Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Όταν και το ΑΚΕΛ και η Δεξιά της Κύπρου αγωνίζονταν για Ένωση με την Ελλάδα...



Το πρωτοσέλιδο του «Νέου Δημοκράτη», εκφραστικού οργάνου του ΑΚΕΛ, της ημέρας του ενωτικού δημοψηφίσματος (15-1-1950).. Φωτογραφία papapolyviou.comΤο πρωτοσέλιδο του «Νέου Δημοκράτη», εκφραστικού οργάνου του ΑΚΕΛ, της ημέρας του ενωτικού δημοψηφίσματος (15-1-1950).. Φωτογραφία papapolyviou.com JANUARY 13, 2018 

Γράφει ο  Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή .

 Τo 1947, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου εκλέχθηκε ο έως τότε Μητροπολίτης Κυρηνείας, γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της Ενώσεως. Τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος». Το 1948, Μητροπολίτης Κιτίου εκλέχθηκε ο Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμο Μιχαήλ Μούσκος), ο οποίος έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Το 1949, βρίσκει τη Δεξιά και την Αριστερά στην Κύπρο να συμπίπτουν στην τακτική της απαίτησης του αιτήματος για άμεση Ένωση. 

Η ιδέα της συγκέντρωσης υπογραφών ως μέτρο πίεσης για την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης γεννήθηκε στους κόλπους της Κυπριακής Αριστεράς. Η ηγεσία του Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (Α.Κ.Ε.Λ.) σε ανακοίνωσή της το Νοέμβριο του 1949, ανήγγειλε την πρόθεσή της να συγκεντρώσει υπογραφές υπέρ της Ενώσεως. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, το Α.Κ.Ε.Λ. κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για Ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». 

«Η απόφαση του ΑΚΕΛ εντασσόταν στο πλαίσιο της νέας πολιτικής του για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, σε αντίθεση με τη μέχρι και το καλοκαίρι του 1949 διακηρυγμένη πολιτική του κόμματος για Αυτοκυβέρνηση – Ένωση. Η νέα πολιτική του κόμματος ήταν το αποτέλεσμα συνάντησης στελεχών του ΑΚΕΛ με τον ηγέτη του ΚΚΕ Ζαχαριάδη το φθινόπωρο του 1948. Οι προτροπές Ζαχαριάδη για αλλαγή της μέχρι τότε πολιτικής στο θέμα της Ένωσης οδήγησαν σε σύγκρουση εντός του κόμματος που είχε ως αποτέλεσμα, το καλοκαίρι του 1949, την ανάδειξη νέου Γενικού Γραμματέα καθώς επίσης τη διενέργεια τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου του 6ου συνεδρίου του κόμματος που χαρακτήρισε λανθασμένη τη μέχρι τότε ακολουθούμενη πολιτική στο θέμα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, το κόμμα υποστήριξε, μέσω επιστολής των ελεγχόμενων από το ΑΚΕΛ δημοτικών συμβουλίων προς τα Ηνωμένα Έθνη τον Νοέμβριο του 1949, τη διενέργεια δημοψηφίσματος υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού, με σκοπό να καταγραφεί η πραγματική βούληση των κατοίκων της Κύπρου […]» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα «Καθημερινή» Αθηνών, 02-09-2012).

Πηγή: Το Ενωτικό Δημοψήφισμα: Όταν όλη η Κύπρος ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα http://mignatiou.com/2018/01/to-enotiko-dimopsifisma-otan-oli-i-kipros-psifise-iper-tis-enosis-me-tin-ellada/


. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, το κόμμα υποστήριξε, μέσω επιστολής των ελεγχόμενων από το ΑΚΕΛ δημοτικών συμβουλίων προς τα Ηνωμένα Έθνη τον Νοέμβριο του 1949, τη διενέργεια δημοψηφίσματος υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού, με σκοπό να καταγραφεί η πραγματική βούληση των κατοίκων της Κύπρου […]» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα «Καθημερινή» Αθηνών, 02-09-2012). Η Εθναρχία υπό την καθοδήγηση του Μακαρίου Γ’, νεαρού τότε Μητροπολίτη Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου και πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετεί αυτή την ιδέα και αναγγέλλει ότι θα ανελάμβανε η ίδια τη διοργάνωση του όλου εγχειρήματος. Το Α.Κ.Ε.Λ. τότε, χάριν της ενότητας, συμφωνεί και καλεί τα μέλη και τους οπαδούς του να ψηφίσουν υπέρ της Ενώσεως στο δημοψήφισμα της Εθναρχίας Κύπρου. Πιο συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος, σε συνεδρία της στις 18 Νοεμβρίου 1949, αποφάσισε τη διενέργεια δημοψηφίσματος και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ ζήτησε από τον Βρετανό κυβερνήτη Andrew Wright (Άντριου Ράιτ) όπως η αποικιακή κυβέρνηση αναλάβει τη διοργάνωσή του. Η βρετανική αποικιακή διοίκηση απορρίπτει στις 12 Δεκεμβρίου 1949, την πρόταση της Εκκλησίας να αναλάβει αυτή τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος, διαμηνύοντας πως δεν τίθεται ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος στην Κύπρο και το όποιο αποτέλεσμα τυχόν δημοψηφίσματος δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία. Πέραν όμως της άρνησης της αποικιακής κυβέρνησης, ο Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιό του προς τον λαό ανακοίνωσε την απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος. Στην εγκύκλιο αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ’ ενθουσιασμού. Δι’ Ένωσιν και μόνον Ένωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου. Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ένωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα». Την εγκύκλιο και τη θέση της Εκκλησίας στήριξε με ιδιαίτερη θέρμη και το Α.Κ.Ε.Λ. Ήταν η πρώτη και η μοναδική ίσως φορά που Κυπριακή Εκκλησία και Α.Κ.Ε.Λ. είχαν κοινό πολιτικό στόχο. Αυτός ήταν και κύριος λόγος που η ενωτική πρωτοβουλία τύγχανε παλλαϊκής υποστήριξης. Τέτοια αρραγής ενότητα δεν θα υπάρξει άλλη από τότε. Του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 θα προηγηθούν: α) Η Ενωτική Διακήρυξη του 1947 που προκαλούσε τον Άγγλο κυβερνήτη Lords Winster (Λόρδο Γουΐνστερ) να διενεργήσει ο ίδιος δημοψήφισμα για την Ένωση εις απόδειξιν του Δικαίου του αιτήματος. β) Η Διασκεπτική του 1948 όπου οι Άγγλοι ήθελαν να επιβάλουν ως δήθεν υποχώρηση ένα Σύνταγμα, απαράδεκτο για τους Έλληνες της Κύπρου. γ) Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών του 1948 που σε βασικό άρθρο της περιελάμβανε το δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών. Τη διακήρυξη την υπέγραψαν όλες οι χώρες (και η Βρετανία) με εξαίρεση το ρατσιστικό καθεστώς της Νοτίου Αφρικής, τη Σοβιετική Ένωση και άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, και τη Σαουδική Αραβία, που κράτησαν αποχή. Τον Ιανουάριο του 1950, ο Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος Γ΄ ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου, οργάνωσε το δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών. Το ενωτικό δημοψήφισμα διεξήχθη σε δύο συνεχόμενες Κυριακές ­ στις 15 και 22 του Ιανουαρίου του 1950. Η συλλογή των υπογραφών γινόταν έξω από τις εκκλησίες και άρχιζε μετά την κυριακάτικη δοξολογία. Πρώτη φορά στην ιστορία του νεώτερου Κυπριακού Ελληνισμού ο απλός πολίτης, ο τελευταίος γεωργός, ο πιο άσημος εργάτης, διατράνωνε και διεκδικούσε με την υπογραφή του αυτό που πίστευε, σε μια άνευ προηγουμένου πνευματική έκφραση και ανάταση. Μνήμες αέναες και εμπειρίες κοινές, που εκφράζονταν μέσα από τα ήθη και τα έθιμα, τη κοινή γλώσσα, την κοινή θρησκεία και ιστορία, τους κοινούς αγώνες, τους κοινούς καημούς και πόθους, σφράγισαν το χαρτί με το αίτημα της Ένωσης. Οι συμμετέχοντες υπέγραφαν τέσσερις φορές έτσι ώστε να δημιουργηθούν τέσσερις τόμοι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και είχαν την επιλογή να υπογράψουν σε ειδικά φύλλα χαρτιού που έγραφαν στο πάνω μέρος με κεφαλαία γράμματα: «ΑΞΙΟΥΜΕΝ, ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ή «ΕΝΙΣΤΑΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων της Κύπρου αξίωσαν δια της υπογραφής τους, Ένωση της ιδιαίτερής τους πατρίδας με την Ελλάδα. Για την ακρίβεια συγκεντρώθηκαν 215.108 υπογραφές επί συνόλου 224.757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου. Το εκπληκτικό αυτό ποσοστό αντιπροσώπευε το 95,7 % του εκλογικού σώματος. Την Ένωση υποστήριξαν ενυπογράφως και αρκετοί Τ/Κ, Μαρωνίτες και Αρμένιοι. Ο Σουλεϋμάν Βάλλο, που ψήφισε στην Αγία Νάπα, δήλωσε: «Ήλθα να ψηφίσω με όλη μου την καρδιά την Ένωση με την Ελλάδα και θα φέρω και την μάνα μου και την γυναίκα μου να ψηφίσουν». Ένας άλλος Τ/Κ είπε με νόημα: «Πώς είναι δυνατό να ζήσουμε εμείς οι Τούρκοι ενάντια στη θέληση των αδελφών μας Ελλήνων, που είναι πιο πολλοί από εμάς;» Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με όλες τις υπογραφές, δέθηκαν σε τέσσερις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, και αποφασίσθηκε, οι τρεις σειρές τόμων να δοθούν στην Ελληνική Κυβέρνηση, στην αγγλική κυβέρνηση και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. «Οι χώρες τις οποίες θα επισκεπτόταν η πρεσβεία καθώς επίσης και η σύνθεσή της θα αποτελέσουν τις αιτίες τερματισμού της πρόσκαιρης όπως αποδείχθηκε συμπόρευσης Εθναρχίας και Αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα, το Α.Κ.Ε.Λ. ζήτησε όπως μέλη του κόμματος συμμετέχουν στην πρεσβεία, με την Εθναρχία να διαφωνεί με μια τέτοια εξέλιξη. Επιπλέον η Εθναρχία διαφωνούσε με την αποστολή της πρεσβείας στις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού. Αντιθέτως, το Α.Κ.Ε.Λ. θεωρούσε αναγκαία τη στήριξη των χωρών αυτών σε ενδεχόμενη εγγραφή και συζήτηση του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη. Από την πλευρά της η Εθναρχία δεν επιθυμούσε την εμπλοκή των Σοβιετικών στο Κυπριακό, αφού οι Βρετανοί είχαν αρχίσει, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την εύνοια των Η.Π.Α., να τονίζουν συνεχώς τη δύναμη του Α.Κ.Ε.Λ. στην Κύπρο. Τη δύναμη των κομμουνιστών στο νησί και τον ισχυρισμό ότι το αίτημα της Ενώσεως προωθείτο από αυτούς για εξυπηρέτηση άλλων σκοπιμοτήτων, άρχισαν να επικαλούνται και οι Τούρκοι. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθούν δύο ξεχωριστές πρεσβείες. Στην πρεσβεία της Εθναρχίας υπό τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό συμμετείχαν οι Νικόλαος Λανίτης, Σάββας Λοϊζίδης και Γεώργιος Ρωσσίδης. Στην πρεσβεία του ελεγχόμενου από το Α.Κ.Ε.Λ. Εθνικού Απελευθερωτικού Συνασπισμού (Ε.Α.Σ.) συμμετείχαν ο Γενικός Γραμματέας του Α.Κ.Ε.Λ. Εζεκίας Παπαϊωάννου, το μέλος του κόμματος Εύδωρος Ιωαννίδης που διέμενε στο Λονδίνο και το στέλεχος του Α.Κ.Ε.Λ. Αδάμος Αδάμαντος, δήμαρχος Αμμοχώστου» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα “Καθημερινή” Αθηνών, 02-09-2012). Η πρεσβεία της Εθναρχίας επισκέφθηκε πρώτα την Αθήνα, όπου στη συνάντηση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό έγινε ξεκάθαρο ότι η επίσημη Αθήνα δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη στιγμή να συγκρουσθεί με το Λονδίνο. Χαρακτηριστική της όλης προσέγγισης του θέματος από την Ελληνική Κυβέρνηση ήταν η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού Στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος εκείνη την εποχή, είχε πει, ορθά, κοφτά, στον Μακάριο, όταν μετά από λίγους μήνες έγινε Αρχιεπίσκοπος: «Εγώ, παπά μου, με την Αγγλία δεν τα βάζω». Τα ίδια είχε πει και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, και η αντιπολίτευση η οποία τότε ήταν εντελώς αρνητική. Η Κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν πολύ επιφυλακτική ακόμα και ως προς την πραγματοποίηση συνάντησης με την Κυπριακή Πρεσβεία. Η υποδοχή όμως του κόσμου (η Κυπριακή Πρεσβεία, έτυχε θερμότατης υποδοχής από χιλιάδες Έλληνες στην Αθήνα και σε όλες τις πόλεις της χώρας) και η δημοσιότητα που έλαβε το όλο θέμα στον Ελληνικό Τύπο την ανάγκασαν να άρει τις όποιες επιφυλάξεις της. Ήταν η πρώτη ίσως φορά που το θέμα της Ένωσης απολάμβανε τέτοια δημοσιότητα στον Ελλαδικό χώρο. Μέσα σε αυτό το περίεργο από πλευράς της επίσημης Ελλάδας σκηνικό, οι τόμοι των υπογραφών παραδόθηκαν, στις 4 Ιουλίου 1950, στον πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Γόντικα. Στη συνέχεια η Βουλή των Ελλήνων υιοθέτησε σχετικό ψήφισμα με το οποίο εξέφραζε την πλήρη υποστήριξή της στο αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου. Ακολούθως η Πρεσβεία μετέβη στο Λονδίνο για να συναντηθεί με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία αρνήθηκε να την δεχτεί. Πραγματοποιήθηκαν μόνο κάποιες συναντήσεις με μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου και με εκπροσώπους των βρετανικών μέσων ενημέρωσης. Το Σεπτέμβριο, η πρεσβεία μετέβη στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια Ελληνοαμερικανών πολιτικών και της εκεί Αρχιεπισκοπής, διευθετήθηκαν συναντήσεις με αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης, με αντιπροσωπείες ξένων χωρών στα Ηνωμένα Έθνη, καθώς επίσης και διαφωτιστικές εκστρατείες σε αμερικανικές πόλεις. Συγκριτικά, οι επαφές στις Η.Π.Α. ήταν οι πιο πετυχημένες και παραγωγικές κυρίως από πλευράς συμπάθειας και κατανόησης ως προς τις θέσεις της Πρεσβείας. Από την πλευρά της η Πρεσβεία του Α.Κ.Ε.Λ. (Ε.Α.Σ), στην οποία δεν παραχωρήθηκε θεώρηση εισόδου για την Ελλάδα, μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μετά την άρνηση του υπουργού Αποικιών να τη δεχθεί, πραγματοποίησε επαφές με βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας. Στη συνέχεια η πρεσβεία μετέβη στο Παρίσι όπου συναντήθηκε και με τον Πρωθυπουργό Πλαστήρα που βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα. Το Ε.Α.Σ. ζήτησε την εγγραφή του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη και ο Έλληνας Πρωθυπουργός εξέφρασε τη διαφωνία του με μια τέτοια προοπτική, υποστηρίζοντας τη διευθέτηση του θέματος στο πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Η αντιπροσωπεία συνέχισε τις επαφές της, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Πολωνία. Η επίσκεψη στη Μόσχα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης για παραχώρηση σχετικής θεώρησης εισόδου από το σοβιετικό καθεστώς. Την ίδια αρνητική απάντηση έλαβαν οι Ιωαννίδης και Αδάμαντος όταν επιχείρησαν να εξασφαλίσουν θεώρηση εισόδου για τις Η.Π.Α. 

