«Το πρόβλημα της πίστης στη ζωή μετά θάνατο στην πιο οξεία μορφή του φανερώνεται στο Νεύτωνα, που ήταν ως το τέλος βαθύς και πιστός χριστιανός. Το Νεύτωνα, ένα από τα καλύτερα μυαλά που γέννησε το ανθρώπινο γένος.
Η μόνη εξήγηση που χωρεί σε τούτη την αποστομωτική απορία είναι να αναγνωρίσει κανείς τη συντριπτική δύναμη της παράδοσης.
Όταν σου μάθουν κάτι επίμονα από τη νηπιακή ηλικία και μέσα στην αταβιστική χαραγή και σφυρηλάτηση για δεκάδες γενεές, τότε η δομή αυτή γίνεται θεμελιώδης στην υφή της ύπαρξης και της ουσίας σου.
Η κατατύπωση τούτη στη σκέψη, στο χαρακτήρα, στην κοσμοθεωρία σου, γίνεται κάτι σαν κληρονομικός κώδικας. Δεν ξεριζώνεται με τίποτα. Για να το κατορθώσεις, πρέπει να γδάρεις το ίδιο το μυαλό σου.
Όπως ο εκδορέας γδέρνει το δέρμα του ζώου. Θα χρειαστεί, δηλαδή, να ανασκάψεις ολόκληρη την ιστορία και τον πολιτισμό.
Και αυτό δεν το μπόρεσε ο Νεύτων, ή ο Πασκάλ. Και τόσα άλλα σεβαστά ονόματα που έμειναν ως το τέλος χριστιανοί.
Και ακόμη, ειδική επίδοση σε ένα δε σημαίνει γενική επίδοση σε όλα. Έκαστος στο είδος του, που λέει ο Λουμίδης. Στους ωκεανούς και στους πλόες ο Ωνάσης ήταν δαίμονας, αλλά Νέαρχος ή Στράβων δεν του πήγαινε να γίνει. Και ο Τζιμ Λόντος, ανεμοθύελλα και τυφώνας στην ελληνική παλαιστική, δεν είχε γεύση για τα γαλλικά κρασιά.
Η καθημερινή πρακτική, η πείρα του ανθρώπου μέσα στους αιώνες και η σύνεσή του, σχετικά με τον άλλο κόσμο μας προάγουν σε μια απόκριση που είναι απλή και στέρεη.
Δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος. Κανείς δεν εκατέβηκε κείθε κάτου. Κανείς δεν ξανανέβηκε από κείθε κάτου.
Όλη η φάμπουλα της νέκυιας, η φήμη δηλαδή, η ιστορία, ο μύθος, η κωμωδία, η τραγωδία, είναι μια ποιητική κατασκευή, που πήγασε από την ανάγκη μας να δώσουμε μια αισθητική διέξοδο στον πόνο που νιώθουμε μπροστά στο αδυσώπητο φαινόμενο του θανάτου.
Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Άδη.
Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης.
Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από τα φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης.
Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία.
Όλα τούτα περιεντυμένα με μια πανούργα υποκρισία, που έδωκε το στίγμα και το χρίσμα της ψευτιάς μέσα στο παγκόσμιο καθεστώς και στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Όμως το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμός μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.
Το επιτύμβιο επίγραμμα του Σαρδανάπαλου έμεινε σαν η μουσική αντίστιξη της περηφάνειας και του θρήνου:
Έχτισα την Ταρσό και την Αγχίαλο
σε μια μέρα. Τώρα δε ζω πιά.
Με πρόσχημα τα καλά έργα οικτίρεις και χλευάζεις το σχήμα του τραγικού και του μάταιου, που σ’ έχει χρηστηριάσει.
Εγώ το χαράζω έτσι:
Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους.
Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω.
Αφού δεν υπάρχει ο κάτω κόσμος, κι αφού κανείς δεν επάτησε τον Άδη, ποιο μεράκι έσπρωξε τους ποιητές να πλάσουνε τις νέκυιες;
Θα σου το ειπώ.
Το ταξίδι που κάμανε οι πέντε μεγιστάνες της ποίησης, το κάμανε ζωντανοί.
Και στον απάνω κόσμο. Αυτός ήταν ο τρόπος να μελετήσουν τον ιδικό τους θάνατο σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.
Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη.
Με την απλή, δηλαδή, και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή το ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζεις κι αυτό που δεν είσαι, δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.
Νέκυια σημαίνει ότι τα «ἐνεργείᾳ» σου, δηλαδή αυτό που είσαι τώρα που ζεις, τρέφεται και αυξάνεται από το «δυνάμει» σου, δηλαδή από αυτό που θα γίνεις, όταν δε θα ζεις. Στην αντίθετη περίπτωση αφαιρείς από το προσωρινό του ζωντανού το μόνιμο του πεθαμένου.
Ποιος είσαι στο κατακάρδι και στη βάση σου όμως, εάν διαλέξεις το ελάχιστο που έχεις απορρίξει από μέσα του το πλείστο;
Νέκυια σημαίνει ότι κερνάς στο ποτήρι σου το γλεύκος της ύπαρξης και το γλεύκος της ανυπαρξίας σου, και πίνεις ύστερα στη σωστή αναλογία το κρασί της ζωής. Ήσυχα, και χωρίς αυταπάτες.»...
Δημήτρης Λιαντίνης - "Γκέμμα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου