σε βάρος του λαού και υπέρ των βαθύτατα ένοχων γι αυτή την  κρίση τραπεζών. Οι σημαντικότεροι Έλληνες και ξένοι οικονομολόγοι και αναλυτές το λένε ανοιχτά: Το εκρηκτικά διογκούμενο ελληνικό δημόσιο χρέος. έγινε μη διαχειρίσιμο πλέον.
Ως πότε θ΄ανεχόμαστε να μας λένε πως είναι τάχα «σωτηρία της πατρίδας μας» η καταλήστευσή μας για επανακεφαλαιοποίηση  των τραπεζών που ανήκουν (ακόμα και η «Τράπεζα της Ελλάδας» και η «Αγροτική» και η «Εθνική», όλες πια!...) σε ελάχιστους, χωρίς πατρίδα, διεθνείς ολιγάρχες;…
Γιατί το χρέος της Ελλάδας (παρά τις καθόλου σωστές και τότε κυβερνητικές πολιτικές και ρεμούλες) πριν την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος ήταν απολύτως διαχειρίσιμο, ενώ αμέσως μετά την επιβολή του ευρώ άρχισε να εκτινάσσεται σε ανεξέλεγκτα ύψη;
Γιατί η Κύπρος πάντα, ως πριν ελάχιστα χρόνια είχε πολύ μικρό δημόσιο χρέος, μόλις 40% του ΑΕΠ της πριν μπει στο ευρώ και τώρα έχει 100%;…Γιατί η ΕΕ και οι ξενόδουλες κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας συναποφάσισαν το πρωτοφανές τωρινό καταστροφικό χτύπημα του ανταγωνιστικού προς τράπεζες ελβετικών ή γερμανικών, συμφερόντων (Λουξεμβούργου,Λετονίας) κυπριακού τραπεζικού συστήματος; Τι συνέπειες θα έχει αυτή η άθλια και προδοτική απόφαση για τον αδελφό λαό της Κύπρου, για την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου;
Ποια τα παραπέρα σε βάρος μας σχέδια της τρόικας εξωτερικού και της κυβερνώσας δοσίλογης τρόικας εσωτερικού;
Γιατί μόνη λύση είναι η άμεση συγκρότηση ενός ενωτικού μαζικού-πλειοψηφικού, παλλαϊκού αντικατοχικού δημοκρατικού μετώπου εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας πέρα και πάνω από μικροκομματικές ή άλλες διαχωριστικές γραμμές και προκαταλήψεις του χθες;
Με ποιους ελάχιστους απαραίτητους, κοινά αποδεκτούς άμεσους στόχους μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί αυτό; Πώς ;
Τι μπορεί, τι έχει Χρέος να κάνει σήμερα ο καθένας κι η καθεμιά μας, κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης;
Έλα κι εσύ φίλε και φίλη ν΄ ακούσεις, να ρωτήσεις ελεύθερα, να μετάσχεις στη συζήτηση με τον  γνωστόοικονομολόγο και πολιτικό αναλυτή Δημήτρη Καζάκη, Γρ/τέα του ΕΠΑΜ, γι αυτά τα ερωτήματα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22/3/2013 ώρα 8μμ στο αμφιθέατρο του Τ.Ε.Ι. ΧΑΝΙΩΝ, (πλατεία ναού Ευαγγελίστριας, οδός Ρωμανού,Χαλέπα)
                           Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο (Ε.ΠΑ.Μ.) Χανίων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

ΚΙ ΟΜΩΣ… (απόπειρα ποίησης)



 Εφήμερης πεταλούδας  χαμοφτερούγισμα ανέμελο,
Μπρος   στ΄ αψήλου το πέταγμα αετού αιωνόβιου,
Τι να΄ναι;  

Αστραπής φωτιά, βροντή και λάμψη,
Μπρος  στην πύρινη κόλαση των σπλάχνων της Γης,
Τι να ΄ναι;

Του μεγαλύτερου φυσιογνώστη, αστρονόμου ή φιλοσόφου
Η  γνώση για την επιστήμη του,
Μπρος στις γνώσεις όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών
Για όλα όσα μπόρεσαν αυτοί να μάθουν,
Τι νά ΄ναι;

Όλες οι επιστημονικές αλήθειες,
Κάθε λογής υπερφυσικές θρησκειών δοξασίες,
Μεταφυσικές ερμηνείες, αισθήσεις και  ψευδαισθήσεις,
Πλάνες, υποκειμενικές αλήθειες ή δεισιδαιμονίες,

Μπροστά στις απόρθητες, ασύλληπτες στον Αιώνα τον άπαντα,
Του Σύμπαντος τις  μεγάλες Αλήθειες,
Μπροστά στον απέραντο Χώρο, τον άπειρο Χρόνο,
Τις ακατάπαυστες κι ανεξιχνίαστες Δυνάμεις που αγνοώντας
Του μυαλού μας τ΄ασήμαντα σύνορα, συνυπάρχουν,
Συγκρούονται, καταστρέφουν, δημιουργούν,
Κινούν μέσα μας κι έξω μας, Μικρόκοσμους και Μεγάκοσμους,
Των οποίων την ύπαρξη ψυχανεμιζόμαστε
 Ιχνηλατώντας για λίγο στην ελάχιστη ζήση μας,
 Με το φτωχό μυαλό μας,
Λίγο πέρα από  εντυπώσεις πλάνων αισθήσεων
  Τι να ΄ναι;

-Κι όμως!
 Όχι, δεν είναι μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι»!
Η  πλήρης άγνοια δεν κάνει τον Άνθρωπο ευτυχέστερο
Απ΄ όσο  η  βασανιστική, λειψή, γεμάτη νέα αναπάντητα ερωτηματικά  Γνώση!

-Το σκοτάδι δεν είναι προτιμότερο
Από το πιο αμυδρό έστω λυκόφως!

-Όπως κι από τον  Έρωτα, όσο πικρή μετάγευση κι αν μείνει,
Δεν είναι προτιμότερος ένας βίος ανέραστος…

(Κώστας Ντουντουλάκης, 17/3/2013)

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1932 και ο ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ...

Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1932

Νίκου Μπελογιάννη: "Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα"


Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα

Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα



Νίκος Μπελογιάννης

Άγρα, 2010
413 σελ.
ISBN 978-960-325-893-3, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 22,31
Για την Ελλάδα, η ιστορία του ξένου κεφαλαίου είναι στενά δεμένη με την πολιτική ιστορία των 120 χρόνων της ελεύθερης ύπαρξης του έθνους μας. Όποιος θελήσει ν' ανιστορήσει τούτη την περίοδο, πολλές φορές θα χρειαστεί να ζητήσει στους ξένους τοκογλύφους και στα κράτη που τους προστάτευαν τις αιτίες για πολλές συμφορές που βρήκαν τη χώρα μας. Κι όποιος πάλι θελήσει να γράφει για το ξένο κεφάλαιο και ιδιαίτερα για τα εξωτερικά δάνεια, δεν μπορεί να μη δέσει την ιστορία τους με πολλά από τα κυριότερα πολιτικά γεγονότα, που ξετυλίχτηκαν στην Ελλάδα τούτα τα 120χρόνια.

Νίκος Μπελογιάννης

Απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και τη μητέρα μου, την Έλλη Παππά, να μιλάει για "το χαμένο βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη για τα αναπτυξιακά δάνεια του 19ου αιώνα και την υποδούλωση στο ξένο κεφάλαιο". Τα χειρόγραφα τα είχε δώσει, μάλλον αμέσως μετά τη Βάρκιζα, για δημοσίευση στην ΚΟΜΕΠ και από τα πρώτα πράγματα που της είχε πει εκείνος όταν γνωρίστηκαν, ήταν η πικρία του που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Μοναδική γραπτή αναφορά στην ύπαρξη των χειρογράφων έχουμε στην τελευταία επιστολή του Ν. Μ. από το κελί των μελλοθανάτων (12.3.52): "... Η ανάπαυλα του 1945 μου 'δοσε την δυνατότητα να συνεχίσω διάφορες μελέτες μου και να τελειώσω και δυο βιβλία μου: Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και Η ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας, που όμως είναι ακόμη και τα δύο ανέκδοτα, γιατί οι νέοι διωγμοί εμπόδισαν την έκδοσή τους."
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)

Ο Νίκος Μπελογιάννης γράφει ένα βιβλίο για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα για να επιβεβαιώσει, στο πεδίο τής οικονομίας και στη συνάφειά της με την κοινωνία και την πολιτική, το παραπάνω θεώρημα. Έτσι λοιπόν, κατά τον συγγραφέα, ο ανολοκλήρωτος αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, η αρπακτικότητα της "αστοκοτζαμπάσικης " συμμαχίας, οι δεσμοί εξάρτησης και υποταγής στον ξένο παράγοντα που ως εγγυητή τους είχαν τη μοναρχία και ως ιδεολογικό επικάλυμμα τη Μεγάλη Ιδέα, τέλος, η ψευδής θεωρία της φτώχειας ως εγγενούς χαρακτηριστικού της ελληνικής πραγματικότητας, ήταν οι μεγάλοι ένοχοι για την ψεύτικη ανεξαρτησία, την οικονομική καχεξία της χώρας και τη δυστυχία του λαού. Η υλικότητα της οικονομίας, και μάλιστα το μέρος που σχετίζεται με το δανεισμό και τη διαχείριση των σχετικών πόρων, επιλέγεται ως προνομιακό πεδίο για την κορύφωση της κριτικής του Μπελογιάννη στο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύμπλεγμα και τη συμμαχία του με το ξένο κεφάλαιο, η δράση των οποίων σκιαγραφείται ως ένα αμοραλιστικό συνεχές συνωμοσιών και δολοπλοκιών εις βάρος του λαού.