Σημείωση 1: Του Ενωτικού Δημοψηφίσματος είχαν προηγηθεί δύο Ενωτικά Ψηφίσματα σε όλους τους ενοριακούς ναούς της Μεγαλονήσου,  την 25η Μαρτίου 1921 και  την 25η Μαρτίου 1930. 


Σημείωση 2: Ο Ενωτικός Αγώνας αρχίζει επίσημα από το 1828 με σχετικά υπομνήματα προς τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια του όσου είχε μέχρι τότε απελευθερωθεί ελλαδικού μας κράτους.Όπως γράφει σχετικά και ο Λάζαρος Μαύρος στην Σημερινή 20 Φεβρουάριος 2017 σε άρθρο του με τίτλο «Το Δημοψήφισμα και η… ατίμωση»: 

«ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ τής Ενώσεως υπήρξε το μόνο συνώνυμο της κυπριακής λευτεριάς. Το μόνο ακριβές περιεχόμενο τής έννοιας τής ελευθερίας που επιζητούσε με πρεσβείες, αγώνες και θυσίες, η Κύπρος: Όπως ευτύχησαν την Ένωσιν το 1846 τα Εφτάνησα, το 1912 τα Νησιά τού Ανατολικού Αιγαίου, το 1913 η Κρήτη, το 1947 τα Δωδεκάνησα.  
Ωστόσο η με διάφορους ανέντιμους τρόπους και μεθόδους εμπλοκή των ξένων δεν άφησε τη συνολική βούληση του Κυπριακού λαού να φθάσει στο ποθητό αποτέλεσμα που δεν ήταν άλλο από την Ένωση με τη διαχρονική πηγή του παγκόσμιου πολιτισμού, την οδηγήτρια μάνα Ελλάδα. 

Σημείωση 3: Η Ελλάδα (εκτός από τον Ιωάννη Καποδίστρια) ουδέποτε ηγήθηκε του ενωτικού αγώνα των Κυπρίων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η πρωτοβουλία για αγώνα ενσωμάτωσης της Κύπρου στον Εθνικό Κορμό, ανήκει στους Ε/Κ, με την Ελλάδα, πότε να κατσαδιάζει, πότε να υποστηρίζει χλιαρά και πότε να υποθάλπει τις προσπάθειες για ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με την Ελλάδα!Αυτή τη στάση κράτησε δυστυχώς και η κυβέρνηση Καραμανλή κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-59.Ένας αγώνας που απετέλεσε την μοναδική επιλογή των Ε/Κ ύστερα από τα πολλά ουδέποτε των  Βρετανών για εθνική αποκατάσταση…


 Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή  Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας, από το Μονάγρι Λεμεσού – a.avgoustis@hotmail.com Share this:


Πηγή: Το Ενωτικό Δημοψήφισμα: Όταν όλη η Κύπρος ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα http://mignatiou.com/2018/01/to-enotiko-dimopsifisma-otan-oli-i-kipros-psifise-iper-tis-enosis-me-tin-ellada/

Το ΚΚΕ η ΕΔΑ και το ΑΚΕΛ υπέρ της Ένωσης της Κύπρου και κατά των συμφωνιών Ζυρίχης -Λονδίνου

(Από την εφημ."Ο Δρόμος της Αριστεράς", της 20/12/2010)
του Αντώνη Αντωνίου* 
ΚΚΕ και κυπριακό ζήτημα κατά τη δεκαετία του 1950
Ήδη από τη δεκαετία του ’40, σε μια περίοδο που το Κυπριακό δεν έχει ακόμα λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο «Πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας», τον Ιούνιο του 1945, αναφέρεται ότι «Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας, με όλα τα ειρηνικά μέσα και σε συμφωνία με τους μεγάλους φίλους μας θα διεκδικήσει αποφασιστικά τα εθνικά δίκαια παντού όπου υπάρχουν. Θα ζητήσει την Ένωση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα». Η νέα εποχή των αντιαποικιακών αγώνων γίνεται αντιληπτή και επισημαίνεται στα κείμενα του Κ.Κ.Ε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Η εξασθένιση ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού συστήματος ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανάπτυξη και το στέριωμα του στρατοπέδου της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικιακές και εξαρτημένες χώρες. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ολόκληρου του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού είναι στην ημερήσια διάταξη».
Για το ΚΚΕ, ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικοαπελευθερωτικός και διεξάγεται από τους «Κυπρίους αδερφούς». Εγγυητής και συμπαραστάτης στον αγώνα για την Ένωση είναι η παρέμβαση και η πολιτική του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τις θεσμικές εκείνες δυνάμεις που η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται στα χέρια τους, χωρίς όμως να έχουν τη βούληση του απεγκλωβισμού από τα νατοϊκά και αμερικανοβρετανικά σχέδια στην περιοχή, αλλά και από τις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτάσσουν τη στρατηγική της Ένωσης σε ημίμετρα. Το ΚΚΕ διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία, απέναντι στα «συμβιβαστικά στοιχεία» αντιπαρατάσσει την πολιτική της «ανυποχώρητης συνέπειας».
Ήδη από το 1950, η πολιτική γραμμή του, με σαφήνεια ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείες, είναι αυτή του αγώνα για την Ένωση.
Το Νοέμβριο του 1951, με άρθρο στο Νέο Κόσμο, οι Π. Ρούσος, Γ. Ιωαννίδης και Κ. Κολιγιάννης προβάλλουν –με έγκριση φυσικά του Ζαχαριάδη– το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος μέσα σε μια λεύτερη και δημοκρατική Ελλάδα», σύνθημα το οποίο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του και το ΑΚΕΛ. Με αυτό, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου γίνεται αντιληπτός ως στάδιο/μέρος της ενιαίας διαδικασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Διευκρινίζεται ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ανάγκης για Ένωση με μία Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο «μοναρχοφασισμός» και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, ότι «το ομόφωνο αίτημα του πληθυσμού της Κύπρου, που ποθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι ο κυπριακός λαός εγκρίνει το μοναρχοφασιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές».
Από την άλλη πλευρά, για το ΚΚΕ η συμμαχία των δυνάμεων που επιδιώκουν τη συνέχιση της αποικιακής κυριαρχίας είναι ευρεία: Μοναρχοφασίστες, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι ιμπεριαλιστές εντάσσουν την Κύπρο στα πολεμικά σχέδιά τους σαν στρατηγική βάση και, γι’ αυτό, ο αγώνας για την Ένωση και την απόσπαση του νησιού από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια είναι αγώνας για την ειρήνη. Παράλληλα, θεωρείται πως, στα πλαίσια της πολιτικής των Η.Π.Α, ενθαρρύνεται η θέση των Τούρκων σωβινιστών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικάνικων θέσεων και προετοιμασίας του αντισοβιετικού πολέμου που ετοιμάζεται.
Με την έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ, το 1955, η θέση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα είναι αρνητική. Η γραμμή της Ένωσης χωρίς καμία παραχώρηση σε Βρετανούς και ΝΑΤΟ προβάλλεται επίσης σε αντιδιαστολή με τις κινήσεις και τον τρόπο που διεξάγουν τον αγώνα η Εθναρχία και ο Μακάριος
Για το ΚΚΕ η κυβέρνηση Καραμανλή είναι κυβέρνηση εθνικής υποταγής και το ίδιο το Κυπριακό θέτει το ζήτημα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μία κυβέρνηση που με την καταστολή των συλλαλητηρίων, τις απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων, με την άρνησή της να προωθήσει την πανεθνική ενότητα για το Κυπριακό, «προετοίμασε τη προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία».
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο καθιστούν όλο και περισσότερο, πέρα από την άμεση ανάγκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πιο επιτακτική και τη συμμαχία με τα κράτη εκείνα που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Διαφοροποίηση σημειώνεται με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ που ακολούθησαν. Τα γεγονότα αυτά διευκολύνουν στο να μειωθεί σταδιακά η οξύτητα των κατηγοριών απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον Μακάριο, να ενισχυθούν οι εκκλήσεις για ενιαίο συντονισμό του αγώνα και να γίνει πιο ευέλικτη η τακτική αναφορικά με τις μορφές πάλης που υιοθετούνται ως αποτελεσματικές. Έτσι, η Eθναρχία και η ΕΟΚΑ δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως διασπαστές που οδηγούν το κίνημα για την Ένωση σε ενταφιασμό, αλλά αναφέρονται ως πατριωτικές οργανώσεις που συμμετέχουν και έχουν λόγο στη διεύθυνση του αγώνα.
Η στάση της ΕΔΑ
Οι θέσεις του κόμματος καθορίζονται από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τη δυναμική των διεθνών τάσεων με την παρέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των εθνικών αγώνων. Άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη στάση της ΕΔΑ στο Κυπριακό είναι, φυσικά, η αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής εμβέλειας. Η συμβολή της ΕΔΑ στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό θα είναι σημαντική και η πολιτική της αντίληψη θα λάβει εμπράγματη μορφή μέσα από τις επιτροπές του «Κυπριακού Αγώνα», με ψηφίσματα και εκδηλώσεις δημοτικών συμβουλίων, οργανώσεων και συλλόγων, τις κοινές εκκλήσεις των νεολαιών όλων των κομμάτων, τις πρωτοβουλίες της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, με την παρέμβαση και συμμετοχή στα ογκώδη συλλαλητήρια, όπου τον τόνο δίνει η νεολαία. H EΔΑ, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν μπορεί να αρκεστεί στη διατύπωση γενικών θέσεων, αλλά πρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς τους τρόπους σύνδεσης των θέσεων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα και το αναπτυσσόμενο κίνημα για την Κύπρο. Πολύ συχνά, οι εξελίξεις στην κυπριακή υπόθεση μεταφράζονται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη στάση και τις πολιτικές της, αντιπαράθεση με βάση την οποία ξεδιπλώνεται και παρουσιάζεται η συνολική προγραμματική αντίληψη της ΕΔΑ για τη διεθνή κατάσταση, τη θέση και τη διεθνή στάση του ελληνικού κράτους, τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Με το πέρασμα των χρόνων το Κυπριακό αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους εκλογικούς υπολογισμούς, τα προγράμματα και τη στάση των κομμάτων, αλλά και για τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε κοινωνικό επίπεδο με επίκεντρο το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές διαρκώς πυκνώνουν, οι στρατηγικές των κομμάτων και οι σχεδιασμοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα αυτό, οι ομιλίες στη Βουλή για την Κύπρο πολλαπλασιάζονται.
Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της Ε.Δ.Α ότι ο βασικός ρόλος της κυβέρνησης Καραμανλή –και ο βασικός λόγος για τον οποίο ανήλθε στην εξουσία– υπήρξε το «κλείσιμο» του Κυπριακού προς όφελος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ενώ διαπιστώνεται μια κεφαλαιώδους σημασίας αναντιστοιχία: από τη μια της παθητικής και υποτελούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, που βάση της πολιτικής της είναι η επένδυση στην καλή θέληση της Βρετανίας και των ΗΠΑ ως προς τις τύχες του Κυπριακού, και από την άλλη μιας αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα και η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η εκτίμηση αυτή σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις και την ανταπόκριση του Κυπριακού στις λαϊκές συνειδήσεις, τροφοδοτεί την πολιτική και τη στάση της ΕΔΑ, εντός και εκτός κοινοβουλίου, που σταθερά υποστηρίζει την Ένωση με την Ελλάδα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά τις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ε.Δ.Α για τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν προκρίνεται ούτε διατυπώνεται η πρόταση πλαισίωσης και υποστήριξης από την ελληνική πλευρά της διεθνούς πολιτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η στάση που προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη είναι η ουδετερότητα, καθώς θεωρείται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί, ακόμα και στα πλαίσια του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων.
Το ΑΚΕΛ
Ο άμεσος αριστερός φορέας του αγώνα στην Κύπρο για την Ένωση υπήρξε το ΑΚΕΛ. Είναι επομένως κατανοητό γιατί οι πολιτικές θέσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΕΔΑ αναπτύσσονταν και αξίωναν την πραγμάτωσή τους μέσω της δράσης και της στήριξης του κόμματος αυτού, από τη στιγμή που ανήκε στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων για την Ένωση και ενάντια στην υποτέλεια, τον ιμπεριαλισμό και τη νατοποίηση.
Το ΑΚΕΛ ως κόμμα συγκροτείται το 1941. Εκτός από ορισμένες προτάσεις για αναδιάρθρωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου σε μια κατεύθυνση «αυτοδιοίκησης» που το ΑΚΕΛ δέχτηκε να συζητήσει το 1948 με τους Βρετανούς, ο προσανατολισμός του θα παραμείνει στραμμένος σταθερά προς την Ένωση. Η αποτυχία των συζητήσεων με τους Βρετανούς για αυτοκυβέρνηση του νησιού, σε συνδυασμό με την πίστη στην τελική νίκη του ΔΣΕ στον εμφύλιο στην Ελλάδα, ισχυροποίησαν τη γραμμή αυτή. Την πολιτική αυτή πρόταση θα ευνοήσει και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα αντιαποικιακά κινήματα της Μέσης Ανατολής και η αναζήτηση ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου σε Ελλάδα και Κύπρο. Η έξαρση, εξάλλου, του εθνικισμού στην Κύπρο και ο φόβος της απόδοσης της κατηγορίας της «προδοσίας» είναι ένας ακόμα λόγος που θα καταστήσει το ΑΚΕΛ σταθερό φανατικό υπέρμαχο της Ένωσης. Ταυτόχρονα, η πολιτισμική και εθνολογική συνάφεια Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων θα προσδώσει στο αίτημα της Ένωσης –για τους οπαδούς τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς– το χαρακτήρα ενός «φυσικού δικαιώματος» που νομοτελειακά έπρεπε να εκπληρωθεί, αργά ή γρήγορα.
Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, που έχει για το ΑΚΕΛ διαταξικό χαρακτήρα, οφείλει να διεξαχθεί συντονισμένα από τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα και γι’ αυτό η κομμουνιστική στρατηγική υποτάσσεται στην άμεση τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Κύπρος. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: Ένωση ή εγγλέζικη κατοχή. Σ’ αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: όλος ο λαός ενωμένος για την Ένωση. Εμείς παραμερίζουμε –έτσι είναι λογικό και έτσι κάνουμε– κάθε μάξιμουμ πολιτικό αίτημά μας που πηγάζει μέσα από το κομμουνιστικό πρόγραμμά μας για να πετύχουμε την ενότητα όλων που θέλουν την Ένωση – λευτεριά χωρίς όρους, χωρίς ανταλλάγματα και είναι πρόθυμοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτή».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν το 1956, η κυπριακή Αριστερά παράλληλα με την προσπάθεια να κατοχυρώσει την αυτονομία της στο πλαίσιο του αγώνα, αναγνώριζε σιωπηρά και με τις κινήσεις της την ηγεμονία της Εθναρχίας και διατύπωνε επανειλημμένα προτάσεις συνεργασίας τις οποίες η Εθναρχία απέρριπτε. Οι αντιδράσεις της κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην Αριστερά είχαν γνώμονα όχι μόνο τα κριτήρια και τις αξίες του παραδοσιακού συντηρητισμού, αλλά και τις ιδεολογικές πραγματικότητες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, οι εθνικοαπελευθερωτικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’50 (ενωτικό δημοψήφισμα, ένοπλη εξέγερση κ.λπ.) ενίσχυσαν και παγίωσαν την υπεροχή της παραδοσιακής ηγεσίας. Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα το ΑΚΕΛ δεν θα αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου, αντίθετα αυτός θα είναι ο μόνος πραγματικός αρχηγός του αγώνα. Δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της εξορίας τού το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν επιχείρησε να τον υποκαταστήσει στην ηγεσία του αγώνα, αλλά αντίθετα αγωνιζόταν διαρκώς για την επάνοδό του. Παρά τους όποιους βερμπαλισμούς, ούτε θα αναπτύξει ένοπλη δράση, ούτε θα διεκδικήσει την ηγεμονική θέση εντός του «εθνικού μετώπου», ούτε θα δώσει έμφαση στο πεδίο της εσωτερικής ταξικής σύγκρουσης – και αυτό παρά τη μεγάλη την επιρροή που είχε στο μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό.
Οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου* και η στάση της Αριστεράς
Το ΚΚΕ, βάσει της πολιτικής του, θα απορρίψει τις συμφωνίες: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τον Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου». Η θέση του κόμματος είναι ότι με το πρόσχημα μιας τυπικής ανεξαρτησίας ενταφιάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και εγκαταλείπεται κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που όχι μόνο παραμένουν οι βρετανικές βάσεις– για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ιμπεριαλιστών– αλλά πλέον αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο νησί και οι Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι παραχωρήσεις στην Τουρκία αποδεικνύουν πως πρόκειται για ανεξαρτησία πλασματική. Απέναντι στην «τεχνητή θριαμβολογία» για τις εξελίξεις, καλούνται οι «πραγματικοί πατριώτες να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση».
Μετά τη οριστικοποίηση της συμφωνίας στο Λονδίνο, με την οποία ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρουσιάζονται συνολικότερα και οι θέσεις του ΚΚΕ. Η συμφωνία περιγράφεται ως πραξικόπημα απέναντι στον κυπριακό λαό, την Ελλάδα και την ειρήνη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί την κυριαρχία του, οι Τούρκοι έρχονται στο νησί ως κατακτητές και είναι αυτοί που αναγορεύονται στην πραγματικότητα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του νησιού. Οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων σωβινιστών ενθαρρύνονται και αυξάνονται έτσι οι κίνδυνοι ελληνοτουρκικών προστριβών και συγκρούσεων, ενώ το σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών που καθιερώνεται με την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας. Το συνταγματικό κατασκεύασμα της Ζυρίχης και του Λονδίνου απαγορεύει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και καθιερώνει την ουσιαστική διχοτόμηση. Τις συμφωνίες αποδέχτηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο πρωθυπουργός Καραμανλής, εκπληρώνοντας έτσι την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τους Αμερικάνους: να κλείσει το Κυπριακό με διασφάλιση της ατλαντικής τάξης στην περιοχή. Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζονται επίσης και στον Μακάριο που, υποχωρώντας στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και του Καραμανλή, υπέγραψε τις συμφωνίες. Η προτροπή και το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι η συνέχιση της πάλης για αυτοδιάθεση, που αναγκαστικά περνάει μέσα από την ακύρωση των συμφωνιών. «Η εργατική τάξη της Ελλάδας, επικεφαλής των προοδευτικών δυνάμεων και ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα συνεχίσει ως το νικηφόρο τέρμα την πάλη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θα σταθεί ακλόνητα στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Το ΚΚΕ επιδοκιμάζει την πατριωτική στάση των κομμάτων, βουλευτών, οργανώσεων, προσωπικοτήτων, που αποδοκίμασαν τη συνωμοσία της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ΚΚΕ παλεύει για την ακύρωσή τους».
Και για την ΕΔΑ, με τις συμφωνίες αυτές το νησί τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία των Δυτικών δυνάμεων, δεσμεύεται και υποθηκεύεται κάθε προοπτική του μέλλοντος, από τη στιγμή που εμπεδώνεται και αναβαθμίζεται η αποικιακή κυριαρχία: «Δεν θα υπάρχει Κυπριακόν πολίτευμα και δεν θα υπάρχει Κυπριακόν κράτος, εάν δεν είναι υποχρεωτικώς εσαεί σύμμαχον το οποίον έχει όχι μόνον δικαίωμα αλλά και υποχρέωσιν να συμβάλη εις την κοινήν άμυναν των συμμάχων. Αυτό είναι δυνατόν να εκθέση το μικρόν κράτος της Κύπρου είναι βέβαιον μάλλον, εάν ιδούμεν το τι συνέβη εις το παρελθόν όταν δύο φορές η Κύπρος έγινε το ορμητήριον ληστρικών επιδρομών επ’ ονόματι των συμφερόντων των μονοπωλίων πετρελαίου». Η παρουσία στρατού από τις ξένες δυνάμεις, το δικαίωμα επέμβασης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας και η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο νησί, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια νέα μορφή «συλλογικής κατοχής».
Οι συνθήκες αυτές, από τη στιγμή που ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Δυτικών στην περιοχή, ήταν σκόπιμο να επιβληθούν «από πάνω» στον κυπριακό λαό, ώστε να μην υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο απόρριψης ή αμφισβήτησής τους, αλλά και για να κλείσει οριστικά πλέον ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση και την Ένωση.
Μεγάλες είναι, για την ΕΔΑ, οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης, που με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς, υποχρέωσε τους Κυπρίους και το Μακάριο να υπογράψουν τις συμφωνίες. Οι ευθύνες βαραίνουν και τον ίδιο τον Μακάριο, που με το να καταστεί δέσμιος της μυωπικής και υποτελούς πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και να της εκχωρήσει την πρωτοβουλία των χειρισμών, οδήγησε τα πράγματα στη χείριστη λύση.
Η Ε.Δ.Α θεωρεί πως το εύρος των δικαιωμάτων που αποδίδεται στην τουρκική μειονότητα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελληνικής πλειονότητας, δικαιώματα που πηγάζουν από την πληθυσμιακή υπεροχή της.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια των συμφωνιών αυτών για την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι η κατοχύρωση του αποφασιστικού ρόλου της Τουρκίας: «Κατωχυρώθη ο Τουρκικός παράγων και εμπραγμάτως δια της παρουσίας εν Κύπρω τουρκικών δυνάμεων».
Το πολίτευμα που εγκαθιδρύεται είναι μη λειτουργικό και φέρει σπερματικά μέσα του επερχόμενους κινδύνους εντάσεων και συγκρούσεων. «Με αυτό το σύστημα κανέν Έθνος, ούτε εκυβερνήθη, ούτε δύναται να κυβερνηθή. Είναι ένα Σύνταγμα το οποίον αφήνει εις μεγάλας και επανειλημμένας περιπτώσεις παράλυτον και την Κυβέρνησιν και τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και το κοινοβούλιον […] η αδυναμία λειτουργίας του Πολιτεύματος, εστία συνεχών προστριβών και αναφλέξεων. Εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους κύριοι συνάδελφοι. Είναι μια επινόησις διαβολική. Θα δημιουργεί αδιέξοδον κάθε στιγμή, σκοπέλους εις τους οποίους απαρεγκλίτως θα προσκρούση η Ελλάς».
Ως διέξοδος προτάσσεται, στο πλαίσιο πάντα της άποψης για ανάγκη αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και μη εμπλοκής της Ελλάδας σε πολιτικούς συνασπισμούς και πολεμικές περιπέτειες, η εξής: «Πάντως πέραν οιωνδήποτε δεσμεύσεων και συμμαχιών, το θέμα της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού μένει ανοικτόν. Τα ιδανικά της ελευθερίας που φλογίζουν την νεολαίαν στην Ελλάδα και την Κύπρον, δεν πρόκειται να καταπνιγούν. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν διερχώμεθα την ιστορικήν περίοδον της καταρρεύσεως της αποικιοκρατίας». Η θέση του κόμματος είναι σαφής: το ζήτημα της αυτοδιάθεσης οφείλει να μείνει ανοιχτό, καθώς ανταποκρίνεται στη θέληση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και εκφράζει τις διεθνείς τάσεις, το παρόν και το μέλλον της αποαποικιοποίησης και των αντιαποικιακών αγώνων.
Η πολιτική της Ένωσης και η εναντίωση στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Βρετανούς και τους Τούρκους, θα φέρουν σε σύγκρουση το ΑΚΕΛ και τον Μακάριο για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προσωρινά και για μικρό διάστημα το 1958 το ΑΚΕΛ είχε αποδεχτεί, όπως και το ΚΚΕ, την πρόταση για ανεξαρτησία. Είναι η εποχή που το ΑΚΕΛ αντιδρά στην εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν. Υπό τους εξής όμως όρους: να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, να μην παραχωρηθούν βάσεις στη Μ. Βρετανία και το ΝΑΤΟ και να μην αποκλείεται η αυτοδιάθεση ως προοπτική του μέλλοντος. Οι όροι αυτοί δεν θα εκπληρωθούν στη Ζυρίχη, όπου στην κυπριακή αντιπροσωπεία συμμετείχαν και πέντε μέλη της κυπριακής Αριστεράς, τα οποία δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ακόμα και σήμερα οι πληροφορίες για τη στάση των μελών του ΑΚΕΛ στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες και παρουσιάζονται μέσα από αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες. Στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα κατηγορήσει τον Μακάριο ότι παραχώρησε ατιμωτικές δεσμεύσεις χωρίς τη θέληση και την έγκριση του λαού, ότι επανέφερε στην Κύπρο την τουρκική κατοχή και ότι «έγινε επίορκος και ενταφίασε τους προαιώνιους και ιερούς πόθος του λαού για την αυτοδιάθεση». Γι’ αυτό και στις προεδρικές εκλογές του 1959 θα υποστηρίξει –σε έναν ετερογενή σχηματισμό, με συμμετοχή ακόμα και ακροδεξιών– τον ανθυποψήφιο του Μακαρίου Ιωάννη Κληρίδη. Σύντομα όμως, ακολουθώντας μια πιο ρεαλιστική τακτική και εστιάζοντας περισσότερο στα καθήκοντα του παρόντος, θα υιοθετήσει μια πολιτική άμεσης παρέμβασης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία «η απαλλαγή της Κύπρου από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου και η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι το κύριο καθήκον προοπτικής, που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής μας». Στην ίδια απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαρτίου του 1961, τονίζεται ότι «η απαλλαγή από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με το μακροχρόνιο μαζικό ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και προγραμματισμένο αγώνα όλου του λαού».
Αντώνης Αντωνίου είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

* Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
(Από τον "Ριζοσπάστη"της 7/3/1999)

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου δημιούργησαν στην Κύπρο έναν τύπο "εξαρτημένου - ανεξάρτητου" κράτους υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που όμοιό του, έστω και ως δείγμα, δεν υπήρχε στον κόσμο. Σήμερα, βέβαια, κανένας δεν υπερασπίζεται αυτές τις συμφωνίες ως καλές. Τότε, όμως, όταν δηλαδή υπογράφηκαν, δεν έλειπαν οι θριαμβολογίες. 
Στις 11/2/1959, την ημέρα της υπογραφής τη συμφωνίας της Ζυρίχης, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Καραμανλής, δήλωνε με έκδηλη υπερηφάνεια: "Η ημέρα αυτή ανήκει εις τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής μου και θα αποτελέση σταθμόν εις την ιστορίαν της Κύπρου. Εις την Ζυρίχην εθέσαμεν με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Μεντερές τας βάσεις διά την επίλυσιν ενός εκ των δυσκολοτέρων διεθνών ζητημάτων. Εσχεδιάσαμεν λύσιν διά της οποίας αποδίδεται μετά μακραίωνα δουλείαν εις τον Κυπριακόν Λαόν η ελευθερία του. Εξ άλλου διά της ευτυχούς επιλύσεως του Κυπριακού προβλήματος αποκαθίσταται η φιλία και η συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Αγγλίας" (Εφημερίδες 12/2/1958). 
Η τελευταία αυτή φράση του Κ. Καραμανλή είναι και όλη η πολιτική ουσία των συμφωνιών δεδομένου ότι παραπέμπει στη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και στο διακαή πόθο των Αμερικανών να την επιτύχουν, κλείνοντας προς όφελός τους την πληγή του κυπριακού.
"Οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, υπογραμμίζει ο στενός συνεργάτης του Μακάριου Ν. Κρανιδιώτης, υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η Βρετανική Κυβέρνηση έθεσε τον Κυπριακό λαό και την ηγεσία του: H τις Συμφωνίες ή τη Διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το "μη χείρον". Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθεια ΝΑΤΟικής ρύθμισης του θέματος. Ετσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, και, με την ενθάρρυνση των παράλογων τουρκικών αξιώσεων, διαμορφώθηκαν στο νησί δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες" (Ν. Κρανιδιώτη: "Δύσκολα χρόνια - Κύπρος 1950 - 1960", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 395).
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η διχοτόμηση ενυπάρχει στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, αφού είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκαν. Πριν, όμως, αναφερθούμε στο περιεχόμενο των συμφωνιών, ας δούμε πώς φτάσαμε ως τα εκεί.
Η απειλή της διχοτόμησης
Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία ήθελε ανοιχτά να χρησιμοποιεί την απειλή της διχοτόμησης, για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι ιστορικά σαφής και καθαρή. Αλλωστε, πλήθος είναι τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, που παρουσίασε κατά καιρούς, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν. Αναλυτικότερα:
Στις 19 Ιούνη του 1958 ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μακ Μίλαν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ένα νέο σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο έφερε τον τίτλο "Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο" και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούσαν ο Αγγλος κυβερνήτης, ο Ελληνας και ο Τούρκος αντιπρόσωπος, καθώς και έξι υπουργοί εκ των οποίων οι τέσσερις θα ήταν Ελληνοκύπριοι και οι δύο Τουρκοκύπριοι.
- Τη συγκρότηση δύο κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
- Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα ήταν θέματα της αρμοδιότητας του Αγγλου κυβερνήτη και ο ρόλος των αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας θα ήταν συμβουλευτικός.
- Το καθεστώς αυτό του "Συνεταιρισμού" θα διαρκούσε εφτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας (Α. Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: "Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του", εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, σελ. 314 - 315, Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο σελ. 320 - 321, Πλ. Σέρβα: "Κυπριακό - Ευθύνες", εκδόσεις Γραμμή, τόμος Α', σελ. 355 - 356 κ. ά.).
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτωβρίου 1958 - μια έναρξη που ουσιαστικά στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις προς τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, εγκαταλείποντας τη θέση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και σε απάντηση στην προοπτική της διχοτόμησης πρότεινε, το Σεπτέμβρη του 1958, τη συγκρότηση ανεξάρτητου κυπριακού κράτους στα πλαίσια της βρετανικής κοινοπολιτείας. Τη νέα αυτή θέση έσπευσε να υιοθετήσει αμέσως η κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία, βεβαίως, γνώριζε τη σχετική κίνηση του αρχιεπισκόπου πριν αυτή δημοσιοποιηθεί και τα είχε συμφωνήσει μαζί του (Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον εμφύλιο στη Χούντα", εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Γ, σε. 355 - 361).
Από κει και ύστερα οι εξελίξεις που ακολούθησαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο ήταν θέμα χρόνου.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου
Στις 5 Φεβρουαρίου 1959, με θέμα το Κυπριακό, άρχισαν στη Ζυρίχη υψηλού επιπέδου συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών Καραμανλή και Μεντερές, καθώς και των υπουργών Εξωτερικών Αβέρωφ και Ζορλού, πλαισιωμένων από διπλωματικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες. Η διάσκεψη που κράτησε έξι μέρες στάθηκε στις λεπτομέρειες του θέματος και στις τελευταίες διευθετήσεις. Το βασικό πλαίσιο των συμφωνιών είχε ήδη καταληχθεί μέσω των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαγάγει μυστικά - αλλά πάντα εν γνώσει των Αμερικανών και των Βρετανών - ο Αβέρωφ και ο Ζορλού ολόκληρο το Δεκέμβρη του 1958 και το Γενάρη του 1959 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ετσι, μέχρι τα μέσα Γενάρη 1959 είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών στα βασικά ζητήματα και λίγες μέρες αργότερα, στις 29/1, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού έλαβε γνώση των εξελίξεων και ο Μακάριος ο οποίος - όπως φανερώνουν τα δημοσιευμένα πρακτικά της σύσκεψης - έδειξε μάλλον ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα (Ευάγγ. Αβέρωφ: "Ιστορία χαμένων ευκαιριών, Κυπριακό 1950 - 1963", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β, σελ. 168 - 175). Η δουλιά επομένως τουΚαραμανλή και τουΜεντερές στη Ζυρίχη δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας. Εμενε, πλέον, το τελικό στάδιο της υπόθεσης, η υπογραφή δηλαδή των συμφωνηθέντων από τη Μ. Βρετανία, τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας καιτης Τουρκίας καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών απ' όλους τους ενδιαφερόμενους. Ορισμένες αντιρρήσεις εκ μέρους του Μακαρίου και των Ελλήνων της Κύπρου κάμφθηκαν γρήγορα και δεν επηρέασαν καθόλου το περιεχόμενο όσων είχαν καθοριστεί με τη συμφωνία της Ζυρίχης. Για την Κύπρο άνοιγε, πια, μια νέα σελίδα της ιστορίας της, όπου η τραγωδία ήταν - και παραμένει - κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Ας δούμε, όμως, τι προέβλεπαν οι συμφωνίες στα κύρια σημεία τους.
Το περιεχόμενο των συμφωνιών
Στα βασικότερα σημεία τους οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου προέβλεπαν:
- Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη - κηδεμόνες εγγυώνται την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται...
- Αποκλείεται οποιαδήποτε μερική ή ολική ένωση του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο και τα βασικά σημεία του κυπριακού συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
- Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από εφτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
- Θα υπήρχε μια ενιαία Βουλή, όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η καθεμία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
- Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
- Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι (αν και αυτοί ήταν μόλις το 18% του πληθυσμού!) Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας, αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
- Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών (τα κείμενα των συμφωνιών: Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 534 - 556 και Γ. Ζωιδη - Τ. Αδάμου: "Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά", ΠΛΕ - 1960, σελ. 193 - 212).
Δε χρειάζεται και πολύς κόπος, για να καταλάβει κανείς ότι το κυπριακό κράτος της "εξαρτημένης ανεξαρτησίας" που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Μια σύγκριση των συμφωνιών της Ζυρίχης - Λονδίνου με το σχέδιο Μακ Μίλαν δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις. Επιπλέον, υπήρχε και κάτι ακόμη που ολοκλήρωνε το ξεπούλημα του κυπριακού λαού είτε επρόκειτο για Ελληνοκυπρίους είτε για Τουρκοκυπρίους. Στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια "συμφωνία κυρίων" που μεταξύ άλλων προέβλεπε:
"Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδοτης Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις... " (Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 546).
Τα σχόλια περιττεύουν!!!. -
Γ. Π.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ευτύχη Μπιτσάκη: Οι αριστεροί αντιεθνικιστές μας βλέπουν μόνο τον ελληνικό εθνικισμό Τ

Του Ευτύχη Μπιτσάκη, τέως στελέχους του ΚΚΕ και αργότερα της ηγεσίας του ΝΑΡ, κορυφαίου φιλόσοφου, φυσικού, συγγραφέα και αγωνιστή της Αριστεράς εκείνης που ούτε συγκυβερνήσεις με Μητσοτάκη και με ΝΔ+ΠΑΣΟΚ έκανε, ούτε την καπιταλιστική "περεστρόικα" εξυμνούσε, ούτε λέει πως "το ΕΑΜ ήταν ...εθνικίζουσα απόκκλιση", ούτε, όπως η νεοταξίτικη του ΝΑΤΟ και των μνημονίων "αριστερά" , υβρίζει σαν ..."εθνικιστές" όσους δεν υπηρετούν όπως αυτή τους ξένους εθνικισμούς σε βάρος του ελληνικού λαού...



Οι αριστεροί αντιεθνικιστές μας βλέπουν μόνο τον ελληνικό εθνικισμό




Του Ευτύχη Μπιτσάκη
Ένας ιδιότυπος αριστερός αντιεθνικισμός ευδοκιμεί τα τελευταία χρόνια σε ορισμένους χώρους της ελληνικής Αριστεράς. Αλλά οι αριστεροί είναι εξ ορισμού αντιεθνικιστές. Ακόμα περισσότερο: είναι διεθνιστές. Πού βρίσκεται λοιπόν το πρόβλημα; Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό και ο ελληνικός εθνικισμός δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Εθνικισμός σε βάρος των Σλαβομακεδόνων, των Μουσουλμάνων και των Πομάκων της Θράκης. Οξύνθηκε όμως τελευταία με την επιμονή των Σλαβομακεδόνων της FYROM να ονομάζουν τους εαυτούς τους Μακεδόνες και το κράτος τους Μακεδονία. Λοιπόν;
Ο αριστερός αντιεθνικιστής θα αντιτείνει: Κάθε λαός έχει δικαίωμα να επιλέγει το όνομα του έθνους ή της κρατικής του υπόστασης. Σύμφωνοι. Όμως με μια προϋπόθεση: ότι δεν θα πλαστογραφεί την ιστορία, δεν θα διεκδικεί τίτλους ή εδάφη που δεν του ανήκουν, και δεν θα απειλεί γειτονικούς λαούς. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι υπάρχει έθνος Σλαβομακεδόνων (επ’ αυτού φαντάζομαι έχουν γνώμη οι ιστορικοί). Το έθνος αυτό δικαιούται να επιλέξει όποιο όνομα θέλει, σεβόμενο τα αυτονόητα τα οποία σημείωσα.
Τι γίνεται λοιπόν με τη γειτονική Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη FYROM; Κατ’ αρχάς, στη FYROM συνυπάρχουν δύο εθνότητες: οι Σλαβομακεδόνες και οι Αλβανοί. Ας αγνοήσουμε όμως τις μεταξύ τους διαφορές και ας ασχοληθούμε μόνο με την ισχυρότερη εθνότητα: τους Σλαβομακεδόνες. Επίσης ας αναγνωρίσουμε το καθεστώς του έθνους σε αυτή την εθνότητα. Και ρωτάμε: Πότε εμφανίστηκαν οι Σλάβοι στον ελληνικό χώρο, και ειδικά στην ιστορική Μακεδονία; Γνωστό: τον 6ο, 7ο, 8ο αιώνα μ.Χ. Δηλαδή χίλια χρόνια περίπου μετά το Μακεδονικό βασίλειο και τον Αλέξανδρο. Δεν πάσχω από κανένα είδος προγονοπληξίας. Οι Μακεδόνες εξάλλου θεωρούνταν βάρβαροι από τους κατοίκους της Νότιας Ελλάδας. Είναι γνωστό ότι τα σλαβικά φύλα έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο και βαθμιαία αφομοιώθηκαν. Έμειναν βεβαίως τα τοπωνύμια, που πολλά επιβιώνουν μέχρι και σήμερα, παρ’ όλες τις μετονομασίες στις οποίες προχώρησε το ελληνικό κράτος. Όμως συμπαγείς σλαβικοί πληθυσμοί, πλειοψηφικοί, υπήρχαν μόνο σε ορισμένες περιοχές της βόρειας ελληνικής Μακεδονίας, και κυρίως στη βόρειο Μακεδονία, στη σημερινή FYROM. Πού στηρίζεται λοιπόν ο σλαβομακεδονικός, όψιμος και ανιστορικός εθνικισμός και ο συνακόλουθος αλυτρωτισμός;
Σημείωσα ότι η ιστορία δεν είναι σημερινή. Ένα παράδειγμα: Στη Γυάρο, στη δεκαετία του ’40 προς ’50, εκτός από Έλληνες, είχε και πολλούς Σλαβομακεδόνες κρατούμενους. Οι σχέσεις Ελλήνων-Σλαβομακεδόνων ήταν άψογες. Όμως οι τελευταίοι ήταν κάπως κλεισμένοι στον εαυτό τους, πράγμα κατανοητό αν σκεφτούμε και τα δικά τους μαρτύρια (διωγμοί, φυλακίσεις, εκτελέσεις) από το εθνικόφρον ελληνικό κράτος. Ως εδώ καλά. Όμως οι συμπαθείς Σλαβομακεδόνες ονόμαζαν από τότε τους εαυτούς τους Μακεδόνες. Τι εννοούσαν μ’ αυτό;
(Μια προσωπική παρένθεση. Το 1948-49 ήμουν στη Γυάρο, στα «ανήλικα». Διαφώνησα με την 9η Ολομέλεια του ΚΚΕ για τους Σλαβομακεδόνες και εισέπραξα την πρώτη μου απομόνωση. Τέλος η παρένθεση).
Πώς φτάσαμε λοιπόν στη σημερινή διαμάχη; Είναι γνωστό ότι επί Τουρκοκρατίας στη Βαλκανική ζούσε ένα μωσαϊκό λαών: Έλληνες, Σλάβοι, Αλβανοί, Βλάχοι, Εβραίοι, Σαρακατσαναίοι κ.λπ. Παρά τις διαφορές, εθνοτικές και θρησκευτικές, οι λαοί αυτοί συνυπήρχαν, ειρηνικά κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι ο Ρήγας οραματιζόταν μια ομοσπονδία λαών στη Βαλκανική. Η σχετική ωρίμανση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων είχε ως συνέπεια μια σειρά επαναστάσεις και τη συγκρότηση εθνικών κρατών. Αλλά η «οριστική» ρύθμιση της Βαλκανικής έγινε με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ως αποτέλεσμα των συμφερόντων των «μεγάλων δυνάμεων» και γενικότερα των τότε συσχετισμών δύναμης. Ο χώρος που αντιστοιχούσε στην, ας πούμε, ιστορική Μακεδονία κόπηκε στα τρία: Ελληνική Μακεδονία, Βουλγαρική και Βόρεια. Ανταλλαγή πληθυσμών, μεταναστεύσεις, διωγμοί, η Ελληνική Μακεδονία έγινε Ελληνική, η Βουλγαρική έγινε Βουλγαρική, και οι Σλαβομακεδόνες περιορίστηκαν κυρίως στη μετέπειτα FYROM.
Ήτανε δίκαιη η κατάτμηση της Βαλκανικής; Η απάντηση είναι γνωστή: Η Μακεδονία κόπηκε στα τρία. Η Βόρεια Ήπειρος δόθηκε στην Αλβανία, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου στην πολυεθνική Γιουγκοσλαβία, η Ανατολική Θράκη στην Τουρκία. Η «πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων» εφοδιάστηκε με νέα πυρίτιδα.
Δηλαδή: Οι αντιθέσεις μεταξύ των συγκροτημένων πλέον εθνών παγιώθηκαν. (Το έθνος δεν είναι «κατασκευή», αλλά το εθνικό κράτος συμβάλλει με τους μηχανισμούς του στην ολοκλήρωση της εθνικής συνείδησης.) Παρά ταύτα η Βαλκανική πέρασε μια μακρά περίοδο χωρίς πολέμους. Η «σοσιαλιστική» Γιουγκοσλαβία ειδικά κατόρθωνε να εξισορροπεί τις εσωτερικές εντάσεις μεταξύ των εθνοτήτων της. Ως προς την τότε «Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», το όνομά της δεν δημιουργούσε πρόβλημα για την Ελλάδα επειδή, πρώτον, η δημοκρατία αυτή δεν αποτελούσε κράτος και, δεύτερον, από την ονομασία προέκυπτε ότι επρόκειτο για μέρος της άλλοτε ενιαίας (ποιας ενιαίας;) Μακεδονίας.
Πώς ανατράπηκε λοιπόν η ασταθής έστω ισορροπία στη Βαλκανική; Ποιος έβαλε τη θρυαλλίδα στην μπαρουταποθήκη; Και πώς αντέδρασαν τότε πολλοί από τους αριστερούς αντιεθνικιστές μας;
Θυμίζω τα γεγονότα: Πρώτος πόλεμος (1991) με επικεφαλής τις ΗΠΑ «υπέρ της ελευθερίας των Κροατών και των Σλοβένων». Δεύτερος πόλεμος (1999) «υπέρ των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου». Οι τρομοκράτες του UCK, χρηματοδοτούμενοι και εξοπλισμένοι από τις ΗΠΑ, άλλοτε ονομάζονταν από τους Αμερικανούς τρομοκράτες και άλλοτε προστατευόμενοι και σύμμαχοι. Αποτέλεσμα: η καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας, η ραδιενέργεια από το απεμπλουτισμένο ουράνιο, η απόσχιση της Κροατίας και της Σλοβενίας το 1991 και της Βοσνίας το 1992. Η πολυεθνική Γιουγκοσλαβία δεν υπήρχε πλέον (κατά τον Κλαρκ, οι Αμερικανοί σχεδίαζαν τη διάλυσή της από τη δεκαετία του ’80).
Και οι τότε (και νυν;) αντιεθνικιστές μας; Υποστήριξαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας χάριν της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των Κοσοβάρων.
Αλλά επί Τίτο το Κόσοβο ήταν αυτόνομο. Και οι ΗΠΑ αργότερα σαμπόταραν συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία για την αυτονομία του Κοσόβου στα πλαίσια της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας. Γιατί;
Ο ανθρωπισμός των αντιεθνικιστών μας είναι αντιφατικός και τυφλός: Αντιεθνικιστές αυτοί, υποστήριξαν τις εθνικιστικές συμμορίες του UCK. Δέχτηκαν όλη τη χαλκευμένη προπαγάνδα εναντίον των Σέρβων και δεν διέκριναν τα κίνητρα των επιδρομέων. Και η κατάληξη: Η πολυεθνική Γιουγκοσλαβία ανήκει στο παρελθόν. Στο «απελευθερωμένο» Κόσοβο κυριαρχεί ο θάνατος, ο φόβος, η πείνα και η πορνεία. Και οι ΗΠΑ εγκατέστησαν μεγάλη στρατιωτική βάση στο Κόσοβο, το οποίο προστέθηκε στον κατάλογο των προτεκτοράτων που δημιουργούν οι ΗΠΑ, οξύνοντας και τροφοδοτώντας υπαρκτές αντιθέσεις στην Ευρώπη, στην Ασία και όχι μόνο. Τι λένε σήμερα οι αριστεροί αντιεθνικιστές μας για τα τότε; Και τι λένε για την αποδοχή, εκ μέρους τους, του σχεδίου Ανάν για τη διχοτόμηση της Κύπρου;
Και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας; Η Ελλάδα ορθώς δέχτηκε την προσωρινή ονομασία Πρώην… Γιατί όμως τα δύο μεγάλα κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) δεν αξιοποίησαν το πακέτο Πινέιρο (1992) ώστε να επιτύχουν τότε μια αμοιβαία δεκτή ονομασία, τότε που η FYROM ήταν σχεδόν ανύπαρκτη διεθνώς; Επειδή το μικροκομματικό συμφέρον υπερίσχυσε του εθνικού, όπως συνήθως. Έκτοτε η FYROM αναγνωρίσθηκε ως Μακεδονία περίπου από 100 κράτη. Οι συνέπειες είναι γνωστές. Δηλαδή: Κατά την επίσημη και ανεπίσημη προπαγάνδα, οι Σλαβομακεδόνες είναι οι Μακεδόνες, απόγονοι του Αλεξάνδρου, απόγονοι των αρχαίων, ιδιοκτήτες του ήλιου της Βεργίνας, τον Αλέξανδρο τον έκαναν αεροδρόμιο, σε διάφορες χώρες παρελαύνουν ντυμένοι σαν αρχαίοι Έλληνες (όπως κάνουν και οι «δικοί μας» αρχαιόπληκτοι…). Κατά την προπαγάνδα τους οι «Μακεδόνες» (Σλαβομακεδόνες) είναι γηγενείς, ενώ οι Έλληνες έχουν υποσαχάρια καταγωγή. Αλλά θα αντιτείνει κανείς ότι αυτά είναι ανεπίσημη προπαγάνδα. Λάθος! Η αδιαλλαξία του Γκρουέφσκι είναι γνωστή: μόνο όνομα, Μακεδονία. Ο ίδιος άλλωστε έχει θέσει πρόβλημα «μακεδονικής μειονότητας» στη χώρα μας. Ταυτόχρονα, αριστεροί αντιεθνικιστές κατηγορούν την Ελλάδα ότι δεν αναγνωρίζει τη «μακεδονική» και την τουρκική μειονότητα. Οι χάρτες και τα σχολικά εγχειρίδια επίσης δεν είναι ιδιωτική υπόθεση και οι χάρτες περιλαμβάνουν και την ελληνική Μακεδονία. Οι ΗΠΑ τούς αναγνώρισαν ως Μακεδονία, και φυσικά οι αμερικανοτραφείς που κυβερνούν αυτή τη χώρα ελπίζουν στη στήριξη των ΗΠΑ για να καμφθεί η ελληνική κυβέρνηση. Κυβέρνηση, ΜΜΕ, ιεράρχες, αγωνίζονται υπέρ ιερών και οσίων. Χάρτες που περιλαμβάνουν όλη τη Μακεδονία, ο επικεφαλής της «Μακεδονικής Εκκλησίας» Στέφανος ζητάει τη Θεσσαλονίκη, κ.λπ., κ.λπ.
Λοιπόν; Στην Ελλάδα υπάρχουν εθνικιστές: μέρος της πολιτικής ηγεσίας και της εκκλησίας (Άνθιμος εναντίον Στεφάνου…), απόγονοι των χουντικών, ακροδεξιοί του παρακράτους και, φυσικά, τα πιο καθυστερημένα στρώματα της κοινωνίας μας. Αλλά η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα και το «πατριωτικό» ελληνικό κεφάλαιο συνεργάζεται επωφελώς με τους «Σκοπιανούς» εκμεταλλευόμενο τη φτηνή εργατική δύναμη και τις αγορές τους, σε βάρος της ελληνικής εργατικής τάξης. Λοιπόν; Κατά τον 19ο αιώνα περίπου ολοκληρώθηκε κατά κάποιον τρόπο η εθνογένεση στα Βαλκάνια. Να δεχτούμε ότι οι Σλαβομακεδόνες αποτελούν έθνος. Γιατί όμως οι Σλαβομακεδόνες διεκδικούν τίτλους και εδάφη που δεν τους ανήκουν; Επειδή η συγκρότησή τους σε κράτος ήταν προϊόν ξένης επέμβασης και της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Η πρώην και νυν (προπαντός η τελευταία) πολιτική «ελίτ» για να σωθεί έπαιξε –τι άλλο;– το χαρτί του εθνικισμού. Ταυτόχρονα επιδιώκει την είσοδο στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ με την απροσχημάτιστη βοήθεια των ΗΠΑ. Να υπάρξει λοιπόν, μετά το Κόσοβο, και δεύτερο προτεκτοράτο των ΗΠΑ στην περιοχή μας. Να δημιουργηθεί και εκεί δεύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, ορμητήριο για νέους πολέμους «υπέρ της Δημοκρατίας».
Οι αριστεροί αντιεθνικιστές μας βλέπουν μόνο τον ελληνικό εθνικισμό. Δεν βλέπουν τα στρατηγικά παιχνίδια των ΗΠΑ πίσω από τις γελοιότητες των Σλαβομακεδόνων. Να εργαστούμε για τη συνεργασία των δύο λαών. Αυτό πρέπει να κάνουν οι αριστεροί, αντί να υποστηρίζουν έναν όψιμο εθνικισμό, χειραγωγούμενο από τις ΗΠΑ και ο οποίος αποβλέπει στην ενσωμάτωση αυτής της χώρας στην ΕΕ και στην πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ. Να οργανώνουμε συναντήσεις και συνέδρια με Σλαβομακεδόνες. Τους ρώτησαν όμως οι οργανωτές ποια είναι η θέση τους για τη «Μακεδονία», την ΕΕ και το ΝΑΤΟ;
Οι αριστεροί είναι διεθνιστές και γι’ αυτό πατριώτες. Η ελληνική Αριστερά ήταν πάντα πατριωτική. Απόδειξη: ο ρόλος της στην Κατοχή, οπότε μάλιστα το πατριωτικό επικάλυψε το ταξικό, με τις γνωστές συνέπειες. Αλλά οι αριστεροί αντιεθνικιστές φαίνεται ότι συγχέουν τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό. Για μερικούς από αυτούς, εξάλλου, το έθνος είναι κατασκευή, η ιστορία απλή αφήγηση, και όμως οι ίδιοι, σε αντίφαση με τις γενικότερες ιδέες τους, υποστηρίζουν τον όψιμο και αμερικανοκινούμενο εθνικισμό των Σλαβομακεδόνων. Οι όψιμοι νεο-εθνικιστές της FYROM δημιουργούν και αυτοί τη «μυθολογία» τους, αναζητώντας (όπως όλοι οι εθνικιστές) ανύπαρκτους τίτλους καταγωγής και εδάφη στα οποία κάποτε κατοίκησαν, αλλά όπου δεν ήταν ούτε γηγενείς ούτε πλειοψηφία. Αυτός ο όψιμος, παραληρηματικός εθνικισμός δεν ενοχλεί τους αντιεθνικιστές μας, που προτείνουν να αναγνωρίσουμε το Μακεδονικό έθνος, την ταυτότητα και τη γλώσσα του; Γενικότερα: Οι νέοι εθνικισμοί, Κροάτες, Σλοβένοι, Κοσοβάροι, Αλβανοί, Σλαβομακεδόνες, Τσάμηδες, είναι μόνο εκδήλωση υπαρκτών προβλημάτων; Είναι άσχετοι με τη στρατηγική των ΗΠΑ στα Βαλκάνια; Οι Σλαβομακεδόνες προφανώς δεν θα μας κάνουν πόλεμο. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα;
Και η επίσημη ελληνική Αριστερά; Να αγωνιστεί εναντίον του αντιδραστικού ελληνικού εθνικισμού, και για την ειρηνική συμβίωση και συνεργασία των δύο λαών. Όνομα; Το μόνο αντίστοιχο με την υπαρκτή πραγματικότητα: Βόρεια Μακεδονία. Η FYROM είναι αυτό ακριβώς: Το βόρειο τμήμα της ιστορικής Μακεδονίας. Και η ελληνική κυβέρνηση; Με το βέτο, και χωρίς να το θέλει, προσφέρει υπηρεσία στον λαό της FYROM: τους γλιτώνει, επί του παρόντος, από την ενσωμάτωση την ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Αλλά: αν οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ θελήσουν να στηρίξουν την Αθήνα ως προς το όνομα, επειδή δεν θα το κάνουν από αντικειμενική κρίση, θα ζητήσουν ίσως από τη ΝΔ περαιτέρω στήριξη και εμπλοκή στα έργα τους στο Κόσοβο, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ κ.λπ. «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Αλλά τι ήταν οι Δαναοί μπροστά στα αμερικανικά βομβαρδιστικά;
Τέλος: αριστερή εφημερίδα, αφού ορθώς καταγράφει τα εγκλήματα των «ιμπεριαλιστών» κ.λπ., ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα με την πολιτική της θα σπρώξει τους «Μακεδόνες» στην αγκαλιά των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, «όπως η πολιτική του Μιλόσεβιτς έσπρωξε τους Κοσοβάρους στην αγκαλιά του Μπους». Μα οι «Μακεδόνες» μας διεκδικούν με πάθος αυτή την αγκαλιά, όπως την ποθούσαν και οι Κοσοβάροι και παλαιότερα οι Κροάτες. Δεν χρειάζεται λοιπόν ελληνικό «σπρώξιμο». Βούλγαροι, Κροάτες, Σέρβοι, Κοσοβάροι, Αλβανοί, όλοι αγωνίζονται να ενταχθούν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Τι σημαίνει αυτός ο έρωτας; Πρώτον, είναι μια απόδειξη της αποτυχίας να οικοδομηθούν σε αυτές τις χώρες σοσιαλιστικές κοινωνίες και σοσιαλιστική συνείδηση. Δεύτερο, οι πολιτικές ηγεσίες έπαιξαν το χαρτί του εθνικισμού. Οι ΗΠΑ με τις επεμβάσεις τους όξυναν τις υπαρκτές αντιθέσεις και με τον πόλεμο αποσταθεροποίησαν τα Βαλκάνια. Οι Σλαβομακεδόνες έγιναν Μακεδόνες. Οι Αλβανοί εργάζονται σιωπηρά και συστηματικά για τη Μεγάλη Αλβανία. Και οι αντιεθνικιστές μας υποστηρίζουν αυτούς τους όψιμους και ως έναν βαθμό αμερικανοκίνητους εθνικισμούς αντιφάσκοντας με την ίδια την ιδεολογία τους.
24/06/08

"Έρωτες" κι "Αγάπες"...


Περνώντας τα χρόνια, σιγά σιγά, αργά, βασανιστικά, αν και αρνιόμουν να το αποδεχτώ, αν και πάντα το αντιπάλευα επίμονα, κατάλαβα πως είχαν δίκιο, τόσο ο φωτοδότης κορυφαίος αρχαίος μας φιλόσοφος, ο αποκληθείς ..."σκοτεινός" από τους συσκοτιστές, που απέδειξε ότι "τα πάντα ρει και ουδέν μένει", όσο και οι πολλοί εκείνοι σοφοί που είπαν και λένε πως έρωτες κι αγάπες όλα είναι μυθοπλασίες, υποσυνείδητοι είτε και συνειδητοί εξωραϊσμοί και εξιδανικεύσεις ορμών, ενστίκτων και εγωιστικών ανασφαλειών...
Ζήστε τις όμως συνάνθρωποι, όταν κι αν σας λάχουν, όσο διαρκέσει η τόσο συναρπαστικά μασκαρεμένη σε βεβαιότητα ψευδαίσθηση... Μακάρι ισόβια!
Αλλά ας είμαστε προετοιμασμένοι ψυχολογικά, ας έχουμε δημιουργήσει αντισώματα τέτοια που να λειτουργούν σαν ..αλεξίπτωτα αν ή όταν συμβεί η (μη αναμενόμενη από κανένα συνήθως...) πτώση από στρατοσφαιρικά ύψη...

Κώστας Ντουντουλάκης 30/1/2018

Το «Μακεδονικό Ζήτημα» από τα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως το 1939


Το «Μακεδονικό Ζήτημα» από τα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως το 1939

Η ίδρυση του βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων - Τα χρόνια του Μεσοπολέμου - Η Γ' Διεθνής και το Μακεδονικό

Τον τελευταίο καιρό , ήρθε πάλι στην επικαιρότητα το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας FYROM ή ΠΓΔΜ ή (Δημοκρατίας) των Σκοπίων κλπ. Η αλλαγή στην κυβέρνηση των γειτόνων, το μομέντουμ (που φαίνεται ευνοϊκό για τη χώρα μας) ,ωθούν τις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Σκόπια, να βρουν αμοιβαία αποδεκτή λύση για το ακανθώδες ζήτημα της ονομασίας της  FYROM.


Ήταν 1η Δεκέμβρη 1918 , όταν  ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος ,ανακήρυξε την ίδρυση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ,που επικυρώθηκε λίγες μέρες αργότερα από την κοινή Σύνοδο της Σερβικής Εθνοσυνέλευσης και του Εθνικού Συμβουλίου του Ζάγκρεμπ. (Να αναφέρουμε με την ευκαιρία ότι οι Σέρβοι εμφανίζονται για πρώτη φορά με αυτό το όνομα το 822).

Μια σειρά από προβλήματα, με κυριότερο αυτό των εθνοτήτων, προκάλεσαν αναταράξεις στο νέο αυτό κράτος. Το 1929, έγινε η μετονομασία σε Γιουγκοσλαβία και χωρίστηκε σε εννέα διοικητικές περιφέρειες (banovines),  οι οποίες δεν είχαν τα ιστορικά σύνορα της καθεμιάς. Μία από αυτές, ήταν και η Vardarska Banovina, που πήρε το όνομα της από το όνομα Βαρδάρης ,με το οποίο είναι γνωστός επίσης ο ποταμός Αξιός . Περιλάμβανε τα εδάφη που σήμερα ανήκουν στη  FYROM αλλά και περιοχές που σήμερα ανήκουν στο Κόσοβο (όπως την πρωτεύουσα του Πρίστινα) και άλλες που ανήκουν στη Σερβία (όπως το Βράνιε και το Λέσκοβατς).
Το  καθεστώς αυτό ίσχυσε ως το 1941. Το 1941 η Vardarska banovina καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα και καταργήθηκε ως διοικητική δομή. Τα εδάφη της διαμοιράστηκαν στην κατεχόμενη από τα ναζιστικά στρατεύματα Σερβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία.

Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας και την ανάδειξη του Josip Broz (Τίτο) ως ηγέτη της, η χώρα μετατράπηκε σε ομοσπονδία(29/11/1945). Ένα από τα κράτη της,σύμφωνα με το Σύνταγμα ,που εγκρίθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1946 ,ήταν και  η «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος από τα εδάφη της Vardarska banovina  (ένα μικρό μέρος τους  εντάχθηκε στη Σερβία ).

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου

Όπως είναι γνωστό , στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, ενσωματώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα.  Υπήρχαν όμως πόλεις όπως το Μοναστήρι(κυρίως ), η Στρώμνιτσα, το Μορίχοβο κ.ά. ,  όπου ζούσαν και διέπρεψαν επί αιώνες πληθυσμοί ελληνικής καταγωγής στη συντριπτική πλειοψηφία τους . Έτσι, στο Μοναστήρι(σημ. Bitola),  το 1913 ,σε σύνολο 42.000 κατοίκων,  οι  24.000 ήταν Έλληνες.

Στην Ελλάδα δόθηκε το 51,57% του εδάφους της Μακεδονίας (34.603 τ.χλμ), στη Γιουγκοσλαβία 38,32%( 25.714 τ.χλμ)και στη Βουλγαρία 10,11% (6.789 τ.χλμ).

Το 1914, η χώρα μας αρνήθηκε να ταχθεί στο πλευρό των Γερμανών και των συμμάχων τους, αν και δέχθηκε ιδιαίτερα δελεαστικές προτάσεις.  Συγκεκριμένα, στις 5/8/1914, ο Γερμανός πρέσβης Κουάτ, επισκέφτηκε τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και ενεργώντας για λογαριασμό της κυβέρνησής του,  πρότεινε την προσχώρηση της χώρας μας στο στρατόπεδο των «Κεντρικών Δυνάμεων», με μεγάλα εδαφικά ανταλλάγματα σε βάρος της Σερβίας.



Εικόνα: Βρετανικός χάρτης των Βαλκανίων του 1928


 Η απάντηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η ακόλουθη: «Μου ζητάτε να προδώσουμε τη συμμαχία μας με τη Σερβία, να επιτεθούμε εναντίον της και να συμμετάσχουμε στο διαμελισμό της. Η  Ελλάδα, κύριε πρέσβη, είναι πολύ μικρό κράτος για να διαπράξει τέτοια ατιμία».
Η χώρα μας, με συμφωνία της 14ης Μαΐου 1914, είχε δεσμευθεί να παραχωρήσει ελεύθερη ζώνη στους Σέρβους στη Θεσσαλονίκη.

Η Σερβία στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου  (1920-1922) δεν έδειξε εχθρική στάση προς την Ελλάδα και αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση του Βούλγαρου πρωθυπουργού Σταμπολίνσκι για κοινό «νοτιοσλαβικό» μέτωπο εναντίον της χώρας μας. Φαινόταν μάλιστα,  ότι το Βελιγράδι ήταν διατεθειμένο να συμμαχήσει με την Ελλάδα για την αποτροπή της κατάληψης της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους. Ωστόσο ο πρωθυπουργός Πάσιτς ευθυγραμμίστηκε τελικά με τη γαλλική πολιτική σχετικά με την Ανατολική Θράκη.
Στις 10 Μαΐου 1923, η Ελλάδα παραχώρησε την ελεύθερη σερβική ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.



Άποψη του Μοναστηρίου τον 19ο αιώνα

 Η ζώνη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής επικράτειας, όμως διοικούνταν από Σέρβους τελωνειακούς. Αργότερα,  καθώς το βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αποκόπηκε από τα λιμάνια του στην Αδριατική (Ζαντάρ, Ριέκα γνωστή και ως Φιούμε παλαιότερα,  από το ιταλικό της όνομα), άρχισε να ζητά ουσιαστικό έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελή - Θεσσαλονίκης, επέκταση της σερβικής ζώνης στη συμπρωτεύουσα, αναγνώριση σερβικής μειονότητας στη Δυτική Μακεδονία και άλλα.

Το δικτατορικό καθεστώς Πάγκαλου (το οποίο να θυμίσουμε ευθύνεται και για την παραμονή των Τσάμηδων στην Ήπειρο), στις 17 Αυγούστου 1926, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σερβική ουδετερότητα στην πολεμική εκστρατεία που σχεδίαζε εναντίον της Τουρκίας, δέχθηκε τις εξωφρενικές αυτές απαιτήσεις!

Στις 22/8/1926 όμως, ο Γεώργιος Κονδύλης ανέτρεψε τον Θ. Πάγκαλο. Η κυβέρνηση Ζαΐμη που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης  Νοεμβρίου 1923, ακύρωσε τις συμφωνίες με τους Σέρβους.

Τελικά, στις 11 Οκτωβρίου 1928, υπογράφηκε στο Βελιγράδι ελληνοσερβικό πρωτόκολλο που καθόρισε το καθεστώς της ζώνης στη Θεσσαλονίκη, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ουσιαστικά, ήταν μία αναβίωση της συμφωνίας της 10ης Μαΐου του 1923. Τα θέματα που έθεταν οι Σέρβοι στο παρελθόν, εξοβελίστηκαν.



Εικόνα: Γραμματόσημο του 1939 με την ονομασία VARDASKA

Οι Πελαγόνες

Στο μεταξύ, στο πλαίσιο της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Σερβία, η Ελλάδα ουσιαστικά «θυσίασε τον ελληνισμό της Πελαγονίας, ο οποίος μετά το 1913 υπέστη μία πολιτική εκσερβισμού» (Σπυρίδων Σφέτας , «Σερβία και Γιουγκοσλαβία  Ελλάδα,  στο βιβλίο ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1913-2011»).

Οι Πελαγόνες, ήταν αρχαίος λαός της Μακεδονίας που κατοικούσαν στον άνω ρου του Αξιού.
Οι Δάρδανοι και η πρωτεύουσά τους Σκούποι (Σκόπια)-Τι γράφουν ο Στράβωνας και ο Αρριανός.

Ας κάνουμε όμως εδώ μια παρένθεση, για να δούμε ποιοι ήταν οι βόρειοι γείτονες των Μακεδόνων στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς την αρχαία Μακεδονία (και όχι μόνο βέβαια) στα βιβλία του, βόρεια των Μακεδόνων ζούσαν οι Δάρδανοι ή Δαρδάνιοι. Γράφει γι' αυτούς:
"… άγριοι όμως εντελώς οι Δαρδάνιοι είναι, τόσο που στις σωρούς της κοπριάς αφού ανοίξουν ορύγματα, εκεί να κάνουν και τις μονιές τους" (Ζ', 316)
(Μονιά = φωλιά αγριμιού, προφανώς εδώ κατ ' επέκταση, κατάλυμα, ενδιαίτημα.

Οι Δάρδανοι (ή Δαρδάνιοι), ήταν βάρβαρο, ιλλυρικής καταγωγής φύλο και είχαν πρωτεύουσα την πόλη Σκούποι (τα σημερινά Σκόπια). Αγνοούσαν ότι τα παράλια της χώρας τους, στην Αδριατική, ήταν εύφορα και δεν τα καλλιεργούσαν. Ζούσαν σε μεγάλο βαθμό από τις επιδρομές εναντίον γειτονικών λαών. Τους χαρακτήριζαν, κατά τον Στράβωνα, "η αγριότης και το ληστρικόν έθος" (Ζ' 317) (έθος = συνήθεια).



Εικόνα: Στράβωνας

Στους Δαρδάνους, ανήκαν επίσης, οι Γαλάβριοι και Θουνάτες, οι οποίοι προς τα ανατολικά συνόρευαν με το θρακικό έθνος των Μαίδων.

Οι Ιλλυριοί είχαν χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και διακρίνονταν μόνο για τις επιδόσεις τους στη μουσική.
"…μουσικής δ' όμως επεμελήθησαν αεί χρώμενοι και αυλοίς και τοις εντατοίς οργάνοις…".
Δηλαδή, «… φρόντιζαν πάντα τη μουσική χρησιμοποιώντας και αυλούς και έγχορδα όργανα…».

Για το ότι οι Δάρδανοι και οι υπόλοιποι Ιλλυριοί ήταν βάρβαροι, ο Στράβωνας αναφέρει ότι ακόμα και τον 4ο π.Χ. αιώνα επιβίωναν σ' αυτούς βάρβαρα ήθη, όπως αυτό της ανθρωποθυσίας!



Εικόνα: Αρχαία Μακεδονία

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος εκστράτευσε εναντίον της πόλης Πέλλιον των Δασαρητίων, "οι πολέμιοι Δάρδανοι θυσίασαν παίδας τρεις και κόρας ίσας τον αριθμόν και κριούς μέλανας τρεις" (Αρριανός  «Αλεξάνδρου Ανάβασις» Α' 5).

Και επειδή η μακεδονική επέλαση ήταν πολύ γρήγορη, οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν άρον άρον τις θέσεις τους και οι Μακεδόνες, έκπληκτοι είδαν τα ανθρώπινα σφάγια "έτι κείμενα" (να βρίσκονται ακόμα σε κάποιο σημείο).

Τα άκρως ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία, αντλήσαμε από το βιβλίο του Θανάση Γωργιάδη "Η Αρχαία Μακεδονία κατά τον Στράβωνα", εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία.

Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, που υπογράφει ο σπουδαίος ιστορικός και φιλέλληνας N.G.L. Hammond (1907 – 2001), διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
"Η ελληνικότητα των ονομάτων των Μακεδόνων, εξάλλου, αυτών που ζούσαν στις Αιγές εκείνη την περίοδο (ενν. τον 4ο π.Χ. αιώνα), όπως αυτή επιβεβαιώνεται από τις στήλες που εντόπισε στις ανασκαφές του ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες τότε, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, ήταν ελληνόφωνοι".

Κλείνουμε κάπου εδώ την εκτενή αλλά πολύ χρήσιμη νομίζουμε, παρένθεση, για να  επιστρέψουμε στη Μακεδονία τον 20ο αιώνα.

Η Κομμουνιστική Διεθνής και το "μακεδονικό ζήτημα" στον Μεσοπόλεμο

Θα εξετάσουμε τώρα τη στάση του Κ.Κ.Ε και της (Κομμουνιστικής) Διεθνούς στα χρόνια του Μεσοπολέμου και τον ρόλο που έπαιξαν στο μακεδονικό ζήτημα.
Η Γ' Διεθνής, γνωστότερη ως Comintern (Κομιντέρν) από τα αρχικά των λέξεων COMmunist INTERnative ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1919, αφού πρώτα κατήγγειλε την προηγούμενη, Δεύτερη (Σοσιαλιστική) Διεθνή, για τη στάση της κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.



Εικόνα: Πόστερ της Κομιντέρν

 Η Κομιντέρν ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της ηγεσίας των μπολσεβίκων προκειμένου ν' αποτελέσει το καθοδηγητικό όργανο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Στο ιδρυτικό της συνέδριο (2-6 Μαρτίου 1919), μετείχαν 52 αντιπρόσωποι από 34 κομμουνιστικά κόμματα διαφόρων χωρών. Το ιδρυτικό συνέδριο της Κομιντέρν ψήφισε το πρόγραμμά της, που είχε συντάξει ο ίδιος ο Λένιν καθώς και τις θέσεις του Λένιν για τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Ανάμεσα σ' αυτούς που υπογράφουν την ιδρυτική διακήρυξη της Κομιντέρν, είναι οι Λένιν, Τρότσκι, Κάρσκι (Κ.Κ. Πολωνίας), Ρουντιάσκι (Κ.Κ. Ουγγαρίας ), Ντούντα (Κ. Κ. Αυστρίας) και Ρακόφσκι (Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία). Το Σ.Ε.Κ.Ε. (πρόδρομος του Κ.Κ.Ε.), δεν συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο.

Από το 1919 που ιδρύθηκε, ως το 1943 που διαλύθηκε από τον Στάλιν, η Κομιντέρν πραγματοποίησε επτά συνέδρια.



Εικόνα: 2ο Διεθνές Συνέδριο της Κομιντέρν 

Ο καθηγητής Σπυρίδων Σφέτος στο βιβλίο του "Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα", εκδόσεις Βάνιας, αναφέρει ότι μπορούμε να διακρίνουμε πέντε "φάσεις" στην πολιτική της Κομιντέρν σχετικά με το "μακεδονικό ζήτημα"
i) 1920- 1922, όπου ενδιαφέρεται κυρίως για το ζήτημα των Στενών και την επιτυχή έκβαση του αγώνα του Κεμάλ κατά της Αντάντ.
ii) 1923 – 1924, οπότε αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο μακεδονικό, στα πλαίσια της πολιτικής για προώθηση της "επανάστασης" στη Βουλγαρία και την εγκαθίδρυση εργατοαγροτικής κυβέρνησης
iii) 1925 – 1928, το ενδιαφέρον για το "μακεδονικό", γίνεται περιφερειακό.
iv) Από το V1 Συνέδριο της Κομιντέρν (17/8/1928 – 1/9/1928) ως το 1933, επιβάλλεται στα κομμουνιστικά κόμματα να καθοδηγούν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και το μακεδονικό επανέρχεται στο προσκήνιο.
v) 1933 – 1939, το μακεδονικό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κομιντέρν και αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της συγκρότησης ενός ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου.



Εικόνα: Πόστερ της Κομιντέρν


 Πρωτεργάτες της μακεδονικής πολιτικής της Κομιντέρν, στα Βαλκάνια, ήταν οι Βούλγαροι Vasil Kolarov και Christo Kabakciev που κατείχαν υψηλές θέσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και μέσω της Κομιντέρν εξέφραζαν τις θέσεις του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος που θεωρούσε το μακεδονικό, ως βουλγαρικό ζήτημα. Ο V. Kolarov ήταν αυτός που έθεσε για πρώτη φορά θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας και της Θράκης στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής   Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (BKO), ton Sept;embrio toy 1920.. Όλοι οι αντιπρόσωποι των κομμουνιστικών κομμάτων (και ο Έλληνας Γ. Γεωργιάδης), απέρριψαν την πρόταση.

Ακολούθως, στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν (22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου 1921), τέθηκε ξανά από τον V. Kolarov, το  ζήτημα της αυτονομίας της Μακεδονίας και της Θράκης.

Ο Έλληνας αντιπρόσωπος και ηγετικό στέλεχος του Σ.Ε.Κ.Ε. (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) Γεώργιος Γεωργιάδης, βλέποντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια, πιθανή, εξέλιξη, παρουσιάστηκε στον Λένιν και του επισήμανε ότι ο ελληνικός λαός θα αντιδρούσε, αλλά και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας θα κινδύνευε. Ο Λένιν τον καθησύχασε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Γεωργιάδης, επισήμανε τους κινδύνους ενώ αργότερα αποχώρησε από το Κ.Κ.Ε. και κατήγγειλε την πολιτική του ως αντεθνική.

Στην 6η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (Δεκέμβριος 1923), οι Βούλγαροι επαναφέρουν το θέμα της αυτονομίας Μακεδονίας και Θράκης. Η ΒΚΟ υιοθετεί πλήρως τις βουλγαρικές θέσεις. Υπέρ της απόφασης ψήφισε και ο αντιπρόσωπος του Κ.Κ.Ε. Ν. Σαργολόγος.

Χαρακτηριστικό απόσπασμα της απόφασης είναι το παρακάτω:
"Οι κατοικούντες εις την Μακεδονίαν Έλληνες, Σέρβοι Βούλγαροι και Αλβανοί είναι Μακεδόνες με καθαρώς μακεδονικήν συνείδησιν και οι κατοικούντες εις την Θράκην είναι Θράκες με θρακικήν συνείδησιν, δικαιούμενοι αυτονομίας και ανεξαρτησίας ως έχοντες ιδιαίτερην εθνικήν συνδείδησιν"

Στην Έβδομη Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ, οι Βούλγαροι πιέζουν για λήψη οριστικής απόφασης σχετικά με την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης, δεν τα καταφέρνουν όμως. Ωστόσο "περνούν" τις θέσεις τους μέσα από σχετική απόφαση του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούλιος 1924). Με την απόφαση αυτή, συμφώνησαν και οι αντιπρόσωποι του Κ.Κ.Ε. Σεραφείμ Μάξιμος και Παντελής Πουλιόπουλος. Όσο για τον Ν. Σαργολόγο που αναφέραμε παραπάνω; Μετά την ψήφιση υπέρ της βουλγαρικής θέσης στη ΒΚΟ το 1923, έφυγε για την Αμερική, μαζί με 7.500 δολάρια που ήταν η πρώτη ενισχυτική δόση της Κομιντέρν προς το Κ.Κ.Ε.

Από την άλλη πλευρά, αξιόλογα και μορφωμένα στελέχη του Κ.Κ.Ε. διαγράφτηκαν. Έτσι, το Γ' Συνεργείο του Κόμματος, διέγραψε τον Γ. Κορδάτο και τον Θ. Αποστολίδη. Η αιτιολογία ήταν, πως οι απόψεις τους πάνω στο "μακεδονικό", ήταν αντικομμουνιστικές…



Εικόνα: Γιάννης Κορδάτος

Στις 17 Δεκεμβρίου 1926, οριστικοποιήθηκε η διαγραφή του Παντελή Πουλιόπουλου. Το 4ο Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. (1928), διέγραψε τους Σ. Μάξιμο, Κ. Σκλάβο, Τ. Χαΐνογλου, Β. Νικολινάκο, Κ. Νικολαΐδη κ.ά.

Άλλα αξιόλογα στελέχη (Θ. Παπακωνσταντίνου, Α. Χουρμούζιος) αποχώρησαν και έγιναν δριμύτατοι κατήγοροι του κόμματος.



Εικόνα: Αιμίλιος Χουρμούζιος

 Η άφιξη των στελεχών του "Κουτβ"(Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής, που είχε ιδρυθεί στη Μόσχα το 1921) , με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη υποταγή του Κ.Κ.Ε. στη γραμμή της Γ' Διεθνούς.

Από το 1928, η Κομιντέρν είχε να αντιμετωπίσει δύο σοβαρά προβλήματα: την αποπομπή των Κινέζων κομμουνιστών και τη διακοπή των επαφών με τη Σοβιετική Ένωση από τον Chiang Kai – Shek και τη διάρρηξη(διακοπή,ρήξη) των σχέσεων της Μ. Βρετανίας με τη Σοβιετική Ένωση.
Στη VIII Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (Αύγουστος 1928), επικρατούν οι θέσεις για "Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία", "Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη", "Βαλκανική Ομοσπονδία", που αποτελούσαν παραλλαγή της θέσης που είχε ήδη επιβληθεί από το 1924.



Εικόνα: Γραμματόσημο της Βαρντάσκα

Μεγάλο ενδιαφέρον, έχουν οι εξελίξεις μετά το 1933.
Τον Φεβρουάριο του 1934, εισάγεται η θεωρία περί "(Σλαβο)μακεδονικού έθνους". Ήδη από το 1933, δίνεται εντολή στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, να εγκαταλείψουν οριστικά το σύνθημα "Βαλκανική Ομοσπονδία".

Η επιβολή της απόφασης της Κομιντέρν για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις, κυρίως από βουλγαρικής πλευράς. Αντίθετα η γιουγκοσλαβική πλευρά, ήταν περισσότερο ικανοποιημένη καθώς έβλεπε ότι μπορούσε να αντιταχθεί στις βουλγαρικές διεκδικήσεις στο γιουγκοσλαβικό τμήμα της Μακεδονίας.

Το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, αποφάσισε το 1934, τη μελλοντική ίδρυση "Μακεδονικού" Κομμουνιστικού Κόμματος στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας.
Όσο για το ΚΚΕ, στο VI Συνέδριό του (Δεκέμβριος 1935), εγκατέλειψε το σύνθημα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και προπαγάνδιζε "την πλήρη ισοτιμία των μειονοτήτων" μέσα στο ελληνικό κράτος.

Οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξαν τόσο το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935 όσο και η παρουσία πλέον, σε Θράκη και Μακεδονία, αμιγώς ελληνικών πληθυσμών.

Με την εξέλιξη του "μακεδονικού" ζητήματος μετά το 1939, θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις επόμενες ημέρες.


Πηγές: Νικόλαος Κ. Μάρτης, "Η Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας", Αθήνα 1983.
Σπυρίδων Σφέτας, "Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα", εκδ. Βάνιας 2010.
Β. Γεωργίου, "Η Μακεδονία στο Μάτι του Γιουγκοσλαβικού Κυκλώνα", Αθήνα 1992.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών", «Βαλκάνια 1913 – 2011»,  Εκδοτικός Οίκος αδελφών Κυριακίδη 2012.
Σαράντος Ι. Καργάκος, "Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων", εκδ. GUTENBERG 1992.