Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Το «Μακεδονικό», με βάση το «πατριωτικό-εθνικό-ταξικό-διεθνιστικό», στην πολιτική της Αριστεράς

0

μακεδονικό
Εισαγωγή.
Το λεγόμενο «Μακεδονικό» και ειδικότερα η εκκρεμότητα της οριστικής ονομασίας της FYROM ή ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονία), έχει μετατραπεί και πάλι σε κεντρικό πολιτική ζωή. Οι επικυρίαρχες δυνάμεις (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) επιδιώκουν λύση που να ενδυναμώνει τη γεωπολιτική τους επιρροή στα Βαλκάνια (ένταξη FYROM σε ΝΑΤΟ και ΕΕ) με αιχμή την Ρωσία. Η κυβέρνηση και τα κόμματα του Μνημονιακά τόξου, χωρίς να αμφισβητούν την ευρω-ατλαντική επικυριαρχία, προσπαθούν με τακτικισμούς και παλνιδρομήσεις να αποκομίσουν μικροπολιτικά οφέλη.
Από την άλλη η Αριστερά, στις διάφορες εκφάνσεις της, ταλαντεύεται ανάμεσα σε εθνικό-πατριωτικές ή ταξικο-διεθνιστικές προσεγγίσεις, που κατά κανόνα έχουν έντονα στοιχεία μονομέρειας της μιας ή άλλης πτυχής του προβλήματος. Η σωστή θεώρηση του «Μακεδονικού» επιβάλλει τη διαλεκτική εξέταση του στα πλαίσια του «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού». Το συγκεκριμένο πλαίσιο εκτός από την καθαρά θεωρητική-κοινωνιολογική πτυχή, έχει στενή σχέση με την εξωτερική πολιτική της χώρας, την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, καθώς την πολιτική συμμαχιών της Αριστεράς, η οποία στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, σχετίζεται άμεσα με την ανατροπή των Μνημονίων, την αποδέσμευση από την επιτροπεία του ευρωσυστήματος και τη σοσιαλιστική προοπτική.1 Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις προϋποθέσεις, μιας φερέγγυας και βιώσιμης λύσης του λεγόμενου «Μακεδονικού», συνδυάζοντας τα στοιχεία του «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού».!
1.Τι είναι πατριωτισμός;
Η ιστορική θεώρηση των εννοιών, είναι προϋπόθεση για να μη μιλάμε γενικά και αφηρημένα για σύνθετα κοινωνικά ζητήματα. Ειδικότερα η έννοια του «πατριωτισμού», προηγείται χρονικά του «εθνικού», του «ταξικού» και «διεθνιστικού». Να θυμίσουμε τη γνωστή ρήση του Αισχύλου στην αρχαία Ελλάδα, τότε που δεν είχε ακόμα εμφανιστεί η έννοια του έθνους: «Ίτε παίδες ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα…».2 Ο πατριωτισμός είναι ηθική και πολιτική αρχή, που συνδέεται με την αγάπη και την αφοσίωση στην πατρίδα, την υπερηφάνεια για το παρελθόν και το παρόν της, η έμπρακτη υπεράσπιση των συμφερόντων της. Ο εθνικός μας ποιητής Γ.Ρίτσος στη «Ρωμιοσύνη» γράφει χαρακτηριστικά: «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».! Ο «πατριωτισμός» κατά το Λένιν, «είναι από τα πιο βαθιά αισθήματα, εδραιωμένα από τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες των μεμονωμένων πατρίδων».3 Το περιεχόμενο του πατριωτισμού στις ταξικές κοινωνίες, αποκτά ερμηνείες ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Ειδικότερα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την συγκρότηση των «εθνικών κρατών», έχουμε την εμφάνιση των «εθνικών συμφερόντων», τα οποία η αστική τάξη ταυτίζει με τα δικά της συμφέροντα.
2.Τι ακριβώς σημαίνει «έθνος» και «εθνικό συμφέρον»;
Στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης, έχουμε την εμφάνιση ιστορικών μορφών κοινωνικής συμβίωσης (γένος, φυλή, ενώσεις φυλών, εθνότητα, έθνος), ενώ στις ταξικές κοινωνίες, έχουμε παράλληλα την εμφάνιση τάξεων, κοινωνικών στρωμάτων και το λαό. Ειδικότερα το «γένος», αποτελούσε κοινωνικο-παραγωγική ομάδα ανθρώπων που ενώνονταν μεταξύ τους με δεσμούς αίματος (πρωτόγονη κοινότητα).» Με τη σειρά της η «φυλή», εμφανίστηκε με τη συνένωση διαφόρων «γενών» που εξουσίαζε μια ορισμένη περιοχή και τη γη της. Στην πορεία με τη στερέωση της εδαφικής κοινότητας, την εδραίωση οικονομικών δεσμών, τη διαμόρφωση στοιχείων κοινής ψυχοσύνθεσης, συγγένειας γλώσσας και καταγωγής, έχουμε τη συνένωση φυλών σε «εθνότητες». Η εθνότητα εμφανίστηκε στην περίοδο κατάρρευσης του πρωτόγονου κοινωνικού συστήματος. Ο Ένγκελς σημειώνει ότι «στα ομηρικά έπη βλέπουμε τις ελληνικές φυλές να είναι ήδη στην πλειονότητα των περιπτώσεων ενωμένες σε μικρές εθνότητες…».4
Το «έθνος» είναι ανώτερη βαθμίδα κοινωνικής συμβίωσης. Ο Μαρξ-Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», επισημαίνουν ότι τα «έθνη» δημιουργήθηκαν με την εμφάνιση του καπιταλισμού, τη δημιουργία μιας ενιαίας οικονομικής περιοχής και τη συνένωση του πληθυσμού «γύρω από ένα έθνος, με μια κυβέρνηση, με μια νομοθεσία, με ένα εθνικό ταξικό συμφέρον, με μια τελωνειακή μεθόριο».5 Στη βάση αυτή αναπτύσσονται οι εθνικοί δεσμοί. Για το σχηματισμό των εθνών και της εθνικής συγκρότησης, εκτός από την κοινότητα εδάφους, απαιτούνται σταθεροί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων, κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή ψυχοσύνθεση και πολιτισμός. Το «έθνος» είναι ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο και περιλαμβάνει ανθρώπους που ανήκουν σε διάφορες τάξεις, κοινωνικά στρώματα και ομάδες. Οι διαφορές μεταξύ «έθνους» και «τάξης», συνίσταται στο ότι οι εθνικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη σταθερότητα απ’ ότι οι ταξικές σχέσεις, χωρίς να σημαίνει ότι οι ταξικές διαφορές εξαλείφονται χάρη στην ύπαρξη της εθνικής κοινότητας.
Ωστόσο η αστική τάξη, ως κυρίαρχη τάξη, ταυτίζει το δικό της ταξικό συμφέρον με το «εθνικό συμφέρον». Ο «εθνικισμός» αποτελεί ιδεολογική έκφραση αυτής της ταύτισης, η οποία παίρνει διάφορες αποχρώσεις (ακραίος εθνικισμός ή σωβινισμός, εθνικοφροσύνη, σοσιαλσωβινισμός, κά). Ο Μαρξ παρ’ ότι στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» τονίζει ιδιαίτερα το «ταξικό» («οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα») και το «διεθνιστικό» («προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε»), ταυτόχρονα επισημαίνει ότι στην αστική κοινωνία υπάρχει το «έθνος των αστών» και το «έθνος των προλεταρίων» και ότι το «προλεταριάτο πρέπει να γίνει ηγέτιδα τάξη του έθνους», δεδομένου ότι «η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει άλλο κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλλει στην κοινωνία ρυθμιστικό νόμο τους όρους ύπαρξης της».6 Επίσης με αφορμή «Το Ιρλανδικό Ζήτημα», τονίζει ότι η εργατική τάξη του κυρίαρχου καταπιεστικού έθνους (εννοώντας την Αγγλία), δεν μπορεί να αγωνιστεί για την απελευθέρωση της, αν δεν υπερασπίσει το δικαίωμα του υπόδουλου έθνους στην ελευθερία του.7
Ο Λένιν στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, θεωρούσε «τη διαίρεση των εθνών σε «καταπιεστικά» και «καταπιεζόμενα» ως βασική και αναπόφευκτη».8 Τόνιζε ότι «ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός, είναι δύο ασυμβίβαστα εχθρικά συνθήματα, που αντιστοιχούν στα δύο μεγάλα ταξικά στρατόπεδα του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δύο πολιτικές (και επιπλέον δύο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα».9 Τέλος θεωρούσε ότι κάθε «πόλεμος αμυντικός» είναι πατριωτικός, ενώ κάθε «πόλεμος κατακτητικός» είναι εθνικιστικός, ιμπεριαλιστικός. Ο «αστικός εθνικισμός», υπονομεύει την ενότητα της εργατικής τάξης, διασπά το εργατικό κίνημα σε εχθρικά εθνικά εργατικά κινήματα. Ωστόσο πρέπει να διακρίνουμε τον «εθνικισμό του καταπιεστικού έθνους» τον οποίο ο προλεταριακός διεθνισμός αντιπαλεύει και τον «εθνικισμό του καταπιεζόμενου έθνους» στον οποίον συμπαρίσταται ο προλεταριακός διεθνισμός (για εθνική απελευθέρωση, εθνική ανεξαρτησία, κατάργηση της αποικιοκρατίας). Αντίθετα ο «αστικός εθνικισμός» προσπαθεί να περιορίσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στα όρια του καπιταλισμού και αντιπαλεύει την προσπάθεια μετεξέλιξης του αγώνα σε ταξικό για τη σοσιαλιστική προοπτική.
Ο συνδυασμός του «ταξικού» συμφέροντος της εργατικής τάξης, με τα πραγματικά λαϊκά και εθνικά συμφέροντα, αποτελεί γνήσια εκδήλωση του «πατριωτισμού» της και δεν έχει σχέση με την «εθνική ενότητα» που κατά καιρούς επικαλούνται εκπρόσωποι της αστικής τάξης στο όνομα εξυπηρέτησης των δικών της συμφερόντων. Μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες εμφανίζεται σύμπτωση των «ταξικών συμφερόντων» των εργατών και των «εθνικών συμφερόντων» του συνόλου της κοινωνίας. Η σωστή κατανόηση της σχέσης πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού, παίζει κρίσιμο ρόλο στην επεξεργασία σωστής στρατηγικής και τακτικής εκ μέρους του αριστερού-κομμουνιστικού κινήματος.
3.Ιστορικές εμπειρίες από την Ελλάδα και διεθνή χώρο
Οι έννοιες «πατριωτισμός», υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας, των λαϊκών συμφερόντων και εργασιακών δικαιωμάτων, μαζί και της διεθνιστικής αλληλεγγύης των λαών, είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους αγώνες της Αριστεράς. Η επίθεση της Ιταλίας και της Γερμανίας κατά της Ελλάδος στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έπληξε όλο το «έθνος» και πρώτα απ’ όλα τον ελληνικό λαό και την εργατική τάξη. Η υπεράσπιση της πατρίδας και η αντίσταση στον κατακτητή, ήταν μια γνήσια εκδήλωση «πατριωτισμού» που συνέπιπτε με τα ταξικά συμφέροντα των εργατών, των αγροτών και όλων των κοινωνικών δυνάμεων που πλήττονταν από την ξένη κατοχή. Είναι άλλο πράγμα το λαθεμένο σύνθημα «υπεράσπιση της πατρίδας» που ρίχτηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη Β’ Διεθνή («ντεφετισμός» από το defeatism) και αφορούσε τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών και τη «σφαγή» λαών για τα συμφέροντα μια χούφτας μονοπωλίων και άλλο η «υπεράσπιση της πατρίδας» όταν γίνεται επίθεση και κατοχή μιας χώρας από άλλο έθνος.
Στην περίοδο της κατοχή, η δημιουργία του ΕΑΜ, ΕΛΛΑΣ, ΕΠΟΝ και ο ηρωικός αγώνας τους, ενέπνευσαν τον ελληνικό λαό και θα μπορούσε μετά την απελευθέρωση να ανοίξει μια άλλη προοπτική για τη χώρα, αν δεν είχαν συμβεί τα γνωστά γεγονότα. Ο γνωστός στοίχος …. «το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει και από σκλαβιά, έχει πρόγραμμα λαοκρατία….», συμπυκνώνει την αντίληψη μιας σωστής στρατηγικής και τακτικής. Το πατριωτικό συνδυάζεται με το εθνικό-ταξικό, σε μια αλληλουχία φάσεων ενός ενιαίου αγώνα.!! Από την άλλη, η στάση των αστικών δυνάμεων στην κατοχή της χώρας από τους Ιταλούς και Γερμανούς φασίστες, δεν ήταν πατριωτική. Ένα μέρος έφυγε στην Αίγυπτο, ένα μέρος συνεργάστηκε με τους κατακτητές, ένα μέρος «λούφαξε» και ένα πολύ μικρό μέρος στήριξε αποσπασματικά την αντίσταση. Ακόμα και η δημιουργία του ΕΔΕΣ, με την ενεργή υποστήριξη των Άγγλων, εξυπηρετούσε μεταπολεμικούς σχεδιασμούς για την αποτροπή κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ. Από την άλλη οι συνεργάτες των κατακτητών (οι προδότες), βρήκαν μετά την απελευθέρωση την ανοχή, προστασία και αξιοποίηση από τις αστικές δυνάμεις, για τη συντριβή του λαϊκού κινήματος.
Έναν αυθεντικό ορισμό του πατριωτισμού, στις κούφιες κορώνες των εθνικοφρόνων, έδωσε ο Ν.Μπελογιάννης στη δίκη του από το μεταεμφυλιακό καθεστώς, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο πατριωτισμός κάθε κόμματος μετριέται μόνο τότε, που η λευτεριά και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας διατρέχει κίνδυνο».! Η αστική τάξη σε αυτόν τον αγώνα ήταν απούσα, ενώ πρωτοστάτησε να στηθεί ένα καθεστώς ξενοκρατίας και ξενοδουλείας, που με διάφορες μορφές διαιωνίζεται μέχρι σήμερα.
Το ζήτημα της σχέσης «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού», αποκτά μια ακόμα ιδιαίτερη διάσταση σήμερα με τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Πρώτον, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, γκρίζες ζώνες Αιγαίο, μουσουλμάνοι Θράκης), δεύτερον το Κυπριακό, τρίτοντις σχέσεις με τη FYROM (απόπειρα παραχάραξης της ιστορικής έννοιας «Μακεδονία» ως ελληνικής και ταύτισης με τη σλαβομακεδονική εθνότητα) και τέλος σε σχέση με τις δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ, στις ΗΠΑ (βάσεις), καθώς τις υπερεθνικές δεσμεύσεις στην ΟΝΕ και ΕΕ, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Μόνο με τη διαλεκτική κατανόηση της σχέσης «πατριωτικού-εθνικού-ταξικού-διεθνιστικού», μπορούμε να αποφύγουμε τα ποικίλα πολιτικά «ναρκοπέδια» τόσο του μικροαστικού «εθνικισμού» (…βυθίσατε το Χώρα), ή της ιστορικής αποσιώπησης (…το 1922 στην προκυμαία της Σμύρνης υπήρξε ένας συνωστισμός…), ή του δόγματος της εθνικής υποτέλειας «ανήκουμε στη Δύση και σήμερα «πάση θυσία παραμονής στο ευρώ», είτε από την άλλη, ενός αφηρημένου διεθνισμού περί «ανοικτών συνόρων» και μονόπλευρες θεωρήσεις ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», κά.!!
Η προσπάθεια επίλυσης των διαφορών με τις γειτονικές χώρες, δεν γίνεται με την εκατέρωθεν τροφοδότηση των «αστικών εθνικισμών», ούτε με την υποστολή της υπεράσπισης των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αφήνοντας χώρο στον εθνικισμό της άλλης πλευράς. Αντίθετα πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, του απαραβίαστου των συνόρων, της αποφυγής προκλήσεων και τυχοδιωκτισμών, της ετοιμότητας υπεράσπισης της πατρίδας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, καθώς με την κατάργηση υποδουλωτικών συμφωνιών και σχέσεων επικυριαρχίας των ιμπεριαλιστών, που αμφισβητούν την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Εδώ κρίσιμο ρόλο μπορεί να παίξει η «διπλωματία» των λαών και των προοδευτικών κινημάτων, ο γνήσιος «πατριωτισμός» και ο «διεθνισμός», που εδράζετε στον αμοιβαίο σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των συμφερόντων μεταξύ χωρών και λαών.
Ανάλογες εμπειρίες έχουμε και από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα άλλων λαών κατά της αποικιοκρατίας ή κατά αντιδραστικών καθεστώτων. Ειδικότερα ο αγώνας των λαών στις αποικίες για «εθνική αυτοδιάθεση», συνδέθηκε σε πολλές περιπτώσεις με το μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική προοπτική. Παρόμοιες εξελίξεις υπήρξαν με ριζοσπαστικά αστικο-δημοκρατικά κινήματα σε διάφορες χώρες (Βενεζουέλα, Βολιβία, κά). Φυσικά οι αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθούν να ανατρέψουν ή να ελέγξουν τα προοδευτικά κινήματα και να τα υποτάξουν στα σχέδια τους.
