-Η Ομάδα Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη
Η Ομάδα Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη και το ποντιακό κίνημα
- Μονολιθικότητα ή ο μύθος της πολυκεντρικότητας
- Οι ιδρυτές
- Το ιστορικό πλαίσιο
- Η ριζοσπαστικοποίηση του ποντιακού χώρου
- Βασικές κατευθύνσεις της Ομάδας
- Η γενοκτονία ως πολιτικό αίτημα
- Tο αίτημα για αναγνώριση ως μέσο κυριαρχίας
- Η Ρωμανία
- Οι Πόντιοι της Τουρκίας
(κάντε… κλικ)
Μονολιθικότητα ή, ο μύθος της πολυκεντρικότητας
Βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής της Ομάδας εντός του ποντιακού χώρου είναι η προσπάθεια καλλιέργειας μονοφωνίας επί όλων των ζητημάτων και η απαξίωση κάθε διαφορετικής άποψης. Η «πολυκεντρικότητα», που υπήρξε βασικό πολιτικό σύνθημα του κ. Μ. Χαραλαμπίδη, του πρώτου από τους δύο ιδρυτές της συγκεκριμένης ομάδας, αναιρέθηκε πλήρως και ολοκληρωτικά εντός του ποντιακού χώρου. Οι οργανωμένοι Πόντιοι αντιμετωπίστηκαν ως δυνάμει μονολιθική οντότητα χωρίς εσωτερικό πλουραλισμό, διαφωνίες και άλλες απόψεις, που θα έπρεπε να στρατευθούν στο οργανωτικό και ιδεολογικό άρμα του κ. Χαραλαμπίδη. Η δράση της εντός του ποντιακού κινήματος την τελευταία εικοσαετία, επηρέασε καθοριστικά τις διαδικασίες που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ποντιακή πραγματικότητα. Χρόνια τώρα η συγκεκριμένη ομάδα προσπαθεί, συνεχώς και με πολλούς τρόπους, να επιβάλλει με κάθε τρόπο -αγνοώντας το κόστος και τη φθορά που προκαλεί στο ποντιακό κίνημα- τη δική της ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αντίληψη.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια συμβολή στην καλύτερη κατανόηση τoυ πολιτικού, ιδεολογικού και οργανωτικού ρεύματος που δημιούργησαν οι Χαραλαμπίδης και Φωτιάδης. Συντάχθηκε για να παρουσιαστεί στη συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΠΟΕ της 4ης Φεβρουαρίου 2006, όπου θα συζητηθεί για πρώτη φορά το ζήτημα. Παρουσιάζει και θίγει συνοπτικά τις διάφορες πλευρές του φαινομένου και προσπαθεί να ορίσει τους θεματικούς άξονες που πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος, με βάση τα κείμενα, τα έγγραφα και τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών.
Οι ιδρυτές
Οι ιδρυτές της Ομάδας, που κατά καιρούς έλαβε διάφορα ονόματα και δημιούργησε διάφορους φορείς (Κε.πο.μέ, Όπσβε), ήταν οι Μιχάλης Χαραλαμπίδης (κοινωνιολόγος) και ο Κώστας (Κωσταντίνος) Φωτιάδης, τότε διδάκτωρ ιστορίας και σήμερα τακτικός καθηγητής στη Φλώρινα. Κατά πάσα πιθανότητα, η πολιτική προέλευσή τους ήταν σοσιαλδημοκρατική. Ο κ. Φωτιάδης θα πρέπει να συνάντησε αργότερα τον κ. Χαραλαμπίδη, αφού αυτός είχε ξεκινήσει πλέον την ενασχόλησή του με τα ποντιακά. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο κ. Φωτιάδης -σημερινός πρόεδρος- δεν είναι ιδρυτικό μέλος του Κεπομέ (Μάϊος ΄85).
(ο Μ. Χαραλαμπίδης)
Ο κ. Χαραλαμπίδης προερχόταν από εκείνο το σκέλος που διαμορφώθηκε στην Ιταλία και επηρεάστηκε από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του τρίτου κόσμου και ειδικά το αραβικό Μπάαθ. Τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα ως «Ιταλοί». Το πολιτικό τους όραμα μάλλον πρέπει να υπήρξε η συμμαχία της Ελλάδας με τον τρίτο κόσμο -και κυρίως τον αραβικό- σε μια αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Δηλαδή μια συμμαχία που θα συμπεριλάμβανε τον Καντάφι, τον Σαντάμ Χουσεϊν, τους Κούρδους του Αμπντουλάχ Οτσαλάν κ.ά. Ο κ. Χαραλαμπίδης υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος του Πασόκ. Είχε καταλάβει μια εξαιρετικά σημαντική θέση στο Εκτελεστικό Γραφείο, το οποίο επί της ουσίας ήταν το ανώτατο κομματικό όργανο που κυβερνούσε την Ελλάδα. Σύμφωνα με δική του δήλωση καθοδηγούσε και τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο κ. Φωτιάδης είχε σημαντική δράση, ως συλλέκτης κυρίως, καθώς και ως ερευνητής για διάφορα ποντιακά θέματα. Παρ’ όλη την έντονα ανταγωνιστική του στάση -που οφειλόταν στη διεκδίκηση της κυριαρχίας επί του ποντιακού επιστημονικού κόσμου- συνέβαλε στη περαιτέρω διερεύνηση επιστημονικών ζητημάτων (κρυπτοχριστιανοί, εξισλαμισμοί στη Μικρά Ασία, γενοκτονία κ.ά.) Όμως δεν περιφρούρησε την ερευνητική του δραστηριότητα, όπως θα έπρεπε. Επιλογή του υπήρξε, να θέσει στην υπηρεσία της Ομάδας το έργο του, καθώς και να δραστηριοποιηθεί και ο ίδιος συνδικαλιστικά και πολιτικά μ’ έναν ιδιαιτέρως εμπαθή τρόπο. Επέτρεψε έτσι την εκμετάλλευση της επιστημονικής του δράσης από μια μικρή και συγκεκριμένη δράκα ανθρώπων και οδήγησε τελικά στην ταύτιση του επιστημονικού του έργου με τις αντιδραστικές -πολιτικές, ιδεολογικές και οργανωτικές- επιλογές της Ομάδας.
[Φωτιάδης (αριστερά) και Χαραλαμπίδης (δεξιά)]
Το ιστορικό πλαίσιο
Η οργανωτική συγκρότηση της Ομάδας πρέπει να πέρασε διάφορες φάσεις πριν αποκτήσει τα τελικά της χαρακτηριστικά. Κεντρικό πρόσωπο ήταν ο κ. Χαραλαμπίδης, τον οποίον κατά τα φαινόμενα συνάντησε στην πορεία του ο κ. Φωτιάδης και δημιούργησαν έτσι το σκληρό πυρήνα. Φαίνεται ότι κάποιοι Πόντιοι του Πασόκ και του πολύ κοντινού χώρου, συζητούσαν για την ίδρυση φορέα κάπου στην πρώτη πενταετία της δεκαετίας του ΄80. Παρότι εκείνο τον καιρό είχε ξεκινήσει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα για εγκατάσταση Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση στη Θράκη (δημιουργία οικισμών της Εκτενεπόλ στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή μέσω της Αγροτικής Τράπεζας με την επίβλεψη του Γερ. Νοταρά) η Ομάδα δεν πρέπει να είχε κάποια εμπλοκή. Αυτό συνάγεται από το ότι στο καταστατικό του Κεπομέ ουδόλως αναφέρονται οι Πόντιοι από τη Σοβιετική Ένωση και η ύπαρξη προσφυγικού προβλήματος. Να σημειωθεί ότι η χρήση και η καθιέρωση του όρου «παλιννοστούντες» για τους νεοπρόσφυγες πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στο συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο χαρακτηριζόταν από την απόλυτη κυριαρχία του Πασόκ σ’ όλη την κλίμακα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αύξηση της πραγματικής ισχύος, αλλά και της αυτοπεποίθησης των Ποντίων του Πασόκ. Η πρώτη περίοδος, που χαρακτηρίστηκε από την πιο αριστερή εκδοχή του συγκεκριμένου κόμματος, επέτρεψε να έρθουν στην επιφάνεια οι ιδεολογικές επιρροές από τα εθνικοαπελευθερωτικά μπααθικά κινήματα. Πρόσφατη ήταν επίσης και η αίγλη των Αρμενίων, που με τον Ασάλα είχαν ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα κατά της Τουρκίας, χρησιμοποιώντας βέβαια και μεθόδους τρομοκρατίας. Παράλληλα, υπήρχαν και προσωπικά συμφέροντα που εξυπηρετούνταν με την αύξηση ελέγχου του ποντιακού χώρου. Στο εσωκομματικό ανταγωνιστικό μέτωπο, η στήριξη, και ακόμα περισσότερο ο έλεγχος, κάποιας εθνικοτοπικής ομάδας αύξανε την πολιτική δύναμη του ελέγχοντος.
Το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο καθορίστηκε από την πρωτοφανή πολιτική αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα με την άνοδο στην εξουσία ενός αυτοθεωρούμενου αριστερού κόμματος. Παρότι η ανάγκη καθεστωτικής προσαρμογής του Πασόκ απομυθοποίησε εν πολλοίς το αριστερό όραμα, εν τούτοις η άνοδος αυτή είχε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Αριστερά. Ειδικά η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά θα καταρρεύσει, ενώ η κοινοβουλευτική θα υποστεί βαρύτατες απώλειες. Αρκετοί Πόντιοι που είχαν θητεύσει σ’ αυτήν θα επιλέξουν το δρόμο της ενεργοποίησης στον ποντιακό χώρο και της επεξεργασίας νέων ερμηνειών, διατηρώντας απόλυτα την επιφύλαξή τους για το καθεστωτικό Πασόκ, καθώς και για τις παράλληλες επεξεργασίες που πραγματοποιούνταν στο εσωτερικό του -όσον αφορά το ποντιακό- και οδήγησαν στη δημιουργία της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη. Η ουσιαστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης θα συμβεί εκείνη την εποχή και ο ποντιακός χώρος θα εισπράξει κέρδη σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Μόνο που λίγο θα μπορέσει να τα αξιοποιήσει, για λόγους που θα παραθέσουμε στη συνέχεια.
Η εποχή που εμφανίστηκε η Ομάδα, χαρακτηριζόταν επίσης και από την ύπαρξη προσφυγικού κύματος από τη Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα. Το κύμα αυτό είχε επανεμφανιστεί μετά την πτώση της χούντας. Μεγάλες ομάδες νεοπροσφύγων άρχισαν και πάλι να κατακλύζουν τις παλιές προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά.
Η ριζοσπαστικοποίηση του ποντιακού χώρου
Στην πρώτη πενταετία του ’80 υπήρχε -για ιστορικούς λόγους- μια κατάσταση ιδεολογικής στασιμότητας στον ποντιακό χώρο. Η πρώτη γενιά είχε καταγράψει όλα τα ιστορικά γεγονότα, είχε δώσει τις πραγματικές ερμηνείες, είχε μελετήσει τα γερμανο-αυστριακά αρχεία (Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, από το ΄58), είχε χαρακτηρίσει τα γεγονότα «γενοκτονία» (Γιώργος Λαμψίδης, περί το ΄65) και είχε εκφράσει εξαιρετικά ριζοσπαστικές απόψεις, που έφταναν μέχρι τη διατύπωση του αιτήματος απελευθέρωσης του Πόντου (εφημ. Ποντιακή Φωνή, Θεσσαλονίκη, 1966). Την προδικτατορική επίσης περίοδο είχε γίνει και μια πραγματική επανάσταση, όσον αφορά την ανάδειξη, τη μελέτη και την προσπάθεια κατοχύρωσης του ποντιακού πολιτισμού στο ελλαδικό περιβάλλον. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πρώτη γενιά είχε ιδρύσει το 1927 στην Αθήνα την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών (Ε.πο.μέ), όπου συλλέχτηκε πολύτιμο ιστορικό και λαογραφικό υλικό.
Η χούντα που ακολούθησε, η απόλυτη αμερικανοκρατία, ο φιλοτουρκισμός των χουντικών και πάνω απ’ όλα η σκληρή καταστολή και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού είχαν τραγικές επιπτώσεις στον οργανωμένο ποντιακό χώρο. Η περίοδος μετά τη δικτατορία υπήρξε περίοδος οργανωτικής ανασυγκρότησης σε μια δύσκολη εποχή, όπου η δημοκρατική μεταπολιτευτική ευφορία, η ένταση των ιδεολογιών και η εμφάνιση καινούργιων αντιθέσεων απορροφούσε όλο το νέο δυναμικό. Η καχυποψία προς νέες ιδέες υπήρξε αποτέλεσμα αυτών των δυσκολιών:
α) της συντηρητικοποίησης που επέφερε η δικτατορία,
β) των φοβιών που είχαν προκληθεί από την παλαιοελλαδική καταστολή κατά των προσφύγων του ’22 και
γ) της «απαγόρευσης» για ανακίνηση θεμάτων που «υπονόμευαν» την ελληνοτουρκική προσέγγιση.
Πολιτικά αιτήματα που αμφισβητούσαν τον παραδοσιακό φιλοτουρκισμό -που εγκαινίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και βρήκε την πλήρη αποθέωσή του την εποχή των δικτατόρων- προκαλούσαν το φόβο και κατά συνέπεια την αντίδραση του οργανωμένου χώρου. Όμως ο παραδοσιακός ποντιακός χώρος ακολουθούσε μια ανοδική πορεία οργάνωσης, βασισμένη στο συναισθηματισμό της δεύτερης, κυρίως, γενιάς. Αποκαλυπτική στιγμή της συγκεκριμένης διαδικασίας υπήρξε το Α’ Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο (1985).
Η υπάρχουσα κληρονομιά του με τη συσσωρευμένη γνώση που είχε κληροδοτήσει η πρώτη γενιά στους «Πόντιους επιγόνους», όπως έγραφε το ’25 ο Βαλαβάνης, θα αρκούσε να μετασχηματιστεί σε σύγχρονο ριζοσπαστικό κίνημα όταν θα ερχόταν σε επαφή, είτε με την πολιτική παράδοση της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, είτε με τις αντιιμπεριαλιστικές φιλομπααθικές απόψεις των «Ιταλών». Κάτι που θα συμβεί από το ’86 και εφεξής.
Ειδικά η δεκαετία του ’90 ενίσχυσε τις εθνοκεντρικές προσεγγίσεις. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, που προκάλεσε διαδικασίες διαμόρφωσης εθνών-κρατών, οι αντίστοιχες εξελίξεις στην Γιουγκοσλαβία με τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού σλαβομακεδονικού κράτους, προκάλεσαν καταρχάς τα αμυντικά εθνικιστικά αντανακλαστικά και του ελληνικού χώρου. Ειδικά στους Πόντιους, η εμφάνιση του νεοπροσφυγικού φαινομένου ως απόρροια της σοβιετικής κατάρρευσης, δημιούργησε μεγάλη συναισθηματική ένταση και αυξημένα αισθήματα αλληλεγγύης. Μόνο που το φαινόμενο αυτό θα διοχετευτεί σε στόχους, όπως η δημιουργία της Ρωμανίας, που αλλοτρίωναν απολύτως την έκφραση αλληλεγγύης.
Βασικές κατευθύνσεις της Ομάδας
Εξαρχής φάνηκε ότι η Ομάδα θα πορευόταν προσπαθώντας να διεκδικήσει την κηδεμονία του ποντιακού χώρου, ανταγωνιζόμενη τις προϋπάρχουσες οργανώσεις, προσπαθώντας ή να τις καταστρέψει ή να τις ποδηγετήσει. Βασικές κατευθύνσεις υπήρξαν οι εξής:
- -αποκοπή από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό,
- -απόλυτη οικειοποίηση παλαιότερων προσεγγίσεων και ιδεολογικών κατακτήσεων,
- -υποβάθμιση της δράσης των ποντιακών συλλόγων και όσων είχε δημιουργήσει και κληροδοτήσει η πρώτη γενιά,
- -ανάπτυξη ιδιαίτερης ταυτότητας με εθνοτικά χαρακτηριστικά,
- -καλλιέργεια νέας συνείδησης, που θα αναδείκνυε μια κατασκευασμένη μοναδικότητα,
- -σωτηριολογική προσέγγιση του ποντιακού κινήματος,
- -εμπέδωση της πίστης ότι οι Πόντιοι της Ελλάδας βρίσκονται ακόμα πρόσφυγες σε άξενο και εχθρικό τόπο και ότι οι ελληνικοί θεσμοί είναι αντίστοιχοι με τους οθωμανικούς,
- -περιθωριοποίηση και απαξίωση όλων των θεωρούμενων ανταγωνιστικών προσώπων και θεσμών,
- -εκμετάλλευση των νέων φαινομένων, π.χ. νεοπρόσφυγες, για την προώθηση των πολιτικών στόχων της Ομάδας,
- -δημιουργία μηχανισμού επιβολής της νέας αντίληψης πραγμάτων (Κεπομέ, Όπσβε κ.ά.),
- -χρήση κάθε μέσου, νόμιμου και παράνομου, για την επίτευξη των στόχων,
- –βαθμιαία ιδεολογική ομογενοποίηση και οργανωτική κηδεμόνευση του οργανωμένου ποντιακού χώρου στη βάση των θεωρητικών αντιλήψεων της Ομάδας.
Το κύριο σύνθημα, με το οποίο η Ομάδα Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη προσπάθησε να συνδεθεί με τον ποντιακό χώρο, υπήρξε το αίτημα για αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι Πόντιοι από τους Τούρκους και το αίτημα για την ίδρυση της νέας πόλης «Ρωμανία», που θα διατυπωθεί αρκετά αργότερα.
Παρότι η απαραίτητη δραστηριοποίηση και γνώση προϋπήρχε της Ομάδας (τεκμηρίωση του γεγονότος ως αποτέλεσμα έρευνας σε αρχεία, πλούσια βιβλιογραφία, χαρακτηρισμός των γεγονότων με το σύγχρονο όρο «γενοκτονία»), εν τούτοις το αίτημα αυτό παρουσιάστηκε ως ανακάλυψη των ηγετών της Ομάδας. Επενδύθηκε με έντονο συναισθηματισμό και προωθήθηκε στον ποντιακό λαό με την επισήμανση ότι η παρουσία των Χαραλαμπίδη και Φωτιάδη, καθώς και οι αλήθειες που αυτοί ανακάλυψαν ήρθαν «να σώσουν τους Πόντιους από την ιστορική εξαφάνιση.»
Το κύρος που είχε ο κ. Χαραλαμπίδης ως υψηλόβαθμο στέλεχος του κόμματος που κυβερνούσε την Ελλάδα, μαζί με την όντως έντονη παρουσία της ομάδας των «Ιταλών» στο εσωκομματικό σκηνικό, επέτρεψε τη γρήγορη γνωστοποίηση των θέσεών τους. Αντίστοιχη δράση μικρών ομάδων, που πολύ πιθανόν να είχαν πλουσιότερες θεωρητικές προσεγγίσεις, έμειναν στο περιθώριο εξαιτίας της έλλειψης του κύρους που προκαλούσε η εξουσιαστική ιδιότητα.
Φυσικά, με βάση το νόμο της διαλεκτικής υπήρχαν και θετικές επιπτώσεις από τη δράση της Ομάδας. Οι προσπάθειες για αναζήτηση της αλήθειας για τα γεγονότα της γενοκτονίας έγιναν εντονότερες από ερευνητές, αλλά και από τις ποντιακές οργανώσεις. Η διεκδίκηση της αναγνώρισης απέκτησε μεγάλη δυναμική. Η κομματική θέση του κ. Χαραλαμπίδη συνέβαλε στο να γίνει αποδεκτό το αίτημα της αναγνώρισης. Όμως, καμιά ελπίδα δεν θα είχαν οι προσπάθειες αναγνώρισης χωρίς την ύπαρξη μιας οργανωμένης ομάδας Ποντίων βουλευτών, που λειτούργησε ως ποντιακό λόμπι εντός του κοινοβουλίου και δεν ελέγχονταν από την Ομάδα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι από την ιδεολογική σύλληψη της Ομάδας απουσίαζαν αρχικά πλήρως τα στοιχεία που σχετιζόταν με το νεοπροσφυγικό πρόβλημα, τους Πόντιους της Σοβιετικής Ένωσης και τα ανθρώπινα δικαιώματα που τους είχε στερήσει ο ολοκληρωτισμός, τις σταλινικές διώξεις, την εκτόπιση των πληθυσμών στην Κεντρική Ασία.
Η γενοκτονία ως πολιτικό αίτημα
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η θεωρητική προσέγγιση των τραγικών γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού. Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Η αποκοπή αυτή των Ποντίων από τους υπόλοιπους προσφυγικούς πληθυσμούς πρέπει να υπήρξε αρχική αξιωματική θέση του κ. Χαραλαμπίδη, η οποία επιβλήθηκε στη συνέχεια και έγινε απόλυτος νόμος. Δεν είναι τυχαίο ότι στο καταστατικό του Κεπομέ δεν υπάρχει πουθενά ο όρος «Έλληνες του Πόντου», αλλά μόνο ο όρος «λαός του Πόντου». Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό του ΄22 -που αποτελούσαν το φυσικό τους κοινωνικό χώρο- θα ιδεολογικοποιηθεί με τη χρήση τουρκικών επιχειρημάτων. Ο κ. Χαραλαμπίδης, προσπαθώντας να καθοδηγήσει την ΠΟΕ είπε: «Όσον αφορά τη σύνδεση της γενοκτονίας των Ποντίων με τη μικρασιατική πιστεύω ότι είναι έγκλημα η σύνδεσή της. Ελληνικός στρατός δεν υπήρχε στον Πόντο.» (εφημ. «Εύξεινος Πόντος», Οκτώβριος ‘03). Δηλαδή, η ύπαρξη ελληνικού στρατού στην Ιωνία την περίοδο ’19-’22, νομιμοποιούσε τους Τούρκους να διαπράξουν τη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού την περίοδο ’16-’23. Αντίστοιχες θέσεις εξέφρασε σε διάφορες εκδηλώσεις και ο κ. Φωτιάδης, ενώ αποκορύφωμα της κυνικής αποδοχής της γενοκτονίας στην υπόλοιπη Μικρά Ασία, υπήρξαν οι ομιλίες των στελεχών της Ομάδας στο ιδρυτικό συνέδριο της ΠΟΕ.
Το γεγονός αυτό είχε πολλαπλές συνέπειες για τις πολιτικές δυνατότητες του ελληνισμού να πετύχει την αναγνώριση της γενοκτονίας. Καταρχάς μείωνε τη δυναμική του αιτήματος. Μετέτρεπε ένα μέρος ενός έθνους σε ιδιαίτερο έθνος, εφόσον η διεκδίκηση για αναγνώριση γενοκτονίας αφορά μόνο ολόκληρα έθνη (Αρμένιοι, Εβραίοι, Τσιγγάνοι, Ασσυροχαλδαίοι, Αμπορίτζιναλς, ιθαγενείς Αμερικής κ.ά.) Από την άλλη, παραμόρφωνε την πραγματική Ιστορία και καλλιεργούσε μια πλαστή εικόνα για το πρόσφατο παρελθόν στον ποντιακό πληθυσμό. Γιατί η γενοκτονία, που πρωτοαποφασίστηκε από τους Τούρκους εθνικιστές το 1911 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη αφορούσε όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας και υλοποιήθηκε εις βάρος όλων των χριστιανικών ομάδων (Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυροχαλδαίων). Η γενοκτονία των Ελλήνων πήρε διάφορες κατά τόπους μορφές. Σκληρή εθνική εκκαθάριση θα γίνει στον Πόντο και στην Ιωνία. Έντονες διώξεις θα ασκηθούν στην Ανατολική Θράκη, τη Βιθυνία κ.ά. Μειωμένη θα είναι η ένταση των διωγμών στην Καππαδοκία. Σε καμιά όμως περίπτωση η γενοκτονία δεν θα περιοριστεί μόνο στο χώρο του Πόντου (κυρίως του Δυτικού). Εξάλλου, οι Τούρκοι εθνικιστές δεν εκκαθάριζαν τους Πόντιους (άγνωστος όρος τότε) αλλά τους Ρωμιούς, δηλαδή τους Έλληνες χριστιανούς. Στο σύνολο του μικρασιατικού (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Πισιδία κ.ά.) ελληνισμού των 2-2.5 εκατομμυρίων ατόμων, ο ελάχιστος αριθμός θυμάτων είναι 800.000.
Μοναδική πρωτοτυπία ήταν και παραμένει το γεγονός ότι μια τοπική ομάδα διεκδικεί την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη, εκτός των ορίων του έθνους που ανήκει. Το πιθανότερο όμως είναι ότι αυτή έξοδος από τα όρια του έθνους υπήρξε και στόχευση της Ομάδας. Θα υπάρξουν κατά καιρούς αναφορές σε «Πόντιους» και «Έλληνες» ως ξεχωριστές οντότητες. Οι προσεγγίσεις της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη, θύμιζαν κάπως τις αντίστοιχες προσεγγίσεις των Νεοκυπρίων.
Όλα αυτά οδηγούν στην υπόθεση ότι το αίτημα για την αναγνώριση της γενοκτονίας χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ως μέσον πειθαναγκασμού για να επιτευχθεί η οργανωτική υποταγή του ποντιακού χώρου και να ευοδωθεί η προσωπική πολιτική καριέρα, παρά ως αντικειμενικός στόχος, ο οποίος θα έπρεπε να οργανωθεί με τρόπο που θα διασφάλιζε τη σχετική του επιτυχία. Η παραπάνω εκτίμηση επιβεβαιώθηκε πολλές φορές από κείμενα και δημοσιεύματα της Ομάδας. Η αποκαλυπτικότερη όμως δημοσίευση ήρθε στο πρωτοσέλιδο («19 Μάη-8 Μάρτη») του κομματικού δημοσιογραφικού οργάνου της Ομάδας πριν από τις τελευταίες ευρωεκλογές όπου η επιτυχία του κ. Χαραλαμπίδη και του κόμματός του (Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση) στις ευρωεκλογές (8 Μαρτίου) παρουσιαζόταν ως δικαίωση του αγώνα για την αναγνώριση της γενοκτονίας. Και όταν ο ποντιακός λαός -όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες- απέρριψε με την ψήφο του την πρόταση της Ομάδας, έγινε στόχος ακραίων μειωτικών σχολίων («Πόντιοι των ανεκδότων», κ.ά.)

Το αίτημα για αναγνώριση ως μέσο κυριαρχίας
Πρώτος όρος για την επιτυχία του αιτήματος για διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας θα ήταν ότι, αντί να σμικρυνθεί το μέγεθος του πληθυσμού που υπέστη γενοκτονία, θα έπρεπε να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση και να αποκτήσει τη μέγιστη δυνατή δυναμική. Δηλαδή, ο πρώτος όρος θα ήταν να μιλήσουμε για τη γενοκτονία των χριστιανών και να επιχειρήσουμε να ενσωματώσουμε στο αίτημα αυτό και τους Αρμένιους, οι οποίοι υπήρξαν πολύ επιτυχημένοι στην τεκμηρίωση και την προβολή της ιστορικής τους εμπειρίας.
Δεύτερος όρος θα ήταν να πορευτούμε στον αγώνα για τη διεθνοποίηση και την αναγνώριση της γενοκτονίας ως Έλληνες της καθ΄ ημάς Ανατολής, όπως είναι φυσικό. Μόνο μέσα στις ελλαδικές μας κοινότητες είχε έννοια να θρηνούμε την δική μας ιδιαίτερη μοίρα ξεχωριστά, η οποία έτσι και αλλιώς ήταν διαφορετική, στη Σαμψούντα, στην Πάφρα, στη Σάντα, στην Τραπεζούντα ή στο Καρς. Γιατί η μοίρα του Δυτικού Πόντου, με το ένοπλο αντάρτικο κίνημα και τη συνεργασία με το ρωσικό στρατό κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν πολύ κοντύτερα -όσον αφορά την ένταση των διωγμών από τον τουρκικό εθνικισμό- σ’ αυτήν της Ιωνίας, απ’ ότι με την περιοχή Τραπεζούντας ή, ακόμα περισσότερο, του Καρς.
Η υπόθεση ότι το αίτημα της γενοκτονίας υπήρξε τεχνικό μέσο για την εμπέδωση οργανωτικής κυριαρχίας, τεκμαίρεται και από άλλα γεγονότα:
Η ανάθεση από τη Βουλή των Ελλήνων της συγγραφής του βιβλίου για την τεκμηρίωση της γενοκτονίας στον κ. Φωτιάδη -αν. καθηγητή τότε σε παιδαγωγικό τμήμα της Φλώρινας- και στον κ. Χαραλαμπίδη -που ουδεμία σχέση είχε με την Ιστορία, πλην του του γεγονότος ότι ήταν μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του Πασόκ- και όλα αυτά υπό την την κάλυψη του Κεπομέ– ήταν μάλλον γεγονός που προέκυψε από τις ενδοκομματικές ανταλλαγές και εξυπηρετήσεις λόγω της ιδιαίτερα υψηλής κομματικής θέσης που κατείχε ο κ. Χαραλαμπίδης. Εάν κάποιος ήθελε ειλικρινά, εκείνη τη στιγμή, να δημιουργηθεί ένα σοβαρό έργο που θα πρόβαλε παντού τη γενοκτονία:
α) θα έφτιαχνε την καλύτερη επιστημονική ομάδα,
β) θα ανέθετε το συντονισμό της στο μεγαλύτερης διεθνούς φήμης καθηγητή που διέθετε
γ) θα προσπαθούσε μέσα στα χρονικά όρια που όριζε η ανάθεση του έργου να κινηθεί για να κερδίσει χρόνο και ευκαιρίες.
Ο μόνος διεθνούς εμβέλειας Πόντιος ιστορικός που υπήρχε τότε ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης -καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης- που είχε μελετήσει και δημοσιεύσει τα γερμανοαυστριακά αρχεία από το ‘58. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε, για άλλη μια φορά, το ανάποδο. Αγνοήθηκε και ο Ενεπεκίδης και όλοι οι υπόλοιποι πρωτοβάθμιοι Πόντιοι καθηγητές, καθώς και οι άλλοι ερευνητές των σχετικών αρχείων, που θα έδιναν το μέγιστο κύρος στο έργο. Και η παραβίαση της λογικής και του ορθολογισμού -βλέποντάς το φυσικά από ποντιακή σκοπιά, και όχι από τη σκοπιά των προσωπικών συμφερόντων των ηγετών της Ομάδας- δεν έμεινε εκεί.
(H ανάθεση στους Χαραλαμπίδη, Φωτιάδη, Κεπομέ)
Το έργο παραδόθηκε αρκετά χρόνια μετά τις προϋποθέσεις που έθετε η ανάθεση. Δηλαδή, υπήρξαν -αναιτίως σύμφωνα με την εκτίμησή μου- χαμένα χρόνια για την επίσημη καταγραφή και τη διεθνή προβολή της γενοκτονίας. Η μεθόδευση αυτή για την εξυπηρέτηση των προσωπικών και οργανωτικών στόχων των μελών της Ομάδας, προκάλεσε μεγάλη βλάβη στο ποντιακό κίνημα.
Οι ηγέτες της Ομάδας συνήθως απουσίαζαν από τη διαδικασία συνεχούς και συστηματικής προβολής του γεγονότος της γενοκτονίας από τα κεντρικά Μέσα (εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση). Αρκούνταν στον περιορισμό της δράσης τους κυρίως στο πλαίσιο του οργανωμένου ποντιακού χώρου. Και όχι μόνο απουσίαζαν, αλλά και προσπαθούσαν να υπονομεύσουν κάθε άλλη παρουσία που θεωρούσαν ότι δεν εξυπηρετεί τα σχέδιά τους. Έτσι, λόγω της συνεργασίας της Ομάδας με τον «Ιό της Κυριακής» σταμάτησε υπερδεκαετής συνεργασία με την Ελευθεροτυπία, η οποία μέχρι τότε απέδιδε επτά σελίδες ετησίως για τον Πόντο.
Η αφωνία της Ομάδας σε κεντρικό επίπεδο θα κορυφωθεί το 2001 με τη δημόσια αποδοχή (με τη σιωπή τους) της θέσης τριών ερευνητών του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Ανεστίδης, Πετροπούλου, Κουρουπού) ότι τα γεγονότα που έγιναν στη Μικρά Ασία και στον Πόντο δε συνιστούν γενοκτονία. Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε σε δισέλιδο αφιέρωμα στην Αυγή. Αντίστοιχα κείμενα εκείνο τον καιρό είχαν δει το φως της δημοσιότητας σε διάφορα κεντρικά έντυπα. Τέτοιες προσπάθειες σποραδικά -έμμεση και άμεση αμφισβήτηση της γενοκτονίας – θα εμφανιστούν και άλλες στη συνέχεια. Η αντίκρουση των προσπαθειών αυτών, όπως και όσων αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο, θα γίνει μόνο από Πόντιους ιστορικούς που βρίσκονταν στον ιδεολογικό και οργανωτικό αντίποδα της Ομάδας. Στους ηγέτες της Ομάδας, που καμιά αντίδραση δεν πρόβαλαν, αρκούσε μόνο ο αγώνας για την κυριαρχία επί του ποντιακού χώρου!
Η αδιαφορία -ή η ανικανότητα- για ουσιαστική παρέμβαση σε κεντρικό ιδεολογικό επίπεδο, θα εκφραστεί και με τις περιπτώσεις ιστορικής αναθεώρησης που προσπάθησαν διάφοροι εντός του ελλαδικού χώρου, όπως π.χ. ο πρώην δήμαρχος Ηρακλείου Καρέλλης και ο βουλευτής Πάτρας Νικολόπουλος. Ο πρώτος επιχείρησε την αποκατάσταση του Αριστείδη Στεργιάδη, αρμοστή Σμύρνης και κακού δαίμονα του ελληνισμού της Ανατολής. Ο δεύτερος προσπάθησε να αποκαταστήσει τον πρωθυπουργό της ήττας του ’22 Δημήτριο Γούναρη, που εκτελέστηκε ως ένας από τους υπαίτιους της Καταστροφής μετά την Δίκη των Εξ. Ο Γούναρης υπήρξε συνεργός στην ύστατη πράξη της γενοκτονίας, όταν παρέδωσε συνειδητά το χριστιανικό πληθυσμό της Σμύρνης (Έλληνες και Αρμένιους) στις κεμαλικές ορδές.
Την ίδια γραμμή αδιαφορίας και συγκάλυψης για όσους συνέβαλαν στην Καταστροφή του ελληνισμού της καθ΄ ημάς Ανατολής, ακολούθησαν οι ηγέτες της Ομάδας όταν κάποιοι φίλοι τους εντός του ποντιακού χώρου παρουσίασαν ως «εθνάρχη» και τίμησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Να σημειωθεί ότι ο «εθνάρχης» βαρύνεται με την εγκατάλειψη του Ποντιακού Ζητήματος την κρίσιμη εποχή και τη μετάθεσή του στο πλαίσιο του Αρμενικού, καθώς και με πολλά άλλα που σχετίζονται με την αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα και την εγκατάλειψη των Ποντίων της Σοβιετικής Ένωσης. Και επί πλέον, υπήρξε αυτός που εκχώρησε τις περιουσίες των Ελλήνων της Ανατολής στο τουρκικό κράτος, θεμελίωσε την ελληνοτουρκική φιλία και συνεργασία και συμβολικά την εξέφρασε προτείνοντας τον Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ» για Νόμπελ Ειρήνης.
Οι προσπάθειες για τη διεθνοποίηση του γεγονότος της γενοκτονίας που κατέβαλαν, περιορίστηκαν στις προσπάθειες μιας εξωποντιακής μη κυβερνητικής οργάνωσης (Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών) με την οποία διατηρούσε προνομιακές σχέσεις ο κ. Χαραλαμπίδης. Ακόμα και ο ελεγχόμενος από την Ομάδα οργανωμένος ποντιακός χώρος αντιμετωπίστηκε ως ο φτωχός συγγενής. Και όταν λίγο αργότερα οι ποντιακές ομοσπονδίες όλου του κόσμου (πλην της Ευρώπης και της τότε φιλοχαραλαμπιδικής ΟΠΣΝΕ) προσπάθησαν να κινήσουν τις διαδικασίες διεθνοποίησης, αντιμετώπισαν ύβρεις και συκοφαντίες σαν να ήταν ιδιοκτήτες και μοναδικοί υπεύθυνοι του αιτήματος για αναγνώριση της γενοκτονίας οι κ.κ. Χαραλαμπίδης και Φωτιάδης και η συγκεκριμένη εξωποντιακή οργάνωση. Αντί να εκφράσουν την ικανοποίησή τους, που επιτέλους το μεγαλύτερο μέρος των δευτεροβαθμίων ποντιακών οργάνων σ’ όλο τον κόσμο άρχισαν να αγωνίζονται για τη διεθνή αναγνώριση και να τους βοηθήσουν σ’ αυτό, λειτούργησαν σαν κάποιος να τους έπαιρνε το «ψωμί από το στόμα».
Ο οπορτουνισμός και η υποκρισία της Ομάδας στο ζήτημα της γενοκτονίας θα αποκαλυφθεί και με τη στάση που θα κρατήσει απέναντι στην ομάδα απ’ το Βερολίνο που προωθεί την αναγνώριση της γενοκτονίας και έχει ως γραμμή την προβολή της ενιαίας γενοκτονίας των Ελλήνων (με την παραδοχή, φυσικά, των διαφόρων υποπεριπτώσεων). Θέλοντας να ασκεί τον πολιτικό έλεγχο αποδέχεται πλήρως στο βερολινέζικο χώρο τη γραμμή αυτή, τη στιγμή που στην Ελλάδα καταγγέλλει την αντίστοιχη αντίληψη.
Η αδιαφορία για την προώθηση του αιτήματος διεθνούς αναγνώρισης θα εκφραστεί και μέσα από τη δράση εκπροσώπων της Ομάδας στην Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδας (ΠΟΕ). Ενώ ήλεγχε απολύτως την Επιτροπή Γενοκτονίας, δεν έκανε το παραμικρό για να προβάλλει ουσιαστικά τη γενοκτονία κατά τη στιγμή που η Τουρκία γινόταν υποψήφιο προς ένταξη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό τη στιγμή που οι υπεύθυνοι της Επιτροπής ακολουθούσαν τη γραμμή αποκλεισμού ατόμων από τις διαδικασίες, μόνο και μόνο να μην υπάρχει μια διαφορετική άποψη. Η Ομάδα, μέσω του ελέγχου που ασκούσε και ασκεί στην Επιτροπή Γενοκτονίας της ΠΟΕ, χρεώνεται πλήρως την ποντιακή απραξία. Οι ευθύνες της γίνονται ακόμα μεγαλύτερες εάν ληφθεί υπόψη ότι ενόψει των ευρωτουρκικών εξελίξεων είχε κατατεθεί από το σύμβουλο κ. Γ. Γεωργιάδη σύνολο προτάσεων που προέβλεπαν: συνέδριο στις Βρυξέλλες μαζί με τις άλλες χριστιανικές κοινότητες που υπέστησαν γενοκτονία (Αρμένιοι, Ασσυροχαλδαίοι κ.ά.), πανευρωπαϊκό σποτ για τις γενοκτονίες που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός κατά των λαών της Ανατολής, συνεντεύξεις Τύπου και, τέλος, πορεία στο Ευρωκοινοβούλιο κατά τις διαδικασίες υπογραφής της συμφωνίας έναρξης προενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η υπονόμευση αυτών των προτάσεων, που ήταν απολύτως ρεαλιστικές, στέρησε από τον ποντιακό χώρο μια μεγάλη ευκαιρία προβολής των διεκδικήσεών του, αλλά και των ιστορικών γεγονότων.
Η "Ρωμανία"
Το μοναδικό αίτημα, που επεξεργάστηκε η Ομάδα και υπάγεται ολοκληρωτικά στην ιδεολογική και οργανωτική της αντίληψη, είναι το αίτημα για τη δημιουργία μιας νέας πόλης με το όνομα Ρωμανία. Το αίτημα αυτό εκφράστηκε δημόσια την περίοδο 1994 και έλαβε και οργανωτική μορφή με τη δημιουργία μιας ομώνυμης αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας. Σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπίδη, ο οποίος θεωρείται εμπνευστής της ιδέας, η ίδρυση της Ρωμανίας «…είναι μόνο η αρχή.» Θεωρούσε ότι ξεκινά μια «νέα ελληνική παλιγγενεσία που έχει ανάγκη ο ελληνισμός…» Η νέα αυτή πόλη θα ήταν η πατρίδα των Ποντίων μετά το ΄22 γιατί «…οι
Πόντιοι δεν είχαν τόπο και έψαχναν να τον βρουν και τον βρήκαν στους πρόποδες του Ίσμαρου…» Θα ήταν το «ανθεί και φέρει και άλλο», δηλαδή η μοναδική πράξη ιστορικής επιβεβαίωσης των Ποντίων από την εποχή της Καταστροφής. Με βάση την αντίληψη του εμπνευστή η Ρωμανία θα ήταν τα πάντα: «Η νέα αυτή πόλη είναι η αναζήτηση της χαμένης αυτοπροσωπίας και αυτοσυνειδησίας μας, είναι η ανάκτηση της έννοιας της πόλης ως πολεοδομική αστική αισθητική.» Φυσικά το άμεσο ιστορικό πλαίσιο και η κοινωνική ομάδα στην οποία απευθυνόταν πρωτίστως η πρόταση ήταν οι νέοι Πόντιοι πρόσφυγες (οι μετά το 1994) από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Την αποκατάσταση αυτών ικανοποιούσε πρακτικά, σύμφωνα πάντα με τα κείμενα του εμπνευστή, η ίδρυση της Ρωμανίας. Εξάλλου, για το στόχο αυτό, δηλαδή την αποκατάσταση των νεοπροσφύγων, υπέγραψαν οι βουλευτές του κοινοβουλίου.
Το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι ηγέτες της Ομάδας εκπόνησαν το σχέδιο για τη Ρωμανία, χαρακτηριζόταν κυρίως από την έξαρση του νεοπροσφυγικού προβλήματος, ως απόρροια των εθνοτικών συγκρούσεων στον Καύκασο. Ήδη (’92-’93), η ανθούσα ελληνική κοινότητα της Αμπχαζίας (Καύκασος, Γεωργία) είχε καταστραφεί λόγω του πολέμου. Θρήνησε επί πλέον και πολλούς νεκρούς κατά την πολεμική αντιπαράθεση Γεωργιανών και Αμπχαζίων. Σε όλη την έκταση της παλιάς Σοβιετικής Ένωσης θα υπάρξουν μικρές και μεγάλες εστίες εντάσεων, που θα προκαλέσουν κύματα εξόδου του ελληνικού πληθυσμού. Δεκάδες χιλιάδες θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα, κάτω από άθλιες συνθήκες σε έναν άξενο τόπο και θα υφίστανται τις συνέπειες της διαχείρισης που θα ασκήσει ένα ημιμαθές και διεφθαρμένο κράτος. Αίτημα εκείνη την εποχή ήταν: η μέγιστη δυνατή ενημέρωση της κοινής γνώμης, ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια κοινωνικής αποδοχής προς τους νέους πρόσφυγες και η άσκηση πολιτικής πίεσης προς τον κρατικό μηχανισμό για την μεγιστοποίηση της απόδοσής του και την ανακούφιση των Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Την κρίσιμη αυτή στιγμή, το αίτημα για αποκατάσταση των νέων προσφύγων σε μια νέα πόλη, που θα ιδρυόταν στο μέλλον, λειτούργησε αποπροσανατολιστικά. Η μικρή δυναμική του οργανωμένου ποντιακού χώρου θα διοχετευτεί, την πρώτη περίοδο, στην προώθηση του αιτήματος. Λειτούργησε επίσης απενοχοποιητικά για τους παλιούς Πόντιους του ΄22 ή του ΄39, εφόσον στήριζαν το αίτημα και κατέθεταν τον οβολό τους στον ειδικό λογαριασμό του Κεπομέ. Όλοι θεωρούσαν ότι με τη στήριξη του αιτήματος για τη δημιουργία της Ρωμανίας, έκαναν το χρέος απέναντι στους νεοπρόσφυγες «Πόντιους αδελφούς».
Η κριτική στο εγχείρημα έγινε από πολλές πλευρές και άγγιζε ένα σύνολο θεμάτων. Από το πόσο ρεαλιστικό και δόκιμο στην ιστορία της δημιουργίας πόλεων είναι να ιδρυθεί μια πόλη μόνο με βάση την επιθυμία μιας μικρής ομάδας προσώπων -χωρίς να είναι γνωστή η οικονομική, κυρίως, αναγκαιότητα για κάτι τέτοιο- μέχρι το αν ήταν επιτρεπτό να χρησιμοποιηθεί το όνομα Ρωμανία. Κάποιοι θεωρούσαν ότι δεν θα έπρεπε το όνομα μιας αυτοκρατορίας να χρησιμοποιηθεί από έναν οικισμό (κριτική π. Γεωργίου Μεταλληνού), κάποιοι άλλοι θεωρούσαν ότι στη σύγχρονη εποχή ο όρος Ρωμανία είχε χάσει τη μεσαιωνική της σημασία και παρέπεμπε περισσότερο στη Ρουμανία (Romania), κάποιοι βυζαντινολόγοι υποστήριζαν ότι ο όρος Ρωμανία εισήλθε στη λαϊκή γλώσσα από τους Λατίνους, όταν δημιούργησαν μετά την Άλωση του 1204 το λατινικό κράτος της Κωνσταντινούπολης, κάποιοι εσωποντιακοί ανταγωνιστές της Ομάδας, θεωρούσαν ότι η Ρωμανία θα εξελιχθεί σε «ποντιακή Ντίσνεϊλαντ».
Έτσι και αλλιώς, η θεωρητική προσέγγιση των κ.κ. Χαραλαμπίδη και Φωτιάδη για τη δημιουργία της Ρωμανίας ήταν άκρως προβληματική.
Κατ’ αρχάς, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματικό μέσο επίλυσης του νεοπροσφυγικού προβλήματος, με το δεδομένο ότι το αίτημα άρχισε να συζητιέται δημοσίως από το ’93-’94, ενώ από το ’89 δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκονταν στο δρόμο της προσφυγιάς. Η επεξεργασία πολιτικών για αποκατάσταση των νεοπροσφύγων δεν ήταν θεωρητικό ζήτημα, αλλά άμεση υπόθεση επιβίωσης και ζωής.
Από την άλλη, αποκρύπτονταν το ιστορικό γεγονός ότι στην Ελλάδα υπήρχαν ήδη εκατοντάδες Ρωμανίες, ενώ οι Πόντιοι πρόσφυγες είχαν δημιουργήσει εδώ και πολλές δεκαετίες εκκλησίες αφιερωμένες στον Άγιο Ευγένιο. Ότι πραγματική, χτισμένη και επανδρωμένη, Ρωμανία ήταν κάθε χωριό, συνοικία ή πόλη πού ίδρυσαν οι πρόσφυγες του ’22 (Πόντιοι, Ίωνες, Καππαδόκες), καθώς και οι πρόσφυγες του ’39, του ’65 και του ΄75 από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Ότι, Ρωμανίες ήταν: η Νέα Τραπεζούντα, η Νέα Σαμψούντα, η (νέα) Πάφρα, η (νέα) Αργυρούπολη (στην Αττική, στο Κιλκίς, στη Δράμα), η Ανατολή (Γιάννενα), το Θρυλόριο (Κομοτηνή), η Γκοριτσά και η Φούσα (Ασπρόπυργος), το Κιλκίς, η Κατερίνη, η Καλαμαριά, η Νέα Ιωνία (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Αθήνα, Κόρινθος), το Μενίδι, οι δεκάδες Συνοικισμοί, που ακόμα επιζούν σ’ όλες τις παλαιοελλαδικές πόλεις και τόσα άλλα χωριά και πόλεις της Ελλάδας.
Θεωρούσαν, μέσω των γραπτών τους προσεγγίσεων, ότι η Ελλάδα δεν ήταν έθνος-κράτος που εκπροσωπούσε τους Πόντιους. Γι’ αυτό θα έπρεπε να δημιουργηθεί το πρώτο ελεύθερο ποντιακό έδαφος, δηλαδή η Ρωμανία, εφόσον «οι Πόντιοι δεν είχαν τόπο και έψαχναν να τον βρουν…» Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται ως το «δικό μας έθνος-κράτος», αλλά ως εχθρικό πολιτειακό περιβάλλον, όπου ακόμα και η δικαιοσύνη της, σε σχέση με τους Πόντιους, θεωρείται αντίστοιχη της οθωμανικής. Η προσέγγιση αυτή είχε πολλαπλές αρνητικές συνέπειες. Καταρχάς καλλιεργούσε αλυτρωτικές και ρεβανσιστικές τάσεις, οι οποίες όμως καθόλου δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική εποχή (και όχι στην virtual reality, που δημιουργούσε η Ομάδα). Από την άλλη εγκατέλειπε το μέχρι τότε προσανατολισμό των Ποντίων της Ελλάδας για αναβάθμιση μέσα στα υπάρχοντα όρια του ελληνικού έθνους-κράτους και διεκδίκηση της θέσης που τους ανήκε, ισάξια με τους Πελοποννήσιους, τους Κρητικούς ή τους Μακεδόνες.
Κατά συνέπεια, με αυτές τις προσεγγίσεις ο δρόμος που ανοιγόταν για τους Πόντιους ήταν η επιστροφή στο γενέθλιο χώρο και ένας αλυτρωτισμός, που αντικειμενικά θα οδηγούσε τους Πόντιους στο δρόμο των Αρμενίων και σε πολιτικές συμμαχίες με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιοχής. Η σχέση της Ομάδας με το κουρδικό κίνημα του Αμπντουλάχ Οτσαλάν θα πάρει και μορφές πολιτικής συνεργασίας των Ποντίων. Η Ομάδα εξάλλου, αυτονομιμοποιούνταν να εκπροσωπεί τους Πόντιους, εφόσον θεωρούσε ότι αυτή μόνο εκφράζει τον ποντιακό λαό και αποτελεί την «φωτισμένη του πρωτοπορεία». Το βάθος της συνεργασίας τους με τους Κούρδους, η εμπλοκή του ποντιακού χώρου που επιχείρησαν, καθώς και οι υποσχέσεις βοήθειας που τους έδωσαν, χρήζουν ιδιαίτερης έρευνας, ώστε να ξεκαθαριστεί πλήρως το τοπίο που είναι γεμάτο με πράκτορες, υπόγειες μεθοδεύσεις, ανήθικες αντιπροσωπεύσεις. Το οπισθόφυλλο ενός περιοδικού εκείνης της εποχής που επιμελούνταν ο νυν επίσημος εκδότης της Ομάδας και παρίστανε δεξιά και αριστερά της Παναγίας Σουμελά, τον Πόντιο και τον Κούρδο αντάρτη είναι αποκαλυπτικές του συγκεκριμένου κλίματος. Σχεδόν μέχρι σήμερα στον Τύπο της Ομάδας θα υπάρχουν δημοσιεύματα, ακόμα και πρωτοσέλιδα, για «αντάρτικο στον Πόντο», ερμηνεύοντας τη δράση αριστερίστικών οργανώσεων κατά το δοκούν. Η προσέγγιση αυτή έχει ήδη μετατραπεί σε μια απίστευτη προβοκάτσια με κύρια θύματα τους ελληνόφωνους της βόρειας Τουρκίας.
Η ένταξη των Ποντίων στο πολιτικό σχέδιο της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη -που αποσκοπούσε σε μια πλήρη πολιτική αλλαγή και στην ίδια την Ελλάδα (με τη δημιουργία άλλων «δύο ή τριών» πόλεων, ανταγωνιστικών με το κέντρο), η οποία θεωριόταν ως «νέα παλιγγενεσία»- μετέτρεπε μια πολύμορφη κοινωνική ομάδα σε πολιτικό υποκείμενο. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός ιστορικά ήταν πρωτοφανής. Στην ιστορία ούτε καν τάξεις ομοιογενείς μπόρεσαν να παίξουν με συνέπεια το ρόλο του κοινωνικού ανατροπέα.
Η πολιτική αυτή της Ομάδας έθισε μεγάλα τμήματα του ποντιακού λαού στην εύκολη αποδοχή του παράλογου. Το να θεωρούν το εξωπραγματικό και το ανέφικτο, ως υπαρκτό και υλοποιήσιμο, θα αποτελέσει στοιχείο της ποντιακής συμπεριφοράς στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Για παράδειγμα, μια πρόταση του κ. Χαραλαμπίδη που κατατέθηκε δημόσια σε συνέντευξη το ’94, για πραγματοποίηση εκλογών (εκείνη την εποχή) στη Ρωμανία, η οποία μόνο ως σκέψη υπήρχε, με βάση τη λίστα των υποψήφιων οικιστών, ώστε να εκλεγούν τα αυτοδιοικητικά όργανα δεν βρήκε κανένα αντίλογο. Ίσως, η πρόταση να παρέπεμπε ιστορικά στην Εθνοσυνέλευση του Πόντου που είχε δημιουργηθεί στο Βατούμι εβδομηνταπέντε χρόνια πριν. Μόνο που το 1994, πόρρω απείχε από το 1919.
Το πιθανό επιχείρημα δημιουργίας ενός αντιτουρκικού πόλου στη Θράκη, ως αντιστάθμισμα της επιρροής που ασκούσε το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής στη μουσουλμανική μειονότητα, δεν είχε αντίκρυσμα με την έννοια ότι το ίδιο το κόμμα των ιδρυτών της Ομάδας είχε εκπονήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 το πρόγραμμα εγκατάστασης Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση στην Ξάνθη και στην Κομοτηνή. Κατά συνέπεια τίποτα καινούργιο και στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν κόμιζε η πρόταση για την ίδρυση της Ρωμανίας.
Ενδιαφέρον έχει επίσης και η πορεία της Αστικής Αναπτυξιακής μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Ρωμανία», στην οποία επίσημος πρόεδρος ήταν ο κ. Χαραλαμπίδης. Τα ιδρυτικά μέλη της ήταν φυσικά πρόσωπα. Όμως το ’96 θα εισέλθει και ένα δευτεροβάθμιο, η ΟΠΣΝΕ, την διοίκηση της οποίας είχαν καταλάβει από το Νοέμβριο του ’95 οι φίλοι της Ομάδας. Θα ακολουθηθεί μια πορεία προβολής του αιτήματος και εισροής κονδυλίων, είτε από κρατικούς φορείς, είτε από ιδιώτες. Η λειτουργία της Εταιρείας θα έχει έναν τελείως προεδροκεντρικό χαρακτήρα. Κάποιοι ρόλοι θα είναι εικονικοί. Για παράδειγμα, ο ταμίας της Εταιρείας μόνο τις εισροές από τους κρατικούς φορείς διαχειρίστηκε. Ποτέ δεν έλαβε γνώση της κίνησης του λογαριασμού στην Αγροτική Τράπεζα, όπου οι πολίτες κατέθεταν τις εισφορές τους, για τη Ρωμανία ή τον Άγιο Ευγένιο. Η Εταιρεία θα διαλυθεί κάποια χρόνια αργότερα εν κρυπτώ. Τα μέλη του Δ.Σ. της ΟΠΣΝΕ θα πληροφορηθούν παρεπιπτόντως τη διάλυση του φορέα, στον οποίο συμμετείχαν ως ιδρυτικά μέλη. Η διάλυση έγινε χωρίς να κληθούν να αποφασίσουν οι Εταίροι. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι διάλυσαν την Εταιρεία, χωρίς αυτή να έχει ολοκληρώσει τους σκοπούς της και, πάνω απ’ όλα, χωρίς να αποδόσει στον ποντιακό λαό -και φυσικά στα μέλη της- ένα στοιχειώδη οικονομικό απολογισμό.
(Η μνήμη του Αγίου Ευγενίου, πολιούχου της Τραπεζούντας, ενέπνευσε διάφορες ομάδες του πληθυσμού)
Επειδή το αίτημα για την ίδρυση της Ρωμανίας το είχα στηρίξει δημοσίως παλιότερα, ζήτησα το ’99 έναν απολογισμό με αφορμή την ίδρυση του κόμματος του κ. Χαραλαμπίδη. Στο έγγραφό μου που τους απεστάλη, αναφερόταν μεταξύ άλλων:
«…είναι εύλογη η ανησυχία μου για την πιθανότητα να υπάρχουν κοινά ταμεία μεταξύ του κόμματός σας και της «Ρωμανίας», πόσο μάλλον που ήδη άρχισαν οι φήμες ότι τα γραφεία της «Ρωμανίας» και του ΚΕΠΟΜΕ χρησιμοποιούνται στο νέο εγχείρημα. Βεβαίως, πιστεύω ότι κανείς δε θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το ποσό, που συγκεντρώθηκε λόγω της ευαισθησίας του ελληνικού λαού για ένα ιερό σκοπό -όπως η ανέγερση του Αγίου Ευγενίου- σε κάποιον άλλο σκοπό, όσο ιερός και αν φαντάζει στα μάτια των πρωταγωνιστών. Επειδή η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι μόνο τίμια, αλλά και να φαίνεται τίμια, θα σας παρακαλούσα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος να μου κοινοποιήσετε έναν οικονομικό απολογισμό της «Ρωμανίας», από τη στιγμή που ζήτησα δημοσίως την ενίσχυσή της (21-2-1994) και να μου περιγράψετε τις μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των δύο φορέων και ειδικότερα μεταξύ των ταμείων τους.»
Η προσπάθεια αυτή για διαφάνεια, η οποία ήταν απόλυτο δημοκρατικό δικαίωμα, προκάλεσε την μήνιν του προέδρου κ. Χαραλαμπίδη. Φυσικά καμιά απάντηση δεν έλαβα. Και από τότε κανείς άλλος δεν έχει λάβει γνώση του οικονομικού απολογισμού. Η αποδοχή αυτής της συμπεριφοράς από τους Πόντιους της Ελλάδας πιθανόν να αποδεικνύει ένα προηγούμενο συμπέρασμα: Ότι δηλαδή έχουν εθιστεί στο να αποδέχονται παράλογες και παράνομες, ακόμα, συμπεριφορές.
Πόντιοι της Τουρκίας
Το πλέον ευαίσθητο θέμα του ποντιακού χώρου σήμερα είναι οι ελληνόφωνοι της Τουρκίας, και ειδικότερα οι Πόντιοι. Η δράση όλων θα κριθεί, όχι στις ιδεολογικές περιπλανήσεις και στις συναισθηματικές εκδηλώσεις των Ελλαδιτών Ποντίων, αλλά στο πεδίο δράσης των τουρκικών υπηρεσιών και των μεθοδεύσεων των Γκρίζων Λύκων.
Η Ομάδα θα χρεωθεί σε μεγάλο βαθμό την εκμετάλλευση για την εξυπηρέτηση των δικών της στόχων του φαινομένου της ύπαρξης ελληνόφωνων στη βόρεια Τουρκία, και ειδικά στην περιοχή της Τραπεζούντας. Κατ’ αρχάς, σε ιδεολογικό επίπεδο οι ελληνόφωνοι της βόρειας Τουρκίας δεν αντιμετωπίστηκαν ισότιμα με σεβασμό, αλλά ως παραπλανημένος πληθυσμός, ή στην καλύτερη περίπτωση μειονότητα, την οποία κάποιοι Ελλαδικοί θα έπρεπε να σώσουν. Έχει ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζουν οι κ.κ. Χαραλαμπίδης και Φωτιάδης τον πληθυσμό αυτό. Για τον κ. Χαραλαμπίδη είναι «εξισλαμισμένοι Πόντιοι». Ο όρος «εξισλαμισμένος» παραπέμπει περισσότερο στην πρώτη γενιά των εξωμοτών και εμπεριέχει, ως παρόν, το στοιχείο της βίας. Όμως οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι «εξισλαμισμένοι» αλλά «μουσουλμανικοί». Εξισλαμισμένοι υπήρξαν πριν από τρεις περίπου αιώνες. Στη συνέχεια εμπεδώθηκε απολύτως η νέα θρησκεία και δημιουργήθηκε μια νέα οντότητα: οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι. Τη στιγμή της τελικής ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης στον Πόντο, η οποία στην πραγματικότητα ήταν χριστιανο-ισλαμική, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι βρέθηκαν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ο κ. Φωτιάδης θεωρεί, ακόμα περισσότερο αυθαίρετα και ιδεοληπτικά, ότι οι πληθυσμοί αυτοί είναι κρυπτοχριστιανικοί.
Με βάση λοιπόν τη θεώρηση των ηγετών, η πολιτική της Ομάδας στόχευε στη διόρθωση του ιστορικού λάθους. Έτσι, ανέχτηκε, εάν δεν προώθησε κιόλας, την παρέμβαση των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών στις σχέσεις με τον πληθυσμό αυτό. Ενοχοποίησε δηλαδή τον πληθυσμό εξαρχής, στα μάτια των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών -οι οποίες εκείνο τον καιρό βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Κούρδους. Για τους Τούρκους εθνικιστές, το παρακράτος, αλλά και τις ισχυρές μυστικές υπηρεσίες της γείτονος, οι ελληνόφωνοι μετατράπηκαν σε εν δυνάμει πράκτορες της Ελλάδας. Η αδιαφορία για τη μοίρα του πληθυσμού υπήρξε απίστευτη. Η συχνή αναφορά του κομματικού τους εντύπου ότι στην περιοχή των ελληνοφώνων υπάρχει αντάρτικο (υπονοώντας, εθνοτικό, δηλαδή ποντιακό αντάρτικο) αποκαλύπτει στους Τούρκους πράκτορες τις αφελείς επιδιώξεις της Ομάδας.
Από την άλλη, με την αίγλη του δυτικού ατζέντη, προώθησε τους εκχριστιανισμούς και εν μέρει τους επέβαλε σε κάποιους από τους ελληνόφωνους νέους που κατάφερε να εξαρτήσει. Η Ομάδα -με τις διάφορες μορφές που επιβιώνει μέχρι σήμερα- κατάφερε με τον τρόπο αυτό να δρομολογήσει μια ρήξη στους κόλπους της ελληνόφωνης κοινότητας της βόρειας Τουρκίας, χωρίζοντάς την σε εκχριστιανισμένους και μουσουλμάνους. Τη χειρότερη υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει στις διαδικασίες αυτοσυνειδησίας του πληθυσμού αυτού, την πρόσφερε!
Η αδιαφορία της Ομάδας για την τύχη των ελληνοφώνων της Τουρκίας θα φανεί και στην περίπτωση του συγγραφέα Omer Asan. Όπως είναι γνωστό, ο Asan παραπέμφθηκε να δικαστεί με την κατηγορία της «διαμελιστικής προπαγάνδας» κατά του τουρκικού κράτους με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Pontos Kulturu» (Ο πολιτισμός του Πόντου). Και ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας είχε διαμηνύσει προς τους Ελλαδίτες Πόντιους να μην επιχειρήσουν να μετατρέψουν το συγκεκριμένο ζήτημα σε ελληνοτουρκικό, η Ομάδα -παραβιάζοντας κυνικά τη θέληση του Asan- άρχισε να μαζεύει «υπογραφές συμπαράστασης» κάτω από ένα κείμενο που παρουσίαζε τον υπό δίωξη συγγραφέα κάτι σαν τον Πόντιο Οτσαλάν. Η προβοκατόρικη αυτή προσπάθεια ανάγκασε τον ίδιο τον ελληνόφωνο συγγραφέα να κάνει την παρακάτω δημόσια δήλωση προς τα ελλαδικά Μέσα:
«Μετά από ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα που μεταδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2002, το βιβλίο μου «Pontos Κulturu«, απαγορεύτηκε και κατασχέθηκε. Όμως αυτή η απαγόρευση δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία που γίνεται. Αυτού του είδους οι απαγορεύσεις αν και ελαττώνονται, εξακολουθούν να υπάρχουν στη χώρα μου, την Τουρκία, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία υποψηφιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτού του είδους τα ατυχή συμβάντα είναι φυσικό να γίνονται στην Τουρκία, η οποία βαδίζοντας προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει κάνει σημαντικά βήματα προς τον εκδημοκρατισμό και προς το να καταστεί ένα κράτος δικαίου.
Παράλληλα με την απαγόρευση του βιβλίου μου ασκήθηκε δίωξη. Πιστεύω ότι μετά το τέλος της δίκης θα ξεκαθαρίσει το θέμα του βιβλίου και της ταυτότητάς μου. Επιπλέον προτίθεμαι να ασκήσω το δικαίωμά μου για ατομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Γι’ αυτό επιθυμώ να μην ανησυχούν οι φίλοι μου για μένα.
Αποτελεί ατυχία το ότι αυτό το γεγονός, καθώς και η δίκη που θα διεξαχθεί, συμπίπτει με μια περίοδο που γίνεται σημαντική πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πιστεύω ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε από προβοκάτσια των δυνάμεων που αντιτίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεπεραστεί με τη φρόνηση.
Εξάλλου το συμβάν αυτό δεν έχει καμιά πολιτική ή νομική σχέση με την Ελλάδα. Πρόκειται για κάτι που αφορά εμένα και το τουρκικό νομικό σύστημα και πιστεύω ότι θα κερδίσει αυτός που έχει δίκιο.»
Όμως η σημαντικότερη αρνητική παρέμβαση της Ομάδας στο συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξε η προσφυγή, μέσω της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, σε διεθνή όργανα για την υπέρασπιση, τάχα, των δικαιωμάτων τους παρουσιάζοντάς τους σα μια καταπιεσμένη μειονότητα. Η προσφυγή έγινε ερήμην τους, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη τους. Δεν είναι αμελητέα η συμβολή της Ομάδας στην εμφάνιση ενός έντονα επιθετικού τουρκικού εθνικιστικού ρεύματος, που στοχεύει και τρομοκρατεί τους ελληνόφωνους.
Αυτό που συμβαίνει το περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο ο Vahit Tursun:
«…οι κρατικές δυνάμεις υποστηρίζουν τις παρανοϊκές σπερμολογίες των ρατσιστών στην περιοχή και ψάχνουν γι’ αντάρτες, μέλη παράνομων ανταρτικών οργανώσεων του ελληνόφωνου πληθυσμού…. Πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλ’ αυτά βοηθάνε και διάφοροι Πόντιοι, επίσης ρατσιστές που ζουν εδώ στην Ελλάδα και που στον δικό τους Τύπο δημοσιεύουν επίσης ανύπαρκτα γεγονότα, που τάχα γινόντουσαν στον Πόντο, με το σκοπό να εντοπίσουν κρυπτοχριστιανούς στην περιοχή. Δηλαδή, οι ρατσιστές των δυο πλευρών κατά κάποιον τρόπο αλληλοβοηθούνται.»
Εν κατακλείδι
Οι επιπτώσεις της πολιτικής της Ομάδας Χαραλαμπίδη-Φωτιάδη υπήρξαν καταλυτικές για την ανάπτυξη της δυναμικής του ποντιακού κινήματος. Ευνόησαν την πλήρη εξάρτησή του από εξωποντιακές πολιτικές δυνάμεις, αδρανοποίησαν την ποντιακή επιστημονική κοινότητα, υπονόμευσαν τα δίκτυα επικοινωνίας που είχαν δημιουργηθεί εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, απέτρεψαν διαδικασίες πρώιμης δευτεροβάθμιας οργάνωσης του υγιούς ποντιακού χώρου, ύψωσαν εσωτερικούς τοίχους στη βάση μόνο των προσωπικών συμφερόντων, ακολούθησαν τη γραμμή «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», με αποτέλεσμα να συμπορεύονται με όσους θεωρούσαν ιδεολογικά πεπεισμένους και οργανωτικά εξαρτημένους και, τέλος, χρησιμοποίησαν ανενδοίαστα ακόμα και εγκληματικές μεθόδους για να αντιμετωπίσουν όσους θεωρούσαν επικίνδυνους για την πολιτική τους.
Ο οργανωμένος ελλαδικός ποντιακός χώρος -που κατάφερε πολύ δύσκολα να πετύχει τη δευτεροβάθμια συγκρότησή του- πρέπει τάχιστα και μέσα από ανοιχτές διαδικασίες να ξεπεράσει τις αυθεντίες, που κάποιοι επέβαλαν, και να διαμορφώσει άποψη για το πλήθος των ζητημάτων, στα οποία η Ομάδα διεκδίκησε πραξικοπηματικά την αποκλειστικότητα. Σίγουρα όμως, τα πολλά χαμένα -εξαιτίας της δράσης της Ομάδας- χρόνια, δε θα ξανακερδηθούν.
Βλάσης Αγτζίδης, Ιστορικός, μέλος του Δ.Σ. της ΠΟΕ, Φεβρουάριος 2006
Οι Ενετοί για να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στο νησί, στέλνουν εποίκους τρεις φορές το 1212, 1223 και το 1252. Το 1252 οι Βενετοί καταφέρνουν να επιβληθούν οριστικά και στην περιοχή των Χανίων. Συνολικά τον πρώτο αιώνα της ενετοκρατίας εγκαταστάθηκαν στο νησί 10.000 έποικοι, περίπου το 1/6 του συνολικού πληθυσμού. Το ονομάζουν Regno di Candia, και το χωρίζουν σε τέσσερα διαμερίσματα: Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Την ανώτερη διοίκηση είχε ο Δούκας της Κρήτης, που εκλεγόταν για δυο χρόνια από την σύνοδο των Βενετών ευγενών. Οργάνωσαν τη διοίκηση με τοπικούς διοικητές κάθε επαρχίας, δικαστές και αστυνόμους. Αρχικά τα δημόσια αξιώματα καταλαμβάνονταν μόνο από Βενετούς, Πρωτεύουσα και διοικητικό κέντρο ήταν ο Χάνδακας όπου έδρευε και ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος. Οι ντόπιοι χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν μπορούσαν να έχουν αρχιερείς παρά μόνο απλούς παπάδες.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της βενετοκρατούμενης Κρήτης χαρακτηριζόταν από απόλυτη ταξικότητα. Στην ανώτατη κορυφή ήταν οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ’ το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών. Μοναδική περίπτωση ντόπιου ευγενή με ισότιμα με τους Βενετούς δικαιώματα ήταν ο Αλέξιος Καλλέργης και οι απόγονοί του.
Κατώτεροι ήταν οι Κρητικοί ευγενείς (nobili cretensi), αλλά και κάποιο Βενετοί που είχαν απωλέσει τα αξιώματά τους. Η κρητική ευγένεια δινόταν με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη και κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου. Όσοι Βενετοί ανήκαν σε αυτήν την τάξη, σταδιακά εξελληνίστηκαν, όπως τα μέλη της οικογένειας Μπραγκαντίν, που άλλαξαν το επώνυμό τους σε Μπεργαδής.
Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini , burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες.
Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου (plebe , populari ή populani , villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων.
Ξεχωριστή ομάδα πληθυσμού ήταν η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.
Το 1283 άρχισε στην Κρήτη η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών, με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Ο Καλλέργης, ίσως είχε κάνει επαφές και με την Πόλη και συγκεκριμένα το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει προβλήματα και να αποτρέψει τους Βενετούς από το να συμπράξουν με τον Κάρολο Α΄ της Σικελίας. Ο ισχυρός Κρητικός άνδρας απαίτησε από τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτατα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε πολύ καλά ότι και η ανεξαρτησία της Κρήτης ήταν αδύνατη αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο επίσης δύσκολη. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των παροίκων και του κλήρου και ξεκίνησε το σύστημα μικροπολέμου (guerilla), με το οποίο καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Επί δέκα χρόνια ακολούθησε την ίδια τακτική.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε όταν επενέβησαν και οι Γενοβέζοι που πυρπόλησαν τα Χανιά και επιδίωξαν να καταλάβουν τη δυτική Κρήτη, Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ό,τι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του Απριλίου του 1298. Με αυτήν η Βενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη στον οποίο δόθηκαν σημαντικό οικονομικά, πολιτικά αλλά και θρησκευτικά προνόμια σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία.
Μικρότερες επαναστάσεις εξακολουθούσαν να γίνονται και στα επόμενα χρόνια.
Μια άλλη σημαντική επανάσταση που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί συμμετείχαν και οι ίδιοι οι Βενετοί της Κρήτης ήταν η λεγόμενη αποστασία του Αγίου Τίτου (1383). Οι Bενετοί αυτοί, που οι περισσότεροι δεν είχαν επισκεφτεί ποτέ την Βενετία, ήταν δυσαρεστημένοι και ασφυκτιούσαν από το βαρύ φορολογικό καθεστώς που τους επέβαλε η βενετική διοίκηση. Δύο βενετικές οικογένειες (Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες, κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού. Για να κερδίσουν την υποστήριξη των ντόπιων χριστιανών, υποσχέθηκαν την ισοτιμία της Ορθόδοξης με την Καθολική εκκλησία.
Η επανάσταση πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις σε όλο το νησί. Δούκας εξελέγης ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Οργανώθηκε η αποστολή στην Κρήτη ενός μεγάλου βενετικού στόλου. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι βενετοί επαναστάτες αντιμετωπίστηκαν σκληρά και αποκεφαλίστηκαν. Οι Καλλέργηδες προσπάθησαν να συνεχίσουν την επανάσταση. Το 1367, εξαλείφτηκαν και οι τελευταίες εστίες αντίστασης, μετά από προδοσία, στα Σφακιά.
Το 16ο αι. τα κινήματα στην Κρήτη έχουν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα έχει παρακμάσει και ωθούμενοι από τις βιοτικές τους ανάγκες προχωρούν σε διάφορες κινητοποιήσεις απαιτώντας ικανοποίηση διαφόρων πρακτικών αιτημάτων(διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος. Οι Κρητικοί γενικά ταυτίζονταν με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπάρχει ακόμα επί Ενετοκρατίας, απλά ο Κρητικός ταυτίζει την αυτοκρατορία με την ορθοδοξία. Το χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα του Κρητικού βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο με το ξένο, ετερόδοξο καθολικό και αυτή η διαφορά αρχίζει να θέτει της βάσεις της εθνικής συνείδησης.
Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε στην Κρήτη ερμηνεύεται από τις αυτονομιστικές τάσεις των βυζαντινών γαιοκτημόνων (οι οποίοι εκπροσωπούν στη Κρήτη τα «δώδεκα βυζαντινά αρχοντόπουλα» του «κυρ Φωκά» οι οποίοι θεωρούσαν, ακόμα και μετά την άλωση της Πόλης ότι είχαν συγγενικούς δεσμούς με τους αυτοκράτορες) και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο (αφού αυτός ταυτίζεται με το Πατριαρχείο και την Πόλη), από τον αντιστασιακό πνεύμα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Έτσι στην Κρήτη η αντίδραση και η αντίσταση στη Βενετική κατοχή είναι ισχυρή.
Η ίδια η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους βυζαντινούς αυτοκράτορες («επί της βασιλείας των ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων»).
Το θρησκευτικό συναίσθημα δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Γι΄ αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης. Συγκεκριμένα στρατιωτικό σώμα Κρητών τοξοτών θα σταλεί για βοηθήσει κατά την πολιορκία της Πόλης από τους Τούρκους (1453). Σήμερα η εκκλησία της Κρήτης είναι σε καθεστώς ημιαυτονομίας, διατηρώντας κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο αυξανόμενος ολοένα τουρκικός κίνδυνος, η μακροχρόνια συμβίωση και οι επαφές με τη Βενετία, δημιουργούν τις προυποθέσεις για τη προσέγγιση των δύο λαών. Οι Βενετοί από το πρώτο μισό του 16ου αιώνα κυρίως και μετά κάνουν συνεχείς ενέργειες για να έχουν καλές σχέσεις με τους ντόπιους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον τη Βενετία ως σύμμαχο στην τουρκική απειλή.
Η καλλιέργεγεια της ελιάς είναι αρχικά μικρή, όμως στα χρόνια της Ενετοκρατίας επεκτείνεται. Υπάρχει σημαντική παραγωγή τυριού, μεταξιού, μελιού και κυρίως κρασιού. Δυστυχώς μεγάλο μερος των δασών καταστρέφεται για την εξασφάλιση ναυπηγικής ξυλείας. Οι Βενετοί επισκευάζουν και οχυρώνουν τις πόλεις και άλλες σημαντικές θέσεις της Κρήτης. Ο κρητικός λαός δοκιμάζεται κι από ισχυρούς σεισμούς με πολλά θύματα, φοβερές επιδημίες-αρρώστιες, αλλά και αρκετές πειρατικές επιδρομές. Ήδη από το 1570-1571 μετά την κατάληψη της Κυπρου ήταν φανερό πως οι Τούρκοι θα έχουν σαν επόμενο στόχο την Κρήτη.
«Εκτελεστικόν Κυβέρνησις της Κρήτης κατά την Επανάστασιν 1897», επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αι.
Οι Κρητικοί μετά την επιστροφή της Κρήτης από την ιδιοκτησία της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εξεγείρονταν συνεχώς με εθνικά, κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Το 1841 ξέσπασε το Κίνημα του Χαιρέτη και το 1858 το Κίνημα του Μαυρογένη, με το οποίο οι Κρήτες πέτυχαν να κατέχουν ελεύθερα όπλα, να ασκούν τη λατρεία και να γίνεται σεβαστή η θρησκεία τους, καθώς και τη σύσταση Χριστιανικών Δημογεροντιών που είχαν αρμοδιότητα σε θέματα παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, κληρονομικού και οικογενειακού δικαίου, και ακολούθησε η επανάσταση του 1866-1869. Η επανάσταση του 1877-1878, έφερε την Σύμβαση της Χαλέπας. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, η Κρήτη αποχωριζόταν από την λοιπή Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα διοικούνταν από τη Γενική Διοίκηση Κρήτης και της παραχωρούνταν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων και η σύσταση Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων και η έκδοση εφημερίδων καθώς και να αστυνομεύεται μόνο από Κρητικούς.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Tιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.
Η άφιξη του πρίγκηπα Γεώργιου στην Σούδα.
Ο πρίγκιπας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα «Νικόλαος Α΄», συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχονταν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο κι ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων Γάλλος Ποττιέ του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της κρητικής σημαίας.
Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι «κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών». Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1905 η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» διεκήρυττε πως μόνη ορθή λύση ήταν η Ένωση, προσωρινό στάδιο η πλήρης αυτονομία. Στις 10 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στον Θέρισο υπό του Ελευθερίου Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Φούμη και Κωνσταντίνου Μάνου, που κήρυξε «την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος», έδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση στα Χανιά, η οποία ομοίως κήρυξε την ένωση ενώ ένας από τους συμβούλους του Ύπατου Αρμοστή παραιτήθηκε και πήγε στον Θέρισο να ενωθεί με τους επαναστάτες. Ο Ύπατος Αρμοστής απαίτησε από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα μέσα σε 36 ώρες, εκήρυξε το στρατιωτικό νόμο με την έγκριση των Δυνάμεων, διέταξε συλλήψεις και φυλακίσεις αντικαθεστωτικών κι επέβαλε λογοκρισία στον τύπο. Έπειτα κάλεσε σε σύσκεψη τους προξένους και ζήτησε να λάβουν επείγοντα μέτρα για την «καταστολήν του κινήματος». Για να αυξήσει τις ένοπλες δυνάμεις του συγκρότησε το σώμα των «Δημοφρουρών». Οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν μήνυμα στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους. Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στον Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με τον Βενιζέλο.
Τον Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρουγγαρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών την ημέρα αυτή συγκρότησαν συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την ελληνική κυβέρνηση, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την Αθήνα πριν από το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, η σημαία της κρητικής πολιτείας υποστάλλθηκε για να δώσει την θέση της στην ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίσθηκαν πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Μιχελιδάκης με τον Βενιζέλο υπουργό Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός. Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
ΑΠΟ ΤΟ:
Δημοσιογράφος-Αμυντικός Αναλυτής
http://perialos.blogspot.gr/2012/09/blog-post_10.html
Παρακολουθήστε την εκπομπή της ΝΕΤ «Η μηχανή του Χρόνου» το σχετικό αφιέρωμα για την πραγματική ιστορία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Πιέσατε ΕΔΩ
Roger Crowley, Empire of the sea, Faber & Faber, 2008.
Matthew Carr: Blood and Faith: The Purging of Muslim Spain, The New Press, 2009.
R. C. Anderson, Naval Wars in the Levant 1559-1853, Princeton University Press, Princeton, 1952.
John Guilmartin, Gunpowder and Galleys, Cambridge University Press, Cambridge, 1974.
John F. Guilmartin, Jr.,Galleons and Galleys: Gunpowder and the Changing Face of Warfare at Sea, 1300-1650, Cassell, 2002.
Ο Τουρκοκρητικός, σύμφωνα με τον Κ.Γ. Φουρναράκη, «ελάλει την κρητικήν διάλεκτο, εδιδάσκετο όμως την οθωμανικήν ως γλώσσαν φιλολογικήν» Έτσι, τα κείμενά τους, όταν ήταν ελληνικά, πολλές φορές, γράφονταν με τούρκικους χαρακτήρες.
Μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά. Ο Ερωτόκριτος ήταν από τα αγαπημένα τους ποιήματα και πολλοί το απήγγειλαν από στήθους. Ο Ι. Κονδυλάκης, στους Τουρκοκρητικούς, γράφει: «Τα μόνα τούρκικα τα οποία γνωρίζουν, πλην, εννοείται, των ολίγων γραμματισμένων, οίτινες παραχώνουν εις τα ελληνικά των τούρκικα, ως οι κομψευόμενοι των Αθηνών γαλλικά, τα μόνα τουρκικά των είνε οι χαιρετισμοί «μερχαμπά» και «σελαμναλέκιμ», τους οποίους διαμοίβουν μόνο μεταξύ των, μικραί τινές προσευχαί από τας οποίας δεν εννούν τίποτε και τινες όρκοι και επιφωνήματα, «Για Ραμπή! Ραμπήμ Αλλά! Μαχιαλά!»
Κάποιος Τουρκοκρητικός εξέδωσε μια μετάφραση ενός περσικού ποιήματος με τίτλο «Συμβουλαί πατρός προς υιόν»:
«Τα πράγματά ‘νε δύσκολα, παιδί μου Αμπντουραχμάνη
γιατί τα ρούχα τα καλά ο μάστορας τα κάνει»
και όταν το ρώτησαν γιατί τα μετέφρασε στην κρητική διάλεκτο απάντησε: «διότι η γλώσσα αυτή, η κρητική, είναι η μητρική μου γλώσσα» Στην ελληνική, επίσης, γλώσσα, υμνούσαν τα κατορθώματα των ηρώων τους. Το τραγούδι ενός μουσουλμάνου ήρωα του 1866, από το Ηράκλειο, άρχιζε ως εξής:
Ντελή Ξεϊνη Αξεδιανέ, ειντά τονε γραφτό σου
Στς Αράδαινας το φάραγγα να βρης το θάνατό σου
http://www.kritipoliskaihoria.gr/2017/09/blog-post_875.html
23 February 2018
© UNHCR/Christos Tolis
Ο Αχμέντ Ταρζαλάκης με τη γυναίκα του Γιασμίν στο μπαλκόνι του διαμερίσματος που μένουν στα Χανιά αγκαλιά με την κόρη τους Φατιμά.
ΧΑΝΙΑ, Κρήτη – Έχουν περάσει μόλις λίγοι μήνες που ο Σύρος πρόσφυγας Αχμέντ Ταρζαλάκης βρέθηκε στην Κρήτη αλλά νιώθει σαν στο σπίτι του σε αυτό το νησί της Μεσογείου, που είναι γνωστό για την άγρια ομορφιά του, την κουζίνα του και τη φιλοξενία του.