(Από την εφημ."Ο Δρόμος της Αριστεράς", της 20/12/2010)
του Αντώνη Αντωνίου*
ΚΚΕ και κυπριακό ζήτημα κατά τη δεκαετία του 1950
Ήδη από τη δεκαετία του ’40, σε μια περίοδο που το Κυπριακό δεν έχει ακόμα λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο «Πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας», τον Ιούνιο του 1945, αναφέρεται ότι «Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας, με όλα τα ειρηνικά μέσα και σε συμφωνία με τους μεγάλους φίλους μας θα διεκδικήσει αποφασιστικά τα εθνικά δίκαια παντού όπου υπάρχουν. Θα ζητήσει την Ένωση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα». Η νέα εποχή των αντιαποικιακών αγώνων γίνεται αντιληπτή και επισημαίνεται στα κείμενα του Κ.Κ.Ε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Η εξασθένιση ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού συστήματος ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανάπτυξη και το στέριωμα του στρατοπέδου της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικιακές και εξαρτημένες χώρες. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ολόκληρου του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού είναι στην ημερήσια διάταξη».
Για το ΚΚΕ, ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικοαπελευθερωτικός και διεξάγεται από τους «Κυπρίους αδερφούς». Εγγυητής και συμπαραστάτης στον αγώνα για την Ένωση είναι η παρέμβαση και η πολιτική του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τις θεσμικές εκείνες δυνάμεις που η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται στα χέρια τους, χωρίς όμως να έχουν τη βούληση του απεγκλωβισμού από τα νατοϊκά και αμερικανοβρετανικά σχέδια στην περιοχή, αλλά και από τις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτάσσουν τη στρατηγική της Ένωσης σε ημίμετρα. Το ΚΚΕ διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία, απέναντι στα «συμβιβαστικά στοιχεία» αντιπαρατάσσει την πολιτική της «ανυποχώρητης συνέπειας».
Ήδη από το 1950, η πολιτική γραμμή του, με σαφήνεια ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείες, είναι αυτή του αγώνα για την Ένωση.
Το Νοέμβριο του 1951, με άρθρο στο Νέο Κόσμο, οι Π. Ρούσος, Γ. Ιωαννίδης και Κ. Κολιγιάννης προβάλλουν –με έγκριση φυσικά του Ζαχαριάδη– το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος μέσα σε μια λεύτερη και δημοκρατική Ελλάδα», σύνθημα το οποίο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του και το ΑΚΕΛ. Με αυτό, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου γίνεται αντιληπτός ως στάδιο/μέρος της ενιαίας διαδικασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Διευκρινίζεται ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ανάγκης για Ένωση με μία Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο «μοναρχοφασισμός» και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, ότι «το ομόφωνο αίτημα του πληθυσμού της Κύπρου, που ποθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι ο κυπριακός λαός εγκρίνει το μοναρχοφασιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές».
Από την άλλη πλευρά, για το ΚΚΕ η συμμαχία των δυνάμεων που επιδιώκουν τη συνέχιση της αποικιακής κυριαρχίας είναι ευρεία: Μοναρχοφασίστες, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι ιμπεριαλιστές εντάσσουν την Κύπρο στα πολεμικά σχέδιά τους σαν στρατηγική βάση και, γι’ αυτό, ο αγώνας για την Ένωση και την απόσπαση του νησιού από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια είναι αγώνας για την ειρήνη. Παράλληλα, θεωρείται πως, στα πλαίσια της πολιτικής των Η.Π.Α, ενθαρρύνεται η θέση των Τούρκων σωβινιστών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικάνικων θέσεων και προετοιμασίας του αντισοβιετικού πολέμου που ετοιμάζεται.
Με την έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ, το 1955, η θέση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα είναι αρνητική. Η γραμμή της Ένωσης χωρίς καμία παραχώρηση σε Βρετανούς και ΝΑΤΟ προβάλλεται επίσης σε αντιδιαστολή με τις κινήσεις και τον τρόπο που διεξάγουν τον αγώνα η Εθναρχία και ο Μακάριος
Για το ΚΚΕ η κυβέρνηση Καραμανλή είναι κυβέρνηση εθνικής υποταγής και το ίδιο το Κυπριακό θέτει το ζήτημα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μία κυβέρνηση που με την καταστολή των συλλαλητηρίων, τις απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων, με την άρνησή της να προωθήσει την πανεθνική ενότητα για το Κυπριακό, «προετοίμασε τη προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία».
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο καθιστούν όλο και περισσότερο, πέρα από την άμεση ανάγκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πιο επιτακτική και τη συμμαχία με τα κράτη εκείνα που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Διαφοροποίηση σημειώνεται με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ που ακολούθησαν. Τα γεγονότα αυτά διευκολύνουν στο να μειωθεί σταδιακά η οξύτητα των κατηγοριών απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον Μακάριο, να ενισχυθούν οι εκκλήσεις για ενιαίο συντονισμό του αγώνα και να γίνει πιο ευέλικτη η τακτική αναφορικά με τις μορφές πάλης που υιοθετούνται ως αποτελεσματικές. Έτσι, η Eθναρχία και η ΕΟΚΑ δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως διασπαστές που οδηγούν το κίνημα για την Ένωση σε ενταφιασμό, αλλά αναφέρονται ως πατριωτικές οργανώσεις που συμμετέχουν και έχουν λόγο στη διεύθυνση του αγώνα.
Ήδη από τη δεκαετία του ’40, σε μια περίοδο που το Κυπριακό δεν έχει ακόμα λάβει τις διαστάσεις που θα αποκτήσει τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ παίρνει θέση υπέρ της Ένωσης του νησιού με την Ελλάδα. Στο «Πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας», τον Ιούνιο του 1945, αναφέρεται ότι «Η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας, με όλα τα ειρηνικά μέσα και σε συμφωνία με τους μεγάλους φίλους μας θα διεκδικήσει αποφασιστικά τα εθνικά δίκαια παντού όπου υπάρχουν. Θα ζητήσει την Ένωση της Κύπρου και της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα». Η νέα εποχή των αντιαποικιακών αγώνων γίνεται αντιληπτή και επισημαίνεται στα κείμενα του Κ.Κ.Ε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50: «Η εξασθένιση ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού συστήματος ύστερα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ανάπτυξη και το στέριωμα του στρατοπέδου της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, με τη Σοβιετική Ένωση επικεφαλής, προκάλεσαν μια χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος στις αποικιακές και εξαρτημένες χώρες. Η ολοκληρωτική εξαφάνιση ολόκληρου του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού είναι στην ημερήσια διάταξη».
Για το ΚΚΕ, ο αγώνας στην Κύπρο είναι εθνικοαπελευθερωτικός και διεξάγεται από τους «Κυπρίους αδερφούς». Εγγυητής και συμπαραστάτης στον αγώνα για την Ένωση είναι η παρέμβαση και η πολιτική του κόμματος, σε αντιδιαστολή με τις θεσμικές εκείνες δυνάμεις που η διαδικασία των διαπραγματεύσεων βρίσκεται στα χέρια τους, χωρίς όμως να έχουν τη βούληση του απεγκλωβισμού από τα νατοϊκά και αμερικανοβρετανικά σχέδια στην περιοχή, αλλά και από τις δημοκρατικές δυνάμεις που υποτάσσουν τη στρατηγική της Ένωσης σε ημίμετρα. Το ΚΚΕ διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοκαθεδρία, απέναντι στα «συμβιβαστικά στοιχεία» αντιπαρατάσσει την πολιτική της «ανυποχώρητης συνέπειας».
Ήδη από το 1950, η πολιτική γραμμή του, με σαφήνεια ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνείες, είναι αυτή του αγώνα για την Ένωση.
Το Νοέμβριο του 1951, με άρθρο στο Νέο Κόσμο, οι Π. Ρούσος, Γ. Ιωαννίδης και Κ. Κολιγιάννης προβάλλουν –με έγκριση φυσικά του Ζαχαριάδη– το σύνθημα «λεύτερη Κύπρος μέσα σε μια λεύτερη και δημοκρατική Ελλάδα», σύνθημα το οποίο ενσωματώνει στο πρόγραμμά του και το ΑΚΕΛ. Με αυτό, ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου γίνεται αντιληπτός ως στάδιο/μέρος της ενιαίας διαδικασίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Διευκρινίζεται ταυτόχρονα, σε μια προσπάθεια δικαιολόγησης της ανάγκης για Ένωση με μία Ελλάδα όπου κυριαρχεί ο «μοναρχοφασισμός» και το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι παράνομο, ότι «το ομόφωνο αίτημα του πληθυσμού της Κύπρου, που ποθεί την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι ο κυπριακός λαός εγκρίνει το μοναρχοφασιστικό καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στην Ελλάδα οι αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές».
Από την άλλη πλευρά, για το ΚΚΕ η συμμαχία των δυνάμεων που επιδιώκουν τη συνέχιση της αποικιακής κυριαρχίας είναι ευρεία: Μοναρχοφασίστες, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι ιμπεριαλιστές εντάσσουν την Κύπρο στα πολεμικά σχέδιά τους σαν στρατηγική βάση και, γι’ αυτό, ο αγώνας για την Ένωση και την απόσπαση του νησιού από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια είναι αγώνας για την ειρήνη. Παράλληλα, θεωρείται πως, στα πλαίσια της πολιτικής των Η.Π.Α, ενθαρρύνεται η θέση των Τούρκων σωβινιστών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης των αμερικάνικων θέσεων και προετοιμασίας του αντισοβιετικού πολέμου που ετοιμάζεται.
Με την έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ, το 1955, η θέση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα είναι αρνητική. Η γραμμή της Ένωσης χωρίς καμία παραχώρηση σε Βρετανούς και ΝΑΤΟ προβάλλεται επίσης σε αντιδιαστολή με τις κινήσεις και τον τρόπο που διεξάγουν τον αγώνα η Εθναρχία και ο Μακάριος
Για το ΚΚΕ η κυβέρνηση Καραμανλή είναι κυβέρνηση εθνικής υποταγής και το ίδιο το Κυπριακό θέτει το ζήτημα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, που είναι μονόπλευρα προσανατολισμένη προς τις χώρες του ΝΑΤΟ. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μία κυβέρνηση που με την καταστολή των συλλαλητηρίων, τις απαγορεύσεις των κινητοποιήσεων, με την άρνησή της να προωθήσει την πανεθνική ενότητα για το Κυπριακό, «προετοίμασε τη προδοσία του Κυπριακού, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά μας δίκαια στο βωμό της ατλαντικής συμμαχίας και ανταλλάσσοντας αυτή την προδοσία με τη διατήρησή της στην εξουσία».
Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο καθιστούν όλο και περισσότερο, πέρα από την άμεση ανάγκη συμμαχίας με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πιο επιτακτική και τη συμμαχία με τα κράτη εκείνα που παλεύουν για την εθνική τους ανεξαρτησία.
Διαφοροποίηση σημειώνεται με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις αλλαγές στην ηγεσία του ΚΚΕ που ακολούθησαν. Τα γεγονότα αυτά διευκολύνουν στο να μειωθεί σταδιακά η οξύτητα των κατηγοριών απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον Μακάριο, να ενισχυθούν οι εκκλήσεις για ενιαίο συντονισμό του αγώνα και να γίνει πιο ευέλικτη η τακτική αναφορικά με τις μορφές πάλης που υιοθετούνται ως αποτελεσματικές. Έτσι, η Eθναρχία και η ΕΟΚΑ δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως διασπαστές που οδηγούν το κίνημα για την Ένωση σε ενταφιασμό, αλλά αναφέρονται ως πατριωτικές οργανώσεις που συμμετέχουν και έχουν λόγο στη διεύθυνση του αγώνα.
Η στάση της ΕΔΑ
Οι θέσεις του κόμματος καθορίζονται από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τη δυναμική των διεθνών τάσεων με την παρέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των εθνικών αγώνων. Άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη στάση της ΕΔΑ στο Κυπριακό είναι, φυσικά, η αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής εμβέλειας. Η συμβολή της ΕΔΑ στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό θα είναι σημαντική και η πολιτική της αντίληψη θα λάβει εμπράγματη μορφή μέσα από τις επιτροπές του «Κυπριακού Αγώνα», με ψηφίσματα και εκδηλώσεις δημοτικών συμβουλίων, οργανώσεων και συλλόγων, τις κοινές εκκλήσεις των νεολαιών όλων των κομμάτων, τις πρωτοβουλίες της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, με την παρέμβαση και συμμετοχή στα ογκώδη συλλαλητήρια, όπου τον τόνο δίνει η νεολαία. H EΔΑ, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν μπορεί να αρκεστεί στη διατύπωση γενικών θέσεων, αλλά πρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς τους τρόπους σύνδεσης των θέσεων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα και το αναπτυσσόμενο κίνημα για την Κύπρο. Πολύ συχνά, οι εξελίξεις στην κυπριακή υπόθεση μεταφράζονται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη στάση και τις πολιτικές της, αντιπαράθεση με βάση την οποία ξεδιπλώνεται και παρουσιάζεται η συνολική προγραμματική αντίληψη της ΕΔΑ για τη διεθνή κατάσταση, τη θέση και τη διεθνή στάση του ελληνικού κράτους, τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Με το πέρασμα των χρόνων το Κυπριακό αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους εκλογικούς υπολογισμούς, τα προγράμματα και τη στάση των κομμάτων, αλλά και για τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε κοινωνικό επίπεδο με επίκεντρο το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές διαρκώς πυκνώνουν, οι στρατηγικές των κομμάτων και οι σχεδιασμοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα αυτό, οι ομιλίες στη Βουλή για την Κύπρο πολλαπλασιάζονται.
Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της Ε.Δ.Α ότι ο βασικός ρόλος της κυβέρνησης Καραμανλή –και ο βασικός λόγος για τον οποίο ανήλθε στην εξουσία– υπήρξε το «κλείσιμο» του Κυπριακού προς όφελος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ενώ διαπιστώνεται μια κεφαλαιώδους σημασίας αναντιστοιχία: από τη μια της παθητικής και υποτελούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, που βάση της πολιτικής της είναι η επένδυση στην καλή θέληση της Βρετανίας και των ΗΠΑ ως προς τις τύχες του Κυπριακού, και από την άλλη μιας αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα και η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η εκτίμηση αυτή σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις και την ανταπόκριση του Κυπριακού στις λαϊκές συνειδήσεις, τροφοδοτεί την πολιτική και τη στάση της ΕΔΑ, εντός και εκτός κοινοβουλίου, που σταθερά υποστηρίζει την Ένωση με την Ελλάδα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά τις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ε.Δ.Α για τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν προκρίνεται ούτε διατυπώνεται η πρόταση πλαισίωσης και υποστήριξης από την ελληνική πλευρά της διεθνούς πολιτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η στάση που προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη είναι η ουδετερότητα, καθώς θεωρείται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί, ακόμα και στα πλαίσια του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων.
Οι θέσεις του κόμματος καθορίζονται από την προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά τη δυναμική των διεθνών τάσεων με την παρέμβαση στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των εθνικών αγώνων. Άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη στάση της ΕΔΑ στο Κυπριακό είναι, φυσικά, η αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής και της εκλογικής εμβέλειας. Η συμβολή της ΕΔΑ στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό θα είναι σημαντική και η πολιτική της αντίληψη θα λάβει εμπράγματη μορφή μέσα από τις επιτροπές του «Κυπριακού Αγώνα», με ψηφίσματα και εκδηλώσεις δημοτικών συμβουλίων, οργανώσεων και συλλόγων, τις κοινές εκκλήσεις των νεολαιών όλων των κομμάτων, τις πρωτοβουλίες της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, με την παρέμβαση και συμμετοχή στα ογκώδη συλλαλητήρια, όπου τον τόνο δίνει η νεολαία. H EΔΑ, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν μπορεί να αρκεστεί στη διατύπωση γενικών θέσεων, αλλά πρέπει να ανακαλύπτει συνεχώς τους τρόπους σύνδεσης των θέσεων αυτών με την πολιτική πραγματικότητα και το αναπτυσσόμενο κίνημα για την Κύπρο. Πολύ συχνά, οι εξελίξεις στην κυπριακή υπόθεση μεταφράζονται σε αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση, τη στάση και τις πολιτικές της, αντιπαράθεση με βάση την οποία ξεδιπλώνεται και παρουσιάζεται η συνολική προγραμματική αντίληψη της ΕΔΑ για τη διεθνή κατάσταση, τη θέση και τη διεθνή στάση του ελληνικού κράτους, τις εξελίξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο.
Με το πέρασμα των χρόνων το Κυπριακό αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία για τους εκλογικούς υπολογισμούς, τα προγράμματα και τη στάση των κομμάτων, αλλά και για τις συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε κοινωνικό επίπεδο με επίκεντρο το ζήτημα αυτό. Οι αναφορές διαρκώς πυκνώνουν, οι στρατηγικές των κομμάτων και οι σχεδιασμοί λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το ζήτημα αυτό, οι ομιλίες στη Βουλή για την Κύπρο πολλαπλασιάζονται.
Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους της Ε.Δ.Α ότι ο βασικός ρόλος της κυβέρνησης Καραμανλή –και ο βασικός λόγος για τον οποίο ανήλθε στην εξουσία– υπήρξε το «κλείσιμο» του Κυπριακού προς όφελος του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ενώ διαπιστώνεται μια κεφαλαιώδους σημασίας αναντιστοιχία: από τη μια της παθητικής και υποτελούς στάσης της ελληνικής κυβέρνησης, που βάση της πολιτικής της είναι η επένδυση στην καλή θέληση της Βρετανίας και των ΗΠΑ ως προς τις τύχες του Κυπριακού, και από την άλλη μιας αγωνιστικής και διεκδικητικής πολιτικής που είναι ταυτόχρονα και η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η εκτίμηση αυτή σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις και την ανταπόκριση του Κυπριακού στις λαϊκές συνειδήσεις, τροφοδοτεί την πολιτική και τη στάση της ΕΔΑ, εντός και εκτός κοινοβουλίου, που σταθερά υποστηρίζει την Ένωση με την Ελλάδα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι παρά τις κατευθύνσεις της πολιτικής της Ε.Δ.Α για τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν προκρίνεται ούτε διατυπώνεται η πρόταση πλαισίωσης και υποστήριξης από την ελληνική πλευρά της διεθνούς πολιτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Η στάση που προκρίνεται ως η ενδεδειγμένη είναι η ουδετερότητα, καθώς θεωρείται ότι είναι εφικτό να επιτευχθεί, ακόμα και στα πλαίσια του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων.
Το ΑΚΕΛ
Ο άμεσος αριστερός φορέας του αγώνα στην Κύπρο για την Ένωση υπήρξε το ΑΚΕΛ. Είναι επομένως κατανοητό γιατί οι πολιτικές θέσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΕΔΑ αναπτύσσονταν και αξίωναν την πραγμάτωσή τους μέσω της δράσης και της στήριξης του κόμματος αυτού, από τη στιγμή που ανήκε στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων για την Ένωση και ενάντια στην υποτέλεια, τον ιμπεριαλισμό και τη νατοποίηση.
Το ΑΚΕΛ ως κόμμα συγκροτείται το 1941. Εκτός από ορισμένες προτάσεις για αναδιάρθρωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου σε μια κατεύθυνση «αυτοδιοίκησης» που το ΑΚΕΛ δέχτηκε να συζητήσει το 1948 με τους Βρετανούς, ο προσανατολισμός του θα παραμείνει στραμμένος σταθερά προς την Ένωση. Η αποτυχία των συζητήσεων με τους Βρετανούς για αυτοκυβέρνηση του νησιού, σε συνδυασμό με την πίστη στην τελική νίκη του ΔΣΕ στον εμφύλιο στην Ελλάδα, ισχυροποίησαν τη γραμμή αυτή. Την πολιτική αυτή πρόταση θα ευνοήσει και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα αντιαποικιακά κινήματα της Μέσης Ανατολής και η αναζήτηση ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου σε Ελλάδα και Κύπρο. Η έξαρση, εξάλλου, του εθνικισμού στην Κύπρο και ο φόβος της απόδοσης της κατηγορίας της «προδοσίας» είναι ένας ακόμα λόγος που θα καταστήσει το ΑΚΕΛ σταθερό φανατικό υπέρμαχο της Ένωσης. Ταυτόχρονα, η πολιτισμική και εθνολογική συνάφεια Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων θα προσδώσει στο αίτημα της Ένωσης –για τους οπαδούς τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς– το χαρακτήρα ενός «φυσικού δικαιώματος» που νομοτελειακά έπρεπε να εκπληρωθεί, αργά ή γρήγορα.
Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, που έχει για το ΑΚΕΛ διαταξικό χαρακτήρα, οφείλει να διεξαχθεί συντονισμένα από τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα και γι’ αυτό η κομμουνιστική στρατηγική υποτάσσεται στην άμεση τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Κύπρος. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: Ένωση ή εγγλέζικη κατοχή. Σ’ αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: όλος ο λαός ενωμένος για την Ένωση. Εμείς παραμερίζουμε –έτσι είναι λογικό και έτσι κάνουμε– κάθε μάξιμουμ πολιτικό αίτημά μας που πηγάζει μέσα από το κομμουνιστικό πρόγραμμά μας για να πετύχουμε την ενότητα όλων που θέλουν την Ένωση – λευτεριά χωρίς όρους, χωρίς ανταλλάγματα και είναι πρόθυμοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτή».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν το 1956, η κυπριακή Αριστερά παράλληλα με την προσπάθεια να κατοχυρώσει την αυτονομία της στο πλαίσιο του αγώνα, αναγνώριζε σιωπηρά και με τις κινήσεις της την ηγεμονία της Εθναρχίας και διατύπωνε επανειλημμένα προτάσεις συνεργασίας τις οποίες η Εθναρχία απέρριπτε. Οι αντιδράσεις της κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην Αριστερά είχαν γνώμονα όχι μόνο τα κριτήρια και τις αξίες του παραδοσιακού συντηρητισμού, αλλά και τις ιδεολογικές πραγματικότητες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, οι εθνικοαπελευθερωτικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’50 (ενωτικό δημοψήφισμα, ένοπλη εξέγερση κ.λπ.) ενίσχυσαν και παγίωσαν την υπεροχή της παραδοσιακής ηγεσίας. Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα το ΑΚΕΛ δεν θα αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου, αντίθετα αυτός θα είναι ο μόνος πραγματικός αρχηγός του αγώνα. Δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της εξορίας τού το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν επιχείρησε να τον υποκαταστήσει στην ηγεσία του αγώνα, αλλά αντίθετα αγωνιζόταν διαρκώς για την επάνοδό του. Παρά τους όποιους βερμπαλισμούς, ούτε θα αναπτύξει ένοπλη δράση, ούτε θα διεκδικήσει την ηγεμονική θέση εντός του «εθνικού μετώπου», ούτε θα δώσει έμφαση στο πεδίο της εσωτερικής ταξικής σύγκρουσης – και αυτό παρά τη μεγάλη την επιρροή που είχε στο μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό.
Ο άμεσος αριστερός φορέας του αγώνα στην Κύπρο για την Ένωση υπήρξε το ΑΚΕΛ. Είναι επομένως κατανοητό γιατί οι πολιτικές θέσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και της ΕΔΑ αναπτύσσονταν και αξίωναν την πραγμάτωσή τους μέσω της δράσης και της στήριξης του κόμματος αυτού, από τη στιγμή που ανήκε στο ίδιο μπλοκ δυνάμεων για την Ένωση και ενάντια στην υποτέλεια, τον ιμπεριαλισμό και τη νατοποίηση.
Το ΑΚΕΛ ως κόμμα συγκροτείται το 1941. Εκτός από ορισμένες προτάσεις για αναδιάρθρωση του εσωτερικού καθεστώτος της Κύπρου σε μια κατεύθυνση «αυτοδιοίκησης» που το ΑΚΕΛ δέχτηκε να συζητήσει το 1948 με τους Βρετανούς, ο προσανατολισμός του θα παραμείνει στραμμένος σταθερά προς την Ένωση. Η αποτυχία των συζητήσεων με τους Βρετανούς για αυτοκυβέρνηση του νησιού, σε συνδυασμό με την πίστη στην τελική νίκη του ΔΣΕ στον εμφύλιο στην Ελλάδα, ισχυροποίησαν τη γραμμή αυτή. Την πολιτική αυτή πρόταση θα ευνοήσει και το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα αντιαποικιακά κινήματα της Μέσης Ανατολής και η αναζήτηση ενός ενιαίου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου σε Ελλάδα και Κύπρο. Η έξαρση, εξάλλου, του εθνικισμού στην Κύπρο και ο φόβος της απόδοσης της κατηγορίας της «προδοσίας» είναι ένας ακόμα λόγος που θα καταστήσει το ΑΚΕΛ σταθερό φανατικό υπέρμαχο της Ένωσης. Ταυτόχρονα, η πολιτισμική και εθνολογική συνάφεια Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων θα προσδώσει στο αίτημα της Ένωσης –για τους οπαδούς τόσο της Αριστεράς όσο και της Δεξιάς– το χαρακτήρα ενός «φυσικού δικαιώματος» που νομοτελειακά έπρεπε να εκπληρωθεί, αργά ή γρήγορα.
Ο αγώνας για εθνική απελευθέρωση, που έχει για το ΑΚΕΛ διαταξικό χαρακτήρα, οφείλει να διεξαχθεί συντονισμένα από τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα και γι’ αυτό η κομμουνιστική στρατηγική υποτάσσεται στην άμεση τακτική του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: «Σήμερα δεν μπαίνει μπροστά μας το δίλημμα: σοσιαλιστική ή καπιταλιστική Κύπρος. Το δίλημμα που μπαίνει σήμερα μπροστά μας είναι: Ένωση ή εγγλέζικη κατοχή. Σ’ αυτό το ερώτημα εμείς απαντούμε: όλος ο λαός ενωμένος για την Ένωση. Εμείς παραμερίζουμε –έτσι είναι λογικό και έτσι κάνουμε– κάθε μάξιμουμ πολιτικό αίτημά μας που πηγάζει μέσα από το κομμουνιστικό πρόγραμμά μας για να πετύχουμε την ενότητα όλων που θέλουν την Ένωση – λευτεριά χωρίς όρους, χωρίς ανταλλάγματα και είναι πρόθυμοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτή».
Στην πραγματικότητα, ακόμα και πριν το 1956, η κυπριακή Αριστερά παράλληλα με την προσπάθεια να κατοχυρώσει την αυτονομία της στο πλαίσιο του αγώνα, αναγνώριζε σιωπηρά και με τις κινήσεις της την ηγεμονία της Εθναρχίας και διατύπωνε επανειλημμένα προτάσεις συνεργασίας τις οποίες η Εθναρχία απέρριπτε. Οι αντιδράσεις της κυπριακής ηγεσίας απέναντι στην Αριστερά είχαν γνώμονα όχι μόνο τα κριτήρια και τις αξίες του παραδοσιακού συντηρητισμού, αλλά και τις ιδεολογικές πραγματικότητες της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Ως αποτέλεσμα, οι εθνικοαπελευθερωτικές πρωτοβουλίες της δεκαετίας του ’50 (ενωτικό δημοψήφισμα, ένοπλη εξέγερση κ.λπ.) ενίσχυσαν και παγίωσαν την υπεροχή της παραδοσιακής ηγεσίας. Σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα το ΑΚΕΛ δεν θα αμφισβητήσει σε καμία περίπτωση την πρωτοκαθεδρία του Μακάριου, αντίθετα αυτός θα είναι ο μόνος πραγματικός αρχηγός του αγώνα. Δεν είναι τυχαίο πως κατά τη διάρκεια της εξορίας τού το ΑΚΕΛ όχι μόνο δεν επιχείρησε να τον υποκαταστήσει στην ηγεσία του αγώνα, αλλά αντίθετα αγωνιζόταν διαρκώς για την επάνοδό του. Παρά τους όποιους βερμπαλισμούς, ούτε θα αναπτύξει ένοπλη δράση, ούτε θα διεκδικήσει την ηγεμονική θέση εντός του «εθνικού μετώπου», ούτε θα δώσει έμφαση στο πεδίο της εσωτερικής ταξικής σύγκρουσης – και αυτό παρά τη μεγάλη την επιρροή που είχε στο μαζικό κίνημα και ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό.
Οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου* και η στάση της Αριστεράς
Το ΚΚΕ, βάσει της πολιτικής του, θα απορρίψει τις συμφωνίες: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τον Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου». Η θέση του κόμματος είναι ότι με το πρόσχημα μιας τυπικής ανεξαρτησίας ενταφιάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και εγκαταλείπεται κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που όχι μόνο παραμένουν οι βρετανικές βάσεις– για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ιμπεριαλιστών– αλλά πλέον αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο νησί και οι Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι παραχωρήσεις στην Τουρκία αποδεικνύουν πως πρόκειται για ανεξαρτησία πλασματική. Απέναντι στην «τεχνητή θριαμβολογία» για τις εξελίξεις, καλούνται οι «πραγματικοί πατριώτες να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση».
Μετά τη οριστικοποίηση της συμφωνίας στο Λονδίνο, με την οποία ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρουσιάζονται συνολικότερα και οι θέσεις του ΚΚΕ. Η συμφωνία περιγράφεται ως πραξικόπημα απέναντι στον κυπριακό λαό, την Ελλάδα και την ειρήνη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί την κυριαρχία του, οι Τούρκοι έρχονται στο νησί ως κατακτητές και είναι αυτοί που αναγορεύονται στην πραγματικότητα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του νησιού. Οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων σωβινιστών ενθαρρύνονται και αυξάνονται έτσι οι κίνδυνοι ελληνοτουρκικών προστριβών και συγκρούσεων, ενώ το σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών που καθιερώνεται με την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας. Το συνταγματικό κατασκεύασμα της Ζυρίχης και του Λονδίνου απαγορεύει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και καθιερώνει την ουσιαστική διχοτόμηση. Τις συμφωνίες αποδέχτηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο πρωθυπουργός Καραμανλής, εκπληρώνοντας έτσι την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τους Αμερικάνους: να κλείσει το Κυπριακό με διασφάλιση της ατλαντικής τάξης στην περιοχή. Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζονται επίσης και στον Μακάριο που, υποχωρώντας στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και του Καραμανλή, υπέγραψε τις συμφωνίες. Η προτροπή και το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι η συνέχιση της πάλης για αυτοδιάθεση, που αναγκαστικά περνάει μέσα από την ακύρωση των συμφωνιών. «Η εργατική τάξη της Ελλάδας, επικεφαλής των προοδευτικών δυνάμεων και ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα συνεχίσει ως το νικηφόρο τέρμα την πάλη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θα σταθεί ακλόνητα στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Το ΚΚΕ επιδοκιμάζει την πατριωτική στάση των κομμάτων, βουλευτών, οργανώσεων, προσωπικοτήτων, που αποδοκίμασαν τη συνωμοσία της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ΚΚΕ παλεύει για την ακύρωσή τους».
Και για την ΕΔΑ, με τις συμφωνίες αυτές το νησί τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία των Δυτικών δυνάμεων, δεσμεύεται και υποθηκεύεται κάθε προοπτική του μέλλοντος, από τη στιγμή που εμπεδώνεται και αναβαθμίζεται η αποικιακή κυριαρχία: «Δεν θα υπάρχει Κυπριακόν πολίτευμα και δεν θα υπάρχει Κυπριακόν κράτος, εάν δεν είναι υποχρεωτικώς εσαεί σύμμαχον το οποίον έχει όχι μόνον δικαίωμα αλλά και υποχρέωσιν να συμβάλη εις την κοινήν άμυναν των συμμάχων. Αυτό είναι δυνατόν να εκθέση το μικρόν κράτος της Κύπρου είναι βέβαιον μάλλον, εάν ιδούμεν το τι συνέβη εις το παρελθόν όταν δύο φορές η Κύπρος έγινε το ορμητήριον ληστρικών επιδρομών επ’ ονόματι των συμφερόντων των μονοπωλίων πετρελαίου». Η παρουσία στρατού από τις ξένες δυνάμεις, το δικαίωμα επέμβασης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας και η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο νησί, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια νέα μορφή «συλλογικής κατοχής».
Οι συνθήκες αυτές, από τη στιγμή που ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Δυτικών στην περιοχή, ήταν σκόπιμο να επιβληθούν «από πάνω» στον κυπριακό λαό, ώστε να μην υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο απόρριψης ή αμφισβήτησής τους, αλλά και για να κλείσει οριστικά πλέον ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση και την Ένωση.
Μεγάλες είναι, για την ΕΔΑ, οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης, που με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς, υποχρέωσε τους Κυπρίους και το Μακάριο να υπογράψουν τις συμφωνίες. Οι ευθύνες βαραίνουν και τον ίδιο τον Μακάριο, που με το να καταστεί δέσμιος της μυωπικής και υποτελούς πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και να της εκχωρήσει την πρωτοβουλία των χειρισμών, οδήγησε τα πράγματα στη χείριστη λύση.
Η Ε.Δ.Α θεωρεί πως το εύρος των δικαιωμάτων που αποδίδεται στην τουρκική μειονότητα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελληνικής πλειονότητας, δικαιώματα που πηγάζουν από την πληθυσμιακή υπεροχή της.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια των συμφωνιών αυτών για την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι η κατοχύρωση του αποφασιστικού ρόλου της Τουρκίας: «Κατωχυρώθη ο Τουρκικός παράγων και εμπραγμάτως δια της παρουσίας εν Κύπρω τουρκικών δυνάμεων».
Το πολίτευμα που εγκαθιδρύεται είναι μη λειτουργικό και φέρει σπερματικά μέσα του επερχόμενους κινδύνους εντάσεων και συγκρούσεων. «Με αυτό το σύστημα κανέν Έθνος, ούτε εκυβερνήθη, ούτε δύναται να κυβερνηθή. Είναι ένα Σύνταγμα το οποίον αφήνει εις μεγάλας και επανειλημμένας περιπτώσεις παράλυτον και την Κυβέρνησιν και τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και το κοινοβούλιον […] η αδυναμία λειτουργίας του Πολιτεύματος, εστία συνεχών προστριβών και αναφλέξεων. Εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους κύριοι συνάδελφοι. Είναι μια επινόησις διαβολική. Θα δημιουργεί αδιέξοδον κάθε στιγμή, σκοπέλους εις τους οποίους απαρεγκλίτως θα προσκρούση η Ελλάς».
Ως διέξοδος προτάσσεται, στο πλαίσιο πάντα της άποψης για ανάγκη αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και μη εμπλοκής της Ελλάδας σε πολιτικούς συνασπισμούς και πολεμικές περιπέτειες, η εξής: «Πάντως πέραν οιωνδήποτε δεσμεύσεων και συμμαχιών, το θέμα της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού μένει ανοικτόν. Τα ιδανικά της ελευθερίας που φλογίζουν την νεολαίαν στην Ελλάδα και την Κύπρον, δεν πρόκειται να καταπνιγούν. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν διερχώμεθα την ιστορικήν περίοδον της καταρρεύσεως της αποικιοκρατίας». Η θέση του κόμματος είναι σαφής: το ζήτημα της αυτοδιάθεσης οφείλει να μείνει ανοιχτό, καθώς ανταποκρίνεται στη θέληση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και εκφράζει τις διεθνείς τάσεις, το παρόν και το μέλλον της αποαποικιοποίησης και των αντιαποικιακών αγώνων.
Η πολιτική της Ένωσης και η εναντίωση στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Βρετανούς και τους Τούρκους, θα φέρουν σε σύγκρουση το ΑΚΕΛ και τον Μακάριο για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προσωρινά και για μικρό διάστημα το 1958 το ΑΚΕΛ είχε αποδεχτεί, όπως και το ΚΚΕ, την πρόταση για ανεξαρτησία. Είναι η εποχή που το ΑΚΕΛ αντιδρά στην εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν. Υπό τους εξής όμως όρους: να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, να μην παραχωρηθούν βάσεις στη Μ. Βρετανία και το ΝΑΤΟ και να μην αποκλείεται η αυτοδιάθεση ως προοπτική του μέλλοντος. Οι όροι αυτοί δεν θα εκπληρωθούν στη Ζυρίχη, όπου στην κυπριακή αντιπροσωπεία συμμετείχαν και πέντε μέλη της κυπριακής Αριστεράς, τα οποία δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ακόμα και σήμερα οι πληροφορίες για τη στάση των μελών του ΑΚΕΛ στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες και παρουσιάζονται μέσα από αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες. Στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα κατηγορήσει τον Μακάριο ότι παραχώρησε ατιμωτικές δεσμεύσεις χωρίς τη θέληση και την έγκριση του λαού, ότι επανέφερε στην Κύπρο την τουρκική κατοχή και ότι «έγινε επίορκος και ενταφίασε τους προαιώνιους και ιερούς πόθος του λαού για την αυτοδιάθεση». Γι’ αυτό και στις προεδρικές εκλογές του 1959 θα υποστηρίξει –σε έναν ετερογενή σχηματισμό, με συμμετοχή ακόμα και ακροδεξιών– τον ανθυποψήφιο του Μακαρίου Ιωάννη Κληρίδη. Σύντομα όμως, ακολουθώντας μια πιο ρεαλιστική τακτική και εστιάζοντας περισσότερο στα καθήκοντα του παρόντος, θα υιοθετήσει μια πολιτική άμεσης παρέμβασης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία «η απαλλαγή της Κύπρου από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου και η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι το κύριο καθήκον προοπτικής, που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής μας». Στην ίδια απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαρτίου του 1961, τονίζεται ότι «η απαλλαγή από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με το μακροχρόνιο μαζικό ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και προγραμματισμένο αγώνα όλου του λαού».
Το ΚΚΕ, βάσει της πολιτικής του, θα απορρίψει τις συμφωνίες: «Πίσω από τις πλάτες του λαού της Κύπρου και της Ελλάδας, οι Καραμανλής και Αβέρωφ υπέγραψαν με τον Μεντερές και Ζορλού στη Ζυρίχη μια κατάπτυστη συμφωνία για δήθεν ανεξαρτησία της Κύπρου». Η θέση του κόμματος είναι ότι με το πρόσχημα μιας τυπικής ανεξαρτησίας ενταφιάζεται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και εγκαταλείπεται κάθε έννοια πραγματικής ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που όχι μόνο παραμένουν οι βρετανικές βάσεις– για την εξυπηρέτηση των σκοπών των ιμπεριαλιστών– αλλά πλέον αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο νησί και οι Τούρκοι αντιδραστικοί. Οι παραχωρήσεις στην Τουρκία αποδεικνύουν πως πρόκειται για ανεξαρτησία πλασματική. Απέναντι στην «τεχνητή θριαμβολογία» για τις εξελίξεις, καλούνται οι «πραγματικοί πατριώτες να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση».
Μετά τη οριστικοποίηση της συμφωνίας στο Λονδίνο, με την οποία ανακηρύχθηκε η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρουσιάζονται συνολικότερα και οι θέσεις του ΚΚΕ. Η συμφωνία περιγράφεται ως πραξικόπημα απέναντι στον κυπριακό λαό, την Ελλάδα και την ειρήνη. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός διατηρεί την κυριαρχία του, οι Τούρκοι έρχονται στο νησί ως κατακτητές και είναι αυτοί που αναγορεύονται στην πραγματικότητα ρυθμιστές της πολιτικής ζωής του νησιού. Οι επεκτατικές βλέψεις των Τούρκων σωβινιστών ενθαρρύνονται και αυξάνονται έτσι οι κίνδυνοι ελληνοτουρκικών προστριβών και συγκρούσεων, ενώ το σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών που καθιερώνεται με την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας. Το συνταγματικό κατασκεύασμα της Ζυρίχης και του Λονδίνου απαγορεύει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού και καθιερώνει την ουσιαστική διχοτόμηση. Τις συμφωνίες αποδέχτηκε η κυβέρνηση της ΕΡΕ και ο πρωθυπουργός Καραμανλής, εκπληρώνοντας έτσι την αποστολή που του είχε ανατεθεί από τους Αμερικάνους: να κλείσει το Κυπριακό με διασφάλιση της ατλαντικής τάξης στην περιοχή. Σοβαρότατες ευθύνες καταλογίζονται επίσης και στον Μακάριο που, υποχωρώντας στις πιέσεις του ιμπεριαλισμού και του Καραμανλή, υπέγραψε τις συμφωνίες. Η προτροπή και το κάλεσμα του ΚΚΕ είναι η συνέχιση της πάλης για αυτοδιάθεση, που αναγκαστικά περνάει μέσα από την ακύρωση των συμφωνιών. «Η εργατική τάξη της Ελλάδας, επικεφαλής των προοδευτικών δυνάμεων και ολόκληρου του ελληνικού λαού, θα συνεχίσει ως το νικηφόρο τέρμα την πάλη για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θα σταθεί ακλόνητα στο πλευρό του λαού της Κύπρου. Το ΚΚΕ επιδοκιμάζει την πατριωτική στάση των κομμάτων, βουλευτών, οργανώσεων, προσωπικοτήτων, που αποδοκίμασαν τη συνωμοσία της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Το ΚΚΕ παλεύει για την ακύρωσή τους».
Και για την ΕΔΑ, με τις συμφωνίες αυτές το νησί τίθεται ουσιαστικά στην υπηρεσία των Δυτικών δυνάμεων, δεσμεύεται και υποθηκεύεται κάθε προοπτική του μέλλοντος, από τη στιγμή που εμπεδώνεται και αναβαθμίζεται η αποικιακή κυριαρχία: «Δεν θα υπάρχει Κυπριακόν πολίτευμα και δεν θα υπάρχει Κυπριακόν κράτος, εάν δεν είναι υποχρεωτικώς εσαεί σύμμαχον το οποίον έχει όχι μόνον δικαίωμα αλλά και υποχρέωσιν να συμβάλη εις την κοινήν άμυναν των συμμάχων. Αυτό είναι δυνατόν να εκθέση το μικρόν κράτος της Κύπρου είναι βέβαιον μάλλον, εάν ιδούμεν το τι συνέβη εις το παρελθόν όταν δύο φορές η Κύπρος έγινε το ορμητήριον ληστρικών επιδρομών επ’ ονόματι των συμφερόντων των μονοπωλίων πετρελαίου». Η παρουσία στρατού από τις ξένες δυνάμεις, το δικαίωμα επέμβασης της Μ. Βρετανίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας και η διατήρηση βρετανικών βάσεων στο νησί, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για μια νέα μορφή «συλλογικής κατοχής».
Οι συνθήκες αυτές, από τη στιγμή που ήταν απαραίτητες για τη διασφάλιση των συμφερόντων των Δυτικών στην περιοχή, ήταν σκόπιμο να επιβληθούν «από πάνω» στον κυπριακό λαό, ώστε να μην υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο απόρριψης ή αμφισβήτησής τους, αλλά και για να κλείσει οριστικά πλέον ο δρόμος προς την αυτοδιάθεση και την Ένωση.
Μεγάλες είναι, για την ΕΔΑ, οι ευθύνες της ελληνικής κυβέρνησης, που με αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς, υποχρέωσε τους Κυπρίους και το Μακάριο να υπογράψουν τις συμφωνίες. Οι ευθύνες βαραίνουν και τον ίδιο τον Μακάριο, που με το να καταστεί δέσμιος της μυωπικής και υποτελούς πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και να της εκχωρήσει την πρωτοβουλία των χειρισμών, οδήγησε τα πράγματα στη χείριστη λύση.
Η Ε.Δ.Α θεωρεί πως το εύρος των δικαιωμάτων που αποδίδεται στην τουρκική μειονότητα δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτό, αφού έτσι παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελληνικής πλειονότητας, δικαιώματα που πηγάζουν από την πληθυσμιακή υπεροχή της.
Μια άλλη αρνητική συνέπεια των συμφωνιών αυτών για την Κύπρο και την Ελλάδα, είναι η κατοχύρωση του αποφασιστικού ρόλου της Τουρκίας: «Κατωχυρώθη ο Τουρκικός παράγων και εμπραγμάτως δια της παρουσίας εν Κύπρω τουρκικών δυνάμεων».
Το πολίτευμα που εγκαθιδρύεται είναι μη λειτουργικό και φέρει σπερματικά μέσα του επερχόμενους κινδύνους εντάσεων και συγκρούσεων. «Με αυτό το σύστημα κανέν Έθνος, ούτε εκυβερνήθη, ούτε δύναται να κυβερνηθή. Είναι ένα Σύνταγμα το οποίον αφήνει εις μεγάλας και επανειλημμένας περιπτώσεις παράλυτον και την Κυβέρνησιν και τους φορείς της εκτελεστικής εξουσίας και το κοινοβούλιον […] η αδυναμία λειτουργίας του Πολιτεύματος, εστία συνεχών προστριβών και αναφλέξεων. Εγκυμονεί τρομακτικούς κινδύνους κύριοι συνάδελφοι. Είναι μια επινόησις διαβολική. Θα δημιουργεί αδιέξοδον κάθε στιγμή, σκοπέλους εις τους οποίους απαρεγκλίτως θα προσκρούση η Ελλάς».
Ως διέξοδος προτάσσεται, στο πλαίσιο πάντα της άποψης για ανάγκη αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής και μη εμπλοκής της Ελλάδας σε πολιτικούς συνασπισμούς και πολεμικές περιπέτειες, η εξής: «Πάντως πέραν οιωνδήποτε δεσμεύσεων και συμμαχιών, το θέμα της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού λαού μένει ανοικτόν. Τα ιδανικά της ελευθερίας που φλογίζουν την νεολαίαν στην Ελλάδα και την Κύπρον, δεν πρόκειται να καταπνιγούν. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν διερχώμεθα την ιστορικήν περίοδον της καταρρεύσεως της αποικιοκρατίας». Η θέση του κόμματος είναι σαφής: το ζήτημα της αυτοδιάθεσης οφείλει να μείνει ανοιχτό, καθώς ανταποκρίνεται στη θέληση Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων και εκφράζει τις διεθνείς τάσεις, το παρόν και το μέλλον της αποαποικιοποίησης και των αντιαποικιακών αγώνων.
Η πολιτική της Ένωσης και η εναντίωση στην παραχώρηση δικαιωμάτων στους Βρετανούς και τους Τούρκους, θα φέρουν σε σύγκρουση το ΑΚΕΛ και τον Μακάριο για τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Προσωρινά και για μικρό διάστημα το 1958 το ΑΚΕΛ είχε αποδεχτεί, όπως και το ΚΚΕ, την πρόταση για ανεξαρτησία. Είναι η εποχή που το ΑΚΕΛ αντιδρά στην εφαρμογή του σχεδίου Μακμίλαν. Υπό τους εξής όμως όρους: να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα, να μην παραχωρηθούν βάσεις στη Μ. Βρετανία και το ΝΑΤΟ και να μην αποκλείεται η αυτοδιάθεση ως προοπτική του μέλλοντος. Οι όροι αυτοί δεν θα εκπληρωθούν στη Ζυρίχη, όπου στην κυπριακή αντιπροσωπεία συμμετείχαν και πέντε μέλη της κυπριακής Αριστεράς, τα οποία δεν υπέγραψαν τη συμφωνία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι ακόμα και σήμερα οι πληροφορίες για τη στάση των μελών του ΑΚΕΛ στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες και παρουσιάζονται μέσα από αλληλοαντικρουόμενες μαρτυρίες. Στη συνέχεια το ΑΚΕΛ θα κατηγορήσει τον Μακάριο ότι παραχώρησε ατιμωτικές δεσμεύσεις χωρίς τη θέληση και την έγκριση του λαού, ότι επανέφερε στην Κύπρο την τουρκική κατοχή και ότι «έγινε επίορκος και ενταφίασε τους προαιώνιους και ιερούς πόθος του λαού για την αυτοδιάθεση». Γι’ αυτό και στις προεδρικές εκλογές του 1959 θα υποστηρίξει –σε έναν ετερογενή σχηματισμό, με συμμετοχή ακόμα και ακροδεξιών– τον ανθυποψήφιο του Μακαρίου Ιωάννη Κληρίδη. Σύντομα όμως, ακολουθώντας μια πιο ρεαλιστική τακτική και εστιάζοντας περισσότερο στα καθήκοντα του παρόντος, θα υιοθετήσει μια πολιτική άμεσης παρέμβασης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία «η απαλλαγή της Κύπρου από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου και η ολοκλήρωση της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι το κύριο καθήκον προοπτικής, που δεν πρέπει ποτέ να διαφεύγει της προσοχής μας». Στην ίδια απόφαση της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, του Μαρτίου του 1961, τονίζεται ότι «η απαλλαγή από τα δεσμά της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου δεν είναι ζήτημα που μπορεί να επιτευχθεί άμεσα, αλλά με το μακροχρόνιο μαζικό ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό και προγραμματισμένο αγώνα όλου του λαού».
*Ο Αντώνης Αντωνίου είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
* Οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου
(Από τον "Ριζοσπάστη"της 7/3/1999)
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου δημιούργησαν στην Κύπρο έναν τύπο "εξαρτημένου - ανεξάρτητου" κράτους υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, που όμοιό του, έστω και ως δείγμα, δεν υπήρχε στον κόσμο. Σήμερα, βέβαια, κανένας δεν υπερασπίζεται αυτές τις συμφωνίες ως καλές. Τότε, όμως, όταν δηλαδή υπογράφηκαν, δεν έλειπαν οι θριαμβολογίες.
Στις 11/2/1959, την ημέρα της υπογραφής τη συμφωνίας της Ζυρίχης, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Καραμανλής, δήλωνε με έκδηλη υπερηφάνεια: "Η ημέρα αυτή ανήκει εις τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής μου και θα αποτελέση σταθμόν εις την ιστορίαν της Κύπρου. Εις την Ζυρίχην εθέσαμεν με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας κ. Μεντερές τας βάσεις διά την επίλυσιν ενός εκ των δυσκολοτέρων διεθνών ζητημάτων. Εσχεδιάσαμεν λύσιν διά της οποίας αποδίδεται μετά μακραίωνα δουλείαν εις τον Κυπριακόν Λαόν η ελευθερία του. Εξ άλλου διά της ευτυχούς επιλύσεως του Κυπριακού προβλήματος αποκαθίσταται η φιλία και η συνεργασία μεταξύ Ελλάδος, Τουρκίας και Αγγλίας" (Εφημερίδες 12/2/1958).
Η τελευταία αυτή φράση του Κ. Καραμανλή είναι και όλη η πολιτική ουσία των συμφωνιών δεδομένου ότι παραπέμπει στη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και στο διακαή πόθο των Αμερικανών να την επιτύχουν, κλείνοντας προς όφελός τους την πληγή του κυπριακού.
"Οι Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, υπογραμμίζει ο στενός συνεργάτης του Μακάριου Ν. Κρανιδιώτης, υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η Βρετανική Κυβέρνηση έθεσε τον Κυπριακό λαό και την ηγεσία του: H τις Συμφωνίες ή τη Διχοτόμηση. Ο Μακάριος προτίμησε το "μη χείρον". Στην εκβιαστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθεια ΝΑΤΟικής ρύθμισης του θέματος. Ετσι στραγγαλίστηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, και, με την ενθάρρυνση των παράλογων τουρκικών αξιώσεων, διαμορφώθηκαν στο νησί δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες" (Ν. Κρανιδιώτη: "Δύσκολα χρόνια - Κύπρος 1950 - 1960", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, σελ. 395).
Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η διχοτόμηση ενυπάρχει στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, αφού είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκαν. Πριν, όμως, αναφερθούμε στο περιεχόμενο των συμφωνιών, ας δούμε πώς φτάσαμε ως τα εκεί.
Η απειλή της διχοτόμησης
Βάζοντας στο παιχνίδι την Τουρκία, η Μ. Βρετανία ήθελε ανοιχτά να χρησιμοποιεί την απειλή της διχοτόμησης, για να προωθεί κάθε φορά τα σχέδιά της στην Κύπρο. Η στάση της σ' αυτό το θέμα είναι ιστορικά σαφής και καθαρή. Αλλωστε, πλήθος είναι τα σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, που παρουσίασε κατά καιρούς, βάση των οποίων αποτελούσε πάντοτε η αρχή της διχοτόμησης. Το τελευταίο - και κατά πολλούς το χειρότερο απ' όλα - βρετανικό σχέδιο διχοτόμησης που προτάθηκε και επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί ήταν το σχέδιο Μακ Μίλαν. Αναλυτικότερα:
Στις 19 Ιούνη του 1958 ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Μακ Μίλαν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ένα νέο σχέδιο για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο έφερε τον τίτλο "Σχέδιο για Συνεταιρισμό στην Κύπρο" και, στα βασικότερα σημεία του, προέβλεπε:
- Τη σύνδεση της Κύπρου με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία και τη συνεργασία των κυβερνήσεων των τριών κρατών για τη διοίκηση του νησιού.
- Το διορισμό ενός αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης κι ενός αντιπροσώπου της τουρκικής, οι οποίοι, μαζί με τον Αγγλο κυβερνήτη του νησιού θα είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της Κύπρου.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούσαν ο Αγγλος κυβερνήτης, ο Ελληνας και ο Τούρκος αντιπρόσωπος, καθώς και έξι υπουργοί εκ των οποίων οι τέσσερις θα ήταν Ελληνοκύπριοι και οι δύο Τουρκοκύπριοι.
- Τη συγκρότηση δύο κοινοβουλίων, ενός ελληνοκυπριακού κι ενός τουρκοκυπριακού.
- Οι κάτοικοι του νησιού θα είχαν δύο ιθαγένειες. Ολοι ανεξαιρέτως τη βρετανική και οι μεν Ελληνοκύπριοι επιπλέον την ελληνική, οι δε Τουρκοκύπριοι επιπλέον την τουρκική.
- Οι εξωτερικές υποθέσεις, η άμυνα και η εσωτερική ασφάλεια θα ήταν θέματα της αρμοδιότητας του Αγγλου κυβερνήτη και ο ρόλος των αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας θα ήταν συμβουλευτικός.
- Το καθεστώς αυτό του "Συνεταιρισμού" θα διαρκούσε εφτά χρόνια και στο διάστημα αυτό θα απαγορευόταν οποιαδήποτε συζήτηση για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή κυριαρχίας (Α. Γ. Ξύδη, Σ. Λιναρδάτου, Κ. Χατζηαργύρη: "Ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του", εκδόσεις Γκούτεμπεργκ, σελ. 314 - 315, Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο σελ. 320 - 321, Πλ. Σέρβα: "Κυπριακό - Ευθύνες", εκδόσεις Γραμμή, τόμος Α', σελ. 355 - 356 κ. ά.).
Η ανακοίνωση του σχεδίου Μακ Μίλαν και η έναρξη της εφαρμογής του την 1η Οκτωβρίου 1958 - μια έναρξη που ουσιαστικά στόχευε να εκβιάσει τις εξελίξεις προς τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου - έφεραν αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, εγκαταλείποντας τη θέση για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και σε απάντηση στην προοπτική της διχοτόμησης πρότεινε, το Σεπτέμβρη του 1958, τη συγκρότηση ανεξάρτητου κυπριακού κράτους στα πλαίσια της βρετανικής κοινοπολιτείας. Τη νέα αυτή θέση έσπευσε να υιοθετήσει αμέσως η κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία, βεβαίως, γνώριζε τη σχετική κίνηση του αρχιεπισκόπου πριν αυτή δημοσιοποιηθεί και τα είχε συμφωνήσει μαζί του (Σπ. Λιναρδάτου: "Από τον εμφύλιο στη Χούντα", εκδόσεις Παπαζήση, τόμος Γ, σε. 355 - 361).
Από κει και ύστερα οι εξελίξεις που ακολούθησαν στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο ήταν θέμα χρόνου.
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου
Στις 5 Φεβρουαρίου 1959, με θέμα το Κυπριακό, άρχισαν στη Ζυρίχη υψηλού επιπέδου συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών των δύο χωρών Καραμανλή και Μεντερές, καθώς και των υπουργών Εξωτερικών Αβέρωφ και Ζορλού, πλαισιωμένων από διπλωματικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες. Η διάσκεψη που κράτησε έξι μέρες στάθηκε στις λεπτομέρειες του θέματος και στις τελευταίες διευθετήσεις. Το βασικό πλαίσιο των συμφωνιών είχε ήδη καταληχθεί μέσω των διαπραγματεύσεων που είχαν διεξαγάγει μυστικά - αλλά πάντα εν γνώσει των Αμερικανών και των Βρετανών - ο Αβέρωφ και ο Ζορλού ολόκληρο το Δεκέμβρη του 1958 και το Γενάρη του 1959 στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι. Ετσι, μέχρι τα μέσα Γενάρη 1959 είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών στα βασικά ζητήματα και λίγες μέρες αργότερα, στις 29/1, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού έλαβε γνώση των εξελίξεων και ο Μακάριος ο οποίος - όπως φανερώνουν τα δημοσιευμένα πρακτικά της σύσκεψης - έδειξε μάλλον ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα (Ευάγγ. Αβέρωφ: "Ιστορία χαμένων ευκαιριών, Κυπριακό 1950 - 1963", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, τόμος β, σελ. 168 - 175). Η δουλιά επομένως τουΚαραμανλή και τουΜεντερές στη Ζυρίχη δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και στις 11 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκε η υπογραφή συμφωνίας. Εμενε, πλέον, το τελικό στάδιο της υπόθεσης, η υπογραφή δηλαδή των συμφωνηθέντων από τη Μ. Βρετανία, τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 17 Φεβρουαρίου, ύστερα από πρόσκληση του Βρετανού πρωθυπουργού Μακ Μίλαν άρχισε η διάσκεψη του Λονδίνου με τη συμμετοχή των πρωθυπουργών και υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας καιτης Τουρκίας καθώς και εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η διάσκεψη κράτησε τρεις μέρες και κατέληξε στην υπογραφή των συμφωνιών απ' όλους τους ενδιαφερόμενους. Ορισμένες αντιρρήσεις εκ μέρους του Μακαρίου και των Ελλήνων της Κύπρου κάμφθηκαν γρήγορα και δεν επηρέασαν καθόλου το περιεχόμενο όσων είχαν καθοριστεί με τη συμφωνία της Ζυρίχης. Για την Κύπρο άνοιγε, πια, μια νέα σελίδα της ιστορίας της, όπου η τραγωδία ήταν - και παραμένει - κυρίαρχο χαρακτηριστικό. Ας δούμε, όμως, τι προέβλεπαν οι συμφωνίες στα κύρια σημεία τους.
Το περιεχόμενο των συμφωνιών
Στα βασικότερα σημεία τους οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου προέβλεπαν:
- Τη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους με επίσημες γλώσσες την ελληνική και την τουρκική, υπό την κηδεμονία της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Τα τρία κράτη - κηδεμόνες εγγυώνται την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το δικαίωμα να επεμβαίνουν από κοινού ή το καθένα χωριστά όταν αυτή απειλείται...
- Αποκλείεται οποιαδήποτε μερική ή ολική ένωση του κυπριακού κράτους με κάποιο άλλο και τα βασικά σημεία του κυπριακού συντάγματος, διατυπωμένα με βάση τις αρχές των συμφωνιών, δε θα ήταν δυνατό να τροποποιηθούν.
- Ως σύστημα διακυβέρνησης της Κύπρου ορίστηκε η Προεδρική Δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους του νησιού. Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος οπλίζονταν με το δικαίωμα του βέτο για θέματα της εξωτερικής πολιτικής, των Ενόπλων Δυνάμεων, της ασφάλειας κλπ.
- Το Υπουργικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν από εφτά Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους.
- Θα υπήρχε μια ενιαία Βουλή, όπου το 70% των εδρών θα το είχαν οι Ελληνοκύπριοι και το 30% οι Τουρκοκύπριοι (οι δύο κοινότητες θα ψήφιζαν ξεχωριστά η καθεμία). Επίσης, θα υπήρχαν δύο ακόμη βουλές, μία ελληνοκυπριακή και μία τουρκοκυπριακή που θα αποφάσιζαν για τα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και πνευματικά ζητήματα των δύο κοινοτήτων.
- Οι μεγαλύτεροι δήμοι της Κύπρου θα διχοτομούνταν.
- Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών από τους οποίους το 60% θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι (αν και αυτοί ήταν μόλις το 18% του πληθυσμού!) Ισος αριθμός ανδρών θα αποτελούσε και τα Σώματα Ασφαλείας, αλλά εδώ ο συσχετισμός θα ήταν 70% προς 30% αντίστοιχα με δύο αρχηγούς, έναν από κάθε κοινότητα.
- Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Επίσης, στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, καθώς και ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 ανδρών και τουρκική 650 για την εγγύηση τήρησης των συμφωνιών (τα κείμενα των συμφωνιών: Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 534 - 556 και Γ. Ζωιδη - Τ. Αδάμου: "Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά", ΠΛΕ - 1960, σελ. 193 - 212).
Δε χρειάζεται και πολύς κόπος, για να καταλάβει κανείς ότι το κυπριακό κράτος της "εξαρτημένης ανεξαρτησίας" που δημιουργήθηκε ήταν στηριγμένο πάνω στην αρχή της διχοτόμησης. Μια σύγκριση των συμφωνιών της Ζυρίχης - Λονδίνου με το σχέδιο Μακ Μίλαν δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές εκτιμήσεις. Επιπλέον, υπήρχε και κάτι ακόμη που ολοκλήρωνε το ξεπούλημα του κυπριακού λαού είτε επρόκειτο για Ελληνοκυπρίους είτε για Τουρκοκυπρίους. Στη Ζυρίχη ο Καραμανλής και ο Μεντερές υπέγραψαν μια "συμφωνία κυρίων" που μεταξύ άλλων προέβλεπε:
"Η Ελλάς και η Τουρκία θα υποστηρίξουν την είσοδοτης Δημοκρατίας της Κύπρου εις το ΝΑΤΟ. Η εγκατάστασις βάσεων του ΝΑΤΟ εις την Νήσον, ως και η σύνθεσις αυτών, εξαρτάται εκ συμφωνίας των δύο κυβερνήσεων.
Συνεφωνήθη μεταξύ των δύο Πρωθυπουργών ότι θα παρέμβουν παρά τω Προέδρω και Αντιπροέδρω της Δημοκρατίας της Κύπρου, αντιστοίχως επί τω σκοπώ όπως τεθούν εκτός νόμου το Κομμουνιστικόν Κόμμα και η κομμουνιστική δράσις... " (Ν. Κρανιδιώτη, στο ίδιο, σελ. 546).
Τα σχόλια περιττεύουν!!!. -
Γ. Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου