Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

33 ερωτήματα για τον ψυχιατρικό ολοκληρωτισμό  

του Κλεάνθη Γρίβα

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ανθρωπότητα: το φάντασμα του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού. Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης ενώθηκαν σε μία ανίερη συμμαχία για να δώσουν σάρκα και οστά σ’ αυτό το φάντασμα: ο πολιτικός και ο κομισάριος. Ο επιστήμονας και ο στρατοκράτης. Ο κεφαλαιοκράτης και ο γραφειοκράτης. Ο διαχειριστής και ο διώκτης. Σε Δύση και Ανατολή.

Ο ψυχιατρικός ολοκληρωτισμός αποτελεί πια μια απειλή όχι επί αλλά εντός των τειχών.

Είναι κατά συνέπεια καιρός οι αντίπαλοι του να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους. και ν’ αντιπαραθέσουν στην πραγματική απειλή του υπό ενσάρκωση φαντάσματος του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού, μια θεωρία και μια μέθοδο για την αντιμετώπισή του…

Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών ήταν ιστορία ταξικών αγώνων.

Η ιστορία όλων των από δω και πέρα κοινωνιών, θα είναι ιστορία της ανυπαρξίας οποιουδήποτε κοινωνικού αγώνα. δηλαδή, ιστορία του ψυχιατρικού ολοκληρωτισμού.

Στον αγώνα για την εξάλειψη αυτού του κινδύνου, οι εν δυνάμει και ελέω της ψυχιατρικής σκλάβοι, δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους.

 

Κλεάνθης Γρίβας  (Παραφράζοντας το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»)



 
1. Στη σωματική αρρώστια έχουμε μια σειρά αντικειμενικών ευρημάτων που καθορίζουν τον προσδιορισμό της. Στην ψυχική «αρρώστια», τι έχουμε;
 
Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Απλώς, κάποιος ψυχίατρος (τουτέστιν, ένας δήθεν γιατρός), ο οποίος έχει αναλάβει αυτή τη δουλειά με γραφειοκρατική και κοινωνική επικύρωση, διαπιστώνει το «παθολογικό» της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Αυτό σημαίνει πως όλα εξαρτώνται από τον κρίνοντα και μόνο. 
Ποια στοιχεία ρίχνουν το βάρος τους στη ζυγαριά; Το προσωπικό συμφέρον – οικονομικό, επαγγελματικό και κοινωνικό. Η διανοητική συγκρότηση του κρίνοντος. Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία ευρύτητας πνεύματος, ευαισθησίας, φιλοσοφικού και κοινωνικού προβληματισμού. Δηλαδή, με δυο λόγια, το γραμμένο ή άγραφο χαρτί που κουβαλάει ο ψυχίατρος στο κεφάλι του. 
Μ’ άλλα λόγια, η λεγόμενη ψυχική «αρρώστια» συνιστά μια ετεροκαθοριζόμενη κατασκευή που στον προσδιορισμό της υπεισέρχονται κάθε είδους παράγοντες πλην των ιατρικών.
 
2. Είναι αποδειγμένη η αιτιολογία της ψυχικής «αρρώστιας»;
 

Όταν οι συμπεριφορές που δεν είναι αποδεκτές από μας, συνδυάζονται με κάποια οργανική βλάβη ή δυσλειτουργία (όγκοι, τοξική δηλητηρίαση, έλλειψη βιταμινών κλπ.) η αιτιολογία τους θεωρείται αποδεδειγμένη. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «οργανικές ψυχώσεις» οι οποίες, λόγω της φύσης τους, θα πρέπει να υπάγονται στην αρμοδιότητα της νευρολογίας (δηλαδή ενός ειδικού κλάδου της σωματικής παθολογίας) και όχι της ψυχιατρικής. 

Είναι δυνατό να φανταστούμε ένα ψυχίατρο που θα αναλάμβανε τη θεραπεία κάποιου με όγκο στον κροταφικό λοβό, μόνο και μόνο επειδή συμβαίνει ένας τέτοιος όγκος να δίνει και ψυχωσικού χαρακτήρα συμπτωματολογία; Θα φάνταζε μάλλον σαν μάγος άγριας φυλής παρά σαν επιστήμονας.

Όταν οι συμπεριφορές που δεν είναι αποδεκτές από μας δεν συνδυάζονται με κάποια οργανική βλάβη ή δυσλειτουργία, η αιτιολογία τους είναι απολύτως άγνωστη (και οποιοσδήποτε προσδιορισμός τους, κινείται πάντοτε στη σφαίρα των υποθέσεων). Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για «λειτουργικές ψυχώσεις»και «νευρώσεις», που αποτελούν αντικείμενο της ψυχιατρικής. 

Η σκοπιμότητα που εξυπηρετείται μ’ αυτή τη «ρύθμιση» είναι προφανής: Η αιτιολογία αυτών των συμπεριφορών είναι ταυτισμένη με την κοινωνία που εκφράζει μονοπωλιακά την «φυσιολογικότητα». Και, όπως είναι ευνόητο, όταν ο διώκτης (κοινωνία) και ο διωκόμενος (αιτιολογία) ταυτίζονται, η σύλληψη του τελευταίου είναι αντικειμενικά αδύνατη. ΄Ετσι, μια και που δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ψυχική «αρρώστια», συλλαμβάνουμε τον ψυχικά «άρρωστο» που είναι μια απτή και εγκλωβίσιμη πραγματικότητα. Αυτό είναι πιο βολικό για όλους μας.
 
3. Πως ταξινομούνται οι ψυχικές «αρρώστιες»; Με ποια κριτήρια;
 

Εάν υπάρχουν ψυχικές «αρρώστιες», μόνο ένας παραδεκτός τρόπος ταξινόμησής τους υφίσταται: Ο αιτιολογικός. ΄Ομως η παραδοσιακή ψυχιατρική ομολογεί την πλήρη άγνοιά της γύρω από την αιτιολογία της ψυχικής «αρρώστιας». Κατά συνέπεια, οι όποιες ταξινομητικές απόπειρες της, είναι αναποτελεσματικές και γελοιογραφικές, συγχρόνως.

Εάν δεν υπάρχουν ψυχικές «αρρώστιες», μόνο μαθητευόμενοι μάγοι θα μπορούσαν να τις ταξινομήσουν (γιατί, πώς είναι δυνατό να ταξινομήσεις κάτι που δεν υπάρχει;) Και αυτό ακριβώς το ρόλο παίζουν οι ψυχίατροι.

Αλλά, ενώ είναι αδύνατη η (λογικά και επιστημονικά συνεπής) ταξινόμηση των ψυχικών «ασθενειών», είναι απολύτως δυνατή η ταξινόμηση των παραδοσιακών ψυχιάτρων και των αξιοπερίεργων όντων που συμπορεύονται μ’ αυτούς (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, κλπ.), που ασχολούνται με τρόπο σοβαροφανή και βερμπαλιστικό «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ», με το απόλυτο κενό της ψυχιατρικής, της ψυχικής «αρρώστιας» και το δικό τους.
 
Υπάρχουν λοιπόν ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κ.α., οργανικοί (!), δυναμικοί (!) και ρεφορμιστές (!). Υπάρχουν ψυχολόγοι φροϋδικοί, μπηχαβιοριστές και άλλοι «ων ουκ έτσι αριθμός». 

΄Ολοι τους στοχεύουν σ’ ένα κοινό στόχο: Στη θεραπεία του εαυτού τους, του κοινωνικού κύρους και των συμφερόντων τους, και την ικανοποίηση της ανάγκης τους για επιβίωσης σε συνδυασμό με την ανυπαρξία όποιου προσωπικού ταλέντου για κάποια άλλη δημιουργική δραστηριότητα. Είναι η κατάρα της μονοδιάστατης επαγγελματικής «γνώσης».
 
4. Ποίες είναι οι αιτίες που οδηγούν ένα άτομο στο ν’ αρρωστήσει;

Κανένα άτομο δεν αρρωσταίνει. Το αρρωσταίνουμε. Κι αυτό εξαναγκάζεται ασυνείδητα (γιατί η «τρέλα» δεν συνιστά συνειδητή επιλογή) να υιοθετήσει μια συμπεριφορά μη-αποδεκτή από μας. Οι λόγοι: Το απόλυτο αδιέξοδο. Το υπαρξιακό κενό. Η συναισθηματική έρημος. Η σεξουαλική καταπίεση. Η έλλειψη νοήματος στην καθημερινή ζωή. Η πλήρης ανασφάλεια. Η πολυδιάστατη και συνεχώς αυξανόμενη αλλοτρίωση που προσβάλλει τον πυρήνα της ύπαρξής μας. Μ’ ένα λόγο, το απόλυτο κενό, αυτή η ουτοπία της φυσικής, που έχει αναχθεί από μας τους ίδιους σε καθημερινή πραγματικότητα.
 
5. Που οφείλεται η ψυχική αρρώστια;
 
Εάν διέθετα μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα μου πρόσφεραν το Nobel. Δεν ξέρω που οφείλεται.Ξέρω, όμως, πού βρίσκεται η ψυχική «αρρώστια». Ενυπάρχει σε κάθε είδους εξουσιαστική, καταπιεστική και αδιέξοδη σχέση: Κράτος-πολίτης, άντρας-γυναίκα, γονείς-παιδιά, δάσκαλος-μαθητής, προϊστάμενος-υφιστάμενος. Γενικά σε κάθε σχέση εξουσίας και υποταγής, διευθυντή και διευθυνόμενου, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου.
Και για να αποφύγω όποιες παρερμηνείες: Δεν απορρίπτω κάθε οργανωτικό σχήμα, γενικά και αφηρημένα. Απλώς, αρνούμαι κάθε ιεραρχική οργάνωση που συγκροτείται σε βάση εξουσιαστική και όχι λειτουργική. Κάθε οργανωτική-ιεραρχική σχέση που δεν προκύπτει αυθόρμητα και αβίαστα από μια λειτουργική ανάγκη, αλλά επιβάλλεται καταναγκαστικά με τη διαμεσολάβηση δραστικών μηχανισμών βίας.
Τα κύτταρα του σώματος μας συγκροτούν ιστούς, οι ιστοί όργανα, τα όργανα συστήματα οργάνων, κι αυτά εμάς. ΄Ολα τούτα τα στοιχεία συμμετέχουν στην υπερκείμενη τους λειτουργία χωρίς καταναγκασμό και για λόγους καθαρά λειτουργικούς. Το ίδιο γίνεται σε όλη την κλίμακα της φυσικής οργάνωσης, με μοναδική εξαίρεση το «τελειότερο» πλάσμα της φύσης.
Για τον άνθρωπο, η συμμετοχή σε υπερκείμενες λειτουργίες, επιβάλλεται ανεξάρτητα από τις λειτουργικές του ανάγκες και μόνο με την παρεμβολή του καταναγκασμού. Να προσδιορίσουμε μερικές εκφάνσεις του: Ο αλλοτριωτικός καταμερισμός της δουλειάς και οι φάμπρικες. Τα βασανιστήρια και οι μαζικές δολοφονίες. Οι ανθρωποβόροι θεσμοί και τα κάθε λογής εγκλειστήρια (στρατόπεδα συγκέντρωσης, φυλακές, ψυχιατρεία, γηροκομεία, άσυλα, κ.ά.). 
Κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να προσκομίσει μια απόδειξη που να θεμελιώνει από την άποψη της βιολογικής λειτουργικότητας όλα αυτά τα «θεάρεστα» μέσα που χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα το «τελειότερο» ον για την εφαρμογή ενός επίσης αποκλειστικού προνομίου του: τον αφανισμό των ομοίων του. Κι απ’ αυτή ακριβώς την αδυναμία, απορρέει η υποχρέωσή μας για διερεύνηση της κοινωνικής αιτιολογίας αυτών των φαινομένων.
Σύμφωνα με τη θαυμάσια σύλληψη του Εριχ Φρομ, υπάρχουν δυο μορφές εξουσίας. Μια αυθεντική και μια παράλογη. Η αυθεντική εξουσία επιβάλλεται με το προσωπικό παράδειγμα, την καλλιέργεια, την ευαισθησία, τον θαυμασμό και την αγάπη που γεννάει. Η παράλογη εξουσία επιβάλλεται αποκλειστικά και μόνο με τη βία κι έχει σαν στήριγμά της τους μηχανισμούς καταναγκασμού και καταστολής.
Ο Χριστός, ο Μαρξ, ο Μπετόβεν και ο Πικάσο επηρεάζουν τον τρόπο που αισθανόμαστε, ακούμε, βλέπουμε και σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους άλλους, με τη δημιουργική παρουσία τους και μόνο. 
Ο Αττίλας, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Διευθυντής και ο Κλειδοκράτορας, ο Γραφειοκράτης και ο Μιλιταριστής, επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας με τους μηχανισμούς βίας που ελέγχουν,. δηλαδή με την καταστροφική παρουσία τους και μόνο.
Η αυθεντική εξουσία είναι έκφραση και παραγωγός υγείας. Η παράλογη εξουσία είναι έκφραση και παραγωγός αρρώστιας. Η εποχή μας είναι εποχή θεοποίησης και θεσμοποίησης της παράλογης εξουσίας. Είναι δηλαδή εποχή της ψυχιατρικής. «Οταν το έγκλημα ντύνεται με την φορεσιά της αθωότητας, είναι η αθωότητα που πρέπει να απολογηθεί για τις πράξεις της», γράφει ο Αλμπέρ Καμύ. Σήμερα το έγκλημα φοράει τη λεοντή της «αθωότητας», της δήθεν αντικεμενικότητας των ψευτο-επιστημονικών ψυχιατρικών αποτιμήσεων που έχουν δαιμονολογικό, απαξιωτικό, δυσφημιστικό και διαλυτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, είναι η ψυχιατρική «αθωότητα» που πρέπει να ελεγχθεί και να λογοδοτήσει για τις πράξεις της.
Σαν κατακλείδα, δεν υπάρχει ψυχική αρρώστια με την ιατρική έννοια του όρου. Υπάρχει μια κατάσταση κατασκευασμένη από μας. Ενας τρόπος συμπεριφοράς που είναι ανεπιθύμητος για μας και χαρακτηρίζεται από μας ως «αρρώστια», με τρόπο αυθαίρετο και αντιεπιστημονικό. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι μια κοινωνική επιλογή που στοχεύει σε πολλαπλούς στόχους, με πρώτο και σημαντικότερο ανάμεσά τους, την απενοχοποίηση μιας άρρωστης κοινωνικής δομής που αναπόδραστα παράγει την αρρώστια.
 
6. Μέσα από ποια διαδικασία έγινε δυνατή η αναγωγή του διαφορετικού σε αρρώστια:
 
Ο Γκαίμπελς έκφρασε εύστοχα, με την απλοϊκότητα του πρωτογόνου, μια βασική ανάγκη της κοινωνίας:«Ο Εβραίος κι αν ακόμα δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί». Κάθε κοινωνία προκείμενου να διατηρήσει τη συνοχή της, έχει ανάγκη από κάποιο πραγματικό ή φανταστικό (εξωτερικό ή εσωτερικό) εχθρό. Και όταν αυτός δεν υπάρχει, εφευρίσκεται.

Μέχρι τον 16ο αιώνα, η κυρίαρχη θεοκρατική αντίληψη της ζωής που στηριζόταν στην πίστη, κατασκεύαζε αέναα το δικό της εχθρό στο πρόσωπο των αρνητών της πίστης. Η εφεύρεση της μαγείας και της αίρεσης, κατοχύρωνε και εδραίωνε την πίστη. Η εκκλησία έκαιγε τις μάγισσες και τους αιρετικούς στην πυρά, αναπέμποντας δεήσεις για την σωτηρία των ψυχών τους. Τους έστελνε δηλαδή με τη βία στο βασίλειο των ουρανών, διασφαλίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο στον εαυτό της το βασίλειο της γης. Και στο βασίλειο της πίστης, η ύπαρξη της τρέλας ήταν περιττή.

Μετά τον 16ο αιώνα, η υπό διαμόρφωση καπιταλιστική αντίληψη της ζωής, χρησιμοποίησε ως στήριγμά της ενάντια στην θεοκρατική αντίπαλό της, τη λογική. Κατασκεύασε λοιπόν το δικό της εσωτερικό εχθρό, την τρέλα, προκειμένου να διαφυλάξει το διαρκώς επαπειλούμενο στήριγμά της. Ετσι σταδιακά, η εποχή της πίστης έδωσε τη θέση της στην εποχή της λογικής και, αντίστοιχα, το κυνήγι της μαγείας στο κυνήγι της τρέλας.

Από τη στιγμή που εφευρέθηκε η τρέλα, η κυρίαρχη δήθεν λογική, απέκτησε ένα καλάθι αχρήστων που της επιτρέπει να απαλλάσσεται χωρίς προβλήματα από καθετί που η ίδια χαρακτηρίζει ως «επικίνδυνο» και «ενοχλητικό». Κι αυτή ακριβώς η παντοδυναμία της δήθεν λογικής, την οδήγησε σε ότι προσπαθούσε να ξορκίσει: τον παραλογισμό. Μερικά δείγματα αυτού παραλογισμού της «λογικής»:

α) Το 1851, ένας τερατολόγος γιατρός, ο Μ. Γκρόντεκ, «ανακάλυψε» μια νέα ψυχιατρική νοσολογική οντότητα, τη «δημοκρατική ασθένεια», ενώ σπούδαζε στη Γερμανία μέσα στη δίνη των επαναστάσεων που σάρωναν την Ευρώπη στη δεκαετία 1840-50. Και ξεκίνησε να σώσει την πατρίδα του την Αμερική, οπλισμένος με την περισπούδαστη ηλιθιότητα της «δημοκρατικής ασθένειας», η οποία πέρασε στην ιστορία της επιστημονικής ανεκδοτολογίας ως διατριβή (!) με τον τίτλο «Δημοκρατική Ασθένεια, ένας νέος τύπος ψυχικής διαταραχής». (American Jourmal of Insanity, Οκτ. 1851. Αναφ. από τον ThomasSzasz).

β) Ένας άλλος ανεκδιήγητος γιατρός, ο Σάμουελ Κάρτραϊτ, κατέκτησε μια εξέχουσα θέση στη χορεία των ψυχο-γελοιογράφων, «ανακαλύπτοντας» δυο καινούργιες ασθένειες που «εμφανίζονται αποκλειστικά και μόνο σε νέγρους». Πρόκειται για τη δραπετομανία που εκδηλώνεται με «τάσεις απόδρασης από τις φυτείες» και την Αιθιοπική δυσαισθησία (ονομασία που το πομπώδες στοιχείο της είναι ευθέως ανάλογη της κενότητάς της) που μοναδικά της «συμπτώματα» είναι «η κατεργαριά, η τεμπελιά και η πρόκληση αναταραχών». Και προτείνει μια απλούστατη θεραπεία: «Ξύλο αλύπητο μ’ ένα φαρδύ λουρί, πασάλειμμα του σώματος με βούτυρο ή λάδι και βαριά δουλειά στην ύπαιθρο κάτω από καυτό ήλιο». Τα σχόλια περιττεύουν. 

γ) Οι Αμερικανοί ψυχίατροι και παιδοψυχίατροι, ανακάλυψαν την ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία (ή βλάβη) προκειμένου να ψυχιατρικοποιήσουν και να χειραγωγήσουν ψυχο-φαρμακευτικά τη συμπεριφορά του «απροσάρμοστου» παιδιού, που είναι γνήσιο προϊόν της πλήρους έλλειψης ψυχικής και σωματικής επαφής με τα αλλοτριωμένα νευρόσπαστα της μεταβιομηχανικής εποχής, τα οποία αναλαμβάνουν να παίξουν στο θέατρο της ζωής το ρόλο των «γονιών», για λόγους κοινωνικής συμβατικότητας.

δ) Οι Γερμανοί ψυχίατροι συνήργησαν στην προσπάθεια της κρατικής εξουσίας να ψυχιατρικοποιήσει την τρομοκρατία στη Δυτική Γερμανία, η οποία απέτυχε σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των φορέων της με λοβοτομή, αλλά πέτυχε σε ό,τι αφορά την εξουδετέρωσή τους με άλλα ψυχιατρικά μέσα (ψυχοφάρμακα, αισθητηριακή απομόνωση, λευκά κελιά). 

ε) Οι Ρώσοι ψυχίατροι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πετυχημένη προσπάθεια της κρατικής εξουσίας να ψυχιατρικοποιήσει την πολιτική διαφωνίας στις χώρες του ανύπαρκτου «σοσιαλισμού». 

ζ) Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το σουηδικό κοινοβούλιο απέρριψε μια πρόταση για την ψυχιατρικοποίηση της πολιτικής ένταξης και δράσης. Πολιτικοί κλήθηκαν να αναγορεύσουν την ίδια τους τη δραστηριότητα σε «ψυχασθένεια». Ο παραλογισμός είναι προφανής.

Λένε όλα τούτα κάτι για την άμεση σχέση μεταξύ κρατικής εξουσίας και ψυχιατρικής; Αν όχι, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε πιο «κομψές» κοινωνιολογικές ερμηνείες. Και για να καταλήγουμε: 
Η διαδικασία για την αναγωγή της μη-αποδεκτής από μας συμπεριφοράς σε ψυχική «αρρώστια», 

α) έχει καθαρά κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα, 

β) γίνεται για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα και οι σκοπιμότητες της κυρίαρχης λογικής και 

γ) αποσκοπεί στην εδραίωση των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας.
 
7. Από ποιον κρίνεται η ψυχική αρρώστα; Υπεισέρχονται στη διάγνωση της και υποκειμενικοί παράγοντες;
 
Κρίνεται από τον αρμόδιο ψυχιατρικό «εισαγγελέα» και μόνο. Και στη διάγνωσή της δεν υπεισέρχεται κανένας άλλος παράγοντας πλην του ψυχιατρικού υποκειμενισμού.
 
8. Τι είναι η ψυχιατρική; Είναι κλάδος της ιατρικής ή όχι;
 
Πριν αποπειραθούμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα «τι είναι η ψυχιατρική», θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το γιατί η ψυχιατρική δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ κλάδος της ιατρικής, παρά τους αντίθετους ευσεβείς πόθους των ψυχιατρικών και παρα-ψυχιατρικών κύκλων, που ανέλαβαν με προσωπική επιλογή και κοινωνική επικύρωση το θεάρεστο και δύσκολο έργο της ψυχιατρικής «σωτηρίας» μας, υπενθυμίζοντας ένα βασικό ιστορικό δίδαγμα σύμφωνα με το οποίο «πίσω από κάθε σωτήρα, βαδίζει πάντα ο δήμιος». 
Η ψυχιατρική βρίσκεται από κάθε άποψη σε πλήρη δυσαρμονία με την ιατρική:
α) Από θεωρητική άποψη, η δυσαρμονία είναι ολοφάνερη. Η ψυχιατρική σε αντίθεση με την ιατρική, προκειμένου να υπάρξει έχει απόλυτη ανάγκη από την αναγωγή μιας κατάστασης σε νοσολογική οντότητα.
– Στο πεδίο της ιατρικής, όλες οι νοσολογικές οντότητες είναι αυθύπαρκτες παθολογικές καταστάσεις που δεν προϋποθέτουν κανένα εξω-ιατρικό κριτήριο (ηθικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό, κλπ.) προκειμένου να αναγνωριστούν ως τέτοιες.
– Στο πεδίο της ψυχιατρικής, όλες οι νοσολογικές οντότητες (πλην των οργανικών ψυχώσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα της νευρολογίας -δηλαδή ενός κλάδου της σωματικής ιατρικής- και όχι της ψυχιατρικής), ανάγονται σε τέτοιες μόνο με την εφαρμογή των προαναφερθέντων εξω-ιατρικών κριτηρίων.
β) Από μεθοδολογική άποψη, η δυσαρμονία είναι το ίδιο ολοφάνερη. Η ψυχιατρική σ’ αντίθεση με την ιατρική, χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνο υποκειμενικά κριτήρια και ερμηνευτικά σχήματα. 
● Στην ιατρική, η κλινική εικόνα της οξείας παγκρεατίτιδας -για παράδειγμα- σκιαγραφείται με μια σειρά αντικειμενικών κλινικών ευρημάτων (πόνος, σοκ, κλπ.) που επιβεβαιώνονται από αντίστοιχα αντικειμενικά εργαστηριακά ευρήματα (λευκοκυττάρωση, αύξηση της αμυλάσης, λιπάσης, χολερυθρίνης, κλπ.). Δηλαδή καθορίζεται από εκτιμήσιμα κλινικά και μετρήσιμα εργαστηριακά μεγέθη. 
● Στην ψυχιατρική, για την αναγωγή της «αγχώδους νεύρωσης» -για παράδειγμα- σε νοσολογική οντότητα, επιστρατεύονται διάφοροι υποκειμενικοί και μη μετρήσιμοι παράγοντες (όπως το αίσθημα ανησυχίας, η ευερεθιστότητα, η αναποφασιστικότητα, η αδυναμία για συγκέντρωση και λήψη αποφάσεων και «άλλα τινά») που σχετίζονται με τις κυρίαρχες ηθικές αντιλήψεις και τα κυρίαρχα μοντέλα συμπεριφοράς. Δηλαδή με την αποδοχή ή όχι της αλληλουχίας των αμέτρητων «πρέπει», τα οποία «επιβάλλεται» να καθορίζουν τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τα οποία προσδιορίζονται ερήμην και εναντίον του.
γ) Από την άποψη των σχέσεων θεραπευτή – θεραπευόμενου, η δυσαρμονία είναι εκπληκτική. Η ψυχιατρική σε αντίθεση με την ιατρική, εγκαθιστά με τρόπο επιτακτικό και αναπόδραστο, σχέσεις απόλυτης εξουσίας (του θεραπευτή) και απόλυτης υποταγής (του θεραπευόμενου). Σχέσεις που δεν είναι δυνατό να εκφραστούν με ιατρικούς αλλά μόνο με νομικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, διαμορφώνεται και μια παράξενη και ιδιότυπη αντίληψη σχετικά με την έννοια της θεραπείας.
● Στην ιατρική, η ίαση εξαρτάται από την εξάλειψη των κλινικών και εργαστηριακών ευρημάτων που χαρακτηρίζουν την αντιμετωπιζόμενη νοσολογική οντότητα και όχι από το τι λέει ή κάνει ο ασθενής.
● Στην ψυχιατρική, η ίαση εξαρτάται μόνο από την πλήρη αποδοχή των κοινωνικών, ηθικών και συμπεριφορικών αξιών του ψυχιάτρου από μέρους του «ασθενούς». Μ’ άλλα λόγια, η υποκειμενική αντίληψη του ψυχιάτρου για τη λεγόμενη πορεία της ψυχικής «ασθένειας» εξαρτάται πάντα και μόνο από αυτά που λέει ή κάνει ο «ασθενής» και από το βαθμό συμφωνίας του ασθενούς με τις προκατασκευασμένες αξίες του ψυχιάτρου. 
Δηλαδή, για να θεωρηθεί ότι «βελτιώνεται» η κατάστασή του, ένας «ασθενής» πρέπει απαραιτήτως να υπογράψει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, μια ψυχιατρική δήλωση μετάνοιας με την οποία αποκηρύσσει «μετά βδελυγμίας και μετά τάσεων προς έμετον» την προηγούμενη συμπεριφορά του, πράγμα που θα του επιτρέψει να γλυτώσει από την ψυχιατρική ηλεκτροπληξία ή τον ψυχιατρικό εγκλεισμό, ανάλογα με την περίπτωση. 
Και έχοντας αποδεχτεί την δια βίου «εθελοντική» συμμόρφωσή του στις απαιτήσεις της χημικής λοβοτομής του μέσω της ψυχο-φαρμακο-δηλητηρίασης, θα ξαναγυρίσει στους κόλπους της εξοντωτικά μεγαλόκαρδης και απάνθρωπης κοινωνίας, η οποία, ανάλογα με τα συμφέροντα και τις σκοπιμότητες της στιγμής, θα θυμάται τον στιγματισμό του και θα του συμπεριφέρεται κατά το δοκούν: Ισόβιος αποδιοπομπαίος τράγος μιας νοσογόνας κοινωνίας που φοράει την λεοντή της αθωότητας και του ανθρωπισμού.
δ) Από την άποψη του κρίνοντος, η δυσαρμονία μεταξύ ψυχιατρικής και ιατρικής είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. 
Στην ψυχιατρική (σε αντίθεση με την ιατρική) ο προσδιορισμός του δίπτυχου «ομαλό ανώμαλο»,γίνεται από άτομα αυτοθεωρούμενα (επικύρωση ατομική) και ετεροθεωρούμενα (επικύρωση κοινωνική) ως ομαλά, με βάση πάντοτε τις αντιλήψεις για το «ομαλό» και το «ανώμαλο» που κυριαρχούν σε κάθε εποχή. Για παράδειμα:

● πνευμονία ήταν και παραμένει μια νοσολογική οντότητα, σε κάθε εποχή και κοινωνικό σχηματισμό. Από την άλλη μεριά, 

● ομοφυλοφιλία ανάγεται σε σεξουαλική παρέκκλιση (δηλαδή, σε διαταραχή) από ετεροφυλόφιλους στo πλαίσιo μιας κοινωνικής δομής όπου κυριαρχεί η ετεροφυλοφιλική αντίληψη της σεξουαλικότητας, ενώ κάτω από διαφορετικές συνθήκες ατομικής και κοινωνικής ηθικής, η αναγωγή της ομοφυλοφιλίας σε σεξουαλική παρέκκλιση είναι αδιανόητη. Μ’ άλλα λόγια, η ομοφυλοφιλία δεν θεωρείται παρέκκλιση σε κάθε κοινωνία και εποχή. Τι συμπεράσματα βγαίνουν απ’ αυτό;

Από τα παραπάνω, καθίσταται προφανής η απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι η ψυχιατρική;»:
α) Η αντίφαση ανάμεσα στο χαρακτήρα και το αντικείμενο της ψυχιατρικής. 
β) Η δυσαρμονία της ψυχιατρικής (θεωρητική και μεθοδολογική) με όλους τους άλλους κλάδους της ιατρικής. 
γ) Η αξιωματική αναγωγή της «διαταραγμένης συμπεριφοράς» σε αντικείμενο της ψυχιατρικής. 
δ) Η αναπόδεικτη ταύτιση αυτής της συμπεριφοράς με την «αρρώστια». Και 
ε) Η ολοκληρωτική υποταγή της ψυχιατρικής στις κυρίαρχες κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες κάθε κοινωνίας και εποχής, 

οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η ψυχιατρική, ως οργανωμένος τρόπος προσέγγισης και χειραγώγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δεν αποτελεί κλάδο της ιατρικής αλλά έκφραση, μέσο, απολογητή και διαχειριστή της κοινωνικής παθολογίας, μαζί με την εγκληματολογία, το ποινικό δίκαιο και τα άλλα συναφή πεδία.
 
9. Τι είναι ο ψυχικά ασθενής και με βάση ποιες διαδικασίες χαρακτηρίζεται κάποιος σαν ψυχικά ασθενής;
 
Αρχικά είναι ανάγκη να περιγραφεί το ψυχιατρικό τελετουργικό, μια φρικτή ανακριτική διαδικασία που ίσως μόνο το ταλέντο ενός Πήτερ Βάϊς θα μπορούσε να αποδώσει κάπως ικανοποιητικά.
Ο υποψήφιος για ψυχιατρικό ετικετάρισμα απογυμνωμένος από κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να υπερασπιστεί την ύπαρξή του, προσάγεται (το πώς προσάγεται συνιστά ένα άλλο πελώριο ηθικό και πολιτικό πρόβλημα) στον ψυχίατρο-ανακριτή. 
Ανάμεσα στον ανακριτή και τον ανακρινόμενο, υπάρχει απριόρι μια σχέση απόλυτης εξουσίας και υποταγής. 



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιανός» (τχ. 1, 1982) και περιλήφθηκε στο 
Κλ. Γρίβας: H Εξουσία της Βίας (Ιανός, Θεσ/νίκη, 1984)








 

Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα – Ο μύθος και οι ιστορικές παραχαράξεις


Διαστάσεις επιδημίας έχει πάρει η παραπληροφόρηση σχετικά με το ότι ήταν αποδεκτή (και περίπου θεσμοθετημένη) η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. 

Σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, παρά φύσει, θα λέγαμε. Όμως, ειδικά για την αρχαία Ελλάδα, δεν αποτελούσαν τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση. Είναι τελείως ανυπόστατες οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις.

Ο Λυκούργος, ο μέγας νομοθέτης της εξυμνούμενης από Πλάτωνα και  Αριστοτέλη Λακωνικής Πολιτείας, σαφέστατα καταδίκαζε την ομοφυλοφιλία.



Ο K. J. Dover στο βιβλίο του «Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα», υπό το πρίσμα ενός δήθεν «προοδευτισμού», που έχει την δυνατότητα, απαλλαγμένος από διάφορα ταμπού να δει «αντικειμενικά» το θέμα, προσπαθεί να μας πείσει ότι στην αρχαία Ελλάδα δεν ίσχυαν οι δικές μας απόψεις για την ομοφυλοφιλία και περίπου μας καλεί όλους, να αποκτήσουμε την ίδια με τους αρχαίους Έλληνες «ελεύθερη» άποψη για το θέμα αυτό.

Αναφέρει λοιπόν:

K. J. Dover «Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα» – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΙΩΤΕΛΛΗ.

Οι Έλληνες γνώριζαν ότι οι σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων διαφέρουν, η γλώσσα τους όμως δεν έχει ουσιαστικά που να αντιστοιχούν προς τα αγγλικά ουσιαστικά «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος», αφού πίστευαν ότι:
1. Στην πραγματικότητα όλοι αντιδρούν, σε διαφορετικές στιγμές, σε ομοφυλοφιλικά και σε ετεροφυλοφιλικά ερεθίσματα.
2. Στην πραγματικότητα, κανένας άνδρας δεν έρχεται τόσο σε ενεργητική, όσο και σε παθητική σεξουαλική επαφή στο ίδιο στάδιο της ζωής του.

Από το πρώτο αυτό επιχείρημα, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Θα προξενούσε μεγάλη κατάπληξη το γεγονός να προσπαθεί ο Dover να γράψει ένα τόσο σημαντικό βιβλίο, χωρίς να έχει στην διάθεσή του κάποιο λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. Το επιχείρημά του, θα είχε σπουδαία αξία, εάν ήταν αληθινό, όμως δεν είναι. Οι Έλληνες έχουν δημιουργήσει την τέλεια γλώσσα. Ένα όργανο μεγίστης ακριβείας και εάν δεν ξεχώριζαν στην γλώσσα τους, αυτές τις δύο σεξουαλικές επιλογές, οπωσδήποτε θα είχαν σοβαρό λόγο. Είναι, όμως, έτσι, ή, μήπως κάτι άλλο συνέβαινε, που μας οδηγεί θέλοντας και μη, ακολουθώντας την ίδια ακριβώς συλλογιστική με τον κ. καθηγητή για την σημασιολογική δύναμη των λέξεων, στα αντίθετα συμπεράσματα;

Το θέμα αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο και πρέπει να σταθούμε, διότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Έχει απόλυτο δίκιο ο κ. καθηγητής να ξεκινά με την γλώσσα, για κάποιο όμως λόγο, αγνοεί το σημαντικότερο στοιχείο. Στην εποχή μας με τις λέξεις «ομοφυλόφιλος» και «ετεροφυλόφιλος», κάνουμε μια απλή διαπίστωση του φαινομένου, χωρίς να το αξιολογούμε είτε θετικά, είτε αρνητικά.

Αντιθέτως, στην αρχαία Ελλάδα η γλώσσα είχε πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Ο Επίκτητος έλεγε το εξής καταπληκτικό, για την μεγάλη σημασία των λέξεων: «Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις». Στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο. Στο συγκεκριμένο λοιπόν σημείο η γλώσσα λαμβάνει θέση και μάλιστα ιδιαιτέρως αρνητική.

Αξίζει να σημειώσουμε ακόμη πως η Αιδώς ήταν πολύ σημαντική Θεότητα και, όποιος την προκαλούσε δοκίμαζε σκληρότατη τιμωρία από την Νέμεση, που μονίμως την συνόδευε. Η Αιδώς ετυμολογικώς συνδέεται με το Αίσχος, άρα η συγκεκριμένη πράξη έφερνε καταισχύνη στον ενεργούντα.

Πράγματι λοιπόν, δεν συναντούμε τις λέξεις ομοφυλόφιλος ή ετεροφυλόφιλος στα αρχαία μας κείμενα, όχι όμως για τον λόγο που υποστηρίζει ο Dover. Στην αρχαία μας γλώσσα οι ομοφυλόφιλοι αναφέρονται, με μια λέξη πολύ σκληρή, την λέξη ΚΙΝΑΙΔΟΣ δηλ. ο «κινών την αιδώ».

Η σημασία αυτής της λέξεως, ήταν καθαρώς υβριστική και σαφέστατα πολύ καταδικαστική για όσους είχαν κάνει αυτή την επιλογή. Στην σημερινή νεοελληνική μας γλώσσα, θα μπορούσαμε δόκιμα να μεταφέρουμε την έννοια αυτής της λέξεως, μεταφράζοντας την, ως «Ο καταραμένος». Ο ομοφυλόφιλος, δηλαδή, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ήταν ο «καταραμένος» της σημερινής.
Για του λόγου το αληθές, αναφέρονται οι παραπομπές του πλέον έγκυρου λεξικού της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, των Liddel-Scott, όπου στον τόμο II στην σελίδα 719 αναφέρουν τα εξής λήμματα:

  • Κιναιδεία: Η παρά φύσιν ασέλγεια, Αισχίνης 18,29, Δημήτριος Φαληρεύς 97.
  • Κιναιδεύομαι: Είμαι κίναιδος.
  • Κίναιδος: Ο καταπύγων, ο καθόλου (δηλ. καθ΄ολοκληρία) αισχρός, κακοήθης άνθρωπος.

Ο ορισμός μάλιστα για τον παθητικό ομοφυλόφιλο είναι «Καταπύγων» και για τον ενεργητικό «Αρσενοκοίτης».

Πώς αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία την ομοφυλοφιλία; Ας ξεκινήσουμε με έναν άγνωστο μύθο του Αισώπου.

Ο Δίας και η Ντροπή

"Ο Δίας πλάθοντας τους ανθρώπους, έβαλε μέσα τους διάφορες ψυχικές αρετές και μόνο την ντροπή λησμόνησε να βάλει. Γι’ αυτό μην έχοντας άλλο δρόμο να την τοποθετήσει, την πρόσταξε να μπει από τον πισινό των ανθρώπων. Εκείνη αρχικά αρνήθηκε και διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή. Επειδή, όμως, ο Δίας τη ζόρισε πολύ, είπε: “Ας είναι, θα μπω, με τον όρο ότι από εκεί δε θα μπεί ο έρωτας. Γιατί, αν τύχει και μπεί, εγώ θα βγώ αμέσως”!

Έκδοσις του συνόλου των Μύθων του Αισώπου του Εμίλ Σαμπρύ, σειρά “Γκιγιώμ Μπιντέ”, Παρίσι 1967 , Μετάφρασις, Εγκυκλοπαίδεια “ΓΙΟΒΑΝΗ”.



Η καταδίκη της ομοφυλοφιλίας στην Αθήνα


Οι «Νόμοι» του Σόλωνα (βιβλίο 5, κεφάλαιο 5, άρθρο 332), είναι αρκετά σαφείς για τις συνέπειες που έχει κάποιος Αθηναίος αν συνάψει σχέση με άντρα:

"Αν τις Αθηναίος εταιρήση, με έξεστω αυτω των εννέα αρχόντων γενέσθαι, μηδέ ιερωσύνην ιερώσασθαι, μηδέ συνδικήσαι τω δήμω, μηδέ αρχήν αρχέτω μηδεμιάν, μήτε ενδημον, μήτε υπερόριον, μήτε κληρωτήν, μήτε χειροτονητήν, μηδέ επικυρήκειαν αποστελλέσθω, μηδέ γνώμην λεγέτω, μηδέ εις τα δημοτελή ιερά εισίτω, μηδέ εν ταις κοιναίς σταφονοφορίες σταφανούσθω, μηδέ εντός των της αγοράς περιρραντηριων πορευέσθω.
Εάν δε ταύτα τις ποιή,καταγνωσθέντως αυτού εταιρείν, θανάτω ζημιούσθω."

Δηλαδή, αν κάποιος Αθηναίος συνάψει (ομοφυλοφιλική) σχέση με κάποιον άλλο:

  • Δεν του επιτρέπεται να γίνει μέλος των 9 αρχόντων.
  • Δεν του επιτρέπεται να εκλεγεί ιερέας.
  • Δεν του επιτρέπεται να είναι συνήγορος του λαού.
  • Δεν του επιτρέπεται να ασκήσει κάποια εξουσία, εντός η εκτός της χώρας, κληρωτή ή χειροτονητή.
  • Δεν του επιτρέπεται να σταλεί ως κήρυκας πολέμου.
  • Δεν του επιτρέπεται να εκθέσει τη γνώμη του.
  • Δεν του επιτρέπεται να μπει στους δημόσιους ναούς.
  • Δεν του επιτρέπεται να στεφανωθεί στις δημόσιες στεφανοφορίες.
  • Δεν του επιτρέπεται να παίρνει μέρος στους περιπάτους που γίνονται στην αγορά.
  • Όποιος λοιπόν (πολίτης) έχει καταδικαστεί ως σεξουαλικός σύντροφος, αλλά ενεργήσει αντίθετα με τις διατάξεις του νόμου, να τιμωρείται με θάνατο.




Ο Αισχίνης αναφέρει επίσης με σαφήνεια το νομοθετικό (απαγορευτικό) πλαίσιο για την ομοφυλοφιλία.

Aισχίνου, Nόμος Aττικού Δικαίου – Kατά Tιμάρχου 12.

"Oι διδάσκαλοι να μην ανοίγουν τα σχολεία πρίν ανατείλει ο ήλιος και να τα κλείνουν πριν από την δύση του. Nα μην επιτρέπεται σε όσους έχουν μεγαλύτερη ηλικία από τα παιδιά να εισέρχονται στα σχολεία, όταν υπάρχουν μέσα παιδιά, εκτός αν πρόκειται για τον υιό, τον αδελφό ‘ή τον γαμπρό του διδασκάλου. Eάν κάποιος παραβεί αυτή την απαγόρευση και εισέλθει στο σχολείο, θα τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Eπίσης οι επί κεφαλής της παλαίστρας να μην επιτρέπουν, επ’ ουδενί λόγο, σε κανέναν ενήλικο να κάθεται μαζί με τα παιδιά στις Eορτές του Eρμή. Eάν κάτι τέτοιο συμβεί ο επί κεφαλής της παλαίστρας είναι ένοχος παραβάσεως του νόμου περί διαφθοράς των ελευθέρων παίδων."

Και συνεχίζει ο Αισχίνης:

Aισχίνου, Nόμος Σόλωνος – Kατά Tιμάρχου 16.

"Eάν κάποιος ωθήσει σε ασέλγεια ελεύθερο παίδα, να καταγγέλεται ενώπιον των θεσμοθετών από εκείνον που έχει την κηδεμονίαν του παιδός, αφού προηγουμένως αναγράψει στην μήνυση την ποινή που θεωρεί άξια για τον δράστη. Aν δε ο μηνυθείς καταδικασθεί, να παραδωθεί στους ένδεκα και να θανατωθεί αυθημερόν."



Η καταδίκη της ομοφυλοφιλίας στην Σπάρτη


Ξενοφώντος Λακεδαιμονίων, Πολιτεία II, 13

"Ο Λυκούργος, όμως, αντιθέτως προς όλα ταύτα πιστεύων, επεδοκίμαζε μόνον εάν σημαίνων άνθρωπος, θαυμάσας την ψυχικήν αρετήν του παιδιού, προσεπάθει να κάμη αυτόν φίλον με δεσμούς αναμεταξύ των αμέμπτους και να τον συναναστρέφεται, διότι τούτο ενόμιζε μέσον καλλίστης ανατροφής. Εάν, όμως, επαρουσιάζετο κανείς επιθυμών το παιδικόν σώμα, επειδή ο Λυκούργος θεωρούσε τούτο πολύ αναίσχυντον, νομοθέτησε εις την Σπάρτην να απέχουν οι ερασταί από τα αγαπώμενα παιδιά, όπως αποφεύγουν εις αφροδισίους (ερωτικές) σχέσεις οι γονείς από τα τέκνα των και οι αδελφοί από τους αδελφούς των."


Ξενοφώντος Συμπόσιον VIII, 55

"Οι Λακεδαιμόνιοι, αντιθέτως, που πιστεύουν ότι το μόνο αν επιθυμήση κανείς το σώμα νέου, αυτός δεν είναι δυνατόν πια να επιτύχη τίποτε το ωραίο και το αγαθό, καθιστούν τους ερωμένους τόσον τελείους αγαθούς, ώστε και αν ακόμη ταχθούν στην μάχη μεταξύ ξένων και όχι στην ίδια πόλη με τον εραστή, εξ΄ίσου από αιδώ δεν εγκαταλείπουν τους συμπολεμιστές των. Γιατί πιστεύουν ως θεά όχι την Αναίδεια, αλλά την Αιδώ."

Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος XVII, 4

"Οι ερασταί δε των παίδων μετείχον της φήμης αυτών και εις τας δύο περιπτώσεις (δηλαδή της φήμης και επί καλώ και επί κακώ). Και διηγούνται σχετικώς ότι, όταν κάποτε εις παις εξεφώνησε κατά την διάρκεια της μάχης μια απρεπή κραυγή, οι άρχοντες τιμώρησαν δια τούτο τον εραστήν του παιδός. Ενώ δε ο έρως επεδοκιμάζετο κατ’αυτόν τον τρόπο υπό των Σπαρτιατών, ώστε και αι αγαθαί και ευγενείς γυναίκες να τρέφουν έρωτα προς τας παρθένους, δεν υπήρχεν όμως αντιζηλία εις τας ερωτικάς των σχέσεις, αλλά μάλλον εύρισκον αφορμήν να συνάψουν μεταξύ των στενή φιλία εκείνοι, οι οποίοι είχαν αγαπήσει τους ίδιους παίδας, και κατέβαλλον από κοινού συνεχείς φροντίδες, δια να εξεύρουν τον καλλίτερον τρόπον, με τον οποίον θα ήταν δυνατόν να γίνει άριστος ο υπ’αυτών αγαπώμενος νέος."

Εδώ να αποσαφηνίσουμε ότι ο Πλούταρχος διευκρινίζει ότι:

"Ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων δεν είχε καμμία σχέση με τις σωματικές επαφές και ότι εστερείτο τα πολιτικά του δικαιώματα δυνάμει νόμου όποιος προσπαθούσε να ασελγήσει εις βάρος άλλου." :

«Εράν των την ψυχήν σπουδαίων παίδων εφείτο ο δε εγκληθείς ως επ’αισχύνη πλησιάζων άτιμος διά βίου ήν»
(Λακεδ.Επιτηδ. 7, 237c)
.

Ανάλογη μαρτυρία καταθέτει και ο Μάξιμος ο Τύριος στο έργο του «Διαλέξεις»:

"Θαυμάζει κάποιος άνδρας Σπαρτιάτης έναν έφηβο Λάκωνα, αλλά τον θαυμάζει μόνον όπως θαυμάζουμε ένα πολύ όμορφο άγαλμα και ένα πολλοί άλλοι, ένας πολλούς. Διότι η σωματική απόλαυσις που προέρχεται από την ΥΒΡΙ δεν επιτρέπεται μεταξύ τους."

Τέλος, αναφορικά με την Σπάρτη, ας δούμε και την μαρτυρία του Αιλιανού στο έργο του «Ποικίλη Ιστορία» III, 12, όπου λέει χαρακτηριστικά:

"Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες εάν ποτέ κάποιος έφηβος επεχείρησε να ασελγήσει εις βάρος άλλου, δεν συνέφερε σε κανέναν από τους δύο να καταντροπιάσουν την Σπάρτη. Σε τέτοια περίπτωση, ή εξωρίσθηκαν ή και κάτι χειρότερο, έχασαν την ζωή τους."




Το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα


Ο Πλάτων, και πιο συγκεκριμένα, το έργο του «Συμπόσιο», αποτελεί ουσιαστικά το μέγα επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες ήσαν στην πλειοψηφία τους ομοφυλόφιλοι ή και παιδεραστές.
Ο λόγος που επελέγη η αναφορά στον Πλάτωνα να γίνει στο τελευταίο μέρος της ομιλίας και όχι στην αρχή -μια που όπως αναφέρθηκε, από τον Πλάτωνα ουσιαστικά ξεκινά η πηγή των όλων κατηγοριών και χαρακτηρισμών- είναι πολύ συγκεκριμένος.
  Αν κάποιος, έχοντας πλήρη άγνοια της νομοθεσίας της αρχαίας Αθήνας αλλά και της Σπάρτης, αν κάποιος δίχως να μελετήσει προσεκτικά την εν γένει κοινωνική συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων, διαβάσει το «Συμπόσιο» και δίχως να έχει υπόψη του τα άλλα έργα του Πλάτωνος -ιδίως τους «Νόμους» και την «Πολιτεία»- τότε είναι πιθανόν να του δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πράγματι οι Έλληνες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία και την παιδεραστία ως μέγα αγαθό.
Και έχοντας πάντα κατά νου ότι οι περισσότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν δεν είναι παρά μεταφράσεις όχι από το αυθεντικό κείμενο αλλά από την απόδοση των αρχικών γραπτών στην αγγλική κυρίως γλώσσα, με αποτέλεσμα να υφίσταται ήδη μια σημαντική παραποίηση λόγω τεράστιας διαφοράς εννοιολογικής, ετυμολογικής και ερμηνευτικής δυναμικότητος μεταξύ της αρχαιοελληνικής γλώσσας και της αγγλικής.

Έτσι λοιπόν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ορθώς τα γραπτά του Πλάτωνα και τις θέσεις του για το συγκεκριμένο ζήτημα -ιδίως τα έργα του «Συμπόσιο» και «Φαίδρος»- θα πρέπει να γνωρίζουμε τόσο την νομοθεσία όσο και την κοινωνία στην οποία έζησε και έδρασε ο Πλάτων.
Και βέβαια δίχως να αγνοήσουμε τους «Νόμους» του
, που αποτελούν -όσο και αν ενοχλεί αυτού κάποιους- το σημαντικότερο έργο του.

Με αυτά υπ’ όψιν θα ξεκινήσουμε την πορεία μας προς την ορθή ερμηνεία και κατανόηση του ζητήματος περί ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, με την παράθεση της νομοθεσίας.

Ο Πλάτων στους «Νόμους», καταδικάζει απερίφραστα ως αφύσικο τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρρένων:
Πλάτωνος Νόμοι 636.

"Εννοητέον ότι τη θηλεία και τη των αρρένων φύσει εις κοινωνίαν ιούση της γεννήσεως ή περί ταύτα ηδονή κατά φύσιν αποδεδόσθαι δοκεί, αρρένων δε προς άρρενας ή θηλέων προς θηλείας παρά φύσιν."

Δηλαδή:

"Είναι λοιπόν κατανοητό ότι η φύσις ωθεί τα θηλυκά να είναι σε επαφή με τα αρσενικά από την γέννησή τους, και η ηδονή σε αυτά είναι φανερό ότι έχει δοθεί σύμφωνα με την φύσιν, ενώ (η επαφή) των αρσενικών με τα αρσενικά και θηλυκών με τα θηλυκά ενάντια στην φύσιν (παρά φύσιν)."

Περί Πλατωνικού Έρωτος
Όπως διατυπώθηκε, το έργο του μεγάλου φιλοσόφου «Συμπόσιον» αποτελεί την ρίζα όλου του κακού. Πολλοί θα υποστηρίξουν ότι δεν χωρά καμία αμφιβολία πως το «Συμπόσιον» αποτελεί ύμνο προς την ομοφυλοφιλία αλλά και στην παιδεραστία. Ακόμα και ο Συκουτρής, παρ’ όλο τον μέγα σεβασμό που δείχνει προς την Ελληνική Φιλοσοφία, καταλήγει στο να δέχεται ως δεδομένη την νομιμοποίηση αλλά και εφαρμογή της παιδεραστίας στην αρχαία Ελλάδα.
Ήταν λοιπόν αναγκαίο να γίνει αναφορά τόσο στην νομοθεσία όσο και στην εν γένει κοινωνική συμπεριφορά και άποψη για την ομοφυλοφιλία, για να είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε σωστά το έργο του Πλάτωνα.
Έχοντας λοιπόν υπ’ όψη όσα έχουν ειπωθεί και έχοντας πάντα κατά νου τους «Νόμους» του Πλάτωνα, μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε την θέση ότι ο καταλογισμός στους Έλληνες για εξάσκηση της πράξεως της παιδεραστίας αλλά και της απροκάλυπτης ομοφυλοφιλίας, είναι πέρα ως πέρα εσφαλμένος, στερείται οποιαδήποτε νομικής αλλά και λογικής βάσεως και θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι τέτοιες κατηγορίες πηγάζουν εκ του πονηρού.
Πριν συνεχίσουμε, να πούμε και λίγα λόγια για το συμπόσιο. Γράφτηκε, μάλλον, το έτος 385 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, όταν οι Σπαρτιάτες κατέλυσαν τα τείχη της Μαντινείας, της πόλεως εκείνης η οποία υπό την επιρροή του Άργους ή των Αθηνών, πρωτοστατούσε πάντοτε στην αντιλακωνική πολιτική στην Αρκαδία.

Τι ήσαν όμως τα συμπόσια;
Όπως μας πληροφορεί ο Συκουτρής,
  «...τα συμπόσια εις τας αρχαίας πόλεις είχαν αναπτυχθεί εις ωργανωμένον και χαρακτηριστικόν κοινωνικόν θεσμόν με κανονισμούς και εθιμοτυπίαν καθωρισμένην,.. ήσαν τα κέντρα ανταλλαγής ιδεών και πνευματικών ζυμώσεων...».


Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από τους «Νόμους», όπου ο Πλάτων δίδει μεγάλη παιδαγωγική σημασία στα συμπόσια και για αυτό (Νόμοι, 640, κεξ:
«..προβαίνει εις διαγραφήν κανονισμών, οι οποίοι θα πρέπει να ρυθμίζουν τας συγκεντρώσεως αυτάς, ώστε ν’ αποδώσουν ό,τι θα ημπορούσαν δια την καλλιέργειαν του νου και της ψυχής των μετεχόντων..».

Έχοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, είναι να απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσει κανείς τον όρο «έρωτα» -όπως αναφέρεται στο «Συμπόσιο»- ως όρο καθαρά σεξουαλικό ή και σεξουαλικό; Σε συγκεντρώσεις που κύριο στόχο έχουν την πνευματική ανύψωση του ανθρώπου, είναι ποτέ δυνατόν να εφαρμόζονται πρακτικές και να υιοθετούνται κοινωνικές συμπεριφορές που ήταν κατακριτέες από όλους; Ιδίως δε, όταν ο Πλάτων ο ίδιος ρητά, τις καταδικάζει σε άλλο έργο του;

Γεννάται λοιπόν το εύλογο ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια λάθη και τέτοιες παρερμηνείες από ερμηνευτές, θαυμαστές μάλιστα των Ελλήνων, όπως στην περίπτωση του Συκουτρή; Η εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς είναι πως ακόμα και χαρισματικά πνεύματα όπως ο Συκουτρής, είχαν εγκλωβιστεί στα όρια που είχαν θέσει οι παραλλαγμένες έννοιες κοινών -με την αρχαιότητα- λέξεων. Βεβαίως ο Συκουτρής προσπαθεί με περίσσεια αγάπη είναι αλήθεια, να δικαιολογήσει αυτό το ανύπαρκτο ατόπημα των Ελλήνων. Όμως, όταν άνθρωποι σαν τον Συκουτρή παρερμηνεύουν την λέξη «έρωτα», την λέξη «εραστής», την λέξη «ερωμένος», τότε τι να περιμένουμε από τους ξένους μελετητές και τους κατ’ εξοχήν ανθέλληνες;
Και η έκπληξή μας, μαζί με την απογοήτευση, μεγαλώνει, όταν στην εισαγωγή του ο Συκουτρής αναφέρει:
« ..Η μακρά αυτή ανάλυσις, μας εξηγεί διατί ένας αρχαίος έφηβος εζητούσεν έξω από την οικογένειάν του – με την συγκατάθεσιν πάντοτε σχεδόν των γονέων του – το πρόσωπο το οποίον θα τον εισήγεν εις την ζωή, από τον οποίον περίμενε βελτίων γενέσθαι. Ο δεσμός μεταξύ των δύο, ήτο φιλίας δεσμός, μιας φιλίας η οποία επρόκειτο.. να διατηρηθή εφ’ όρου ζωής».

Ας σταθούμε λοιπόν σε αυτήν την αποκαλυπτική αναφορά. Ο έφηβος παίρνει την συγκατάθεση των γονέων του για να ακολουθήσει τον δάσκαλόν του – τον «εραστήν» του – που ο μεταξύ τους δεσμός ήταν δεσμός φιλίας, με διάρκεια όλη του την ζωή.
Μάλιστα.. Αν υπήρχε έστω μια περίπτωση να συνέβαινε κάποια σεξουαλική επαφή μεταξύ δασκάλου και μαθητού -μεταξύ δηλαδή εραστή και ερωμένου- τότε πώς θα ήταν δυνατόν οι γονείς να έδιναν την συγκατάθεσή τους, όταν θα βρίσκονταν κατηγορούμενοι ως προαγωγοί, ως υπεύθυνοι ύβρεως και συγκεκριμένα ο πατέρας θα χαρακτηρίζονταν «άτιμος» γιατί θα έχανε η οικογένειά του, την τιμή της; Δίνοντας σεξουαλική διάσταση στην σχέση δασκάλου – μαθητή (εραστή – ερωμένου) πέφτουμε σε τρομακτικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις που γίνονται – αν είναι δυνατόν – ακόμα πιο έντονες όταν έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία που όλα έπρεπε να ήσαν κρυστάλλινα και ξεκάθαρα.

Τότε ποια εξήγηση μπορούμε να δώσουμε στην επιμονή του Πλάτωνα σε αυτήν την σχέση που την συναντάμε μόνο σε μια συγκεκριμένη περίοδο;
Για να καταλάβουμε τον λόγο που στο «Συμπόσιο» εξιδανικεύεται η μαθητεία δίπλα σε έναν δάσκαλο και όχι η απλή φοίτηση σε κάποιο σχολείο, θα πρέπει να μεταφερθούμε νοερά στην εποχή του Σωκράτη και του Πλάτωνα, και να ανατρέξουμε στις περιγραφές εκείνες της κοινωνίας από τους τότε συγγραφείς. 

Ο Αριστοφάνης σε όλα του τα έργα, κάνει λόγο για ηθική κατάπτωση και για παρακμή. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων επαινούν και υμνούν την Σπαρτιατική κοινωνία. Η δε περιγραφή της τέλειας κοινωνίας, τόσο από τον Πλάτωνα όσο και από τον Αριστοτέλη, συγκλίνει πάρα πολύ προς τον Σπαρτιατικό τύπο διακυβέρνησης.

Γιατί όμως όλοι οι φιλόσοφοι και γενικά οι σοφοί εκείνης της εποχής κάνουν λόγο για παρακμή;
Η Αθηναϊκή κοινωνία μετά από τις λαμπρές νίκες της είχε γίνει αλαζονική, μαλθακή, τα ήθη είχαν ξεπέσει γιατί οι Αθηναίοι φαντάζονταν τους εαυτούς τους ημίθεους
και μάλιστα εμφανίζονται διάφορες τάσεις που αμφισβητούσαν και τα θεία.
Ο Πλάτων λοιπόν, βλέπει σαν την μόνη λύση, την σωστή διαπαιδαγώγηση των νέων, το μπόλιασμά τους με αξίες που είτε χάνονταν είτε είχαν χαθεί, έτσι ώστε όταν οι νέοι αυτοί γίνουν ενεργοί πολίτες να είχαν εκείνα τα πνευματικά αλλά και ψυχικά εφόδια να αντιστρέψουν την ολέθρια πορεία της κοινωνίας. Αυτό όμως δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω του καθιερωμένου σχολείου όπου είχαν διεισδύσει σοφιστές (την δε απέχθειά του προς αυτούς την εκφράζει ο Πλάτων στο έργο «Φαίδρος»).

Έπρεπε ο σοφός, ο σωστός δάσκαλος να πάρει κοντά του τον μαθητή και να του δείξει -με την δική του ζωή- τον ιδανικό τρόπο ζωής, σύμφωνα με ηθικές αξίες. Έτσι προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα η σχέση δασκάλου -μαθητή και γίνονταν σχέση εραστή- ερωμένου. Αλλά όχι με την σεξουαλική έννοια. Με τον όρο εραστή, δεν εννοείται ο εραστής του σώματος, και μάλιστα του ανδρικού -πράγμα, όπως είδαμε, ιδιαίτερο απεχθές- αλλά του εραστή της Αληθείας, της Ορθής συμπεριφοράς, αυτής με που συμφωνεί με τις αιώνιες ηθικές αξίες. Πλάι σε αυτόν, ο μαθητής θα γίνει και αυτός με την σειρά του ερωμένος της Αλήθειας.


«Εραστής» και «Ερώμενος»
Οι λέξεις αυτές δεν χρησιμοποιούνται με την σημερινή τους έννοια (δηλ. την σεξουαλική) αλλά με μία άλλη έννοια προφανώς παιδαγωγική. Του εφήβου τα αισθήματα προς τον «εραστήν»-δάσκαλον δεν είναι βέβαια έρως -όπως εννοείται σήμερα- αυτός εξάλλου φυσικώς, ηθικώς αλλά και νομικώς αποκλειόταν. Ο έρως αυτός ήταν αισθήματα βαθύτατης φιλίας και σεβασμού. Στα μάτια του εφήβου, ο δάσκαλος-εραστής φάνταζε ως η ενσάρκωσης του ιδανικού, ως το ιδεώδες πρόσωπο, προς το οποίο απέβλεπε, κατά το οποίον θα διέπλαττε την προσωπικότητά του. Αυτό φαίνεται καθαρά, αφού, αν και χρησιμοποιείται η λέξη «εραστής», παραλλήλως, όπως είδαμε θεωρείται αδιανόητη η σαρκική έλξις.


Επίλογος
Συμπερασματικά, αυτό που βγαίνει είναι ότι οι αρχαίες κοινωνίες δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ομοφυλοφιλία, την ανεχόντουσαν στα πλαίσια ενός μικρού ποσοστού απόκλισης από το φυσιολογικό. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν την πρόβαλαν ως αγαθό και ιδανικό. Ασφαλώς και δεν τους έκαιγαν στην πυρά, αλλά απαιτούσαν να το δηλώσουν, έτσι ώστε να μην έχουν κανένα δικαίωμα σε δημόσια αξιώματα. Εάν το έπρατταν δεν τους ενοχλούσε κανείς. Εάν, όμως το έκρυβαν, τότε ο πέλεκυς του Νόμου έπεφτε πάνω τους βαρύς.

 Πηγή: 

Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
image_pdfimage_print



Σχετικά θέματα:
  • Ομοφυλοφιλία και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα – Ηθικώς αποδεκτά, ή κάτι άλλο; (Μέρος Β’)
  • Ομοφυλοφιλία και παιδεραστία στην αρχαία Ελλάδα – Ηθικώς αποδεκτά, ή κάτι άλλο; (Μέρος Α’)
  • Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων; (Μέρος Γ’)
  • Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων; (Μέρος Β’)
  • Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων; (Μέρος Α’)







    Και δυο σχόλια από το φέισμπουκ...

    Κ. Ντ.
    😏Σχόλιο κάποιου στο μέσεντζερ για την παραπάνω ανάρτηση και η απάντησή μου προς αυτόν κι όσους ανάλογα σκέφτονται:
    "ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΘΕΜΑ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΟΛΑ ΜΑΣ ΤΑ ΑΛΛΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΑ ΕΧΟΜΑΙ ΛΥΣΕΙ???ΤΙ ΝΑ ΠΩ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!"
    Μ.Π.
    - Η ΑΠΆΝΤΗΣΉ ΜΟΥ:
    "Αναρτώ περισσότερα θέματα κι αναλύσεις από κάθε άλλον για τον κορωνοφασισμό, το έγκλημα των Τεμπών, τη "Μεγάλη Επανεκκίνηση" της Νέας Καπιταλιστικής Τάξης, τη συνέχιση της ξενοδουλείας της χρεοκρατίας και αμερικανονατοϊκής κατοχής της πατρίδας μας, για την προωθούμενη μαζί με αυτά ΚΑΙ πολιτισμική μας αλλοτρίωση κι εκφυλισμό...

    Όσοι θαρρούν πως αυτά είναι ασύνδετα κι όχι ένα ενιαίο πλέγμα που προωθείται, όσοι δεν κατανοούν πως Νέα Τάξη σημαίνει όλα αυτά κι άλλα συναφή μαζί, αρπάζονται μεμονωμένα από ένα δυο θέματα μόνο, υποτιμούν ή και αγνοούν εντελώς τα άλλα, όπως τον προωθούμενο αποπνικτικά εκφυλιστικό υποπολιτισμό και ψυχοσωματική διαστροφή...
    Η αντίληψή μου είναι η διαλεκτική ορθολογική τεκμηριωμένη σύνδεση και ερμηνεία όσων συμβαίνουν.
    Άλλων, όσων φορούν παρωπίδες, η αντίληψη που βολεύει το Σύστημα., η αντιδιαλεκτική επιμεριστική ή και αρλουμπο-μεταφυσική αερολογία ή, στην καλύτερη περίπτωση, η εμμονική επανάληψη ορθών μεν απόψεων αλλά μόνο για ένα δυο από τα πλοκάμια που μας πνίγουν....
    Καθείς κατά την κρίση του..."
    Κ.Ντ.
    Κι αυτό τέλος για το παραπάνω τεράστιο θέμα, περιεκτικό όλων των πλευρών της νεοταξίτικης κατά τον μέγα-τόσο προσφιλή επιφανειακά μόνο σε ορισμένους- Καργάκο "εκπούστευσης κι εκπουτάνευσης της κοινωνίας" κι ο νοών νοείτω: