Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΣΤΟ ΝΙΚΟΛΑ ΤΟΝ ΨΑΡΟ, ΠΟΥ ΄ΦΥΓΕ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ...


«Κορφή και αγγελοκορφή, που είσαι με τα ρόδα, του Ουρανού αυλήμονα, πορίστρα των αγγέλω, άγγελος να ‘μουνα κι εγώ, πάνω σου να πορίζω!
Γη κι Ουρανό να χαίρουμαι!»

- Αυτοί ‘ναι οι στίχοι του πρώτου – πρώτου σου νεοριζίτικου, στο εξαιρετικό σου βιβλιαράκι, του 1980, με τίτλο «Ριζίτικα του καιρού μας», φίλε Νικόλα!
Και με τον τρόπο που διάλεξες να μισέψεις προχτές το βράδυ, τραγουδώντας μια δική σου σύνθεση, ένα ριζίτικο για την συντροφιά, τη φιλία, την ανθρωπιά, για όσα δίνουν νόημα στη ζωή, έκανες πράξη εκείνη την παλιά σου, πρωταρχική, σημαδιακά πρώτη από τότε, εκεί, επιθυμία σου!
- Άφησες μισοτελειωμένο το προχτεσινό σου τραγούδι. Τόσο γεμάτο όμως το μεγάλο τραγούδι της ζωής σου όλης!
Συνηθίζουμε να λέμε πολλά και διάφορα, όσα νιώθουμε υποκειμενικά ο καθένας μας, στ’ αγαπημένα πρόσωπα που χάνουμε.
Μα για σένα, ποιος ήσουν, πώς σκεφτόσουν, αξίζει νομίζω σήμερα να μιλήσουν καταρχήν, κάποιοι αντιπροσωπευτικοί σου στίχοι, πάντα επίκαιροι για όλους μας, στα μηνύματα κι αισθήματα που βγάζουν:
Εδιαλάλησες, στο προαναφερθέν βιβλίο σου (που ήταν ένα ελάχιστο μέρος από την όλη λογοτεχνική, σχολιαστική και λαογραφική σου προσφορά σε διάφορα έντυπα) γράφεις, μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών: «Ούλες οι μπάντες του Νησιού, έβγαλαν παλληκάρια / ούλες ανθρώπους τση φωτιάς, ανθρώπους του πολέμου, μα ένας βγήκε δάσκαλος, ο Σφακιανός, ο Γιάννης, / που ‘χε στο νού του το Χριστό, το Δάσκαλο του Κόσμου». Ετσά κι αυτός μαρτύρησε…
- Μα γράφεις και γιαυτούς που παριστάνουν τους Χριστιανούς:
«Χριστέ μου νά ‘σαν Χριστιανοί, οι γι άρχοντες του κόσμου / να κατατρέχουν το άδικο / να τσι προγκούν τσι πλούσιους / Αδικημένοι και φτωχοί στη Γη να μη διαβαίνουν. / Νά ‘ναι Παράδεισος η Γης…»
Κι αλλού, για τη δική σου μοίρα, μετανάστης τότε:
«Οι δίμουροι αφέντες μας με αλαργοξορίσαν / οι δίμουροι και οι άδικοι κι είν’ η καρδιά μου μαύρη / γιατί στη μαύρη ξενιτειά, αηδόνια δε λαλούνε / γιατί σγουροί βασιλικοί νε-δε μοσκοβολούνε…»
Για την Κύπρο του ’74 και την Κρήτη των ξένων βάσεων:
«Έστεκε ο ήλιος έστεκε, να αποκαμαρώνει / νερατζανθό, στση θάλασσας τη μέση / την Κύπρο τη βαρειόμοιρη, πρίχου κακαποδώσει / Μ’ εδά, γέμισε μνήματα, μ’ εδά την διάγουν φίδια / Σκύλος Οβριός ας όψεται…»
-«Κρήτη μου τα θεμέλια σου, τα μαργαριταρένια / ίντα δράκοι τση κόλασης, καημένη τ’ ανασκάψαν; / Σκάψαν τα κι ανασκάψαν τα, φώλεψαν και γεννήσαν / κι απάνω στα δρακαύγουλα εδά ‘σαι θρονιασμένη / κι εδά στο χάος κρέμεσαι, και είσαι και δεν είσαι…/
Κρήτη και πώς να διανευτείς;»

Γράφεις και για κείνον, που όποιος έχει καθάρια σκέψη, υποθέτει ποιος ήτανε: «Κι από Σειρά κι από Σπουδή και του ‘στεκε και μπόρειε / Άρχοντας με τσοι άρχοντες να διάει εις την Χώρα / να τσοι αρμέγει τσοι φτωχούς, να θεμελιώνει πύργους. / Μ’ αυτός στα Όρη έπιασε, να το ξεφανερώσει / εις τσοι φτωχούς το άδικο, αρχόντοι να υπάρχουν. / Κι οι σκύλοι τονε φάγανε, οι δούλοι των αρχόντων /
- Μην το ξεχάσετε φτωχοί!»

- Έγραψες και για το λυτρωτικό φίλιωμα παλιών θανάσιμων οχτρών:
«Σαράντα χρόνια, δυο γενιές, ξετρέχαν μια την άλλη. / Με τ’ άρματα κι οι δυο γενιές, σκυλιά αγριμολόγοι / με τη ψυχή στ’ αντόντια τους, κι οι δυο γενιές αγρίμια! / Κι εδά που ήσαν οι γενιές, στο αίμα ίσια κι ίσια / είπανε ν’ αγαπήσουνε, συμπεθεριά να κάμουν /
Γερόντοι σμείξανε οι νιοι κι ως έδωκα
ν τα χέρια / Χριστέ μου πώς αρχίξανε, τα μάθια τους κι ετρέχαν!»

- Για τη ζωή σου, γράφεις με θυμόσοφο σαρκασμό, στο τέλος εκείνου του συγγραφικού σου έργου:
«Στο Δημοτικό, καλός στην Έκθεση και στο Λάστιχο. Στο Γυμνάσιο, από τους καλύτερους και στα Μαθηματικά, μέχρι την Τετάρτη τάξη! Ύστερα οι άλλοι καλοί, πηγαίνανε στα φροντιστήρια, κι εγώ στη Δημοτική Βιβλιοθήκη και διάβαζα τον «Καπετάν Μιχάλη.
Μετά έδωκα εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, που νόμιζα πως ήτανε για Σφακιανούς. Για φτωχούς και για άρματα. Μα δεν ήταν…
Μετά κρατούσα την όχερη και την τσάπα, δυο χρόνια, που ήταν στρατιώτης ο αδερφός μου. Τη δεύτερη χρονιά, σαν εξελάσκαραν οι δουλειές, πετάχτηκα στην Αθήνα κι έδωσα εξετάσεις στον ΟΤΕ. Την παραμονή της μέρας που θα γράφαμε, άργησα πολύ να κοιμηθώ: Γιατί διάβαζα το «Δασκαλογιάννη» του Αγγελή. Στις εξετάσεις έγραψα πολύ καλά, Μαθηματικά, Φυσική, Γεωγραφία. Έκθεση, όχι και τόσο, μια που το θέμα, σχέση δεν είχε με το Δασκαλογιάννη…
Στα Εγγλέζικα, που λέξη δεν ήξερα, έγραψα ένα ριζίτικο, το «Χελιδονάκι μου γοργό». (Αυτό είχε σχέση με τον ΟΤΕ…) Μα πάλι αποτυχία…
- Άδειασε μετά μια καλή θέση σ’ ένα Ταχυδρομείο της επαρχίας μας. Πήγα στο βουλευτή μας, μού ‘πε «ναι», μα ξένος βουλευτής, βόλεψε άνθρωπο ξένης επαρχίας.
- Έφυγα μετά (δίχως «μέσον») στη Γερμανία. Εκεί, αντί τα Γερμανικά, έμαθα τα Σφακιανά…»
- Είναι πολλά όμως εκείνα που δεν έγραψες για τη ζωή σου και τον εαυτό σου, ακριβέ μας φίλε Νίκο.
- Πάλαιψες σκληρά κι επίμονα, κέρδισες με τον τίμιο ιδρώτα σου, μαζί με την αγαπημένη και τόσο άξια σε όλη της, σύζυγό σου Ελένη, ένα επίπεδο ζωής όχι πλούσιο, αλλά ικανό να αναθρέψετε, να μορφώσετε, προπαντός με την αγάπη και το προσωπικό σας παράδειγμα, τρία χαρισματικά παληκάρια, τρεις επιστήμονες μα προπαντός σωστούς ανθρώπους. Αυτά ήταν το καμάρι και η μεγαλύτερή σου ικανοποίηση από τη ζωή. Κέρδισες με το σπάνιο ήθος και την ντομπροσύνη σου τη φιλία όσων είχαμε την τύχη να σε γνωρίσουμε από κοντά και την εκτίμηση όλου του κοινωνικού σου περίγυρου. Αυτά ήταν τα έπαθλα του χαρακτήρα σου, όπως, άλλου είδους σπάνια έπαθλα, ήταν οι εξαιρετικές επανειλλημένες πρωτιές και διακρίσεις σου σε παγκρήτιους ή τοπικούς, του Νομού μας, διαγωνισμούς μαντινάδας παλιότερα και σατιρικής ποίησης πρόσφατα. Στον τοπικό τύπο, εκατοντάδες ήταν εκείνοι που περίμεναν κάθε νέο σου σχόλιο, μ’ εκείνη την γλαφυρή, τόσο μελετημένη, καλοζυγισμένη και εύστοχη τοπολαλιά και σκέψη σου.
Τοπολαλιά και σκέψη γέννημα μιας ζωής, μιας ψυχής δεμένης τόσο γερά με τη Φύση, με τα Σφακιά, τη Μαδάρα, τις γενιές των προγόνων και την έγνοια για τις γενιές που θα ‘ρθουν… Τα βιώματά σου και η ανήσυχη, όλο ερωτηματικά, απόψεις, ανησυχίες, οράματα μιας καλύτερης κοινωνίας συνείδησή σου, ενσάρκωναν το ξεχασμένο από τα φθοροποιά σημερινά μέσα διαμόρφωσης συνειδήσεων, αρχαιοελληνικό σοφό ιδανικό:
«Έλλογα σκέπτεσθαι και κατά Φύσιν πράττειν».
- Ήσουν πολύ πιο λογικός, πολύ πιο πνευματικός άνθρωπος από τους περισσότερους «γραμματιζούμενους και «πολυσπουδαγμένους» γιατί βιωματικά είχες μάθει να πράττεις και να σκέφτεσαι φυσιολογικά. Γέννημα – θρέμμα ο ίδιος ετούτου του φυσικού περιβάλλοντος που πλάθει αντίστοιχους χαρακτήρες. Γεμάτος πλούσια συναισθήματα συνάμα. Ξεχείλιζαν απ’ αυτά τα γραφτά μα κι ο προφορικός σου λόγος. Έζησες και πέθανες αντρίκεια Νικόλα. Άγγελος τώρα, σε ψηλές κορφές, όπως πάντα επιθυμούσες, βιγλίζεις από ‘κει κι αποκαμαρώνεις γιατί άφησες ανεξίτηλα ίχνη της όμορφης περπατησιάς σου εδώ κάτω. Σταύρο, Σήφη, Γιώργη, μαζί με την αγαπημένη του την Ελένη, τη μάνα σας, δίκαια είστε περήφανοι όχι μόνο για όσα η αγάπη κι η ανθρωπιά του σας έδωσε, μα και για όλα όσα, πρόσφερε στην κοινωνία, στον πολιτισμό μας, σε όλα!
- Καλό σου ταξίδι ακριβέ κι αλησμόνητε φίλε Νίκο.


29/12/2011                           Κώστας Ντουντουλάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: