Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Ένα πεζό, του Ρώσου ποιητή Γεβγκένι Γεφτουσένκο, για τον Τσε.

 
-Γιατί έγινα επαναστάτης; επανέλαβε την ερώτησή μου ο κομαντάντε Τσε και με κοίταξε με δυσπιστία, σα να ήθελε να διαπιστώσει αν ρωτάω από περιέργεια ή αν αυτό ήταν πραγματικά απαραίτητο για μένα. Αυθόρμητα τράβηξα το βλέμμα μου, ξαφνικά φοβήθηκα. Όχι για μένα, γι' αυτόν. Ήταν απ' αυτούς "με τα καταδικασμένα μάτια", όπως έγραφε ο Μπλοκ.
Ο κομαντάντε ξαφνικά γύρισε, φορούσε τις βαριές στρατιωτικές αρβύλες, στις οποίες, είχες την αίσθηση, ότι είχε μείνει η σκόνη της Σιέρα Μαέστρα και πλησίασε στο παράθυρο. Μια μεγάλη πεταλούδα, σαν την εύθραυστη νύχτα της Αβάνας κάθισε στο γυαλιστερό αστεράκι του μπερέ, που ήταν περασμένος στην επωμίδα της στολής, πράσινης, στο χρώμα της ελιάς.
- Ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά μετά κατάλαβα ότι μόνο με την ιατρική δεν σώζεις την ανθρωπότητα... - απάντησε αργά ο κομαντάντε, χωρίς να γυρίσει. Μετά γύρισε απότομα κι εγώ πάλι τράβηξα το βλέμμα από τα μάτια του, από τα οποία έβγαινε ένα διαπεραστικό κρύο, ήδη από αλλού. Οι σκοτεινές σκιές της ξαγρύπνιας γύρω από τα μάτια του κομαντάντε φαίνονταν πυρπολημένες.
- Κάνετε ποδήλατο; - με ρώτησε ο κομαντάντε. Σήκωσα τα μάτια προσδοκώντας ν' αντικρίσω χαμόγελο, αλλά το χλωμό του πρόσωπο δεν χαμογελούσε.
- Καμιά φορά το να γίνεις επαναστάτης, μπορεί να βοηθήσει ένα ποδήλατο, είπε ο κομαντάντε, καθώς χαλάρωνε στην πολυθρόνα, παίρνοντας προσεχτικά το φλιτζάνι του καφέ, με τα μακριά δάχτυλα ενός πιανίστα...
- Στην εφηβεία ονειρευόμουν να γυρίσω τον κόσμο με ποδήλατο. Έτσι μαζί με το ποδήλατο χώθηκα σ' ένα μεγάλο εμπορικό αεροπλάνο που πετούσε στο Μαιάμι. Πήγαινε άλογα στον ιππόδρομο. Έκρυψα το ποδήλατο στ' άχυρα, όπου κρύφτηκα κι εγώ. Όταν φτάσαμε , οι ιδιοκτήτες των αλόγων λύσσαξαν βλέποντάς με. Φοβούνταν θανάσιμα ότι η παρουσία μου θα επηρέαζε το νευρικό σύστημα των αλόγων. Μ' αφήσανε στο αεροπλάνο για να μ' εκδικηθούν. Το αεροπλάνο "άναψε" από τη ζέστη. Ένιωθα ασφυξία. Από τη ζέστη και την πείνα άρχισα να παραληρώ...
- Θέλετε κι άλλον καφέ;...
- Μετά από ένα μερόνυχτο οι ιδιοκτήτες των αλόγων γύρισαν, μάλλον χαμένοι. Ένας απ 'αυτούς μου πέταξε ένα μισογεμάτο μπουκάλι coca-cola. Το μπουκάλι έσπασε. Σε ένα κομμάτι γυαλί έμεινε λίγη. Την ήπια κι έκοψα τα χείλια. Στην επιστροφή έχυναν πάνω μου ουίσκι και με κορόιδευαν με σάντουιτς. Για μεγάλη μου τύχη πότισαν τ' άλογα κι εγώ έπινα μαζί μ' αυτά απ' τον κουβά...
Η κουβέντα γινόταν το 1962, όταν το τραγικό πρόσωπο του κομαντάντε δεν το τυπώνανε στάμπα στα μπλουζάκια, ποντάροντας με ιμπεριαλιστική ευστροφία, στα αντιιμπεριαλιστικά συναισθήματα της αριστερής νεολαίας. Ο κομαντάντε ήταν δίπλα μου, έπινε καφέ, μιλούσε, χτυπούσε τα δάχτυλα στο βιβλίο για το αντάρτικο στην Κίνα, το οποίο μάλλον δεν βρισκόταν τυχαία στο γραφείο του. Μέχρι τη Βολιβία, ήταν ένας ζωντανός θρύλος και στον ζωντανό θρύλο υπάρχει πάντα μια αναλαμπή θανάτου. Την αποζητούσε ο ίδιος. Σύμφωνα με μια μαρτυρία και χωρίς να το περιμένει κανείς, ο κομαντάντε πέταξε με μια χούφτα συντρόφους, στο Βιετνάμ, προτείνοντας στον Χο Τσι Μινχ να πολεμήσει στο πλευρό του. Ο Χο Τσι Μινχ αρνήθηκε ευγενικά...
Ο κομαντάντε συνέχισε να ψάχνει το θάνατο, ορμώντας, τριγυρισμένος από κουνούπια, στην υγρή ζούγκλα της Βολιβίας. Και τον πρόδωσαν εκείνοι οι πεινασμένοι, στο όνομα των οποίων πάλευε. Γιατί στα βήματά του, αντί να βαδίζει η ελευθερία, βάδιζαν οι καταδιώκτες, σκοτώνοντας τον καθένα που του παρείχε στέγη.
Κι ο θάνατος μπήκε στο σχολείο της Λα Ιγέρα και τον βρήκε στην έδρα, κουρασμένο κι άρρωστο. Και, δαιμονισμένος από την προκαταβολική ανταμοιβή, παρήγγειλε στρατιωτικά: "Εγερθήτω"! Κι αυτός, μόνο βλαστήμησε, μα δεν σκέφτηκε να σηκωθεί. Λένε, πως όταν του φύτευαν τις σφαίρες τη μια πίσω απ' την άλλη, αυτός χαμογελούσε, σα να το επιζητούσε. Και τα χέρια του, με δάχτυλα ενός πιανίστα, τα έκοψαν από το κορμί του και τα έστειλαν στη Λα Παζ, για δαχτυλοσκοπική αναγνώριση. Και το σώμα, κομματιάζοντάς το, το σκόρπισαν στη ζούγκλα, για να μην έχει μνήμα κι έρχεται ο κόσμος.
Κι αν πεθαίνοντας, χαμογελούσε, τότε μάλλον σκεφτόταν ότι με το θάνατό του οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πετύχουν αυτό, που δεν μπορούσαν να πετύχουν με τη ζωή τους. Ο χριστιανισμός δεν θα υπήρχε αν ο Χριστός, πεθαίνοντας, έκοβε ισόβια προσωπική σύνταξη.
Και τώρα, κρατώντας στο όχι ακόμα κομμένο χέρι του το φλιτζάνι με τον καφέ και κοιτώντας με επίμονα με τα ζωντανά ακόμα μάτια, ο κομαντάντε είπε:
- Η πείνα, αυτή κάνει τους ανθρώπους επαναστάτες. Η δική σου πείνα ή η ξένη. Αλλά σαν τη νιώσεις δική σου... 

Μετάφραση από τα ρωσικά Μαρίνα Παπαδημητρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: