Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

"Η Δύση Έπεσε" - Μαρία Δελιβάνη (Πρύτανης ΠΑΜΑΚ)

Η Μαρία Δελιβάνη είναι η πρώτη γυναίκα πρύτανης Ελληνικού πανεπιστημίου, εκλεγμένη τρεις φορές στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει γράψει πάνω από 50 βιβλία!
Το 2008 το γαλλικό κράτος της απένειμε το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής για την επιστημονική της έρευνα και μελέτη. Links και βιβλία: https://www.politeianet.gr/sygrafeas/... http://delivanis.com/ https://www.facebook.com/IdrymaDelivani/ https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%... "Η Δύση Έπεσε" - Μαρία Δελιβάνη (Πρύτανης ΠΑΜΑΚ) ELEFTHEROS EP.45 #Δελιβανη #terry_hatziieremias #eleftheros45



Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Μαγειρική με πεταλίδες: Νοστιμότατες αν τσιγαριστούν μόνο για ένα 3λεπτο... Πετάμε, γιατί γίνονται εντελώς άνοστες, όσες ξεχωριστά βράσαμε μισή ώρα για να πάρουμε τον ζωμό τους.

 

Πεταλίδες με το ρύζι, συνταγή σαν παραμύθι

Σημ Κ.Ντ:
Παραδοσιακή μαγειρική και το μυστικό για να μη γίνουν σαν πετσιά οι νοστιμότατες πεταλίδες-που συνδυάζονται και με θαλασσινούς χοχλιούς και  καβρούς αν έχουμε...
Κι ακόμα καλύτερα, αν τις κάνουμε, όπως στο Αμυγδαλοκεφάλικαι Λιβάδια Κισσάμου, χωριό της μητέρας μου, ρίχνοντάς της μαζί με θαλλασσινούς χοχλιούς

(καμιά σχέση με τους στεριανούς)  πάντα στο τελευταίο 3λεπτο,  όχι πιλάφι, αλλά με σάλτσα τομάτας και κρεμμυδιών σαν πλακί, με προσθήκη, 4-5 λεπτά πριν σβήσουμε τη φωτιά, αρκετής "σαλάτας του γιαλού" (τοπικό εξαιρετικό εποχικό φύκι της νοτιοδυτικής Κρήτης)... Εξωτική γεύση!!!

της Εύας Παρακεντάκη • Μαγειρικές ιστορίες • πεταλίδεςρύζιζωμόςκρεμμύδιελαιόλαδοθαλασσινά

Παλιά, αυτή την εποχή οι άνθρωποι κατέβαιναν από τα χωριά στον κάμπο για να προετοιμάσουν τις καλοκαιρινές καλλιέργειες. Όλα αυτά στις ανατολικές ακτές του Ρεθύμνου. Τα χωριουδάκια που ζούσαν, σκαρφαλωμένα σε λοφάκια και ο κάμπος απλωνόταν μπροστά τους και ακουμπούσε τη θάλασσα. Δεν υπήρχαν ξενοδοχεία τότε, ένα-δυο εδώ και εκεί, σχεδόν όλοι ασχολιόντουσαν με τη γη.

photo: Εύα Παρακεντάκη
photo: Εύα Παρακεντάκη

Με το γαϊδουράκι πηγαινοέρχονταν και, όπως καταλαβαίνετε, το μεσημεριανό φαγητό το έφτιαχναν πρόχειρα στο χωράφι γιατί δεν ήταν εύκολο να σταματούν τη δουλειά, ο ήλιος έπεφτε στις 6 οπότε είχαν ένα γεμάτο δεκάωρο για να προετοιμάσουν τη γη τους. Επίσης αυτή την εποχή συνήθως δεν είχαν κάποια καλλιέργεια σε εξέλιξη οπότε τα λαχανικά προς κατανάλωση ήταν λίγα. Αυγά, τυρί, ελιές, λίγα βραστά αγριόχορτα, κανένα παξιμάδι ή ζυμωτό ψωμί, αν είχε προλάβει η κυρά να φτιάξει, και ελαιόλαδο. Αυτό ήταν το γεύμα τους. Μερικές φορές άναβαν φωτιά με τα θαλασσόξυλα και ψήνανε και καμιά πατάτα ή μια ολιά (λίγο) κρέας.

photo: Εύα Παρακεντάκη
photo: Εύα Παρακεντάκη

Κάπως έτσι ξεκίνησε και αυτή η συνταγή, λίγο ρύζι πάντα υπήρχε. Όσο οι μεγάλοι δούλευαν, τα παιδιά μάζευαν πεταλίδες από τα βράχια και ξύλα που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Άναβαν φωτιά και έπεφτε το τσικάλι (κατσαρόλα) πάνω στα ξύλα. Όλοι χόρταιναν! Γέμιζαν και την ψυχή και την κοιλιά τους.

photo: Εύα Παρακεντάκη
photo: Εύα Παρακεντάκη

Η Συνταγή

Οι πεταλίδες πρέπει να είναι μαζεμένες από πολύ καθαρά νερά! Όπως επίσης πρέπει να τις μεταφέρουμε σε ένα δοχείο με θαλασσινό νερό .

  • 1 κιλό πεταλίδες - ½ κιλό για ζωμό και ½ κιλό για να τις βάλουμε στο ρύζι μας
  • 2 φλ. ρύζι τύπου Καρολίνα
  • 4 φλ. ζωμό από τις πεταλίδες
  • 1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι
  • ελαιόλαδο
  • αλάτι-πιπέρι
  • λεμόνι

Καθαρίζουμε και ξεπλένουμε με θαλασσινό νερό τις πεταλίδες. Παίρνουμε τη μισή ποσότητα από τις πεταλίδες μας και τις βουτάμε μέσα σε 6 φλ. βραστό νερό για μισή ώρα. Σουρώνουμε τις πεταλίδες και τις πετάμε. Κρατάμε μόνο το ζωμό τους.

photo: Εύα Παρακεντάκη
photo: Εύα Παρακεντάκη

Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε το κρεμμύδι ψιλοκομμένο και το τσιγαρίζουμε με ελαιόλαδο. Προσθέτουμε το ρύζι και σιγά-σιγά το ζωμό. Αλατίζουμε - όχι πολύ αλάτι γιατί έχουμε και το ζουμί που είναι από τις πεταλίδες ήδη αλατισμένο. Τρία λεπτά πριν κλείσουμε την φωτιά ρίχνουμε τις πεταλίδες (σημείωση Αντίλογου: εννοείται, πως κι αυτές τις έχουμε ρίξει στο βραστό νερό αλλά τις αφήσαμε μόνο για ένα περίπου λεπτό, για ν΄ανοίξουν και μετά τις βγάλαμε αφήνοντας τις άλλες μισές να βράζουν για μισή περίπου ώρα) το λεμόνι και το πιπέρι. Κλείνουμε τη φωτιά και σκεπάζουμε με ένα πανί για 5 λεπτάκια ακόμη!

photo: Εύα Παρακεντάκη
photo: Εύα Παρακεντάκη

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

 Ἡ καταγωγή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας

Ἰωάννη Κ. Προμπονᾶ

Καθηγητοῦ φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ἡ ἑλληνική, μιὰ ἀπὸ τὶς πέντε χιλιάδες περίπου γλῶσσες ποὺ μιλιοῦνται σήμερα στὸν κόσμο, κατέχει ἕνα μοναδικὸ χαρακτηριστικό. Εἶναι ἡ μόνη ζωντανὴ γλῶσσα τῆς ὁποίας μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει τὴν ἐξέλιξη ἐπὶ τριανταεπτὰ αἰῶνες. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, ἡ Ἑλληνικὴ νικᾶ τὴν Αἰγυπτιακὴ (ἡ ὁποία γραπτῶς μαρτυρεῖται γιὰ περισσότερο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ εἶναι γλωσσικὰ νεκρὴ) καὶ τὴν Κινεζική, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὴ ζωντανή, ἀλλὰ τὰ ἀρχαιότερά της κείμενα εἶναι κατὰ τι νεότερα ἀπὸ τὸν 16ο π.Χ αἰῶνα. Ἡ διαπίστωση ἀνήκει στοὺς διαπρεπεῖς γλωσσολόγους Humbert, Risch, καὶ Duhoux καὶ εἶναι ὀρθή. Τὸ ἀρχαιότερο γραπτὸ μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μιὰ σχεδὸν κυκλικὴ κροκάλη, ποὺ κυριολεκτικὰ μπορεῖς νὰ τὴν κρατήσεις μὲς στὴν παλάμη σου: οἱ διαστάσεις της εἶναι 4,9 ἑκ. ἐπὶ 4,08 ἑκ, πάχους 1,62 ἑκ. καὶ τὸ βάρος της εἶναι 48 γρ. Βρέθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαιολόγο Πολυξένη Ἀραπογιάννη τὸ 1994 στὴ θέση Ἀγιελίτσες τῆς Κοινότητας Καυκανιᾶς, 7 χλμ πρὸς Β. τῆς Ὀλυμπίας καὶ δημοσιεύτηκε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τ. 70, σσ. 251-254 ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ (βλ. Ἀραπογιάννη 1995). Πάνω στὸ «βότσαλο τῆς Καυκανιᾶς» διαβάζεται, μεταξὺ ἄλλων, τὸ ἀνθρωπωνύμιο Χάροy γραμμένο σὲ  Γραμμικὴ γραφὴ Β. Τὸ ὄνομα μαρτυρεῖται καὶ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐτυμολογικὰ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ ἔχει χαρούμενη ὄψη».

Τὰ ὑπόλοιπα κείμενα ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ Γραμμικὴ γραφὴ Β, στὴν πρώτη ἑλληνικὴ γραφή, χρονολογοῦνται στὸν 15ο-13ο π.Χ αἰῶνα, εἶναι χαραγμένα πάνω σὲ πήλινες πινακίδες ἢ ζωγραφισμένα πάνω σὲ ἀγγεῖα (ἀμφορεῖς) καὶ βρέθηκαν στὰ μυκηναϊκὰ ἀνάκτορα τῆς Κνωσοῦ, τῆς Πύλου, τῶν Μυκηνῶν, τῆς Τίρυνθας, τῶν Θηβῶν καὶ ἀκόμη στὰ Χανιά. Χάρις στὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς γραφῆς Β τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἀρχιτέκτονα M. Ventris καὶ τὸν συμπατριώτη του ἑλληνιστὴ J. Chadwick, τὰ ἀρχαιότερα γραπτὰ μνημεῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δὲν εἶναι πιὰ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἀλλὰ τὰ μυκηναϊκὰ κείμενα. Καὶ μολονότι τὸ περιεχόμενό τους εἶναι λογιστικὸ καὶ διοικητικό, μᾶς διδάσκουν πολλά, πρωτίστως γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας. Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν κειμένων αὐτῶν συνάγεται μὲ βεβαιότητα ὅτι στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πλήρως διαμορφωμένη καὶ πλουσιότατη: ἀπαντοῦν σ’ αὐτὰ πλεῖστοι τεχνικοὶ ὅροι (βλ. Σαλῆ-Ἀξιώτη) καὶ ἡ σύνταξη δὲν εἶναι μόνο παρατακτική. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀκόλουθη πρόταση: ὃ Fίδε Φύγεβρις, ὅτε Fάναξ θῆκε ΑυγήFαν δαμοκόρον (= αὐτὸ εἶδε ὁ Φύγεβρις, ὅταν ὁ ἀνώτατος ἄρχοντας τοποθέτησε τὸν Αὐγεία φροντιστὴ τοῦ Δήμου).

Καθὼς τώρα ἡ γλῶσσα ἀνήκει στὰ πολιτιστικὰ φαινόμενα «μακρᾶς διαρκείας», εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑλληνικὴ δὲν διαμορφώθηκε μέσα σὲ λίγους αἰῶνες. Διαμορφώθηκε πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖον χρονολογεῖται τό «βότσαλο τῆς Καυκανιᾶς». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι τοῦτο: στὰ μυκηναϊκὰ κείμενα ἀπαντοῦν πλεῖστες λέξεις ποὺ ἐπιβιώνουν στὴ σημερινὴ ἑλληνική (βλ. Probonas). Παραθέτω μερικὰ παραδείγματα ξεκινῶντας ἀπὸ τὰ κύρια ὀνόματα, ἀνθρωπωνύμια καὶ τοπωνύμια. Πρῶτα πρῶτα δύο γυναικεῖα ὀνόματα, ποὺ συμβαίνει μάλιστα νὰ ἔχουν παγκόσμια διάδοση, τὰ Ἀλεξάνδρα καὶ Θεοδώρα. Ἀπαντοῦν σὲ μιὰ πινακίδα τῶν Μυκηνῶν. Τὸ τοπωνύμιο Θῆβαι διαβάζεται σὲ πινακίδες τῶν Μυκηνῶν καὶ τῶν Θηβῶν. Τὸ ὄνομα ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας μέσῳ τῆς προφορικῆς παράδοσης μὲ τὸν τύπο Φήβα (γιὰ τὴν τροπὴ τῆς συλλαβῆς -Θη σε -Φη πβ. Φηκάρι ἀπὸ τὸ θηκάρι, φηλιάζω ἀπὸ τὸ θηλιάζω κλπ). Βλακωδῶς, οἱ νεοέλληνες λόγιοι τὸ γνήσιο Φήβα τῆς λαϊκῆς παράδοσης, ποὺ ξεκινάει χωρὶς διακοπὴ ἀπὸ τὰ μυκηναϊκά, τουλάχιστον, χρόνια, τὸ αντικαταστήσαμε μὲ τὸ ψεύτικο Θήβα, ποὺ ἔχει λόγια προέλευση, δὲν μαρτυρεῖ, ἑπομένως, τὴ συνέχεια τῆς γλωσσικῆς καὶ ἐθνικῆς μας παράδοσης. Τὸ τοπωνύμιο Τύλισος διαβάζεται σὲ πινακίδες τῆς Κνωσοῦ. Τὸ ὄνομα μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τύπο ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας στὴν Κρήτη. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ προσηγορικά: ἀγρός (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), ἄνεμος, ἄργυρος, δῶρα (ὀνομ. πληθ.), θεός, κύπελλα (ὀνομ. πληθ.) ξίφος, ὄρος (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), πέδιλα (ὀνομ. πληθ.), κύμινον, μέλι, σέλινον, σκέλος, τέμενος (ἡ λέξη ἔχει ἐπιβιώσει ὡς τοπωνύμιο), φάρμακον, φεάλα (μὲ τὸν τύπο φιάλα ἐπιβιώνει ἡ λέξη στὴ Μεσσηνία), χαλκός, χρυσός. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ἐπίθετα: ἐλεύθερος, ἐρυθρός, ἱερός, ἄγριος, κακός, λεπτός, λευκός, ξανθός, παλαιός, πολύς. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ρήματα: δέχομαι, ἔχω, καίω, λείπω, ὀφείλω, φέρω. Μυκηναϊκὸ εἶναι καὶ τὸ ἕνεκα.

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπιβίωση στὴ σημερινὴ Ἑλληνικὴ ὄχι μόνο λεξιλογικῶν ἀλλὰ καὶ μορφολογικῶν μυκηναϊκῶν στοιχείων. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα: 1) Ὀνόματα θηλυκὰ σὲ -τρια, δηλωτικὰ ἐπαγγέλματος, ὅπως ἀσκήτρια, ράπτρια κ.λ.π. Τὸ ράπτρια μάλιστα ἀπαντᾶ μὲ συνίζηση, δηλαδὴ ὡς ράπτριja. Πβ. νεοελληνικὰ ἀνυφάντρα, θερίστρα, μαζώχτρα, μαθήτρια ἀλλὰ καὶ μαθήτρα, πλουμίστρα, ράφτρα, τραγουδίστρια κλπ. 2) Ὀνόματα οὐδέτερα σὲ -τρον, δηλωτικὰ ὀργάνων, ὅπως πύραυστρον (=μασιά). Πβ. ἑλληνικὸ ζύμωτρον, ξύστρο, σήμαντρο, σκιάχτρο, κλπ. 3) Ὀνόματα σύνθετα σὲ -φόρος, ὅπως κλαFιφόρος (=κλειδοῦχος). Πβ. πληθώρα νεοελληνικῶν συνθέτων σὲ -φόρος, ὅπως νεροφόρος κλπ. Ἑπομένως, μὲ βάση τὶς γραπτὲς μαρτυρίες, οἱ ρίζες τῆς Νέας Ἑλληνικῆς πηγαίνουν πίσω στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια. Ἀπὸ ποῦ ὅμως κατάγεται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ γραπτῶς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα ὣς σήμερα;

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι «ἀνάδελφη». Εἶναι μέλος τῆς μεγάλης οἰκογένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι παρουσιάζει φωνητικές, μορφολογικές, λεξιλογικὲς καὶ συντακτικὲς ἀντιστοιχίες μὲ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Οἱ γλῶσσες αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἑλληνική, Ἰταλική, Γερμανική, Κελτική, Ἀλβανική, Θρακική, οἱ βαλτοσλαβικὲς γλῶσσες, Ἰνδοϊρανική, Χεττιτική, Ἀρμενικὴ καὶ Τοχαρική. Δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα κατάγονται σχεδὸν ὅλες οἱ γλῶσσες τῆς Εὐρώπης (πλὴν τῆς Βασκικῆς, Οὐγγρικῆς, Φινλανδικῆς καὶ Τουρκικῆς) καὶ ἀκόμη μερικὲς τῆς Ἀσίας, ἡ Ἀρμενική, ἡ Ἰρανική, ἡ Ἰνδική, ἡ Χεττιτικὴ καὶ ἡ Τοχαρική. Πρέπει ὅμως νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα δὲν εἶναι γλῶσσα μαρτυρημένη ἀλλὰ ἐπανασυνθεμένη μὲ βάση τὴ συγκριτικὴ μέθοδο. Ἡ σύγκριση αὐτὴ βασίζεται σὲ γλωσσικοὺς νόμους (π.χ. στὴν Ἰνδική, τὰ φωνήεντα α, ο, e συγχωνεύτηκαν σὲ α). Ἡ θεωρία γιὰ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα ξεκίνησε τὸ 1786 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο δικαστὴ στὶς Ἰνδίες Sir William Jones καὶ ἀπὸ τὸν Γερμανὸ γλωσσολόγο Franz Bopp (1791 – 1867) καὶ ἐνισχύθηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ ἄλλους. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα χαρακτηριστικὰ τῆς συγγένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν: 1) Οἱ ἀριθμοὶ 2, 3, 7, 8, 9 στὴν Ἑλληνική, Ἰνδικὴ καὶ Λατινική:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΙΝΔΙΚΗ- ΛΑΤΙΝΙΚΗ-ΙΑΠΩΝΙΚΗ

δύο- dva- duo- futatsu

τρεῖς- trayas- tres- mittsu

ἑπτὰ- sapta- septem- nanatsu

ὀκτὼ- asta- octo- yattsu

ἐννέα- nawa- novem- kokonatsu

Οἱ ἀριθμοὶ 2,3,7,8,9 στὴν Ἰαπωνική, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα, δηλώνονται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς λέξεις. 2) Ἡ λέξη ὄνομα στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική καὶ Ἀρμενικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ὄνομα nama nomen namen anum. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *nomn. 3) Ἡ λέξη καρδιὰ στὴν Ἑλληνική, Λατινική, Λιθουανική, Σλαβική, Ἀγγλική, Γερμανικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: καρδιὰ cor, cordis sirdis srudice heart Herz. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *krd. 4) Τὸ γ΄ ἑνικὸ τοῦ ρήματος εἰμὶ στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική, Ρωσικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ἐστὶ asti est ist jesti Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *esti. Φυσικά, οἱ φωνητικές, μορφολογικές, συντακτικὲς καὶ λεξιλογικὲς ἀντιστοιχίες ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ σὲ ἄλλες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες ἀφθονοῦν καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπῆρξε μιὰ ἀρχικὴ μητέρα γλῶσσα, ἡ καλούμενη Ἰνδοευρωπαϊκή. Ἀπὸ αὐτὴν κατάγονται οἱ διάφορες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ποιά ἦταν ὅμως ἡ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων, προτοῦ διασπαροῦν στὸν τεράστιο γεωγραφικὸ χῶρο, ποὺ ἁπλώνεται ἀπὸ τὴν Ἰσλανδία ὣς τὴν Ἰνδία (πεδιάδα τοῦ Γάγγη ποταμοῦ), καὶ γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα παρέμειναν ἑνωμένοι; Πότε αὐτοί, ποὺ πολὺ ἀργότερα ὀνομάστηκαν Ἕλληνες, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ πυρῆνα; Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα κινούμεθα στὸ ἀχανὲς βασίλειο τῶν ὑποθέσεων.

Κατὰ κανόνα, ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων τοποθετεῖται στὴ Βόρεια Εὐρώπη. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ὄχι ὁ ἀφιλόξενος βορρᾶς ἀλλὰ ὁ χῶρος ἑκατέρωθεν τοῦ Αἰγαίου μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, ὅμοιο ἀπὸ τὸ 8.000 π.Χ (βλ. Θεοχάρη, ΙΕΕ τ. Α΄ σ. 44), καὶ τὴν ἰδεώδη γεωμορφολογία θὰ ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων. Φυσικά, μιὰ τέτοια θεωρία χρειάζεται τεκμηρίωση γλωσσική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογική. Ὡς πρὸς τὴν ἡλικία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας θὰ ἀποτολμήσω μιὰ ὑπόθεση βασιζόμενος κυρίως στὴ συγκριτικὴ μελέτη τῆς μυκηναϊκῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ γλωσσολόγοι ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ συγγένευε προπάντων μὲ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ (16 ἰσόγλωσσες) καὶ κατὰ δεύτερο λόγο μὲ τὴν Ἀρμενική (10 ἰσόγλωσσες). Γιὰ τὴν Ἀρμενικὴ ἀρχαῖες γραπτὲς πηγὲς δὲν ἔχουμε. Ἔχουμε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ γιὰ τὴν Ἰνδοϊρανική. Ἐὰν τώρα συγκρίνουμε τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ μία μὲ τὴ νέα Ἑλληνικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὴν Ἰνδοϊρανική, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέχει περίπου τρεισήμισι χιλιετίες. Ὁ παρατιθέμενος πίνακας εἶναι χαρακτηριστικός.

Γραμμική Β΄

Γραμμική Β΄

ΜΥΚ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ – ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ- ΙΝΔΙΚΗ

ἀγρὸς – ἀγρὸς- ajras

δεξιFὸς- δεξιὸς- daksinah

ἐρυθρὸς- ἐρυθρὸς- rudhirah

ζεῦγος- ζεῦγος- yokta

ἱερὸς- ἱερὸς- isiram

λείπω- λείπω- rinakti

λευκὸς- λευκὸς- roach

μήν- μῆνας- mas

νέFος- νέος/νιὸς- navah

πατὴρ- πατέρας- pita

φέρω- φέρω/φέρνω- bharami

Ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ λοιπὸν εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνικὴ ἀπὸ ὅ,τι στὴν Ἰνδοϊρανική. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὑποδεικνύει ὅτι τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ χωρίζει τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα θὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τρεισήμισι χιλιετίες, ἀπὸ τὸ διάστημα δηλαδὴ ποὺ χωρίζει τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ παρουσιάζουν ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ ἤδη τὸν 15ο π.Χ. αἰῶνα προϋποθέτουν παρέλευση χιλιετιῶν ἀπὸ τὴ χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἀπόσπασής τους ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα τρεισήμισι περίπου χιλιετίες πρὶν ἀπὸ τὸ 1500 π.Χ., οἱ δύο αὐτὲς γλῶσσες θὰ παρουσίαζαν συγγένεια ἀνάλογη μὲ αὐτὴν ποὺ παρουσιάζει ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ νέα Ἑλληνική, ποὺ ἀπέχουν μεταξὺ τους τρεισήμισι χιλιετίες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Ἑλληνικὴ καὶ Ἰνδοϊρανικὴ θὰ ἀποσπάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ 5.000 π.Χ. Στὸ ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ καὶ ἡ συγκριτικὴ μελέτη τῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴν Χεττιτική, τῆς ὁποίας τὰ γραπτὰ μνημεῖα χρονολογοῦνται στὸν 17ο – 16ο αἰῶνα π.Χ. Μὲ βάση ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 17ο π.Χ. αἰῶνα καὶ ἡ προφορική της τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 6.000 π.Χ. Τὸ συμπέρασμα αὐτό, ποὺ βασίζεται σὲ γλωσσικὰ δεδομένα, δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ συμπέρασμα τοῦ διακεκριμένου Ἄγγλου ἀρχαιολόγου καὶ προϊστοριολόγου Colin Renfrew, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ὑπεστήριξε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο γύρω στὸ 6.500 π.Χ.

Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἴδιου σοφοῦ ὅτι οἱ διαδοχικοὶ πολιτισμοὶ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου εἶναι προϊόντα τοπικῶν ἀνελίξεων. Ἡ κοινῶς κρατοῦσα ἐπιστημονικὴ γνώμη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε ἀνάμεσα στὸ 2100 μὲ 1900 π.Χ. χρειάζεται ἀναθεώρηση. Κοινὴ ἐπίσης εἶναι ἡ γνώμη ὅτι οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γωνιὰ τῆς γῆς μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, αὐτοὶ ποὺ στὰ ἱστορικὰ χρόνια ὀνομάζονταν Ἕλληνες, συνάντησαν ἄλλους λαούς. Οἱ παλαιότεροι αὐτοὶ κάτοικοι ὀνομάζονταν «Προέλληνες» καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν «προελληνική». Τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ «Προέλληνες» διακρίνονται σὲ «Προέλληνες Ἰνδοευρωπαίους» καὶ σὲ «Προέλληνες μὴ Ἰνδοευρωπαίους». Δηλαδὴ γίνεται λόγος γιὰ «Προέλληνες» παλαιότερους καὶ νεότερους. Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρηθεῖ καὶ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι λέξεις ἢ κατηγορίες λέξεων, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια χαρακτηρίζονταν ὡς «προελληνικές», ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια ὅτι εἶναι γνήσιες ἑλληνικές. Π.χ. ἡ συνηθέστατη ἀρχαία ἑλληνικὴ κατάληξη -ευς (βασιλεὺς κ.λ.π) ἀπέδειξε ὁ Perpillou ὅτι ἔχει ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγή. Τὸ κύριο ὄνομα Ἀχιλ(λ)εὺς ἔχει πειστικὰ ἀποδειχτεῖ ὅτι παράγεται ἀπὸ τὶς λέξεις ἄχος (=λύπη, θλίψη) καὶ λαός (=πολεμικὴ ὁμάδα): ἔτσι ὀνομάστηκε ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς Ἰλιάδας, γιατὶ μὲ τὴν μῆνιν του (=τὸν θυμό του) προκάλεσε θλίψη στοὺς ἄλλους πολεμιστές. Ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγὴ ἔχει καὶ τὸ θεωνύμιο Ἀπόλλων (ποὺ μαρτυρεῖται τώρα στὰ μηκυναϊκὰ κείμενα μὲ τὸν τύπο Ἀπέλλων), ὅπως ἔδειξε ὁ Heubeck (βλ. Συντομογραφίες). Ἑλληνικὸ καὶ ὄχι προελληνικὸ εἶναι καὶ τὸ μέγαρον (βλ. Ruijgh).

Κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων Ἰνδοευρωπαίων» ἀλλά ἐνδεχομένως καὶ ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων μὴ Ἰνδοευρωπαίων» χρειάζεται ἐπανεξέταση καὶ ἀναθεώρηση. Μήπως ἡ καλούμενη «Προελληνικὴ» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ πρωιμότατη φάση τῆς Ἑλληνικῆς; Τὴν ἀφορμὴ γιὰ μιὰ τέτοια σκέψη δίνει, σὲ μένα τουλάχιστον, ἡ ἐξελικτικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ βάση τὴ μακραίωνη γραπτή της παράδοση. Ὅσο καὶ ἂν ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται παράδοξο, ἡ νέα ἑλληνικὴ διδάσκει πόσο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς «προελληνικὲς» λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, τῶν ὁποίων ἀγνοεῖται ἡ ἐτυμολογία. Γιατὶ ἐνδέχεται οἱ λέξεις αὐτὲς νὰ εἶναι πανάρχαιες ἑλληνικές, τὶς ὁποῖες ἀδυνατοῦμε νὰ ἐτυμολογήσουμε, ἐπειδὴ βυθίζονται σὲ μέγα βάθος χρόνου καὶ ἔχουν πλήρως συσκοτισθεῖ, καθὼς ἡ σημασία τῶν μορφολογικῶν στοιχείων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίστηκαν ἔχει λησμονηθεῖ. Διδασκαλικὸ εἶναι, νομίζω, τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα.

Στὴ νέα ἑλληνικὴ (κυρίως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου) ἀπαντᾶ μιὰ σειρὰ τοπωνυμίων ποὺ λήγουν σὲ -ούντα, -ούντας π.χ. Ἀλιμούντα (ἡ) στὴν Κάρπαθο καὶ στὴ Χάλκη, Ἀμιθούντα (ἡ) στὴ Χίο, Δαφνούντα (ἡ) στὴν Ἄνδρο, Ἐλαιούντα (ἡ) στὴ Χίο, Ἐρεικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Κυπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μακούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαλούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαραθούντα (ἡ) στὴν Κύπρο καὶ στὴ Σύμη, Μερικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Πιπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Πισπιλούντα (ἡ) στὴ Χίο, Σαμαούντα (ἡ) στὴ Ρόδο, Σκαμνιούντα (ἡ) στὴ Λέσβο, Σπαρτούντα (ἡ) στὴν Κέα, Σ(υ)κούντα (ἡ) στὴ Λέσβο καὶ στὴ Χίο, Σχινούντα (ἡ) νησάκι κοντὰ στὴ Φωκίδα, Σκινούντας (ὁ) στὴν Ἀστυπάλαια, Φαγούντα (ἡ) στὴ Σύμη, Φτερούντα (ἡ) στὴ Λέσβο κ.λ.π. (βλ. Κίγκα 177-181). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τοπωνύμια ἀπαντᾶ καὶ τὸ προσηγορικὸ παχούντα (ἡ) στὴ Γαῦδο καὶ σημαίνει εἶδος φαγητοῦ (βλ. Γ. Χατζηδάκις, Γλωσσ. Ερ. Α΄ 108-109 καὶ Β΄ 484). Ἡ κατάληξη -ούντα, καθὼς δὲν εἶναι παραγωγικὴ σήμερα, εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη στοὺς μὴ εἰδικούς. Οἱ εἰδικοί, βέβαια, γνωρίζουν τὴν προέλευσή της. Γιατί ὅμως; Γιατὶ τὰ προστάδιά της μαρτυροῦνται γραπτῶς στὴ μυκηναϊκὴ καὶ ὁμηρικὴ ἑλληνική. -Fεις, γενικὴ -Fεντος> -όFεις, γενικὴ -όFεντος > όεις, γενικὴ -όεντος > ους, γενικὴ -οῦντος μὲ αἰτιατικὴ -οῦντα, ἀπὸ ὅπου νέα ὀνομαστικὴ -ούντας (ἀρσενικό) καὶ -ούντα (θηλυκό). Ἡ σημερινὴ λοιπὸν κατάληξη -ούντα, -ούντας μᾶς εἶναι κατανοητή, γιατὶ μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἐξελικτική της πορεία. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ κατάληξη -όεις στὴν κλασσικὴ ἐποχὴ εἶχε χάσει τὴν παραγωγικότητά της. Ἤδη στὸν Ὅμηρο ὁ πόλεμος χαρακτηρίζεται πολύδακρυς, ὑποκατάστατο τοῦ ἀρχαιοπρεπέστερου δακρυόεις «γεμᾶτος δάκρυα». Καὶ ἀπὸ τὰ γνωστὰ μεταβαίνουμε τώρα στὰ ἄγνωστα. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος γίνεται κοινῶς παραδεκτὸ ὅτι εἶναι προελληνικό. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική; Μήπως ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα μορφολογικὸ ἀπολίθωμα τῆς Ἑλληνικῆς, τοῦ ὁποίου τὴ σημασία ἀδυνατοῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε ἐλλείψει παλαιοτέρων γραπτῶν μαρτυριῶν; Ἔστω ὅμως ὅτι ἡ ἄγνωστης προέλευσης κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ χαρακτηρισθεῖ προελληνικό; Καὶ πάλι ἡ νέα Ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Σ’ αὐτὴν ἀπαντᾶ πληθώρα λέξεων ποὺ ἔχουν σχηματισθεῖ μὲ τὴν κατάληξη -τζης πχ. βιολιτζής, γανωτζής, καταφερτζής, παλιατζής, πλακατζής, ταξιτζής, ψιλικατζής, κ.λπ. Ἡ κατάληξη -τζης ἀναμφισβήτητα ἔχει τουρκικὴ προέλευση (<-ci). Οἱ παραπάνω ὅμως λέξεις εἶναι τουρκικές; Τουρκικὴ προέλευση ἔχει καὶ ἡ κατάληξη -λικι (<lik)

Οἱ λέξεις ὅμως ἀρχοντιλίκι, βουλευτιλίκι καὶ ἀκόμη ἀντριλίκι, ἀρχηγιλίκι, γοητιλίκι κλπ εἶναι τουρκικές; Ἐπανερχόμαστε στὸ Κόρινθος. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καταγωγὴ τῆς κατάληξης -ινθος, τὸ τοπωνύμιο εἶναι προελληνικὸ ἢ ἑλληνικό; Ὅποιος γνωρίζει ὅτι ἀρχικὰ Κόρινθος ὀνομαζόταν ὄχι ἡ γνωστὴ πόλη ἀλλὰ ὁ τεράστιος πέτρινος στρογγυλὸς ὄγκος ποὺ δεσπόζει τῆς περιοχῆς, δύσκολα θὰ ἀρνηθεῖ νὰ σχετίσει τὸ τοπωνύμιο μὲ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς λέξεις κόρυς,-θος (ἤδη στὰ μηκυναϊκὰ) «περικεφαλαία», κόρυδος, κορυδαλός (τὸ γνωστὸ πτηνὸ μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ λοφίο), κορόνη «ρόπαλο μὲ σιδερένιο περίβλημα στὸ ἕνα ἄκρο». Κόρυμβος «κορυφή», κορυφή κ.λπ. Τὸ τοπωνύμιο, λοιπόν, Κόρινθος δὲν εἶναι προελληνικὸ ἀλλὰ παμπάλαιο ἑλληνικό, σχηματισμένο ἀπὸ τὴ ρίζα κορ- «στρογγυλός, αὐτὸς ποὺ ἔχει στρογγυλὴ κορφὴ» καὶ τὴν ἄγνωστης σημασίας κατάληξη -ινθος. Τῆς ἴδιας ἐτυμολογικῆς ἀρχῆς εἶναι τὸ τοπωνύμιο Τρικόρυθος (ἡ) τῆς περιοχῆς τοῦ Μαραθῶνα, ποὺ συγκαταλέγεται στὰ «προελληνικά». Τὸ Τρικόρυθος εἶναι σύνθετο μὲ α΄ συνθετικὸ τὸ τρία καὶ β΄ τὸ οὐσιαστικὸ κόρυς, -υθος «περικεφαλαία». Ἡ περιοχὴ ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τριῶν λόφων μὲ περικεφαλαῖες. Αὐτὰ ἐν πάσῃ συντομίᾳ καὶ ὑπὸ μορφὴν πρόδρομης ἀνακοίνωσης περὶ τῶν καλουμένων «Προελλήνων», προσθέτοντας ὅτι συμμερίζομαι τὴ διαπίστωση τοῦ Χρ. Δάλκου (2001, σ. 6) ὅτι «ἡ λεγόμενη «προ» ελληνικὴ εἶναι στὴν οὐσία πρωτοελληνική». Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα περιέχει καὶ λέξεις δάνεια ἀπὸ ἄλλους μὴ ἰνδοευρωπαϊκοὺς λαούς, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ δαιμόνιοι Ἕλληνες ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ «ἔδωσαν καὶ ἐπῆραν». Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ καταγωγὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ καταγωγὴ τῆς γλώσσας ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος τρεῖς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας του, στὴ μυκηναϊκὴ περίοδο, στὰ κλασσικὰ χρόνια καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἀνέλαβε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ C. Blegen (βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τ. Α΄, σ. 9), τὴν παγκόσμια πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία.

Langue grecque. Paris 1972, σ. 6

Κίγκα: Ἑλένη Κίγκα, Μορφολογία τῶν νεοελληνικῶν περιεκτικῶν τοπωνυμίων, Ἰωάννινα 1982

Perpillou: J. L. Perpillou, Les substantives gracs en -εύς. Paris 1973.

Probonas: Ioannis Probonas, «Mots myceniens suvecus en grec modern», στο: Atti del secondo congresso di Micenologia v.I 445/450. Roma-Napoli 1991.

Renfrew: Colin Renfrew, Archaeology and Language, London, 1987.

Risch: Ernst Risch, Il miceneo nella storia della lingua greca, QUCC 23, 1976,9.

Ruijgh: C.J. Ruijgh, L’ etymologie de l’ adjectif ἀγαθός, στό: Palaeograeca et Mycenaea Antonino Bartonek oblata.

Σαλῆ – Ἀξιώτη: Τέση Σαλῆ – Ἀξιώτη, Λεξικὸ μυκηναϊκῶν τεχνικῶν ὅρων, Ἀθῆνα 1996.

Ἀναδημοσίευση ἀπό 12-9-2016

 

λληνικό τό πρτο λφάβητο στόν κόσμο 

το τ. προέδρου τς καδημίας θηνν κ. ντώνη Κουνάδη





 Ζωσιμαία Σχολή, Γιάννινα, Ήπειρος


Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ: ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΗΣ


Ἡ ὁμιλία τοῦ τ. προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν κ. Ἀντώνη Κουνάδη


 Η προβληθείσα τον 18ο αιώνα άποψη ότι η Ελληνική γλώσσα ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, καθώς και η άποψη ότι το Ελληνικό αλφάβητο είναι Φοινικοσημιτικής προελεύσεως απετέλεσαν αντικείμενα συνεχιζομένων μέχρι σήμερα εντόνων συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Δύο θέματα, τα οποία δεν πρέπει να αφήνουν αδιάφορο κανένα Έλληνα, αφού το υψίστης σημασίας αγαθό της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, η Ελληνική γλώσσα προφορική και γραπτή, αρρήκτως συνδεδεμένη με την ταυτότητα, την συνέχεια, την επιβίωση και την προοπτική του Ελληνισμού, είναι υπόθεση όλων μας .Βεβαίως και του ομιλούντος λόγω της μακρόχρονης ενασχόλησής μου με την Εκπαίδευση και την συναφή αρθρογραφία μου με την οποία εστηλίτευσα τις ολέθριες νομοθετικές παρεμβάσεις στη γλώσσα μας με τον ψευδεπίγραφο χαρακτηρισμό ως Εκπαιδευτικών Μεταρρυθμίσεων. Δεδομένου ότι τα δυο αυτά θέματα είναι διεπιστημονικού χαρακτήρα και μάλιστα αντικείμενο πολλών διαφορετικών επιστημών, η εν προκειμένω προσπάθειά μου είναι να παρουσιάσω αυθεντικές γνώμες γλωσσολόγωναρχαιολόγων, ιστορικών, ανθρωπολόγων, παλαιοντολόγων ώστε να χυθεί περισσότερο φως στα δύο αυτά περίπλοκα και σκοτεινά ακόμη  θέματα βάσει και των νεοτέρων ευρημάτων και των εξελίξεων στην ανθρώπινη αρχαιογενετική (αDNA) και την πληθυσμιακή γενετική. Εξελίξεων, οι οποίες ανέτρεψαν ή και επιβεβαίωσαν προγενέστερες υποθέσεις.
Οι απαρχές της συγκριτικής γλωσσολογίας – ετυμολογίας
Στον Κρατύλο του Πλάτωνος που αποτελεί διάλογο για την ορθότητα των ονομάτων[1] με συνομιλητές τον Ερμογένη, τον φιλόσοφο-μαθηματικό Κρατύλο (ιδρυτή φιλοσοφικής σχολής τον 5ο π.X. αι.) και τον Σωκράτη βρίσκονται οι απαρχές της Συγκριτικής Γλωσσολογίας[2] σ’ ό,τι αφορά ονόματα βαρβάρων (δηλ. αλλοεθνών) και της συγκριτικής μεθόδου (όσον αφορά τις διαλέκτους της Ελληνικής π.χ. Αιολικής, Δωρικής, Ιωνικής, Αττικής κλπ), καθώς και οι απαρχές της Ετυμολογίας για το πώς καθορίζεται η ορθή ονοματοθέτηση (ονοματοδοσία) των λέξεων (ονομάτων), φύσει ή νόμω. Σύμφωνα με τον φύσει καθορισμό (κατά τον Κρατύλο) υπάρχει συμφωνία μεταξύ ονόματος (λέξεως) και του εννοιολογικού περιεχομένου της ετυμολογικώς (δηλ. μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου), ενώ σύμφωνα με τον νόμω καθορισμό των ονομάτων (λέξεων) η ονοματοθέτηση είναι συμβατική. Η Ελληνική γλώσσα είναι κατ’ εξοχήν εννοιολογική ή νοηματική, δηλαδή υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ ονομάτων –λέξεων και της ετυμολογικής σημασίας τους. Κατά τον Πλάτωνα (Κρατύλος 435-436) «Ος άν τά ονόματα επίσταται, επίσταται και τα πράγματα». Πρώτος ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (1ος π.Χ. αι.) στο έργο του «Περί συνθέσεων ονομάτων» θεωρεί τον Πλάτωνα θεμελιωτή της Ετυμολογίας γράφοντας: «Τον υπέρ ετυμολογίας λόγον πρώτος εισήγαγε Πλάτων πολλαχή μέν και άλλοθι, μάλιστα δε εν τω Κρατύλω». Για την αξία της νοηματικής ιδιότητας των ονομάτων ο Αριστοτέλης επισημαίνει: «Ο λόγος, εάν μη δηλοί, ου ποιήσει το εαυτού έργον» (Τέχνη ρητορική Γ. 2149), στη συνέχεια δε εξαίρει την Ελληνική με την φράσιν: «Το Ελληνίζειν εστίν το ορθώς ονομάζειν» (Τέχνη ρητορική Γ. 4.1407). Αλλά και στους νεώτερους χρόνους ο Γερμανός φιλόσοφος-φυσικός Βένερ Χάϊζενμπεργκ (Βραβείο Νομπέλ 1932) είχε δηλώσει: «Η θητεία στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στη γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και το εννοιολογικό περιεχόμενο».

Tο Ελληνικό αλφάβητο και τα φοινικικά σύμφωνα
Αν το πρώτο αλφάβητο (ακριβέστερα σύστημα γραφής) είναι Σημιτικοφοινικικό και αν οι Φοίνικες (κλάδος σημιτικής φυλής που διακρίθηκε στην ναυτιλία και στο εμπόριο) το πήραν από τους Εβραίους και το μετέδωσαν στους Έλληνες, έχει γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Συναφή θέματα προς διερεύνηση είναι το πότε οι Φοίνικες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στη Φοινίκη και ποιές οι αρχαιότερες επιγραφές ή γραπτά κείμενα του Φοινικικού πολιτισμού.
Για την υπάρχουσα άποψη περί της καταγωγής του Ελληνικού αλφαβήτου από τα «φοινικικά γράμματα», δηλαδή από το φοινικικό ουσιαστικώς «Συλλαβάριο» αξίζει να παρατηρηθεί ότι
την άποψη αυτή οι “Φοινικιστές” εστήριξαν κυρίως στη γνωστή ρήση του Ηροδότου
«Οι Φοίνικες … εισήγαγον  διδασκαλία ειςτους Έλληνες και δή και γράμματα ουκ εόντα πρίν Έλλησι, ώς εμοί δοκεί…».
Δηλαδή ο Ηρόδοτος διατυπώνει τούτο με επιφύλαξη (ως εμοί δοκεί), αναφερόμενος αορίστως σε γράμματα και όχι στα γράμματα συγκεκριμένης γραφής.
Με την άποψη όμως του Ηροδότου δεν συμφωνεί ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης (Ε΄74), ο οποίος διευκρινίζει ότι τα λεγόμενα «Φοινίκεια γράμματα» δεν είναι εφεύρεσις των Φοινίκων, αλλά διασκευή άλλων γραμμάτων, δηλαδή των Ελληνικών-Κρητικών, δηλώνοντας: «Φασί τους Φοίνικας ουκ εξ αρχής ευρείν, αλλά τους τύπους των γραμμάτων μεταθείναι μόνον…». Ας σημειωθεί ότι οι Φοίνικες, όπως φαίνεται από διάφορες ιστορικές πηγές, εγκατεστάθησαν στην Φοινίκη (σημερινός Λίβανος και εν μέρει Συρία) αναμειχθέντες με τους αυτόχθονες Χαναανίτες μεταξύ 1.200 και 1.100 π.Χ.. Γραπτά κείμενα ή επιγραφές για τον Φοινικικό πολιτισμό δεν έχουν ευρεθεί μέχρι σήμερα .
Βάσει ιστορικών δεδομένων, επιγραφών και πολλών αναφορών σε (γνωστά) κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων έχει γίνει δεκτό από την διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι η Ελληνική (αλφαβητική) γραφή υπήρχε πιθανότατα πριν από την εποχή του Τρωϊκού πολέμου (δεν εννοούμε την γραμμική Α’ ή Β’ ούτε βεβαίως την αρχαιότερη Κρητική μέσω ιδεογραμμάτων ιερογλυφική γραφή). 
Ωστόσο, η Ελληνική (αλφαβητική) γραφή φαίνεται ότι βάσει ιστορικών πηγών υπήρχε πριν από τους χρόνους του Ομήρου. Π.χ στην Ιλιάδα (περιγράφουσα τον Τρωικό Πόλεμο) ο Όμηρος, αναφερόμενος στον Βελλερεφόντη, γράφει 
«σήματα λύγρα γράψας εν πίνακι πτυκτώ θυμοφθόρα πολλά»
 (επιστολή Προίτου προς τον πενθερό του, τον Ιοβάτη Ζ 169). 
Επίσης ο Όμηρος κατά τον φιλόσοφο και ιστορικό Πορφύριο (3ος μ.Χ. αι.) έγραψε την Ιλιάδα «ουχ άμα, ουδέ κατά το συνεχές, καθάπερ σύγκεινται, αλλ’αυτός μεν εκάστην ραψωδίαν γράψας και επιδειξάμενος εν τω περινοστείν τας πόλεις τροφής ένεκεν απέλιπεν…» (Λεξικό Σούδα ή Σουίδα).
Ο Μιστριώτης αναφέρει ότι ο Απολλόδωρος (180-110 π.Χ.) μας γνωρίζει ότι ο Οίαξ, κατά τον Τρωϊκό πόλεμο έγραψε την είδηση του θανάτου του αδελφού του, του Παλαμήδη[3] επάνω σε πηδάλιο, το οποίον τα θαλάσσια κύματα μετέφεραν στον πατέρα τους, τον Ναύπλιο.
Ενδιαφέρουσα είναι η Επιστημονική Ανακοίνωση των Ελλήνων ερευνητών Σταύρου Παπαμαρινόπουλου και των συνεργατών του, την οποία παρουσίασα στην Δημόσια Συνεδρία της Ακαδημίας (19/10/2017) με τίτλο «Αστρονομικές Χρονολογήσεις του τέλους του Τρωϊκού Πολέμου και της επιστροφής του Οδυσσέα» (Πρακτικά Ακαδημίας, τ.92 Α΄, 2017). 
Η Ανακοίνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το τέλος του Τρωικού Πολέμου χρονολογείται προ του 1200 π.Χ. Η χρονολογία αυτή υποδηλοί την ύπαρξη γραφής κατά τους χρόνους του Τρωικού Πολέμου, ενόψει και των προεκτεθέντων από τον Όμηρο περί του Βελλερεφόντη και από τον Μιστριώτη – Απολλόδωρο για όσα αναφέρουν για τον Οίακα.  
 Εάν πράγματι υπήρχε γραφή πριν το 1200 π.Χ. τα υποστηριζόμενα ότι δήθεν οι Έλληνες πήραν το σύστημα γραφής (συλλαβάριο) από τους Φοίνικες κλονίζονται, στερούμενα αξιοπιστίας. 
Βεβαίως το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό ελλείψει (σημ. "Αντίλογου", ούτε, προπαντός, από την πλευρά των "φοινικιστών"...) αποδείξεων, διότι οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν αρκούν.
Κατά τον Sir Arthur Evans «Η γραφή της Κρήτης είναι η μήτηρ της Φοινικικής»
ενώ κατά τον Ρενέ Ντυσσώ «Οι Φοίνικες είχαν παραλάβει πρωϊμότατα το αλφάβητόν των παρά των Ελλήνων, οίτινες είχαν διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητο-Μυκηναϊκής γραφής»
(βλ ίδια άποψη και Γκεόργκιεφ "Προβλήματα της Μινωïκής Γλώσσας", Σόφια 1953). 
Το Φοινικικό δεν είναι αλφάβητο, αλλά «Συλλαβάριο» χωρίς φωνήεντα με 22 σύμφωνα και χωρίς τα σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ του ελληνικού αλφάβητου. 
Αλλά και κατά το Κέντρο του Πανεπιστήμιου Irvain TLG(Thesaurus Linguae Grecae) ο Κρητικός ιστορικός Δωσιάδης (συγγράψας την τοπική ιστορία της Κρήτης) αναφέρει ότι το αλφάβητο ευρέθη από τους Κρήτες.  


Ο Πλούταρχος (Προβλήματα 737) θεωρεί αφελή την άποψη ότι το γράμμα “άλφα” είναι Φοινικικό εκ του «Αλεφ» που ονόμαζαν τον βούν (θεωρούμενον πρώτον εκ των αναγκαίων).
Κατά το Λεξικό ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ Το Μέγα, το γράμμα ¨άλφα¨ προέρχεται εκ του ρήματος άλφω (=ευρίσκω), διότι «πρώτον γαρ των άλλων στοιχείων ευρέθη».
Η κάθε πόλις-κράτος ή περιοχή στον αρχαϊκό ελληνικό κόσμο είχε το δικό της αλφάβητο (με μικρές παραλλαγές από εκείνα των άλλων πόλεων). 
Το σημερινό Ελληνικό αλφάβητο είναι το επικρατήσαν Ιωνικό με 24 γράμματα από το 403 π.Χ. επί άρχοντος Ευκλείδου. 
Το Κορινθιακό επίσης διαθέτει 24 γράμματα, το Κρητικό 21, της Μιλήτου 24, το Χαλκιδικό 25 από το οποίον προήλθε το σημερινό Λατινικό μετά από προσαρμογή από τους κατοίκους του Λατίου της Ιταλίας (οι οποίοι, ως φαίνεται, το παρέλαβαν από Έλληνες της Κύμης). Από το Ελληνικό επίσης αλφάβητο προήλθαν το Ετρουσκικό, το Κυριλλικό, το αρχαίο Φρυγικό, το αλφάβητο της Λυκίας, το Λυδικό, το Αρμενικό, το Κοπτικό, το Γοτθικό κλπ.

Οι απαρχές της Ελληνικής γραφής
Πηγές για τις απαρχές της Ελληνικής γραφής υπάρχουν πολλές, μεταξύ των οποίων: 
1) Η πινακίδα του Δισπηλιού της Καστοριάς που έφερε σε φως το 1993 ο καθηγητής Γ. Χουρμουζιάδης, την οποίαν αρχαιομέτρες τόσο από το Ερευνητικό Κέντρο Δημόκριτος όσο και του εξωτερικού, χρονολόγησαν στο 5.250 π.Χ.

 2) «Το Όστρακο στην Ερημονησίδα Γιούρα των Σποράδων», το οποίον ευρήκε ο αρχαιολόγος Αδάμ Σαμψών με Ελληνική επιγραφή του 5.500 π.Χ. στην οποία διακρίνονται ευκρινώς τα γράμματα Α  Υ Δ χωρίς βεβαίως να είναι γνωστή η φωνητική τους αξία 

3) «Το Όστρακο στην Περιοχή Πιλικάτα της  Ιθάκης» χρονολογούμενο το 2.700 π.Χ. στο οποίον υπάρχουν χαραγμένα συμβολικά σχήματα παρόμοια με αυτά των Γραμμικών Γραφών Α΄  και Β΄
                               Το Όστρακο Πιλικάτων  Ιθάκης του 2.700 π.Χ.
.
                                
                               Η Πινακίδα του Δισπηλιού  του  5.250 π.Χ.             




Το Όστρακο στην Ερημονησίδα Γιούρα, του 5.500 π.Χ.

 Εν προκειμένω, εύλογο τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν χιλιάδες στίχων των Ομηρικών Επών να διατηρούνται και μεταφέρονται επί πολλούς αιώνες αναλλοίωτοι με θαυμαστή ακρίβεια
Γι’ αυτό και ο Μιστριώτης στο έργο του «Ιστορία των Ομηρικών Επών» (Τύποις Σακελλαρίου, Αθήνα, 1903, έκδοση Β) αναφέρει :
 «Το πολύμορφον και η αστασία εν τη εκτάσει και συστολή φωνηέντων, ού δύναταί τις αποδούναι τη ελλείψει της γραφής».
Ο καθηγητής Τζιλμπερτ  Χάϊγκετ δηλώνει ότι ένα ποίημα σαν την Ιλιάδα είναι αδύνατον να είχε παραδοθεί χωρίς γραφή (Η Κλασσική παράδοση, Εκδ. ΜΙΕΤ ), 
ενώ ο διάσημος συγγραφέας Χόρστ Μπλάνκ (Εκδ. Παπαδήμα, σελ. 148) βεβαιώνει ότι 
«Σήμερα ένα μεγάλο μέρος φιλολόγων κλείνει προς την υπόθεση ότι η σύνταξη των Ομηρικών Επών είχε ήδη καταστήσει απαραίτητη την γραπτή παγίωση του κειμένου… οι ραψωδοί κουβαλούσαν μαζί τους το γραπτό χειρόγραφο αντίτυπό τους».
 Επίσης η Γαλλίδα Ελληνίστρια Ζακλίν Ντε Ρομιγύ δηλώνει κατηγορηματικά: «Όμηρος και γραφή συνυπάρχουν» (Γιατί η Ελλάδα, Εκδ. Τό ΆΣΤΥ, σελ. 28). 
To δακτυλικό εξάμετρο στα Ομηρικά έπη βασίζεται στην προσωδία (μακρά και βραχέα φωνήεντα, διπλά σύμφωνα, δίφθογγοι κλπ). 
Η άποψη ότι οι Φοίνικες δάνεισαν κάποια σύμφωνα και αμέσως οι Έλληνες έγραψαν ορθογραφημένα τα έπη, δεν έχει ισχυρά επιχειρήματα, όπως αναφέρει το Λεξικό Σούδα ή Σουίδα (βλ. Φοινίκη πόλις).
 Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Αμερικανού ιστορικού/φιλοσόφου, συντάκτη της παγκόσμιας ιστορίας πολιτισμούWilliam Durant:
 «Οι Φοίνικες δεν ήσαν οι εφευρέται του αλφαβήτου, το κυκλοφόρησαν μόνο από τόπο σε τόπο. Το επήραν από τους Κρήτες και το μετέφεραν στην Τύρο, στην Σιδώνα, στην Βύβλο και άλλες πόλεις της Μεσογείου. Υπήρξαν οι «γυρολόγοι» και όχι οι εφευρέται του αλφαβήτου». 
Ο αρχαιολόγος-επιγραφικός Απόστολος Αρβανιτόπουλος είχε δηλώσει: 
«Το αλφάβητο επενόησαν και εφήρμοσαν οι Αρχαίοι Έλληνες… εδώρισαν δε αυτό εις άπασαν την ανθρωπότητα ως κοινόν κτήμα αυτής».
 Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες με κείμενα αρχαίων ιστορικών και συγγραφέων (μεταγενέστερα της εποχής του Ομήρου) τα οποία υποστηρίζουν ότι υπήρχε γραπτή Ελληνική γλώσσα (διάφορος της Γραμμικής Β’) περί το 1200 π.Χ., δηλαδή πριν από το Φοινικικοσημιτικό Συλλαβάριο. Ωστόσο, τεκμήρια (π.χ. επιγραφές) για την ύπαρξη Ελληνικής γραφής που ανάγεται σ’ αυτήν την περίοδο δεν υπάρχουν.
Γι΄ αυτήν  την ασύγκριτης τελειότητας γλώσσα που εμείς οι ίδιοι κακοποιήσαμε, ενώ για τους ξένους ελληνιστές και γλωσσολόγους αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης, χαρακτηριστική είναι η δήλωση του διακεκριμένου Ελληνιστού καθηγητού στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Gilbert Murray: «[…]μία σκέψη μπορεί να διατυπωθεί με άνεση και χάρι στην Ελληνική, ενώ γίνεται δύσκολη και βαρειά στην Λατινική, Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική. Η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα, επειδή εκφράζει τις σκέψεις τελειοτέρων ανθρώπων»
Ο διακεκριμένος Ελληνιστής και γλωσσολόγος Ισπανός καθηγητής F.R. Adrados, ξένος εταίρος της Ακαδημίας Αθηνών, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι "οι Δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες είναι ημιελληνικές ή κρυπτοελληνικές".
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (2ος π.Χ. αι.) θεωρείται ότι πρώτος επενόησε και εφήρμοσε τους τόνους και τα πνεύματα .
«Στον «δίσκον της Φαιστού» χρονολογούμενον[4] πρό του 1.200 π.Χ. (ο οποίος ευρέθηκε στην Κρήτη και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα) φαίνονται ευκρινώς «τυπωμένα» τα γράμματα Β Γ Λ Υ. Οι Michael Ventris και John Chadwick [5] υπεστήριξαν για πρώτη φορά ότι οι πινακίδες «από ψημένο πηλό, από την δεύτερη χιλιετία π.Χ., οι οποίες βρέθηκαν στη Πύλο, στην Κνωσό, στις Μυκήνες και άλλα μέρη, περιείχαν ελληνικά έγγραφα που προέρχονταν από τα αρχαία Μυκηναϊκά Βασίλεια». Τα Μυκηναϊκά, όπως πρόσφατα ετόνισε ο F.R. Adrados[6] (εν συνεχεία άλλων) ήταν ελληνικά, γραμμένα με την βοήθεια μίας αρχαίας συλλαβικής γραφής που στην συνέχεια ξεχάστηκε.
Επίσης, σε ομιλία του στην Ακαδημία Αθηνών (8-10 Μαρτίου 2013) ο διακεκριμένος Αυστριακός γλωσσολόγος και Μυκηνολόγος Osvald Panagl[7] ανάφερε ότι: οι ως άνω πινακίδες (Κνωσού, Πύλου, Μυκηνών) ήταν γραμμένες σε μία αρχέγονη παραλλαγή της αρχαίας Ελληνικής, 500 χρόνια προγενέστερης του γλωσσικού ιδιώματος των Ομηρικών Επών. Συνεπώς, η χρονολογία τους ανάγεται περί το 1300 π.Χ. 
(Σημ. "Αντίλογου":Του 1.700 πΧ στην πραγματικότητα αφού η αναφορά στο 1.300 ισχύει μόνο αν υποτεθεί, όπως υπολογιζόταν παλιότερα, πως ο Τρωικός Πόλεμος έγινε μόλις γύρω στο 800 πΧ, ενώ η σύγχρονη και πρόσφατη ακριβής επιστημονική χρονολόγηση που προαναφέρει εδώ ο τ. πρόεδρος της Ακαδημίας, τον υπολόγισε στο 1.200 πΧ...)  
Πρόσφατα στην Ίκλαινα της Μεσσηνίας (14 χλμ. από την Πύλο) ο αρχαιολόγος Μιχαήλ Κοσμόπουλος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι των ΗΠΑ (υπεύθυνος ανασκαφών από το 1998 στο χώρο αυτό) βρήκε “μέσα σε μπάζα και σκουπίδια” την αρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικής Β΄ χρονολογούμενη μεταξύ 1450 και 1400 π.Χ., όπως μου εγνώρισε με σχετική επιστολή του[8]. Πάντως, η αρχαιότερη αλφαβητική επιγραφή χαραγμένη σε πήλινο αγγείο στην «Οινοχόη του Διπύλου» είναι του Η΄π.Χ. αι.: «ΗΟΣ ΝΥΝ ΟΡΧΕΣΤΟΝ ΠΑΝΤΟΝ ΑΤΑΛΟΤΑΤΑ ΠΑΙΖΕΙ, ΤΟΤΟ ΔΕΚΑΝ MΙΝ (ὃς νῦν ὀρχηστῶν πάντων ἀταλώτατα παίζει τῶ τόδε, δηλαδή: "(θα την κερδίσει) όποιος τώρα από όλους τους χορευτές χορέψει με περισσότερη χάρη"

Η Οινοχόη του Διπύλου (Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών)


Ωστόσο, ενόψει των προεκτεθέντων, η επιγραφή αυτή δεν πρέπει να είναι η αρχαιότερη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σήμερα ποσοστό μικρότερο του 5% της Ελληνικής Γραμματείας έχει γίνει γνωστόν, είναι εύλογο να αναμένει κανείς ότι στο μέλλον νεώτερα ευρήματα θα φέρει σε φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Κατά τον γλωσσολόγο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Charles Sturt της Αυστραλίας  Γεώργιο Καναράκη6 (αλλά και άλλους ερευνητές) βάσει της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας «η ελληνική γλώσσα δεν ανήκει σε καμία από τις γλωσσικές ομάδες της Ινδοευρωπαϊκής οικογενείας και συνεπώς κατατάσσεται ως μεμονωμένη γλώσσα (isolate) μέσα στο πλαίσιο της ομογλωσσίας αυτής». 
Ο όρος Ινδοευρωπαίοι εισήχθη το 1813 από τον Βρετανό γλωσσολόγο ιατρό και φυσικό Thomas Young (1779-1829).
 Ο κορυφαίος διεθνώς γλωσσολόγος – ελληνιστής F.R. Adrados[9] σε ανακοίνωσή του στην Ακαδημία Αθηνών είπε: ότι
οι Μινωίτες «τους οποίους δεν ξέρουμε πώς να ορίσουμε με ακρίβεια, αλλά Ινδοευρωπαίοι δεν ήταν – δεν ήταν Ευρωπαίοι οι άνθρωποι που έγραψαν τον «δίσκο της Φαιστού», ούτε αυτοί που έγραψαν την Μυκηναϊκή γραφή». 
Η επικρατούσα άποψη, αντίθετη εκείνης του Sir Arthur Evans (κατά την οποία Λίβυοι και Αιγύπτιοι μετανάστευσαν στη Κρήτη αναπτύξαντες τον Μινωικό πολιτισμό) ,είναι ότι οι Μινωίτες δεν ανήκουν στους γλωσσικά Ινδιευρωπαϊκούς πληθυσμούς που εποίκησαν την Ευρώπη την Νεολιθική εποχή. Ωστόσο, η ερευνητική ομάδα του Καθηγητού Γενετικής και Γενετικής Ιατρικής στο  Πανεπιστημίου G. Washington Γεωργίου Σταματογιαννόπουλου σε συνεργασία με Έλληνες και ξένους επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων απομόνωσε το αDNA (ancient DNA) από Mινωικά υπολείμματα 4300 χρόνων και καθόρισε τους πολυμορφισμούς του μιτοχονδριακού, οι οποίοι έχουν τα χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού πολιτισμού[10]
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι πρόσφατη δημοσίευση του ίδιου και συνεργατών του με τίτλο ¨»Η Πληθυσμιακή Γενετική και η Θεωρία Περί Δήθεν Αφανισμού των Ελλήνων της Πελοποννήσου κατά τον Μεσαίωνα» που ανακοίνωσα στην Ακαδημία Αθηνών (27/4/2017) με την οποία αποδεικνύετο ότι η Πληθυσμιακή Γενετική μπορεί να διευκρινίσει σημαντικά θέματα καταγωγής και ιστορίας του Ανθρώπινου πληθυσμού. 
Ο διακεκριμένος Γερμανός γλωσσολόγος Franz Bopp (συντάκτης της Συγκριτικής Γραμματικής το 1857) έχει υποστηρίξει ότι τα Σανσκριτικά στηρίζονται στα Ελληνικά και όχι το αντίστροφο11
O δε διαπρεπής Γερμανός Ινδολόγος Μαξ Μύλλερ11 έχει δηλώσει: «συγκρίνοντας καλά την σανσκριτική με την αρχαία ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι επιπλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι είναι ανώτεροι και μεγαλύτερης αξίας».
Σημειωθήτω ότι τα πρώτα επιγραφικά μνημεία που έφερε σε φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Ινδίες είναι τα περίφημα διατάγματα Ασόκα[11] μόλις του Γ΄ π.Χ. αι.
 Ινδο-Ευρωπαίοι, Αρχαιογενετική και Γενετική των Ελλήνων
Αξίζει να επισημανθεί ότι η Ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ομοεθνία, δηλαδή την ύπαρξη Ινδοευρωπαϊκής φυλής (ή φυλών). Επίσης, η ένταξη μιας γλώσσας στην Ινοδευρωπαϊκή οικογένεια δεν αποτελεί ένδειξη ή πληροφόρηση για την ύπαρξη ομιλούσης αυτήν φυλής.
 Ως φυλή ορίζεται ομάδα ανθρώπων με ένα σύνολο κληρονομουμένων κοινών φαινοτυπικών χαρακτηριστικών, 
ενώ ως έθνος ορίζεται ένα σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηρίστηκα όπως  την γλώσσα, τον πολιτισμό, την θρησκεία.



"Ινδοευρωπαϊσμός", Ρατσισμός  και Ναζισμός...

 Στο βιβλίο του Ινδο-Ευρωπαίοι (σελ.317-322) ο επιφανής Ιρλανδός γλωσσολόγος Jim P. Mallory αναφερόμενος στην έννοια της φυλετικής ανωτερότητας που χρησιμοποίησαν οι Εθνικοσοσιαλιστές στην Γερμανία παρατηρεί ότι:
[…]« θα ήταν λάθος να φανταστούμε ότι αυτή η γελοία ιδεολογία για τους Ινδο-Ευρωπαίους ή, όπως ήταν γνωστότεροι τότε, τους Άριους ήταν απλώς δημιούργημα μιας χούφτας ναζί».
Σε πρόσφατη μάλιστα επικοινωνία μου[12] μέσω Η/Τ με τον κ. Jim Mallory ο τελευταίος βεβαιώνει και πάλι ότι η έννοια περί ρατσισμού ήταν παλαιότερη από τους ναζί (οι οποίοι αργότερα την εκμεταλλεύθησαν).
Για την προέλευση των Ελλήνων είναι άξιο ιδιαίτερης μνείας το σημαντικό και εκτεταμένο ερευνητικό έργο, μισού και πλέον αιώνα, του γνωστού ανθρωπολόγου (και βιολόγου) Άρη Πουλιανού με το οποίον αντικρούει την θεωρία Φαλμεράιρερ καταλήγοντας σε εξόχως ενδιαφέροντα πορίσματα, όπως μεταξύ άλλων: «Οι Έλληνες, από ιστορική άποψη, είναι αυτόχθονες και δεν ήλθανε στην Ελλάδα από αλλού […]». 
Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξε και η πρόσφατη διεπιστημoνική έρευνα για τη γενετική σύσταση των Ελλήνων και άλλων λαών με βάση σύγχρονες μεθόδους γενετικής (DNA) που πραγματοποίησαν από κοινού τα Πανεπιστήμια Παβίας (Ιταλία), Stanford (ΗΠΑ), Βαγδάτης, άλλα ερευνητικά κέντρα καθώς και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης υπό τον Καθηγητή Γενετικής και Μοριακής Βιολογίας κ. Κων. Τριανταφυλλίδη συγγραφέα πολύ αξιόλογου σχετικού πονήματος[13].
Για την κατανόηση των συμπερασμάτων της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας αυτής έρευνας, απαιτούνται γνώσεις Γενετικής, η οποία χρησιμοποιεί διαφόρους γενετικούς δείκτες ανίχνευσης της βιολογικής ιστορίας, προέλευσης και μετανάστευσης ανθρωπίνων πληθυσμών. Για το εξειδικευμένο αυτό θέμα των γενετικών δεικτών θα υπάρξει στο μέλλον σχετική ανακοίνωση.
Η προφορική Ελληνική γλώσσα κατά τον διάσημο Αρχαιολόγο Colin Renfrew[14]  (την οποία απεκάλεσε Πρωτοελληνική, Protogreek) και τον Gray et al[15]  άρχισε να διαμορφώνεται στον Ελλαδικό γεωγραφικό χώρο πριν από 6.500 χρόνια.
Σύμφωνα με την υπόθεση της Ανατολίας του C.Renfrew, που υποστηρίχθηκε από τον Gray και τους συνεργάτες του, οι Νεολιθικοί γεωργοί της Ανατολίας ήσαν οι Πρωτοϊνδοευρωπαίοι που έφεραν την Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών στην Ευρώπη, πριν από περίπου 8.700 χρόνια.
Πάντως, πρόσφατες έρευνες (Soares P., Achilli A., et al: Curr. Biol. 20, R174-R183, 2010 και Herrera K., Lowery R., et al: Eur. J. Hum. Genet. 20, 313-320, 2012) έδειξαν ότι η υπόθεση της Ανατολίας των Renfrew και Gray (για την καταγωγή και διασπορά της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών από την Ανατολία) είναι λιγότερο πειστική σήμερα, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κοιτίδα της Πρωτοινδοευρωπαϊκής πληθυσμιακής ομάδος, η οποία διάδωσε την Ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία, απαιτεί περαιτέρω έρευνα.
Επίσης ο επιφανής καθηγητής γλωσσολογίας κ. J. Mallory μου εγνώρισε τα εξής:
"Δεν πιστεύω στην ύπαρξη Ινδο-Ευρωπαίκής φυλής. Ο όρος Ινδο-Ευρωπαϊκός είναι καθαρώς γλωσσικός και δεν σημαίνει οποιοδήποτε ιδιαίτερο φυσικό τύπο. […], μπορεί κανείς να κάνει χρήση αποδείξεως με το αρχαίο DNA για να ανιχνεύσει ανθρώπινες μεταναστεύσεις από μια περιοχή σε άλλη. Πρόσφατα δημοσιεύθησαν δύο μείζονος σημασίας εργασίες στο επιστημονικό περιοδικό Nature (Nat:Article 2011, and Nat: Letter 2015) σχετικές με απόδειξη μέσω αρχαίου DNA για επεκτάσεις πληθυσμών από τις Ρωσικές στέπες τόσον δυτικά προς την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη όσον και Ανατολικά διά μέσου των Ασιατικών στεπών. Αυτή η γενετική υπογραφή (signature) καθ’ εαυτήν φαίνεται να είναι ένα μείγμα τοπικών πληθυσμών από τις στέπες και γενετικού τύπου, ο οποίος τώρα είναι πολύ τυπικός στη σύγχρονη ΑρμενίαΗ Ελλάδα μέχρι τώρα δεν απετέλεσε και μεγάλο μέρος αυτής της έρευνας και, υποθέτω", συνεχίζει ο Mallory, "ότι αυτό οφείλεται, διότι τα εργαστήρια δεν έχουν ακόμη πρόσβαση σε κατάλληλα δείγματα από την Ελληνική εποχή του Χαλκού. Γενικώς, υποθέτω επίσης ότι αν υπάρξει γενετική υπογραφή μεταναστεύσεων προς την Ελλάδα (μετά την Νεολιθική εποχή), αυτή δεν θα είναι πολύ μεγάλη σε αντίθεση προς τον πληθυσμό, ο οποίος ήδη ήταν εγκατεστημένος στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της Νεολιθικής εποχής, η οποία (υπογραφή)  φαίνεται να μοιάζει πολύ με εκείνη της γειτονικής Ανατολής κατά την διάρκεια της Νεολιθικής εποχής».
Οι δύο τελευταίες ερευνητικές εργασίες στο έγκριτο περιοδικό «Nature» επιβεβαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την γνωστή υπόθεση της Λιθουανής αρχαιολόγου Marija Gimbutas (1991) κατά την οποίαν η Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα μιλήθηκε το πρώτο από ένα ημινομαδικό λαό από πολεμιστές – ιππείς και βοσκούς που έκτιζαν ταφικούς τύμβους, τα Κουργκάν, στα οποία συνήθως ήταν θαμμένοι ένας άνδρας με τον ίππο του (βλ. και Mirabal S. et al Eur. J. Hum. Genet. 17, 1260-1273, 2009). Η κοιτίδα ήταν στην περιοχή του Βορείου Πόντου, στις στέπες της Νοτίου Ρωσίας-Ουκρανίας και του Ανατολικού Καζακστάν. Σημειωθήτω ότι o πολιτισμός των τύμβων αναπτύχθηκε περί το 5.000 π.Χ. Κατά την θεωρία αυτή, η εξημέρωση του ίππου και η κατασκευή αρμάτων (οχημάτων με τροχούς) συρομένων από ίππους έδωσαν την δυνατότητα πριν από 5.000-4.000 χρόνια μετακινήσεως πληθυσμιακών ομάδων προς την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, την Κεντρική Ασία, την Ινδία και την Ανατολία στις περιοχές των οποίων μετέφεραν την γλώσσα και τον πολιτισμό τους[16].
Η Ινδοευρωπαϊκή, δηλαδή, οικογένεια γλωσσών θα πρέπει να έχει ηλικία όχι παλαιότερη του 5.500 π.Χ. 
Οι ανωτέρω πληθυσμιακές ομάδες, φορείς του πολιτισμού των τύμβων,  ήρθαν σε επαφή με προ-ελληνικά “φύλα” του ευρύτερου Ελλαδικού κόσμου γύρω στο 2200 π.Χ., αφομοιώνοντας (σημ. Αντίλογου, υποτίθεται...) τούς αυτόχθονες κατοίκους γλωσσικά και πολιτισμικά με αποτέλεσμα να προκύψουν τα διάφορα ελληνικά “φύλα”, δηλαδή οι Αιολείς, οι Ίωνες, οι Δωριείς με τις αντίστοιχες διαλέκτους (Αιολική, Ιωνική, Δωρική). Πάντως κατά την θεωρία Μ.Gimbutas, η επέκταση και προς την Ν.Α. Ευρώπη, στην Βαλκανική χερσόνησο και τέλος προς την Ελλάδα γύρω στο 2.200 π.Χ. δεν επιβεβαιώνεται από τις δύο προαναφερθείσες εργασίες στο περιοδικό “Νature 522, June 2015” ,διότι όπως αναφέρει ο J. Mallory τα γενετικά δείγματα της έρευνας αυτής για την Ελλάδα  ήσαν πολύ λίγα. 
Ωστόσο, σύμφωνα με τις δυο τελευταίες εργασίες στο “NATURE”, οι σημερινοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί – τουλάχιστο στην Κεντρική Ευρώπη – έχουν μερική προέλευση από πληθυσμούς ως τους Υamnaya της εποχής του Χαλκού από την ευρωπαϊκή στέπα19.
 Η πρόσμιξη που έγινε περί το 2500 π.Χ.  δεν γνωρίζουμε πότε έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Όπως δε μου εγνώρισε ο γενετιστής στο Harvard Δρ. Ι Λαζαρίδης[17], αν και μέχρι σήμερα υπάρχοντα γενετικά ευρήματα υποστηρίζουν την προέλευση τουλάχιστον κάποιων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, το ζήτημα της εμφάνισης της πρωτο-Ελληνικής γλώσσας στον Ελλαδικό χώρο παραμένει ανοικτό. Προσέθεσε δε ο κ Λαζαρίδης ότι μετά από ένα–δυο χρόνια θα υπάρξουν γενετικά ευρήματα αDNA, διότι έχει γίνει εφικτή η μελέτη του αDNA και σε σχετικώς θερμά κλίματα.


Με βάση τα προεκτεθέντα μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Ο Πλάτων έθεσε τις βάσεις της Eτυμολογίας της Ελληνικής γλώσσας, η οποία είναι κατ’ εξοχήν νοηματική (εννοιολογική), δηλαδή υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ των λέξεων και της ετυμολογικής σημασίας τους.
1.     
Έρευνες μέσω του αDNA έδειξαν ότι υπήρξαν επεκτάσεις πληθυσμιακών ομάδων από τις Ρωσικές στέπες τόσο Δυτικά (προς Κεντρική και Δυτική Ευρώπη) όσο και Ανατολικά της Ευρώπης μέσω των Ασιατικών στεπών. Γενετική υπογραφή μεταναστεύσεων προς την Ελλάδα δεν επιβεβαιώνεται μέχρι σήμερα, αν όμως υπάρξει τέτοια κατά τον κορυφαίο γλωσσολόγο J. Mallory θα είναι πολύ μικρή εν σχέσει με τον τότε εγκατεστημένο στον Ελλαδικό χώρο πληθυσμό αυτοχθόνων.
1.     
O όρος Ινδο-Ευρωπαίοι είναι καθαρά γλωσσικός και δεν υποδηλοί οποιοδήποτε φυλετικό τύπο ανθρώπου. Η ύπαρξη Ινδο-Ευρωπαϊκής φυλής αμφισβητείται εντόνως από κορυφαίους ειδικούς επιστήμονες με βάση πρόσφατα γενετικά δεδομένα. 
Καιρός είναι πλέον η παλιά Ινδο-Ευρωπαϊκή υπόθεση να αφαιρεθεί από τα σχολικά βιβλία.
1.     
Η ένταξη της πρωτο-Ελληνικής στην Ινδο-Ευρωπαϊκή ομογλωσσία δεν αμφισβητείται, παραμένει, όμως, άγνωστη η μητέρα-γλώσσα της ομογλωσσίας αυτής. Ωστόσο, ως προεξετέθη, η πρωτο-Ελληνική φαίνεται να υπερτερεί των υπολοίπων γλωσσών (συμπεριλαμβανομένων των Σανσκριτικών), το ζήτημα όμως του χρόνου εμφανίσεώς της στον Ελλαδικό χώρο παραμένει ανοικτό (κατά τον Δρ. Ι. Λαζαρίδη).
1.     
Γραμμική Α΄αριστερά από αγγείο στο Ακρωτήρι Θήρας   –  δεξιά από Ανάκτορο Ζάκρου, Αρχ. Μουσείο  Σητείας

Κατά τόν Sir Arthur Evans «ἡ γραφή τῆς Κρήτης εἶναι ἡ μήτηρ τῆς Φοινικικῆς», ἐνῶ κατά τόν Ρενέ Ντυσσώ «Οἱ Φοίνικες εἶχαν παραλάβει πρωιμότατα τό ἀλφάβητόν των παρά τῶν Ἑλλήνων, οἵτινες εἶχαν διαμορφώσει τοῦτο ἐκ τῆς Κρητο-Μυκηναϊκῆς γραφῆς». (Βλ. καί Γκεόργκιεφ, Προβλήματα τῆς Μινωικῆς Γλώσσας, Σόφια 1953.)


Στον Ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα στην Κρήτη εμφανίζεται πριν από 5000 χρόνια το πρώτο σύστημα γραφής με ιδεογράμματα (ιερογλυφικά), ακολουθεί πριν από περίπου 4000 χρόνια η Γραμμική γραφή Α’ (που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί), την οποία διαδέχεται πριν από 3500 χρόνια (15ος π.Χ αι.) η Γραμμική γραφή Β’ (περιλαμβάνουσα και φωνήεντα), την οποία αποκρυπτογράφησε ως Ελληνική ο Βρεταννός αρχιτέκτων Μ. Ventris. Κατά τον διάσημο γλωσσολόγο–Μυκηνολόγο Osvald Panagl οι πινακίδες Κνωσού και Μυκηνών χρονολογούνται περί το 1300 π.Χ., της δε Πύλου περί το 1200 π.Χ., ενώ ο διαπρεπής αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος ανεκάλυψε στην ‘Ικλαινα (14 χλμ. από τη Πύλο) την αρχαιότερη μέχρι σήμερα πήλινη πινακίδα Γραμμικής Β’ χρονολογούμενη περί το 1450-1400 π.Χ.
5.     
Στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στην πρώην Φοινίκη, εμφανίζεται περί το 1150 π.Χ. το καλούμενο Φοινικικοσημιτικό σύστημα γραφής, το οποίο δεν είναι αλφάβητο αλλά συλλαβάριο χωρίς φωνήεντα με 22 σύμφωνα (στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα ελληνικά σύμφωνα Ξ, Φ, Ψ). Αν υπήρχε γραφή κατά τους χρόνους του Τρωικού πολέμου (δηλ. πριν το 1200 π.Χ.) η υπόθεση ότι οι Έλληνες πήραν το σύστημα γραφής (συλλαβάριο) από τους Φοίνικες κλονίζεται, στερούμενη αξιοπιστίας.
5.     
Το πρώτο αλφάβητο στον κόσμο είναι το Ελληνικό, του 8ου π.Χ. αι. Αρχικώς είχε 27 γράμματα, από δε το 403 π.Χ. 24 γράμματα μετά την αφαίρεση του δίγαμμα, του Κόπα και του σαμπί. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις βάσει ιστορικών πηγών (ομηρικά έπη, Μιστριώτης κτλ) και αρχαιολογικών ευρημάτων ότι το Eλληνικό αλφάβητο είναι πολύ αρχαιότερο, αναγόμενο πιθανότατα στα χρόνια του Τρωικού πολέμου (Μιστριώτης , Απολλόδωρος, κ.α.), πολύ δε πιθανότερο είναι τα ομηρικά έπη να είχαν παραδοθεί γραπτά (Μιστριώτης, Τζ. Χάιγκετ, Χ. Μπλάνκ, Ζακλίν Ντε Ρομιγύ).
5.     
Εν όψει των προεκτεθέντων είναι αναγκαία η συνέχιση της διεπιστημονικής έρευνας, της οποίας τα συμπεράσματα των διαφορετικών επιστημών θα πρέπει να συγκλίνουν ιδιαίτερα μάλιστα προς εκείνα της Αρχαιογενετικής και της Πληθυσμιακής Γενετικής λόγω των ραγδαίων εξελίξεων τους.
Κυρίες και Κύριοι,
Η Ελληνική γλώσσα, φαινόμενο συνέχειας και ακτινοβολίας εξακολουθεί να είναι αντικείμενο θαυμασμού και σπουδής από κορυφαίους γλωσσολόγουςελληνιστές και διανοουμένους . Κατά μεν τον παγκοσμίως γνωστόν ελληνιστή και καθηγητή γλωσσολογίας F.R. Adrados η Ελληνική έχει θέσει ανεξίτηλη την σφραγίδα της σ΄όλες της δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες που θεωρούνται ημιελληνικές ή κρυπτοελληνικές, 
κατά δε τον επιφανή ελληνιστή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Gilbert Murray η Ελληνική είναι η τελειότερη γλώσσα του κόσμου.
Πράγματι, η Ελληνική γλώσσα, γραπτή και προφορική, αποτελεί επίτευγμα του ανθρωπίνου πνεύματος ανυπερβλήτου τελειότητος.
————————————————————————————————————————————-
[1] Όνομα είναι κάθε λέξη με την οποίαν δηλώνεται πρόσωπον, ζώον, πράγμα ή ιδιότητα αυτών.
[2] Εκ των πρωτεργατών της σύγχρονης συγκριτικής γλωσσολογίας είναι ο Βρεταννός δικαστής  Sir William Jones(1746-1797).
[3] Φέρεται ως ο εφευρέτης του Ελληνικού αλφαβήτου, στα γράμματα του οποίου έδωσε μεταγενέστερα την μορφήν ο Πυθαγόρας, ενώ ο δάσκαλος του Ομήρου Προπανίδης τακτοποίησε πρώτος τον τρόπο γραφής, παρόμοιο με τον σημερινό.
[4] Κατά τον διακεκριμένο Ελληνιστή James Thomas Hooker η Γραμμική (συλλαβική ) Γραφή Β΄  εμφανίστηκε πριν από το 1400π.X ,χρονολογία στην οποία αναφέρονται  οι πινακίδες της Κνωσού.
[5] “Evidence for Greek Dialects in the Mycenaean Archives” Journal of Hellenic Studies 73, 1953.
[6] Διαχρονική συμβολή της Ελληνικής σε άλλες γλώσσες, Επιστημ. Επιμέλεια Γ. Καναράκη, Εκδ. ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα, 2014
[7] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, χθες, σήμερα, αύριο. Πρακτικά Συνεδρίου 8-10/3/2013, Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά, ,Εκδ. ΕΝΝΟΙΑ, σελ.49-58.
[8] Επικοινωνία με Μ. Κοσμόπουλο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 25-1-2016
[9] ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, χθες, σήμερα, αύριο. Πρακτικά Συνεδρίου 8-10/3/2013, Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά, Εκδ. ΕΝΝΟΙΑ, σελ.19-38.
[10] ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΙΔΗΣ: “Η Γενετική Ιστορία της Ελλάδος ,το DNA των Ελλήνων”, Β’ Εκδ., Δ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2014.
[11] ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, Αρχιγένεθλος Ελληνική γλώσσα, Εκδ. Γεωργιάδη, Αθήνα, 2011
[12] Επικοινωνία μέσω Ηλεκτρ Ταχυδρομείου(Η/Τ)  με τον κ Jim  P. Mallοry στις 8/9/2015
[13] Gray R.D. & Atkinson Q.D. : Nature 426, 435-439, 2003.
[14] Gray R.D., Atkinson Q.D. & Greenhill S.J.: Phil. Trans. R. Soc., B366, 1090-1100, 2011.
[15] Anthony  D.W.: The Horse, the Wheel and Language: How Bronze – Age Riders from Eurasian Steppes Shaped the Modern World, Princeton Univ. Press, 2007.
[16] Lazaridis ,I. et al «Ancient Human  Genomes Suggest 3 Ancestral Population to present – day Europeans»Nature 513,409-413,2014
[17] Επικοινωνία με Ι. Λαζαριδη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 6/11/15
Το ανωτέρω κείμενο μας το παραχώρησε, ευγενώς, η Γραμματεία της Ακαδημίας Αθηνών