4.Αστικός «κοσμοπολιτισμός» και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Ωστόσο εκτός από τον «αστικό εθνικισμό», έχουμε και τον «αστικό κοσμοπολιτισμό».! Ο «κοσμοπολιτισμός» είναι ιδεολογία των κυρίαρχων ελίτ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για κυριαρχία στον κόσμο. Ο Λένιν τονίζει ότι: «πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας, του λαού και οποιουδήποτε άλλου, το κεφάλαιο βάζει την προστασία της συμμαχίας των καπιταλιστών όλων των χωρών εναντίων των εργαζόμενων».10 Η ριζοσπαστική αριστερά, τάσσεται κατά τουκοσμοπολιτισμού, ο οποίος τάσσεται στην ουσία κατά του έθνους, των εθνικών παραδόσεων και του εθνικού πολιτισμού των λαών. Είναι υπέρ του εθνικού-πατριωτικού-ταξικού-διεθνιστικού, που έχει ως βάση την ισότιμη συνεργασία μεταξύ χωρών και λαών, την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την ανάπτυξη αλληλεγγύης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των εθνών.
Σήμερα σε συνθήκες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το πατριωτικό-εθνικό-ταξικό-διεθνιστικό, εμφανίζεται με νέους όρους. Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση προσπαθεί με σημαία την ελευθερία των αγορών, να ταυτίσει την «παγκοσμιοποίηση» με την παγκόσμια ενότητα και συναδέλφωση των λαών. Ωστόσο η «παγκοσμιοποίηση» επιχειρεί να υπερβεί τα «εθνικά κράτη» για την εξασφάλιση ελευθερίας δράσης στο κεφάλαιο. Ειδικότερα οι άρχουσες τάξεις της ΕΕ και κυρίως της ευρωζώνης, προκειμένου να διασφαλίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και ισχυροποίηση της κυριαρχίας τους, είναι διατιθεμένες να αρνηθούν ως ένα βαθμό τις «μικρές πατρίδες» στο όνομα της «μεγάλης πατρίδας». Στην πράξη ωστόσο οι «εθνικές πατρίδες» των ισχυρών χωρών, είναι αυτές που επιβάλουν τη θέληση τους στις «μικρές εθνικές πατρίδες» και αντίστοιχα στους λαούς.
Η οικοδόμηση της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» δεν γίνεται με θεμέλιο την ισότιμη συνεργασία, αλλά στη βάση της «ισχύος και του ανταγωνισμού». Μέσα από τους υπερεθνικούς πυλώνες της ΟΝΕ και την χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση λήψη αποφάσεων, δεσμεύονται χώρες και λαοί σε πολιτικές που ακυρώνουν θεμελιώδη εργατικά, δημοκρατικά δικαιώματα και συρρικνώνουν την εθνική και τη λαϊκή κυριαρχία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες που εφαρμόζουν Μνημόνια και βρίσκονται σε μόνιμη υπερεθνική επιτήρηση, όπως η Ελλάδα. Οι δανειακές συμβάσεις και τα αντίστοιχα Μνημόνια που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και τελευταία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιβάλλουν ένα καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας και επαχθή μέτρα με δραματικές συνέπειες στον ελληνικό λαό. Οι αστικές δυνάμεις ομνύουν στο «έθνος», στην «πατρίδα», στο «λαό», προκειμένου να στηρίξουν επιλογές που εξυπηρετούν στενά ταξικά τους συμφερόντων. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η καλλιέργεια διαφόρων παραλλαγών του «αστικού ευρωπαϊσμού», αποτελεί έκφραση του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και δη της οικονομικής ελίτ. Σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η επιδίωξη υπέρβασης των εθνικών κρατών με ανισότιμους όρους, σε όφελος των ισχυρών χωρών και σε βάρος των αδύναμων, εντείνουν τις εθνικές, τις γεωπολιτικές και ταξικές αντιθέσεις
Σήμερα στην ελληνική κοινωνία αναπτύσσεται μια μεγάλη κοινωνική πόλωση, όπου το πατριωτικό-εθνικό, διαπλέκεται στενά με το ταξικό-διεθνιστικό. Ο κύριος όγκος των αστικών δυνάμεων υποστηρίζει την πολιτική των μνημονίων και της παραμονής στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Πίσω από την πολιτική της «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ», βρίσκονται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, για εντατικότερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων και του ελληνικού λαού, καθώς και τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών και των πολυκλαδικών ομίλων, που ενστερνίζονται την ιδεολογία και πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στην ουσία με τα Μνημόνια διεξάγεται ένας «ταξικός πόλεμος» σε βάρος της εργατικής τάξης και λαϊκών στρωμάτων με την επιβολή της πολιτικής «κοινωνικής ρεβάνς» και με σκληρές υπερεθνικές δεσμεύσεις.!!
Από την άλλη υπάρχουν ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης (κυρίως ΜμΕ), καθώς και μικροαστικά στρώματα που πλήττονται από τα Μνημόνια και δυσφορούν από τις επιλογές της ευρωζώνης, χωρίς ωστόσο να αμφισβητούν το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων που πλήττεται από τις επιλογές του ευρωσυστήματος και εγχώριων αστικών δυνάμεων, επιζητεί μια φιλολαϊκή-προοδευτική διέξοδο από την κρίση. Εμφανίζεται αντικειμενικά η δυνατότητα ευρύτερης συμπαράταξης κοινωνικών δυνάμεων κατά των μνημονιακών πολιτικών. Στις αντιμνημονιακές δυνάμεις περιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι, μικρομεσαίοι αγρότες, μικροεπιχειρηματίες και άλλα λαϊκά στρώματα, που υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες των μνημονίων, καθώς και εκείνοι που παίρνουν θετική στάση στις προοδευτικές αλλαγές που χρειάζεται η κοινωνία.
Η συγκεκριμένη δυνατότητα συμπαράταξης αποκτά «εν δυνάμει» «αντιμονοπωλιακή» αιχμή (κατά μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών), καθώς επίσης «αντιϊμπεριαλιστική» (κατά της ευρωζώνης και των ΗΠΑ). Έχει παράλληλα βαθύ δημοκρατικό και πατριωτικό περιεχόμενο, διότι συνδέεται με την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας, της ιστορικής-πνευματικής κληρονομιάς και αξιοπρέπειας του ελληνική λαού. Η προσπάθεια καπηλείας από ακροδεξιά μορφώματα τύπου «Εθνική Ενότητα» και πολύ περισσότερο από τα φασιστοειδή της «Χ.Α.», των παραπάνω ιδεών και αξιών, διευκολύνεται ως ένα βαθμό από τη στάση ορισμένων δυνάμεων της Αριστεράς («δεξιάς» ή «αριστερής» απόκλισης) που καλλιεργούν είτε έναν αφηρημένο (αταξικό) «ευρωπαϊμό» που φθάνει τα όρια της «ευρωλαγνείας» χαρακτηρίζοντας κάθε υπεράσπιση του εθνικού και πατριωτικού ως «εθνική αναδίπλωση» και «εθνο-απομονωτισμό», είτε απορρίπτουν κάθε «πατριωτικό» και «εθνικό» και το αντιπαραθέτουν προς το «ταξικό» και «διεθνιστικό». Πρόκειται για βαθιά λαθεμένες θεώρησης που παραχωρούν ιδεολογικό και πολιτικό έδαφος σε αντιδραστικές εκφάνσεις του αστικού «εθνικισμού» και «κοσμοπολιτισμού», που είναι σύμφυτοι στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.
5.Ο δρόμος υπέρβασης των εθνικών διαφορών
Η ανάδειξη του ταξικού χρέους των εργαζόμενων κάθε χώρας, για την ανατροπή του καπιταλισμού και ταυτόχρονα η ανάπτυξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ λαών και εργαζόμενων, τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε όλο τον κόσμο, αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση υπέρβασης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όπως σημειώνει ο Λένιν, «ο διεθνισμός στην πράξη είναι ένας και μόνο ένας: Η ολόψυχη δουλειά για την ανάπτυξη επαναστατικού κινήματος και επαναστατικού αγώνα στην ίδια σου τη χώρα, την υποστήριξη (με προπαγάνδα, ηθικά, υλικά) ενός τέτοιου αγώνα, μιας τέτοιας γραμμής, αυτής και μόνο, σε όλες χωρίς εξαίρεση τις χώρες».11
Ωστόσο ακόμα και με τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, δεν σημαίνει ότι αυτόματα θα προκύψει εξάλειψη των εθνικών διαφορών. Η υπέρβαση των εθνών όπως τόνιζε με διορατικότητα ο Λένιν, «θα γίνει μέσα από την άνθιση και την προσέγγιση των εθνών». Δηλαδή στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, πολλά στοιχεία της εθνικής συνείδησης θα αλλάξουν, ενώ βαθμιαία θα συντελείται και η ταξική ομοιογένεια. Από την άλλη χρειάζονται πολλά χρόνια εμπέδωσης της ισότιμης συνεργασίας και φιλίας μεταξύ χωρών και λαών, σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της διεθνιστικής αλληλεγγύης και του πατριωτισμού, ώστε βαθμιαία να επιτευχθεί η δημιουργία της παγκόσμιας κοινότητα λαών και εργαζόμενων.
6.Το «Μακεδονικό» και η φερέγγυα λύση του
Ανατρέχοντας την εμπειρία της τελευταίας 25ετίας, διαπιστώνουμε ότι ο χειρότερος σύμβουλος για την επίλυση του θέματος είναι: πρώτον, ο εθνικισμός, κυρίως από την πλευρά της FYROM καιδεύτερον, η υποταγή των κυρίαρχων ελίτ των δύο χωρών στα κελεύσματα των ιμπεριαλιστών. Επί πλέον από πλευράς FYROM υπάρχει προκλητική παραχάραξη της ιστορίας στη βάση της οποίας καλλιεργείται ο αλυτρωτισμός και έμμεσα η αμφισβήτηση των συνόρων. Κατά συνέπεια προβάλει το ερώτημα σε ποια βάση μπορεί να υπάρξει βιώσιμο και φερέγγυα λύση;
Το πρώτο και βασικό, είναι να σταματήσει η FYROM και οι ηγέτες της, να πλαστογραφούν την ιστορία. Η διεκδίκηση ιστορικής συνέχειας της αρχαίας Μακεδονίας του Φιλίππου και Μ.Αλεξάνδρου με τη σημερινή FYROM, είναι απαράδεκτη. Οι σλάβοι ήλθαν στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας μια χιλιετηρίδα αργότερα, από την περίοδο του βασιλείου των Μακεδόνων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει πεδίο διαπραγμάτευσης για την ιστορική-πνευματική κληρονομιάς που ανήκει αποκλειστικά στην Ελλάδα.
Το δεύτερο ζήτημα, που ουσιαστικά είναι παράγωγο του πρώτου, είναι οι «αλλυτρωτικές» αντιλήψεις που προβάλουν οι ηγέτες της FYROM και οι οποίες βρίσκουν έκφραση στο Σύνταγμα, στο σύστημα εκπαίδευσης, στα σύμβολα και στη γενικότερη κουλτούρα που καλλιεργούν, σηματοδοτώντας έμμεσα εδαφικές διεκδικήσεις και επαναχάραξη συνόρων, λειτουργώντας ως παράγοντας έντασης και αστάθειας στην περιοχή.
Το τρίτο ζήτημα είναι, η αναζήτηση μιας ονομασίας, κοινά αποδεκτής για πάσα χρήση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και προς κάθε κατεύθυνση (erga omnes). Μια ονομασία τύπου «δημοκρατία Βαρδάρη» ή «δημοκρατία Δαρδανίας», θα ήταν η καταλληλότερη. Ωστόσο θα μπορούσε να ήταν και μια σύνθετη ονομασία στη σλαβόφωνη γλώσσα τους, πχ. «γκόρναμακεδόνια», ή «Νοβαμακεδόνια». Οι εμμονές για καθαρή αναφορά της λέξης «Μακεδονία» στην επίσημη ονομασία, δείχνει επιμονή σε αλλυτρωτικές επιδιώξεις.
Το τέταρτο στοιχείο είναι, η επίτευξη λύσης ως αποτέλεσμα της απ’ ευθείας συμφωνίας μεταξύ Ελλάδα-FYROM και της εδραίωσης ισότιμων και αμοιβαία επωφελών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, στη βάση των αρχών της καλής γειτονίας, της ισότιμης συνεργασίας και σεβασμό του διεθνούς δικαίου, χωρίς την αναγκαστική σύνδεση της με ένταξη στο ΝΑΤΟ και ΕΕ. Οι επιλογές αυτές εξυπηρετούν μόνο συμφέροντα των Αμερικανών-Νατοϊκών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και είναι παράγοντας γεωπολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Η αντίληψη ότι μια μικρή χώρα, δεν μπορεί να μας απειλή με το όποιο όνομα της, είναι αφελής διότι δεν υπολογίζει, ότι δοθείσης ευκαιρίας, μπορεί να λειτουργήσει, με τη στήριξη άλλων, ως μοχλός πίεσης σε βάρος της χώρας, λαμβάνοντας ως αντιπαροχή την ικανοποίηση «αλυτρωτικών» επιδιώξεων. Το ίδιο είναι αβάσιμη και η άποψη, ότι στο διάβα του χρόνου με το ανακάτεμα των εθνοτήτων στα Βαλκάνια, είναι εξωπραγματικό οι σημερινοί έλληνες να θεωρούνται γνήσιοι συνεχιστές των αρχαίων Μακεδόνων. Όμως η ιστορική-πνευματική κληρονομιά, δεν γίνεται με όρους βιολογικούς (DNA), αλλά με όρους ιστορικο-κοινωνικούς. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμη η οποιαδήποτε η αμφισβήτηση της ελληνικής-ιστορικής κληρονομίας της αρχαίας Μακεδονίας.
Από την άλλη, ποικιλώνυμοι εκπρόσωποι δυνάμεων του μνημονιακού τόξου που προβάλλουν ως «ελληναράδες πατριώτες», αποκρύπτουν ένα υφέρποντα εθνικισμό και συγκαλύπτουν τις ιστορικές τους ευθύνες για την «εξαέρωση» της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και την υποταγή της χώρας στην ευρωζώνη και ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και στις ΗΠΑ. Άρα οι αντιδράσεις και οι κινητοποιήσεις δεν πρέπει να θολώνονται από τον «καπνό» ενός κούφιου εθνικο-πατριωτισμού, αλλά με βάση τα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα, με την απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική επιτροπεία, τη διασφάλιση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και της ισότιμης συνεργασίας μεταξύ χωρών.
Τέλος δεν πρέπει να μας διαφύγει η προσπάθεια διαφόρων κέντρων, να φουσκώνουν τα πανιά των εθνικιστικών και λαϊκίστικων αντιλήψεων, λειτουργώντας αποπροσανατολιστικά στη σωστή θεώρηση του προβλήματος και διεκδίκησης μιας φερέγγυας και βιώσιμης λύσης πραγματικά πατριωτικής, σε όφελος του ελληνικού λαού, του λαού της FYROM και των γειτονικών λαών της Βαλκανικής και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Ευρώπης.
1 Ο βασικό κορμός του κειμένου αποτελεί εισήγηση στην εκδήλωση του ΜΑΧΩΜΕ την 19ην Απρίλη 2016 με θέμα: «Εθνικό-Πατριωτικό-Ταξικό-Διεθνιστικό: Θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικές προεκτάσεις». Η διάσταση του «Μακεδονικού» προστέθηκε σε αυτό το άρθρο.
2. Ο Αισχύλος, με αφορμή τη μάχη της Σαλαμίνας (480 πχ) στην οποία πήρε μέρος, γράφει στην τραγωδία του «Οι Πέρσες»: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, Ελευθερούτε Πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, Γυναίκας, Θεών τε Πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών». (μετάφραση). «Ω τέκνα των Ελλήνων προχωρείτε. Ελευθερώστε την Πατρίδα, τους παίδας, τας γυναίκας, τους ναούς των πατρώων Θεών, τους τάφους των προγόνων. Τώρα υπεράνω όλων ο αγών».
3. Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», τομ. 37, σελ.190.
4. Φ.Ένγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους», Άπαντα Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, τομ.21, σελ. 104, ρωσ. έκδοση
5. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, «Άπαντα», τομ.4, σελ. 428, ρωσ. έκδοση
6. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Α.Παπακώστα», Αθήνα, 1963, σελ. 60.
7. K.Marx, «Letter of 29 November 1869», Collected Works. Τομ. 43 (Μόσχα: International Publishers, 1987), σελ.390-91
8. Β.Ι.Λένιν, «Η σοσιαλιστική επανάσταση και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση – Θέσεις», Μαρξιστική Σκέψη, τεύχος 19, Μάρτιος 2016, σελ.19-30, Αθήνα.
9. Β.Ι.Λένιν, «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα», «Άπαντα», τομ. 24, σελ. 123
10. Β.Ι.Λένιν, «Άπαντα», τόμος 36, σελ, 328.
11. Β.Ι.Λένιν, Άπαντα, τομ. 31, σελ. 170

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Η ιστορία με το πολιτικό "χρέος" του ΣΥΡΙΖΑ σε Τίτο-Τσαουσέσκου και Σκόπια...

7/2/18

Μοναδικό ντοκουμέντο: Η απίστευτη ιστορία με το "χρέος" του ΣΥΡΙΖΑ στα Σκόπια - Γι' αυτό τους δίνουν το όνομα - Ολα έχουν μια εξήγηση

Μόνο τυχαία δεν είναι επιμονή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να αποδεχθεί την ονομασία «Μακεδονία» χωρίς καν να  υπάρξει άμεση εφαρμογή των προαπαιτούμενων, δηλαδή απαλοιφή όλων των αλυτρωτικών συμβόλων και των διατάξεων του σκοπιανού Συντάγματος, που μιλάνε για κατεχόμενη από τους Ελληνες "Μακεδονία του Αιγαίου".
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πολιτική συνέχεια της "αναθεωρητικής ομάδας του ΚΚΕ", του ΚΚΕ Εσωτερικού, της ΕΑΡ και του Συνασπισμού της Αριστεράς, (όλοι οι παραπάνω είναι μία κομματική γραμμή από το 1968 και μετά) οφείλει πολλά στα Σκόπια.
Εχει ισχυρούς δεσμούς και σφυρηλατημένους σε δύσκολους καιρούς δεσμούς, όπως αναφέρει το βιβλίο των Αλ. Δάγκα και Γ. Λεοντιάδη, που αποκαλύπτει τον ρόλο των Σκοπίων στην απίστευτη διαμάχη για το αρχείο του ΚΚΕ και ειδικά εκείνο το αρχείο που απέσπασε το 1968, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ (12η Ολομέλεια), ο ΣΥΡΙΖΑ της εποχής, ο πολιτικός πρόγονος της σημερινής κυβέρνησης, η αποκαλούμενη «αναθεωρητική ομάδα» του ΚΚΕ.
Αν επιβίωσε τότε η αναθεωρητική ομάδα και μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ (και όταν λέμε «επιβίωσε», κυριολεκτούμε, αφού εκείνη την εποχή στο ανατολικό παραπέτασμα η επιβίωση δεν αφορούσε πολιτική έννοια αλλά φυσική), αυτό το οφείλει γενικά στον Τίτο και ειδικά στην κυβέρνηση των Σκοπίων ή στην λεγόμενη «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Αν αυτή την στιγμή υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό οφείλεται, κυριολεκτικά στα Σκόπια!
Ας δούμε την υπόθεση από την αρχή όπως περιγράφεται στο βιβλίο των Αλ. Δάγκα και Γ. Λεοντιάδη.
Στις 5 - 15 Φεβρουαρίου 1968 συνήλθε στη Βουδαπέστη η 12η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ για να εξετάσει την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας με τη δικτατορία και εσωκομματικά ζητήματα.
Τρία μέλη του Πολιτικού Γραφείου, οι Μήτσος Παρτσαλίδης (φωτό ανάμεσα σε Τίτο και Τσίπρα), Ζήσης Ζωγράφος, Πάνος Δημητρίου, και ακόμη οι Δημήτρης Βατουσιανός, Βασίλης Ζάχος, Σταύρος Καράς, Θανάσης Καρτσούνης, Λεωνίδας Τζεφρώνης, επτά αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ και τα τρία μέλη της Κεντρικής Εξελεγκτικής Επιτροπής διαφώνησαν με την πλειοψηφία σε εσωκομματικά και κεντρικά πολιτικά ζητήματα, όπως η πολιτική των συμμαχιών και ο ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης και αποχώρησαν.
Μαζί με τους διαφωνούντες συμπαρατάχτηκαν άλλα στελέχη του "Γραφείου Εσωτερικού", δηλαδή του τμήματος της ηγεσίας που δρούσε στο εσωτερικό της χώρας σε συνθήκες παρανομίας, όπως οι Μπάμπης Δρακόπουλος, Νίκος Καρράς, Αντώνης Μπριλλάκης, Τάκης Μπενάς κ.ά. 
Πρόκειται για τους πολιτικούς ινστρούχτορες του Αλέκου Αλαβάνου, πολιτικού "πατέρα" του Αλέξη Τσίπρα.
Οσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ακολούθησαν θεωρητική ομάδα, εξακολούθησαν να κινούνται ελεύθερα στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και την ανασυγκρότησαν έναν χρόνο αργότερα το ΚΚΕ εσωτερικού. Πρόκειται για την πλευρά των Δ. Παρτσαλίδη, Ζ. Ζωγράφου και Π. Δημητρίου, των τριών μελών του Πολιτικού Γραφείου που διαγράφηκαν.
Από τα πρώτα θύματα της διάσπασης, σε πρακτικό επίπεδο, ήταν το εξαιρετικής σημασίας κομματικό αρχείο του ΚΚΕ, το οποίο βρισκόταν στην πόλη Sibiou, 282 χιλιόμετρα βορειοδυτικώς του Βουκουρεστίου, πρωτεύουσας της κομμουνιστικής, τότε, Ρουμανίας, όπου ήταν η έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του διωγμένου- μετά την ήττα του ανταρτοπολέμου - ΚΚΕ.
Το καθεστώς Τσαουσέσκου με τη «φιλοξενία» που επεφύλαξε στο «αδελφό» κόμμα απέβη μοιραίο για τους σοβιετόφιλους Ελληνες κομμουνιστές: Ο Τσαουσέκου είχε αρχίσει να διαφοροποιείται από την Μόσχα κι έκανε «τα στραβά μάτια» στην ιδιαίτερη κινητικότητα που είχε αναπτύξει στο ρουμανικό έδαφος, όπου και η έδρα του "ορθόδοξου" ΚΚΕ, η αναθεωρητική ομάδα.
Τον Μάρτιο του 1968, έναν μήνα δηλαδή μετά την 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του «ορθόδοξου» μαρξιστικού-λενινιστικού και του «ευρωκομμουνιστικού»- που αντιπαρατέθηκαν μέχρις εσχάτων, μια ομάδα ομάδα αναθεωρητών, υπό την κάλυψη της αστυνομίας του Τσαουσέσκου, εισέβαλε στο κτίριο του Βουκουρεστίου όπου βρισκόταν το αρχείο του ΚΚΕ.
Κατάφερε, βάσει ενός καλά καταρτισμένου σχεδίου, να αιφνιδιάσει την ηγεσία Κολιγιάννη, να αρπάξει το 1/3 του αρχείου (εκατομμύρια φάκελοι, υπολογίζονται σε 3,5 χλμ. μήκος τα ράφια του συνόλου των αρχείων) να το φορτώσει σε φορτηγά που είχε παραχωρήσει ο Τσαουσέσκου και να το φυγαδεύσουν στα υπόγεια της «Σεκουριτάτε» της μυστικής υπηρεσίας του καθεστώτος.
Είχε προηγηθεί, μόλις λίγο διάστημα πριν, η κατάληψη από πλευράς των «αναθεωρητών», όπως τους αποκαλούσε πάντα το ΚΚΕ, του ραδιοσταθμού «Η Φωνή της Αλήθειας», που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι (ήταν ένα χτύπημα στρατηγικής σημασίας εις βάρος του δικτύου που είχε στήσει το ΚΚΕ στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να απευθύνεται στους Ελληνες πολίτες), καθώς και του Τμήματος Διαφώτισης και Προπαγάνδας στα περίχωρα της ίδιας πόλης.
Η ηγεσία Κολιγιάννη με επιστολές της προς το ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και αυτοπρόσωπη παρουσία του Κολιγιάννη στην Μόσχα απαίτησαν την επιστροφή του αρχείου, στο οποίο περιλαμβάνονταν όλα τα στοιχεία όχι μόνο για τα μέλη του κόμματος, αλλά και για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Ελληνες, για την δράση του ΚΚΕ στην κατοχή, το ποιοι Ελληνες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κλπ.
Μάλιστα προέβησαν σε παράσταση έναντι του γενικού εισαγγελέα στο Βουκουρέστι, ο οποίος ενώ έδωσε αρχικώς εντολή για διερεύνηση της υπόθεσης, στη συνέχεια σταμάτησε κάθε ενέργεια, προφανέστατα κατ΄ εντολήν της ρουμανικής κυβέρνησης.
Τότε επενέβη η Μόσχα: Ζήτησε εντός δέκα ημερών "να επιστραφεί το μέρος του αρχείου που είχε κλαπεί στο νόμιμο ιδιοκτήτη του το ΚΚΕ (το εναπομείναν τμήμα του αρχείου ταξίδεψε την ίδια χρονιά στο Ιβάνοβο, 300 χλμ. βορειοανατολικά της Μόσχας, ενώ η έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ μεταφέρθηκε στη Βουδαπέστη).
Ο Τσαουσέσκου ενημέρωσε τότε τους ΣΥΡΙΖΑίους της εποχής ότι πρέπει εντός 10 ημερών να έχουν απομακρύνει το αρχείο από την χώρα, αλλιώς θα είναι υποχρεωμένος να το κατασχέσει και να το επιστρέψει στο "ορθόδοξο" ΚΚΕ.
Το κλίμα είχε γίνει πολύ βαρύ στο κομμουνιστικό ανατολικό αμπλοκ, για τον "ΣΥΡΙΖΑ" της εποχής και ήταν θέμα χρόνου να αρχίσουν οι συλλήψεις, όταν θα εγκατέλειπαν το ρουμανικό έδαφος.
Η μοναδική ελπίδα τους ήταν η Γιουγκοσλαβία, η οποία δεν συμμετείχε στο Σύμφωνα της Βαρσοβίας και υπό την στιβαρή ηγεσία του Γ.Μ.Τίτο, είχε καταφέρει να σταθεί όρθια μετά την απομάκρυνσή της από το φιλοσοβιετικό μπλοκ τα έτη 1948-1949 (μια απομάκρυνση που εν πολλοίς έκρινε και την τύχη του ελληνικού εμφυλίου).
Μετά από διαβουλεύσεις που είχαν οι «αναθεωρητές» με την Ενωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, ήρθαν σε επαφή με την Ενωση Κομμουνιστών "Μακεδονίας", τον κομματικό πυρήνα της κομμουνιστικής κυβέρνησης των Σκοπίων.
Τα Σκόπια με μεγάλη χαρά δέχθηκαν την παρουσία όχι μόνο των ΣΥΡΙΖΑίων της εποχής, αλλά κυρίως του αρχείου τους: Ετσι η ονομασία "Μακεδονία" νομιμοποιείτο για πρώτη φορά από μια ελληνική πολιτική ομάδα, αλλά έβαζαν στο χέρι και έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών για τα ελληνικά πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά γεγονόταν των προηγούμενων 40 ετών.
Οι συγγραφείς του βιβλίου, Αλ. Δάγκα και Γ. Λεοντιάδη, καταγγέλλουν την πρωτοφανή «πολιτική αφέλειά» τους.
Ο ίδιος ο Λεοντιάδης αποδίδει «καιροσκοπισμό» εκ μέρους της ομάδας των ΣΥΡΙΖΑίων για την απόφαση να εγκατασταθεί το αρχείο στα Σκόπια, καθώς, όπως λέει, «γνώριζαν ότι θα γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από πλευράς τους» όσον αφορά το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» και τις θέσεις του ΚΚΕ επ΄ αυτού, των δεκαετιών 1920-1930 (περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης»), που αργότερα ανατράπηκαν, σε συνάρτηση με την ύπαρξη σλαβομακεδονικού προσφυγικού στοιχείου, η παρουσία του οποίου ήταν έντονη στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Στα χρόνια που ακολούθησαν τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ της εποχής, βίωσαν μια εξαιρετική «φιλοξενία» στα Σκόπια: Κτίρια, υποδομές, επικοινωνίες, διαμονή χιλιάδων "αναθεωρητών", ακόμα και πλαστά ελληνικά διαβατήρια για να μπαινοβγαίνουν στην Ελλάδα της δικτατορίας.
Και ολα αυτά με έναν μόνο όρο: Να αναγνωρίζουν την «Δημοκρατία της Μακεδονίας»
Βέβαια, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, στα Σκόπια υπήρξαν σημαντικές απώλειες ντοκουμέντων με ευαίσθητο περιεχόμενο, τα οποία και παρακρατήθηκαν από τους Σκοπιανούς, για να παραδοθεί ένα μέρος του και να μεταφερθεί τελικώς το αρχείο στην Αθήνα το 1988 (επί ΕΑΡ), ύστερα από επίμονες διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο εμπλεκομένων πλευρών.
Λέγεται μάλιστα ότι είχε μεσολαβήσει και το ΠΑΣΟΚ ώστε να έχουν επιτυχή έκβαση οι προσπάθειες αυτές.
Το 1989 η ΕΑΡ γίνεται Συνασπισμός, και μέσα από αυτόν ξεπηδά ο ΣΥΡΙΖΑ. Ολη η πολιτική κληρονομά και η πολιτική συμπάθεια προς τα Σκόπια, στα οποία χρωστούν την επιβίωσή τους ως πολιτικός φορέας, μεταφέρεται στη νέα γενιά.
Τώρα, το μέρος του αρχείου που παρέδωσαν οι Σκοπιανοί, ανήκει με πλήρες δικαίωμα κυριότητας, στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία "Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας" (ΑΣΚΙ) που εδρεύει στο κτίριο των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Ποτέ οι του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέχασαν την βοήθεια των Σκοπιανών. Και τώρα, φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να τους το ξεπληρώσουν...
Πηγή: http://www.pronews.gr/elliniki-politiki/syriza/665621_monadiko-ntokoymento-i-apisteyti-istoria-me-hreos-toy-syriza-sta

Ο κατ΄εξοχήν διεθνιστής επαναστάτης "Πάμπλο", για την υπεράσπιση του εθνισμού

 Ο μεγάλος επαναστάτης, αντιιμπεριαλιστής (επί πολλά χρόνια ηγέτης της "4ης Διεθνούς, διαφωνήσας σε  κεφαλαιώδη για την εθνοανεξαρτησιακή πάλη ζητήματα με όλες τις άλλες τροτσκιστικές ομάδες Μιχάλης Ράπτης-Πάμπλο, το 1995 λέει:


Από εισηγήσεις του Μιχάλη Ράπτη-Πάμπλο* το 1995, που όμως ακουμπούν και στην σύγχρονη επικαιρότητα
 (πηγή: Βικιπαίδεια)
"             Η απειλή εναντίον της Ελλάδας.
Νομίζω ότι πράγματι είναι σωστό ότι η Ελλάδα σήμερα απειλείται. Ότι υπάρχει ένας κίνδυνος. Ότι υπάρχει ένα σχέδιο αναδόμησης των Βαλκανίων, στο οποίο κυριαρχικό ρόλο θα παίξει η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τις μουσουλμανικές μειονότητες από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τα Σκόπια, το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία, τη Βοσνία. Όπου η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά απομονωμένη και δεν έχει ως σύμμαχο -από άποψη γεωπολιτική- παρά τους Σέρβους. Οι οποίοι Σέρβοι σε μια ορισμένη στιγμή είναι δυνατόν και αυτοί να υποταχθούν στην pax americana. Αντιστέκονται για την ώρα και η αντίστασή τους είναι θετική και εκμεταλλεύσιμη και από τη μεριά τη δική μας, αλλά όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι και η Σερβία και η Ελλάδα τελικά με υποχωρήσεις δεν θα ενταχθούν σε μια pax americana κυριαρχούσα σ' ολόκληρα τα Βαλκάνια.
Πρέπει αυτό να το έχουμε υπόψη μας και απέναντι σ' αυτό το πράγμα να υπάρχει μία αντίσταση. Η μορφή αυτής της αντίστασης δεν μπορεί να πάρει δυστυχώς το χαρακτήρα άμεσης κοινωνικής επανάστασης, στηριζόμενης στις εργατικές μάζες της Ελλάδας, οι οποίες θα ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. Παίρνει, για την ώρα, το χαρακτήρα ενός εθνισμού. Αφύπνισης του εθνισμού.
Προσωπικά θεωρώ ότι είναι αναγκαία οι Έλληνες να αποκτήσουν μια συνείδηση του εθνισμού τους και να είναι έτοιμοι, όταν πρόκειται να γίνει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λεγομένου εθνικού τους κορμού, να αντισταθούν. Να μην επαναλάβουν το έγκλημα, την αδυναμία, την προδοσία, τη δειλία που έδειξαν στο ζήτημα της Κύπρου. Δεν είμαι υπέρ μιας επανάληψης της Κύπρου και στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι είναι τίποτα το διεθνιστικό μία αδιαφορία πλήρης αν γίνει ή δεν γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο που έγινε στην Κύπρο. Μα με ποιο θάρρος μπορείς να λες ότι είσαι υπέρ των Κούρδων ή των Παλαιστινίων που ζητάνε μια πατρίδα κι όταν γίνει σ' ένα τμήμα δικό σου εισβολή, κατοχή, αλλαγή πληθυσμών και δημιουργείται δικό σου παλαιστινιακό ζήτημα, ποια στάση κρατάς απέναντι στην Κύπρο; Και ξεκινώντας απ' αυτά, ποια στάση πρόκειται να κρατήσεις αν συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα; Είναι σωστό ότι ο εθνισμός που είναι απαραίτητος, δεν είναι σε καμία αντίθεση με το διεθνισμό. Ο κάθε διεθνιστής έχει και μια ιδιαίτερη πατρίδα και είναι φυσικό την πατρίδα αυτή να την αγαπάει όχι περισσότερο από τις άλλες, αλλά τουλάχιστον το ίδιο.
Είναι φυσικό επίσης να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έχει δράση επαναστατική, αν δεν δείχνει απέναντι στο λαό του μια συμπαράσταση. Σε ποιον κάτοικο της χώρας σου μπορείς να μιλήσεις και να πεις ότι σου είναι αδιάφορη η ιστορία της Κύπρου ή η επανάληψη της ιστορίας της Κύπρου αύριο και να νομίζεις ότι με τέτοια στάση μπορεί να έχεις οποιοδήποτε δεσμό με το λαό σου για άλλες επιτεύξεις; Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρα της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι.
Είναι εντελώς σωστό να λέμε αυτό: δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα. Πράγματι δεν διεκδικούμε. Και οποιοσδήποτε πόλεμος επιθετικός και για πλιάτσικο είναι καταδικαστέος από εμάς. Οποιοδήποτε «γιουρούσι» που ορισμένοι σκέπτονται ακόμη στην Αλβανία για να ξαναπάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο είναι λανθασμένο. Οποιοδήποτε γιουρούσι και πλιάτσικο, οποιοσδήποτε επιθετικός πόλεμος δεν είναι μόνο καταδικάσιμος, γιατί αλλάζει το χαρακτήρα της αντίστασης του λαού, αλλά είναι και εσφαλμένος μέσα στις τωρινές συνθήκες, θα καταλήξει σε μία γενικότερη σύρραξη από την οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται να κερδίσει απολύτως τίποτα. Αλλά, ενώ είναι τελείως σωστό να λέμε ότι δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα, να προσθέτουμε επίσης -διότι αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε σοβαρά- ότι είμαστε υπέρ της πληρότητας των δικαιωμάτων οποιασδήποτε εθνικής μειονότητας υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να δούμε πού υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα και εκεί που γίνονται αδικίες να επανορθωθούν έγκαιρα. Όχι όπως κάναμε με την τουρκική μειονότητα εν μέρει στην Κύπρο. Λέγοντας αυτά, λέμε επίσης ότι όσο είμαστε εναντίον οποιουδήποτε επιθετικού πολέμου, όπως είμαστε βέβαια υπέρ της υπεράσπισης μειονοτήτων δικών μας στο εξωτερικό, έτσι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε πια τίποτα από το συγκεκριμένο εθνικό κορμό που έχουμε.       
Κι όταν λέμε τίποτα αυτό το πράγμα πρέπει να είναι μια εντελώς διαφορετική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία κυρίως της νεολαίας μας, η οποία εν μέρει έχει προσβληθεί από το μικρόβιο του ευρωπαϊσμού και της πολιτιστικής αμερικανοποίησης."

Μπορεί να έχουν περάσει 23 χρόνια από τότε που έγραφε αυτά ο Μιχάλης Πάμπλο, αλλά είναι επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε...

*Σημ.Αντίλογου: Για ..."θάψιμο του ταξικού υπέρ του εθνικού ζητήματος" κατηγορούσαν τον Πάμπλο 
(όπως ακριβώς  κάνει  απέναντι σε κάθε εθνικοανεξαρτησιακό αίτημα η σημερινή παλαιοτροτσκιστικής πολιτικής  ηγετική φράξια του Περισσού) βρίζοντάς τον χυδαία κιόλας... οι άλλοι τροτσκιστές "επαναστάτες" ηγέτες διαφόρων τροτσκιστικών ομάδων, σαν την Βανέσα Ρεντγκρέηβ, τον Τζέρυ Χίλι και τον Τόνι Κλιφ... που ..."ταξικότατα", όπως ακριβώς σύσσωμη η ηγεσία του ΚΚΕ τότε, κατάντησαν να στηρίξουν υστερικά μαζί με Μπους Θάτσερ και CIA την εξαρχής ολοφάνερα καπιταλιστική περεστρόικα της νομενκλατούρας ...)

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Όταν και το ΑΚΕΛ και η Δεξιά της Κύπρου αγωνίζονταν για Ένωση με την Ελλάδα...



Το πρωτοσέλιδο του «Νέου Δημοκράτη», εκφραστικού οργάνου του ΑΚΕΛ, της ημέρας του ενωτικού δημοψηφίσματος (15-1-1950).. Φωτογραφία papapolyviou.comΤο πρωτοσέλιδο του «Νέου Δημοκράτη», εκφραστικού οργάνου του ΑΚΕΛ, της ημέρας του ενωτικού δημοψηφίσματος (15-1-1950).. Φωτογραφία papapolyviou.com JANUARY 13, 2018 

Γράφει ο  Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή .

 Τo 1947, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου εκλέχθηκε ο έως τότε Μητροπολίτης Κυρηνείας, γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της Ενώσεως. Τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος». Το 1948, Μητροπολίτης Κιτίου εκλέχθηκε ο Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμο Μιχαήλ Μούσκος), ο οποίος έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Το 1949, βρίσκει τη Δεξιά και την Αριστερά στην Κύπρο να συμπίπτουν στην τακτική της απαίτησης του αιτήματος για άμεση Ένωση. 

Η ιδέα της συγκέντρωσης υπογραφών ως μέτρο πίεσης για την εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης γεννήθηκε στους κόλπους της Κυπριακής Αριστεράς. Η ηγεσία του Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (Α.Κ.Ε.Λ.) σε ανακοίνωσή της το Νοέμβριο του 1949, ανήγγειλε την πρόθεσή της να συγκεντρώσει υπογραφές υπέρ της Ενώσεως. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, το Α.Κ.Ε.Λ. κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.) την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για Ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την Ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα». 

«Η απόφαση του ΑΚΕΛ εντασσόταν στο πλαίσιο της νέας πολιτικής του για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, σε αντίθεση με τη μέχρι και το καλοκαίρι του 1949 διακηρυγμένη πολιτική του κόμματος για Αυτοκυβέρνηση – Ένωση. Η νέα πολιτική του κόμματος ήταν το αποτέλεσμα συνάντησης στελεχών του ΑΚΕΛ με τον ηγέτη του ΚΚΕ Ζαχαριάδη το φθινόπωρο του 1948. Οι προτροπές Ζαχαριάδη για αλλαγή της μέχρι τότε πολιτικής στο θέμα της Ένωσης οδήγησαν σε σύγκρουση εντός του κόμματος που είχε ως αποτέλεσμα, το καλοκαίρι του 1949, την ανάδειξη νέου Γενικού Γραμματέα καθώς επίσης τη διενέργεια τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου του 6ου συνεδρίου του κόμματος που χαρακτήρισε λανθασμένη τη μέχρι τότε ακολουθούμενη πολιτική στο θέμα της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, το κόμμα υποστήριξε, μέσω επιστολής των ελεγχόμενων από το ΑΚΕΛ δημοτικών συμβουλίων προς τα Ηνωμένα Έθνη τον Νοέμβριο του 1949, τη διενέργεια δημοψηφίσματος υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού, με σκοπό να καταγραφεί η πραγματική βούληση των κατοίκων της Κύπρου […]» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα «Καθημερινή» Αθηνών, 02-09-2012).

Πηγή: Το Ενωτικό Δημοψήφισμα: Όταν όλη η Κύπρος ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα http://mignatiou.com/2018/01/to-enotiko-dimopsifisma-otan-oli-i-kipros-psifise-iper-tis-enosis-me-tin-ellada/


. Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, το κόμμα υποστήριξε, μέσω επιστολής των ελεγχόμενων από το ΑΚΕΛ δημοτικών συμβουλίων προς τα Ηνωμένα Έθνη τον Νοέμβριο του 1949, τη διενέργεια δημοψηφίσματος υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού, με σκοπό να καταγραφεί η πραγματική βούληση των κατοίκων της Κύπρου […]» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα «Καθημερινή» Αθηνών, 02-09-2012). Η Εθναρχία υπό την καθοδήγηση του Μακαρίου Γ’, νεαρού τότε Μητροπολίτη Κιτίου και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου και πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετεί αυτή την ιδέα και αναγγέλλει ότι θα ανελάμβανε η ίδια τη διοργάνωση του όλου εγχειρήματος. Το Α.Κ.Ε.Λ. τότε, χάριν της ενότητας, συμφωνεί και καλεί τα μέλη και τους οπαδούς του να ψηφίσουν υπέρ της Ενώσεως στο δημοψήφισμα της Εθναρχίας Κύπρου. Πιο συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος, σε συνεδρία της στις 18 Νοεμβρίου 1949, αποφάσισε τη διενέργεια δημοψηφίσματος και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄ ζήτησε από τον Βρετανό κυβερνήτη Andrew Wright (Άντριου Ράιτ) όπως η αποικιακή κυβέρνηση αναλάβει τη διοργάνωσή του. Η βρετανική αποικιακή διοίκηση απορρίπτει στις 12 Δεκεμβρίου 1949, την πρόταση της Εκκλησίας να αναλάβει αυτή τη διοργάνωση του δημοψηφίσματος, διαμηνύοντας πως δεν τίθεται ζήτημα αλλαγής του καθεστώτος στην Κύπρο και το όποιο αποτέλεσμα τυχόν δημοψηφίσματος δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία. Πέραν όμως της άρνησης της αποικιακής κυβέρνησης, ο Αρχιεπίσκοπος με εγκύκλιό του προς τον λαό ανακοίνωσε την απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος. Στην εγκύκλιο αναφερόταν χαρακτηριστικά: «Κυπριακέ λαέ, καλείσαι όπως ηνωμένος και αδιάσπαστος επιτελέσεις και τώρα το προς την δούλην πατρίδα σου καθήκον μετ’ ενθουσιασμού. Δι’ Ένωσιν και μόνον Ένωσιν ηγωνίσθης επί τόσα έτη. Ένωσιν και μόνον Ένωσιν καλείσαι να επισφραγίσεις διά της ψήφου σου. Εμπρός Κύπριοι, όλοι εις τα επάλξεις διά την μάχην του Δημοψηφίσματος, διά την εθνικήν μας αποκατάστασιν, διά την Ένωσιν με την αθάνατον Μητέρα Ελλάδα». Την εγκύκλιο και τη θέση της Εκκλησίας στήριξε με ιδιαίτερη θέρμη και το Α.Κ.Ε.Λ. Ήταν η πρώτη και η μοναδική ίσως φορά που Κυπριακή Εκκλησία και Α.Κ.Ε.Λ. είχαν κοινό πολιτικό στόχο. Αυτός ήταν και κύριος λόγος που η ενωτική πρωτοβουλία τύγχανε παλλαϊκής υποστήριξης. Τέτοια αρραγής ενότητα δεν θα υπάρξει άλλη από τότε. Του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950 θα προηγηθούν: α) Η Ενωτική Διακήρυξη του 1947 που προκαλούσε τον Άγγλο κυβερνήτη Lords Winster (Λόρδο Γουΐνστερ) να διενεργήσει ο ίδιος δημοψήφισμα για την Ένωση εις απόδειξιν του Δικαίου του αιτήματος. β) Η Διασκεπτική του 1948 όπου οι Άγγλοι ήθελαν να επιβάλουν ως δήθεν υποχώρηση ένα Σύνταγμα, απαράδεκτο για τους Έλληνες της Κύπρου. γ) Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών του 1948 που σε βασικό άρθρο της περιελάμβανε το δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών. Τη διακήρυξη την υπέγραψαν όλες οι χώρες (και η Βρετανία) με εξαίρεση το ρατσιστικό καθεστώς της Νοτίου Αφρικής, τη Σοβιετική Ένωση και άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, και τη Σαουδική Αραβία, που κράτησαν αποχή. Τον Ιανουάριο του 1950, ο Μητροπολίτης Κιτίου Μακάριος Γ΄ ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου, οργάνωσε το δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών. Το ενωτικό δημοψήφισμα διεξήχθη σε δύο συνεχόμενες Κυριακές ­ στις 15 και 22 του Ιανουαρίου του 1950. Η συλλογή των υπογραφών γινόταν έξω από τις εκκλησίες και άρχιζε μετά την κυριακάτικη δοξολογία. Πρώτη φορά στην ιστορία του νεώτερου Κυπριακού Ελληνισμού ο απλός πολίτης, ο τελευταίος γεωργός, ο πιο άσημος εργάτης, διατράνωνε και διεκδικούσε με την υπογραφή του αυτό που πίστευε, σε μια άνευ προηγουμένου πνευματική έκφραση και ανάταση. Μνήμες αέναες και εμπειρίες κοινές, που εκφράζονταν μέσα από τα ήθη και τα έθιμα, τη κοινή γλώσσα, την κοινή θρησκεία και ιστορία, τους κοινούς αγώνες, τους κοινούς καημούς και πόθους, σφράγισαν το χαρτί με το αίτημα της Ένωσης. Οι συμμετέχοντες υπέγραφαν τέσσερις φορές έτσι ώστε να δημιουργηθούν τέσσερις τόμοι που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και είχαν την επιλογή να υπογράψουν σε ειδικά φύλλα χαρτιού που έγραφαν στο πάνω μέρος με κεφαλαία γράμματα: «ΑΞΙΟΥΜΕΝ, ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ή «ΕΝΙΣΤΑΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων της Κύπρου αξίωσαν δια της υπογραφής τους, Ένωση της ιδιαίτερής τους πατρίδας με την Ελλάδα. Για την ακρίβεια συγκεντρώθηκαν 215.108 υπογραφές επί συνόλου 224.757 ατόμων που είχαν δικαίωμα ψήφου. Το εκπληκτικό αυτό ποσοστό αντιπροσώπευε το 95,7 % του εκλογικού σώματος. Την Ένωση υποστήριξαν ενυπογράφως και αρκετοί Τ/Κ, Μαρωνίτες και Αρμένιοι. Ο Σουλεϋμάν Βάλλο, που ψήφισε στην Αγία Νάπα, δήλωσε: «Ήλθα να ψηφίσω με όλη μου την καρδιά την Ένωση με την Ελλάδα και θα φέρω και την μάνα μου και την γυναίκα μου να ψηφίσουν». Ένας άλλος Τ/Κ είπε με νόημα: «Πώς είναι δυνατό να ζήσουμε εμείς οι Τούρκοι ενάντια στη θέληση των αδελφών μας Ελλήνων, που είναι πιο πολλοί από εμάς;» Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με όλες τις υπογραφές, δέθηκαν σε τέσσερις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, και αποφασίσθηκε, οι τρεις σειρές τόμων να δοθούν στην Ελληνική Κυβέρνηση, στην αγγλική κυβέρνηση και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. «Οι χώρες τις οποίες θα επισκεπτόταν η πρεσβεία καθώς επίσης και η σύνθεσή της θα αποτελέσουν τις αιτίες τερματισμού της πρόσκαιρης όπως αποδείχθηκε συμπόρευσης Εθναρχίας και Αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα, το Α.Κ.Ε.Λ. ζήτησε όπως μέλη του κόμματος συμμετέχουν στην πρεσβεία, με την Εθναρχία να διαφωνεί με μια τέτοια εξέλιξη. Επιπλέον η Εθναρχία διαφωνούσε με την αποστολή της πρεσβείας στις χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού. Αντιθέτως, το Α.Κ.Ε.Λ. θεωρούσε αναγκαία τη στήριξη των χωρών αυτών σε ενδεχόμενη εγγραφή και συζήτηση του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη. Από την πλευρά της η Εθναρχία δεν επιθυμούσε την εμπλοκή των Σοβιετικών στο Κυπριακό, αφού οι Βρετανοί είχαν αρχίσει, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν την εύνοια των Η.Π.Α., να τονίζουν συνεχώς τη δύναμη του Α.Κ.Ε.Λ. στην Κύπρο. Τη δύναμη των κομμουνιστών στο νησί και τον ισχυρισμό ότι το αίτημα της Ενώσεως προωθείτο από αυτούς για εξυπηρέτηση άλλων σκοπιμοτήτων, άρχισαν να επικαλούνται και οι Τούρκοι. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθούν δύο ξεχωριστές πρεσβείες. Στην πρεσβεία της Εθναρχίας υπό τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό συμμετείχαν οι Νικόλαος Λανίτης, Σάββας Λοϊζίδης και Γεώργιος Ρωσσίδης. Στην πρεσβεία του ελεγχόμενου από το Α.Κ.Ε.Λ. Εθνικού Απελευθερωτικού Συνασπισμού (Ε.Α.Σ.) συμμετείχαν ο Γενικός Γραμματέας του Α.Κ.Ε.Λ. Εζεκίας Παπαϊωάννου, το μέλος του κόμματος Εύδωρος Ιωαννίδης που διέμενε στο Λονδίνο και το στέλεχος του Α.Κ.Ε.Λ. Αδάμος Αδάμαντος, δήμαρχος Αμμοχώστου» (Ν. Χριστοδουλίδης, «Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο», εφημερίδα “Καθημερινή” Αθηνών, 02-09-2012). Η πρεσβεία της Εθναρχίας επισκέφθηκε πρώτα την Αθήνα, όπου στη συνάντηση με τον Έλληνα Πρωθυπουργό έγινε ξεκάθαρο ότι η επίσημη Αθήνα δεν επιθυμούσε τη συγκεκριμένη στιγμή να συγκρουσθεί με το Λονδίνο. Χαρακτηριστική της όλης προσέγγισης του θέματος από την Ελληνική Κυβέρνηση ήταν η δήλωση του Έλληνα Πρωθυπουργού Στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, ο οποίος εκείνη την εποχή, είχε πει, ορθά, κοφτά, στον Μακάριο, όταν μετά από λίγους μήνες έγινε Αρχιεπίσκοπος: «Εγώ, παπά μου, με την Αγγλία δεν τα βάζω». Τα ίδια είχε πει και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, και η αντιπολίτευση η οποία τότε ήταν εντελώς αρνητική. Η Κυβέρνηση Πλαστήρα ήταν πολύ επιφυλακτική ακόμα και ως προς την πραγματοποίηση συνάντησης με την Κυπριακή Πρεσβεία. Η υποδοχή όμως του κόσμου (η Κυπριακή Πρεσβεία, έτυχε θερμότατης υποδοχής από χιλιάδες Έλληνες στην Αθήνα και σε όλες τις πόλεις της χώρας) και η δημοσιότητα που έλαβε το όλο θέμα στον Ελληνικό Τύπο την ανάγκασαν να άρει τις όποιες επιφυλάξεις της. Ήταν η πρώτη ίσως φορά που το θέμα της Ένωσης απολάμβανε τέτοια δημοσιότητα στον Ελλαδικό χώρο. Μέσα σε αυτό το περίεργο από πλευράς της επίσημης Ελλάδας σκηνικό, οι τόμοι των υπογραφών παραδόθηκαν, στις 4 Ιουλίου 1950, στον πρόεδρο της Βουλής Δημήτρη Γόντικα. Στη συνέχεια η Βουλή των Ελλήνων υιοθέτησε σχετικό ψήφισμα με το οποίο εξέφραζε την πλήρη υποστήριξή της στο αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου. Ακολούθως η Πρεσβεία μετέβη στο Λονδίνο για να συναντηθεί με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία αρνήθηκε να την δεχτεί. Πραγματοποιήθηκαν μόνο κάποιες συναντήσεις με μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου και με εκπροσώπους των βρετανικών μέσων ενημέρωσης. Το Σεπτέμβριο, η πρεσβεία μετέβη στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια Ελληνοαμερικανών πολιτικών και της εκεί Αρχιεπισκοπής, διευθετήθηκαν συναντήσεις με αξιωματούχο της αμερικανικής κυβέρνησης, με αντιπροσωπείες ξένων χωρών στα Ηνωμένα Έθνη, καθώς επίσης και διαφωτιστικές εκστρατείες σε αμερικανικές πόλεις. Συγκριτικά, οι επαφές στις Η.Π.Α. ήταν οι πιο πετυχημένες και παραγωγικές κυρίως από πλευράς συμπάθειας και κατανόησης ως προς τις θέσεις της Πρεσβείας. Από την πλευρά της η Πρεσβεία του Α.Κ.Ε.Λ. (Ε.Α.Σ), στην οποία δεν παραχωρήθηκε θεώρηση εισόδου για την Ελλάδα, μετέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μετά την άρνηση του υπουργού Αποικιών να τη δεχθεί, πραγματοποίησε επαφές με βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και με στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας. Στη συνέχεια η πρεσβεία μετέβη στο Παρίσι όπου συναντήθηκε και με τον Πρωθυπουργό Πλαστήρα που βρισκόταν στη γαλλική πρωτεύουσα. Το Ε.Α.Σ. ζήτησε την εγγραφή του θέματος στα Ηνωμένα Έθνη και ο Έλληνας Πρωθυπουργός εξέφρασε τη διαφωνία του με μια τέτοια προοπτική, υποστηρίζοντας τη διευθέτηση του θέματος στο πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων. Η αντιπροσωπεία συνέχισε τις επαφές της, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Πολωνία. Η επίσκεψη στη Μόσχα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης για παραχώρηση σχετικής θεώρησης εισόδου από το σοβιετικό καθεστώς. Την ίδια αρνητική απάντηση έλαβαν οι Ιωαννίδης και Αδάμαντος όταν επιχείρησαν να εξασφαλίσουν θεώρηση εισόδου για τις Η.Π.Α. 

Σημείωση 1: Του Ενωτικού Δημοψηφίσματος είχαν προηγηθεί δύο Ενωτικά Ψηφίσματα σε όλους τους ενοριακούς ναούς της Μεγαλονήσου,  την 25η Μαρτίου 1921 και  την 25η Μαρτίου 1930. 


Σημείωση 2: Ο Ενωτικός Αγώνας αρχίζει επίσημα από το 1828 με σχετικά υπομνήματα προς τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια του όσου είχε μέχρι τότε απελευθερωθεί ελλαδικού μας κράτους.Όπως γράφει σχετικά και ο Λάζαρος Μαύρος στην Σημερινή 20 Φεβρουάριος 2017 σε άρθρο του με τίτλο «Το Δημοψήφισμα και η… ατίμωση»: 

«ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ τής Ενώσεως υπήρξε το μόνο συνώνυμο της κυπριακής λευτεριάς. Το μόνο ακριβές περιεχόμενο τής έννοιας τής ελευθερίας που επιζητούσε με πρεσβείες, αγώνες και θυσίες, η Κύπρος: Όπως ευτύχησαν την Ένωσιν το 1846 τα Εφτάνησα, το 1912 τα Νησιά τού Ανατολικού Αιγαίου, το 1913 η Κρήτη, το 1947 τα Δωδεκάνησα.  
Ωστόσο η με διάφορους ανέντιμους τρόπους και μεθόδους εμπλοκή των ξένων δεν άφησε τη συνολική βούληση του Κυπριακού λαού να φθάσει στο ποθητό αποτέλεσμα που δεν ήταν άλλο από την Ένωση με τη διαχρονική πηγή του παγκόσμιου πολιτισμού, την οδηγήτρια μάνα Ελλάδα. 

Σημείωση 3: Η Ελλάδα (εκτός από τον Ιωάννη Καποδίστρια) ουδέποτε ηγήθηκε του ενωτικού αγώνα των Κυπρίων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η πρωτοβουλία για αγώνα ενσωμάτωσης της Κύπρου στον Εθνικό Κορμό, ανήκει στους Ε/Κ, με την Ελλάδα, πότε να κατσαδιάζει, πότε να υποστηρίζει χλιαρά και πότε να υποθάλπει τις προσπάθειες για ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με την Ελλάδα!Αυτή τη στάση κράτησε δυστυχώς και η κυβέρνηση Καραμανλή κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. 1955-59.Ένας αγώνας που απετέλεσε την μοναδική επιλογή των Ε/Κ ύστερα από τα πολλά ουδέποτε των  Βρετανών για εθνική αποκατάσταση…


 Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή  Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας, από το Μονάγρι Λεμεσού – a.avgoustis@hotmail.com Share this:


Πηγή: Το Ενωτικό Δημοψήφισμα: Όταν όλη η Κύπρος ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα http://mignatiou.com/2018/01/to-enotiko-dimopsifisma-otan-oli-i-kipros-psifise-iper-tis-enosis-me-tin-ellada/

Το ΚΚΕ η ΕΔΑ και το ΑΚΕΛ υπέρ της Ένωσης της Κύπρου και κατά των συμφωνιών Ζυρίχης -Λονδίνου

(Από την εφημ."Ο Δρόμος της Αριστεράς", της 20/12/2010)
του Αντώνη Αντωνίου* 
ΚΚΕ και κυπριακό ζήτημα κατά τη δεκαετία του 1950
Ήδη από τη δεκαετία του ’40, σε μια περίοδο που το Κυπριακό δεν έχει ακόμα λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο «Πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας», τον Ιούνιο του 1945, αναφέρεται ότι «Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας, με όλα τα ειρηνικά μέσα και σε συμφωνία με τους μεγάλους φίλους μας θα διεκδικήσει αποφασιστικά τα εθνικά δίκαια παντού όπου υπάρχουν. Θα ζητήσει την Ένωση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα». Η νέα εποχή των αντιαποικιακών αγώνων γίνεται αντιληπτή και επισημαίνεται στα κείμενα του Κ.Κ.Ε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Η εξασθένιση ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού συστήματος ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανάπτυξη και το στέριωμα του στρατοπέδου της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικιακές και εξαρτημένες χώρες. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ολόκληρου του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού είναι στην ημερήσια διάταξη».
Για το ΚΚΕ, ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικοαπελευθερωτικός και διεξάγεται από τους «Κυπρίους αδερφούς». Εγγυητής και συμπαραστάτης στον αγώνα για την Ένωση είναι η παρέμβαση και η πολιτική του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τις θεσμικές εκείνες δυνάμεις που η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται στα χέρια τους, χωρίς όμως να έχουν τη βούληση του απεγκλωβισμού από τα νατοϊκά και αμερικανοβρετανικά σχέδια στην περιοχή, αλλά και από τις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτάσσουν τη στρατηγική της Ένωσης σε ημίμετρα. Το ΚΚΕ διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία, απέναντι στα «συμβιβαστικά στοιχεία» αντιπαρατάσσει την πολιτική της «ανυποχώρητης συνέπειας».
Ήδη από το 1950, η πολιτική γραμμή του, με σαφήνεια ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείες, είναι αυτή του αγώνα για την Ένωση.
Το Νοέμβριο του 1951, με άρθρο στο Νέο Κόσμο, οι Π. Ρούσος, Γ. Ιωαννίδης και Κ. Κολιγιάννης προβάλλουν –με έγκριση φυσικά του Ζαχαριάδη– το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος μέσα σε μια λεύτερη και δημοκρατική Ελλάδα», σύνθημα το οποίο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του και το ΑΚΕΛ. Με αυτό, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου γίνεται αντιληπτός ως στάδιο/μέρος της ενιαίας διαδικασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Διευκρινίζεται ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ανάγκης για Ένωση με μία Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο «μοναρχοφασισμός» και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, ότι «το ομόφωνο αίτημα του πληθυσμού της Κύπρου, που ποθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι ο κυπριακός λαός εγκρίνει το μοναρχοφασιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές».
Από την άλλη πλευρά, για το ΚΚΕ η συμμαχία των δυνάμεων που επιδιώκουν τη συνέχιση της αποικιακής κυριαρχίας είναι ευρεία: Μοναρχοφασίστες, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι ιμπεριαλιστές εντάσσουν την Κύπρο στα πολεμικά σχέδιά τους σαν στρατηγική βάση και, γι’ αυτό, ο αγώνας για την Ένωση και την απόσπαση του νησιού από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια είναι αγώνας για την ειρήνη. Παράλληλα, θεωρείται πως, στα πλαίσια της πολιτικής των Η.Π.Α, ενθαρρύνεται η θέση των Τούρκων σωβινιστών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικάνικων θέσεων και προετοιμασίας του αντισοβιετικού πολέμου που ετοιμάζεται.
Με την έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ, το 1955, η θέση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα είναι αρνητική. Η γραμμή της Ένωσης χωρίς καμία παραχώρηση σε Βρετανούς και ΝΑΤΟ προβάλλεται επίσης σε αντιδιαστολή με τις κινήσεις και τον τρόπο που διεξάγουν τον αγώνα η Εθναρχία και ο Μακάριος
Για το ΚΚΕ η κυβέρνηση Καραμανλή είναι κυβέρνηση εθνικής υποταγής και το ίδιο το Κυπριακό θέτει το ζήτημα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μία κυβέρνηση που με την καταστολή των συλλαλητηρίων, τις απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων, με την άρνησή της να προωθήσει την πανεθνική ενότητα για το Κυπριακό, «προετοίμασε τη προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία».
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο καθιστούν όλο και περισσότερο, πέρα από την άμεση ανάγκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πιο επιτακτική και τη συμμαχία με τα κράτη εκείνα που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Διαφοροποίηση σημειώνεται με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ που ακολούθησαν. Τα γεγονότα αυτά διευκολύνουν στο να μειωθεί σταδιακά η οξύτητα των κατηγοριών απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον Μακάριο, να ενισχυθούν οι εκκλήσεις για ενιαίο συντονισμό του αγώνα και να γίνει πιο ευέλικτη η τακτική αναφορικά με τις μορφές πάλης που υιοθετούνται ως αποτελεσματικές. Έτσι, η Eθναρχία και η ΕΟΚΑ δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως διασπαστές που οδηγούν το κίνημα για την Ένωση σε ενταφιασμό, αλλά αναφέρονται ως πατριωτικές οργανώσεις που συμμετέχουν και έχουν λόγο στη διεύθυνση του αγώνα.
Η στάση της ΕΔΑ
Οι θέσεις του κόμματος καθορίζονται από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τη δυναμική των διεθνών τάσεων με την παρέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των εθνικών αγώνων. Άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη στάση της ΕΔΑ στο Κυπριακό είναι, φυσικά, η αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής εμβέλειας. Η συμβολή της ΕΔΑ στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό θα είναι σημαντική και η πολιτική της αντίληψη θα λάβει εμπράγματη μορφή μέσα από τις επιτροπές του «Κυπριακού Αγώνα», με ψηφίσματα και εκδηλώσεις δημοτικών συμβουλίων, οργανώσεων και συλλόγων, τις κοινές εκκλήσεις των νεολαιών όλων των κομμάτων, τις πρωτοβουλίες της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, με την παρέμβαση και συμμετοχή στα ογκώδη συλλαλητήρια, όπου τον τόνο δίνει η νεολαία. H EΔΑ, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν μπορεί να αρκεστεί στη διατύπωση γενικών θέσεων, αλλά πρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς τους τρόπους σύνδεσης των θέσεων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα και το αναπτυσσόμενο κίνημα για την Κύπρο. Πολύ συχνά, οι εξελίξεις στην κυπριακή υπόθεση μεταφράζονται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη στάση και τις πολιτικές της, αντιπαράθεση με βάση την οποία ξεδιπλώνεται και παρουσιάζεται η συνολική προγραμματική αντίληψη της ΕΔΑ για τη διεθνή κατάσταση, τη θέση και τη διεθνή στάση του ελληνικού κράτους, τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Με το πέρασμα των χρόνων το Κυπριακό αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους εκλογικούς υπολογισμούς, τα προγράμματα και τη στάση των κομμάτων, αλλά και για τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε κοινωνικό επίπεδο με επίκεντρο το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές διαρκώς πυκνώνουν, οι στρατηγικές των κομμάτων και οι σχεδιασμοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα αυτό, οι ομιλίες στη Βουλή για την Κύπρο πολλαπλασιάζονται.
Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της Ε.Δ.Α ότι ο βασικός ρόλος της κυβέρνησης Καραμανλή –και ο βασικός λόγος για τον οποίο ανήλθε στην εξουσία– υπήρξε το «κλείσιμο» του Κυπριακού προς όφελος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ενώ διαπιστώνεται μια κεφαλαιώδους σημασίας αναντιστοιχία: από τη μια της παθητικής και υποτελούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, που βάση της πολιτικής της είναι η επένδυση στην καλή θέληση της Βρετανίας και των ΗΠΑ ως προς τις τύχες του Κυπριακού, και από την άλλη μιας αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα και η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η εκτίμηση αυτή σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις και την ανταπόκριση του Κυπριακού στις λαϊκές συνειδήσεις, τροφοδοτεί την πολιτική και τη στάση της ΕΔΑ, εντός και εκτός κοινοβουλίου, που σταθερά υποστηρίζει την Ένωση με την Ελλάδα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά τις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ε.Δ.Α για τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν προκρίνεται ούτε διατυπώνεται η πρόταση πλαισίωσης και υποστήριξης από την ελληνική πλευρά της διεθνούς πολιτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η στάση που προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη είναι η ουδετερότητα, καθώς θεωρείται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί, ακόμα και στα πλαίσια του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων.
Το ΑΚΕΛ
Ο άμεσος αριστερός φορέας του αγώνα στην Κύπρο για την Ένωση υπήρξε το ΑΚΕΛ. Είναι επομένως κατανοητό γιατί οι πολιτικές θέσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΕΔΑ αναπτύσσονταν και αξίωναν την πραγμάτωσή τους μέσω της δράσης και της στήριξης του κόμματος αυτού, από τη στιγμή που ανήκε στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων για την Ένωση και ενάντια στην υποτέλεια, τον ιμπεριαλισμό και τη νατοποίηση.
Το ΑΚΕΛ ως κόμμα συγκροτείται το 1941. Εκτός από ορισμένες προτάσεις για αναδιάρθρωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου σε μια κατεύθυνση «αυτοδιοίκησης» που το ΑΚΕΛ δέχτηκε να συζητήσει το 1948 με τους Βρετανούς, ο προσανατολισμός του θα παραμείνει στραμμένος σταθερά προς την Ένωση. Η αποτυχία των συζητήσεων με τους Βρετανούς για αυτοκυβέρνηση του νησιού, σε συνδυασμό με την πίστη στην τελική νίκη του ΔΣΕ στον εμφύλιο στην Ελλάδα, ισχυροποίησαν τη γραμμή αυτή. Την πολιτική αυτή πρόταση θα ευνοήσει και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα αντιαποικιακά κινήματα της Μέσης Ανατολής και η αναζήτηση ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου σε Ελλάδα και Κύπρο. Η έξαρση, εξάλλου, του εθνικισμού στην Κύπρο και ο φόβος της απόδοσης της κατηγορίας της «προδοσίας» είναι ένας ακόμα λόγος που θα καταστήσει το ΑΚΕΛ σταθερό φανατικό υπέρμαχο της Ένωσης. Ταυτόχρονα, η πολιτισμική και εθνολογική συνάφεια Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων θα προσδώσει στο αίτημα της Ένωσης –για τους οπαδούς τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς– το χαρακτήρα ενός «φυσικού δικαιώματος» που νομοτελειακά έπρεπε να εκπληρωθεί, αργά ή γρήγορα.
Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, που έχει για το ΑΚΕΛ διαταξικό χαρακτήρα, οφείλει να διεξαχθεί συντονισμένα από τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα και γι’ αυτό η κομμουνιστική στρατηγική υποτάσσεται στην άμεση τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Κύπρος. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: Ένωση ή εγγλέζικη κατοχή. Σ’ αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: όλος ο λαός ενωμένος για την Ένωση. Εμείς παραμερίζουμε –έτσι είναι λογικό και έτσι κάνουμε– κάθε μάξιμουμ πολιτικό αίτημά μας που πηγάζει μέσα από το κομμουνιστικό πρόγραμμά μας για να πετύχουμε την ενότητα όλων που θέλουν την Ένωση – λευτεριά χωρίς όρους, χωρίς ανταλλάγματα και είναι πρόθυμοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτή».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν το 1956, η κυπριακή Αριστερά παράλληλα με την προσπάθεια να κατοχυρώσει την αυτονομία της στο πλαίσιο του αγώνα, αναγνώριζε σιωπηρά και με τις κινήσεις της την ηγεμονία της Εθναρχίας και διατύπωνε επανειλημμένα προτάσεις συνεργασίας τις οποίες η Εθναρχία απέρριπτε. Οι αντιδράσεις της κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην Αριστερά είχαν γνώμονα όχι μόνο τα κριτήρια και τις αξίες του παραδοσιακού συντηρητισμού, αλλά και τις ιδεολογικές πραγματικότητες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, οι εθνικοαπελευθερωτικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’50 (ενωτικό δημοψήφισμα, ένοπλη εξέγερση κ.λπ.) ενίσχυσαν και παγίωσαν την υπεροχή της παραδοσιακής ηγεσίας. Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα το ΑΚΕΛ δεν θα αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου, αντίθετα αυτός θα είναι ο μόνος πραγματικός αρχηγός του αγώνα. Δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της εξορίας τού το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν επιχείρησε να τον υποκαταστήσει στην ηγεσία του αγώνα, αλλά αντίθετα αγωνιζόταν διαρκώς για την επάνοδό του. Παρά τους όποιους βερμπαλισμούς, ούτε θα αναπτύξει ένοπλη δράση, ούτε θα διεκδικήσει την ηγεμονική θέση εντός του «εθνικού μετώπου», ούτε θα δώσει έμφαση στο πεδίο της εσωτερικής ταξικής σύγκρουσης – και αυτό παρά τη μεγάλη την επιρροή που είχε στο μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό.
Οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου* και η στάση της Αριστεράς
Το ΚΚΕ, βάσει της πολιτικής του, θα απορρίψει τις συμφωνίες: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τον Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου». Η θέση του κόμματος είναι ότι με το πρόσχημα μιας τυπικής ανεξαρτησίας ενταφιάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και εγκαταλείπεται κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που όχι μόνο παραμένουν οι βρετανικές βάσεις– για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ιμπεριαλιστών– αλλά πλέον αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο νησί και οι Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι παραχωρήσεις στην Τουρκία αποδεικνύουν πως πρόκειται για ανεξαρτησία πλασματική. Απέναντι στην «τεχνητή θριαμβολογία» για τις εξελίξεις, καλούνται οι «πραγματικοί πατριώτες να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση».
Μετά τη οριστικοποίηση της συμφωνίας στο Λονδίνο, με την οποία ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρουσιάζονται συνολικότερα και οι θέσεις του ΚΚΕ. Η συμφωνία περιγράφεται ως πραξικόπημα απέναντι στον κυπριακό λαό, την Ελλάδα και την ειρήνη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί την κυριαρχία του, οι Τούρκοι έρχονται στο νησί ως κατακτητές και είναι αυτοί που αναγορεύονται στην πραγματικότητα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του νησιού. Οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων σωβινιστών ενθαρρύνονται και αυξάνονται έτσι οι κίνδυνοι ελληνοτουρκικών προστριβών και συγκρούσεων, ενώ το σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών που καθιερώνεται με την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας. Το συνταγματικό κατασκεύασμα της Ζυρίχης και του Λονδίνου απαγορεύει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και καθιερώνει την ουσιαστική διχοτόμηση. Τις συμφωνίες αποδέχτηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο πρωθυπουργός Καραμανλής, εκπληρώνοντας έτσι την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τους Αμερικάνους: να κλείσει το Κυπριακό με διασφάλιση της ατλαντικής τάξης στην περιοχή. Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζονται επίσης και στον Μακάριο που, υποχωρώντας στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και του Καραμανλή, υπέγραψε τις συμφωνίες. Η προτροπή και το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι η συνέχιση της πάλης για αυτοδιάθεση, που αναγκαστικά περνάει μέσα από την ακύρωση των συμφωνιών. «Η εργατική τάξη της Ελλάδας, επικεφαλής των προοδευτικών δυνάμεων και ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα συνεχίσει ως το νικηφόρο τέρμα την πάλη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θα σταθεί ακλόνητα στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Το ΚΚΕ επιδοκιμάζει την πατριωτική στάση των κομμάτων, βουλευτών, οργανώσεων, προσωπικοτήτων, που αποδοκίμασαν τη συνωμοσία της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ΚΚΕ παλεύει για την ακύρωσή τους».
Και για την ΕΔΑ, με τις συμφωνίες αυτές το νησί τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία των Δυτικών δυνάμεων, δεσμεύεται και υποθηκεύεται κάθε προοπτική του μέλλοντος, από τη στιγμή που εμπεδώνεται και αναβαθμίζεται η αποικιακή κυριαρχία: «Δεν θα υπάρχει Κυπριακόν πολίτευμα και δεν θα υπάρχει Κυπριακόν κράτος, εάν δεν είναι υποχρεωτικώς εσαεί σύμμαχον το οποίον έχει όχι μόνον δικαίωμα αλλά και υποχρέωσιν να συμβάλη εις την κοινήν άμυναν των συμμάχων. Αυτό είναι δυνατόν να εκθέση το μικρόν κράτος της Κύπρου είναι βέβαιον μάλλον, εάν ιδούμεν το τι συνέβη εις το παρελθόν όταν δύο φορές η Κύπρος έγινε το ορμητήριον ληστρικών επιδρομών επ’ ονόματι των συμφερόντων των μονοπωλίων πετρελαίου». Η παρουσία στρατού από τις ξένες δυνάμεις, το δικαίωμα επέμβασης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας και η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο νησί, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια νέα μορφή «συλλογικής κατοχής».
Οι συνθήκες αυτές, από τη στιγμή που ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Δυτικών στην περιοχή, ήταν σκόπιμο να επιβληθούν «από πάνω» στον κυπριακό λαό, ώστε να μην υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο απόρριψης ή αμφισβήτησής τους, αλλά και για να κλείσει οριστικά πλέον ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση και την Ένωση.
Μεγάλες είναι, για την ΕΔΑ, οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης, που με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς, υποχρέωσε τους Κυπρίους και το Μακάριο να υπογράψουν τις συμφωνίες. Οι ευθύνες βαραίνουν και τον ίδιο τον Μακάριο, που με το να καταστεί δέσμιος της μυωπικής και υποτελούς πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και να της εκχωρήσει την πρωτοβουλία των χειρισμών, οδήγησε τα πράγματα στη χείριστη λύση.
Η Ε.Δ.Α θεωρεί πως το εύρος των δικαιωμάτων που αποδίδεται στην τουρκική μειονότητα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελληνικής πλειονότητας, δικαιώματα που πηγάζουν από την πληθυσμιακή υπεροχή της.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια των συμφωνιών αυτών για την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι η κατοχύρωση του αποφασιστικού ρόλου της Τουρκίας: «Κατωχυρώθη ο Τουρκικός παράγων και εμπραγμάτως δια της παρουσίας εν Κύπρω τουρκικών δυνάμεων».
Το πολίτευμα που εγκαθιδρύεται είναι μη λειτουργικό και φέρει σπερματικά μέσα του επερχόμενους κινδύνους εντάσεων και συγκρούσεων. «Με αυτό το σύστημα κανέν Έθνος, ούτε εκυβερνήθη, ούτε δύναται να κυβερνηθή. Είναι ένα Σύνταγμα το οποίον αφήνει εις μεγάλας και επανειλημμένας περιπτώσεις παράλυτον και την Κυβέρνησιν και τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και το κοινοβούλιον […] η αδυναμία λειτουργίας του Πολιτεύματος, εστία συνεχών προστριβών και αναφλέξεων. Εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους κύριοι συνάδελφοι. Είναι μια επινόησις διαβολική. Θα δημιουργεί αδιέξοδον κάθε στιγμή, σκοπέλους εις τους οποίους απαρεγκλίτως θα προσκρούση η Ελλάς».
Ως διέξοδος προτάσσεται, στο πλαίσιο πάντα της άποψης για ανάγκη αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και μη εμπλοκής της Ελλάδας σε πολιτικούς συνασπισμούς και πολεμικές περιπέτειες, η εξής: «Πάντως πέραν οιωνδήποτε δεσμεύσεων και συμμαχιών, το θέμα της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού μένει ανοικτόν. Τα ιδανικά της ελευθερίας που φλογίζουν την νεολαίαν στην Ελλάδα και την Κύπρον, δεν πρόκειται να καταπνιγούν. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν διερχώμεθα την ιστορικήν περίοδον της καταρρεύσεως της αποικιοκρατίας». Η θέση του κόμματος είναι σαφής: το ζήτημα της αυτοδιάθεσης οφείλει να μείνει ανοιχτό, καθώς ανταποκρίνεται στη θέληση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και εκφράζει τις διεθνείς τάσεις, το παρόν και το μέλλον της αποαποικιοποίησης και των αντιαποικιακών αγώνων.
Η πολιτική της Ένωσης και η εναντίωση στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Βρετανούς και τους Τούρκους, θα φέρουν σε σύγκρουση το ΑΚΕΛ και τον Μακάριο για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προσωρινά και για μικρό διάστημα το 1958 το ΑΚΕΛ είχε αποδεχτεί, όπως και το ΚΚΕ, την πρόταση για ανεξαρτησία. Είναι η εποχή που το ΑΚΕΛ αντιδρά στην εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν. Υπό τους εξής όμως όρους: να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, να μην παραχωρηθούν βάσεις στη Μ. Βρετανία και το ΝΑΤΟ και να μην αποκλείεται η αυτοδιάθεση ως προοπτική του μέλλοντος. Οι όροι αυτοί δεν θα εκπληρωθούν στη Ζυρίχη, όπου στην κυπριακή αντιπροσωπεία συμμετείχαν και πέντε μέλη της κυπριακής Αριστεράς, τα οποία δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ακόμα και σήμερα οι πληροφορίες για τη στάση των μελών του ΑΚΕΛ στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες και παρουσιάζονται μέσα από αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες. Στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα κατηγορήσει τον Μακάριο ότι παραχώρησε ατιμωτικές δεσμεύσεις χωρίς τη θέληση και την έγκριση του λαού, ότι επανέφερε στην Κύπρο την τουρκική κατοχή και ότι «έγινε επίορκος και ενταφίασε τους προαιώνιους και ιερούς πόθος του λαού για την αυτοδιάθεση». Γι’ αυτό και στις προεδρικές εκλογές του 1959 θα υποστηρίξει –σε έναν ετερογενή σχηματισμό, με συμμετοχή ακόμα και ακροδεξιών– τον ανθυποψήφιο του Μακαρίου Ιωάννη Κληρίδη. Σύντομα όμως, ακολουθώντας μια πιο ρεαλιστική τακτική και εστιάζοντας περισσότερο στα καθήκοντα του παρόντος, θα υιοθετήσει μια πολιτική άμεσης παρέμβασης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία «η απαλλαγή της Κύπρου από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου και η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι το κύριο καθήκον προοπτικής, που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής μας». Στην ίδια απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαρτίου του 1961, τονίζεται ότι «η απαλλαγή από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με το μακροχρόνιο μαζικό ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και προγραμματισμένο αγώνα όλου του λαού».
Αντώνης Αντωνίου είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

* Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
(Από τον "Ριζοσπάστη"της 7/3/1999)

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου δημιούργησαν στην Κύπρο έναν τύπο "εξαρτημένου - ανεξάρτητου" κράτους υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που όμοιό του, έστω και ως δείγμα, δεν υπήρχε στον κόσμο. Σήμερα, βέβαια, κανένας δεν υπερασπίζεται αυτές τις συμφωνίες ως καλές. Τότε, όμως, όταν δηλαδή υπογράφηκαν, δεν έλειπαν οι θριαμβολογίες. 
Στις 11/2/1959, την ημέρα της υπογραφής τη συμφωνίας της Ζυρίχης, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Καραμανλής, δήλωνε με έκδηλη υπερηφάνεια: "Η ημέρα αυτή ανήκει εις τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής μου και θα αποτελέση σταθμόν εις την ιστορίαν της Κύπρου. Εις την Ζυρίχην εθέσαμεν με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Μεντερές τας βάσεις διά την επίλυσιν ενός εκ των δυσκολοτέρων διεθνών ζητημάτων. Εσχεδιάσαμεν λύσιν διά της οποίας αποδίδεται μετά μακραίωνα δουλείαν εις τον Κυπριακόν Λαόν η ελευθερία του. Εξ άλλου διά της ευτυχούς επιλύσεως του Κυπριακού προβλήματος αποκαθίσταται η φιλία και η συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Αγγλίας" (Εφημερίδες 12/2/1958). 
Η τελευταία αυτή φράση του Κ. Καραμανλή είναι και όλη η πολιτική ουσία των συμφωνιών δεδομένου ότι παραπέμπει στη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και στο διακαή πόθο των Αμερικανών να την επιτύχουν, κλείνοντας προς όφελός τους την πληγή του κυπριακού.
"Οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, υπογραμμίζει ο στενός συνεργάτης του Μακάριου Ν. Κρανιδιώτης, υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η Βρετανική Κυβέρνηση έθεσε τον Κυπριακό λαό και την ηγεσία του: H τις Συμφωνίες ή τη Διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το "μη χείρον". Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθεια ΝΑΤΟικής ρύθμισης του θέματος. Ετσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, και, με την ενθάρρυνση των παράλογων τουρκικών αξιώσεων, διαμορφώθηκαν στο νησί δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες" (Ν. Κρανιδιώτη: "Δύσκολα χρόνια - Κύπρος 1950 - 1960", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 395).
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η διχοτόμηση ενυπάρχει στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, αφού είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκαν. Πριν, όμως, αναφερθούμε στο περιεχόμενο των συμφωνιών, ας δούμε πώς φτάσαμε ως τα εκεί.
Η απειλή της διχοτόμησης
Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία ήθελε ανοιχτά να χρησιμοποιεί την απειλή της διχοτόμησης, για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι ιστορικά σαφής και καθαρή. Αλλωστε, πλήθος είναι τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, που παρουσίασε κατά καιρούς, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν. Αναλυτικότερα:
Στις 19 Ιούνη του 1958 ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μακ Μίλαν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ένα νέο σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο έφερε τον τίτλο "Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο" και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούσαν ο Αγγλος κυβερνήτης, ο Ελληνας και ο Τούρκος αντιπρόσωπος, καθώς και έξι υπουργοί εκ των οποίων οι τέσσερις θα ήταν Ελληνοκύπριοι και οι δύο Τουρκοκύπριοι.
- Τη συγκρότηση δύο κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
- Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα ήταν θέματα της αρμοδιότητας του Αγγλου κυβερνήτη και ο ρόλος των αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας θα ήταν συμβουλευτικός.
- Το καθεστώς αυτό του "Συνεταιρισμού" θα διαρκούσε εφτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας (Α. Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: "Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του", εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, σελ. 314 - 315, Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο σελ. 320 - 321, Πλ. Σέρβα: "Κυπριακό - Ευθύνες", εκδόσεις Γραμμή, τόμος Α', σελ. 355 - 356 κ. ά.).
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτωβρίου 1958 - μια έναρξη που ουσιαστικά στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις προς τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, εγκαταλείποντας τη θέση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και σε απάντηση στην προοπτική της διχοτόμησης πρότεινε, το Σεπτέμβρη του 1958, τη συγκρότηση ανεξάρτητου κυπριακού κράτους στα πλαίσια της βρετανικής κοινοπολιτείας. Τη νέα αυτή θέση έσπευσε να υιοθετήσει αμέσως η κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία, βεβαίως, γνώριζε τη σχετική κίνηση του αρχιεπισκόπου πριν αυτή δημοσιοποιηθεί και τα είχε συμφωνήσει μαζί του (Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον εμφύλιο στη Χούντα", εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Γ, σε. 355 - 361).
Από κει και ύστερα οι εξελίξεις που ακολούθησαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο ήταν θέμα χρόνου.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου
Στις 5 Φεβρουαρίου 1959, με θέμα το Κυπριακό, άρχισαν στη Ζυρίχη υψηλού επιπέδου συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών Καραμανλή και Μεντερές, καθώς και των υπουργών Εξωτερικών Αβέρωφ και Ζορλού, πλαισιωμένων από διπλωματικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες. Η διάσκεψη που κράτησε έξι μέρες στάθηκε στις λεπτομέρειες του θέματος και στις τελευταίες διευθετήσεις. Το βασικό πλαίσιο των συμφωνιών είχε ήδη καταληχθεί μέσω των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαγάγει μυστικά - αλλά πάντα εν γνώσει των Αμερικανών και των Βρετανών - ο Αβέρωφ και ο Ζορλού ολόκληρο το Δεκέμβρη του 1958 και το Γενάρη του 1959 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ετσι, μέχρι τα μέσα Γενάρη 1959 είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών στα βασικά ζητήματα και λίγες μέρες αργότερα, στις 29/1, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού έλαβε γνώση των εξελίξεων και ο Μακάριος ο οποίος - όπως φανερώνουν τα δημοσιευμένα πρακτικά της σύσκεψης - έδειξε μάλλον ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα (Ευάγγ. Αβέρωφ: "Ιστορία χαμένων ευκαιριών, Κυπριακό 1950 - 1963", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β, σελ. 168 - 175). Η δουλιά επομένως τουΚαραμανλή και τουΜεντερές στη Ζυρίχη δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας. Εμενε, πλέον, το τελικό στάδιο της υπόθεσης, η υπογραφή δηλαδή των συμφωνηθέντων από τη Μ. Βρετανία, τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας καιτης Τουρκίας καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών απ' όλους τους ενδιαφερόμενους. Ορισμένες αντιρρήσεις εκ μέρους του Μακαρίου και των Ελλήνων της Κύπρου κάμφθηκαν γρήγορα και δεν επηρέασαν καθόλου το περιεχόμενο όσων είχαν καθοριστεί με τη συμφωνία της Ζυρίχης. Για την Κύπρο άνοιγε, πια, μια νέα σελίδα της ιστορίας της, όπου η τραγωδία ήταν - και παραμένει - κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Ας δούμε, όμως, τι προέβλεπαν οι συμφωνίες στα κύρια σημεία τους.
Το περιεχόμενο των συμφωνιών
Στα βασικότερα σημεία τους οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου προέβλεπαν:
- Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη - κηδεμόνες εγγυώνται την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται...
- Αποκλείεται οποιαδήποτε μερική ή ολική ένωση του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο και τα βασικά σημεία του κυπριακού συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
- Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από εφτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
- Θα υπήρχε μια ενιαία Βουλή, όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η καθεμία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
- Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
- Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι (αν και αυτοί ήταν μόλις το 18% του πληθυσμού!) Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας, αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
- Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών (τα κείμενα των συμφωνιών: Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 534 - 556 και Γ. Ζωιδη - Τ. Αδάμου: "Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά", ΠΛΕ - 1960, σελ. 193 - 212).
Δε χρειάζεται και πολύς κόπος, για να καταλάβει κανείς ότι το κυπριακό κράτος της "εξαρτημένης ανεξαρτησίας" που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Μια σύγκριση των συμφωνιών της Ζυρίχης - Λονδίνου με το σχέδιο Μακ Μίλαν δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις. Επιπλέον, υπήρχε και κάτι ακόμη που ολοκλήρωνε το ξεπούλημα του κυπριακού λαού είτε επρόκειτο για Ελληνοκυπρίους είτε για Τουρκοκυπρίους. Στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια "συμφωνία κυρίων" που μεταξύ άλλων προέβλεπε:
"Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδοτης Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις... " (Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 546).
Τα σχόλια περιττεύουν!!!. -
Γ. Π.