Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ : ΣΠΙΘΑ ....ΤΕΛΟΣ!

Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ : ΣΠΙΘΑ ....ΤΕΛΟΣ!: Δ Η Λ Ω Σ Η ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ Μετά τις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών αποφάσισα ...

ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΟ 19ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ Του ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΥ*


Η ΗΓΕΣΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΜΑΣ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ

1) Αντιγράφω (Ντοκουμέντα 16ου Συνεδρίου, σελ. 71, σ. Παπαρήγα):

«Στο 15ο Συνέδριο ξεκαθαρίσαμε το εξής πράγμα: Οτι η συγκέντρωση δυνάμεων, η πολιτική συμμαχιών του Κόμματος χτίζεται πάνω στην αντίθεση μονοπώλια – ιμπεριαλισμός. (…). Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Ομως, δεν μπορούμε να χτίσουμε συμμαχία στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός, γιατί σημαίνει συμμαχία για τη σοσιαλιστική επανάσταση και συμμαχία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αυτό δεν μπορούμε να το βάλουμε. Και δεν μπορούμε να το βάλουμε, γιατί είναι και λυμένο θεωρητικά, αλλά και η πείρα αυτό δείχνει». Κανένα νέο δεδομένο δεν επιτρέπει αναθεώρηση όσων θεωρητικά και εμπειρικά, κατά το 16ο Συνέδριο, είναι λυμένα. Εντούτοις στις Θέσεις γίνεται ακριβώς αυτό το λάθος: Προτείνεται οικοδόμηση πολιτικής συμμαχιών στην αντίθεση καπιταλισμός – σοσιαλισμός. Αλλά πάνω σε αυτή την αντίθεση, όπως σωστά διαπιστώναμε στο 16ο Συνέδριο, δεν χτίζεται η - στρατηγικής σημασίας για την Επανάσταση - πολιτική συμμαχιών.

2) Με αυτήν την (μη) πολιτική συμμαχιών «πλησιάζουμε» το σοσιαλισμό μόνο ως αντικατοπτρισμό. Η Λαϊκή Συμμαχία, που δεν είναι πολιτική, δεν συμμετέχει σε εκλογικές μάχες, που απορρίπτει όσους διαφοροποιούνται από το ΚΚΕ (Θέση 67), που «έχει μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με τη δράση σε κοινό πλαίσιο των ΠΑΜΕ, ΠΑΣΕΒΕ, ΠΑΣΥ, ΜΑΣ», είναι «συμμαχία» μόνο με τον εαυτό μας.

3) Η πολιτική γραμμή των Θέσεων ουσιαστικά εφαρμόζεται εδώ και χρόνια. Εχουμε ήδη δείγματα ότι δεν περπατάει: οργανωτική στασιμότητα, πτώση κυκλοφορίας «Ρ», επίπεδο ταξικού κινήματος, οδυνηρό εκλογικό αποτέλεσμα. Ας σταθούμε στις εκλογές. Η σ. Παπαρήγα («Ρ», 22/3/2012) έλεγε: «Αντικειμενικά λοιπόν στην εκλογική μάχη το κριτήριο ψήφου προς το ΚΚΕ μπορεί και πρέπει να είναι πάνω στη συνολική του στρατηγική». Δεν συνιστά απολυτότητα να λέμε ότι «επιβεβαιώθηκε» (Θέση 48) μια στρατηγική που την αναδείξαμε ως κριτήριο ψήφου, αλλά αντί να συγκεντρώσει δυνάμεις τις μείωσε στο μισό; Βέβαια, όποτε έρχεται η κουβέντα στο εκλογικό αποτέλεσμα επαναλαμβάνουμε τα περί «κοινοβουλευτικών αυταπατών». Οχι. Αυταπάτες δημιουργούνται όταν αρνούμαστε να ερμηνεύσουμε απροκατάληπτα την ζωντανή εμπειρία από κάθε πολιτική μάχη. Τέτοια μάχη είναι και οι εκλογές. Δεν σπέρνει «κοινοβουλευτικές αυταπάτες» ο Λένιν όταν ισχυρίζεται («Γράμματα στον Γκόργκι») ότι «απ’ τα αποτελέσματα των εκλογών εξαρτάται κατά πολύ και η ανάπτυξη του κόμματος».

4) Επί κρίσης, θέτοντας ως προαπαιτούμενο κάθε λαϊκής συσπείρωσης τη συμφωνία με τη θέση μας για λαϊκή εξουσία, αφήσαμε αναξιοποίητους σειρά πολιτικούς «κρίκους». Π.χ. Το «δεν πληρώνω». Εμείς είπαμε: Δεν πληρώνω, αλλά πρώτα λαϊκή εξουσία. Χρέος. Εμείς είπαμε: Οχι στο χρέος, αλλά στη λαϊκή εξουσία. Ευρώ – ΕΕ. Εμείς είπαμε: Δεν αρκεί το όχι στην ΕΕ, χωρίς το «ναι» στη λαϊκή εξουσία. Μνημόνιο. Εμείς είπαμε: Δεν φταίει το μνημόνιο, αλλά ο καπιταλισμός, η κρίση και ότι δεν έχουμε λαϊκή εξουσία. Σωστά. Ομως υπηρετείται ο στόχος της λαϊκής εξουσίας, όταν, στη μαζική πάλη για την ανακούφιση του λαού από τα βάσανά του, τίθεται σαν (διαχωριστική) προϋπόθεση; Πανομοιότυπα απουσιάσαμε από το καθήκον να παρέμβουμε στο αυθόρμητο που εκδηλώθηκε. Δεν δηλώσαμε «παρών» για τον προσανατολισμό και τη συνειδητοποίησή του. Αφήσαμε άλλους να το κατευθύνουν, να το αξιοποιούν. Από τις πλατείες που τις καταγγείλαμε από την Ισπανία κιόλας, πριν ακόμα εμφανιστούν στην Ελλάδα, μέχρι τις πατάτες. Από τις διαδηλώσεις για το μνημόνιο μέχρι τα διόδια – όταν έρχονταν άλλοι εμείς φεύγαμε.

5) Η εξάρτηση για την αστική τάξη μιας εξαρτημένης χώρας είναι το πλαίσιο προσαρμογής της στο διεθνή καπιταλισμό. Πολιτικά, η εξάρτηση για την αστική τάξη σημαίνει τη διεθνή της εγγύηση – στήριξη για την παραμονή της στην εξουσία. Η ταξική ανάδειξη του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού δεν σημαίνει συσκότιση των ευθυνών της αστικής τάξης για τα δεινά του λαού ή απαλλαγή από αυτές, ή πολύ περισσότερο «παράθυρο» συνεργασίας με τμήματά της. Είναι πολιτική της καταδίκη. Η εξάρτηση συνιστά καταισχύνη του συνόλου της αστικής τάξης και χειροπιαστή απόδειξη ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και για το λόγο αυτό, για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα, υποδουλώνει το λαό, σε συμμαχία με το ξένο κεφάλαιο. Αυτή η ανάλυση του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό», στο «Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Μπάτση, στο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» τουΜπελογιάννη, ισχύει ακέραια και σε συνδυασμό με τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, η πραγματικότητα βοά: Η εξάρτηση της Ελλάδας βαθαίνει. Πραγματικότητα που για να έχουμε αποτελεσματική πολιτική γενικά (και ειδικά όσον αφορά τη διασύνδεση του ταξικού με το πατριωτικό) δεν γίνεται να αγνοούμε, να θολώνουμε με σχήματα περί «αλληλεξάρτησης», να μισοδεχόμαστε (ή μισοαρνιόμαστε) με φράσεις όπως «ισχυρές εξαρτήσεις», εισάγοντας έτσι στην επιστήμη του μαρξισμού το «ολίγον έγκυος».

6) «Ριζοσπάστης»: Δημοσιεύματα όπως το διήγημα για το δολοφόνο του 15χρονου, τα «πέρασε για λίγο από τον ΔΣΕ» για τον Μίσσιο, ανιστόρητες αναφορές ότι «το ΚΚΕ καμία σχέση δεν έχει με την αριστερά», κείμενα όπου αντί επιχειρημάτων βρίθουν ασυνταξιών και αφορισμών, πρωτοσέλιδα όπου απουσιάζει ή υποβαθμίζεται το σημαντικό της επικαιρότητας (π.χ. θάνατος Τσάβες), δεν συνηγορούν στην εκτίμηση περί «βελτίωσής του».

ΠΡΟΤΑΣΗ: Επαναφορά – επικαιροποίηση του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου, συγκρότησηΑντιιμπεριαλιστικού – Αντιμονοπωλιακού – Δημοκρατικού Μετώπουμε κατεύθυνση την ανατροπή του καπιταλισμού. Ενα Πρόγραμμα πιο αναγκαίο κι από την πρώτη φορά που το εμπνευστήκαμε επειδή ακριβώς τα προβλήματα που επιφέρουν ο ιμπεριαλισμός, τα μονοπώλια, οι αντιδημοκρατικές εκτροπές, η αναβίωση του φασισμού, η καπιταλιστική κρίση, έχουν οξυνθεί στο έπακρο. Το ΑΑΔΜ μπορεί να οικοδομήσει αντικαπιταλιστική συμμαχία, διότι:

Πρώτον, συνδέει τώρα, σήμερα, την πάλη για το καθημερινό πρόβλημα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Δεύτερον, είναι πειστικό και το κατορθώνει γιατί λαμβάνει υπόψη, ειδικά στις παρούσες συνθήκες εξαθλίωσης του λαού, ότι πρώτα «Οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να ζουν για να μπορούν να κάνουν ιστορία» (Μαρξ – Ενγκελς, «Γερμανική ιδεολογία»).

Τρίτον, δεν παραιτείται από κανένα όπλο και από κανένα ενδεχόμενο - έστω και το πιο αμυδρό – στον επαναστατικό αγώνα, μη εξαιρουμένου του ενδεχομένου κυβέρνησης του ΑΑΔΜ, η οποία θα συνιστούσε διαστρέβλωση αν συσχετιζόταν με «στάδια», με «ενδιάμεσες εξουσίες» ή με την «αριστερή» κυβέρνηση αστικής διαχείρισης που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Τέταρτον, μιας και εμείς δεν είμαστε Μπλανκιστές ώστε να αδιαφορούμε για τη λαϊκή πλειοψηφία, συνιστά επιτομή του αντικαπιταλιστικού αγώνα γιατί οικοδομεί λαϊκή πλειοψηφία, που δικό της έργο με επικεφαλής την εργατική τάξη είναι η Επανάσταση, καθώς προωθεί τις αναγκαίες συμμαχίες που δεν αποτελούν τίποτα λιγότερο από τον ίδιο τον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου ανατροπής του καπιταλισμού.

Νίκος Μπογιόπουλος
μέλος ΚΟΒ «Ριζοσπάστη»

*Δημοσιεύθηκε στο “Ριζοσπάστη” της Κυριακής 31 Μαρτίου 2013

Image

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Μερικές επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι στην σκέψη και την δράση του επαναστατικού εργατικού κινήματος


Δημοσιεύτηκε από τον Δ.Καζάκη την Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου 2011.Το αναδημοσιεύουμε γιατί θεωρούμε σημαντικές τις αναφερόμενες,αποκρυπτόμενες από λογιών λογιών ψευτοεπαναστάτες αναλύσεις του Τρότσκι όπως:"Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών." 



Του Δημήτρη Καζάκη

Ο Τρότσκι, η σκέψη και η δράση του, ανήκουν οργανικά στην λενινιστική κληρονομιά του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές, αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες που μπορεί να επισημάνει κανείς ανάμεσα στον Τρότσκι και στον Λένιν. Και οι δυο τους, ο καθένας τους μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που έδρασε και αναδείχθηκε, συνθέτουν την διαλεκτική ενότητα της κληρονομιάς του μεγάλου Οχτώβρη και του κινήματος που άντλησε την καταγωγή του από αυτόν. Πρόκειται για μια κληρονομιά η οποία στις μέρες μας είναι επίκαιρη παρά ποτέ. Αρκεί να ξέρουμε πώς να την μελετήσουμε και πώς να διδαχθούμε από αυτή.
Το δυστύχημα με τον Τρότσκι, όπως και με τον Λένιν, ήταν ότι είχε πολύ περισσότερους οπαδούς από άξιους συνεχιστές και επιγόνους. Κι ο οπαδός, όπως πάντα, αυτό που θέλει και χρειάζεται είναι να προσκυνά ένα άγιο εικόνισμα, ένα ιδεατό σύμβολο. Έτσι συνέβη και με τον Τρότσκι. Πολλοί από τους οπαδούς του ούτε καν αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος ο Τρότσκι, ακόμη και την εποχή που ίδρυσε την λεγόμενη 4η Διεθνή, δεν θεμελίωσε ένα ξεχωριστό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, αλλά διεκδίκησε τη συνέχεια – άσχετα με το αν και κατά πόσο το κατάφερε – της λενινιστικής, μπολσεβίκικης γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια ο Τρότσκι δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, αλλά λενινιστής, μπολσεβίκος, κομμουνιστής. Και μ’ αυτή την έννοια η εμμονή ορισμένων ακόμη και σήμερα που οι παλιές ιστορικές διαμάχες στο πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα έχουν ξεθωριάσει, να επιμένουν στον αυτοπροσδιορισμό τους ως τροτσκιστές λέει πολλά για την μεταφυσική, σχεδόν θεολογική προσέγγιση του ίδιου του Τρότσκι.

Αν και κατά τη γνώμη μου θα έλεγα ότι σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για μια καθυστερημένη προσπάθεια να δικαιωθεί εκ των υστέρων μια πολιτική γραμμή, η οποία παρέμεινε στο περιθώριο του κινήματος όλη την περίοδο που αυτό βρισκόταν στα «πάνω του». Τώρα που το κομμουνιστικό κίνημα ηττήθηκε και διαλύθηκε, ή βιώνει με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο την χρεοκοπία του, κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να δικαιώσουν εκ των υστέρων ένα σύστημα ιδεολογίας και πρακτικής, που ελάχιστα κοινά είχε με τις απόψεις και τις θέσεις του ίδιου του Τρότσκι, αλλά και συνεισέφερε ελάχιστα, αν συνεισέφερε καθόλου, στο οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης και στην επαναστατική πάλη των μαζών, την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει, ούτε καν να κατανοήσει. Ιδίως στις πιο κρίσιμες στιγμές της, στις κορυφώσεις της. Δεν ξέρω βέβαια πόσο τιμά όσους επιχειρούν κάτι τέτοιο σήμερα, χωρίς να κάνουν τον κόπο να μας εξηγήσουν το γιατί δεν μπόρεσαν να εκφράσουν το κίνημα ούτε όταν βρισκόταν σε άνοδο, αλλά ούτε κι όταν βρέθηκε ηττημένο και αυτοί «δικαιωμένοι». Εκτός βέβαια κι αν για όλα φταίει πάντα ο κακός εχθρός και η άτιμη κοινωνία.
Έτσι αντί να κατανοηθεί στην ουσία της η «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», που αν αξίζει κάτι αυτό έχει να κάνει με το πώς μια δημοκρατική επανάσταση συνδέεται οργανικά στην πορεία της με την σοσιαλιστική, ή διαφορετικά με το πώς η πάλη για τις δημοκρατικές διεκδικήσεις σήμερα ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική αλλαγή και τον σοσιαλισμό αύριο, ερμηνεύθηκε όχι σπάνια σαν μια θεωρία προσπεράσματος της πάλης για την κατάκτηση της δημοκρατίας, σαν μια συνταγή για το απευθείας πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το ίδιο συνέβη επίσης και με την θεωρία για την «άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη» του παγκόσμιου καπιταλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση η ταυτολογία του προφανούς υποκατέστησε την συγκεκριμένη ανάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης, εξάρτησης και υποδούλωσης που υπάρχουν ανάμεσα στις χώρες του ιμπεριαλισμού και στην πληθώρα των χωρών υπό καθεστώς υποτέλειας.

Ο ορθόδοξος μαρξισμός του Τρότσκι
Ο Τρότσκι σε όλο του το έργο ήταν και παρέμεινε ορθόδοξος μαρξιστής και μάλιστα πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Λένιν. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο ο Α. Λουνατσάρσκι όταν έγραφε για τον Τρότσκι τα εξής: «Κατά τη γνώμη μου ο Τρότσκι είναι ασύγκριτα πιο ορθόδοξος από τον Λένιν, αν και πολλοί ίσως να βρουν κάτι τέτοιο πολύ παράξενο. Η πολιτική καριέρα του Τρότσκι υπήρξε κάπως βασανιστική: δεν ήταν ούτε Μενσεβίκος, ούτε και Μπολσεβίκος, αναζήτησε τη μέση οδό πριν το δικό του ρυάκι συγχωνευθεί με τον ποταμό των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο Τρότσκι στη πραγματικότητα είχε πάντα σαν γνώμονα του, τους ακριβής κανόνες του επαναστατικού Μαρξισμού. Ο Λένιν είναι ταυτόχρονα δεσποτικός και δημιουργικός στο βασίλειο της πολιτικής σκέψης και έχει πολύ συχνά διαμορφώσει παντελώς καινούργιες γραμμές πολιτικής, που κατοπινά αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανές να οδηγούν σε αποτελέσματα. Ο Τρότσκι δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια τόλμη της σκέψης: παίρνει τον επαναστατικό Μαρξισμό και βγάζει από αυτόν τα συμπεράσματα που είναι εφαρμόσιμα σε μια δοσμένη κατάσταση. Είναι όσο τολμηρός χρειάζεται να είναι όταν αντιπαρατίθεται με τον φιλελευθερισμό και τον μεσοβέζικο σοσιαλισμό, αλλά δεν είναι καινοτόμος.»[1]
Ο Λουνατσάρσκι μιλά για την ορθοδοξία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας οι κύριοι θεωρητικοί εκπρόσωποι, όσο ιδιοφυείς κι αν ήταν, είχαν μετατρέψει τον μαρξισμό σ’ ένα σύστημα έτοιμων συμπερασμάτων, σιδερένιων νομοτελειών, απ’ όπου το κίνημα αντλούσε κάθε φορά αυτό που χρειαζόταν. Ο Τρότσκι ήξερε πώς να πάρει αυτό που χρειαζόταν από την ιστορική παράδοση του μαρξισμού, ώστε να ερμηνεύσει τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και την πολιτική που το εκπληκτικό επαναστατικό του ένστικτο αντιλαμβανόταν με αλάνθαστο τρόπο, αλλά ως εκεί. Απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που γέννησε από τα σπλάχνα του το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά δεν υπήρξε αντίστοιχα και μεγάλος θεωρητικός του. Φυσικά με μέτρο τον ίδιο τον Λένιν και τις άλλες πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες που γνώρισε το κίνημα. Κι όχι βέβαια σε σύγκριση με όλους τους κατοπινούς άξεστους και ανεκδιήγητους γραφειοκράτες της κομματικής μετριότητας που κληρονόμησαν ελέω μηχανισμού το «αλάθητο» των μεγάλων δασκάλων.
Η αλήθεια αυτή φαίνεται και στο γεγονός ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που διαχωρίστηκε στον τρόπο που κατανοούσε εκείνη την εποχή η ιστορική σοσιαλδημοκρατία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ωστόσο, η κυριαρχία της επίσημης προσέγγισης των θεωρητικών ταγών της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν τέτοια, που δεν άφησε τον Τρότσκι να βαθύνει στις διαφορές ανάμεσα στην «εθνική» οπτική της σοσιαλδημοκρατίας και την «διεθνική» οπτική του νέου επαναστατικού ρεύματος που γεννιόταν στα σπλάχνα της. Στην πραγματικότητα, η βασική συνεισφορά του Τρότσκι έμεινε ακριβώς σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι ανακάλυψε ξανά τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα και απέρριψε την εθνοκεντρική λογική της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, γι’ αυτόν ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά η επεκτατική πολιτική των ισχυρών κρατών, αλλά η κορύφωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι έτσι, το να απαλλαγεί η εργατική τάξη από τον ιμπεριαλισμό σήμαινε ότι πρέπει να απαλλαγεί όχι μόνο από μια μορφή «εθνικού καπιταλισμού», αλλά από τον παγκόσμιο καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, η μόνη απάντηση στον ιμπεριαλισμό, η μόνη διέξοδος από αυτόν, δεν ήταν άλλη από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.
Με αυτή την έννοια η άποψη του Λ. Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι είχε αποβάλει την εθνοκεντρική οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας, διέφερε ουσιαστικά μόνο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού. Δεν μπόρεσε να βαθύνει στην ουσία της νέας περιόδου, στην ταυτότητα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού μονοπωλίου, όπως επεχείρησε ο Μπουχάριν και φυσικά ολοκλήρωσε σε μεγάλο βαθμό ο Λένιν.
Ο Τρότσκι αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο όχι ως οργανική εκδήλωση μιας νέας ποιοτικά ανώτερης φάσης μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά κυρίως ως κορύφωση μιας διαδικασίας καταστροφικής «υπέρβασης» του εθνικού κράτους, που είχε καταστεί πλέον αναγκαία από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Τρότσκι όριζε την εποχή του παγκόσμιου πολέμου ως εξής: «Οι παραγωγικές δυνάμεις που ο καπιταλισμός δημιούργησε, έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους και του κράτους. Το εθνικό κράτος, η παρούσα πολιτική μορφή, είναι πολύ στενή για την εκμετάλλευση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως, η φυσική τάση του οικονομικού μας συστήματος είναι η επιδίωξη να ξεπεραστούν τα κρατικά σύνορα. Ολόκληρος ο πλανήτης, η γη και η θάλασσα, η επιφάνεια, όπως και το υπέδαφος, έχουν μεταβληθεί σ’ ένα οικονομικό εργαστήριο, όπου τα ξεχωριστά μέρη συνδέονται αδιάρρηκτα μεταξύ τους. Αυτό το έργο κατορθώθηκε από τον καπιταλισμό. Όμως, στην προσπάθειά τους να επιτευχθεί αυτό, τα καπιταλιστικά κράτη κατέληξαν σε μια πάλη για την υποταγή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της αστικής τάξης κάθε ξεχωριστής χώρας. Αυτό που η πολιτική του ιμπεριαλισμού έχει αποδείξει περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ότι το παλιό εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στις επαναστάσεις και τους πολέμους του 1789-1815, 1848-1859, 1864-1866 και 1870 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και τώρα αποτελεί ένα αφόρητο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.»[2]    
Η άποψη αυτή που έβλεπε στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου τη μετατόπιση του «ειδικού βάρους» της ιστορικής εξέλιξης από την «εθνική οικονομία», το εθνικό κράτος, στην παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, αντικατόπτριζε περισσότερο τις βαθύτερες πολιτικές ανάγκες μετεξέλιξης των φορέων της, την ίδια στιγμή που η θεωρητική εμβάθυνση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα παρέμενε αιχμάλωτη των ανελαστικών παραδοσιακών σχημάτων της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι, ακόμη και από τους πιο προικισμένους, που στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την παλιά «εθνικο-κρατική» οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας – η οποία όλο και περισσότερο ανέδυε τη δυσοσμία της καθολικής παραίτησης από τα ταξικά καθήκοντα και της ανοιχτής προσχώρησης στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων – έβρισκαν πιο απλή την αντιστροφή των παραδοσιακών σχημάτων της καθιερωμένης μαρξιστικής ορθοδοξίας της εποχής τους.
Από τις κυρίαρχες ιδέες που είχαν αλυσοδέσει τη συνείδηση του κινήματος την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν είχαν απαλλαγεί οι θεωρητικές αναλύσεις ακόμη και κορυφαίων προσωπικοτήτων των διεθνιστών επαναστατών, όπως ήταν ο Λ. Τρότσκι. Απλά προσπαθούσε να κατανοήσει τη νέα ιστορική κατάσταση, τα νέα καθήκοντα, που το ιδιαίτερα οξύ ταξικό και πολιτικό του αισθητήριο αντιλαμβανόταν, αντλώντας θεωρητικό υλικό και επιχειρήματα από την κατεστημένη ιδεολογική συγκρότηση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η θεμελιώδης διαφορά της οπτικής του Τρότσκι με εκείνη του Λένιν και της δικής του ανάλυσης του ιμπεριαλισμού, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα και πολύ πιο βαθιά από την απλή διαπίστωση της «άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης» που όπως κι αν την αντιλαμβάνεται κανείς χαρακτήριζε τον παγκόσμιο καπιταλισμό εξαρχής, από τη γέννησή του. Κι επομένως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εξηγήσει την νέα εποχή.

Η μεγάλη στροφή στην θεωρία

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που έσπασαν τα κυρίαρχα θέσφατα της κατεστημένης μαρξιστικής ορθοδοξίας σχετικά με τον τρόπο που αυτή κατανοούσε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μέχρι τότε η κυρίαρχη λογική της σοσιαλδημοκρατίας έβλεπε την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου σαν ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών σε διαδικασία «αλληλεξάρτησης», κυρίως εμπορικής, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κάθε χώρας. Στην πράξη έβλεπαν οικονομίες ίδιου τύπου, όπου το επίπεδό τους διαφοροποιόταν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες γέννησης του καπιταλισμού σε κάθε συγκεκριμένη χώρα και «εισόδου» της στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί και πέρα ο ιστορικός δρόμος και τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει κάθε χώρα ήταν πανομοιότυπος με όλους τους άλλους και κυρίως με εκείνον που ακολούθησαν οι πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού.
Γι’ αυτό και ο μόνος διαχωρισμός που αναγνώριζε επίσημα η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης ανάμεσα στις χώρες του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν ανάλογα με το επίπεδο και τον τύπο των παραγωγικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν σ’ αυτές. Έτσι κάποιες από αυτές ήταν πρωτίστως βιομηχανικές και άλλες πρωτίστως αγροτικές. Όμως κι αυτός ο διαχωρισμός ήταν προσωρινός, μιας και το τράβηγμα μιας χώρας στην παγκόσμια οικονομία την έσπρωχνε αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική ανάπτυξη «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των ήδη ανεπτυγμένων χωρών. Η θεωρία αυτή την συναντάμε ακόμη και σήμερα μέσα από τη λογική του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού», να διεκδικεί τα εχέγγυα του πιο συνεπούς και μάλιστα επαναστατικού μαρξισμού ισχυριζόμενη ότι η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού δεν είναι παρά ένα άθροισμα εθνικών μερών του ίδιου τύπου υπό καθεστώς αλληλεξάρτησης.[3]
Η άποψη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι δεν ήταν η άποψη του Μαρξ, μιας και κατάγεται ουσιαστικά από την αντίληψη του μερκαντιλισμού για την εθνική οικονομία, ήταν αδύνατο να κατανοήσει την αποικιοκρατία παρά μόνο ως ένα λογικό και προοδευτικό φαινόμενο επέκτασης των ανώτερων παραγωγικών δυνάμεων που διέθεταν οι ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Έτσι, οι ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας δεν έβλεπαν τίποτε κακό στην αποικιοκρατική εξόρμηση των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλισμού, πέρα από το αναγκαστικό, βίαιο τράβηγμα των καθυστερημένων πληθυσμών και περιοχών του πλανήτη στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας. Γι’ αυτούς ήταν ένα αναγκαίο ξύπνημα στον σύγχρονο πολιτισμό των βαρβάρων αυτού του πλανήτη και ως εκ τούτου η μόνη διαφωνία τους με την αποικιοκρατική πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων επικεντρωνόταν στις απάνθρωπες μεθόδους που αυτές χρησιμοποιούσαν. Ολόκληρη αυτή η λογική αποτυπώθηκε στις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Στουτγκάρδη το 1907, όπου για πρώτη φορά η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διασπάστηκε γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Η μάχη τα κατοπινά χρόνια γύρω από τον τρόπο κατανόησης του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας, έκρινε όχι μόνο την τύχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την έκβαση των επαναστατικών αναμετρήσεων του κινήματος διεθνώς.
Ο Τρότσκι είχε εντελώς διαφορετική γνώμη: «Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ένα σύνολο από εθνικά μέρη ίδιου τύπου. Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι απλά συμπληρωματικά στα γενικά χαρακτηριστικά, όπως οι κρεατοελιές πάνω σ’ ένα πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές ιδιαιτερότητες αντιπροσωπεύουν έναν πρωτότυπο συνδυασμό των βασικών γνωρισμάτων της παγκόσμιας διαδικασίας.»[4] Με αυτόν τον τρόπο ο Τρότσκι επανατοποθέτησε το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού στην ορθή του βάση, δηλαδή στη βάση που το είχε τοποθετήσει και ο Μαρξ. Όμως δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ότι οι ανισότητες και οι ιστορικές καθυστερήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, όχι μόνο δεν έπαψαν να αναπαράγονται μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά άρχισαν να διευρύνονται στο έδαφος του καπιταλιστικού μονοπωλίου και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των εξαρτημένων χωρών. Ο ιμπεριαλισμός και το μονοπώλιο μετασχηματίζουν όλες τις χώρες κατά το πρότυπό τους, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν τις αποστάσεις ανάμεσά τους, οδηγούν αναγκαστικά σε μια όλο και πιο οξεία πόλωση. Μόνο έτσι μπορεί το καπιταλιστικό μονοπώλιο να αντλήσει υπερκέρδη από την παγκόσμια οικονομία.

Η άποψη του Μαρξ για τον παγκόσμιο καπιταλισμό

Για τον Μαρξ, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού, δεν είναι ένα απλό άθροισμα, μια συνηθισμένη εμπορική αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών», ή κάποιων «εθνικών καπιταλισμών». Οικονομικό υποκείμενο της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τα έθνη, τα «έθνη-κράτη», ή οι «εθνικές οικονομίες», αλλά αυτό καθαυτό το κεφάλαιο. Αντίθετα, τα έθνη, οι εθνικές οικονομίες και οι εθνικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων κρατών, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, πολύτιμο εξάρτημα του παγκόσμιου κυνηγητού για «πρόσθετο κέρδος», που χαρακτηρίζει τον επεκτατισμό του κεφαλαίου από την εποχή της εμφάνισής του έως σήμερα.
Η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό όριο. Για το κεφάλαιο όλα τα όρια, μαζί και τα σύνορα των εθνικών κρατών, των «εθνικών οικονομιών», είναι μόνο εξωτερικά, προσωρινά, ιστορικώς παροδικά, τυχαία εμπόδια, που πρέπει να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο και κατά συνέπεια ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι αδιανόητος, είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως την παγκόσμια αγορά. «Η τάση δημιουργίας – τόνιζε ο Μαρξ – της παγκόσμιας αγοράς ενυπάρχει απευθείας στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο, το οποίο οφείλει να ξεπεραστεί[5] Ο Μαρξ μιλά για μια παγκόσμια αγορά που δεν αποτελεί μια απλή «προέκταση», ούτε μια απλή αλληλεξάρτηση εθνικών οικονομιών, αλλά για απόσπαση του εθνικού εδάφους κάτω από τα πόδια του κεφαλαίου, της παραγωγής και του εμπορίου. ΜΕ αυτήν την έννοια η παγκόσμια αγορά σαν προνομιακό πεδίο δράσης του κεφαλαίου γίνεται αδυσώπητος «πολιορκητικός κριός» ενάντια στις εθνικές οικονομίες.
Έτσι, για τον Μαρξ το πραγματικό περιεχόμενο της «αλληλεξάρτησης των εθνών», που φέρνει στο ιστορικό προσκήνιο ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, είναι μια ανελέητη διαδικασία απαλλοτρίωσής τους από την παγκόσμια αγορά, με όρους που καθορίζονται πρωταρχικά, όχι από «ιστορικές ιδιαιτερότητες και καταγωγές», αλλά από τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις σε διεθνές επίπεδο για μερίδια αγοράς, εμπορικά και παραγωγικά «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και προπάντων για σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Γι’ αυτό και ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να εξιχνιάσει το μυστικό των «εθνικών ανταγωνισμών», αναζητώντας το όχι στους όρους «εθνικής ανάπτυξης» κάθε κράτους, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά πρωταρχικά στις αδήριτες αναγκαιότητες και τις αντιθέσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
Τι είναι, όμως, εκείνο που ωθεί ακατάπαυστα το κεφάλαιο να επεκτείνεται, να διεθνοποιείται και να καθολικοποιεί τους ιστορικούς όρους της συσσώρευσής του μέσα από την παγκόσμια αγορά; Η απάντηση που έδιναν παραδοσιακά οι οικονομικοί στοχαστές, εντοπιζόταν στη δυνατότητα μιας «εθνικής οικονομίας» να παράγει «περίσσευμα» αγαθών γενικά, ή ειδικά εκείνων που με όρους αγοράς διέθετε «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στις υπόλοιπες. Γι αυτό και επέμεναν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις πρωταρχικά και κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής με τη μορφή του εξωτερικού εμπορίου και κατ’ επέκταση αντιλαμβάνονταν ως βάση της παγκόσμιας αγοράς, τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.    
Για τον Μαρξ, αντίθετα, κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς και συνολικά της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, δεν ήταν το εμπόριο, αλλά η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Αυτή η οργανική ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό – με όλες τις μορφές του, χρηματική και εμπορευματική – δεν γίνεται γιατί τα κεφάλαια αυτά γενικά «περισσεύουν» από την εγχώρια αγορά, αλλά γιατί μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μαρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους[6]
Το κυνήγι αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους είναι που οι έως τότε κλασσικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ανισότιμες ανταλλαγές, μέσα από δυσμενείς εμπορικούς όρους με τις πιο φτωχές χώρες. Κι ως εκ τούτου αργά η γρήγορα η αγορά – απελευθερωμένη από τις «στρεβλώσεις» της – θα μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία. Αντίθετα, για τον Μαρξ αυτό το πρόσθετο κέρδος μπορεί να το καρπωθεί η πλούσια χώρα, ακόμη κι όταν η φτωχή δεν χάνει, αλλά κερδίζει από τις εμπορικές της δοσοληψίες: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα πλαίσια μιας χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με την θεωρία του Ρικάρντο… μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα εργασίας μιας άλλης χώρας. Ο νόμος της αξίας υφίσταται εδώ ουσιαστική τροποποίηση… Στην περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι όταν η δεύτερη χώρα κερδίζει από την ανταλλαγή…»[7]
Ο Μαρξ, λοιπόν, θεωρούσε ότι με την καθολικοποίηση των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση μιας φτωχής από μια πλούσια χώρα, μπορεί να υπάρξει ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν τυπικά και εμπορικά ισότιμες ανταλλαγές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το μονοπώλιο του κεφαλαίου μεταφράζεται πάντα σε μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, της υψηλότερης παραγωγικότητας. Μάλιστα εκτιμούσε ότι ακριβώς επειδή το κεφάλαιο τείνει στην επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου πρόσθετου κέρδους με βάση την μονοπώληση των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, τη μονοπώληση της υψηλότερης παραγωγικότητας, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και διευρυμένης αναπαραγωγής διεθνώς, χωρίς τα τεχνητά όρια που θέτουν τα αποικιακά προνόμια και τα εθνικά σύνορα. Γι’ αυτό και προέβλεπε ότι θα φτάσει η στιγμή που ο ίδιος ο καπιταλισμός θα κάνει αναγκαία την εξαφάνιση των αποικιών. Πράγμα που συνέβη, αλλά πολύ αργότερα και με αρκετά πιο διαφορετικούς όρους, από ότι προέβλεπε ο Μαρξ.
Επομένως, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη – και άρα της οικονομικής εξάρτησης των φτωχών από μια χούφτα πλούσιων χωρών – είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου από την εποχή ακόμη του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, από τη μια, μετέτρεπε ακόμη και «πολιτισμένα έθνη» σε αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, από εκείνα που κατείχαν το μονοπώλιο της πιο προηγμένης παραγωγής και, από την άλλη, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη για να αποκτήσουν τα δικά τους «συγκριτικά πλεονεκτήματα», που θα τους επιτρέψουν την απόσπαση πρόσθετου κέρδους από την εκμετάλλευση των ανταγωνιστών τους στην παγκόσμια αγορά, όπως και των λιγότερο ανεπτυγμένων, ή καθυστερημένων εθνών.
Επομένως, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο προνομιακό πεδίο διεθνοποίησης των εσωτερικών νομοτελειών του καπιταλισμού, αλλά και «τροποποίησής» τους, έτσι ώστε η ανισομέρεια και η απόκλιση ανάμεσα στα επίπεδα χωρών και περιοχών, να προσφέρουν ικανά περιθώρια «πρόσθετου κέρδους» και διαρκώς νέες δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίου. Έτσι, στο έδαφος της παγκόσμιας αγοράς, το κεφάλαιο δεν απορροφά μόνο, ούτε μεταπλάθει απλά «κατ’ εικόνα» του το σύνολο του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει την ιστορική καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, που με καταναγκαστικό τρόπο τραβά στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας.
Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε, ιδίως την εποχή του ιμπεριαλισμού, για αλληλεξάρτηση αν δεν τονίζουμε ταυτόχρονα όχι μόνο την ανισότητα και την ανισομέρεια, αλλά και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, εκμετάλλευση, υποταγή και υποτέλεια της πλειοψηφίας των λιγότερων ανεπτυγμένων χωρών από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να «δεθούν» οι χώρες αναμεταξύ τους μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κι αν δεν είμαστε αιχμάλωτοι μιας τυπικής αστικής ή μικροαστικής ερμηνείας του ιμπεριαλισμού, που παραδοσιακά τον αντιλαμβάνεται μόνο ή κυρίαρχα στο επίπεδο της στρατιωτικοπολιτικής ισχύος και κατάκτησης, τότε οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιμπεριαλιστική υποταγή και υποτέλεια πρώτα και κύρια με οικονομικούς όρους, με όρους επικυριαρχίας των παγκόσμιων αγορών, των υπερεθνικών μονοπωλίων και κεφαλαίων και φυσικά των οργάνων τους διεθνώς, όπως είναι το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.
Αυτό όπως είναι φυσικό μας αναγκάζει να διαχωρίζουμε τις εκμεταλλεύτριες από τι εκμεταλλευόμενες χώρες, να προσεγγίζουμε διαφορετικά το πρόβλημα της επανάστασης και της προετοιμασίας της σε μια ιμπεριαλιστική και σε μια εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό χώρα. Στην δεύτερη περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα είναι στενά δεμένο με το ταξικό. Με άλλα λόγια το ταξικό ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί – τουλάχιστον στην αρχή – ξεχωριστά από το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα. Και ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης δεν τίθεται μόνο υπό καθεστώς στρατιωτικοπολιτικής κατοχής, αλλά κάθε φορά που ο ιμπεριαλιστικός ζυγός γίνεται αφόρητος για τον λαό μιας εκμεταλλευόμενης χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση της αστικής τάξης, αλλά κατεξοχήν της ίδιας της εργατικής τάξης, που πρέπει να το σηκώσει, να το αναδείξει και να συσπειρώσει γύρω της τα υπόλοιπα καταπιεσμένα τμήματα του έθνους της έτσι ώστε να αποδείξει αυτό που ο ίδιος ο Τρότσκι έλεγε: «Η διαρκής επανάσταση δεν είναι ένα ‘άλμα’ για το προλεταριάτο, αλλά η ανοικοδόμηση του έθνους κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου.»[8]
Αλήθεια, τι σημαίνει αυτή η αποστροφή του Τρότσκι, την οποία είχε αφιερώσει σε όλους εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι με τη «διαρκή επανάσταση» προσπαθούσε να αποφύγει, να «υπερπηδήσει» τις δημοκρατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου στο όνομα του σοσιαλισμού; Μήπως σημαίνει ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να αναδείξει στην πάλη του για το σοσιαλισμό όλα εκείνα τα ενδιάμεσα και μεταβατικά αιτήματα που του χρειάζονται για να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους; Για το ακριβώς αντίθετο μιλούσε ο Τρότσκι. Όπως άλλωστε έκανε ανέκαθεν κάθε αληθινός μαρξιστής, λενινιστής, κομμουνιστής.
Ο ίδιος ο Τρότσκι με αφορμή τον Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο είχε γράψει σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα ενός λαού και κατηγορούσαν ως ‘σοσιαλπατριώτες’ όσους επαναστάτες καλούσαν το προλεταριάτο να σηκώσει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, τα εξής: «Δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ όλους του πολέμους με τον ίδιο τρόπο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριξαν την επαναστατική πάλη των Ιρλανδών εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, των Πολωνών εναντίον του τσάρου, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτούς τους δύο εθνικούς πολέμους οι ηγέτες ήταν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, μέλη της αστικής τάξης και σε ορισμένες περιπτώσεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας… σε κάθε περίπτωση, αντιδραστικοί καθολικοί. Όταν ο Αμπέλ Καρίμ εξεγέρθηκε εναντίον της Γαλλίας, οι δημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες μίλησαν με μίσος για τον αγώνα του «βάρβαρου τύραννου» εναντίον της «δημοκρατίας». Το κόμμα του Λέοντα Μπλουμ υποστήριξε αυτή την άποψη. Όμως εμείς, οι Μαρξιστές και Μπολσεβίκοι θεωρήσαμε την πάλη των ανθρώπων του Ριφ ενάντια στην επικυριαρχία του ιμπεριαλισμού ως έναν προοδευτικό πόλεμο. Ο Λένιν έγραψε εκατοντάδες σελίδες αποδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του να ξεχωρίζει κανείς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά έθνη και στα έθνη των αποικιών ή ημιαποικιών που συνιστούν την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών.»[9]
Το ίδιο ισχύει σήμερα και για την Ελλάδα. Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της, της εθνικής ανεξαρτησίας της, τίθεται εκ των πραγμάτων από το καθεστώς κατοχής που έχει θεσμοθετήσει το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.. Το καινούργιο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει σήμερα η αστική τάξη, η οποία ένα κομμάτι της έχει ταυτιστεί με καθεστώς κατοχής, ενώ ένα άλλο κομμάτι της – ιδίως το μη μονοπωλιακό – διαλύεται μαζί με την αποσύνθεση της εσωτερικής αγοράς. Η μόνη δύναμη που μπορεί και οφείλει να το αναδείξει ως κυρίαρχο ζήτημα είναι η εργατική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συσπειρώσει γύρω της και όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα του λαού και να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα εξουσίας. Χωρίς να αναδείξει το ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης από την σύγχρονη ιμπεριαλιστική κατοχή, δεν είναι σε θέση να θέσει ή να αναδείξει το ταξικό της ζήτημα. Χωρίς να ηγηθεί της σωτηρίας της χώρας, της ανόρθωσης του έθνους, της κατάχτησης της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την δική της εξουσία. Το να αγνοούν αυτό το γεγονός σήμερα ορισμένοι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, υπερασπιζόμενοι υποτίθεται την καθαρότητα των ταξικών στόχων του κινήματος, τότε να με συγχωρείτε αλλά ισχύει αυτό που σε μια ανάλογη περίπτωση είχε πει με τον δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ίδιος ο Τρότσκι:
«Εδώ πρόκειται είτε για πραγματικούς προδότες, είτε για παντελώς ηλίθιους. Όμως η ηλιθιότητα, ανεβασμένη σ’ αυτό το επίπεδο, ισοδυναμεί με προδοσία.»[10]
10/12/2010
Δημήτρης Καζάκης



[1] A. V. Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes, New York: Hill and Wang, 1968, σ. 66-67.
[2] Leon TrotzkyThe Bolsheviki and World PeaceNew YorkBoni & Liveright, 1918, σ. 20-21.
[3] Αν και σήμερα αυτή η παλιά σοσιαλδημοκρατική διαστροφή του μαρξισμού κυριαρχεί στην ιδεολογία της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο πιο συνεπής εκπρόσωπός της στην χώρα μας είναι ο Γ. Μηλιός, ο οποίος αποδίδει στον Μαρξ την άποψη ότι «συνέδεε πάντοτε την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με το εθνικό κράτος» και κατανοούσε την παγκόσμια οικονομία μόνο στο επίπεδο της «αλληλεξάρτησης» των «εθνικών οικονομιών» (Βλέπε χαρακτηριστικά Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό. Αθήνα: Κριτική, 1997, σ. 20, κ. ά.)
[4] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta: Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 4.
[5] Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. MoscowProgressPublishers, 1986, σ. 335
[6] Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,1978, σ. 324.
[7] Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 120.
[8] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta, Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 58.
[9] L. Trotsky, On the Sino-Japanese War, International Bulletin, Organizing Committee for the Socialist Party Convention (New York), no. 1, October 1937.
[10] Στο ίδιο.


[i] Εισήγηση στην παρουσίαση του 4ου τόμου της βιογραφίας του Τρότσκι από τον Τόνι Κλιφ, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, ΕΣΥΕΑ, 10/12/2010.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΚΥΛΛΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΚΕ


O Αντώνης Σκυλλάκος είναι ιστορικό και παλαίμαχο στέλεχος του ΚΚΕ, πουδιετέλεσε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπήρξε για πολλές θητείες βουλευτήςκαι επιτυχημένος κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του Κόμματος.
Αποκτά, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο Αντ. Σκυλλάκοςαναλαμβάνει την ευθύνη να διατυπώσει δημόσια από τον προσυνεδριακό διάλογο τη διαφωνία του με τις θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριοκαι να υποστηρίξει κατά βάση την πολιτική που διαμορφώθηκε με το 15ο Συνέδριο και η οποία, ως γνωστόν, έχει εγκαταλειφθεί ατύπως εδώ και χρόνια, ενώ και επισήμως με τις θέσεις του 19ου Συνεδρίου πετάγεται σονκάλαθο των αχρήστων!

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΚΥΛΛΑΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΚΕ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΜ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΜ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΟΥ ΡΙΖ...: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ Ε.ΠΑ.Μ. Στις 20.02.2013 κυκλοφόρησε ανακοίνωση του Συνδικαλιστικού Τομέα του ΕΠΑΜ, με...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: Τώρα, γιατί είναι ήδη αργά!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ: Τώρα, γιατί είναι ήδη αργά!: Όσο τους αφήνουμε τόσο το χειρότερο. Όσο είναι πολλοί αυτοί που ελπίζουν ότι σύντομα θα έρθει κάποια λύση, τόσο το χειρότερο γι αυτο...
ΚΥΠΡΟΣ ΩΡΑ  ΜΗΔΕΝ:

ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ, ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΝΙΣΤΙΚΟ "ΟΧΙ" ΣΤΗΝ ΤΡΟΪΚΑΝΗ ΜΑΦΙΑ, ΜΑΤΑΙΑ ΧΑΡΗΚΑΜΕ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ... 

Βρώμικος παραπλανητικός του λαού ελιγμός ήταν το όχι των πουλημένων πολιτικών της Κύπρου, για να περάσουν πιο εύκολα το προδοτικό τους ναι...

ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ ΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ ΔΕΝ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΕΙ ΤΑ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΟΧΡΗΜΑΤΙΣΤΩΝ ΔΕΞΙΑ "ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ" ΚΙ "ΑΡΙΣΤΕΡΑ"  ΕΥΡΩΛΙΓΟΥΡΙΚΑ  ΚΟΜΜΑΤΑ ΠΑΣΗΣ ΦΥΣΕΩΣ! 

ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ...

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ; ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ; (Ομιλία-συζήτηση με τον Δημήτρη Καζάκη)

Κοινή σε όλους κι όλες μας η αγωνία και τα παραπάνω ερωτηματικά. Είναι πια ολοφάνερη  η όλο και πιο καταστροφική πολιτική των μνημονίων για τον ελληνικό λαό και την πατρίδα μας. Κανείς λογικός άνθρωπος δε μπορεί να πιστέψει πια πως το παλιότερο δημόσιο χρέος που συσσώρευσαν τοκογλυφικές και κυβερνητικές πολιτικές, μπορεί να εξαλειφθεί με νέους υπερδανεισμούς σε βάρος του λαού και υπέρ των βαθύτατα ένοχων γι αυτή την  κρίση τραπεζών. Οι σημαντικότεροι Έλληνες και ξένοι οικονομολόγοι και αναλυτές το λένε ανοιχτά: Το εκρηκτικά διογκούμενο ελληνικό δημόσιο χρέος. έγινε μη διαχειρίσιμο πλέον.
Ως πότε θ΄ανεχόμαστε να μας λένε πως είναι τάχα «σωτηρία της πατρίδας μας» η καταλήστευσή μας για επανακεφαλαιοποίηση  των τραπεζών που ανήκουν (ακόμα και η «Τράπεζα της Ελλάδας» και η «Αγροτική» και η «Εθνική», όλες πια!...) σε ελάχιστους, χωρίς πατρίδα, διεθνείς ολιγάρχες;…
Γιατί το χρέος της Ελλάδας (παρά τις καθόλου σωστές και τότε κυβερνητικές πολιτικές και ρεμούλες) πριν την εγκατάλειψη του εθνικού νομίσματος ήταν απολύτως διαχειρίσιμο, ενώ αμέσως μετά την επιβολή του ευρώ άρχισε να εκτινάσσεται σε ανεξέλεγκτα ύψη;
Γιατί η Κύπρος πάντα, ως πριν ελάχιστα χρόνια είχε πολύ μικρό δημόσιο χρέος, μόλις 40% του ΑΕΠ της πριν μπει στο ευρώ και τώρα έχει 100%;…Γιατί η ΕΕ και οι ξενόδουλες κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας συναποφάσισαν το πρωτοφανές τωρινό καταστροφικό χτύπημα του ανταγωνιστικού προς τράπεζες ελβετικών ή γερμανικών, συμφερόντων (Λουξεμβούργου,Λετονίας) κυπριακού τραπεζικού συστήματος; Τι συνέπειες θα έχει αυτή η άθλια και προδοτική απόφαση για τον αδελφό λαό της Κύπρου, για την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου;
Ποια τα παραπέρα σε βάρος μας σχέδια της τρόικας εξωτερικού και της κυβερνώσας δοσίλογης τρόικας εσωτερικού;
Γιατί μόνη λύση είναι η άμεση συγκρότηση ενός ενωτικού μαζικού-πλειοψηφικού, παλλαϊκού αντικατοχικού δημοκρατικού μετώπου εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας πέρα και πάνω από μικροκομματικές ή άλλες διαχωριστικές γραμμές και προκαταλήψεις του χθες;
Με ποιους ελάχιστους απαραίτητους, κοινά αποδεκτούς άμεσους στόχους μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί αυτό; Πώς ;
Τι μπορεί, τι έχει Χρέος να κάνει σήμερα ο καθένας κι η καθεμιά μας, κάθε ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης;
Έλα κι εσύ φίλε και φίλη ν΄ ακούσεις, να ρωτήσεις ελεύθερα, να μετάσχεις στη συζήτηση με τον  γνωστόοικονομολόγο και πολιτικό αναλυτή Δημήτρη Καζάκη, Γρ/τέα του ΕΠΑΜ, γι αυτά τα ερωτήματα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 22/3/2013 ώρα 8μμ στο αμφιθέατρο του Τ.Ε.Ι. ΧΑΝΙΩΝ, (πλατεία ναού Ευαγγελίστριας, οδός Ρωμανού,Χαλέπα)
                           Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο (Ε.ΠΑ.Μ.) Χανίων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

ΚΙ ΟΜΩΣ… (απόπειρα ποίησης)



 Εφήμερης πεταλούδας  χαμοφτερούγισμα ανέμελο,
Μπρος   στ΄ αψήλου το πέταγμα αετού αιωνόβιου,
Τι να΄ναι;  

Αστραπής φωτιά, βροντή και λάμψη,
Μπρος  στην πύρινη κόλαση των σπλάχνων της Γης,
Τι να ΄ναι;

Του μεγαλύτερου φυσιογνώστη, αστρονόμου ή φιλοσόφου
Η  γνώση για την επιστήμη του,
Μπρος στις γνώσεις όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών
Για όλα όσα μπόρεσαν αυτοί να μάθουν,
Τι νά ΄ναι;

Όλες οι επιστημονικές αλήθειες,
Κάθε λογής υπερφυσικές θρησκειών δοξασίες,
Μεταφυσικές ερμηνείες, αισθήσεις και  ψευδαισθήσεις,
Πλάνες, υποκειμενικές αλήθειες ή δεισιδαιμονίες,

Μπροστά στις απόρθητες, ασύλληπτες στον Αιώνα τον άπαντα,
Του Σύμπαντος τις  μεγάλες Αλήθειες,
Μπροστά στον απέραντο Χώρο, τον άπειρο Χρόνο,
Τις ακατάπαυστες κι ανεξιχνίαστες Δυνάμεις που αγνοώντας
Του μυαλού μας τ΄ασήμαντα σύνορα, συνυπάρχουν,
Συγκρούονται, καταστρέφουν, δημιουργούν,
Κινούν μέσα μας κι έξω μας, Μικρόκοσμους και Μεγάκοσμους,
Των οποίων την ύπαρξη ψυχανεμιζόμαστε
 Ιχνηλατώντας για λίγο στην ελάχιστη ζήση μας,
 Με το φτωχό μυαλό μας,
Λίγο πέρα από  εντυπώσεις πλάνων αισθήσεων
  Τι να ΄ναι;

-Κι όμως!
 Όχι, δεν είναι μακάριοι οι «πτωχοί τω πνεύματι»!
Η  πλήρης άγνοια δεν κάνει τον Άνθρωπο ευτυχέστερο
Απ΄ όσο  η  βασανιστική, λειψή, γεμάτη νέα αναπάντητα ερωτηματικά  Γνώση!

-Το σκοτάδι δεν είναι προτιμότερο
Από το πιο αμυδρό έστω λυκόφως!

-Όπως κι από τον  Έρωτα, όσο πικρή μετάγευση κι αν μείνει,
Δεν είναι προτιμότερος ένας βίος ανέραστος…

(Κώστας Ντουντουλάκης, 17/3/2013)

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1932 και ο ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ...

Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1932

Νίκου Μπελογιάννη: "Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα"


Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα

Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα



Νίκος Μπελογιάννης

Άγρα, 2010
413 σελ.
ISBN 978-960-325-893-3, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 22,31
Για την Ελλάδα, η ιστορία του ξένου κεφαλαίου είναι στενά δεμένη με την πολιτική ιστορία των 120 χρόνων της ελεύθερης ύπαρξης του έθνους μας. Όποιος θελήσει ν' ανιστορήσει τούτη την περίοδο, πολλές φορές θα χρειαστεί να ζητήσει στους ξένους τοκογλύφους και στα κράτη που τους προστάτευαν τις αιτίες για πολλές συμφορές που βρήκαν τη χώρα μας. Κι όποιος πάλι θελήσει να γράφει για το ξένο κεφάλαιο και ιδιαίτερα για τα εξωτερικά δάνεια, δεν μπορεί να μη δέσει την ιστορία τους με πολλά από τα κυριότερα πολιτικά γεγονότα, που ξετυλίχτηκαν στην Ελλάδα τούτα τα 120χρόνια.

Νίκος Μπελογιάννης

Απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι και τη μητέρα μου, την Έλλη Παππά, να μιλάει για "το χαμένο βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη για τα αναπτυξιακά δάνεια του 19ου αιώνα και την υποδούλωση στο ξένο κεφάλαιο". Τα χειρόγραφα τα είχε δώσει, μάλλον αμέσως μετά τη Βάρκιζα, για δημοσίευση στην ΚΟΜΕΠ και από τα πρώτα πράγματα που της είχε πει εκείνος όταν γνωρίστηκαν, ήταν η πικρία του που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ. Μοναδική γραπτή αναφορά στην ύπαρξη των χειρογράφων έχουμε στην τελευταία επιστολή του Ν. Μ. από το κελί των μελλοθανάτων (12.3.52): "... Η ανάπαυλα του 1945 μου 'δοσε την δυνατότητα να συνεχίσω διάφορες μελέτες μου και να τελειώσω και δυο βιβλία μου: Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και Η ιστορία της Ελληνικής λογοτεχνίας, που όμως είναι ακόμη και τα δύο ανέκδοτα, γιατί οι νέοι διωγμοί εμπόδισαν την έκδοσή τους."
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)

Ο Νίκος Μπελογιάννης γράφει ένα βιβλίο για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα για να επιβεβαιώσει, στο πεδίο τής οικονομίας και στη συνάφειά της με την κοινωνία και την πολιτική, το παραπάνω θεώρημα. Έτσι λοιπόν, κατά τον συγγραφέα, ο ανολοκλήρωτος αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, η αρπακτικότητα της "αστοκοτζαμπάσικης " συμμαχίας, οι δεσμοί εξάρτησης και υποταγής στον ξένο παράγοντα που ως εγγυητή τους είχαν τη μοναρχία και ως ιδεολογικό επικάλυμμα τη Μεγάλη Ιδέα, τέλος, η ψευδής θεωρία της φτώχειας ως εγγενούς χαρακτηριστικού της ελληνικής πραγματικότητας, ήταν οι μεγάλοι ένοχοι για την ψεύτικη ανεξαρτησία, την οικονομική καχεξία της χώρας και τη δυστυχία του λαού. Η υλικότητα της οικονομίας, και μάλιστα το μέρος που σχετίζεται με το δανεισμό και τη διαχείριση των σχετικών πόρων, επιλέγεται ως προνομιακό πεδίο για την κορύφωση της κριτικής του Μπελογιάννη στο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύμπλεγμα και τη συμμαχία του με το ξένο κεφάλαιο, η δράση των οποίων σκιαγραφείται ως ένα αμοραλιστικό συνεχές συνωμοσιών και δολοπλοκιών εις βάρος του λαού.

Η Βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα - του Δημήτρη Μπάτση



ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ

Ή εργασία μου αύτη γράφτηκε με τη βέβαιη προοπτική πως παρ” όλα τα εμπόδια και παρ” όλες τις πολύμορφες επεμβάσεις, ο ελληνικός λαός που αγωνίστηκε ηρωικά και έδιωξε τον ξένο κατακτητή, θ” ανοίξει και πάλι με τον αγώνα του διάπλατα το δρόμο για τη δημοκρατική ανοδική πορεία του και θ” αρχίσει με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια ορμή και αυτοθυσία να χτίζει την ερειπωμένη από τη φασιστική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο πατρίδα μας.

Η Ελλάδα θα γίνει και εθνικά και οικονομικά πραγματικά ελεύθερη. Μόνον τότε και η ανοικοδόμηση θα γίνει από το Λαό και για το Λαό. Θα σπάσουν τα δεσμά και θ” αλλάξει ριζικά η διάρθρωση της σημερινής οικονομίας μας, θ” ανοίξει ο δρόμος για να λυτρωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της νεοελληνικής κοινωνίας.

Και ο δρόμος αυτός μας οδηγεί στην ορθολογιστική οργάνωση και στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας, στη δημιουργία ανώτερης τεχνικής βάσης, στη γοργή συσσώρευση των οικονομικών μέσων για ν” ανθίσει και σ” εμάς γερή, προοδεμένη κοινωνική ζωή.

Μόνον τότε θα δημιουργηθούν και θα εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις για μια ακόμα πιο ψηλή κοινωνική επιδίωξη: την σοσιαλιστική κοινωνία.
Για το χτίσιμο της καινούριας Ελλάδας δουλεύουν σήμερα, μέσα σε τραγικές συνθήκες και αψηφώντας κάθε κίνδυνο, όλοι οι προοδευτικοί επιστήμονες πλάι στον αδάμαστο ελληνικό λαό, προσφέροντας ακόμη και τη ζωή τους, στερεώνοντας έτσι τη νίκη του.

Σ” όλους αυτούς τους ηρωικούς αγωνιστές προσφέρω κι εγώ τη μικρή μου τούτη συμβολή.

Θεωρώ ακόμη υποχρέωση μου να ευχαριστήσω θερμά: τον καθηγητή Ν. Κιτσίκη, γενικό γραμματέα της «ΕΠ- ΑΝ», για το διαφωτιστικό του πρόλογο, τον παιδαγωγό Κ. Δ. Σωτηρίον, αντιπρόεδρο της «ΕΠ – ΑΝ» στην επεξεργασία της δημοτικής γλώσσας που χρησιμοποίησα στο βιβλίο μου, το μηχανικό Σ. Ν. Σταυρόπουλο, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της «ΕΠ – ΑΝ» για την πρόθυμη συνεργασία τον σε ορισμένα τεχνικά σημεία καθώς και τους συναδέλφους μου του οικονομολογικού τομέα της «ΕΠ – ΑΝ».

“Αθήνα, Ιούνιος 1947
Δ. Μπάτσης


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βαριά βιομηχανία στην “Ελλάδα, δηλαδή Αξιοποίηση και μεταλλουργική μετουσίωση του εκλεκτού, ποικίλου και άφθονου μεταλλευτικού πλούτου της, μηχανική επεξεργασία των προϊόντων της μεταλλουργίας, κατασκευή μηχανών και γενικότερα των μέσων παραγωγής, ίδρυση ναυπηγείων, εγκατάσταση ηλεκτροχημικών εργοστασίων, χωρίς προνομιακές παραχωρήσεις στο ξένο κεφάλαιο, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την οικονομική αποτελμάτωση, τον μόνον τρόπο για μια σταθερή προοδευτική οικονομική εξυγίανση και ανόρθωση, τον λυτρωμό της ελληνικής οικονομίας και της εθνικής εργασίας από τα δεσμά του ξένου κεφαλαίου, την επιδίωξη κάθε πολιτικής πραγματικά εξυπηρετικής των συμφερόντων του λαού.

Βαριά βιομηχανία στην “Ελλάδα, πάνω σε ορισμένες οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις, σημαίνει διάσπαση τον κλοιού της κακομοιριάς και της μοιρολατρίας, αποτίναξη τον ζυγού της ξένης κηδεμονίας και έξοδο στην πλατειά λεωφόρο, πού οδηγεί τις μεγάλες λαϊκές μάζες στην ευημερία, στην πρόοδο και στον πολιτισμό.

Βαριά βιομηχανία μέσα σε πλαίσιο πραγματικής δημοκρατίας δημιουργεί λαό ικανό και του παρέχει τα μέσα για την αντιμετώπιση κάθε επιβουλής της ακεραιότητας του, κάθε προσβολής της ανεξαρτησίας του.

Βαριά βιομηχανία στην “Ελλάδα είναι απόλυτα δυνατή και πραγματοποιήσιμη. Όλες οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Το ενεργειακό μας δυναμικό, σε υδατοπτώσεις και σε στερεά καύσιμα, ανεβαίνει σε πολλά δισεκατομμύρια κιλοβατώρια το χρόνο. Είναι υπεραρκετό για να φέρει την ενεργειακή κατανάλωση, κατά κάτοικο, γύρω στους μεγάλους Αριθμούς, που χαρακτηρίζουν τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Τα βεβαιωμένα αποθέματα μερικών μεταλλευμάτων είναι πολύ μεγάλα, άλλα οπωσδήποτε αρκετά, τα πιθανά όμως αποθέματα ξεπερνούν τις ανάγκες και τις δυνατότητες των πρώτων πολύχρονων σχεδίων, χωρίς ν’ αποκλείουν το ενδεχόμενο απόλυτης επάρκειας για το απώτερο μέλλον.

Οι λίγοι επιστήμονες που εδώ και λίγα χρόνια μελετούν τις δυνατότητες εκβιομηχάνισης της χώρας είναι κυρίως τεχνικοί. Τους οφείλεται η αναγνώριση ότι, πριν ακόμα συστηθούν οι πολυδάπανες επιτροπές ανασυγκρότησης και υπηρεσίες ανοικοδόμησης, χωρίς επίσημη εντολή, χωρίς κρατική υλική βοήθεια ή ηθική ενίσχυση, ανάλαβαν το δύσκολο έργο να βεβαιώσουν τις προϋποθέσεις και να κηρύξουν με μελέτες και δημοσιεύσεις, σαν άτομα ή επιτροπές, την ανάγκη και τη δυνατότητα Ανάπτυξης ορισμένων κλάδων της βαρείας βιομηχανίας ή άλλων βιομηχανιών, γενικά της τόνωσης της βιομηχανικής δραστηριότητας της χώρας.

Πολλοί απ” αυτούς είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι το ξένο κεφάλαιο και ορισμένοι «μεγάλοι μας φίλοι», που το καθοδηγούν και του ανοίγουν το δρόμο, θα υποστήριζαν τη δημιουργία εθνικής βαρείας βιομηχανίας στην “Ελλάδα, χωρίς να σκέπτονται ότι εθνική βαριά βιομηχανία σημαίνει οικονομική και επομένως πολιτική ανεξαρτησία της χώρας. Οι περισσότεροι οικονομικοί επιστήμονες όμως, καλύτερα τοποθετημένοι στα πλαίσια των συμφερόντων του διεθνούς καπιταλισμού, δεν έδειξαν, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, κανένα ενδιαφέρον για τέτοιου είδους προτάσεις των τεχνικών. (* Ν. Κιτσίκη, «Πρυτανικός λόγος 13 – 11 – 43», Αθήναι 1943).

Έμειναν στο πλαίσιο των επιταγών τού δυτικού κλίματος, πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση πολιτικών επιδιώξεων της στιγμής ή οικονομικών συμφερόντων ατόμων και συγκροτημάτων.

Έτσι, το τεράστιο ερωτηματικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδας, συνδυάστηκε κατά τέτοιο τρόπο με τα ζητήματα των οικονομικών επανορθώσεων και των εδαφικών αξιώσεων, ώστε να προκύψει ή πολιτική της επαιτείας, της οικονομικής υποδούλωσης και τού ζωτικού χώρου. Οικονομικός που πριν από λίγα χρόνια προπαγάνδιζε τον ενεργειακό και μεταλλευτικό πλούτο, τις δυνατότητες βαριάς βιομηχανίας, μπήκε στη διάθεση των αρνητών της βιωσιμότητας. Η τοποθέτηση αυτή επιστημόνων και δημοσιολόγων θεωρήθηκε σαν πατριωτική εκδήλωση, με αποτέλεσμα να καταπνίξει τη μόνη σωστή προσπάθεια για την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου, δηλαδή ακριβώς εκείνη πού θα ενίσχυε τις αξιώσεις για οικονομικές επανορθώσεις και θα τοποθετούσε κάθε οικονομική βοήθεια πάνω στην ορθή της βάση, της αξιοποίησης τού φυσικού μας πλούτου. Οι αισιόδοξοι για τα αποθέματα του λιγνίτη και των μεταλλευμάτων, οι υποστηρικτές πολλών δισεκατομμυρίων κιλοβατωρίων ενέργειας από τις υδατοπτώσεις ήταν προδότες. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν.

Ύστερα από πικρές διαψεύσεις σχετικά με τις διαθέσεις των ξένων δυνάμεων – εκείνων που ρυθμίζουν σήμερα την «επίσημη» εξωτερική μας πολιτική – στην υποστήριξη μιας απροκάλυπτης πολιτικής ζωτικού χώρου, οι οικονομολόγοι και οι «ειδικοί» αναγνώρισαν – προσωρινά τουλάχιστον – την ανάγκη στροφής στην τηρηθείσα τακτική τους, την ανάγκη κατάρτισης όπως-όπως σχεδίου ανασυγκρότησης. Φημολογούνται αλλά και διαψεύδονται τέτοια σχέδια, που, αν υπάρχουν, δεν μπορεί παρά ν” αποτελούν πρόχειρες συρραφές ανεξέλεγκτων προτάσεων. Γιατί σχέδιο ανασυγκρότησης είναι αδύνατο να καταρτισθεί μέσα στην αχλή του μυστηρίου, χωρίς να σημειωθεί συναγερμός των λαϊκών οργανώσεων και όλων των επιστημόνων που είναι ενδεδειγμένοι να παραστούν και να συντελέσουν στη γένεσή του.

Την ανάγκη συστηματικής μελέτης της σχεδιασμένης Εκβιομηχάνισης κατάλαβαν πρώτοι οι προοδευτικοί επιστήμονες, που, από τα χρόνια της κατοχής, οραματίζονταν μια καινούρια Ελλάδα και κήρυτταν ότι «η εκβιομηχάνιση της χώρας πρέπει να είναι σκοπός όλων εκείνων που θα ρυθμίζουν στο μέλλον τις τύχες του έθνους» . (Ή μελέτη αύτη του κ. Μπάτση κατατέθηκε και σαν εισήγηση στον οικονομολογικό τομέα της «ΕΠ-ΑΝ» για το θέμα της βαρείας βιομηχανίας και της σχεδιασμένης εκβιομηχάνισης).

Οι επιστήμονες αυτοί συγκράτησαν πριν από δύο χρόνια την «’Επιστημονική εταιρεία μελέτης νεοελληνικών προβλημάτων» (ΕΠ-ΑΝ), με σκοπό τη μελέτη των προβλημάτων της ανοικοδόμησης, μέσα στα όποια παίρνει κεντρική θέση και ξεχωριστή σημασία η σχεδιασμένη εκβιομηχάνιση της Ελλάδας. Στο «Α” Πανελλήνιο Συνέδριο Επιστημόνων», που με πρωτοβουλία της «ΕΠ-ΑΝ» συγκαλείται τους προσεχείς μήνες στην Αθήνα, θα εκτεθούν πλατειά οι αντιλήψεις των επιστημόνων μας πάνω στα προβλήματα της ανοικοδόμησης, τεχνικής, πνευματικής, κοινωνικής.

Ένας από τους κυριότερους παράγοντες αυτής της κίνησης, τόσο στην προπολεμική περίοδο όσο και στη ζωή της «ΕΠ-ΑΝ», υπήρξε ο νεαρός οικονομολόγος κ. Δημ. Μπάτσης. Ή συμβολή του στην οργάνωση της εταιρείας, στην ορθή τοποθέτηση των προβλημάτων που την απασχολούσαν, στην οικονομική συμπλήρωση του έργου των τεχνικών ήταν αξιόλογη. Κατόρθωσε ν” αποκτήσει πολύ πλατειά κατανόηση των τεχνικών προβλημάτων, ακριβή γνώση των θεμελιωδών εννοιών της επιστήμης του μηχανικού και εποπτική ικανότητα των μεγάλων γραμμών της τεχνικής ανοικοδόμησης. Ό κ. Μπάτσης παρουσιάζει το μοναδικό παράδειγμα Έλληνα οικονομολόγου, κινουμένου με απόλυτη άνεση μέσα στα μεγάλα ζητήματα της τεχνικής, σε σημείο ώστε όχι μόνο να τα φωτίζει σωστά από την οικονομική σκοπιά, αλλά ακόμα να μορφώνει ορθή κρίση για την τεχνική τους σημασία και αποτελεσματικότητα.

Χάρη στις ικανότητες αυτές του κ. Μπάτση, οι προοδευτικοί τεχνικοί απόκτησαν έναν πολύτιμο σύμβουλο και το τεράστιο πρόβλημα της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας τον απαραίτητο οικονομικό συμπαραστάτη.

Τα αγωνιώδη ερωτήματα, που προκαλούσαν οι μελέτες των τεχνικών, βρίσκουν τώρα την απάντηση τους στο έργο: «Ή βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα». Το κενό συμπληρώνεται και στα μεγάλα προβλήματα, πού αφορούν όχι μόνο την ευημερία, παρά αυτήν την ύπαρξη του ελληνικού λάου, βρίσκουν στο βιβλίο αυτό τις πιο φωτεινές, τις πιο εξυπηρετικές λύσεις των λαϊκών συμφερόντων.
Στο έργο του κ. Μπάτση, με σαφήνεια και απλότητα που πραγματικά αιχμαλωτίζουν, αναπτύσσονται οι απόψεις των τεχνικών για τις δυνατότητες βαρείας μεταλλουργικής και χημικής βιομηχανίας. Δίνονται τα συμπεράσματα των τεχνικών μελετών, αναφορικά με την ύπαρξη των προϋποθέσεων, δηλαδή του ορυκτού και ενεργειακού πλούτου, διατυπώνονται κρίσεις για την αξία των αριθμών που χαρακτηρίζουν τον όγκο των αποθεμάτων και το ενεργειακό δυναμικό. Ιδιαίτερη θέση παίρνει το ζήτημα των λιγνιτών και με πολλή προσοχή, σε ικανή έκταση, εξετάζεται σε διάφορες θέσεις του βιβλίου η αξιοποίηση των υδατοπτώσεων. Κόστος, τιμή και κατανομή της ηλεκτρενεργείας γίνονται αντικείμενο λεπτολόγου.

Δεσπόζουσα θέση στο έργο κατέχει η μεταλλουργία τον σιδήρου καθώς και η μεταλλουργία των άλλων μετάλλων αλουμινίου, μαγνησίου, χρωμίου, μαγγάνων, νικελίου. Δίνει όμως μεγάλη σημασία και στις χημικές βιομηχανίες αζώτων, λιπασμάτων, σόδας, χαρτοπολτού, ανθρακασβεστίου, τσιμέντου, γενικά στις ηλεκτροβόρες χημικές βιομηχανίες. Η επι-στημονική ανάπτυξη και κριτική των τεχνικών αντιλήψεων γίνεται με ακρίβεια, η τοποθέτηση των ζητημάτων και η Άσκηση μιας Ανεπηρέαστης ανάλυσης των διαφόρων μελετών προδίδουν κατανόηση και αντικειμενικότητα.

Αλλά ή άξια τον έργου του κ. Μπάτση, εκτός από την πολύτιμη συγκέντρωση και κριτική επισκόπηση τον έργου των τεχνικών, είναι η αναζήτηση τον οικονομικού πλαισίου για την τοποθέτηση των τεχνικών λύσεων, η αναζήτηση της μορφής της οργάνωσης για τη λειτουργία των κλάδων της βαριάς βιομηχανίας, η αντιμετώπιση του ρόλου του ξένου κεφαλαίου και των σχεδίων των ξένων οικονομικών οργανισμών στην περίπτωση τροπής της οικονομίας μας.

Προκειμένου να διατυπωθεί το οικονομικό σχέδιο για την εκβιομηχάνιση, δίνονται πρώτα οι γενικοί όροι και οι ειδικές προϋποθέσεις για την κατάρτιση ενός τέτοιον σχεδίου. Στο σημαντικό αυτό μέρος του έργου αναλύονται οι κατευθύνσεις και εκθέτονται τα γενικά μέτρα για την μετάπλαση της οικονομίας. Εξετάζεται σε συνέχεια το βασικής σημασίας θέμα για τη σχέση της σχεδιασμένης οικονομίας με την εκβιομηχάνιση. Εδώ εξηγείται πώς το παραγωγικό σχέδιο δεν «έγκειται στο αράδιασμα αριθμών και καθηκόντων» και αναπτύσσεται η θέση που διατύπωσε ο οργανωτής και εμψυχωτής της πρώτης σοσιαλιστικής δημοκρατίας στην ιστορία των λαών, πως «στην πραγματικότητα το παραγωγικά σχέδιο είναι ή ζωντανή και πρακτική δράση εκατομμυρίων Ανθρώπων».

Αφού αναπτυχτεί τί είναι σχέδιο στη σοσιαλιστική οικονομία και ποιοι οι βασικοί νόμοι στη νομοτέλεια ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, εξετάζεται η σχεδιασμένη οικονομία στην άμεση μεταβατική περίοδο και τοποθετείται η βαριά βιομηχανία σαν ένα από τα βασικά της καθήκοντα. Δίνονται οι μεγάλες γραμμές για την κατάρτιση πρώτου σχεδίου βαρείας εκβιομηχάνισης και αναπτύσσεται η προοπτική για την παραπέρα σχεδιασμένη Ανάπτυξη των κλάδων της.
Τις τοποθετήσεις του κ. Μπάτση συνοδεύει μια συστηματική κριτική της προπολεμικής κατάστασης, των σημερινών αντιλήψεων και των προτεινομένων λύσεων.

Αξιόλογη είναι η εξέταση της ενεργειακής βάσης ενός τέτοιου σχεδίου και αξιοπρόσεχτες οι γνώμες πού διατυπώνονται τόσο σχετικά με τις μεθοδολογικές διαφορές ανάπτυξης της ορθολογικής ενεργειακής οικονομίας σε καπιταλιστικές συνθήκες και μέσα στη λαϊκή οικονομία, όσο και σχετικά με τη συστηματική ανάπτυξη και οργάνωση της ελληνικής ηλεκτρικής οικονομίας και για το ενιαίο εθνικό δίχτυ.

Η βαριά βιομηχανία σαν βασικός συντελεστής στην εσωτερική συγκρότηση και οργανική ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας είναι η κύρια οικονομική θέση του έργον. Εξετάζεται η παραγωγικότητα, η οικονομική αποδοτικότητα, η αύξηση του συνολικού κοινωνικού εισοδήματος. Αντιμετωπίζεται το μεγάλο ζήτημα της βιωσιμότητας ιστορικά και κριτικά. Βγαίνουν συμπεράσματα πολύ ενθαρρυντικά για κάθε αντικειμενικό μελετητή, πού δεν κάνει πολιτική των περιστάσεων.
Η χρηματοδότηση των έργων, γενικότερα το δυναμικό και οι πόροι της ελληνικής οικονομίας για την εκβιομηχάνιση, αποτελεί τεράστιο πρόβλημα που βρίσκει τη μόνη ορθή τοποθέτηση στο βιβλίο του κ. Μπάτση.

Πλούσιος φωτισμός τεχνικών και οικονομικών ζητημάτων χαρακτηρίζει την κριτική ικανότητα του συγγραφέα. Ανατέμνονται με ολοκληρωτική κατανόηση οι διάφορες προτάσεις και «σχέδια» που παρουσιάστηκαν τον τελευταίο καιρό και διαγράφονται ανάγλυφες οι αντιθέσεις του καθενός. Η κάποια οξύτητα που συναντάται σε μερικά σημεία τον βιβλίου αποτελεί αναγκαιότητα, που αξιολογεί συγκριτικά τις διάφορες θέσεις για τη διαλεκτική ανάδειξη της αλήθειας.
Αλλά μερικές «θέσεις» του κ. Μπάτση έχουν ανάγκη ιδιαίτερης έξαρσης.

Ευθύς από την εισαγωγή τοποθετεί τις αφετηρίες του. Τον πλούτο του ελληνικού εδάφους και υπεδάφους δεν τον βλέπει μόνο σαν μια πηγή εθνικού εισοδήματος, που θα μπορούσε σε ορισμένη στιγμή να αντικατασταθεί μερικά ή ολικά από μια άλλη πηγή. Τον βλέπει σαν βασικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας, που θα επιτρέψει «την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού του τόπου και τη ριζική μετατροπή στη διάρθρωση της οικονομίας τους». Τον βλέπει για στοιχείο που θα βοηθήσει «την πραγματοποίηση της εσωτερικής συσσώρευσης σε μεγάλη κλίμακα, συσσώρευσης πού ματαιώνεται με την εξάρτηση της οικονομίας μας από την αγορά του εξωτερικού» και με την προσπάθεια της «τοκογλυφικής δράσης του ντόπιου κεφαλαίου μέσα από μορφές τεχνητού μονοπωλίου».

Δικαιολογείται έτσι ή μελλοντική προοπτική που εκφράζει το κήρυγμα: «Αξιοποιείστε το φυσικό πλούτο κάθε τόπου στον ανώτερο δυνατό βαθμό».
Ή αρχή αυτή της κοινωνικής ανάπτυξης, χωρίς βαθιές ανταγωνιστικές αντιθέσεις, ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα της παραγωγής, η αρχή δηλαδή της αδιάκοπης ανόδου της παραγωγής, που αποτελεί τον οικονομικό νόμο στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού — ολότελα αντίθετη προς τον τυφλό «νόμο» της προσφοράς και ζήτησης που κυριαρχεί στην «κλασική» οικονομία των καπιταλιστικών χωρών -και που ωστόσο, με την καταπληκτική της απλότητα, αποτελεί το κλειδί της ανθρώπινης ευημερίας, είναι ο πυρήνας, που γύρω του αναπτύσσεται όλο το οικοδόμημα της συστηματικής, συνειδητής και ορθολογικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρώπινης κοινωνίας, που ονομάζεται σοσιαλιστική οικονομία. Ανάπτυξη της παραγωγικότητας για την αύξηση της εσωτερικής συσσώρευσης για τη διεύρυνση της αναπαραγωγής.

Αύξηση λοιπόν της παραγωγικότητας με ταχύτερους ολοένα ρυθμούς, για την αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και ικανότητας στην απόκτηση οικονομικών αγαθών για την ανύψωση, ένα λόγο, του υλικού και εκπολιτιστικού επιπέδου των εργαζομένων.

Οπως είπαμε και παραπάνω η βαριά βιομηχανία, με τις δυνατότητες που ημέρα με την ημέρα αποδείχνονται από δικούς μας και ξένους όλο και πιο μεγάλες, προβάλλεται για θεμέλιο της ανάπτυξης βιομηχανίας στην Ελλάδα. Βάση της βαριάς βιομηχανίας είναι η ενεργειακή αξιοποίηση. Ο ορυκτός πλούτος σε καύσιμα και οι υδραυλικές δυνάμεις είναι οι βιομηχανικές πηγές ενέργειας.

Είναι βέβαιο πως οι υδραυλικές δυνάμεις έχουν μια ιδιαίτερη αξία στον πίνακα των ενεργειακών πηγών. Είναι πρώτα-πρώτα πηγές «ανεξάντλητες». Ύστερα η αξιοποίηση τους γίνεται κατά 60%-70% με εγχώρια εργασία. Τεράστιο τμήμα της δαπάνης – τα τρία τέταρτα περίπου για τα εργοστάσια παραγωγής – άφορα έργα αιώνια, όπως τα φράγματα, οχετοί, οι θλιπτικοί θάλαμοι. Και τελικά τα έργα δέσμευσης των υδραυλικών δυνάμεων έχουν άμεσες δευτερογενείς ευεργετικές συνέπειες στην εδαφική βελτίωση και τη γεωργία όχι μόνο των γύρων τους περιοχών αλλά σε πολύ ευρύτερη κλίμακα.

Ο συνηθισμένος υπολογισμός που μας δίνει το κόστος της μονάδας και βαραίνει στους λογαριασμούς της στενής επιχειρηματικής οικονομίας είναι λαθεμένος, μέσα στα πλαίσια της καθολικής εθνικής οικονομίας. Δεν είναι αυτή καθαυτή η αποδοτικότητα του κεφαλαίου μέσα σε ασφυκτικά στενόκαρδα οικονομικά πλαίσια παρά η παραγωγικότητα των έργων, που πρέπει να εξετάζεται πρωταρχικά.

Ωστόσο η υπεροχή αυτή της υδραυλικής ενέργειας δεν μπορεί ν αποτελέσει δόγμα καταδικαστικό για τις άλλες πηγές. Συμμετρικά πρέπει ν” αναπτυχθούν και οι θερμικές πηγές της χώρας. Ώσπου να γίνουν και να αποδώσουν τα υδραυλικά έργα στο σύνολο τους, παράλληλες θερμικές πηγές, που έχουν την ευχέρεια της άμεσης αξιοποίησης, πρέπει ν” αναπτυχτούν. Τα καύσιμα μιας χώρας, με τη διπλή τους ιδιότητα των φορέων ενέργειας και της πρώτης ύλης για χημική επεξεργασία, πρέπει ορθολογικά να εντάσσονται σε ένα σχέδιο αξιοποίησης.
Και ο κ. Μπάτσης – κρίνοντας πολύ ορθά – στέκει αντίπαλος όχι μόνον των «αμιγών» λύσεων μα και των απ” αρχής μονόπλευρων.

Η ενεργειακή αξιοποίηση συμβαδίζει με την ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων σε σίδερο, σε αργίλιο, σε μαγνήσιο, που διαθέτει ο τόπος, η παραγωγή σόδας και νιτρικών ενώσεων, είναι τα στερεά βάθρα που θα βαστάξουν επιβλητικό το οικοδόμημα της ελληνικής βιομηχανίας. Παράλληλα θα γίνει η εκμετάλλευση των άλλων ορυκτών. Το νικέλιο, το χρώμιο, το μολύβι, ο ψευδάργυρος, ο χαλκός, το μαγγάνιο, το αντιμόνιο, το μολυβδαίνιο, το θειάφι, το βάριο, ο χαλαζίας, η σμύριδα ακόμα το χρυσάφι και το ασήμι, υπάρχουν στον τόπο μας. Η ορθολογική διάρθρωση της οικονομίας μας δεν μπορεί να αμελήσει τον ακριβέστερο προσδιορισμό τους και την εκμετάλλευση τους.

Η δημιουργία σοβαράς μεταλλουργικής βιομηχανίας όχι μόνο επιτρέπει, μα επιβάλλει την ίδρυση σοβαράς μηχανουργικής, σε συνέχεια ναυπηγικής και γενικότερα την ολοκλήρωση της βαρείας βιομηχανίας, πού επεξεργάζεται τις πρώτες ύλες, κατασκευάζει τα μέσα παραγωγής και μεταφοράς, αποτελεί τη γενέτειρα κάθε προγράμματος.

Για το λόγο αυτό ο κ. Μπάτσης αφιέρωσε μεγάλο μέρος από την προσπάθεια τον στην επεξήγηση του πρωταρχικού ρόλου της βαριάς βιομηχανίας και στην απόδειξη πως υπάρχουν στην “Ελλάδα οι φυσικές και οικονομικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της.

Το ερώτημα γιατί δεν έγινε ως τώρα καμιά απαρχή βαριάς βιομηχανίας στην Ελλάδα, βρίσκει την απάντηση του στο γεγονός ότι όλη η πολιτεία των ξένων απέναντι μας, ως τα σήμερα, δείχνει ότι όταν επέμειναν να μας «προστατεύσουν» έβρισκαν πάντοτε τρόπο να μας κρατούν σε  υπανάπτυξη.
Η μεγάλη ευθύνη της άρχουσας τάξης στην “Ελλάδα είναι ότι δεν έλυσε βασικά – και για την ανάπτυξη τού ίδιου του κεφαλαίου της — κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα και δεν κατόρθωσε ν” αντισταθεί σε τέτοιου είδους «προστασία», δε θέλησε δηλαδή παρακάμπτοντας τις αντιξοότητες ν’ αναπτύξει τον αστικό μετασχηματισμό, ν” αναπτύξει μια παραγωγικά γερή οικονομία με μια πλατειά αγορά. Σε μας προτιμήθηκε η «οδός της ήσσονος αντιστάσεως», ο άνομος συμβιβασμός των εγχώριων κερδοσκόπων προς τούς ξένους χρηματοδότες και τούς πολιτικούς τον ιμπεριαλισμού σε βάρος του ελληνικού λαού.  Η εξέταση των εξωτερικών δανείων και οι συμβάσεις με ξένους το βροντοφωνάζουν.

Το ξένο κεφάλαιο αναπτύσσει μονάχα τους κλάδους πού δεν είναι εμπόδιο στους βασικούς σκοπούς για την τοποθέτηση και την ανάπτυξη του. «Να εκβιομηχανίσει τη χώρα το ξένο κεφάλαιο με την έννοια του μετασχηματισμού της από εξαρτημένη και καθυστερημένη σε αναπτυγμένη εσωτερικά χώρα ήταν απαράδεκτο, αντιφατικό και ασυμβίβαστο με τα γενικότερα ιμπεριαλιστικά του συμφέροντα και τις συγκεκριμένες επιδιώξεις του στον τόπο μας», γράφει ο κ. Μπάτσης. Για δε το ρόλο της άρχουσας τάξης του τόπου μας λέγει: «Η κυρίαρχη εκμεταλλεύτρια τάξη ήταν ένας εμπορικώς υπηρέτης του ξένου κεφαλαίου, ο υποτακτικός του μεσολαβητής».

Σήμερα, χάρη στην εργασία και τις ενδείξεις που παρουσίασε η έρευνα μερικών τεχνικών, δεν αμφισβητούνται οι τεχνικές προϋποθέσεις για την ίδρυση βαριάς βιομηχανίας. Ωστόσο παρά τη διαπίστωση αυτή δεν αποφασίζουν οι διάφοροι αρμόδιοι να αναγνωρίσουν πως υπάρχουν και οι οικονομικές προϋποθέσεις. Εξακολουθεί τον απαίσιο ρόλο της η στείρα και αποστεωμένη αντίδραση, ο συμφεροντολόγος συντηρητισμός σε απελπιστική ανάμιξη με τους ξένους «εμπειρογνώμονες» και «ειδικούς».

Ό κ. Μπάτσης από φιλοσοφική κατάρτιση και ειδίκευση στον διαλεκτικό υλισμό, από προοδευτική τοποθέτηση στην οικονομική επιστήμη, επιδιώκει ακολουθώντας τη λειτουργία των νόμων της οικονομικής επιστήμης, να φωτίσει τα φαινόμενα στην κίνηση τους, να καταστήσει φανερή την ορθή πορεία τους και να καταδείξει την τεράστια διαφορά μεταξύ του μονοπωλιακού κερδοσκοπικού ρόλου του κεφαλαίου και του εποικοδομητικού παραγωγικού έργου της συγκεντρωμένης οργανικής και ανόργανης μάζας των οικονομικών αγαθών και των οικονομικών μέσων, όταν με την αύξουσα εσωτερική συσσώρευση, αυτή μπαίνει στην υπηρεσία των σκοπών της λαϊκής οικονομίας και του φορέα της εθνικής εργασίας, του εργαζόμενου λαού.

Η έννοια της παραγωγικότητας της εργασίας, χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα για τη σπουδή της ελληνικής οικονομίας. Η ανάλυση και ο σχηματισμός της αξίας, οι διαπιστώσεις για τον προορισμό της εθνικής προσόδου και του καθαρού εισοδήματος, η σπουδή της αγροτικής μας οικονομίας όπως είναι σήμερα, η φωτεινή ανάλυση της ανασταλτικής επιρροής της θεωρίας της «πλήρους απασχολήσεως» είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα, επιστημονικότερα και διαφωτιστικότερα κεφάλαια του βιβλίου. Βέβαια η γνώμη ενός τεχνικού δεν είναι αρκετή για την έξαρση της σημασίας των κεφαλαίων αυτών, οπωσδήποτε όμως αποτελεί την ειλικρινή εκδήλωση ενός απόλυτα ικανοποιημένου αναγνώστη, αιχμαλωτισμένου από την αισιοδοξία που βγαίνει μόνη της, πηγαία, από την αγνή επιστημονική ανάλυση, πως το οικονομικό μας πρόβλημα «μπορεί να λυθεί σε σωστή επιστημονική βάση, μονάχα άμα ξεδιπλώσουμε ανεμπόδιστα τις εσωτερικές, εσωελληνικές δυνάμεις της χώρας».

Στην καμπή που βρίσκεται η χώρα μας ύστερα από έναν εξαντλητικό πόλεμο, είναι μεγάλη υπηρεσία προς την πατρίδα η κυκλοφορία του επιστημονικού αυτού έργου. Οι δυνάμεις του κακού τροφοδοτημένες από το διεθνή ιμπεριαλισμό έχουν αποθηριώσει την εγχώρια κερδοσκοπία. Τίποτα δεν είναι ανήθικο, τίποτα δεν είναι άθλιο, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις επιδιώξεις της. Σταθερή της γραμμή είναι η διατήρηση του εκβιαστικού αυτού οικονομικού καθεστώτος που της επιτρέπει την ασυδοσία και της αποδίνει κέρδη.
Ο σιγουρότερος τρόπος γι” αυτή τη διατήρηση είναι το χάρισμα τού εθνικού μας πλούτου στους ξένους και ή οικονομική και πολιτική ηγεμονία των ξένων πάνω στον τόπο μας. Τα επιχειρήματα τους είναι η στενότητα ντόπιων κεφαλαίων και αναγκαία συμπεράσματα η ανεξέλεγκτη αποδοχή των ξένων κεφαλαίων. Και είναι βέβαια πολύ διαφορετικό αυτό, από την οικονομική συμβολή του εξωτερικού παράγοντα για την προαγωγή του έργου της ανοικοδόμησης, που όταν δεν αποβλέπει σε πολιτική καθυπόταξη και αποικιακή εκμετάλλευση είναι οικονομικά απαραίτητη και συνεπώς ευπρόσδεκτη.

Ωστόσο, παλαίμαχοι της κερδοσκοπίας και νεογέννητοι οικονομολόγοι συναντιούνται σήμερα στο ίδιο πεδίο για να υποστηρίξουν θεωρητικά το ανεπανόρθωτο σκλάβωμα του λαού αυτού, που η ιστορία της εθνικής του ζωής είναι ιστορία αδιάκοπου ηρωικού αγώνα για την ελευθέρια.
Ό κ. Μπάτσης πνευματικός στρατιώτης του αγώνα αυτού, αγνά σκεπτόμενος Έλληνας, προσφέρει με την εργασία του ένα αξιόλογο όπλο για την καταπολέμηση κάθε προσπάθειας που θα είχε σκοπό να σφυρηλατηθούν καταθλιπτικά δεσμά για τον ελληνικό λαό.

Έχω την πεποίθηση ότι, με την συνδρομή όλων των εθνικά σκεπτόμενων Ελλήνων επιστημόνων, ο κίνδυνος θα αποτραπεί. Ο δημοκρατικός ελληνικός λαός γνωρίζοντας το φυσικό πλούτο της Χώρας, τεχνικά καθοδηγούμενος από τους επιστήμονες που είναι αφοσιωμένοι στην εξυπηρέτηση του, για τον τρόπο που πρέπει ν” εξακολουθήσει στην αξιοποίηση του πλούτου, θ” αντισταθεί σε κάθε απόπειρα αρπαγής. Και ξέρουμε τί σημαίνει δημοκρατική λαϊκή αντίσταση, όταν έχει με το μέρος της την πεποίθηση του δικαίου, τη συναίσθηση της ελευθερίας, την αγάπη για την πατρίδα.

“Αθήνα, 30 Μαΐου 1947
Ν. ΚΙΤΣΙΚΗΣ Γενικός Γραμματέας της “Επιστημονικής “Εταιρείας μελέτης νεοελληνικών προβλημάτων, «’Επιστήμη – Ανοικοδόμηση» (ΕΠ – ΑΝ)

Βιογραφικό Δημήτρη Μπάτση

Ο Δημήτρης Μπάτσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916. Ο πατέρας του, Α. Μπάτσης, ήταν ναύαρχος και καταγόταν από τα Ψαρά, ενώ η μητέρα του, Αν. Πρίντεζη, καταγόταν από τη Σύρο. Ο Δημήτρης Μπάτσης σπούδασε νομικά και οικονομικά, ασχολήθηκε με την κοινωνιολογία και τα οικονομικά και ιδιαίτερα με τη μαρξιστική θεωρία. Εργάστηκε ως δικηγόρος της Αθήνας και έγινε γνωστός για την πνευματική του παρουσία και δράση. Εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952 μαζί με τους Ν. Μπελογιάννη, Ηλ. Αργυριάδη και Ν. Καλούμενο. 

Ήταν συντάκτης του περιοδικού ΑΝΤΑΙΟΣ, το οποίο κυκλοφόρησε μεταξύ 1945-1951. Η πρώτη έκδοση του έργου του Δ. Μπάτση, Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα έγινε το 1947, από τον Εκδοτικό Οίκο «Τα Νέα Βιβλία - Α.Ε.», με επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα. Το βιβλίο επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1977 και το 2004.