Εισαγωγή:
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ»...
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά,το θύμα βρίζε!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου,
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ»...
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά,το θύμα βρίζε!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου,
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου